Τους χείμαρρους τους μπαζώνανε για να κάνουν δρόμους και οικόπεδα, τα ρέματα τα καταπάτησαν κι έχτισαν τις κουτσουλιές της μικροφαλλίας τους νενέκοι πολιτικάντηδες, τα δημοτικά κτήματα τα καταχράστηκαν και τα μετέτρεψαν σε αποικιοκρατικά και επιθετικά λογιών λογιών μπιτς σκατά Αυτοί ήταν οι νεοέλληνες, είτε ζούσανε στις πόλεις είτε στα χωριά, λογίζονταν και για ευρωπαίοι ενώ κατέστρεφαν με μένος ισλαμιστή τον πολιτισμό και τη φύση που παρέλαβαν και ποτέ τους δεν κατάλαβαν ούτε ένιωσαν το μεγαλείο της κληρονομιάς. Ποτέ τους δεν νοιάστηκαν για τίποτε πέραν από την τσέπη τους, την κοιλιά τους και τα πτυχία των τέκνων τους. Οτιδήποτε δημόσιο το αντιμετώπιζαν σαν να μην ανήκει σε κανέναν και όχι σαν κάτι κοινό. Γι’ αυτό τη χρεοκόπησαν την πατρίδα τους και τώρα την καπηλεύονται… Γιατί, ουσιαστικά χρεοκοπήσαμε τότε που ο σημιτάνθρωπος βγήκε και είπε «γινόμαστε Ευρώπη», τα κουρεία θα γίνουν κομμωτήρια και τα καφενεία καφετέριες. Τότε άρχισε η ισοπέδωση και σήμερα είναι στα τελειώματα. Το γερμανικό γκρέιντερ που το χουμε πληρώσει με δανεικά λεφτά αλλά με ίδιον ιδρώτα και αίμα, επελαύνει πλέον κατά πάνω στις σάρκες των εκποιημένων. Ήρθε όμως το τέλος της κυριαρχίας τους, πολλών και του βίου τους του άθλιου. Οι εποχές αλλάζουν με θάνατο [Γιάννης Μακριδάκης, Ισοπέδωση, από το προσωπικό ιστολόγιο του συγγραφέα]
Την προηγούμενη φορά που οι γερμανοί ισοπέδωσαν την ευρώπη, το νησί που ζω δοκιμάστηκε πολύ, λόγω του ότι είχε ήδη αναπτυχθεί σε μεγάλο ποσοστό ο αστισμός στην κοινωνία του. Οι μισοί του κάτοικοι έφυγαν με βάρκες τις νύχτες παράνομα και με τον φόβο των καταδιωκτικών και περνούσαν στην απέναντι τουρκική ακτή για να βρουν φαγητό και να ζήσουν. Οι άλλοι μισοί, αυτοί που έμειναν πίσω, έζησαν καταστάσεις τρομερές περπατώντας ανά τα χωριά του βόρειου και του νότιου τμήματος, κουβαλώντας τα υπάρχοντά τους για να τα ανταλλάξουν με τροφή.
Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που μαρτυρούν ότι στο Πυργί τα πιάνα των Βρονταδούσιων καπετανισσών τα τοποθετούσαν οι χωρικοί μέσα στα κοτέτσια, στα Νένητα καπίστρωναν τις κατσίκες με γραβάτες από τα κοστούμια των αστών που τα έδιναν για μισή οκά πατάτες και λάδι.
Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που μαρτυρούν ότι στο Πυργί τα πιάνα των Βρονταδούσιων καπετανισσών τα τοποθετούσαν οι χωρικοί μέσα στα κοτέτσια, στα Νένητα καπίστρωναν τις κατσίκες με γραβάτες από τα κοστούμια των αστών που τα έδιναν για μισή οκά πατάτες και λάδι.
Η αστική κοινωνία της Χίου είχε το μεγαλύτερο πανελλαδικά ποσοστό νεκρών από πείνα κατά τον χειμώνα 41-42. Μετά λύπης διαπιστώνω ότι σε μονοπάτια τέτοια οδεύει η ευρώπη και πάλι σήμερα.
Όταν, κατά το αποκορύφωμα του καταναλωτικού ντελίριου των νεοελλήνων, το 2004-5, έγραφα τους Συρματένιους και στον επίλογο του βιβλίου μιλούσα για τη μέρα που θα ξαναβρεθούμε στην ανάγκη να περνάμε με βάρκες στην τουρκική ακτή για να ζήσουμε, ούτε κι εγώ πίστευα ότι είναι τόσο κοντά, παρ’ όλο που η ένταξή μας στο ευρώ ήταν ευκρινές σημάδι επερχόμενης χρεοκοπίας, τόσο βέβαιης που τότε μόνον ηλίθιοι και ιδιοτελείς σημιτοπολιτικάντηδες και ένας λαός αποβλακωμένος και αποκτηνωμένος όπως οι νεοέλληνες καταναλωτές, θα μπορούσαν να σπρώξουν τη χώρα σε τέτοιον όλεθρο.
Τότε χρεοκοπήσαμε ουσιαστικά, τότε που ο σημιτάνθρωπος βγήκε και είπε «γινόμαστε Ευρώπη», τα κουρεία θα γίνουν κομμωτήρια και τα καφενεία καφετέριες. Τότε άρχισε η ισοπέδωση και σήμερα είναι στα τελειώματα. Το γερμανικό γκρέιντερ που το χουμε πληρώσει με δανεικά λεφτά αλλά με ίδιον ιδρώτα και αίμα, επελαύνει πλέον κατά πάνω στις σάρκες των εκποιημένων.
ΠΗΓΗ: Γιάννης Μακριδάκης, Ισοπέδωση, από το προσωπικό ιστολόγιο του συγγραφέα