Το να έχεις δίκιο είναι πολύ λίγο… Γι’ αυτό, «θα γίνω ο μέγας κηπουρός που θα ’χω το σπίτι μου σ’ ένα σύννεφο και θα ανάβω τα όνειρά μου με τον ήλιο»!Έτσι κι άλλως, για να το πούμε Καβαφικώς, «όλοι βλάπτουν την Ελλάδα εξ ίσου». Πάρε ως παράδειγμα τη σύνταξή σου… Μα είναι δυνατόν σήμερα να μην ξέρει κανείς τι να πράξει: να φθάσει προ της κάλπης ή περιφρονητικά να της γυρίσει την πλάτη; Γνωρίζω το σκεπτικιστικό σλόγκαν που επικαλούνται οι οπαδοί της αποχής, και το οποίο σλόγκαν φθέγγεται τα έξης: «Μην πάτε να ψηφίσετε· οι ίδιοι θα βγούνε». Γνωρίζω, όμως, και το οικολογικό: «Μη ρυπαίνετε το περιβάλλον. Ρίχτε την ψήφο σας στην κάλπη». Ωστόσο, για να σοβαρευτούμε, αυτοί οι εξυπνακισμοί που είχαν πέραση επί δεκαετίες στην εκάστοτε νεολαία, μας οδήγησαν στο καθεστώς των ιδίων κομμάτων και προσώπων. Ή, κι αν αλλάζουν τα πρόσωπα, να τα διαδέχονται φεουδαρχικώς οι κλώνοι τους. Ακόμη κι όταν εμφανίζονται νέοι πολιτικοί σχηματισμοί, αποτελούνται -κατά κανόνα- από αποδασμούς (= μέλη) άλλων κομμάτων ή σχημάτων. Έτσι ο πολιτικός μας χώρος μοιάζει με καλειδοσκόπιο. Δεν θεωρώ τις εκλογές πανάκεια. Αλλ’ ούτε τις υποτιμώ. Θαρρώ ότι το λάθος δεν βρίσκεται στα πολιτικά κόμματα (καλά η κακά) αλλά στους ψηφοφόρους. Όχι διότι αυτοί τα επέλεξαν, αλλά διότι αυτοί επέλεξαν τα λάθος πρόσωπα…
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ποιητική ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ….
«Προσωπικά, αισθάνομαι να καταπιέζομαι από τις εξουσίες. Αν αυτό είναι αναρχισμός, τότε είμαι αναρχικός. Όχι βέβαια με την έννοια να βάζω μπόμπες. Αλλά να μην ανέχομαι με κανένα τρόπο να με διαθέτουν κατά τη βούλησή τους, χωρίς τη συγκατάθεσή μου, οι τρίτοι, οι άσχετοι, οι σωτήρες. Και αυτό είναι ένα αίσθημα που ολοένα και περισσότερο κυριεύει σήμερα μερικές συνειδήσεις. Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα τόσο γρήγορα που ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω βάσανα μου ιερά, ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ. Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα που είναι το ίδιο, ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή… Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα Τα Πέραν και τα Μέλλοντα (Οδυσσέας Ελύτης)
ΟΓιάννηςΜακριδάκης, oσπουδαίοςλογοτέχνηςπουδενκάνειεκπτώσειςότανπρόκειταιγιατηστάσηζωήςτουκαθενόςμας -πουδιαφοροποιείτον«καταναλωτή» απότονζωντανόελεύθεροάνθρωπο, γράφειγιατηνΚυριακή 25 πουθαπάμεστιςκάλπεςκαι, ανάλογαμετιςεπιλογέςμας, θακριθούμε... Μελίγεςλέξειςμαςτακτοποιείσχεδόνόλουςκατάτηνκρίσηκαιτηνάποψήτου, αφήνονταςκάποιαανοιχτάπαράθυραγιαμιαψήφοαξιοπρεπή, μεσεβασμόστονίδιομαςτονεαυτόκαι, προπαντός, χωρίς να τρέφουμε αυταπάτες για τηδύναμηπουέχειηψήφοςμαςμε κατανόηση, δηλαδή, «της ματαιότητας του μεγαλείου» των εκλογών ως επαναστατικής διαδικασίας:
«Αυτές οι εκλογές θα είναι οι πλέον ευκρινείς από όλες όσες έλαβαν χώρα κατά τα χρόνια της λεγόμενης μεταπολίτευσης. Θα δούμε πεντακάθαρα πόσο τοις εκατό των Ελλήνων πολιτών είναι:
α)μαζόχες, νοικοκυραίοι, ιδιοτελείς και υποκριτές πατριδοκάπηλοι, θύματα εκ πεποιθήσεως ψηφίζοντας τον Σαμαρά και τον ακροδεξιό εσμό των αμόρφωτων που σέρνει
β)πολιτικοί απατεώνες ψηφίζοντας το χοντρό πασόκ
γ)πολιτικά και διανοητικά καθυστερημένοι ψηφίζοντας το λεπτό πασόκ
δ)επικίνδυνα ανιστόρητοι και ασυνείδητοι ψηφίζοντας ναζί
ε)τυχοδιώκτες σαλταδόροι σταυροδοτώντας τον κάθε γελοίο που πήρε μεταγραφή σε άλλο κόμμα
στ)παλαιοαριστεροί που έχουν να κάνουν upd από την εποχή του Λένιν τουλάχιστον, ψηφίζοντας τα γνωστά
ζ)παραιτημένοι από την ζωή και την πολιτική ψηφίζοντας τον μπάρμπα φώτη
η)γλίτσες που επιπλέουν σε ρυπαρά ποτάμια καθώς και εντελώς ανόητοι φιγουρατζήδες της ζωής
θ)Όλοι οι υπόλοιποι, όσοι δεν θα απέχουν της ψήφου, θα είναι είτε πολίτες που πιστεύουν (με τις όποιες επιφυλάξεις τους…) ότι ο Σύριζα μπορεί να σώσει την παρτίδα και την πατρίδα, είτε θα είναι εγκλωβισμένοι εντός του πολιτικού αυτού συστήματος που τους αναγκάζει να κάνουν έκπτωση συνείδησης για να γλιτώσουν από τους ακροδεξιούς της απαξίας, οπότε θα ψηφίσουν σύριζα, το κόμμα που εμπεριέχει φυσικά μεταξύ άλλων και όλους σχεδόν τους παραπάνω, την κάθε κατηγορία και από λίγο. Στην αμέσως επόμενη πολιτική περίοδο θα γίνει ξεκαθάρισμα και σε αυτή την τελευταία ευρεία κατηγορία των ψηφοφόρων του Σύριζα…
[ΠΗΓΗ: Γιάννης Μακριδάκης, Εκλογική κρησάρα – από το προσωπικό του Ιστολόγιο]
ΚΑΝΕ ΑΛΜΑ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΟ ΑΠΟ ΤΗ ΦΘΟΡΑ… πιστεύοντας ότι ίσως ΔΕΝ ΕΓΕΝΝΗΘΗΚΕΝ ΑΚΟΜΗ Ο ΜΑΓΕΛΛΑΝΟΣ ΕΝΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ (Οδυσσέας Ελύτης)
Με τούτο το μεστό σε περιεχόμενο στίχο από το σκηνικό ποίημα «Μαρία Νεφέλη», αν ζούσε σήμερα ο μελωδός του νέου Ελληνισμού, ο Οδυσσέας Ελύτης, θα μας προέτρεπε να αντιμετωπίσουμε την αδυσώπητη πραγματικότητα που βιώνουμε και τις οδυνηρές της συνέπειες. Και θα απέτρεπε τους Ταρτούφους της πολιτικής, όλους αυτούς τους ημιμαθείς που τους απολείπει το ακατάβλητο της ψυχής και το πολιτικό θάρρος, από το ύψος της αναίδειας και της κυνικής θρασύτητας τους, να «λειαίνουν» τον ξύλινο λόγο τους χρησιμοποιώντας ρήσεις του.
Ο στραβός γιαλός που αρμενίζουμε και το ζαβό το ριζικό μοιραίων ψηφοφόρων
Δαγκωτό ΟΧΙ στον άδικο λόγο της εξουσίας με λέξεις από φώσφορο και με το χέρι στην καρδιά (σ’ ένα δάσος από κυματίζουσες γαλανόλευκες σημαίες αρχηγοί κομμάτων μηρυκάζουν εκνευριστικά ξύλινα συνθήματα μήπως και πλανέψουν μια τελευταία φορά τηλεοπτικά πλήθη που αποκοιμήθηκαν στους καναπέδες: «πόσους θυρωρούς έχει η Κόλαση και πόσες πουτάνες ένας «οίκος ανοχής»; Καθώς στην ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ συννεφιασμένης Κυριακής, οι κομματικοί αγκιτάτορες και οι επαγγελματίες σωτήρες, υπόσχονται ασφαλείς διελεύσεις από τη νεκρά θάλασσα της καθημαγμένης οικονομίας που οι ίδιοι δημιούργησαν, κολλημένο στην καρδιά αληθινό διαμάντι δύο αστέρων κι ενός μονάχα πεπρωμένου: ΟΧΙ!
Παραμυθάς είναι αυτός που μπορεί
να μηχανεύεται τοπία,να τα αρμόζει
κι όλα να γίνονται για μια στιγμή μοχλοί
που κινούν το έργο,
είναι αυτός που είχε φτιάξει με τα χέρια του
μια χάρτινη πεταλούδα,
κι η πεταλούδα τριγύρισε μέσα στο δωμάτιο
κι ύστερα βγήκε μέσα απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα…
Και λίγη προϊστορία… πελατειακή!
Απ’ όταν, το 1887, ο Παλαμάς έγραψε το διήγημα ΕΝΑΣ ΨΗΦΟΦΟΡΟΣδε μας χωρίζουν μόνο 125 χρόνια, όπως προκύπτει από μια απλή αφαίρεση. Από τον 19οαιώνα στον 21οη διαφορά δεν είναι αριθμητική. Πολλά από τότε έχουν αλλάξει, σχεδόν όλα – έτσι τουλάχιστον φαίνεται. Πρώτα-πρώτα, τα σφαιρίδια έχουν αντικατασταθεί προ πολλού από χάρτινα ψηφοδέλτια, οπότε η έννοια «δαγκωτό» δεν μπορεί να ισχύει παρά μόνον μεταφορικά. Επιπλέον η σχέση πολιτευτή – ψηφοφόρου έχει αλλάξει πολύ κι αυτή (!!!). Το πελατειακό σύστημα,στην εποχή που γράφει ο Παλαμάς, λειτουργεί μ’ ένα άγαρμπο τρόπο, πολιτικά πρωτόγονο θα έλεγα, καθώς οι κομματαρχαίοιείχαν το ελεύθερο και τη δύναμη να λύνουν και να δένουν και οι ταλαίπωροι ψηφοφόροι ήταν αναγκασμένοι να στοιχίζονται πίσω τους μ’ ανταλλάγματα είτε τη χρηματική αμοιβή είτε κάποια εκδούλευση είτε το ρουσφέτι,που κείνες τις εποχές «έδινε κι έπαιρνε».
Βέβαια, από τότε τα πράγματα άλλαξαν, το πελατειακό σύστημα, το ρουσφέτι κι οι τρόποι εκμαυλισμού των ψηφοφόρων εκσυγχρονίστηκαν, και μένει να μας θυμίζουν τις παλιότερες τραγελαφικές εκλογικές καταστάσεις που έζησαν οι πρόγονοί μας οι υπέροχες ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες με πρωταγωνιστές το Διονύση Παπαγιαννόπουλο – Γκόρτσο, το Λάμπρο Κωνσταντάρα- Μαυρογιαλούρο ή τον πολιτευόμενο Ανδρέα Μπάρκουλη.
Ας δούμε όμως, περιληπτικά, τι γράφει στο διήγημά του ο Παλαμάς, του οποίου η συνόψιση διευκολύνεται από την κάποια σχηματικότητά του, αποτυπωμένη και στο όνομα των δύο αντίπαλων πολιτικών: Αριστάρχηςο ένας, Χρύσηςο άλλος. Ο Αντωνάτσοςείναι ο ψηφοφόρος, ταπεινός άνθρωπος, ψαράς από μια παραλιακή πόλη της Ελλάδας.
Χρόνια και χρόνια ο Αντωνάτσοςψήφιζε τον Αριστάρχη «επειδή ήταν λεβέντης, λαμπρός άνθρωπος, και τον έχει μέσα στην καρδιά του».Τον άλλο, τον Χρύση, που «τον στήριζε η δύναμη του παρά, δεν τον χωνεύει, τον έχει στο στομάχι του».
Τα πολιτικά παιχνίδια όμως του τοπικού κομματάρχη, του «παντοδύναμου πληρεξούσιου», του αγαπημένου του Αρίσταρχου, φέρνουν τα «πάνω κάτω» για τον Αντωνάτσο. Ο τοπικός κομματάρχης του στερεί το μόνο που ζητούσε από τον αρχηγό του, να τον μεταφέρει αυτός με τη δική του βάρκα στον τόπο της εκλογικής συγκέντρωσης. Η μεγάλη του αυτή επιθυμία δεν έγινε δεκτή, κι ο Αντωνάτσος «πήρε ανάποδες». Και στο θυμό του επάνω, αποφασίζει να γίνει κι αυτός ένας από τους «εκλεχτικούς»,όπως «είχανε βαφτίσει με σαρκαστικήν ευφημίαν όσους πουλούσανε την ψήφο τους». Πουλάει, λοιπόν, την ψήφο του στον αντίπαλο, στον αχώνευτο Χρύση, στο κόμμα του παρά και αποζημιώνεται με «εβδομήντα ψωροδραχμές».
Αλλά τελικά δεν αντέχει την προδοσία, η καρδιά του και το στομάχι του συνεργάζονται γι άλλη μια φορά και τον γλυτώνουν από την «απόχη του ρουσφετιού».
«Για την υπόληψή του» αρνείται τελικά τη δωροδοκία, αψηφά τα τάλαρα και ψηφίζει το λεβέντη του, τον Αρίσταρχο.
Ο Παλαμάς τα γράφει αυτά στα τέλη 19ουαιώνα, κατά συνέπεια θα μπορούσε να ειπωθεί ότι όσα αφηγείται έχουν για μας λαογραφικό ενδιαφέρον και μόνο, όχι πολιτικό ή ιδεολογικό. Ή μήπως όχι; Μήπως κάποια από τα γνωρίσματα του πολιτικού μας βίου, από τα πιο άθλια μάλιστα, πέρασαν αλώβητα, αν όχι ενισχυμένα, και στον 20οαιώνα,γεγονός άλλωστε που είχε οδηγήσει τον Παλαμά να αστράψει και να βροντήσει σε ένα από τα Σατιρικά Γυμνάσματάτου, εναντίον και των ρουσφετλήδων και των κομματαρχαίων:
Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,
οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,
κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες,
και της γραμματικής οι μανταρίνοι,
και της πολιτικής οι φασουλήδες,
ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι…
Ρωμαίικο, να! Με γεια σου, με χαρά σου.
Μήπως τα ίδια ζοφερά γνωρίσματα, που μειώνουν τη δημοκρατία και αποκαλύπτουν πως είναι απλός μύθος η «ανόθευτη και αβίαστη ψήφος του λαϊκού φρονήματος», πέρασαν άθικτα και στο λαμπρό 21οαιώνα μας;
Και μήπως διακρίνονται με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια στη δράση των εξουσιαζόντων πολιτιών, οι οποίοι διατείνονται με υπέρμετρο πάθος ότι νεωτερίζουν ενόσω προσπαθούν, με τους πολλούς πανίσχυρους μηχανισμούς που διαθέτουν, να κρατήσουν το σκηνικό με τα χρώματα του 19ουαιώνα;
Όσες «ανανεώσεις» και «ανακαινίσεις» κι αν έχουν εξαγγελθεί στο πέρασμα των χρόνων και των κυβερνώντων κομμάτων, το πελατειακό σύστημα μένει άθικτο και η παλαμική «απόχη του ρουσφετιού» αποτελεσματικότατη.
Επίλογος επί ασπαλάθων (μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)
Πάλι τι κανιβαλισμός αυτή την Άνοιξη
λουλούδια καταβρόχθισαν τις μέλισσες
πουλιά τους’ φάγαν τα εντόσθια τα γεράκια
το τριαντάφυλλο έμεινε ολομόναχο
κι ο μενεξές μεταμορφώθη σε κηδεία
Δεν έχω άλλα λουλούδια να σου φέρω
όμως μια μέρα θα γίνω ο μέγας κηπουρός
φυτεύω θα κλαδεύω θα ποτίζω
θα ’χω το σπίτι μου πάνω σ’ ένα σύννεφο
θ’ ανάβω τα όνειρά μου με τον ήλιο.
Σήμερα ακόμα είμαι ένας πλοηγός
συνένοχος για τις λάσπες τα λεμόνια
τους τενεκέδες στο νερό μεσ’ το λιμάνι
τρελαίνω τη σειρήνα σπέρνω το αίμα μου
φορώ γυαλιά από πέτρα και με λένε Πέτρο
(Μίλτος Σαχτούρης)
Τώρα μετράει το βιος του, πόσα χαράματα, πόσες αφιλόξενες νύχτες, πόση ξενιτιά και πόση αντίδωρη αγάπη χάθηκε στη ζωή του (Μάρκος Μέσκος)
Πόσοι και πόσα δεν χάθηκαν από τη διαφορά της ώρας στην επιθυμία…
Δεν ξέρω αν μπορούμε να ελπίσουμε σε κάποιες αλκυονίδες μετά από τόσο χειμώνα και με την κάλπη μπροστά στα μούτρα μας. Θα το ήθελα αλλά δεν φτάνει μόνο να το θες, πρέπει και να σε θέλει, λέει μια παλιά ινδιάνικη παροιμία, πόσοι και πόσα δεν χάθηκαν από τη διαφορά της ώρας στην επιθυμία! Επίσης δεν ξέρω αν, μετά τις επικείμενες εκλογές, θα είμαστε έτοιμοι να αναγεννηθούμε από τις στάχτες μας. Κάθε αναγέννηση θέλει σκάψιμο πολύ και οι στάχτες μου φαίνεται ότι έχουν θολώσει τα πάντα, το βλέμμα μας πρώτα, έτσι όπως αμήχανο και ψιλοσαλταρισμένο μετακινείται ανάμεσα σε χονδροειδή διλήμματα και αδιέξοδα – φάρσες (αυτό που ξαναβλέπω τους αδερφούς Παπανδρέου μπροστά μου οφθαλμαπάτη είναι ή συμβαίνει πραγματικά;).
Πέρασε μια ολόκληρη χρονιά, σκέφτομαι, και το μόνο που πρόλαβες ήταν να φρικάρεις, να φρικάρεις ακατάπαυστα και κατ’ εξακολούθηση. Ερχόντουσαν τα γεγονότα κατά κύματα και σε ξενύχιαζαν εκεί που πηγαινοερχόσουν ανύποπτος. Στο φινάλε του κάθε επεισοδίου διαφημιζόταν ήδη το επόμενο, άδειο και κείνο και από δράση και από αντίδραση, κάτι αναιμικοί διάλογοι μόνο κι οι χαρακτήρες ξύλινοι, μη σου πω ονόματα, τα ξέρεις, πολλά απ’ αυτά ζητάνε ήδη την ψήφο σου δοκιμάζοντας τις αντοχές σου…
Ποιος έχει κουράγιο τώρα - αν εξαιρέσεις όσους ιππεύουν στο προεκλογικό καρουσέλ - να χαράζει πορείες και να ονειρεύεται; Άστο να πάει κατά διαόλου, έχει κι ο διάολος μια γοητεία, κυρίως όταν υπόσχεται ζωές χαρισάμενες σε ανθρώπους που έχουν ξεχάσει να ζήσουν…Είναι πολύ μελαγχολικά όλ’ αυτά, το παραδέχομαι. Κι εκτός από μελαγχολικά, είναι και λίγο ασυνάρτητα. Αλλά να, φταίει που μόνο μελαγχολικός και ασυνάρτητος μπορώ να είμαι επί του παρόντος, αφού το μυαλό μου παίρνει κάτι περίεργες στροφές… Οπότε τι κάθομαι και σε πρήζω; Καλύτερα να σ’ αφήσω να πας να ψηφίσεις. –
«Μες στη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό» αλλά μόνο ένα πονηρό μονοπάτι μπορεί να σε σώσει από τον εαυτό σου…
(κατακλείδα): ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ, Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου (προεκλογική ανάρτηση με ΚΛΙΚ στο παρακάτω παράθεμα)
Στην πολιτική, όπως και στα υπόλοιπα της ζωής, μετράνε πολύ δυο αρχές: να μην έχεις πολλές αυταπάτες και να μην παύεις να πιστεύεις πως οτιδήποτε κάνεις μπορεί να είναι χρήσιμο. Μοιραίοι ψηφοφόροι, είμαστε σαν την κοκκινοσκουφίτσα που επισκέπτεται την άρρωστη γιαγιά. Ίσως, πίσω από την κάλπη να μην βρούμε πια την γιαγιά, μα το λύκο (που τόσο επιμελώς όλο αυτό τον καιρό μας τρόμαζε). Τότε, ίσως να το καταλάβουμε καλά πως κάθε «άρρωστη γιαγιά» είναι πάντα ένας λύκος»