Πριν από πολλά χρόνια, όταν οι άνθρωποι ντυνόταν όπως στις ταινίες εποχής, ζούσε σ’ αυτή την πόλη ένα παλληκάρι, πλούσιο κι όμορφο. Ζούσε και μια κοπέλα, πλούσια και όμορφη κι εκείνη. Οι δυο τους αγαπιόταν, όμως ο έρωτας τους έπρεπε να μείνει μυστικός. Ο πατέρας της πλούσιας κοπέλας, την είχε ταγμένη σε ένα ακόμα πιο πλούσιο, αλλά λιγότερο όμορφο παλληκάρι... Δεν ξέρω πως μου μπήκε στο μυαλό αυτή η ιστορία. Η φυσική μου κατάσταση δεν ήταν τόσο καλή, με την μπύρα να χτυπάει εδώ κι εκεί στα τοιχώματα του στομαχιού. Είχα σκυμμένο το κεφάλι κι είδα στον δρόμο δυο μαδημένα τριαντάφυλλα. Ναι. Τότε ήταν που τη θυμήθηκα. Δεν πίστευα σε τίποτα πέρα από αυτή τη ζωή. Πόσο μάλλον σε ιστορίες για αιώνιους έρωτες φαντασμάτων, φτιαγμένους για να τρομοκρατούν νέους, γέρους και παιδιά, και ταυτόχρονα να εξυμνούν την αθανασία της αγάπης [Δημήτρης Βλάχος, Άρωμα Τριαντάφυλλου και Γεύση Μπύρας – από το Περιοδικό Ποίησης και άλλων αμαρτημάτων ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - ART by Nansy Rossit]
Βγαίνοντας έξω Παρασκευή βράδυ, βλέπω συχνά ανθρώπους κάθε ηλικίας με αθλητική περιβολή κάθε γούστου και κόστους, να γυμνάζονται τρέχοντας στα σκοτεινά στενά της πόλης και στις τεχνητά φωτισμένες λεωφόρους. Και τους θαυμάζω. Παρασκευή βράδυ: στο στομάχι μου θα σχηματιστεί μια τεχνητή λίμνη από μπύρα, που στην επιφάνεια του θα επιπλέουν μασημένα, βρώσιμα καραβάκια πίτσας ανάμεσα σε σημαδούρες φτιαγμένες από αμάσητα φιστίκια.
Οι δυο νέοι λοιπόν, συναντιόταν κρυφά μια φορά την εβδομάδα, αργά το βράδυ σε ένα μεγάλο πάρκο. Υπήρχε από τότε το πάρκο της Μοντανιόλα. Ήταν μια συνάντηση παράτολμη για εκείνη την εποχή. Οι νύχτες ήταν επικίνδυνες κι η τιμή των ανθρώπων ξεπληρωνόταν με αίμα. Δυο στοιχεία που οι ερωτευμένοι αγνοούσαν. Δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Το ένστικτο και το πάθος ήταν οι μόνοι τους οδηγοί.
Κάθομαι στην ιρλανδέζικη παμπ που την βάφτισαν Τζορτζ Μπεστ – αυτός ήταν ο λόγος που την έκανα στέκι μου - και πίνω την πρώτη πίντα στο μπαρ, μαζί με δυο συνάδερφους. Κουβεντιάζουμε για πράγματα που δεν κάναμε και για πράγματα που πρέπει να διορθώσουμε, λες και δεν υπάρχουν πράγματα που κάναμε. Κι αν κάναμε, τα κάναμε λάθος.
Ένα βράδυ, το παλληκάρι στο οποίο ήταν ταγμένη η κοπέλα, έμαθε από τον έμπιστο υπηρέτη του για τις συναντήσεις του ζευγαριού στο πάρκο. Άναψε από το κακό του και μπήκε σ’ ένα καπηλειό όπου σύχναζαν οι φτωχοί για να σβήσει τον πόνο του. Ήπιε πολλά κιλά κρασιού κάκιστης ποιότητας και μετά πήρε τους δρόμους. Γνώριζε τον αντεραστή του, που ήταν πολύ καλύτερος στο σπαθί από τον ίδιο. Δεν θα τον καλούσε σε μονομαχία. Δεν είχε ελπίδες. Και δεν ήθελε να πει γι’ αυτό που έμαθε στον πατέρα της κοπέλας. Θα του πρότεινε να μονομαχήσει για να ανέβει στα μάτια της κόρης του. Τελικά σκέφτηκε πως δεν ήταν και τόσο παλληκάρι. Ο λαός τον αποκαλούσε έτσι εξαιτίας της δύναμης των χρυσών νομισμάτων της οικογένειας του.
Στην τρίτη πίντα η ώρα είχε πάει έντεκα κι είχα αρχίσει να βαριέμαι την κουβέντα και τους κυπαρίσσι τοίχους που με περιτριγύριζαν. Κοιτάζοντας έξω από την τζαμαρία, είδα έναν τύπο να τρέχει ιδρωμένος. Φορούσε την επίσημη φανέλα κάποιου αγώνα που είχε πάρει μέρος, δεν πρόλαβα να δω ποιου. Η οπτική επαφή κράτησε ελάχιστα, και το μόνο που πρόλαβα να δω ήταν η ικανοποίηση στο ιδρωμένο κεφάλι. Πλήρωσα, χαιρέτησα, οι συνάδερφοι προσπάθησαν να με πείσουν να μείνω, δεν τους είπα τι είχα σκοπό να κάνω.
Ο μεθυσμένος νέος περίμενε την κοπέλα κοντά στο σπίτι της. Όταν την είδε να βγαίνει για να πάει στο καθιερωμένο ερωτικό ραντεβού, αποφάσισε να την ακολουθήσει από απόσταση ασφαλείας. Το στομάχι του πονούσε από το κάκιστο κρασί και το κεφάλι του γύριζε. Σκέφτηκε να της μιλήσει, να την ρωτήσει γιατί, δεν είχε όμως το κουράγιο, ακόμα και μεθυσμένος. Τελικά ήταν δειλός. Λίγο πριν φτάσουν στο πάρκο, εκείνος πήρε την απόφαση. Έτρεξε κοντά της και της κάρφωσε το μαχαίρι στο σβέρκο. Αν δεν την είχε εκείνος, δεν θα την είχε κανένας. Η κοπέλα έπεσε και δεν ξανασηκώθηκε. Η ζωή έφυγε από μέσα της χωρίς να μάθει το γιατί. Χάθηκε στο σκοτάδι κι η αιώνια νύχτα της χάρισε τη λησμονιά της ύπαρξης.
Στις έντεκα και μισή ήμουν έξω από το σπίτι. Εξωτερική εμφάνιση δρομέα, εκτός από τα μάτια που ήταν κόκκινα. Εσωτερική εμφάνιση θαμώνα ιρλανδέζικης παμπ. Η δύναμη της θέλησης μ’ έκανε να ξεχάσω την τελευταία λεπτομέρεια. Είχα σκοπό να τρέξω στους δρόμους, σαν του δρομείς που θαύμαζα και μου είχαν δώσει την δύναμη. Ρεύτηκα μπύρα. Πέρασα μπροστά από το πάρκο της Μοντανιόλα. Δεν ήξερα πως ήταν ανοιχτό τέτοια ώρα. Θα έτρεχα σε γνώριμα μέρη, με την ησυχία μου. Δεν είχα ξανατρέξει βράδυ. Μπήκα στο πάρκο κι άρχισα να τρέχω χωρίς να το ξανασκεφτώ. Το φως ήταν ελάχιστο. Λίγοι λαμπτήρες που φώτιζαν αμυδρά την κυκλική τροχιά.
Ο όμορφος νέος περίμενε την κοπέλα στο πάρκο κρατώντας ένα μπουκέτο με τριαντάφυλλα. Είχε αργήσει και δεν αργούσε ποτέ. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά στη σκέψη πως δεν θα ερχόταν. Ήταν δυνατός, πεισματάρης, αλλά κι ευαίσθητος. Δεν θα έφευγε από εκεί αν δεν την έβλεπε. Ούτε που πήγε το μυαλό του στο ότι κάτι της είχε συμβεί. Ο έρωτας τους ήταν τόσο δυνατός και θα τους έκανε να συναντηθούν εκείνο το βράδυ σ’ εκείνο το πάρκο. Έπρεπε μόνο να περιμένει. Μύριζε τα όμορφα τριαντάφυλλα στο σκοτάδι και περίμενε. Λένε πως ακόμα περιμένει. Είναι κάποια πρωινά, που τα δρομάκια του πάρκου είναι γεμάτα ροδοπέταλα. Δεν υπάρχουν τριανταφυλλιές στο πάρκο. Και λένε πως είναι τα τριαντάφυλλα που μαδάει ο όμορφος νέος τις νύχτες περιμένοντας την καλή του. Κάποιοι είπαν πως είδαν μια σιλουέτα ντυμένη με ρούχα μιας άλλης εποχής, να αναστενάζει στο σκοτάδι κι απ’ την ανάσα να γεμίζει το πάρκο με άρωμα τριαντάφυλλου.
Δεν ξέρω πως μου μπήκε στο μυαλό αυτή η ιστορία. Η φυσική μου κατάσταση δεν ήταν τόσο καλή, με την μπύρα να χτυπάει εδώ κι εκεί στα τοιχώματα του στομαχιού. Είχα σκυμμένο το κεφάλι κι είδα στον δρόμο δυο μαδημένα τριαντάφυλλα. Ναι. Τότε ήταν που τη θυμήθηκα. Δεν πίστευα σε τίποτα πέρα από αυτή τη ζωή. Πόσο μάλλον σε ιστορίες για αιώνιους έρωτες φαντασμάτων, φτιαγμένους για να τρομοκρατούν νέους, γέρους και παιδιά, και ταυτόχρονα να εξυμνούν την αθανασία της αγάπης. Όχι μάγκα μου. Εσύ ήρθες εδώ για να γυμναστείς. Δεν χρειάζονται άλλες σκέψεις. Μετά από λίγο είδα τα ροδοπέταλα. Δεν ήταν ο δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα. Ήταν λίγα και τα είδα με την άκρη του ματιού. Αυτό μ’ έκανε, μάλλον με ανάγκασε ν’ ακούσω έναν αναστεναγμό. Κι ο αναστεναγμός έχωσε με το ζόρι στη μύτη μου άρωμα τριαντάφυλλου, λες και βρισκόμουν σε θερμοκήπιο με ολόκληρη καλλιέργεια. Και το άρωμα μ’ έκανε να δω, κάτω από ένα δέντρο, έναν άνθρωπο ντυμένο με ρούχα άλλης εποχής, να με κοιτάζει. Κατάλαβα πως έκλαιγε. Παραδόξως ,τα πόδια μου δεν κόπηκαν. Άρχισα να τρέχω, όπως δεν είχα τρέξει ποτέ. Μου ήρθε να ουρλιάξω από το φόβο. Ίσως και να το έκανα. Σταμάτησα όταν βρισκόμουν αρκετά μακριά από το πάρκο. Διπλώθηκα κι άρχισα να ξερνάω μπύρα σε μια γωνιά. Βήχας κι έλλειψη αέρα. Οι τρίχες στα χέρια σηκωμένες, σαν να παραδίνονταν και να ζητούσαν έλεος από το μεταφυσικό. «Είσαι καλά;». Σήκωσα το κεφάλι. Μια κοπέλα όμορφη, με ένα πουκάμισο με δαντέλες μιας άλλης εποχής. Δεν κατάλαβα αν ήταν πλούσια. Άρχισα ξανά να τρέχω σαν τρελός και δεν σταμάτησα μέχρι να φτάσω σπίτι. Μπορεί να ούρλιαζα, μπορεί και να έκλαιγα ουρλιάζοντας. Δεν πρόσεξα πως η κοπέλα φορούσε τζιν παντελόνι κάτω από το πουκάμισο της άλλης εποχής. Δεν ξαναπήγα ποτέ να τρέξω στην Μοντανιόλα. Κι όποτε περνάω από εκεί, άρωμα τριαντάφυλλου χώνεται με το ζόρι στη μύτη μου.
Τέλος
[ΠΗΓΗ: Δημήτρης Βλάχος, Άρωμα Τριαντάφυλλου και Γεύση Μπύρας – από το Περιοδικό Ποίησης και άλλων αμαρτημάτων ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ: http://toparathyro.com/ARTbyNansyRossit]