Σαν τη Μαντλέν του Προυστ, ήρκεσε το τραγούδι στο ραδιόφωνο για να ανασύρει ένα ξεχασμένο αίσθημα το οποίο θα προσπαθήσω να κάνω λέξεις: Η μνήμη συνήθως εξωραΐζει τις κακίες και ανακαλύπτει αρετές που ίσως δεν υπήρχαν. Από τη μεγάλη εικόνα κρατά ό,τι θέλει, επιλέγει τη λεπτομέρεια που ξεγέλασε τον χρόνο, έχει αναπόφευκτα την ύστερη λογική της ζωής που εν τω μεταξύ διέτρεξε.
Τι ήταν το ΠΑΣΟΚ για μερικούς από εμάς που βρισκόμασταν σε άλλο κομματικό χώρο με αριστερό πρόσημο, έμφορτο αγώνων και περγαμηνών, με ουτοπικές αναζητήσεις;
Ήταν ένας κρυφός πολιτικός έρωτας. Ανομολόγητος στους κομματικούς συντρόφους μας, φαινόμενο θαυμασμού και ζήλειας, σφοδρής επιθυμίας να ακολουθήσεις το αδιανόητο -για τα σημερινά δεδομένα, αγαπητέ ΣΥΡΙΖΑ- κοινωνικό ρεύμα.
Τώρα είναι εύκολο να δεις τι πήγε στραβά, τι έφταιξε, ποιος και ποιοι «πρόδωσαν» την υπόθεση της Αλλαγής. Είναι εύκολο να ρίξεις στην πυρά ένα κόμμα και τα στελέχη του για όσα έκαναν ή παρέλειψαν να κάνουν, είτε γιατί δεν ήθελαν είτε γιατί δεν μπορούσαν και για όσα ανέχτηκαν. Για το κακό που έγινε.
Αυτά έχουν ειπωθεί αλλά δεν έχουν σχέση με το λόγχισμα που ένιωσα ακούγοντας τις πρώτες νότες από το τραγούδι «3 του Σεπτέμβρη να περνάς...». Μια δοξαριά νοσταλγίας.
Νοσταλγώ όχι εκείνο που έδειχνε το ΠΑΣΟΚ ότι ήταν, αλλά αυτό που νόμιζα ότι ήταν. Μια σαρωτική δύναμη που μας έκανε να πιστεύουμε ότι μπορούμε και θα γίνουμε καλύτερη χώρα, πλουσιότερη, δικαιότερη, με αξιοκρατία, ανεκτική στο διαφορετικό, μορφωμένη, ανοιχτή σε ρεύματα και ιδέες, στον κόσμο, με αυτοπεποίθηση λόγω του παρελθόντος της και του παρόντος της και της θέσης που όλα τα προηγούμενα θα της εξασφάλιζαν στο μέλλον.
Νομίζω, ότι ποτέ πια δεν θα υπάρξει κόμμα στην Ελλάδα που θα προκαλέσει τέτοια έλξη. Γιατί εν τω μεταξύ πάθαμε, μάθαμε, είδαμε, άλλαξε η ζωή και ο κόσμος γύρω μας. Θα εξετάζουμε λογικά όσα μας υπόσχονται οι πολιτικές δυνάμεις, παλαιότερες και νεόκοπες αλλά ποτέ πια δεν θα ξαναερωτευτούμε πολιτικά οράματα. Και αυτό ίσως είναι το χειρότερο που μας συνέβη [Μαρία Χούκλη]