Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα βιβλίο αδιάβαστο. Δηλαδή το είχε γράψει ένας άνθρωπος κάποτε, κανείς δεν ξέρει πότε, αλλά ποτέ δεν το διάβασε κανείς. Οι λέξεις του βιβλίου είχαν φτιαχτεί ακριβώς όπως θα σας πω.
Ήταν μια ακόμη γκρι μέρα.Ο άνθρωπος αποφάσισε να πάει έναν περίπατο. Η πόλη του ήταν γκρι έτσι κι αλλιώς. Εκείνη όμως τη μέρα, γκρι ήταν και ο ουρανός και τα σύννεφα και η θάλασσα. Ακόμη και ο αέρας που συνήθως ήταν αόρατος, εκείνη τη μέρα είχε βαφεί γκρι.
Ο άνθρωπος είχε πολύ καλό γούστο.Έτσι, για να είναι ασορτί με τον πίνακα μέσα στον οποίο είχε σκοπό να βουτήξει, έβαλε ένα γκρι πουκάμισο, ένα γκρι παντελόνι και ένα γκρι σακάκι. Ακόμη έβαλε τα αγαπημένα του ασπρόμαυρα παπούτσια που, όταν τα ανακάτευες μεταξύ τους χορεύοντας, γίνονταν γκρι κι αυτά, και βγήκε για τη βόλτα του.
Όντως, κάνοντας πέντε βήματα, έγινε ένα με την πόλη του, τον ουρανό, τη θάλασσα και τον αέρα του. Το περίγραμμά του έγινε ακαθόριστο και έτσι όπως σχεδόν ελαφρύς ένιωθε να πετάει μέσα στην γκρι του θλίψη, είδε μια κόκκινη βουλίτσα στον γκρι ουρανό. Έσμιξε τότε τα μαύρα του μάτια και πριν προλάβει να σκεφτεί κάτι όπως: «Τι είναι αυτό;» το κόκκινο στίγμα, που ήταν ένα κόκκινο, κατακόκκινο πουλί, πετούσε πια γύρω του.
Η αργή περπατησιά του ανθρώπου, που έμοιαζε με χαμηλή πτήση, και το κάπως απροσδόκητα αχνό του περίγραμμα μέσα στον βαμμένο γκρι αέρα, μπέρδεψαν το κόκκινο πουλί, που νόμισε πως πρόκειται για κάποιο σύννεφο. Έτσι, το κόκκινο πουλί κούρνιασε στο αριστερό του χέρι.
Και εκεί έμεινε.
Ο άνθρωπος από εκείνη τη στιγμή, τίποτε άλλο δεν μπορούσε να κάνει από το να γράψει ένα βιβλίο για το χρώμα γκρι και το κόκκινο πουλί.Οι λέξεις έβγαιναν κατευθείαν από την καρδιά του, αλλά δεν μπορούσαν με τίποτα να βγουν από το στόμα του. Γίνονταν αυτόματα βιβλιολέξεις. Το μυαλό βοήθησε, σαν ένας καλός φίλος.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε σε 700 αντίτυπα, ραμμένα με κόκκινη κλωστή,στο ένα χέρι του ανθρώπου, αφού στο άλλο είχε κουρνιάσει, για πάντα, το κόκκινο πουλί. Την κλωστή περνούσε από τα βελόνια με το ράμφος του το πουλί και έμαθε επίσης σε δυο στιγμές μόνο, από τον άνθρωπο, πώς δένονται και λύνονται οι κόμποι.
Στο δέσιμο του τελευταίου κόμπου, του επτακοσιοστού βιβλίου,τόσο αγάπησε ο άνθρωπος το κόκκινο πουλί, που του επέτρεψε να λύσει τον πιο δύσκολο του κόσμου κόμπο, αυτόν που είχε στο λαιμό του. Και το κόκκινο πουλί, τόσο αγάπησε τον άνθρωπο ακριβώς εκείνη την ίδια στιγμή, που χωρίς να το κουνήσει ρούπι από το χέρι του, έλυσε τον κόμπο στον λαιμό του με εφτά ραμφίσματα.
Έζησαν έτσι.
Ο άνθρωπος κάνοντας τα πάντα με το ένα χέρι.
Το κόκκινο πουλί, στο αριστερό του χέρι βουλιαγμένο, συνήθως μην ξέροντας τι κάνει, αλλά συνάμα ξέροντας πως μόνο αν είναι εκεί κάνει κάτι. Και πολλοί ήταν αυτοί που τους κοίταζαν με περιέργεια.
Όταν ο άνθρωπος έγινε αληθινό σύννεφο, το κόκκινο πουλί έγινε φωτιάβόμβας καλών ανθρώπων και ένα φτερό του, που δεν κάηκε, σκουλαρίκι σε κορίτσι. Μετά τους ξέχασαν όλοι.
Υπήρχαν όπως τα βιβλία με τις λέξεις τους.
Τα 699 αντίτυπα διάβασαν 699 άνθρωποι.Άλλοι φύλαξαν το αντίτυπό τους σαν θησαυρό, άλλοι το έχασαν, άλλοι το ξέχασαν, άλλοι το δώρισαν, άλλοι το δάνεισαν…
Ένα όμως αντίτυπο είχε μείνει αδιάβαστο σε μια βιβλιοθήκη κάποιας ανόητης, μια βιβλιοθήκη τύπου ντεκόρ. Της το είχε χαρίσει κάποιος που νόμιζε πως η ανόητη είχε νόηση. Εκείνη, αντί να το διαβάσει, το έβαλε στο ράφι της βιβλιοθήκης, εκεί που γέμιζε με το πάχος του το κατάλληλο κενό. Μετά, όταν ήθελε να αλλάξει το ντεκόρ της, και να κάνει τη βιβλιοθήκη της αριστοκρατικά σεμνή, πέταξε το βιβλίο μαζί με άλλα άχρηστα χαρτιά σε ένα χαρτοκούτι.
Το χαρτοκούτι κατέληξε δίπλα στον πράσινο κάδο των σκουπιδιών.
Από εκεί πέρασαν δυο αδέλφια. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι.Έψαχναν για το απογευματινό τους κολατσιό. Δεν ήθελαν να στεναχωρήσουν τη μητέρα με «πεινάω» και άλλες τέτοιες λέξεις, που δεν ξεστόμιζαν ποτέ μεν, αλλά πάντα τις άκουγε η μητέρα όταν τα κοιτούσε. Τότε ήταν που άκουγαν ένα κρακ από το μέρος της, φρικτό να το ακούει άνθρωπος.
Το κορίτσι και το αγόρι δεν ήξεραν να διαβάζουν. Μόλις όμως είδαν το αδιάβαστο βιβλίο, που ήταν αυτό του τελευταίου κόμπου, μαγεύτηκαν από την αγάπη του ανθρώπου και του κόκκινου πουλιού που είχε μέσα του. Είχε ένα ωραίο ζωγραφιστό εξώφυλλο και ξεφτισμένες κόκκινες κλωστές. Χάρηκαν τόσο πολύ που τους ήρθε μια υπέροχη ιδέα.
Πήγαν σπίτι χαρούμενοι, έσκισαν μία-μία τις σελίδες του βιβλίου και έφτιαξαν με αυτές μικρές χαρτόμπαλες. Μετά τις τύλιξαν με τις κόκκινες κλωστές του αδιάβαστου βιβλίου. Έπειτα στόλισαν με αυτές μια ωραία γλάστρα με τον πιο όμορφο κάκτο του κόσμου, ενάμιση μέτρο μπόι. Ο κάκτος είχε βγάλει κόκκινα λουλούδια, Δεκέμβρη μήνα. Και μέσα από τα λουλούδια του έβγαιναν κι άλλα λουλούδια. Είχε ψηλώσει τόσο πολύ και ήταν τόσο όμορφος γιατί τον αγαπούσε η μαμά. Τον είχε φέρει από την Πελοπόννησο. Σε κάθε αγκάθι του κάκτου κάρφωσαν μια χαρτόμπαλλα κοκκινοκλωστοτυλιγμένη.
Το αγόρι αποφάσισε να μάθει να διαβάζει.
Το κορίτσι αποφάσισε να μάθει να γράφει.
Έτσι και έγινε.
Ήταν Χριστούγεννα του 2013.
*Ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά τον Θανάση Ζλατάνο για τις υπέροχες μουσικές του και τη Μάρα Τσικάρα για την υπέροχη αφήγησή της. Οι δυο τους έκαναν το παραμύθι αληθινά παραμυθένιο.
[ΠΗΓΗ: Στεφανία Βελδεμίρη, e-περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση BOOKSTAND: http://bookstand.gr/ ]