Δεν ξέρω τι καιρό έκανε στην Πομπηία λίγο πριν τον μεγάλο χαμό. Τέλος Αυγούστου ήταν, Μεσόγειος είναι, μπορείς βάσιμα να υποθέσεις πως έκανε ζέστη, ο κόσμος έπινε, έτρωγε, φιλούσε, υπέφερε, κοιμόταν, έχυνε, μάλωνε, χάιδευε τα μαλλιά των παιδιών του, έπαιζε με τα ζωντανά του, μετρούσε δηνάρια και τα κιλά της σοδειάς, καθημερινά πράγματα που δεν τους δίνεις σημασία παρά μόνον αν δεν υπάρχει αύριο… Ο φετινός Ιούνιος είναι μαλωμένος με το θέρος. Βρέχει καθημερινά. Ζέστη δεν ξέρουμε ακόμη τι θα πει εδώ στα βόρεια, οι μπαλκονόπορτες τα βράδια σχεδόν σφαλίζουν, η ψύχρα και η υγρασία τις νύχτες δεν χαμπαριάζουν από ημερολόγια. Κατά τα άλλα η ζωή μας κυλάει κανονικά. Πίνουμε, τρώμε, φιλάμε, υποφέρουμε, κοιμόμαστε, χύνουμε, μαλώνουμε, χαϊδεύουμε τα μαλλιά των παιδιών μας, την κοιλιά των ζωντανών μας, μετράμε ευρώ, μετράμε τα τελευταία κέρματα, μετράμε ώρες και πληρώνουμε λογαριασμούς, καθημερινά πράγματα που δεν τους δίνεις σημασία παρά μόνον αν δεν υπάρχει αύριο.
Υποθέτοντας ότι δεν υπάρχει κάποιος κρυμμένος Βεζούβιος κάτω απ΄ τα πόδια μας ή μέσα μας, υπάρχει αύριο. Όχι για όλους, μέχρι να γράψω αυτές τις δέκα γραμμές τρεις άνθρωποι θα έχουν πεθάνει σ’ αυτή τη χώρα, αν χτυπήσει κάποιο τηλέφωνο και καθυστερήσω να βάλω τελεία μπορεί να γίνουν και πέντε, έξη, αλλά εξόν απ’ τους διακόσιους ενενήντα που μας αποχαιρετούν δια παντός καθημερινά, οι υπόλοιποι θα είναι εδώ και αύριο. Το πώς, άλλη ιστορία.
Θέλω να καταλήξω πως ο,τι και να αποφασιστεί εκεί στα κατωχωρικά γαλατικά εδάφη της κάποτε Germania Inferior των Ρωμαίων, κάποιοι θα θυσιαστούν -αν και εξ όσων θυμάμαι δεν είχε Μινώταυρο στα στενά της Πομπηίας μα σήμερα θα βρεις κάμποσους πρόθυμους μακελάρηδες εδώ και παραέξω-, κάποιοι θα μείνουν πίσω ανέστιοι, κάποιοι θα πλουτίσουν πάνω στις στάχτες, κάποιοι θα έχουν προλάβει να φύγουν μακριά, πάντα έτσι γίνεται στις κάθε λογής Πομπηίες. Δεν είναι ντε και καλά history repeating, δεν είναι κισμέτ μα ούτε και save & restart παιχνιδάκι.
Μα το χειρότερο για μένα, τον ενίοτε εκτός τόπου και χρόνου (αυτοπροστασία για να μη σκάσει ο Βεζούβιος μέσα μου) είναι πως κανένα live δεν θα γίνει πάνω στα ερείπιά μας. Το πολύ πολύ να εμφανιστεί κανείς Παντελίδης. Live at Grecaei.
[byKapa, από το ιστολόγιο του a man called]
ΤΟ ΥΨΟΣ ή ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΜΙΑΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ (bykatabran, από το ιστολόγιο της):
Όλα γύρω λάμπουν σαν φρεσκοκομμένα νομίσματα…
και ζαλίζει ο θόρυβος των κερμάτων που πέφτουν στα τενεκεδάκια των ζητούντων…
η αγριάδα της διπλής όψης!
Κι όταν τον άλλη μέρα,
κάποιοι σκοτώνουν την μέρα,
κάποιοι σκοτώνουν την ώρα,
μέχρι μια νέα συνάντηση,
μια νέα στιγμή θριάμβου,
σίγουροι ότι ο κόσμος θα υπάρχει,
και δεν θα ’χει γίνει επιτραπέζιο,
και δεν θα ’χει γίνει κατακλυσμός,
κι αυτή στιγμή θριάμβου θα είναι!
όπως και οι άλλες!
οι σύντομες…
οι έντονες…
οι αξέχαστες…
μα οι πάντα «στιγμές θριάμβου!»
όταν καταργείται η μοναξιά και τα πλήθη κραυγάζουν,
αυτοκρατορικό συμβούλιο, θεσμοί, συμβούλια, κόμματα,
όχι μόνον του Ιούνη μα και τα προηγούμενα,
ήρεμοι και με συναίσθηση της ευτυχίας τους,
ατενίζουν το μέλλον,
από το ύψος της εξέδρας του κοινού τους θριάμβου…
μετά,
επειδή ο θρίαμβος προετοιμάζεται κι έχει τη φασαρία του μέχρι να επιτευχθεί,
πρέπει να ασχοληθεί κάποιος
με το ύψος ή το είδος της βοήθειας
και με κάποια γραφειοκρατικά που έχουν να κάνουν με τις συνθήκες…
αναμεταξύ και κάπου-κάπου πατριώτη μου,
κάτι σκίρτησε μέσα μου κι ξανοίχθηκα και δόθηκα
και προσπάθησα να είμαι συμπαθητική, χαμογελαστή, διασκεδαστική, χουβαρντού, διαβαστερή, τέλεια χορεύτρια, πρώη συζητητής κι εγώ…
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΥΤΟΙ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΛΥΣΙΣ:
Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φτάσουν σήμερα.
-Γιατί μέσα στη Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθονται οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα.
Τι νόμους θα κάμουν πια οι Συγκλητικοι;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
-Γιατί οι δυο μας ύπατοι κι οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια,
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους
-Γιατί κι οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα
κι αυτοί βαριούνται ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κι η σύγχυσις (τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κι οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφτασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θε γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.