Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

Κωστής Παπαγιώργης, καλλιεργητής της στοχαστικής, νευρώδους γραφής, που παλινδρομεί διαρκώς ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, χωρίς να λογοδοτεί σε καμία.

$
0
0
Ο μεθυσμένος, όπως παρατήρησε ο Ντοστογιέφκσι, δεν πίνει για να ξεχάσει, απεναντίας πίνει για να θυμηθεί. Δραματοποιεί το παρόν δεξιωνόμενος το παρελθόν εν βρασμώ καρδίας. Ακατάπαυτη ιδεόρροια, σάμπως να φέρει μέσα του τα σπλάχνα δέκα ανθρώπων, δεξιοτεχνία στους δραματικούς αναχρονισμούς, μπουφόνος κατά ευτυχή σύμπτωση και οδυνόμενος κατ’ ανάγκη, παριστάνει τον σωσία του εαυτού του που επανήλθε αψηφώντας τον χρόνο. Σε αυτές τις στιγμές παρατηρούμε ότι δεν νοείται ανάκληση χωρίς δραματικό νόημα. Είτε στο σπίτι του έχασε στα χαρτιά, είτε δεν άντεξε κάποτε μια προσβολή, ο μεθυσμένος αντιδρά σαν έμπειρος υποκριτής, παίζει θέατρο όχι μόνο για να θεατριστεί μπροστά στα (πάντα απαραίτητα) μάτια των άλλων, αλλά κυρίως για να θυμηθεί την αλήθεια του εαυτού του που λανθάνει μισοναυαγισμένη. [σ. 80]


Για άλλη μια φορά η ζωή (άρα και το τέλος με το οποίο είναι οργανικά ζευγαρωμένη) ξεπερνάει την φαντασία και την γραφή, την φιλοσοφία και την ανάγνωση. Φέτος άρχισα να επιστρέφω στα κείμενα του Κωστή Παπαγιώργη, έχοντας διανύσει έναν μεγάλο κύκλο αναγνωστικής εμπλοκής με την δοκιμιακή και φιλοσοφική γραφή. Και πάνω που ήδη τελείωσα την τόσο διαφορετική, κατά εικοσιπενταετία μεταγενέστερη ανάγνωση των δικών του ευαγγελίων, πάνω που προετοίμαζα μια οριακή διαλεκτική επ’ αυτών και με τον ίδιο και ακριβώς την ημέρα που άρχισα να ετοιμάζω την πρώτη καταγραφή αυτής της τόσο δύσκολα καταγράψιμης «ανάγνωσης», έμαθα την ταχύτατη φυγή του. Ευτυχώς, στο τέλος πάντα επανακάμπτει η γραφή, εκδικείται με την δική της διάρκεια και η Μνήμη στην οποία αφιέρωσε [και …«αφιέρωσε», όπως μεταφορικολογούμε] ένα πυκνό βιβλίο θα ενοικεί και στα γραπτά του.

Ακόμα θυμάμαι την έκπληκτη αίσθηση της ανάγνωσης του πρώτου βιβλίου του που έπιασα στα χέρια μου, του Ίμερος και κλινοπάλη, τότε στις εκδόσεις  Ροές [1988], σ’ ένα μικρόσχημο τομίδιο με την έκσταση της Αγίας Θηρεσίας στο εξώφυλλο, δίπλα σε μια πλατειά πορτοκαλιά γραμμή και αργότερα το Περί μέθης [Ροές, 1987], βασικό εγχειρίδιο τότε για μας να κατανοήσουμε όχι τους «αλκοολικούς» επιδειξίες συγγραφίσκους του θλιβερού μας μικροελληνικού χωριού αλλά τους αληθινούς ροκ εντ ρόλλ χαρακτήρες, όπως ο Nick Cave τότε, για τους οποίους οι προαναφερθέντες αντιγραφείς των ξένων μεθυσμένων είχαν κατα-μαύρα μεσάνυχτα. Στο τέλος της γραμμικής μνήμης, φτάνω στο πρόσφατο πρώτο τεύχος του Νέου Πλανόδιουπου κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό, με κεντρικό αφιέρωμα ακριβώς την γραφή του Κωστή Παπαγιώργη. Μια φράση από εκεί αποδίδει ακριβώς την συγγραφική ιδιοσυστασία του: καλλιεργητής της στοχαστικής, νευρώδους, ελευθέριας γραφής, που παλινδρομεί διαρκώς ανάμεσα στην προσωπική έκφραση και τη γενική ερμηνευτική, ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, χωρίς να λογοδοτεί σε καμία.

Μας αρέσει, αρχίζει ο Παπαγιώργης, να μας μιλούν για την συνείδηση, για το εσωτερικό κάτοπτρο που διαθέτουμε, κι ύστερα να παρακολουθούμε πάνω στο μυθικό μας έσποπτρο ράκη του εαυτού μας και του κόσμου. Μόνο που και απολησμονημένες σκηνές καταλαμβάνουν εξαπίνης την σκηνή της συνείδησής μας και μας μετακινούν σε ένα βάθος που μας ανήκει αποκλειστικά. Εκεί βλέπουμε κάτι που οι άλλοι δεν βλέπουν, ζούμε ψευδαισθητικά κάτι που ξαναζήσαμε άλλοτε,  σ’ έναν ακαριαίο αποκρυφισμό της στιγμής. Η ανακλητικότητα αυτή δεν είναι διόλου δεδομένη, καθότι καταφτάνει μέσα από έναν δρόμο που δεν ελέγχουμε.

Οι επαφές μας ασκούνται στην πανοψία: πρόσωπο με πρόσωπο βλέπουμε τα πάντα, αλλά όχι το παρελθόν τους – ιδού το όριο στην εποπτεία των άλλων. Το παρελθόν τους τούς ανήκει, βρίσκεται στο αφανές του ιδιωτικού τους χρόνου. Ρωτάμε τον άλλον «Πόσων χρονών είσαι;» αλλά ουδέποτε «Πόση μνήμη έχεις;». Τα ημεροχρονολόγια δεν τα γνωρίζει η μνήμη· ο τρόπος που εισάγεται και εξάγεται κανείς από τον χρόνο του μοιάζει να αναγνωρίζει κάποιο «κατώφλι», μετά από το οποίο το εδώ και το εκεί, το τώρα και το άλλοτε διαθλώνται και εναλλάσσονται. Χωρομαθημένοι καθώς είμαστε, δύσκολα κατανοούμε την αιφνίδια σύνδεση του άλλοτε και του τώρα. Διαθέτουμε μήπως μνημονική αλχημεία η οποία καταργεί τον χρόνο και τον χώρο; Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι βλέπουμε την μνημονική παράσταση με τέσσερα μάτια; Δύο του αλλοτινού εγώ μας και δύο του τωρινού;

Η καθημερινή μας ανάκληση του παρελθόντος δεν αποτελεί μια απλή τεχνική του ψυχοπρακτικού βίου. Η μνήμη ανακαλεί τα πάντα: μέσα στο άηχο ενδιαίτημά μας ξαναβλέπουμε ξέφτια από παλαιά πρόσωπα, σκηνές από γλέντια, μια οδυνηρή μετακόμιση, κάποια ευτυχή συνάντηση, καθημερινές παραστάσεις με σούρτα φέρτα, φευγαλέες κουβέντες, ένα κραταιό συλλαλητήριο. Το παράδοξο, γράφει ο Παπαγιώργης, είναι ότι ενώ μια παρελθούσα εικόνα επανέρχεται όταν την ανακαλούμε, την συλλαμβάνουμε στατική και ασάλευτη. Ανήκει μήπως σε μια αδιερεύνητη εσωτερικότητα, σε μια δική της πατρίδα απ’ όπου πρέπει να εκπατρισθεί για να μας δοθεί;  Η κίνηση απουσιάζει, αφού το παρελθόν αποτελεί μόνο μία διάσταση του χρόνου· πώς να κινηθεί κάτι αν δεν διαθέτει και τις τρεις χρονικές διαστάσεις; Η μνήμη μνημειώνει αλλά δεν αφηγείται· εμφανίζεται στιγμιοτυπικά, σαν απόκομμα, σαν ασάλευτη εικόνα. Η όραση υπερτερεί κατά κράτος και η στιγμιοτυπική μνήμη αποδίδει τον χώρο, το σχήμα, το πρόσωπο, αλλά στερείται χρόνου και κινήσεως. Όλες οι εικόνες έχουν πέσει θύματα της ασάλευτης αχρονικότητας.
Η μνήμη δεν ψάχνει – αυτή που γυρεύει είναι η ανάμνηση, που επιδίδεται σε ετεροκίνητη έρευνα. Δεν κλαίμε για κάτι συγκεκριμένο, κλαίμε για όλες τις δυστυχίες της ζωής μας, όπως γράφει ο Ίταλο Σβέβο. Κι εδώ αρχίζει η μεγάλη ανασκαφή του Παπαγιώργη στους φιλοσόφους, λογοτέχνες, ερευνητές της μνήμης. Από Αριστοτέλη και τον Αυγουστίνο, στον Καντ και από τον Χιουμ στον Φρόυντ, από τις πρωτοπόρες συλλογιστικές των Henri Bergson και Edmund Husserl στα γραπτά των Gilles Deleuze, Maurice Halbwachs, Emmanuel Kant, Maurice Merleau – Ponty, Paul Ricoeur και άλλων μνημογράφων. Και βέβαια από τον Ναμπόκοφ και την βιογραφία του Μίλησε μνήμη όπου ακριβώς ζητάει από την μνήμη του να μιλήσει μέχρι τον Μαρσέλ Προυστ που υποβαθμίζει την μνημονική πράξη και στρέφεται προς την «αναζήτηση» του χαμένου χρόνου. Ο Ζιλ Ντελέζ ερμήνευσε παραδειγματικά την προυστική τεχνική του μυθιστορήματος. Πιστεύοντας ότι δεν ανακαλύπτουμε την αλήθεια ωσάν να κρύβεται σε μια πτυχή της μνήμης αλλά την πλάθουμε, υποστηρίζοντας ότι δεν αντιγράφουμε τη ζωή αλλά την επινοούμε, προσδίδει ιδιαίτερα βαρύτητα στην μαθητεία.
Διάνοια, αντίληψη, μνήμη ρέπουν προς το αισθητό, λατρεύουν ή απεχθάνονται αντικείμενα, ενώ η μαθητεία του μυθιστοριογράφου αφορά την ερμηνεία των εκάστοτε σημείων, όχι την υλικότητά τους. Άλλωστε το αντικείμενο πάντα απογοητεύει, αποδεικνύεται κατώτερο του αναμενόμενου, αντίθετα το σημείο επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες, με τελική κατάληξη να αποδεικνύεται βαθύτερο από το πρόσωπο ή το πράγμα. Η μυστική δύναμη του αφηγητή οφείλεται στο γεγονός ότι δεν παγιδεύεται στα πράγματα που περιγράφει, ο έρωτας δεν ενσαρκώνεται στην συγκεκριμένη γυναίκα, οι τόποι και οι εποχές δεν είναι αθροίσματα εντυπώσεων. Το «λίγο» ή το ανεπαρκές της πραγματικότητας αντισταθμίζεται με την πολύτιμη πλασματικότητα του αφηγητή. [σ. 130 – 131]
Θα συνεχίσουμε να διαβάζουμε τα απολαυστικά – ταυτοχρόνως φιλοσοφικά και προσωπικά – γραπτά του Παπαγιώργη και θα συνεχίσουμε να συνομιλούμε μαζί του, έστω και στην νέα ιδιόμορφη παρουσία – απουσία.  Ολόκληρο το έργο του, άρα και όλες οι επανεκδόσεις, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη.


[ΠΗΓΗ: Κωστής Παπαγιώργης Περί μνήμης, Πρώτη δημοσίευση: mic.gr, στο Βιβλιοπανδοχείο, 150 / The only thing that shines]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

Trending Articles