Όταν πρωτοείδα αυτό το βίντεο το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο νου ήταν η Ανιές, η ηρωίδα της Αθανασίας του Κούντερα, να διασχίζει κρυμμένη πίσω από τη μικρή της μυοσωτίδα τους θορυβώδεις δρόμους του Παρισιού.
Στη σύντομη ζωή των 400 σελίδων της, υπάρχουν τρείς σκηνές, τρεις σκηνές μόνο, που ιχνογραφούν, για μένα τουλάχιστον, την απόκοσμη γοητεία της. Η πρώτη αυτή που μόλις κι αναφέρθηκε, η Ανιές να διασχίζει τη μεγάλη λεωφόρο του Παρισιού, κι ένα κύμα ασχήμιας να τη χτυπά καταπρόσωπο μαζί και ο ιδρώτας των ανθρώπων και οι θόρυβοι της ασφάλτου και οι μουσικές των μαγαζιών και τα βλέμματα των άλλων, ειδικά αυτά. «Η μοναξιά», θα πει αργότερα, «ήταν πάντα αυτό, μια γλυκειά απουσία βλεμμάτων».Σ’ αυτή λοιπόν τη θορυβώδη λεωφόρο η Ανιές θα κλείσει τα μάτια της, στη μέση του κόσμου, ενός κόσμου που συνωστίζεται γύρω της θορυβώντας. Αυτό που τώρα η Ανιές θα επιθυμούσε να είχε, είναι ένα μικρό βλασταράκι μυοσωτίδας, «ένα λεπτό κοτσάνι που καταλήγει σ’ ένα λουλούδι μικροσκοπικό. Θα βγει μ’ αυτό στο δρόμο κρατώντας το μπροστά στο πρόσωπο της, με το βλέμμα της επάνω του, ώσπου να μην βλέπει τίποτ’ άλλο από αυτό το ωραίο γαλάζιο σημείο, ύστατη εικόνα από ένα κόσμο που έχει πάψει ν’ αγαπάει. Θα διασχίζει λοιπόν έτσι τους δρόμους του Παρισιού και οι άνθρωποι σύντομα θα την αναγνωρίζουν, τα παιδιά θα την παίρνουν από πίσω, θα τη κοροϊδεύουν και θα τις πετάνε σαΐτες, και όλο το Παρίσι θα την φωνάζει η τρελή με τη μυοσωτίδα.»Διέσχιζε σχεδόν υπνωτισμένη το πλήθος των ανθρώπων, κανείς δεν τις έκανε τόπο για να περάσει, ούτε τα μικρά παιδιά και τότε αυτή για να αποφύγει τα χτυπήματα τους θα κατέβει στην άσφαλτο, συνεχίζοντας τη πορεία της ανάμεσα στην μανιακή κίνηση των αυτοκινήτων. Προχωρώντας, ένας νέος θόρυβος θα διακόψει την πορεία της, μια ομάδα αντρών με κομπρεσέρ και ο μανιακός τους θόρυβος και ξάφνου μια φούγκα του Μπαχ ν’ ακούγεται από το ανοιχτό παράθυρο του τελευταίου ορόφου, άλλη μια μυοσωτίδα σ’ αυτή την απελπισία, άλλη μια στάση της Ανιές. Η φούγκα του Μπαχ όμως δεν μπορούσε να νικήσει το θόρυβο τους. Θα κλείσει τ’ αυτιά της.
Η Ανιές δεν αντέχει την οικειότητα των ανθρώπων, όπως δεν την άντεχε και ο πατέρας της, τον σκέφτεται τώρα να γραπώνεται απ' την κουπαστή του πλοίου που βούλιαζε αρνούμενος να ποδοπατηθεί μέσα στην θορυβώδη προσπάθεια των άλλων να καταλάβουν τις σωσίβιες λέμβους. «Όταν πέθανε ο πατέρας της, η Ανιές χρειάστηκε να καταρτίσει το πρόγραμμα της κηδείας. Επιθυμούσε μια τελετή χωρίς ομιλίες, με μια μουσική συνοδεία μόνο το Adagio της δέκατης συμφωνίας του Μάλερ, ένα κομμάτι που αγαπούσε ο πατέρας της. Η μουσική αυτή όμως ήταν τρομακτικά θλιβερή και η Ανιές φοβόταν ότι στη διάρκεια της τελετής δεν θα μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα της. Καθώς το έβρισκε απαράδεκτο να ξεσπάσει σε λυγμούς δημοσίως, έβαλε στο κασετόφωνο της μια ταινία του Adagio και την άκουσε. Μια φορά, δυο, τρείς. Η μουσική της θύμισε τον πατέρα της και έκλαψε. Έκλαψε πολύ. Στην όγδοη και ένατη φορά η μουσική εξασθένισε μέσα της, και στο δέκατο τρίτο άκουσμα η Ανιές δεν ένοιωσε τίποτε. Έτσι κατάφερε να μην κλάψει στην κηδεία του πατέρα της.»Στη τελετή της αποχώρησης, ίσως του μοναδικού προσώπου που είχε πραγματικά αγαπήσει η Ανιές, βρήκε ξανά τη μικρή μυοσωτίδα της, έκλεισε έτσι πάλι τα μάτια και τα αυτιά της, και παρέμεινε μόνη. Δεν υπήρξε αυτό που περίμεναν οι άλλοι να δουν και να κοινωνήσουν μαζί της. Ήταν στη τελετή μια ξένη, απούσα, πέρα από τα βλέμματα των ανθρώπων. Μια δέσμη σιωπής, στο σύμπαν της απώλειας εκείνου.
Και ύστερα «Το τελευταίο απόγευμα της Ανιές», όταν αποφασίζει να επιστρέψει από την Ελβετία, από το γενέθλιο τόπο της, στο Παρίσι. Να επιστρέψει όμως μια λογική ώρα γιατί «δεν της αρέσει να οδηγεί νύχτα». Μα διασχίζοντας εκείνο το πρωινό της επιστροφής τις Άλπεις αποσβολωμένη από τη μνήμη του τοπίου, σταματά ξαφνικά το αυτοκίνητό της. «Το τοπίο γύρω της την εμπόδιζε να φύγει, την είχαν περικυκλώσει τα βουνά».Κατεβαίνει και αφήνεται πάλι στη μικρή της μυοσωτίδα, αφήνεται στη μαγεία του τοπίου, «στη σιωπή των πουλιών που αποκοιμιούνται στηvκορυφή των δέντρων»,σε ό, τι βαθειά μέσα της είχε εννοήσει ανέκαθεν ως θάνατο. Καθυστερεί λοιπόν, μένει εκεί, ακίνητη, αδύναμη, αφήνει αυτή τη σιωπή των βουνών να επιδράσει πάνω της, να τη μαγέψει, να την εκτρέψει από τον προορισμό της, απ’ το πρόγραμμα της. Η Ανιές ήταν υπάκουη πάντα μιας φωνής που την ακινητοποιούσε, μιας νοσταλγίας που την κυρίευε ως τα κατάβαθα του είναι της. Εκεί όπου εγκατέλειπε τον εαυτό της, την ελευθερία της. Το τοπίο των Άλπεων τώρα θα την απομυζήσει, θα της στερήσει όλες της τις δυνάμεις, όλες τις σκέψεις της. Μια ατιθάσευτη έλξη, και αυτή θα αφεθεί, στο χρόνο της, σ’ αυτό το χρόνο που αναγνώριζε πάντα το είναι της. Όταν σταματά και αφήνει το αυτοκίνητο πίσω της αφήνει πίσω της και όλες τις αδύνατες υπερπροσπάθειες της για να ενταχθεί στον κόσμο και στην οικογένεια της. Η Ανιές επιζητά τώρα τη σιωπή, την απόσυρση. Αποφασίζει ακαριαία μπροστά στη βαθύτερη εικόνα της νοσταλγίας ότι δεν ανήκει πουθενά. Αποδημεί, εγκαταλείπει την ανίσχυρη ούτως ή άλλως αγωνιστικότητά της και αφήνεται στην έξοδο της. Επιθυμεί αυτό που πάντα βαθιά μέσα της επιθυμούσε: τα μονοπάτια του δάσους, τις μυστικές κρυψώνες των παιδικών της χρόνων. Ανοίγει έτσι το βήμα της, παίρνει το μονοπάτι που οδηγεί προς τα δάση, στην επικράτεια των στίχων, στη βραδύτητα των παιδικών της αναμνήσεων. Γιατί αυτό που ανακαλύπτει η Ανιές μέσα στο δάσος δεν είναι τα δέντρα, τα άνθη ή τα πουλιά, δεν είναι αυτά που θα την καθηλώσουν, αλλά η απόσυρσή της από τον κόσμο, η ανακάλυψη «εκείνων των δρόμων που έχουν εκτραπεί από τον κόσμο».Μένει μόνη, σ’ αυτή τη στιγμή της εξόδου, χωρίς μάρτυρες, χωρίς βλέμματα, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς λόγια, χωρίς σκέψεις. Μόνη, στη σιωπή της απόφασής της. Μαζί με τον κόσμο μπορεί επιτέλους να απωλέσει και το εγώ της, και όλα όσα συγκροτούν το εγώ της, αυτή την κοσμική κατασκευή που αντίκριζε κάθε πρωί στο καθρέπτη και απορούσε. «Αλλά ο καθρέπτης τώρα είναι άδειος, η Ανιές παύει να είναι η Ανιές».Η Ανιές είναι μόνη, «το μη αλληλέγγυο με το ανθρώπινο γένος ήταν πάντα η στάση της», αισθάνεται ξένη, όχι μόνο μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων αλλά και μέσα στην οικογένεια της. Η βαθύτερη επιθυμία της είναι η εγκατάλειψη όλων και η επιστροφή της στα τοπία των Άλπεων. Να ζήσει εκεί, μόνη, «στη σιωπή των πουλιών», στα δάση, στα σκιερά μονοπάτια τους, στη λήθη του είναι της. Γιατί αυτό προκύπτει στην Ανιές. Δεν χάνει το εγώ της μέσα σε μια ονειροπόληση του κόσμου, αλλά μέσα στο «μη εγώ του κόσμου», στην ακύρωση του κόσμου, στην ατοπία του πένθους της. Είναι μάλιστα αυτή ακριβώς η ώρα, η ώρα του λυκόφωτος, που η Ανιές θα επιστρέψει στο αυτοκίνητο της. Αυτό το λυκόφως του κόσμου, που θα ναι και η αιτία του θανάτου της, γιατί το ατύχημα θα είναι μοιραίο. Στην επαρχιακή κλινική που θα διακομιστεί, ακόμη και εκείνη την ύστατη στιγμή που θα ψυχορραγεί πάλι αυτή τη μοναξιά θα νοσταλγεί. Όταν της ανακοινωθεί ότι ειδοποιήθηκε ο άντρας της αυτή θα αρνηθεί το βλέμμα του, θα αρνηθεί το κάθε βλέμμα, θα κλείσει τα μάτια της, θα τα κλείσει οριστικά, ένα τέταρτο πριν έρθει αυτός, ένα τέταρτο νωρίτερα, να προλάβει, να κατέβει εκεί, όπου δεν υπάρχουν τα βλέμματα των άλλων, όπου «δεν υπάρχουν πρόσωπα» για να σε κοιτούν. Αν υπάρχει ένα πρόσωπο, που έχω ταυτιστεί τόσο απόλυτα μαζί του, αυτό είναι η Ανιές, αλλά και πάλι, όπως η ίδια μου έμαθε, οι εξομολογήσεις δεν ενδιαφέρουν κανέναν.