Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

Θωμάς Κοροβίνης, Όμορφη Νύχτα: μυθιστορία για είκοσι χρόνια λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη

$
0
0

Η ταβέρνα θέλει ρεμπέτικο ή ακόμα καλύτερα καζαντζιδικού τύπου σπαραγμό. Όχι, δεν θα τους αφήσουμε τους αβασάνιστους να γκρεμίσουν τους πιο λάβρους τόπους του νυχτερινού συμποσιασμού των ανθρώπων. Όσο τουλάχιστον ζούμε. Όσο για το μετά, «γαία πυρί μειχθήτω».


Η μυθιστορηματική χρονογραφία του Κοροβίνη αποσκοπεί να δωρίσει στην συλλογική μνήμη την ακτινοβολία μιας εκδοχής των θρυλικών θεσσαλονίκειων νυχτών: της Όμορφης Νύχτας αυτοπροσώπως, και συνακόλουθα της ανθρωπογεωγραφίας μιας χαμένης εποχής, ακριβώς όπως υπήρξε, χωρίς μύθους και φτιασίδια. Συνεπώς, οι υπερβολές επιτρέπονται, τα ψέματα όχι· ακόμα κι αν κάποια περιστατικά ή συναπαντήματα ανθρώπων έχουν κάτι απ’ τα ατόφια παραμύθια, ο ρεαλισμός του βιβλίου είναι απροκάλυπτα και αστόλιστα ρεαλιστικός! Το βιβλίο χωρίζεται σε δεκάδες μικρά κεφάλαια, αφιερωμένα το καθένα σε κάποιο πρόσωπο, κατάστημα, δρόμο, κατάσταση, κοινώς σε όλες τις ψηφίδες της ζωής στην μυθοποιημένης και ταυτόχρονα απομυθοποιημένης πόλης.Τα κατά Θωμά Ευαγγέλια είναι απολύτως προσωπικά και εμπειρικά, χωρίς αξιώσεις αντικειμενικότητας, χωρίς απαιτήσεις ωραιοποίησης.

H ιδέα του αφηγήματος οφείλεται στον συγγραφέα φίλο του συγγραφέα Δημήτρη Μίγγα, ο δε τόπος της προτροπής ήταν η λαϊκή ταβέρνα «Το Άσυλο», στην είσοδο του συνοικισμού της Ευαγγελιστρίας. Το αρχικό μάλιστα σχέδιο περιελάμβανε ένα μοιρασμένο (σε δίσκους το λέμε split!) μυθιστόρημα, αλλά ο Μίγγας αναγνώρισε πως τα κοροβίνεια βιώματα έπρεπε να καταγραφούν από τον βιώσαντα. Πράγματι, αν το κάθε γραπτό υστερεί ούτως ή άλλως σε σχέση με την καθαρότητα και την ευταξία της αυθεντικής εμπειρίας, τότε πόσο περισσότερο θα συμβαίνει όταν επιχειρήσουμε να μπούμε στο βίωμα άλλου…

Διατρέχω τις σελίδες για να βρω τις δυο εμβληματικές γυναίκες της λαϊκής νύχτας της βορειούπολης, ειδικά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Βρίσκω πρώτα την Μαριώ,την αγωνίστρια του θεσσαλονικιώτικου πάλκου και την ακολουθώ από τη χασαποταβέρνα του Μαριώλα στη Νέα Μαγνησία και το αλώνισμα των μαγαζιών του θεσσαλικού κάμπου με τον πατέρα της μέχρι την Φαρίντα της Μενεμένης και τις Αναμνήσεις της Νεάπολης, πάντα φορτωμένη μ’ ένα σωρό ιστορίες. Οι σελίδες της συχωρεμένης Λιλήςβρίσκονται πιο βαθιά στο βιβλίο, όπως το ίδιο βαθιά στις μνήμες παραμένουν οι φωνές της στην πίστα για ψωμί, παιδεία και λαοκρατία, και οι νυκτωδίες στο Μινουί – ευτυχώς πρόλαβα το υπόγειο στις δόξες του, και κάναμε συχνά πέρασμα όταν κλείναμε τον Ερωδό μετά τις 3 το βράδυ.

Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στο θέμα των δημιουργών της Θεσσαλονίκης και γενικώς της μοίρας των καλλιτεχνών μέσα στην «μικροαστίλα και την μιζέρια της πόλης με τον στενόκαρδο ουρανό».Αν γίνεις λαμπερό όνομα στην πρωτεύουσα, σε σέβονται και οι ντόπιοι, που συνήθως είναι τσιγκούνηδες με τους γηγενείς καλλιτέχνες. Όσοι μένουν, παραμένουν οι «τοπικοί δημιουργοί», γνωστοί μεν αλλά «δικοί μας», γραφικά ιδωμένοι και αιώνια δεδομένοι. Η συμπρωτεύουσα είναι το πρώτο μεγαλοχώρι – όχι νύφη, αλλά νυφίτσα του Θερμαϊκού. Οι πιστοί της, όπως ο κυρ Ντίνος, καθηλωμένοι της επιτελούν έργο ιερό, αλλά προτιμούν να αγνοούν ότι η πόλη υπάρχει από έναν ατέρμονο ευτροφισμό που παράγει μουχλιασμένα μυαλά και επικράτειες που κυβερνούνται από τα κατηχητικά.

Ευνόητα οι γυναίκες έχουν αμέτρητες θέσεις στην μνημογραφία του Κοροβίνη.Από τη μία οι σερβιτόρες, όπως η πιο ενδιαφέρουσα γυναικεία προσωπικότητα από τις δισκοφόρες της Όμορφης Νύχτας, η Ξένια από τον Τύρναβο με την ελιά στο πάνω χείλι (κάτι θυμάμαι…) – από την άλλη οι θαμώνισσες και περαστικές από στέκια και ζωές, πολύτιμες όλες στην συναγωγή της φιλοσοφίας μιας ζωής, ακόμα και όταν ο συγγραφέας θυμοσοφεί...
«…βαρέθηκα να ορέγομαι ή να μυθοποιώ όμορφα πλάσματα, που πολύ γρήγορα η ψυχική τους φτώχεια και η ανύπαρκτη πνευματικότητά τους, συχνά δε και η σχετική ή απόλυτη αισθηματική ή και ερωτική τους ανικανότητα, οδηγεί στην πλήρη απομυθοποίησή τους και ενίοτε σε μια αίσθηση καθολικής αηδίας για το πενιχρό αποτέλεσμα που όχι σπάνια δημιουργεί η αγαστή μα τραγική συνεργασία των αντιφάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης»

Δεκάδες πρόσωπα έχουν το δικό τους χώρο στις ημερολογιακές σελίδες του νυχτερινού «ημερολογίου» - συγγραφείς, στιχουργοί, τραγουδιστές, τραγουδοποιοί.Γιώργος Ιωάννου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Τόλης Καζαντζής, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Δημήτρης Μαρωνίτης, Δημήτρης Δημητριάδης, Ιωάννα Καρυστιάνη, Βασίλης Τσιτσάνης, Μανώλης Ρασούλης, Ηλίας Κατσούλης, Αγγελική Λεμονή, Γιώτα Λύδια, Γιώργος Ζήκας…που η Θεσσαλονίκη δεν έπλασε μόνο τον χαρακτήρα τους αλλά και πλάστηκε από τους ίδιους. Δυο κείμενα αφιερώνονται στην αξέχαστη Σεβάς Χανούμ:ένα για την συναυλία της στη Νομική το 1984, όπου τραγούδησε με ζέση έπειτα από τόσα χρόνια στην αφάνεια, Χιώτη, Μητσάκη, Τσιτσάνη και Καζαντζίδη μέχρις εξαντλήσεως, κι ενώ έπρεπε λόγω υγείας να σταματήσει, δεν αποχωρούσε κανείς, κι ένα για την επίσκεψη στο σπίτι της στη Νεάπολη και μια από τις τελευταίες συνομιλίες μαζί της.

Εκτενή κείμενα τιμούν την Μαριάνθη Κεφάλα και την Πόλυ Πάνου (μαζί με μια μεγάλη συζήτηση με την τελευταία), τους μαγαζάτορες Γιώργος Χουλιάρα και Νίκο Πλασταρά και όλους τους υπόλοιπους γηπεδάρχες, αφανείς κι εμφανείς. Και βέβαια οι χώροι, πάντα οι χώροι: το Πλατώ στη Χαριλάου και το Όνειρο στην Παπαναστασίου, η υπόγεια Πανδούρα απέναντι απ’ τον Ευκλείδη και ο «Τζότζος» στα Κάστρα (αν είναι να ξαναζήσω μια βραδιά, ας είναι στα λερά του πλαστικά τραπεζομάντηλα), ο Μακεδονικός με το λεωφορείο να αγγίζει το τραπέζι σου (άσχετο με τα συγγραφόμενα, αλλά συγχωρήστε μου της μνήμης τα μνήματα), το Μυστικό στις Σαράντα Εκκλησιές και η Κληματαριά στο Λιμάνι – με τα ξύλινα καρούλια αντί για τραπέζια αν θυμάμαι καλά – που θυμάμαι πολύ καλά.

O Κοροβίνης μετράει τα τρία μι της νύχτας (μαργιόλα, μπαμπέσα, μπελαλού), παίρνει μαζί του τη φράση της Σιμόν Βέιλ«Όλο τον κόσμο να γνωρίσεις, ποτέ δεν θα μπορέσεις να μπεις μέσα σε μιαν ανθρώπινη ζωή» και υποκλίνεται στους ταλαντούχους που θυσίασαν μια καριέρα δόξας και χρημάτων εν ονόματι άλλων επιλογών και εντέλει της ίδιας της ζωής. Όταν ο λόγος επανέρχεται στη Θεσσαλονίκη παραπονιέται ευθέως … για την αναπάντεχη κατρακύλα της, από την αναγεννησιακή της περίοδο μέχρι το τέλος της δικτατορίας στο πέρασμά της οξεία γωνία της νεομεσαιωνικής παρακμής μετά το 2000 με αναστημένους βασιλείς στα θέατρα, αναβιώσαντα λείψανα καλλιτεχνών του ελαφρού και της ποπ στα γήπεδα, με την επικράτηση των σκυλομάγαζων, τη σιωπή των ποιητών, την εξορία ή αυτοεξορία κάποιων πικραμένων οραματιστών, την καταφυγή σχεδόν όλων των καλλιτεχνών στην Αθήνα, την αραχνομούνικη τριανδρία Ψωμιάδη – Άνθιμου – Παπαγεωργόπουλου…
Αν όλα αυτά τα μέρη για ορισμένους υπήρξαν άσυλα για παραστρατημένους ή ξέμπαρκους, τότε ορθά ξεκίνησε η συζήτηση από το Άσυλο, όπου ολοκλήρωνα κι εγώ με φίλους τις εύτυχες και τις δύσθυμες μέρες. Και τώρα που βρίσκομαι τόσο μακριά, ευχαριστιέμαι να γνωρίζω πως σε τέτοια μέρη τσουγκρίστηκαν ωραία σχεδιάσματα μεταξύ φίλων και γεννήθηκαν βιβλία και για εμάς, που βρισκόμασταν στην άλλη πλευρά της μουσικής, βαθιά όμως μπλεγμένοι με τα μέλη αυτής της διονυσιάδας.
Όταν τραγουδάω, μαζεύονται γύρω μου όλοι οι άγγελοι των παιδικών μου χρόνων, με περικυκλώνουν. […] Όταν τραγουδώ, έρχονται, ζωντανοί και πεθαμένοι, άντρες πολλοί, που παρεξήγησαν ή ενέδωσαν στα πάθη μου, γυναίκες που δικαιώθηκαν ή προπαντός αποκαρδιώθηκαν από μένα, οι πιο ωραίοι και αδάμαστοι απ’ όσους χάρηκα έστω και για λίγο. Έρχονται οι απροσκύνητοι, οι ανέγγιχτοι, που δε θα πλησιαστούμε ποτέ΄. Οι ψυχές που δε γνωρίσαμε. Αυτή η αναζήτηση του άλλου μας καίει. Ψάχνουμε άραγε το συμπλήρωμα ή το ίδιο με τις ψυχές μας;
[ΠΗΓΗ: Νυχτερινής Θεσσαλονίκης Μυθοποίηση και Απομυθοποίηση  Πρώτη δημοσίευση: mic.gr και Πανδοχείο]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

Trending Articles