Βρεθήκατε ποτέ μέσα σε αίσθημα- σε καιρό δύσκολο, που να σας κάνει να αισθάνεστε ένοχος γι’ αυτό; Το παν εξαρτάται από μια στιγμή, που μόλις πας να την αδράξεις χάνεται! Ποίηση, όμως, είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ, ακόμα κι όταν τα άστρα που δεν έχουν τίποτε να πουν κρατούν αναμμένη σιωπή, ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΥΣΙΑ
Όπως η πεντάμορφη θέλει το τέρας, η Μαρία με τα κίτρινα το γείτονά, ο Αίολος τους ασκούς,η Αριάδνη το μίτο και η ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ ένα πουκάμισο αδειανό, έτσι, τιτιβίζοντας ΛΕΞΕΙΣ (νοικοκυριά εν ολίγοις ολόκληρης ψυχής) σε ελεύθερο στίχο, ένα βότσαλο SMSμέσα σε θαλασσινές σπηλιές και φως στην άκρη του ΤΟΥΝΕΛ συνθέτω: Διασχίζοντας συμπληγάδες του καιρού των μνημονίων, μην αφήνεις πίσω σου να χορταριάζουν οι δρόμοι της Ελπίδας:
Αν μ’ αφήσεις ν’ αγγίξω τον πυρήνα σου,
καυτό δαμάσκηνο με φλέβες,
τότε κι εγώ
θα σου χαρίσω κάτι μικρό και εύθραυστο
σαν σπασμένη φτερούγα πουλιού,
σαν ένα «αν» που δεν ξέρει να πετάξει,
κάτι αθώο και παλιό
που εκατό χρόνια κοιμάται στα χείλη μου
μέχρι εσύ να το ξυπνήσεις…
Τι είναι;
(ΤΟ ΦΙΛΙτης Χλόης Κουτσουμπέλη από τη συλλογή Η Αλεπού κι ο κόκκινος χορός)
Ποιος είναι αυτός ο ΦΟΒΟΣ
που ουρλιάζει με τα δυο του όμικρον
να χάσκουν στο σκοτάδι;
Ποιος είναι το βουβό βήτα
που βηματίζει βαρύγδουπα
σέρνοντας το παραμορφωμένο του ποδάρι;
Ποια ΦΥΓΗονειρεύεται το φι
και γιατί το σίγμα
σπαράζει σιωπηλά στο τέλος
αλλά και μπροστά από το άλλο ρήμα
που τόσο πολύ φοβάμαι να προφέρω;
Τι είναι;
(Ο ΦΟΒΟΣ ΝΑ Σ’ ΑΓΑΠΩτης Χλόης Κουτσουμπέλη από τη συλλογή «Η Αλεπού κι ο κόκκινος χορός»,) αλλά και «Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς:
Σε
όπως μετάβαση
απ’ τα τέσσερα στα δύο
Σε
όπως εσύ
ένα άλλο πλάσμα που κρυώνει και φοβάται
Κι ύστερα αιώνες μοναξιάς
ώσπου να ξεπροβάλει το ρήμα
πρωτόγονο και σκεβρωμένο στην αρχή
καθώς περπατάει όμως αλλάζει
τεντώνεται και ορθώνεται στο χρόνω
Αγαπώ
Υ.Γ. λέξεις, λέξεις, ίδιες με ένα χάδι, να πηγαίνουμε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι (μη φοβού τα ποιήματα, σπάνια είναι επικίνδυνα για μας)
Εάν ερχόταν ένας άνθρωπος σήμερα
μονάχα με αυτή τη γεύση πρόχειρου γκρεμού,
ένας απ’ τους χιλιάδες παραγιούς του πανικού
που, όπως τους έραβε ο Θεός
ξέχασε μια βελόνη μες στα στήθια τους,
εάν ερχότανε και κοίταζε
από αυτό το μάτι της βελόνας,
θα του στοίχειωναν όλα τα φωνήεντα,
θα του πατούσε το μυαλό ένα τραύλισμα
«αγάπη», «αγάπη»
και θα του επέστρεφε ο αντίλαλος αιμόφυρτος
μες τον ύπνο με τη στυφάδα που ’χουν τα όνειρα
σαν μικροφωνίζουν στη διαπασών τη μοναξιά!
Είναι φοβερό να μιλάς για το μαρτύριο της σταγόνας
και να φαντάζονται ένα απλό κλιματιστικό…
[Γιάννης Στίγκας, Όταν υποδύεσαι το φεγγάρι να το υποδύεσαι και στη χάση του, γιατί δεν είναι η Ποίηση αιώρα ρεμβασμών που βάζει τη θηλιά…]
[επόμενη ανάρτηση… το 2013 με υγεία]