Με τα παράξενα λαμπρά κουρέλια της Ούνρα οι εμφύλιοι Έλληνες έμαθαν να πορεύονται φορώντας κορσάζ με χιλιόμετρα κορδόνια, παντελόνια γκολφ και κάσκες από φελλό ντυμένον με καννάβι που μπορούσαν να τον βάψουν με ένα είδος στουπέτσι ή τεμπεσίρι.Όχι όλοι. Το χειμωνιάτικο πολυφορεμένο κοστούμι παρέμενε η στολή του εθνικόφρονος πατριώτη, ιδίως εάν ήταν δημόσιος υπάλληλος. Τριμμένο στους αγκώνες,ξεχειλωμένο στα γόνατα και στα κωλιά, μπαλωμένο με εξαίσιους κρυπτικούς τρόπους.Πριν εμφανιστούν τα βανάκια με τους δοσάδες,είχα προλάβει να δω κι ένα κάρο γεμάτο υφάσματα, τα λεγόμενα ρετάλια, που οι νοικοκυρές έψαυαν και τέντωναν για να εκτιμήσουν αν θα άντεχαν να γίνουν ρόμπες, ποδιές για τα παιδιά ή γελέκα.Όταν στέγνωσε το αίμα, οι λογοτιμήτες αριστεροί που κρίθηκαν ακίνδυνοι ή αποσυρμένοι, άρχισαν να βγάζουν κάλους στα δάχτυλα εφοδιάζοντας με ποικίλη ύλη περιοδικά και τις μεσαίες σελίδες των εφημερίδων.Ούτως η άλλως, και για καντηλανάφτες ακόμη ήθελαν πιστοποιητικό υγιών φρονημάτων. Χαμηλοί μισθοί, οι μπεκιάρηδες διπλή μερίδα ψωμί στα μαγέρικα και ολίγη ρεβίθιααν οι πατάτες γιαχνί δεν τους χόρταιναν. [Πάνος Θεοδωρίδης, Ντεμί Σεζόν, εγκώμιο στο σπαταλημένο αίμα]
Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, τα καταστήματα νεωτερισμών και μερικά μεγάλα μαγαζιά σε Αθήνα Θεσσαλονίκη έβαλαν δόσεις στα έτοιμα. Οι περίοδοι του νέου ρούχου ήταν η βαρειά χειμωνιάτικη, όπου μια φορά στα τρία έως πέντε χρόνια οι μπρούκληδες αγόραζαν κοστούμι, ενώ ο καθηγητής μας ο Νικόλαος Μάνος, όταν ξεχάσαμε επίτηδες την βαλίτζα του στην εκδρομή της τρίτης λυκείου το 1966, στην Ολυμπία, παραπονέθηκε για το κοστούμι που είχε μέσα και ήταν τσίλικο, αγορασμένο πριν δεκατέσσερα χρόνια.
Ακολουθούσε βραχεία θερινή περίοδος, με πουκάμισα μπάιρον και πέδιλα, αν και το λινό λευκό κοστούμι με τον παναμά και δίτονα παπούτσια ήταν πολύ σπάνια και όποτε η μάνα μου έβλεπε τέτοιον συσταζούμενο, τον αποκαλούσε «αφρικανό πρόξενο».
Με τις τράπεζες κανένας δεν είχε εγκάρδια σχέση και τα βιβλία του σπιτικού που κανένας δεν διάβαζε και σκονίζονταν δεμένα σε κάτι ραφάκια, είχαν χαρτονομίσματα που φύλαγαν ανάμεσα στις σελίδες. Σίγουρη φύλαξη, επειδή η άλλη χρήση των βιβλίων ήταν να πατάμε άνθη και φύλλα για το φυτολόγιο.
Όταν, αγγελικό και μαύρο, φως, εμφανίστηκε το ντεμί σεζόν ως έκφραση που ξεσκόνισαν και ξαναθυμήθηκαν μεσοπολεμικές μοδίστρες, ήταν ολίγες οι μη αρβανίτικες και μη τούρκικες λέξεις που κολλούσαν στην νεοελληνική καθομιλουμένη , αυτήν που ίδρωναν να μας εκμάθουν οι δάσκαλοι με τα γυρισμένα σακάκια και τις αλλαγμένες μανσέτες.
Η κουπ, το εβαζέ, το έξτρα πρίμα γκουτ, το τρία άλφα Δημητριάδη, η κασμιροφανέλα, το ραιγιόν, δεν ήταν απλή επιστροφή σε έναν κόσμο με χωνεμένη βία, που έμοιαζε παράδεισος μπροστά στους πολέμους και στην κατοχή, στην τρομοκρατία και στους δολοφόνους που κοίταζαν με στοργή το παιδάκι τους, επιστρέφοντας από κυνήγι κεφαλών, ακίνητοι και γελαστοί στην αναμνηστική φωτογραφία.
Ήταν ξόρκι για το χαμένο αίμα.
Διότι το ντεμί σεζόν, έδινε λύση σε ένα εαρινό σύμπτωμα, που έφτανε μαζί με τα φταρνίσματα και τις αλλεργίες: το βαμβακόνημα έδινε δροσιά.
Ο Μάιος ήταν μήνας αλλαγής στολών και ζώνη απορίας των κοριτσιών. Δεν ξέρω τι να βάλω. Έτσι μουρμούριζαν στον καθρέφτη. Τα χειμωνιάτικα τσιμπούσαν το δέρμα και τα καλοκαιρινά τσίτια το πάγωναν. Ήρθαν τα ντεμί, ήτοι τα μπουφανάκια, οι φανέλες κολεγίου, τα λεπτά ντεπιές, και το σύστημα ισορρόπησε.
Θυμάμαι να σκάω με τα χειμωνιάτικα στον δριμύ ήλιο του Μαϊου, τον ιδρώτα παντού, κι έπειτα, ώσπου να φτάσει η κοντομάνικη Ούνρα, την ανακούφιση και την δροσιά στο μέτωπο. Αν και μια χρονιά στον βίο μου, χιόνισε την Πρωτομαγιά, ήταν κανόνας ο άστατος καιρός και η αίσθηση της μουργέλας από τον δυνατό ήλιο.
Στα παζάρια και στο ΚΤΕΛ, οι γέροντες έφταναν φορώντας χειμώνα καλοκαίρι τα ίδια γιδόμαλλα, φανέλα και κακαβράκες, ρίχνοντας το σαγιάκι στον ώμο, όταν η ζέστη περίσσευε. Και οι Κρητικοί ζωοκλέφτες, που τους έστελναν στον βάλτο μας εξορία δεν αποχωρίζονταν τα δικά τους στιβάλια και τις περίτεχνες μπαστούνες, λειασμένες από την χρήση, προσόμοια στην υφή και στη θεωρία με οστά ανακομιδής.
Και μετά, οι ανθοφορίες. Ποτέ δεν ένοιωσα τα στεφάνια στις εξώπορτες και τις ανθοδέσμες από τα λιβάδια ως χίπικη επαναφορά στη φύση. Κάθε λουλούδι κομμένο το έβλεπα ως δολοφονημένο ον. Μόνον που αυτές οι συγκομιδές, δεν έβγαζαν κόκκινο αίμα από τις πληγές τους, αλλά μια χλωρή, υδαρή και διάφανη λέμφο.
Ευτυχώς στην εφηβεία μου συναντούσα συνεταίρους και πλοηγούς στην φρίκη. Με πρώτον τον Σαχτούρη:
Πάλι τί κανιβαλισμός αυτή την Άνοιξη
λουλούδια καταβρόχθισαν τις μέλισσες
πουλιά τούς φάγαν τα εντόστια τα γεράκια
το τριαντάφυλλο έμεινε ολομόναχο
κι ο μενεξές μεταμορφώθη σε κηδεία
Δεν έχω άλλα λουλούδια να σου φέρω
όμως μια μέρα θα γίνω ο μέγας κηπουρός
φυτεύω θα κλαδεύω θα ποτίζω
θα ’χω το σπίτι μου πάνω σ’ ένα σύννεφο
θ’ ανάβω τα όνειρά μου με τον ήλιο
Σήμερα ακόμα είμαι ένας πλοηγός
συνένοχος για τις λάσπες τα λεμόνια
τους τενεκέδες στο νερό μες στο λιμάνι
τρελαίνω τη σειρήνα σπέρνω το αίμα μου
φορώ γυαλιά από πέτρα και με λένε Πέτρο
Γι΄ αυτό και έβλεπα πάντοτε καχύποπτα τις δήθεν αναίμακτες θυσίες, όπως δίδασκαν οι τυπικές φράσεις από την αρχαιότητα «τα άνθη προσεκόμισεν εις το άλσος» και «στεφανωμένη έπινεν από μεγάλον κρατήρα η εύθυμος συντροφία των εραστών».
Και θυμόμουνα τους ανθρώπους από την Βαλτική, την Κουτμιτζιβίτσα, από τα μωβ βουναλάκια των οριζόντων, εκεί που τελευταίοι και άκεφα δέχτηκαν τα μονοθεϊστικά δρώμενα, παραμένοντας δενδρολάτρες, ανθοστόλιστοι και χορεύοντας, τραγουδιστές του ανανάγια και του γιαλελέλι, είρωνες και προγραμμένοι του δέκατου τρίτου αιώνα, που μάτιαζαν τις ανάερες αντηρίδες και τους κουμπέδες των πολιτισμένων, να ρίχνουν ένα τελευταίο βλέμμα στα κρανία των προγόνων τους, πριν τους πάρουν στο κυνήγι με πελέκια και τοξεύματα, κάθιδροι μέσα στα σουσάνια τους, οι εραστές του παραδείσου και μονίμως φοβισμένοι από τα παγωμένα αεράκια της κόλασης.
[ΠΗΓΗ: Πάνος θεοδωρίδης, Ντεμί σεζόν, Εγκώμιο στο σπαταλημένο αίμα - αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα CLOUD:http://thegreekcloud.com/ ]