H ρητορική της κρίσης των τελευταίων ετών έχει φέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση γύρω από τη στροφή σε παραδοσιακές αξίες και τον ρόλο που καλείται να παίξει ο πολιτισμός σε τέτοιες περιόδους ως μέσο ψυχικής εκτόνωσης και συναισθηματικής ανάτασης… Τα πολιτιστικά προϊόντα ως φορείς πολιτισμού είναι πομποί μηνυμάτων, είτε πρόκειται για τις πλέον παραδοσιακές τέχνες - λογοτεχνία, ποίηση, θέατρο, εικαστικά, μουσική - είτε μιλάμε για σύγχρονες πολιτιστικές πλατφόρμες, όπως ο κινηματογράφος και η τηλεόραση.. ΤΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΛΟΥΜΕ; Το ΒΗΜΑ έθεσε το κρίσιμο ερώτημα σε δημιουργούς, καλλιτέχνες, παραγωγούς και λοιπούς διαχειριστές πολιτισμού. Εκπαίδευση, οργάνωση, αξιοκρατία είναι τα μόνιμα μοτίβα στις περισσότερες απαντήσεις. Αποδελτιώσαμε τις πιο χαρακτηριστικές:
ΤΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΛΟΥΜΕ;
Θέλουμε έναν «πολιτισμό» του αυτονόητου. Έναν πολιτισμό που θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την Παιδεία και την αγωγή του πολίτη, έτοιμος να αποκτήσει κοινωνική ευθύνη και συνείδηση. Έναν πολιτισμό που δεν τον επιλέγει και τον ιεραρχεί οποιοσδήποτε θεσμικός φορέας αλλά τον απαιτεί ο ίδιος μέσω ενός συλλογικού ασυνείδητου αιτήματος.
Η αναγνώριση και η αποδοχή της οντότητας του «άλλου», ο σεβασμός του προσωπικού του χώρου και χρόνου και της διαφορετικότητάς του. Ένας πολιτισμός που δεν θα ιεραρχείται στις κομματικές προγραμματικές δηλώσεις ως εξευγενισμένη εκδοχή προγράμματος αναψυκτηρίου…
Ο πολιτισμός που πιστεύω και προσδοκώ θα προκύψει από μια μακρόχρονη, διαρκή και διαχρονική εκπαίδευση όπου οι ηθικές και οι αισθητικές επιλογές μας δεν θα εκπορεύονται από ευκαιριακές πολιτικές συγκυρίες αλλά θα προκύπτουν μέσα από την ατομική και συλλογική μας ανάγκη να διεκδικούμε και να συν-απολαμβάνουμε την ποιότητα στην καθημερινότητά μας, πολύ δε περισσότερο όταν φτάσουμε στο σημείο να αναγνωρίζουμε το ίδιο δικαίωμα και στον «άλλον».
[Τάσος Μπουλμέτης, σεναριογράφος και σκηνοθέτης («ΠΟΛΙΤΙΚΗ κουζίνα») πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου]
Πολιτισμός ή βαρβαρότητα; Καίριο ερώτημα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η οποία ομογενοποιεί την ανθρώπινη συμπεριφορά, τον πολιτισμό και την τέχνη.Υπονομεύει την τοπικότητα και τείνει να την εξαφανίσει. Αρνείται τις παραδόσεις, τις σημαντικές διδαχές των μεγάλων σχολών του προηγούμενου αιώνα, τις ιδιαιτερότητες και τις διαφορές μεταξύ των καλλιτεχνών. Στη νέα πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης η τέχνη δεν έχει σταθερά σημεία αναφοράς, ρίζες, ούτε εθνικά χαρακτηριστικά.
Στη σημερινή εποχή ονειρεύομαι έναν πολιτισμό στον οποίο ο άνθρωπος δεν θα υπηρετεί την τεχνολογία αλλά θα υπηρετείται από αυτήν. Με τη διαρκή κατάχρηση της τεχνολογίας ο άνθρωπος έχει απομακρυνθεί από τον πυρήνα των προβλημάτων. Δεν έχει πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές αγωνίες αλλά και βασικές αρχές για τη ζωή και την τέχνη.
Στον σημερινό κόσμο όλα πονούν, τίποτα δεν χαίρεται. Βλέπεις τους ανθρώπους με θλιμμένη έκφραση, δεν κλαίνε, δεν γελάνε, είναι βουβοί, δεν χορεύουν, δεν τραγουδάνε, δεν κοιτιούνται στα μάτια. Μπορεί η τέχνη να αλλάξει κάτι; Πιστεύω ότι πρέπει να επαναφέρει όλες εκείνες τις καταστάσεις μεγέθους που ορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη: το Σώμα, την Ενέργεια, τη Φωνή, το Πάθος, τη Σαγήνη. Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε η τέχνη πρέπει να σαγηνεύει. Αυτή η σαγήνη που κρύβει μέσα της ένα καμένο πάθος είναι η κόρη του θανάτου και πενθεί για την απώλεια και το μάταιο. Αναζητώντας τη ζωή σφιχταγκαλιάζει τον θάνατο, συναντώντας τον θάνατο πάει σε μια άλλη ζωή που κρύβει τον πυρήνα του πένθους. Πενθώντας γίνεται μεσάζων μεταξύ ζωής και θανάτου, σαν τα πουλιά που ενώνουν τους δύο κόσμους.
Αν παρατηρήσουμε την Αφροδίτη της Μήλου θα δούμε ότι η ίδια της η θέση έχει σαγήνη, αλλά υπαινικτική, σαν να έχει αλωθεί από μια άλλη δύναμη κι ό,τι της έμεινε έγινε λυγμός. Η σαγήνη της Αφροδίτης ανοίγει τον χρόνο, τον στρογγυλεύει, για να τον πλήξει ευθύβολα η αιχμή του βέλους του Ερωτιδέα. Η σαγήνη κρύβει καμένο πόθο, ένα τραγούδι με χιλιάδες μαγικές φωνές, κι αν η σαγήνη είναι κόρη του θανάτου, τότε είναι και αδελφή του πένθους.
Ο εκστασιαζόμενος καλλιτέχνης σαγηνεύει, η τέχνη πενθεί, το πένθος σαγηνεύει.
Πόσα πράγματα σήμερα ισοπεδώνονται και καταργούνται με βίαιο τρόπο στο όνομα της εμπορικότητας και της άμεσης πρόσληψης;
Ονειρεύομαι έναν πολιτισμό ο οποίος κόντρα στη βαρβαρότητα θα καλλιεργεί τη Μεγάλη Ιδέα για τη ζωή και την τέχνη.
[Θεόδωρος Τερζόπουλος , σκηνοθέτης]
Η λέξη «πολιτισμός» εμπεριέχει τον όρο της «πόλης» στην αρχαιοελληνική της έννοια. Η ύπαρξη, δηλαδή, της δημοκρατίας αποτελεί αναμφισβήτητα τη βάση του πολιτισμού. Μια δημοκρατική κοινωνία θέτει σε απόλυτη πολιτιστική προτεραιότητα την ατομική αξιοπρέπεια του πολίτη.Ο βαθμός ανάπτυξης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του ατόμου χαρακτηρίζει και την πολιτισμική ποιότητα μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Η ύπαρξη αξιοπρεπούς διαβίωσης βασίζεται στην καθολικά προσφερόμενη Παιδεία, εργασία, ιατροφαρμακευτική και συνταξιοδοτική περίθαλψη. Αυτές οι προϋποθέσεις αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους του οικοδομήματος που λέγεται πολιτισμός. Αν πληγωθεί ένας από αυτούς, επέρχεται άμεσα ρωγμή στο οικοδόμημα, αν δε κάποιος καταστραφεί, γκρεμίζεται και το οικοδόμημα του πολιτισμού.
Η Τέχνη είναι βέβαια παιδί του πολιτισμού, αλλά ο βαθμός ανάπτυξής της εξαρτάται άμεσα από την ποιότητα της προσφερόμενης Παιδείας και ιδιαίτερα της Αισθητικής Παιδείας. Σε μια πολιτισμικά ανεπτυγμένη κοινωνία η Αισθητική Παιδεία καταλαμβάνει ένα βασικό πεδίο κοινωνικής παίδευσης, που όμως αποσκοπεί στη γενικότερη αισθητική διαπαιδαγώγηση του ατόμου. Ένας αισθητικά ευαισθητοποιημένος πολίτης αποτελεί ένα ιδιαίτερα δυναμικό στοιχείο στη δημιουργία ενός βιώσιμου κόσμου για τη δική του αλλά και τις ερχόμενες γενιές. Η ευαισθητοποίηση σε μια βιώσιμη εξέλιξη των πόλεων, στην προστασία της φύσης σε όλες τις μορφές της και στον σεβασμό προς τον συνάνθρωπο αποτελεί τον κύριο σκοπό της Αισθητικής Παιδείας. Στην αρχαιοελληνική πόλη το σύνολο των τεχνών αποσκοπούσε στην εδραίωση και συνεχή εξέλιξη της δημοκρατίας, η οποία ήταν ταυτόσημη του πολιτισμού. Η Τέχνη παραμένει ως σήμερα ένας αναμφισβήτητος φορέας πολιτισμού, χρειάζεται όμως την υποστήριξη μιας Παιδείας ικανής να παρέχει πολυεπίπεδη ανθρωπιστική μόρφωση.
[Mιχάλης Αρφαράς, εικαστικός καλλιτέχνης, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών]
O πολιτισμός θα πρέπει να συνδυάζει το κρατικό με το ιδιωτικό. Στην περίπτωση αυτή η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν πρέπει να έχει στόχο το κέρδος αλλά την προσωπική ματιά του ιδιώτη - ενός ιδιώτη που έχει την έννοια του εραστή της τέχνης. Και τέτοιοι άνθρωποι συχνά είναι πολύ παραπάνω φιλότεχνοι από αυτούς που βρίσκονται στα υπουργεία. Είμαι, δηλαδή, υπέρ ενός μαικήνα…
Ο πολιτισμός που θέλουμε ωστόσο οφείλει να διαμορφώνεται από ανθρώπους που έχουν άποψη για την τέχνη. Φοβάμαι ότι οι περισσότεροι πολιτικοί θεωρούν την τέχνη αναγκαίο μπελά. Άλλωστε ούτε εκπαιδευτική πολιτιστική πολιτική διαθέτουμε.
Στην Ελλάδα εξακολουθούμε να έχουμε μια επαρχιώτικη λογική.
Ο πολιτισμός μας σαφέστατα θα πρέπει να είναι εξωστρεφής. Από την προσωπική μου εμπειρία στο εξωτερικό έχω συμπεράνει ότι οι ξένοι είναι πιο φιλόξενοι. Αλλά κανένας μόνος του δεν μπορεί να ασκήσει εξωτερική πολιτιστική πολιτική. Χρειάζεται η στήριξη από φορείς. Χρειάζεται θεσμική βάση.
Οραματίζομαι κάτι παρόμοιο που έκανε η γενιά του '30, που φίλτραρε μέσω των ρευμάτων της δυτικής πρωτοπορίας την έννοια της ελληνικότητας. Δυστυχώς με την παγκοσμιοποίηση σχεδόν δεν μπορούμε να έχουμε ταυτότητα. Πρέπει να ξαναβρούμε τις ουσιαστικές, εσωτερικές μας ανάγκες έκφρασης χωρίς κόμπλεξ και σνομπισμό. Να καλύψουμε ανάγκες πιο ανθρωπιστικές. Πιστεύω όμως ότι η όποια πολιτιστική επανάσταση θα έπεται της όποιας κοινωνικής. Και ίσως πρέπει να γίνει μια επιστροφή σε μιας μορφής διαφωτισμό. Εχω κουραστεί να βλέπω μόνο σχολιαστές και επικριτές και σπάνια προτάσεις στις οποίες κάποιος εμπλέκεται και παίρνει προσωπική ευθύνη.
Όσο για τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την τέχνη, έτσι μαζικά όπως γίνεται, είναι επιζήμια.
Τέλος, δεν πιστεύω στην εθνολαγνεία και στην εξιδανίκευση του παρελθόντος. Αγνοούμε πλήρως την ιστορία μας, πρόσφατη και παλαιότερη, και την υποκαθιστούμε με ψευδομυθολογίες. Εμείς είχαμε, αντί για τα χρόνια αστικού και ανθρωπιστικού πολιτισμού που είχε η Δύση, τετρακόσια χρόνια ραγιαδισμού. Και ραγιάδες παραμένουμε ακόμη, αγράμματοι, ακαλλιέργητοι και κουτοπόνηροι. Οι νέοι άνθρωποι έχουν μπερδέψει τη μόρφωση με την πληροφόρηση. Χάσαμε την επαφή με την ομορφιά. Χάσαμε τους μαστόρους με μεράκι. Και τέτοιους χρειαζόμαστε.
[Θωμάς Μοσχόπουλος, σκηνοθέτης]
Έναν πολιτισμό που θα παρηγορεί και θα αφυπνίζει. Που θα αντανακλά την πραγματικότητα, μα πάνω από όλα θα τη διαμορφώνει. Έναν πολιτισμό που θα μας βοηθά να καταλάβουμε καλύτερα τι συμβαίνει γύρω μας και μέσα μας. Που θα τα βάζει με τις προκαταλήψεις και τον μίζερο μικροαστισμό μας. Που θα μιλά για τη διαφορετικότητα σαν να μην είναι καν κάτι το διαφορετικό. Έναν πολιτισμό που μας ενώνει. Που θα λειτουργεί σαν αντιβίωση για το τέρας που κρύβουμε μέσα μας. Που θα αγαπά το παρελθόν, αλλά πάνω από όλα θα κοιτάζει προς το μέλλον. Θέλουμε έναν πολιτισμό χωρίς βαρίδια και εξαρτήσεις. Έναν πολιτισμό που θα αντιστέκεται στη βαρβαρότητα, που θα απογειώνει και θα συγκινεί. Που θα απελευθερώνει το συναίσθημά μας, που θα κεντρίζει την περιέργειά μας, που θα μας συμφιλιώνει με τους φόβους μας.
Και όλα αυτά μπορεί να τα κάνει το θέατρο, ο χορός και η μουσική; Όχι, λένε κάποιοι. Ναι, λέμε εμείς. Γιατί μια παράσταση μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή. Γιατί οι καλλιτέχνες κάνουν παρέα με ανθρώπους όλων των τάξεων και γι'αυτό μπορούν να είναι ωραία επικίνδυνοι, να φέρνουν τα πάνω κάτω. Είναι η τέχνη και ο πολιτισμός μια υπόσχεση ευτυχίας; Ναι, είναι. Μια ευτυχία μακριά από τη νωθρή μακαριότητα, μια ευτυχία με περιέργεια, αμφισβήτηση, με βλέμμα καθαρό που διακρίνει την ομορφιά αλλά δεν κλείνει τα μάτια στην άσχημη αλήθεια. Τι πολιτισμό θέλουμε; Έναν πολιτισμό που θα μας κάνει καλύτερους ανθρώπους.
[Αφροδίτη Παναγιωτάκου, εκτελεστική υποδιευθύντρια της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών]
Θέλω έναν πολιτισμό που μεταθέτει τον υπολογισμό από τα τεφτέρια των λογιστών στη φαντασία των μαθηματικών και των ποιητών, που αγαπά και αισθάνεται με κατανόηση και ενδιαφέρον τη ζωή και τους ανθρώπους όποιοι και να είναι και από όπου και αν έρχονται, που καλλιεργεί την ειρήνη και τη φιλία, την ανοχή και την αλληλεγγύη, που εκτιμά και σέβεται ό,τι δεν καταλαβαίνει και προστατεύει και τιμά τα έργα όσων αφιερώνουν τη ζωή τους γι'αυτόν πέρα από κερδισμένους και χαμένους. Τίποτα όμως δεν είναι αυτονόητο όταν εκδιώκονται και απαξιώνονται άνθρωποι από ψυχρές διαχειριστικές λογικές, όταν η κοινωνία δεν ανέχεται κανενός είδους διαφορετικότητα και αρνείται να την αναγνωρίσει θεσμικά, χωρίς να την υποτιμήσει. Θέλω έναν πολιτισμό που να έχει για θεμέλιο την Παιδεία και όχι το χρήμα, τον λόγο και όχι το θέαμα, το σώμα και όχι το ρούχο, το νόημα και όχι τις δηλώσεις, τα μουσεία και όχι τις κορδέλες, την παράσταση και όχι το χειροκρότημα, την εικόνα και όχι το θεαθήναι, το έργο και όχι το εργαλείο.Γιατί σήμερα τρομάζει κανείς πως θα κριθεί ξανά ο Γαλιλαίος και ο Γιάννης Αγιάννης θα σαπίσει στη φυλακή χωρίς έναν Ουγκό να τον πονέσει, όσο ο Ιαβέρης ανενόχλητος κυριαρχεί μαζί με το μίσος και την προκατάληψη. Θέλω έναν πολιτισμό που να φέρει το όνομά του όχι στο μάρμαρο αλλά στις πέτρες, όχι για τους άρχοντες αλλά με τους ανθρώπους, όχι για την τιμή του χρήματος αλλά μέσα από την τιμή των έργων, έναν πολιτισμό ανθρώπων ελεύθερων και περιφανών γιατί μαθαίνουν κάθε μέρα και όχι γιατί κατέχουν την εξουσία, είτε αυτή είναι θώκος είτε πιστόλι, έναν πολιτισμό που στέκεται ανάχωμα σε κάθε μορφή βίας και απαξίωσης της ζωής και των έργων, της ευαισθησίας και της γνώσης, των ανθρώπων και των πολιτών.
[Ντένης Ζαχαρόπουλος, ιστορικός και θεωρητικός της τέχνης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης]
Στις μέρες που ζούμε, είναι επείγον να αντιμετωπίσουμε τις συγκρούσεις, τις ανισότητες, το χρέος, την ανελευθερία, την οικολογική κρίση, τον γενικό κυνισμό και την ηττοπάθεια. Έτσι, μοιάζει να είναι ακόμη πιο απαραίτητο να διαφυλάξουμε τον πολιτισμό ως μια ανεξάρτητη κριτική φωνή που μπορεί να αντισταθεί σε όλα αυτά που μας oπισθοδρομούν, ως μια πηγή ελπίδας για το πώς μπορούμε να οραματιστούμε το μέλλον.
Ο πολιτισμός και η τέχνη είναι ίσως τα τελευταία προπύργια ελεύθερης έκφρασης σε έναν κόσμο που υπόκειται όλο και περισσότερο σε έλεγχο, παρακολούθηση, επιτήρηση και περιορισμό προσωπικών ελευθεριών. Είναι οι μόνοι χώροι που μπορούμε να φανταστούμε έναν καλύτερο, διαφορετικό κόσμο. Η τέχνη παράγει εναλλακτικές προτάσεις και αντιλήψεις για τη ζωή. Είναι αλήθεια ότι σήμερα η πολιτική στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα είναι κουρασμένη και παρουσιάζει παντελή έλλειψη φαντασίας και δημιουργικής εφευρετικότητας. Με αυτό ως δεδομένο ο ρόλος του πολιτισμού και των καλλιτεχνών γίνεται σημαντικότερος, γι'αυτό πρέπει να τροφοδοτηθεί και να προστατευθεί. Τα λόγια του κοινωνιολόγου Paul Gilroy με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνη: «O επείγον διάλογος περί του μέλλοντος του κόσμου μας καθοδηγείται σήμερα κυρίως από καλλιτέχνες, παρά από πολιτικούς, δημοσιογράφους και ακαδημαϊκούς. Κάθε μέρα πολιτιστικοί χώροι - σε καμία περίπτωση αποκλειστικά ισχυρά μουσεία και γκαλερί - είναι οι χώροι όπου ευφάνταστες συνήθειες αποκτούνται, επιβεβαιώνονται και εκλεπτύνονται».
Τι πολιτισμό θέλουμε
Έναν πολιτισμό πολυφωνικό, πολυπολιτισμικό, ανοιχτόμυαλο, που να ασκεί κριτική αλλά να έχει χιούμορ, που αφήνει περιθώρια για πειραματισμό. Που παραμένει ανοιχτός και προς το διαφορετικό.
Έναν πολιτισμό ανυπότακτο στο lifestyle και στις χρηματοοικονομικές αξίες του branding.
Έναν πολιτισμό που να αναγνωρίζει την καλλιτεχνική εργασία και να την αμείβει αξιοπρεπώς.
Έναν πολιτισμό που δίνει ανάσα και ευκαιρία σε νέες πρωτοβουλίες, χωρίς να επιτρέπει την εμπορευματοποίηση της τέχνης που στραγγαλίζει με κριτήρια οικονομικής επιτυχίας και μετράει νούμερα επισκεπτών.
Έναν πολιτισμό με κοινωνική συνείδηση, χωρίς αποκλεισμούς, που δεν περιθωριοποιεί τις γυναίκες.
Και ας μην ξεχνάμε ότι ο πολιτισμός δεν αποτελείται μόνο από το 1% των μεγάλων ονομάτων και τις αστρονομικές αμοιβές διάσημων καλλιτεχνών, που αναπαράγουν τα media, αλλά το υπόλοιπο 99% της δημιουργίας.
Πολιτισμός υπάρχει όπου υπάρχουν παιδεία, καλλιέργεια της γνώσης του πολιτισμού και της σημασίας του. Καθρεφτίζεται στη συμπεριφορά, στην αξιοπρέπεια, στον σεβασμό. Ξεκινάει από το σπίτι μας για να φτάσει στα μουσεία και μας αντιπροσωπεύει παντού, δίνει το στίγμα μας. Χωρίς παιδεία δεν υπάρχει πολιτισμός, χωρίς πολιτισμό δεν υπάρχει σωστή παιδεία.
Δεν μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο χωρίς πολιτισμό και τέχνες, παραδομένο στη δίνη της κατανάλωσης. Αυτός ο κόσμος θα ήταν στείρος, ανιαρός. Νεκρός τόπος.
[Κατερίνα Γρέγου , ιστορικός τέχνης - επιμελήτρια εκθέσεων στις Βρυξέλλες, επιμελήτρια του βελγικού περιπτέρου στην 56η Μπιενάλε Βενετίας, επιμελήτρια της κεντρικής έκθεσης στην 5η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης και καλλιτεχνική διευθύντρια Art Brussels]
Χίλιες όψεις έχει το ερώτημα περί πολιτισμού. Θα σταθώ σε μία μόνο, στο βιβλίο, που η σημασία της είναι καθοριστική και για τις υπόλοιπες. Όσο μεγάλη και σπουδαία κι αν είναι η δημιουργία σε όλους τους τομείς της τέχνης και της επιστήμης, μόνο αν διαβάζουμε βιβλία θα μπορέσουμε να τη σκεφτούμε, να την κατανοήσουμε, να την αποτιμήσουμε. Το βιβλίο είναι η πατρίδα του πνεύματος.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται και αισθάνονται θα γράφονται βιβλία, όποια υλική μορφή και αν παίρνουν αυτά, και θα υπάρχουν πάντοτε εκδότες που θα θέλουν να συνδέσουν το όνομά τους με την έκδοσή τους. Τα βιβλία τα βρίσκουμε στα βιβλιοπωλεία και στις βιβλιοθήκες. Χωρίς βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκες δεν υπάρχουν αναγνώστες. Εδώ ακριβώς λοιπόν χρειάζεται το κράτος, να διευκολύνει δηλαδή την ύπαρξη και την ανάπτυξη των βιβλιοπωλείων και των βιβλιοθηκών.
Τι κάνει λοιπόν επ'αυτού το σημερινό ελληνικό κράτος; Τα μεν βιβλιοπωλεία τα καταστρέφει, με την κατάργηση της ενιαίας τιμής του βιβλίου, ένα μέτρο που υπηρετεί μόνο το ιδεολόγημα της ελεύθερης, αρρύθμιστης αγοράς, αλλά διόλου την πραγματική οικονομία. Τα βιβλιοπωλεία στα οποία έβρισκες όλων των ειδών τα βιβλία καταστρέφονται, χάνονται δηλαδή χώροι διαμόρφωσης αναγνωστών (και μαζί τους χάνονται και θέσεις εργασίες), ενώ ασκείται εμμέσως πίεση στους εκδότες να εκδίδουν ορισμένου μόνο τύπου βιβλία.
Όσο για τις κάθε είδους βιβλιοθήκες (σχολικές, δημοτικές, δημόσιες, ακαδημαϊκές, Εθνική Βιβλιοθήκη) καταστρέφονται κι αυτές συνολικά. Εξακολουθούν να υπάρχουν στα χαρτιά, μα όχι στην πραγματικότητα. Αν κάποιος θεωρεί ότι αυτό είναι σχήμα λόγου, ας ρωτήσει όλες τις βιβλιοθήκες της χώρας - εξαιρώ τις βιβλιοθήκες διαφόρων ιδρυμάτων ή των ξένων αρχαιολογικών σχολών και εν γένει όσες δεν συνδέονται με τον κρατικό μας προϋπολογισμό - πόσα βιβλία αγοράζουν τον χρόνο για να εμπλουτίζουν τις συλλογές τους. Η απάντηση που θα λάβει κυμαίνεται από κανένα έως λίγες δεκάδες!
[Σταύρος Ζουμπουλάκης , πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης]