Εάν δεχτούμε ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να ανταποκριθεί εξ ορισμού σε επείγοντα κοινωνικά θέματα, γιατί τα αντανακλαστικά του συγγραφέα δεν (πρέπει να) υπακούουν, σε όρους αμεσότητας αλλά διάρκειας, τότε η όποια σημερινή παραγωγή γύρω από την «κρίση» είναι συζητήσιμη. Γιατί ακόμα και οι μεγάλες φωνές της λογοτεχνίας κάποτε που ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση της συγκυρίας, χρησιμοποίησαν το ιστορικό πλαίσιο περισσότερο ως πρόσχημα, παρά ως κέντρο προβληματισμού τους. Στις μυθοπλασίες τους κυριαρχεί η «έρημος» του ανθρώπου» και όχι το τεκμήριο της εποχής… Το παραπάνω τεκμήριο απασχολεί τον ενήμερο αναγνώστη ως ένας ακόμα σκηνογραφικός συντελεστής που σχετίζεται πάντα με δραματικό και υπάλληλο τρόπο με την ατομικότητα: η ύπαρξη σε κάθε περίσταση επιβάλλει αναπόφευκτα την εξουσία της. Πράγματι, ο «ιστορικός άνθρωπος» είναι πια κενός λόγος· άλλωστε όσοι αντιλαμβάνονται την λογοτεχνία ως ρεπορτάζ δεν έχουν πρόβλημα να αναπαράγουν αυτόματα το πραγματικό. Η ιδεωδέστερη στιγμή για την τέχνη ήταν ανέκαθεν εκείνη κατά την οποία ο δημιουργός ήταν σε θέση να διαχειριστεί ή απλώς να κατανοήσει την κρίση του μέσου του. Ο Ρόμπερτ Μούζιλ, για παράδειγμα, με τον ημιτελή Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες, υπαινίχθηκε σαφώς το ατελέσφορο της γραφής (του) να αναπαραστήσει την κρίση του μοντέρνου ανθρώπου. … [ γράφει ο Τάσος Γουδέλης στο νέο τεύχος του περιοδικού ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ 201-202 Δεκέμβρης 2014]
Το κείμενο βρίσκεται στις πολύτιμες οπισθόφυλλες σελίδες του τεύχους και σχετίζεται άμεσα και με το κυρίως σώμα του τεύχους, εφόσον ένα από τα τρία σύντομα αφιερώματα αφορά την «νεοελληνική κρίση». Εδώ καταθέτουν σκέψεις πάνω σε όψεις του θέματος οι Πέτρος Μαρτινίδης, Γιώργος Σιακαντάρης, Βαγέλης Χατζηβασιλείου, Ρέα Γαλανάκη, Δημήτρης Φύσσας και Δημήτρης Ραυτόπουλος. Ενδεικτικό θραύσμα από τον πάντα ευρηματικό λόγο του τελευταίου: Στα λόγια μένει η εξέγερση του 99%, παναπεί ολόκληρης της κοινωνίας, κατά του 1% των πλουτοκρατών. Γιατί μέσα στο 99% οι ανισότητες είναι τεράστιες, σκανδαλώδεις και τα όρια ρευστά. / Η Άμεση Δημοκρατία, εδώ και τώρα, εναντίον της «Πλουτοπίας», δηλαδή του ρασιοναλισμού των αγορών, της νέας θρησκείας με ιερείες τους υπερειδικευμένους αναλυτές, που χειρίζονται τα «αλγκοτρέιντινγκς».
Στο αρχικό κείμενο [εκ] της εκδόσεως, που πάντα μοιάζει με τον εγκέφαλο αυτού του γοητευτικού σώματος, μας υπενθυμίζονται τα λόγια του Μίλαν Κούντερα για τον πόλεμο που «ονομάστηκε ψευδώς Παγκόσμιος, διότι δεν αφορούσε παρά την Ευρώπη και ούτε καν όλη την Ευρώπη. Όμως το επίθετο «παγκόσμιος» εκφράζει εύγλωττα το συναίσθημα της φρίκης μπροστά στο γεγονός ότι, στο εξής, τίποτα απ’ ότι συμβαίνει στον πλανήτη δεν θα είναι πια τοπική υπόθεση, ότι όλες οι καταστάσεις αφορούν τον κόσμο ολόκληρο…». Κάτι δηλαδή που αγνόησαν οι πάντα αδιάβαστοι κυβερνήτες.
Πόλεμος… Μέχρι το τέλος του προηγούμενου μήνα δεν ήταν παρά μια πελώρια λέξη φαρδιά πλατιά πάνω στις ναρκωμένες καλοκαιρινές εφημερίδες. Πόλεμος; Ίσως, αλλά πολύ μακριά, στην άλλη άκρη της γης. Όχι εδώ… Πώς να φανταστείς ότι θα αρκούσε να δρασκελίσει η ηχώ και μόνο του πολέμου αυτούς τους άγριους βράχους για τα νους κάνει να φανούν πιο απαλοί, με το κύμα στα πόδια τους, το αραιό θαλασσινό χορτάρι τους, το αγιόκλημα, την άμμο ρυτιδωμένη απ τα νύχια των πουλιών. …Τέτοιος παράδεισος δεν ήταν καθόλου φτιαγμένος για τον πόλεμο, μονάχα για τις μικρές διακοπές μας, για τη μοναξιά μας…γράφει η Κολέτ, με τον γοητευτικό της λόγο που, σκέφτομαι, μοιάζει να αποδίδει σκέψεις αμέτρητων άλλων ανθρώπων…
Και μιλώντας για την νέα αυτή εποχή, η Ιταλίδα συγγραφέας Πάολα Μαστρακόλα εστιάζει στο απόλυτο δημιούργημά της: …το selfie είναι το χαμόγελο που απευθύνουμε στον εαυτό μας. Ο νάρκισσος δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Εμείς ναι. Εμείς οι αληθινοί Νάρκισσοι. / Σίγουρα, πρόκειται για ένα χαμόγελο το οποίο θα δουν όλοι εκείνοι στους οποίους θα στείλουμε τη φωτογραφία. Αλλά απουσιάζει ο μεσάζων. Απουσιάζει ο άλλος. Υπάρχουν μόνο οι παραλήπτες (οι οποίοι είναι πολλοί). Δεν υπάρχει το μάτι (το οποίο είναι μοναδικό). Και χωρίς το μοναδικό μάτι, το οποίο μας κοιτάζει, μένουμε μόνοι. / Με τη selfie, στέλνουμε στους άλλους τη μοναξιά μας.
[ΠΗΓΗ: φανή Μουρίκη στο ηλεκτρονκό περιοδικό ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ]
Ταυτίζω την λογοτεχνία με την πολιορκία μιας Αλήθειας η οποία δεν αλώνεται παρά μόνον μέσα από τους αργούς ελιγμούς και με την τελική κεραυνοβόλα εκτέλεση μιας θυσιαστικής πράξεως… Καθ’ ότι ο συγγραφέας νοσταλγεί, ποθεί, καλεί, απωθεί, επικαλείται, εκλιπαρεί, περιμένει, μεθοδεύει, προετοιμάζει, αποτρέπει, αποστρέφεται, θαυμάζει, δελεάζει, σαρκάζει και τρομάζει, ζει ή επιζεί επιλέγοντας ή αποδεχόμενος για τον εαυτό του εκείνον τον τρόπο ζωής που θα ευνοήσει περισσότερο από άλλον τη δική της έλευση [Δημήτρης Δημητριάδης, Η απόρρητη αλήθεια του κόσμου]