Α] ΑΠΟΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΡΧΟΜΑΙ: Ήμασταν, όταν ήμασταν παιδιά, μοναδικοί μάγοι. Θα γίνουμε, ως ενήλικοι, αγέλη;
Τελικά, ποια ηλικία μας ανήκει περισσότερο από την παιδική, στην οποία, πραγματικά, εξαρτιόμαστε από άλλους;Τα πάντα είναι πιο αργά στην παιδική ηλικία. Οι διακοπές μας φαίνονται απολαυστικά αιώνιες. Το ίδιο και τα ωράρια του σχολείου. Παρόλο που είμαστε προσκολλημένοι στο σχολείο και ιδιαίτερα στην οικογένεια, έχουμε σε αυτή την περίοδο της ζωής μας περισσότερη ελευθερία από οποιαδήποτε άλλη απέναντι σε αυτά που μας δένουν. Αυτό οφείλεται, πιστεύω, στο ότι η ελευθερία στην παιδική ηλικία ταυτίζεται με τη φαντασία,κι αφού στην τελευταία όλα είναι δυνατά, η ελευθερία να είμαστε πάνω από την οικογένεια και το σχολείο πετάει ψηλότερα και μας επιτρέπει να ζούμε σε μεγαλύτερη απόσταση, παρά στις ηλικίες στις οποίες πρέπει να συμμορφωθούμε για να επιβιώσουμε, να προσαρμοστούμε στους ρυθμούς της επαγγελματικής ζωής και να υποστούμε κανόνες κληρονομημένους και αποδεκτούς από ένα είδος γενικού κομφορμισμού. Ήμασταν, όταν ήμασταν παιδιά, μοναδικοί μάγοι. Θα γίνουμε, ως ενήλικοι, αγέλη.
[ΠΗΓΗ: Κάρλος Φουέντες – Η θέληση και η τύχη, εκδ. Καστανιώτη, 2011, μτφ. Μαργαρίτα Μπονάτσου, σ. 73 [Carlos Fuentes, La voluntad y la fortuna, 2008].
β] ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΡΦΗ… Η ΚΑΝΕΛΑ: στο δρόμο γεννιούνται οι συνειδήσεις και το πολιτικό καθήκον της αντίδρασης στη βαρβαρότητα!
Οι παλιοί φόβοι έχουν πια αντικατασταθεί. Δεν υπάρχει χώρος για άγχη σχετικά με σπουδές, μακρινά ταξίδια, δημιουργικές διαδικασίες και καλύτερους μισθούς. Στην κορυφή πια θρονιάστηκε για τα καλά η αγωνία της επιβίωσης. Ξαφνικά –μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια–, σε δύο και κάτι χρόνια, συναντήσαμε την αγωνία των παππούδων μας. Σα να κάναμε ένα τυφλό άλμα προς τα πίσω. Ένα παρελθόν ζόρικο, αλλά στα μυαλά μας κάπως τρυφερό, έρχεται να πάρει μια εκδίκηση που δεν ζήτησε ποτέ. Αναζητώ ένα μαγνητοφωνάκι, στο οποίο ο Ά. έγραφε τις αφηγήσεις του παππού μας. Την ώρα που ακούω για την τότε δυσκολία, για την κούρασή τους, ανοίγω τα μάτια. Είναι σημερινός ο άνθρωπος που έχει χωθεί μέχρι τη μέση στον κάδο των σκουπιδιών. Είναι σημερινή εκείνη που γλίστρησε μέσα απ’ τα χέρια μας στο Παγκράτι, στο ίδιο Παγκράτι που μεγαλώσαμε κάποτε, χαζοχαρούμενοι και αθώοι.
Όλα μπερδεύονται γλυκά.
Με κομμένη την ανάσα παρακολουθούμε Δευτέρα βράδυ την εκπομπή στη ΝΕΤ, αναζητώντας κάποιες ελάχιστες εξηγήσεις. Μέσα σε δέκα λεπτά ο Πάσχος Μανδραβέλης μας έχει πει ότι δεν υπάρχει καμιά άλλη βία εκτός απ’ τη φυσική. Ας μην ξεχειλώνουμε τους ορισμούς, για να εξυπηρετήσουμε την έμφυτη αριστερή μας έφεση στον λαϊκισμό. Ύστερα η Αφροδίτη Αλ Σάλεχ μας λέει ότι ο Δεκέμβριος του 2008, ο αγώνας της Κερατέας, τα γιαούρτια συνετέλεσαν στον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας. Χαμηλώνω τον ήχο, αλλά νομίζω πως ακούω να λέει ότι όλα αυτά σχεδόν βοήθησαν τη Χρυσή Αυγή να θριαμβεύσει. Κοιτάζω γύρω μου μερικούς ανθρώπους που βρέθηκαν σε διαδηλώσεις το 2008, που διάβαζαν και υποστήριζαν τον κόσμο της Κερατέας. Μιλάνε, και περιμένω ν’ ακούσω ρατσιστικές κορώνες, περιμένω ότι θα πουν κάτι ελάχιστο που θα με κάνει να καταλάβω τη συμβολή τους στο ποσοστό του Μιχαλολιάκου. Δεν βρίσκω, αλλά επιμένω να τους κοιτάζω προσεκτικά, σχεδόν εξεταστικά.
Όλα μπερδεύονται γλυκά.
Λίγο πριν ψηφιστεί οριστικά ο προϋπολογισμός, ο υπουργός Οικονομικών, ο τεχνοκράτης, ο άνθρωπος που μιλάει με νούμερα, ανεβαίνει στο βήμα. Γυρίζει προς τον Τσίπρα και ρωτάει με όλο το ύφος του κόσμου: «Πού ζείτε;». Εδώ συμβαίνει μια αλλόκοτη έκρηξη. Μιλάει ο άνθρωπος που αποφασίζει για την ανεργία των άλλων, που προστάζει να ζήσουμε με 586€, να μην αποζημιωθούμε αν απολυθούμε, να πληρώσουμε χαράτσι, να ζήσουμε με επίδομα ανεργίας 360€. Αυτός ο άνθρωπος, έξω και μακριά απ’ όλες αυτές τις περιστάσεις, έξω και μακριά από κάθε πραγματικότητα ρωτάει: «Πού ζείτε;». Δεν υπάρχει, κύριοι, λέει καμία άλλη εναλλακτική, δεν υπάρχει καμία άλλη εφικτή λύση. Συνεπώς, ο μόνος που ζει εδώ, σ’ αυτό το ένα και μοναδικό παρόν, στην αληθινή εκδοχή του κόσμου, είναι ο Στουρνάρας. Δυο-τρεις μέρες πριν απ’ τον προϋπολογισμό, σε επίσκεψη στο πατρικό μου, η μικρή ξαδέρφη μου λέει για την παιδική της φίλη: «Έπιασε δουλειά στο τάδε πολυκατάστημα [σ.σ.: απ’ τα πιο γνωστά του κέντρου]. Πενθήμερο, οκτάωρο, 510 ευρώ μεικτά». Με πιάνει ένα ξαφνικό αίσθημα ντροπής. Πάω να κάνω μερικές πράξεις στο μυαλό μου, δεν βγαίνουν με τίποτα, σταματάω. «Πού ζείτε;». Αλήθεια, πού ζείτε; Άραγε, εκεί, συναντώνται ποτέ ο κόσμος του Στουρνάρα και ο κόσμος της παιδικής φίλης της ξαδέρφης;
Όλα μπερδεύονται γλυκά.
Κανένα μπέρδεμα δεν είναι αρκετά εντυπωσιακό πια. Δεν με εντυπωσιάζει που μπερδεύουν τον ναζισμό με τη διαμαρτυρία ενάντια στην εξαθλίωση. Που τοποθετούν τον αγώνα των κατοίκων της Κερατέας ή στις Σκουριές μαζί με τη ρατσιστική επίθεση στις λαϊκές αγορές απ’ τους Χρυσαυγίτες. Όλα έχουν μπερδευτεί γλυκά από καιρό.
Από τότε που ο Μάνος Ελευθερίου εμφανίστηκε στην εκπομπή του Θέμου Αναστασιάδη (και μάλιστα μετά το σκάνδαλο με τη βαλίτσα), από τότε που ο Ρέμος τραγούδησε Θεοδωράκη, από τότε που ο Λυκουρέζος ανέβηκε μαζί με το Σαββόπουλο στο πάλκο για να τραγουδήσουν το «Εμείς του εξήντα οι εκδρομείς», από τότε που στην εκπομπή του Σταύρου Θεοδωράκη ειπώθηκε εκείνο το «ακτιβιστής της δεξιάς», από τότε που στην Καθημερινήτο ΛΑΟΣ έγινε το κόμμα της ευθύνης και πάει λέγοντας.
Η θεωρία των δύο άκρων δεν είναι μόνο πολιτικά επικίνδυνη ή ιστορικά αστήριχτη. Είναι επίσης ο τρόπος να επιταθεί η περιρρέουσα σύγχυση και να γίνει ακόμη δυσκολότερη η αναζήτηση αυτού του περίφημου νοήματος. Ο επίσημος λόγος, οι διάφορες ερμηνείες που εξαπολύονται εναντίον μας σαν ριπές ενός φανταστικού όπλου, δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να θολώνουν τα βλέμματα και να φουντώνουν έτσι αόριστα τη συλλογική ενοχή. Στην πραγματικότητα, περιφρονούν βαθύτατα όλο αυτόν τον κόσμο που δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτό το ειρωνικό «Πού ζείτε;». Περιφρονούν όσους, με όλες τις αντιφάσεις, τις στρεβλώσεις, τα προηγούμενα ή και σημερινά λάθη τους, προσπαθούν να ψελλίσουν ότι, απλά, δεν μπορούν να ζήσουν με 510€ μεικτά.
Όμως, όπως λέει ένα παλιό αναρχικό σύνθημα: «Στο δρόμο γεννιούνται οι συνειδήσεις». Στην περίπτωσή μας, και όπως το είχε θέσει ήδη από το 2005 ο Ευγένιος Αρανίτσης, η υποχρέωση να αντιδράς στην περιφρόνηση δεν είναι κάτι άλλο από πολιτικό καθήκον.