Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν ανήκει στη λογοτεχνική ιστορία της Ελλάδας αλλά στην ευρύτερη ιστορία της Παιδείας. Ο αιρετικός λογοτέχνης και διανοητής κατάφερνε να μπερδεύει κάθε φορά εκείνους που μόνιμα αναζητούν κρυφά νοήματα πίσω από τις γραμμές και τις λέξεις αλλά ήταν απλά ο εαυτός του. Ο Έλληνας Πικάσο της πέννας. Ο Ισπανός ζωγράφος έκανε πλάκα με τους τεχνοκριτικούς που έψαχναν για κομμουνιστικά μηνύματα στους πίνακές του, επειδή είχαν κόκκινο χρώμα ή απεικόνιζαν κάποιο σφυρί και κάποιο δρεπάνι: «Είναι απλά ένα σφυρί κι ένα δρεπάνι», τους εξηγούσε. Ο Καζαντζάκης δε δίσταζε να εξομολογηθεί: «Από τη νεότητά μου, η θεμελιακή αγωνία μου, απ’ όπου πήγασαν όλες μου οι χαρές κι όλες οι πίκρες, ήταν τούτη: η ακατάπαυστη, ανήλεη εντός μου πάλη ανάμεσα στο πνεύμα και τη σάρκα». Ακόμα κι αν γνώριζε αυτά τα λόγια ο κάθε σκοταδιστής, πάλι τίποτα δε θα καταλάβαινε. Το έχουν σύστημα οι θρησκόληπτοι ν’ ανατριχιάζουν με το άκουσμα της λέξης «σάρκα», με μόνη εξαίρεση το αντίδωρο με το οποίο προσπαθούν να κορέσουν την πείνα τους.
Γεννημένος το 1883 στην Κρήτη, ο Νίκος Καζαντζάκης έγραφε αρχικά με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης: Μια ακόρεστη πνευματική λαιμαργία βρίσκει το όριό της στον Καζαντζάκη. Εξαιρετικά δεκτικός, έτοιμος να συλλάβει κάθε δόνηση της ξένης πνευματικής ζωής, εκδηλώθηκε με ανάλογα ποικίλους τρόπους: Μεταφράσεις, ποιήματα, φιλοσοφικά έργα, τραγωδίες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ως το μακρό φιλοσοφικό ποίημά του Οδύσσεια κι ως το μυθιστόρημα, που τον απασχόλησε στην ωριμότητά του, κι όπου γνώρισε την επιτυχία σε επίπεδα διεθνή. Έτσι κι ο κόσμος του είναι καμωμένος από ετερόκλητα υλικά, από τον πιο πρωτόγονο μυστικισμό ως τις πιο εξελιγμένες ρεαλιστικές εκδηλώσεις.
Ήταν μαθητής του Νίτσε; Ναι, λένε οι αναλυτές και τον κατατάσσουν στους συνοδοιπόρους του Αγγέλου Σικελιανού. Μόνο που ο Σικελιανός ήταν οπαδός του δελφικού Απόλλωνα κι ο Νίτσε του ζωικού Διονύσου. Ψιλά γράμματα. Το ότι κάποιος καημένος θεολόγος της Λάρισας τον κατέταξε στους σατανιστές, μάλλον ο ίδιος ο συγγραφέας θα το θεωρούσε “αστείο” . Πρόλαβαν άλλοι κατακαημένοι, να τον τοποθετήσουν σε πιο αλλοπρόσαλλα βάθρα.
Στα 1927, κυκλοφόρησε το φιλοσοφικό του έργο «Ασκητική». Οι ειδικοί της τότε Αριστεράς έσπευσαν να τον κατακεραυνώσουν: «Είναι κήρυκας ενός ιδιότυπου μετακομμουνισμού αλλά το έργο του αποτελεί άθροισμα ασυνεπειών και ασαφών ιδεαλιστικών σχηματισμών».
Στα 1928, εκδόθηκε το δίτομο ταξιδιωτικό έργο του «Τι είδα στη Ρουσσία». Οι εθνικόφρονες άρχισαν να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους: «Είναι θαυμαστής του σοβιετικού καθεστώτος».
Το πράγμα έμπλεξε λίγο, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ταξιδεύοντας». Τον είπαν «θιασώτη του ιταλικού φασισμού» και, το 1931, με αφορμή ένα κείμενό του στο γαλλικό «Cahier Bleu» («Γαλάζιο τετράδιο»), οι εχθροί του τον βάφτισαν «οπαδό της αντίδρασης». Έντεκα χρόνια πριν, στα 1920, όταν οι φιλελεύθεροι έχασαν τις εκλογές του Νοεμβρίου, ο Νίκος Καζαντζάκης απολύθηκε από γραμματέας του υπουργείου Περίθαλψης με την κατηγορία ότι ήταν βενιζελικός.
Τι ήταν εν τέλη ο Νίκος Καζαντζάκης και γιατί πρέπει να βάλουμε ετικέτα σε έναν άνθρωπο;
«Μια σύζευξη θεωρητικών αναζητήσεων και δημιουργικών προσπαθειών», κατά τους θαυμαστές του. Κάποιος που «διαμορφώθηκε βασικά με τις κυρίαρχες αξίες των αρχών του αιώνα μας: εθνικιστική έξαρση, γλωσσική ορθοδοξία, ηθογραφία, ηρωολατρικός λαϊκισμός», κατά τους “αντικειμενικούς”.
Ο ίδιος πίστευε ότι η ενότητα του κόσμου προκύπτει όχι από την ανύπαρκτη οργανική ομοιογένεια των υλικών αλλά από τον παλμό του δημιουργού.
Ξεκίνησε μεταφράζοντας Νίτσε και Δαρβίνο στα ελληνικά μπας και ξεστραβωθούν οι συμπατριώτες του, που μέχρι σήμερα στραβάδια εξακολουθούν να είναι. Προχώρησε με τον μυστικιστή φιλόσοφο Μπέρξον, που πίστευε ότι πηγή του παντός είναι η ζωτική ορμή από την οποία εκπορεύονται το ένστικτο και η νόηση. Συνέχισε με τον Ριμπό και κατέληξε σε μια απ’ την αρχή ως το τέλος έμμετρη μετάφραση της «Θείας Κωμωδίας» του Δάντη (1931). Τα δικά του «Όφις και κρίνο» (1906) και «Πρωτομάστορας» (1910) τον καθιέρωσαν στα ελληνικά γράμματα. Το δεύτερο έλκυσε τον Μανόλη Καλομοίρη να συνθέσει το ομώνυμο έργο. Ακολούθησαν δεκάδες κείμενα με αποκορύφωμα την ποιητική και φιλοσοφική του «Οδύσσεια» (1928).
Είχε φτάσει πια στην ωριμότητα, όταν καταπιάστηκε με το μυθιστόρημα κι έγραψε αριστουργήματα. «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» αποτύπωσε τις αντιθέσεις των τάξεων κι αγαπήθηκε από ολόκληρο τον ελληνικό λαό καθώς ευτύχησε και στην τηλεοπτική του διασκευή. Ο «Καπετάν Μιχάλης» έδρεψε δάφνες και στη θεατρική του εκδοχή. Ο «Αλέξης Ζορμπάς» μετουσιώθηκε από τον Μιχάλη Κακογιάννη σε κινηματογραφική ταινία με εμπνευσμένη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη κι έγινε πρεσβευτής της Ελλάδας ανά τον κόσμο και διαβατήριο για λεπτές ενδοβαλκανικές προσεγγίσεις.
«Ο τελευταίος πειρασμός» πολεμήθηκε από τους γνωστούς ανεγκέφαλους συνάδελφους του καημένου σκοταδιστή της Λάρισας κι ίσως ακριβώς γι’ αυτό γνώρισε τεράστια επιτυχία. Μετά τον Λασκαράτο και τον Ροΐδη, ήρθε η σειρά του Νίκου Καζαντζάκη να βρεθεί αντιμέτωπος με την εκκλησία. Μάλλον έπαινος ήταν, γιατί για σκεφτείτε να τον επαινούσε η εκκλησία !! ..τι κατάντια.
Τον είπαν αιρετικό. Όμως, όπως θα έλεγε κι ο Όσκαρ Ουάιλντ ήταν ένας συγγραφέας συνεπής στον εαυτό του.
(ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ): Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θυμάμαι αραιά ή και σε τακτά διαστήματα
το Ζορμπά….
Κάθε φορά που βρίσκομαι με σκόρπιες ή ακατάστατες λέξεις,
σε σταυροδρόμια αμήχανα της σκέψης,
σε υπαρξιακές κακοτοπιές… ΑΟΡΑΤΩΝ ΤΟΠΙΩΝψυχής,
ή σε μια τσακισμένη μεταφυσική μοναξιά του «όταν έκλαψε ο Νίτσε»
…………………………………………………………………………..
έρχεται στο μυαλό μου εκείνο το σημαδιακό περιστατικό
που διηγείται με τη μαστοριά του ο Κρητικός συγγραφέας:
ο Ζορμπάς, λέει, είχε βρει τυχαία
μια ωραία (γι’ αυτόν) πολύτιμη πράσινη πέτρα…….
Και αμέσως προσκάλεσε το αφεντικό του,
τον ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, να πάει να την χαρεί μαζί του, να την απολαύσει βρε αδελφέ...
(πρέπει κανείς να χαίρεται με όλες τους τις αισθήσεις,
ν’ απολαμβάνει τις μικρές έκπληκτες στιγμές
που «πέφτουν» στη ζωή του…..
ήταν η αυθόρμητη αυθεντική εσωτερική φωνή του….)
«Εύρον πρασίνην πέτραν ωραιοτάτην,
ελθέ αμέσως. Ζορμπάς»
......................................................................
Κι ο απολογητικός Καζαντζάκης:
«Όμως δεν έφυγα, δεν τόλμησα πάλι.
Δεν μπήκα στο τρένο,
δεν ακολούθησα τη
θεϊκιά θηριώδη μέσα κραυγή,
δεν έκαμα μια
γενναία παράλογη πράξη.
Ακολούθησα τη μετρημένη, κρύα,
ανθρώπινη φωνή του λογικού.
Και πήρα την πένα κι έγραψα του Ζορμπά και του ξηγούσα...
Κι αυτός μου αποκρίθηκε:
«Είσαι, και να με συμπαθάς, αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες κι εσύ κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρακαι δεν την είδες. Μα το θεό, καθόμουν κάποτε, όταν δεν είχα δουλειά, κι έλεγα με το νου μου:
«Υπάρχει, δεν υπάρχει κόλαση;»
Μα χτες που έλαβα το γράμμα σου, είπα:
«Σίγουρα πρέπει να υπάρχει Κόλαση για μερικούς καλαμαράδες»...
Και ο Καζαντάκης κάνοντας την αυτοκριτική του μονολογεί και μας διδάσκει:
«Πολλές φορές έχω ντραπεί στη ζωή μου,
γιατί έπιασα την ψυχή μου
να μην τολμάει να κάνει ό,τι η ανώτατη παραφροσύνη – η ουσία της ζωής – μου φώναζε να κάνω....
μα ποτέ μου δεν ντράπηκα για την ψυχή μου όσο μπροστά στο Ζορμπά....
Τον έβλεπα μεσάνυχτα να χορεύει χλιμιντρίζοντας
και να μου κράζει να τιναχτώ κι εγώ από το βολικό καβούκι της φρονιμάδας και της συνήθειας
και να φύγω για τα μεγάλα ταξίδια....
– κι έμεινα ασάλευτος, τουρτουρίζοντας.........»
ΠΗΓΗ: Κάποια αποσπάσματα από το παραπάνω κείμενο με τον τίτλο «Νίκος Καζαντζάκης, Συνεπής στον εαυτό του» αναρτήθηκαν και στο TerraPapers: http://www.terrapapers.com/ ]