Δευτέρα των λέξεων
Ημέρα πρώτη στις γειτονιές της Αλμπα
Και εκείνος βράζει νερό, όλο βράζει νερό
Στο κοίλο κομμάτι της γλώσσας
Εκεί που λιμνάζουν οι λέξεις
Οι αχειροποίητες, οι τοιχογραφημένες, οι άκαπνες
Στο νερό
Στον ατμό
Και εκείνος
Βράζει νερό, όλο βράζει νερό
Μαθαίνοντας πώς συντάσσεται εκείνο που λιγοστεύει
Μαθαίνοντας το πώς τα Π και τα Τ χάνουν την ευθεία της στέγης τους
Το πώς τα ζ και τα ξ ξεριζώνονται
Το πώς φονεύονται τα φωνήεντα
Το πώς η γλώσσα κοχλάζει
Προσφορά των σιωπηλών
Σε εκείνους που σιώπησαν
(Από την υπό έκδοση συλλογή «Αλμπα»)
Η γλώσσα μού δόθηκε κατάστικτη. Ειπώθηκε και επέστρεψε αγκαλιά με αμφίβολα νοήματα, λέξεις αρχαίες γεμάτες αρθριτικά που δεν μπορούν καλά καλά να ψιθυρίσουν το τι σημαίνουν. Λέξεις αυτοσχέδιες, εκκωφαντικές στη βραδυφλεγή ζωή τους, λέξεις επιφωνήματα, άδειες πέρα από την όψη. Η γλώσσα μάς δόθηκε μαζί με τις ώρες εκείνες που η γλώσσα δεν είναι αρκετή, τότε που το γεγονός εξοκέλλει στο αμφίβολο. Πώς να μιλήσουμε για τις ώρες αυτές που οι λέξεις απουσιάζουν; Ποια λέξη στέκει ικανή να εκφράσει τη μη λέξη;
Φοβάμαι τις ώρες εκείνες που οι λέξεις λιγοστεύουν. Οταν ο αριθμός ελαττώνεται προς τη σιωπή, τις ώρες εκείνες που δεν ξέρεις τι να πεις. Ισως γιατί το μέγεθος των γεγονότων καταπίνει το ελάχιστο μέγεθος των λέξεων, ίσως γιατί ενώ μιλάς, κοιτάς τις λέξεις στα χέρια σου και είναι μονάχα λέξεις. Και όμως, αν υπάρχει κάποιος τρόπος να καταλάβεις, αυτός είναι ακριβώς αυτές οι λέξεις. Κάθε ιστορία και κάθε συμπέρασμα, κάθε περιγραφή και κάθε σκέψη βρίσκεται στα λεξικά. Λέξεις εντοιχισμένες σε ένα αυστηρό νόημα, λέξεις ψυχρά καταλογογραφημένες, περιμένουν να στρατευτούν σε φράσεις, να μπούνε σε σειρά μπας και αποκτήσουν νόημα, να αποκτήσουν το ειδικό εκείνο βάρος που παραχωρεί η διαδοχή τους. Και είναι το βάρος αυτό που χάνεται στη δίαιτα εκείνη των ωρών, το βάρος αυτό που καταλήγει να ζυγίζει όσο ένα τίποτα.
Δεν είναι η σιωπή, είναι η εκκωφαντική απουσία της λέξης αυτή που μας ξεκουφαίνει. Και μένουμε εδώ, περιπλανώμενοι σε σελίδες άγνωστων ημερών και άγνωστων βιβλίων, μαθαίνοντας να τσακίζουμε αποκλειστικά τις άδειες σελίδες. Να μην ξεχάσουμε αυτό το λευκό, την ορθογώνια σιωπή, τις σελίδες που υπάρχουν ως παύσεις, ως γεμίσματα, ως σημεία εκτός μέτρησης. Κάπου εδώ κατοικούμε, στον εκτός μέτρησης χρόνο, σε σελίδες-γεμίσματα ενός βιβλίου, σε άδειες παρενθέσεις. Από ποιο υλικό και ποιο μέταλλο θα φτιάξουμε τις νέες λέξεις; Και ποια υπηρεσία θα κόψει τις λέξεις αυτές στο μέτρο του παρόντος;
Η τραγωδία του ανθρώπου συνίσταται στο ότι το μόνο εργαλείο που έχει για να κατανοήσει τον κόσμο και τις εκφάνσεις του -ως μέρος του κόσμου αυτού και κομμάτι του- είναι περιορισμένο, και κουβαλά κάθε φορά ακριβώς αυτή την αδυναμία κατανόησης σε κάθε του καταγραφή. Οσο και να ρουφιέται, το μέγεθος του κόσμου δεν χωρά στο μέγεθος της γλώσσας. Και η κάθε λέξη κουβαλά το μερίδιο της σιωπής που της αντιστοιχεί. Ετσι, κάθε φορά που λέμε ή γράφουμε κάτι, διατυπώνουμε ταυτόχρονα όλα όσα δεν μπορούν να ειπωθούν. Ισως γι'αυτό να καταφεύγουμε στην ποίηση, σε αυτή την άλλη γλώσσα, εκεί που η διαδοχή, το βάρος και το νόημα απελευθερώνονται και μιλούν με έναν νέο, δικό τους τρόπο, κυριολεκτώντας πέρα από την κυριολεξία, σημαίνοντας πέρα από τη σημασία.
Ίσως γι'αυτό να καταφεύγω για άλλη μια φορά στον αγαπημένο ποιητή Λεοντάρη, για να τελειώσω αυτό το άρθρο. Γιατί η σιωπή μπορεί να μας επιλέγει, αλλά δεν είναι επιλογή:
Βλέπω στις ερημιές να σου χιμούν ρεκάζοντας τέρατα
απαντήσεις
να σου κατασπαράξουν το αίνιγμα
ώσπου να φτάσεις κάποτε
στη χώρα που την κατοικούν οι αντιλέξεις
Τόσο πυκνές που έλκουν πίσω και ρουφάν το νόημά τους
Καμμιά απολύτως μαρτυρία δεν έχουμε για αυτές
Και δεν αρκεί να ονοματίσεις κάτι για να υπάρξει
[ΠΗΓΗ: Θωμάς Τσαλαπάτης - Πατρική γλώσσα από τη στήλη του ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΠΟΛΗ στην εφημερίδα ΣΥντακτών tsalapatis.blogspot.gr]