Ωραίος που ’ναι ο Κόσμος, που για ένα λεπτό μονάχα τον χαιρόμαστε όλα εμείς τα πλάσματα της Στιγμής που μας τρώει η Φθορά… Κι ο άνεμος φυσάει στα κλειστά παράθυρά του και μες στις άδειες κάμαρες μένουν πάντα ακατανόμαστες οι χίλιες και μια ονομασίες της απέραντης μεγαλοφυΐας του…
Από τα 10 λευκά άνθη πορτοκαλιάς μόνο ένα καταλήγει πορτοκάλι. Ποίηση είναι το ταξίδι με την Κιβωτό των Λέξεων προς το αποτύπωμα της συγκίνησης από τα εννέα άνθη που χάνονται «καθ’ οδόν». Έτσι συμβαίνει το Ποίημα, ανάχωμα στο τσουνάμι όσων Στιγμών του Μνημονίου φέρνει σήμερα αύριο η Ώρα, έτσι πάει κι ο παλιός ο χρόνος, Φερτή Ύλη Σιωπής. Το μεθαύριο είναι μεταφυσική που φέρνει στη θηλυκή του κοίτη 2013 ΟΝΕΙΡΑ: ακολούθησέ τα στις παλίρροιες τους ως την άμπωτη για το μέσα μας ουρανό!
[παραμύθι με αρχή την ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ μέση ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑΣ και ωραίο συμβολικό τέλος τις ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΧΡΟΝΟ]
Λένε πολλοί ότι ο Κόσμοςγεννήθηκε ανάποδα. Μ’ αυτό δεν είναι αλήθεια. Όσοι ήταν εκεί είπανε ότι γεννήθηκε κανονικά, με το κεφάλι κάτω και με τα πόδια απάνω.Η μάνα του Κόσμου ήταν μια φοβερή, μια μέγαιρα με τριχωτό κεφάλι, με νύχια και με δόντια σουβλερά σαν βελόνες. Αλλά ο κόσμος ήταν όμορφος –ωραίος από την πρώτη στιγμή και τον καμάρωνε πρώτα ο ήλιος, ο θείος του και η σελήνη η θεία του κι ύστερα όλα τα άστρα τ’ ουρανού τα ξαδέλφια του.Κατόπιν τον καμάρωσαν η θάλασσα και τα βουνά ύστερα τον καμάρωσαν τα ποτάμια, οι βράχοι τα δένδρα, οι βροχές τα σύννεφα. Όλοι τον καμάρωναν ίσαμε και τ’ άγρια και τα ήμερα θεριά και τα πουλιά και τα ερπετά και στο βυθό της θάλασσας τα ψάρια. Μόνο ένας δεν τον καμάρωνε. Ο Πατέρας του. Αυτός ήταν ζηλιάρης και φθονερός και λεγόταν Άβυσσος. Ήρθε μια μέρα στη μάνα του και προσπάθησε να ρίξει τον Κόσμο κάτω από ένα μεγάλο γκρεμό που του άνοιξε μπροστά του. Μα οι άγγελοι δώσανε φτερά στον Κόσμο και πέταξε. Και οι δαίμονες ακόμα τον μακάριζαν καθώς πετούσε.Τότες για να εκδικηθεί ο Άβυσσος πήγε και έκανε τρία άλλα παιδιά με τη Μέγαιρα τη μάνα του – έκανε το Χρόνο, τη Φθορά και το Κενό. Από τότες οι τρεις αυτοί συναγωνίζονται ποιος θα καταλύσει πρώτος τον ωραίο Κόσμο – που για μια στιγμή τον έχουμε κι ύστερα τον χάνουμε όλα εμείς τα πλάσματα της Στιγμής που μας τρώει η Φθορά μετά από λίγα Χρόνια και ξαναγυρίζουμε μες στο Κενό.
[και τα ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑΣ]
Το πρώτο παράθυρο η ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑ. Το δεύτερο παράθυρο η ΣΗΜΑΣΙΑ. Το τρίτο παράθυρο ο ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ. Το τέταρτο παράθυρο η ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ. Το πέμπτο παράθυρο ο ορισμός. Τα άλλα χίλια παράθυρα της μεγαλοφυΐας είναι κλειστά και δεν ανοίγουν παρά μονάχα άμα τα ονομάσεις και τα ονόματά τους είναι άγνωστα και μυστικά, είτε χαμένα και αδύνατο να βρεθούν, είτε είναι μισοσβησμένα κι αδύνατο να διαβαστούν. Κάθε χρόνο έρχονται και καθαρίζουν τα πέντε ανοιχτά παράθυρα πέντε γυναίκες ωραίες καθαρίστριες, γυμνές και μοιραίες που φοράνε μια μάσκα μεταξωτή ίσαμε τα βυζιά τους για να μη φαίνονται τα πρόσωπά τους από τον καθένα. Τ’ άλλα κλειστά παράθυρα μένουν ακάθαρτα, και τα σκονίζει ο κονιορτός, τα τρώει τ’ αγιάζι, τα βρέχει ο ουρανός και τα φυσάει ο άνεμος μεσ’ τους αιώνες και σκοτεινιάζουν όσο ποτέ πιο πολύ, ώστε μερικοί να λένε πως δεν είναι καν παράθυρα, και το λίγο φως που τους απόμεινε σβήνει κι αυτό και μένει το τεράστιο κτίριο της μεγαλοφυΐας εγκαταλειμμένο, άδειο κι ερημικό. Τότες ήρθανε οι αναμορφωτές και δοκιμάσανε να τα’ ονομάσουνε το χτίριο αυτό και να το συνερίσουνε και να το παραδώσουν στο κοινό. Και είπαν να λέγεται ΤΡΟΛΟΚΟΜΕΙΟ. Και μέσα εκεί να ζουν οι ακατάστατοι άνθρωποι, να τους προσέχουν οι ταχτικοί, οι νοικοκυρεμένοι. Κι έγινε αγνώριστο το ανώνυμο παλάτι το μέγα ανάκτορο της μεγαλοφυΐας κι ήρθαν οι κατεργάρηδες και το γέμισαν με άναρθρες φωνές και με σκουξιές, με παραμιλητά, με παραισθήσεις, μ’ έμμονες ιδέες και με πολλά άλλα συμπτώματα που τα λένε κλινικά. Και το νέο αυτό ίδρυμα λειτουργεί κανονικά – μόνο που στάθηκε αδύνατο ν’ ανοίξουν τα χίλια κλειστά παράθυρα της μεγαλοφυΐας κι έτσι ν’ αεριστούν οι κάμαρες αυτές για το σκοπό που έθεσαν οι αναμορφωτές της κοινωνίας δάσκαλοι, δικηγόροι, γιατροί και δικαστές. Κι ο άνεμος φυσάει στα κλειστά παράθυρα και μες στις άδειες κάμαρες μένουν πάντα ακατανόμαστες οι χίλιες και μια ονομασίες της απέραντης μεγαλοφυΐας του είναι.
[ΠΗΓΗ: Νάνος Βαλαωρίτης, Ο Ομιλών Πίθηκος ή Παραμυθολογία]