ΠΡΟΟΙΜΙΟ: Μια περαστική μόδα στους τίτλους είτε κινηματογραφικών έργων είτε τραγουδιών μεταπολεμικά, ήταν μια μορφή τριλογίας. «Ψωμί, έρωτας και Φαντασία» «Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο» «Φιλιά,ρετσίνα και λαϊκό τσατσά» «Το βεσπάκι, το κορίτσι μου κι εγώ» «Λατέρνα,φτώχεια και γαρίφαλο».Στην ουσία, ήταν μια περίληψη της πλοκής ή της στιχουργίας. Ήξερες τι σε περιμένει.Όχι τίτλοι όπως «Οι ουρανοί είναι δικοί μας», που ήταν ρομαντικό δράμα και οι εξαπατημένοι θεατές νόμιζαν πως θα έβλεπαν αερόπλανα, κι όταν δεν τα είδαν, το έργο πάτωσε.Είναι αληθές ότι το είδος διατηρήθηκε εν μέτρω, επειδή υπήρξαν τόσο πρόδρομα δείγματα («Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης») όσο και εξελικτικό προτσέσο («Λίγο κρασί, λίγη θάλασσα,και τ΄αγόρι μου»)Ότι μια φράση συμπύκνωνε τρία πράγματα, ήταν οικείο φαινόμενο, είτε στο λόγιο ρητό «πυρ, γυνή και θάλασσα», είτε στη λέξη «τριανδρία» για μερικές ιστορικές, εκ Ρωμαίων ήδη, συντμήσεις, που έφτασαν και την περιγραφή της διακυβέρνησης Βενιζέλου, Κουντουριώτη και Δαγκλή, έως την πρόσφατη «τρόικα»[Πάνος Θεοδωρίδης, Εν τω μηνί Μπρυμαιρ]
Η νέα τριπλέτα
Έπρεπε να φτάσουμε στα στροφιλίκια της διακυβέρνησης μετά το 2012, για να υπάρξει, ως αντίδραση στην απαράδεκτη μέθοδο ενός γενικού στραβού γιαλού, η αναμενόμενη άνοδος του Σύριζα στην εξουσία. Και να αρχίσει να διαμορφώνεται, με κόπο και υπαινιγμούς μια νέα τριλογία, από νέες, τριαδικής επίνοιας, λέξεις:
Πολιτική, Μελό και Αυτοκριτική. Όπως λέγαμε «Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα»
Πολιτική
Στα λογιστικά μαγειρέματα των Εταίρων, αντιτάχτηκε ο όρος «πολιτική διαπραγμάτευση». Ήταν, είναι και θα είναι, ο πόθος των «καινούργιων». Παραπέμπει στις παλαιές ίντριγκες των Μεγάλων του Ευρωπαϊκού συστήματος, όταν έφτιαχναν το παζλ των συμμετοχών στην Ένωση, με κάποια δήθεν αντικειμενικά κριτήρια, ενώ στην ουσία αποφάσιζαν την είσοδο της Ελλάδας, της Πολωνίας και των «καλών», τέως γιουγκοσλαβικών περιφερειών (κι όχι της «πλέμπας» των Σέρβων ή των Αλβανών) κοιτάζοντας τους χάρτες του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, συν μερικές εκλεκτικές φιλίες μεταξύ ηγετών.
Πουθενά δεν υπήρχε ένα κριτήριο λαϊκού ενδιαθέτου. Κανένας λαός δεν έχει τέτοιο πόθο να ευρωπαϊστεί, όσον οι Μακεντόνκι, ελάχιστοι λαοί είναι τόσον ευρωσκεπτικιστές, όσον η σύμπραξη Κελτών και Αγγλοσαξόνων που προσποιούνται ότι κυβερνούν την Βρεττανία.
Και τώρα, που η Ευρώπη χωνεύει την προς ανατολάς επέκτασή της, απαιτεί από την χώρα των Γραικών, οικονομικά και όχι πολιτικά κριτήρια για να την «διασώσει».
Από τότε που υπογράφτηκε η πρώτη σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρώπη των έξι, 1960, ως αντάλλαγμα της υπόθεσης «δώστε μας τον Μέρτεν και ξεχάστε τις αποζημιώσεις κι εμείς θα πάρουμε εργάτες σας στη Γερμανία» έως τον Ιανουάριο του 2015, η σχέση μας με τη Ευρώπη ήταν σχέση ανοχής και αμοιβαίας υποκρισίας. Υπογράφαμε ό,τι μας έδιναν και αμφότερα τα μέρη ήξεραν ότι δεν θα τηρούσαμε τίποτε. Αρκεί να μη βάζαμε πολλά βέτο, και να κρατούσαμε για τα μάτια τις διαδικασίες.
Δεν ήμασταν οι μόνοι. Μάλιστα σε σχέση με τους Ιταλούς και τους Ισπανούς, φερόμασταν όπως οι πειρατές της Γραμβούσης, μπροστά στους κουρσάρους της Καραϊβικής ή τους Μαυριτανούς σαρακηνόφρονες. Αλλά το σύστημα είχε ισορροπήσει. Ποιός άραγε δεν ήξερε παγκοσμίως ότι δεν επιμορφωθήκαμε στην πληροφορική, δεν είχαμε τα ελαιόδεντρα που δηλώσαμε και αλλάζαμε τους κωδικούς χρηματοδότησης;
Ο όρος «πολιτική διαχείριση» στο εσωτερικό της χώρας ήταν συνώνυμος του «κάνουμε τα στραβά μάτια, επ αμοιβαιότητι». Ακόμη και οι αναρίθμητες καταδίκες μας για παραβίαση ή καθυστέρηση κανόνων ήταν ένας εύσχημος τρόπος να επιστραφεί, ως πταισματική συνέπεια ένα κλάσμα των πιστώσεων που προσανατολίσαμε σε άλλες προτεραιότητες.
Όσοι έζησαν εκείνες τις αξέχαστες στιγμές, και έπιαναν από νωρίς στασίδι στα πολιτικά γραφεία, ήξεραν ότι αιτώντας ένα δάνειο που δεν είχε εγγυήσεις, ή βολεύοντας παιδιά στο Δημόσιο, ο πολιτευτάκιας πάντοτε έκλεινε τη μεσολάβηση και τη δουλειά, όχι με το αυτονόητο «χάρη μου χρωστάς, κανάγια» αλλά δημοσίως αντιδρούσε με το έξοχο «η περίπτωσή σας, κύριε Ταδόπουλε, με την πολυμελή οικογένεια που θα με ψηφίσει, αντιμετωπίστηκε πολιτικά και όχι με το στείρο και άδικο γράμμα των κουτόφραγκων».
Έτσι, η λέξη «πολιτική» και «πολιτική διαχείριση» ήταν ένα μαγικό κλειδί, άκρως αποδεκτό από την νεοελληνική κοινωνία. Ήταν η παράκαμψη των ενοχλητικών ψιλών γραμμάτων και η εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων στους ταγούς τους. Αυτό το φαινόμενο έκρυβε η θριαμβική δήλωση της εξασφάλισης ενός έργου ή ενός χατιριού με την εισαγωγή «κατόπιν ενεργειών μου».
Στην μακρά σχέση μας με την Ευρώπη, πάντοτε υπήρχε αυτουργός και ηθικός αυτουργός. Λέγεται και συνενοχή.
Όταν λοιπόν τέθηκε από τη νέα κυβέρνηση η ανάγκη να μας «κατανοήσουν για την πρόταξη της πολιτικής μας πλατφόρμας», δεν μιλούσε η εκρηκτική ανάγκη μιας νέας πολιτικής, αλλά η βοή εκ παλαιών σορτάκηδων και κομπραδόρων, που θύμιζε στους «καινούργιους» κυβερνήτες, πλήθος παραδειγμάτων όπου οι Ευρωπαίοι, υπό την πρόφαση οικονομίστικων μέτρων, έλεγαν στο τέλος «ας πάει και το παλιάμπελο, δώστε τους ΜΟΠ και ΕΣΠΑ, αγοράζουν όπλα, γίνεται αλισβερίσι, θα τα βρούμε».
Μελό
Βάση του κυβερνητικού μελό, ήτοι της συγκινησιακής (και επιλεκτικής) διαχείρισης των αδικιών, ήταν η απίστευτα κοντόφθαλμη και υστερικά εκδικητική συμπεριφορά των κοπτοραπτών στα χρόνια των μνημονίων των όρων «περικοπές στον δημόσιο τομέα» και «ορθολογική διαχείριση των πόρων».
Αν αθροίσεις τι λάβαμε ως χώρα από το σχέδιο Μάρσαλ και τα πλοκάμια του, πού πήγαν τα λεφτά και πως συνέβη να είχαμε την ανάγκη να στείλουμε τους κατοίκους της ελληνικής υπαίθρου στη Γερμανία να δουλέψουν, θα καταλάβεις ότι η σπατάλη δημόσιων πόρων μετά το Μάαστριχτ ήταν πρώτη στο εξοδολόγιο κάθε κυβέρνησης.
Και πριν βιαστεί το παιδί το σιτευτό να μας εντάξει στη ζώνη του λυκόφωτος, έπρεπε να ξεκινήσει το ξήλωμα των προνομίων εκ των άνω. Όχι σποραδικά και επικοινωνιακά- εκ των άνω. Το να κόψεις χίλια από το πεντοχίλιαρο μηνιάτικο θα σήμαινε λιγότερη έπαρση και σπατάλες. Το να διώξεις καθαρίστριες, συμβασιούχους έργου και σχολικούς φύλακες, καθώς και τα «παρακατιανά» επαγγέλματα, ή να κλείσεις την ΕΡΤ νυχτιάτικα, ή να ερεθίσεις με τον ΕΝΦΙΑ τον κρυμμένο αρματολό που ο καθένας μας συντηρεί, ήταν μια απερίγραπτη, προσωρινού χαρακτήρα, διάσωση των ρετιρέ. Ήταν μια τέλεια οργανωμένη, αριθμόδουλος βλακεία.
Τους αδικημένους, πλαισίωσε μια δράκα ανθρώπων που οι περισσότεροι είναι σήμερα υπουργοί και υφυπουργοί. Κανένας δεν στάθηκε αλληλέγγυος στην ξηρασία της αγοράς. Τα θεομίσητα αφεντικά, οι πανάθλιοι εργοδότες και τα επαίσχυντα τσιράκια τους που τους έπρεπε να καούν στη Μαρφίν, ας τα έβγαζαν πέρα κατά τα εγκλήματά τους.
Πολύ λίγοι άνεργοι δικαιούνται βοήθημα ανεργίας, αλλά ασφαλώς δικαιούνται φιλανθρωπία και καταγραφή εκ του μακρόθεν του πόνου τους. Μέσα σε ένα κύμα ενεργού αντισοβιετισμού (που δεν υπάρχει ως αντίπαλος μετά το 1990!) και φληναφήματα περί αντικομμουνισμού (το ΚΚΕ περιχαρακώνει συστημικά τον χώρο του και δεν τον επεκτείνει ποτέ) οι αναμνήσεις συνοδοιπόρων, παλαιολαμπράκηδων και αγώνων της ατυπικής πρωτοπορίας, έφερε μια συναισθηματική πανούκλα, από αυτές τις γνωστές που ίσχυαν όταν επικρατούσαν οι καμποτίνοι, οι λιμπερτίνοι, οι γιακωβίνοι και οι κορδιλιέροι. Κι έτσι, το ένα χιλιοστό των αδικημένων εξαιτίας της λογιστικής μαλακίας των ιθυνόντων, γίνεται η πηγή των δακρύων της κυβέρνησης των εκατό ημερών.
Πέφτει λοιπόν το κλάημα του αιώνα. Λέγεται και μελούρα ή μελό.
Αυτοκριτική
Πολλοί υπουργοί κάνουν την αυτοκριτική τους: δεν ξέραμε, τώρα μαθαίνουμε. Χάσαμε χρόνο από απειρία. Κακώς ασχοληθήκαμε τόσες μέρες με τις ορολογίες. Ακόμη και ο Δραγασάκης, ο μόνος έμπειρος στα κυβερνητικά μαγειρέματα από τον καιρό της συγκυβέρνησης, έκαμε την δική του αυτοκριτική. Και όλες αυτές οι δηλώσεις των εσωτερικώς εναντίων, αυτοκριτικές είναι.
Γνωρίζουμε ότι το έκανα την αυτοκριτική μου ήταν ένα χρήσιμο βήμα προσυνεδριακών ζυμώσεων, που επιβάλονταν στα στελέχη ως αναγκαία μεθόδευση κάθαρσης που τρόμαζε τους συνέδρους, και σε καμιά περίπτωση δεν ήταν ελεγχόμενη και καθοδηγούμενη. Ήταν μια εξομολόγηση, ως θρησκευτικό μυστήριο. Δεν ήταν απαραίτητο να δηλώσεις τι ακριβώς ξέσκισες, τι άφησες να ξεσκιστεί και πόσο ξεσκισμένος είσαι. Μια απλή διαδοχή προτάσεων έπρεπε να ακολουθήσει το «αμάρτησα».
Η Αυτοκριτική έχει στόχο το γενικό κοινό για να τρομάξει, να συσταλεί, να το βουλώσει. Εξάλλου κανένας κριτής του εαυτού του δεν παραλείπει να τονίσει πως αν έκαμε και καμιά μαλακία, πάντα έχει την ελπίδα να αναμορφωθεί.
Στην φάση που περνάμε, η Αυτοκριτική σημαίνει απλά «είμαι φρέσκος στη δουλειά, ακόμη μαθαίνω, θα στρώσω». Όταν το γενικό κοινό, ντρεσαρισμένο να τρέχει πίσω από προθεσμίες τύπου «από Τετάρτη σε Τετάρτη» ή «η τεραστία σημασία της 11ης Μαϊου εν τω έλληνι βίω» ακούει τι είχαν μέσα στο νιονιό τους οι διαμορφωτές της νέας πολιτικής, απλώς αποσταθεροποιείται και αγωνιά.
Επίμετρο
Φλαμπουριάρη, για λίγο πάψε να ρουφάς τον φρέδο σου. Δεν μεταδίδεις ηρεμία και σιγουριά στον λαό σου, αλλά αγωνία και αστάθεια. Στο βάθος του δρόμου δεν βρίσκεται ο θρίαμβος των «αγώνων» σου, αλλά η αποτίμηση της 18ης Μπρυμαίρ
[ΠΗΓΗ: Πάνος Θεοδωρίδης, Εν τω μηνί Μπρυμαίρ, η αλλιώς λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο – CLOUD]