Θα άξιζε να μεταφραστεί εδώ και τώρα το νέο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη Η Ακρα Ταπείνωση (Καστανιώτης), διότι με τους χαρακτήρες του καταρρίπτει τα περισσότερα στερεότυπα που κυριαρχούν στις ευρωπαϊκές χώρες για την ταυτότητα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Και θα άξιζε να διαβαστεί από το ευρύτερο κοινό και ως έργο αναφοράς για τη θερμή επικαιρότητα της τελευταίας τριετίας, διότι με εύληπτα πολιτικά επιχειρήματα διαψεύδει την παραπλανητική εικόνα που κατασκευάζουν τα τρομολαγνικά δελτία ειδήσεων των εγχώριων καναλιών. Η Γαλανάκη διαλέγει ως κομβικό γεγονός τη διαδήλωση της 12ης Φεβρουαρίου 2012 στην Αθήνα, όταν «πελώρια κύματα θυμού» περικύκλωσαν το «κοινοβουλευτικό ανάκτορο» την ώρα που «νομοθετώντας, διακινδύνευε κατ’ άλλους τη σωτηρία, κατ’ άλλους την καταστροφή της χώρας». Και εστιάζει σε εκείνη την «αφιονισμένη νύχτα» κατά την οποία κάηκε ο κινηματογράφος Αττικόν, για να αναδείξει ένα γαϊτανάκι χαρακτήρων που παραπέμπουν στις βασικές πτυχές του ελληνικού δράματος, το οποίο και προσεγγίζει μέσα από αρχετυπικά δίπολα. Είναι οι «κρανοφόροι νεαροί», και από την άλλη τα ΜΑΤ με τους μαυροντυμένους συνεργούς τους, σε μια «άνιση μονομαχία» που ώρες ώρες παίρνει τα χαρακτηριστικά «ευέλικτου ανταρτοπόλεμου».
Είναι επίσης οι ηττημένοι ιδεολόγοι μιας άλλης εξέγερσης -εκείνης των φοιτητών- που πυροδότησε τις πολιτικές εξελίξεις πριν από 40 χρόνια, και οι σημερινοί επιτυχημένοι λεφτάδες οι οποίοι εξαργυρώνουν την αντιστασιακή τους δράση τότε. Είναι ακόμη οι αντιεξουσιαστές που χτυπούν με μολότοφ και οι χρυσαυγίτες που κάνουν ρατσιστικά χτυπήματα, είναι οι πρόσφυγες μετανάστες και οι εσωτερικοί μετανάστες που δεν τους σηκώνει η κατάσταση, οι νεο-άστεγοι και οι απατεώνες ζητιάνοι, οι αλληλέγγυοι κοινωνικοί λειτουργοί και οι επαγγελματίες ψυχίατροι... Οι περισσότεροι και οι περισσότερες προέρχονται από την πρακτικά και ψυχικά ταπεινωμένη μεσαία τάξη. Αυτή είναι η «ραχοκοκαλιά του όλου συστήματος αλλά και της δημοκρατίας». Αυτή γίνεται η «φωνή» της συγγραφέως, και αυτή ορίζει τους άξονες της αφήγησης που ταλαντεύεται από την περιγραφή στον αναστοχασμό, και από τον ρεαλισμό στον υπερρεαλισμό.
Αυτήν τη μεσαία τάξη, που έχει εξαθλιωθεί εξαιτίας των στρατηγικών αντιμετώπισης της κρίσης, εκπροσωπούν και οι δύο κεντρικές αντι-ηρωίδες της Γαλανάκη. Είναι αλαφροΐσκιωτες συνταξιούχες καθηγήτριες στη Μέση Εκπαίδευση και ξεναγούν τον αναγνώστη στην «εκκωφαντική βακχεία της Αθήνας» κρατώντας έναν ρόλο σοφού σαλού όπως στα λαϊκά μεσαιωνικά έργα, ή, αλλιώς, έναν ρόλο κορυφαίας στον Χορό μιας σύγχρονης τραγωδίας. Πρώην φιλόλογος η μία, ανύπαντρη κι ανήσυχη, και πρώην ζωγράφος η άλλη, χωμένη κάποτε στον αντιχουντικό αγώνα, μάνα ενός εξεγερμένου «μαχητή», χωρισμένη από έναν πονηρό πολιτικό της «γενιάς του Πολυτεχνείου», συγκατοικούν πλέον σε έναν ξενώνα για ψυχικά ασθενείς, που κι αυτός κινδυνεύει να κλείσει λόγω λιτότητας. Η συγγραφέας τις θέλει να αλλάζουν τα ονόματά τους, κι έτσι υπογραμμίζει πόσο ριζικά η πραγματικότητα της κρίσης επηρέασε ταυτότητες και αντιλήψεις. Γίνονται η ευαίσθητη Νύμφη (αντί για Θεονύμφη) και η διαισθητική Τειρεσία (αντί για Θηρεσία) που από νοσταλγία ελευθερίας και με άγνοια κινδύνου θα το σκάσουν, θα φτάσουν στο Σύνταγμα με τους διαδηλωτές, θα χαθούν εκείνη την ταραγμένη νύχτα, θα καταλήξουν να κοιμούνται στον δρόμο και θα υποχρεωθούν να ζητιανεύουν, ώσπου η κάθαρση θα έρθει χάρη σε έναν άστεγο.
Το μυθιστόρημα της Γαλανάκη αναφέρεται στη γονατισμένη Αθήνα και στη γονατισμένη Ελλάδα, αλλά όχι σε ένα αδιέξοδο. Αυτό είναι άλλωστε και το νόημα του τίτλου. Η συγκεκριμένη φράση εμφανίζεται μόνο μία φορά, στη σελίδα 198, και παραπέμπει σε μια υπαρκτή βυζαντινή εικόνα με αυτό το θέμα. Η Τειρεσία την αναθυμάται την επομένη της διαδήλωσης, επειδή απεικονίζει την «ταπείνωση του θείου μέσα από τον μαρτυρικό θάνατο ανθρώπου» μαζί όμως «με τον υπαινιγμό και την ελπίδα της ανάστασης». Αυτό μοιάζει να είναι και το σχόλιο της Γαλανάκη: ότι «όλες οι καταστροφές περνούν και φεύγουν», κι ότι «μια σταγόνα θάρρος αρκεί για το θαύμα».
New Journalism α λα Γαλανάκη
Συγγραφέας που από τα τέλη του ’80 αναπτύσσει έναν προβληματισμό για ζητήματα ταυτότητας σε αλληλοσυγκρουόμενους κόσμους, η Γαλανάκη άντλησε τους πρωταγωνιστές της (Ισμαήλ Φερίκ Πασά, Ελένη Αλταμούρα, Ανδρέα Ρηγόπουλο, Μίνωα Καλοκαιρινό, Καπετάν Ποδιά κ.ά.) από μια πινακοθήκη μοναχικών, υποφωτισμένων ή αγνοημένων ιστορικών προσωπικοτήτων του 19ου ή του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Και δημιούργησε σύνθετους και γοητευτικούς χαρακτήρες. Στο καινούργιο της μυθιστόρημα στρέφεται στην Ιστορία του παρόντος, όπως έκανε στο Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα (Καστανιώτης 2009), αλλά είναι η πρώτη φορά που δοκιμάζεται στην εν θερμώ αποτύπωση της κοινωνικής επικαιρότητας. Εδώ οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται με πιο αδρές γραμμές, και περισσότερο ξεχωρίζουν οι ατμοσφαιρικές σκηνές δράσης (άλλωστε συνεργάστηκε με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην τελευταία ταινία του). Παράδειγμα, οι κινηματογραφικές περιγραφές της όταν παρακολουθεί τη διαδήλωση, όταν ξεδιπλώνονται οι «ομάδες μαχητών» ή όταν γίνεται η επίθεση των νεοναζί στις παράγκες των μεταναστών κ.ά. Σαν να υιοθετεί, δηλαδή, η Γαλανάκη μια δική της εκδοχή new journalism με ποιητικές παρενθέσεις, που ίσως θα ξενίσει τους φανατικούς του λεπτοδουλεμένου, μουσικού και λόγιου ύφους της. Αλλά και πάλι, οι υπερρεαλιστικές εικόνες της θα τους αποζημιώσουν.
Είναι ενδιαφέρον το ότι οι λέξεις ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Χρυσή Αυγή, Σύνταγμα, Εξάρχεια, Αττικόν κ.ο.κ. δεν ακούγονται (εξαίρεση η λέξη Μarfin). Η Ακρα Ταπείνωση μιλά για τη «μεγάλη μάχη του άστεως» (η διαδήλωση), για τον «τραγικό χορό» (το θυμωμένο πλήθος), για το «άστεγο σπίτι» (ο δρόμος), τη «χημική ομίχλη» (τα δακρυγόνα), τα «άγρια σμήνη από σπίθες» (οι φωτιές), την «κεντρική δημόσια σκηνή» (η πλατεία Συντάγματος), τη «δολοφονία της προηγούμενης ζωής» (η οικονομική κρίση), το «εφιαλτικό έμβρυο στην καρδιά της γκαστρωμένης Αθήνας» (οι άστεγοι). Μιλά όμως και για έναν άλλο «Περικλή» που μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες κοιμόταν «στην είσοδο ενός άδειου μικρομάγαζου»… Η Γαλανάκη, με άλλα λόγια, αρνείται τις λέξεις της ηλεκτρισμένης επικαιρότητας, κι έτσι την αποδαιμονοποιεί, την ανανοηματοδοτεί και υποχρεώνει τον αναγνώστη να την προσεγγίσει παραμερίζοντας τις προκαταλήψεις του.
Το Αττικόν, η Δημοκρατία και ο θηλυκός Μινώταυρος
«Τι είναι το κάψιμο ενός κινηματογράφου, μάνα, που κι εγώ τον είχα κάποτε χαρεί, μπροστά στις δεκάδες αυτοκτονίες ανθρώπων τα τελευταία τούτα χρόνια, μπροστά στη ζωή όσων καταστράφηκαν, όσων βγήκαν να ζήσουνε στους δρόμους, όσων νέων χάνονται άνεργοι εδώ ή φεύγουν να χαθούν για τα καλά στα ξένα; Και μη μου πεις ότι σου κάνω κήρυγμα, απλά τον πόνο του δικού μου του καιρού σού περιγράφω».
Είναι ο γιος της Νύμφης που βλέπει τη μητέρα του να παραδέρνει με την Τειρεσία στη διαδήλωση, και στέλνει κάποιον με μάσκα οξυγόνου να τις τραβήξει παράμερα. Ο ίδιος και η ομάδα του έπρεπε να αχρηστεύσουν τις πυροσβεστικές αντλίες για να υπογραμμίσουν το νόημα αυτής της εξέγερσης, καίγοντας το κτίριο στη Σταδίου και συμβολικά τον πολιτισμό των «κυρίαρχων ελίτ». Στο τέλος της βραδιάς, θα πέσει θύμα συντροφικού μαχαιρώματος και θα συλληφθεί. Αλλά το σχόλιό του θα εξακολουθεί να ισχύει. «Για ποια δημοκρατία μιλάμε, μάνα, σήμερα; Εξαντλείται μόνο σε μια εκλογική διαδικασία η δημοκρατία;»
Έτσι, με επιχειρήματα, αντεπιχειρήματα και βασικά ερωτήματα προχωρά η πλοκή στην πολυφωνική Ακρα Ταπείνωση, και «δένεται» με σχόλια. Και δεν μπορεί παρά να πιστώσει κανείς στη Γαλανάκη την έντιμη και απενοχοποιημένη αποτύπωσή τους, πίσω από την οποία ξεπροβάλλει ωστόσο μια συμφιλιωτική διάθεση -που μοιάζει και δική της- μπροστά σε μια νέα συλλογική πορεία της χώρας. Το σίγουρο είναι ότι η συγγραφέας αρνείται την εξομοίωση των εποχών της δικτατορίας και της κρίσης, ότι αρνείται την άποψη πως για τη σημερινή κατάντια της χώρας ευθύνεται σύσσωμη η γενιά του Πολυτεχνείου, ότι συνηγορεί υπέρ των εξεγερμένων νέων παρότι δεν συμφωνεί μαζί τους, ότι δεν προσχωρεί -όπως άλλοι ομότεχνοί της- στη λεγόμενη «θεωρία των δύο άκρων», ότι θεωρεί τη Χρυσή Αυγή κόμμα εφιαλτικό και άκρως επικίνδυνο για τη δημοκρατία, ότι δεν φοβάται την Αριστερά αφού ξέρει πως οι αριστεροί είναι «πολλών λογιών». Το μυθιστόρημα κλείνει με ένα κρεσέντο, ένα όνειρο της Τειρεσίας αφιερωμένο στον Θόδωρο Αγγελόπουλο, που εκφράζει την αγωνία της Γαλανάκη για την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας. Η αλήθεια για την Ευρώπη, γράφει, είναι ότι «έχει μετατραπεί σε θηλυκό Μινώταυρο». Δεν την αγγίζει «κανένα έλεος για τους αθώους» αλλά και «κανένα ξίφος», αφού μπορεί να προβλέψει «τις κουτοπονηριές κάθε χαζοερωτευμένης Αριάδνης».
[ΠΗΓΗ: Μικέλα Χαρτουλάρη, Ο ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ, Με δύναμη από τη διαδήλωση, Εφημερίδα των Συντακτών 2-3 Μαΐου 2015]