«Όνειρο στο κύμα»: ο εύστοχος, συμβολικός τίτλος από το ερωτικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι μια αφορμή για ένα επιγραμματικό σχόλιο, σχετικά με έναν από τους πιο προσφιλείς αλλά και αμφιλεγόμενους κοινούς τόπους στην τέχνη (γενικότερα) και στη λογοτεχνία (ειδικότερα). Αναφέρομαι στο ξεχωριστό μυστήριο της ανεξιχνίαστης ομορφιάς των γυναικών, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο γοητεύει τους καλλιτέχνες όλων των εποχών. Δείγματα πολλά στην Ποίηση, το Διήγημα (Μυθιστόρημα, Ζωγραφική, Γλυπτική)… Στίχοι, εικόνες λέξεων, σιωπές και παραληρήματα, σκηνές και πίνακες, πορτρέτα και αγάλματα! μαγεύουν αναγνώστες και θεατές. Οι οπτικές γωνίες θέασης πολλές, οι ερμηνείες της εμμονής πολυεπίπεδες. Δημιουργοί και καλλιτέχνες, στοχαστές και φιλόσοφοι, ποιητές και συγγραφείς εμπνέονται και περιγράφοντας με κάθε μέσο και τρόπο απογειώνουν την τέχνη τους. Τα παραδείγματα άπειρα σε πολλές παραλλαγές και περιεχομένου και μορφής. Δυο τυχαία (;) ετερόκλιτα δείγματα για του λόγου το αληθές: το σχετικό απόσπασμα από το ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ (δεύτερο), που ήταν η αφορμή, και η παραληρηματική περιγραφή από το μυθιστόρημα ΠΟΛΕΜΟΣ και ΠΟΛΕΜΟΣ του Λάσλο Κρασναχορκάι (σε μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου). Προσοχή στις αποχρώσεις και στις λεπτομέρειες της περιγραφής! Οι συγκρίσεις και τα συμπεράσματα δικά σας:
ΠΡΩΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ: από το μυθιστόρημα «Πόλεμος και Πόλεμος»
«Οι ρώγες του στήθους της προεξείχαν ελαφρώς κάτω από το ζεστό λευκό ύφασμα του κολλαριστού σεμιζιέ, το βαθύ ντεκολτέ άφηνε ακάλυπτη τη μεγαλοπρεπή και ντελικάτη γραμμή του λαιμού της, την ευγενή καμπύλη των ώμων, το γεμάτο σκι σφιχτό σχήμα των δύο παλλομένων μαστών της, αυτά ήταν που ανάγκαζαν όλα τα βλέμματα να στρέφονται συνεχώς προς το μέρος της, αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να πει αν ήταν αυτά που ανάγκαζαν όλα τα βλέμματα να στρέφονται καταπάνω της ή η κοντή μπλε μαρέν φούστα που έσφιγγε τη μέση της, τόνιζε τους γοφούς της και συγκρατούσε τους δυο μηρούς της κολλημένους τον έναν με τον άλλον ή, ακόμα, τα πλούσια και λαμπερά μαύρα μαλλιά της που έπεφταν στους ώμους της, το μεγάλο και λείο της μέτωπο, το θαυμάσιο σμιλεμένο πιγούνι της, τα μεγάλα σαρκώδη χείλη της, η ελαφρώς ανασηκωμένη μύτη της, ή τέλος: τα μάτια της που στο βάθος της έλαμπαν δυο μαργαριτάρια πυρακτωμένης φωτεινότητας, με λίγα λόγια, ήταν δύσκολο να προσδιορίσεις τι ακριβώς τραβάει όλα τα βλέμματα και όλοι οι άνδρες και όλες οι γυναίκες μέσα στο γραφείο ταξιδίων, ασυναίσθητα, αρκούνταν μόνο να κοιτάζουν, αναλύοντας ο καθένας με τη σειρά του όλα τα επιμέρους στοιχεία αυτής της φλογερής καλλονής, να την τρώνε με τα μάτια τους –έχοντας πάντοτε συνείδηση του εξαιρετικού χαρακτήρα αυτής της ομορφιάς σε σχέση με τη δική τους ασήμαντη, οι άνδρες με μια βουβή αδηφαγία, με βλέμμα γεμάτο λαγνεία και χυδαιότητα την οποία δεν μπορούσαν να κρύψουν, οι δε γυναίκες, αναλύοντάς την από τα νύχια των ποδιών της μέχρι την κεφαλή, από πάνω προς τα κάτω κι έπειτα από κάτω προς τα πάνω, στην αρχή έκπληκτες από το θέαμα, στη συνέχεια καταλήγοντας λίγο-λίγο, κατά τη διάρκεια της σχολαστικής εξέτασης, στην κακόβουλη ζήλια, στην εχθρότητα, και μάλιστα στην περιφρόνηση, παρατηρώντας, αφού έλαβε τέλος το επεισόδιο, δηλαδή αφού το σκανδαλώδες ζευγάρι είχε πλέον εξαφανιστεί οριστικά –χωριστά- από το πρακτορείο της MALEV, ότι εντελώς αντικειμενικά, επειδή ήταν και οι ίδιες γυναίκες και οι γυναίκες έτσι κοιτάζουν πάντα, δηλαδή εντελώς αντικειμενικά, ο τρόπος με τον οποίο αυτή η μικρή αεροσυνοδός –αυτό το πορνίδιο, διόρθωναν κάποιες –έπαιρνε το ύφος της οσίας Μαρίας, το ύφος της αξιολάτρευτης πριγκιποπούλας, της αθώας και εξυπηρετικής, ήταν αν μη τι άλλο, ενοχλητικός, ενώ, -αγανακτούσαν, όταν μπόρεσαν να μαζευτούν σ’ ένα σημείο πίσω από το γκισέ για να ανταλλάξουν τις απόψεις τους για το θέμα-, με το υπερβολικά χυτό της σεμιζιέ και την εξαιρετικά κοντή της φούστα που έσφιγγε τους γοφούς της, άφηνε να φανούν οι μακριοί μηροί της και να διαγράφεται το άσπρο κιλοτάκι της, με λίγα λόγια, με αυτόν τον τρόπο της να εκθέτει τα πάντα σε κοινή θέα, επεδίωκε σκόπιμα να την προσέξουν, κι αν έχουν δει στη ζωή τους αθώες σαν κι αυτή, και ήξεραν πολύ καλά τα ατού τους και να κρύβουν τα ελαττώματά τους, και δεν θα είχαν τίποτα να προσάψουν σ’ αυτό, αλλά να, τέτοιο θράσος, μια πόρνη μα θέλει να περνιέται και για λεπτεπίλεπτη πριγκίπισσα, ε, όχι κι αυτό βέβαια! στην ηλικία τους, δεν μπορούσαν να εξαπατούν έτσι και, λίγο αργότερα, κάποιοι άρρενες μάρτυρες της σκηνής –πελάτες ή προϊστάμενοι- λίγο πριν ξαναβρούν το σπίτι τους, σταματώντας για λίγο σ’ ένα πάρκο ή σ’ ένα μπαρ για ν’ ανταλλάξουν κάποιες κουβέντες, πρόσθεταν πως μ’ αυτό το είδος γυναίκας ήσουν πάντα χαμένος, μιας γυναίκας με ονειρεμένο σώμα, τεράστια στητά στήθη, κι ύστερα… πώς να το πούμε, έλεγαν, ένα μικρό ολοστρόγγυλο κωλαράκι να λικνίζεται ηδονικά, με τέτοιο κωλαράκι και τέτοια στήθη, συν το γοητευτικό χαμόγελο, με τα λαμπερά κάτασπρα δόντια, τους λεπτούς μηρούς, με τον αέρα της κομψής γυναίκας, και τελικά εκείνο το βλέμμα, την κατάλληλη στιγμή, ένα βλέμμα που σου μιλά, εσένα που ξεροσταλιάζεις και μόνο που την κοιτάζεις, και σου λέει ότι απατάσαι, απατάσαι οικτρά εάν πιστέψεις πως μπορείς να τα έχεις όλα αυτά, γιατί αυτό το βλέμμα, σου λέει πως έχεις να κάνεις με μια παρθένα, μια αειπάρθενο που αγνοεί ακόμα και γιατί έχει πλαστεί, με λίγα λόγια, αν τα συγκεντρώσεις όλα αυτά, είσαι χαμένος, δήλωναν οι άνδρες εκείνοι στο πάρκο και στο μπαρ, κι εσύ, έλεγαν δείχνοντας τον συνομιλητή τους, είσαι καμένος φίλες, και άρχιζαν να περιγράφουν τη γυναίκα στο γραφείο της MALEV, από τις ρώγες του στήθους της μέχρι τον αστράγαλό της, άρχιζαν και δεν τελείωναν, γιατί αυτή η γυναίκα, επαναλάμβαναν ασταμάτητα, ήταν αδύνατον να την περιγράψεις, τι να πεις στ’ αλήθεια, να μιλήσεις για τη φούστα της που χυνόταν στους μηρούς της, για τις μακριές της γάμπες, ναι, και μετά; τα μαλλιά της που πέφτουν στους ώμους της, τα σαρκώδη χείλη, το μέτωπό της, το πιγούνι της, τη μύτη της, και λοιπόν; τι έγινε; ήταν αδύνατον, απολύτως αδύνατον να μη συλλάβεις εκείνη τη γυναίκα, να συλλάβεις αυτό που μέσα στην ωραιότητά του ήταν ζωωδώς ακατανίκητο, εκείνη τη γυναίκα ή, για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, εκείνο το αυθεντικό και μεγαλοπρεπές αγρίμι, μέσα σ’ αυτόν τον νοσηρό και αηδιαστικό κόσμο των δήθεν…»
[αποσπάσματα από το βιβλίο ΠΟΛΕΜΟΣ και ΠΟΛΕΜΟΣ του Λάσλο Κρασναχορκάι σε μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου]
ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ: από το ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα, πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, νηρηίς, νύμφη, σειρήν πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...»
Ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και μου εφαίνετο να ομοιάζει με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποίαν εγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν. Το παράθυρον του πύργου το δυτικόν ηνοίγετο προς τον λόγγον, ο οποίος ήρχιζε να βαθύνεται πέραν της κορυφής του βουνού, όπου ησαν χαμόκλαδα, ευώδεις θάμνοι, και αργιλλώδης γη τραχεία. Εκεί ήρχιζεν η περιοχή μου. Έως εκεί κατηρχόμην συχνά, κ'έβοσκα τας αίγας των καλογήρων, των πνευματικών πατέρων μου….
Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια& και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με ατάκτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνον του και λαχταρεί να σηκωθεί και να χορεύσει εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε - καθώς είχα κατεβάσει, λέγω τα γίδια μου δια ν'«αρμυρίσουν»εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την «ελιμπίστηκα», κ'ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα.
Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχιν. Δι'αυτού είχα κατέλθει, και δι'αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν την νύχτα εις την στάνην μου. Άφησα εκεί τα γίδια μου δια να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον. Τα εσφύριξα σιγά δια να καθίσουν να ησυχάσουν και να με περιμένουν. Με άκουσαν κ'εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ αυτών τράγοι ήσαν κωδωνοφόροι και θα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας.
Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ'έφτασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δυο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρινής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινεν προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου, έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ηλίου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν.
Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάννα του, δια να καθίσει να δειπνήσει.
Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένο με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσών. Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, δια του οποίου ανέβαινέ τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ'έφτανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν.
Επέταξα αμέσως το υποκάμισόν μου, την περισκελίδα μου, κ'έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ'ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δυσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου. Όσην υπακοήν και αν ειχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου δια να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγακαι άπιστα όσον και τα μιρκά παιδία. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότυε έπρεπε να τρέχω να τα ζητώ την νύχτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τράγων. Όσονα αφορά την Μοσχούλαν, δια να είναι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγει πάλιν, καθώς μου είχε φύγει την άλλη φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέφτης (ω να τον έπιανα) της είχε κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον με τον κόκκινον περιδέραιον από τον λαιμόν, εφρόντισα να την δέσω μ'ένα σχοινάκι εις την ρίζαν ενός θάμνου ολίγον παραπάνω από τον βράχον εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν ριφθώ εις την θάλασσαν.
Επήδησα ταχέως έξω, εφόρεσα το υποκάμισόν μου, την περισκελίδα μου, έκανα ένα βήμα δια να αναβώ. Άνω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την θάλασσαν, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα βήματα θα επέστρεφον πλησίον εις το κοπάδι μου. Ο μικρός εκείνος ανήφορος, ο ολισθηρός κρημνός ήτον δι'εμέ άθυρμα,όσον ένα σκαλοπάτι μαρμαρίνης σκάλας, το οποίον φιλοτιμούνται να πηδήσουν εκ των κάτω προς τα άνω αμιλλώμενα τα παιδιά της γειτονιάς.
Την στιγμήν εκείνην, ενώ έκαμα το πρώτον βήμα, ακούω σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα. Ο κρότος ήρχετο δεξιόθεν, από το μέρος του άντρου του κογκυλοστρώτου και νυμφοστολίστου, όπου ήξευρα, ότι ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ Μόσχου, κ'ελούετο εις την θάλασσαν. Δεν θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσον σιμά εις τα σύνορά της, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, να λουσθώ, εάν ήξευρα ότι εσυνήθιζε να λούεται και την νύχτα με το φως της σελήνης. Εγνώριζα, ότι το πρωί, άμα τη ανατολή του ηλίου συνήθως ελούετο.
Έκαμα δυο τρία βήματα χωρίς τον ελάχιστον θόρυβον, αναρριχήθην εις τα άνω, έκυψα με άκραν προφύλαξιν προς το μέρος του άντρου, καλυπτόμενος όπισθεν ενός σχοίνου και σκεπόμενος από την κορυφήν του βράχου, και είδα πράγματι ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ'ελούετο...
Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν το περιαργυρού όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίθφη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει&έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ'εκινείτο εδώ κ'εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.
Δια να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μίαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γίνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον ή θρουν . Αλλ'η στιγμή καθ'ην θα διηρχόμην δια της κορυφής του βράχου ήρκει δια να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.
Το ανάστημά μου θα διεγράφετο δια μίαν στιγμήν υψηλόν και δεχόμενον δαψιλώς το φως της σελήνης, επάνω του βράχου. Εκεί η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήτον εστραμμένη προς τα εδώ. Ω! πώς θα εξαφνίζετο. Θα ετρόμαζεν ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει δια σκοπούς αθεμίτους, και τότε αλλίμονον εις τον μικρόν βοσκόν.
Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω: «Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζεις! ... φεύγω αμέσως κοπέλα μου!»
Πλην, δεν ηξεύρω πως, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ'επερίμενα.
«Αυτή δεν θ'αργήσει, έλεγα μέσα μου&τώρα θα κολυμβήσει, θα ντυθεί και θα φύγει... Θα τραβήξει αυτή το μονοπάτι της κι εγώ τον κρημνό μου»
Κ'ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε τον γυναικείον πειρασμόν.
Εκ της ιδέας του να περιμένω δεν υπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν'αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις όλον εκείνο το διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος και κρημνός. Μόνον εις το μέρος όπου ήμην εσχηματίζετο το λίκνον εκείνο του θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων και βράχων.
Θ'άφηνα την Μοσχούλαν μου, την αίγα, εις την τύχην της, δεμένη εκεί επάνω, άνωθεν του βράχου, και άμα έφθανα εις την άμμον με διάβροχα τα ρούχα μου (διότι ήτον ανάγκη να πλεύσω με τα ρούχα), στάζων άλμην και αφρόν, θα εβάδιζα δισχίλια βήματα δια να επιστρέψω από άλλον μονοπάτι πάλιν πλησίον του κοπαδιού μου, θα κατέβαινα τον κρημνόν παρακάτω δια να λύσω την Μοσχούλαν την αίγα μου, οπότε η ανεψιά του κυρ-Μόσχου θα είχε φύγει χωρίς ν'αφήσει βεβαίως κανέν ίχνος εις τον αιγιαλόν. Το σχέδιον τούτο αν το εξετέλουν, θα ήτον μέγας κόπος, αληθής άθλος. Θα εχρειάζετο δε και μίαν ώραν και πλέον. Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού μου.
Δεν υπήρχεν άλλη αίρεσις, ειμή να περιμένω. Θα εκράτουν την αναπνοήν μου. Η κόρη εκείνη δεν θα υπώπτευε την παρουσίαν μου. Άλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος.
Εντοσούτω όσον αθώος κι αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά- σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων&έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεάνιδα.
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθεί ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ'έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα&ήτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...
Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον ότι η νέα δεν θα μ'έβλεπε, και θα ημπορούσα ν'αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθέν της. Ούτε η σκια μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ'ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ'εντεύθεν του άντρου.
Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.
Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι. «Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μια φωνή! να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη δια θηρίον, δια σκυλόψαρον, και να εφώναζε βοήθεια!...»
Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα... Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν!.
Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον...
ΠΗΓΗ: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ, ένα κείμενο ερωτικό, αυτοβιογραφικό, της «εφηβικής ηλικίας», που η κριτική ξεχωρίζει συστηματικά στο έργο του (ίσως γιατί εδώ ο κατεξοχήν διηγηματογράφος χαρακτηριστικών τύπων της ιδιαίτερης πατρίδας του, καταγράφει τις προσωπικότερες αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων