Η Μαριάνθη ντε Φλώρινα είχε συνηθίσει να ονειρεύεται αγγέλους και παράξενα έντομα. Χάρη στην ευγενή, όπως έλεγε, καταγωγή της απέφευγε να συζητά ανοιχτά με τους άλλους για όλα αυτά. Κρατούσε όμως λεπτομερές ημερολόγιο ονείρων στο πρώτο συρτάρι της κομόντας της. Μέσα εκεί φύλαγε και τα πατικωμένα λουλούδια ενός καλοκαιριού που θεωρούσε το καλύτερο της ζωής της –το 2008 μάλλον– αποκόμματα εφημερίδων με συνταγές, τσαλακωμένα εισιτήρια από αεροπλάνα και βαπόρια. Το ημερολόγιό της έμοιαζε περισσότερο με λεύκωμα παρά με ημερολόγιο. Όμως αυτό δεν φαινόταν να έχει ιδιαίτερη σημασία… Τότε ήρθε στο νου της η μυρωδιά του αγγέλου που είχε ονειρευτεί την προηγούμενη νύχτα. Ήταν ένας παράδοξος, έκπτωτος άγγελος με σώμα σκαθαριού και φτερά από κίτρινη δαντέλα. Το αποκορύφωμα της χοντράδας και της απόλυτης μαγείας δηλαδή. Όταν την πλησίασε στο κρεβάτι της κρατώντας στο άγαρμπο χέρι του ένα σπαθί, τα ρουθούνια της πλημμύρισαν από την έξοχη μυρωδιά του… [Μαρία Πετρίτση – ART by Ωγκυστ Ρόντεν]
Εκείνο το πρωί βγήκε από το σπίτι της αργά. Μπορεί και περασμένες δέκα. Δεν την πείραζε που θα αργούσε στη δουλειά. Για την ακρίβεια την είχαν μόλις απολύσει. Το μόνο που της έμενε ήταν να περάσει από το πρώην γραφείο της και να μαζέψει τα πράγματά της μέσα σε μια κούτα ΝΟΥΝΟΥ, που της είχε πολύ ευγενικά παραχωρήσει το πρώην αφεντικό της. Προς το παρόν δεν την ενοχλούσε η ιδέα της ανεργίας της. Την έβλεπε ως μια εκδοχή ελευθερίας. Το οκτάωρο δεν το συμπάθησε ποτέ και τους συναδέλφους της δεν τους εκτιμούσε. Παρ’ όλα αυτά, όσο είχε δουλειά δούλευε. Ουδέποτε της έτυχε δουλειά που να μην την κάνει.
Τη Μαριάνθη ντε Φλώρινα την ενοχλούσαν ελάχιστα πράγματα. Αυτό που της έκοβε τα πόδια ήταν οι μυρωδιές της πόλης. Κάθε σημείο απ’ όπου περνούσε της φαινόταν πως βρώμαγε. Ποδαρίλα, σκυλοτροφή, εμετό, ιδρωτίλα, σάπιο καλοκαίρι. Αναρωτήθηκε τι τρώνε οι άνθρωποι και αναδίδουν τέτοιες οσμές στην Αθήνα. Αναρωτήθηκε επίσης αν οι χημικοί ψεκασμοί μεταλλάσσουν τη σύσταση της ατμόσφαιρας και τι κονδύλια διαθέτει ο δήμος για την καθαριότητα της πόλης. Ονειρευόταν κάποτε να ζήσει στη φύση. Ίσως τώρα που ήταν άνεργη να επέστρεφε στο σπίτι που είχε κληρονομήσει στη Φλώρινα. Ίσως ξεκινούσε μια αλλιώτικη ζωή εκεί. Ίσως έκανε τα πάντα.
Όταν μπήκε στο μετρό οι χρησιμοποιημένες αναπνοές του βαγονιού της έφεραν ασφυξία. Στο διπλανό κάθισμα μια γυναίκα κρατούσε μια τσάντα κρεμμύδια. Πιο κει, μια παρέα εφήβων μασούλαγαν τσίχλα βατόμουρο για να φύγει η τσιγαρίλα. Ένας κουστουμαρισμένος υπάλληλος ιδροκοπούσε μέσα στο κολάρο του πουκαμίσου του που είχε πλυθεί με Essex. Μια μισοκοιμισμένη υπερήλικη ρευόταν κάποιο φρικτό αλλαντικό. Ένας φοιτητής διάβαζε ένα βιβλίο που μύριζε μούχλα. Η Μαριάνθη ντε Φλώρινα ένιωσε απελπισία.
«Πρέπει να βρω μια μυρωδιά που να με παρηγορήσει μέχρι να φτάσω στον τόπο της ανεργίας μου», σκέφτηκε έντρομη συγκρατώντας με κόπο την τάση της προς εμετό και μια απρεπή έκφραση αηδίας.
Τότε ήρθε στο νου της η μυρωδιά του αγγέλου που είχε ονειρευτεί την προηγούμενη νύχτα. Ήταν ένας παράδοξος, έκπτωτος άγγελος με σώμα σκαθαριού και φτερά από κίτρινη δαντέλα. Το αποκορύφωμα της χοντράδας και της απόλυτης μαγείας δηλαδή. Όταν την πλησίασε στο κρεβάτι της κρατώντας στο άγαρμπο χέρι του ένα σπαθί, τα ρουθούνια της πλημμύρισαν από την έξοχη μυρωδιά του.
«Tribulus terrestris», θυμήθηκε και έκλεισε τα μάτια της.
Η Μαριάνθη ντε Φλώρινα αφέθηκε στην ευωδιαστή ανάμνηση. Η μυρωδιά του αγγέλου ήταν τώρα το καινούριο αφεντικό της. Η νέα της απασχόληση, εκτός ωραρίου, ενσήμων και υπερωριών, ήταν να διατηρήσει μέσα της ζωντανή αυτή τη μυρωδιά. Όσο πιο πιστά γινόταν. Δεν παρατηρούσε καν τους σταθμούς που άλλαζαν έξω από το παράθυρο του βαγονιού της. Οι γύρω της είχαν πάψει να υπάρχουν.
Λίγο πριν φτάσει στον Πειραιά, φαντάστηκε τον εαυτό της να παίρνει το μπουκάλι της κολόνιας μέσα από τα χέρια του, να το βάζει στο στόμα και να το μασά απολαυστικά. Η μυρωδιά του χοντροκομμένου και εξαίσιου αγγέλου της άλλαζε τη ζωή. Δεν την πείραζαν τα σπασμένα γυαλιά που έτριζαν κάτω από τα δόντια της. Δεν την πείραζε η μπόχα των άλλων. Όσο περνούσε ο καιρός τη Μαριάνθη ντε Φλώρινα την ενοχλούσαν όλο και λιγότερα πράγματα.
Ήταν μια εμπνευσμένη άνεργη. Μια ερωτευμένη ποιήτρια. Μια ξένη.
[ΠΗΓΗ: Μαρία Πετρίτση Μαριάνθη ντε Φλώρινα Τελευταίο βιβλίο της, το μυθιστόρημα «Μιράντα» (Κέδρος, 2012). Διατηρεί το ιστολόγιο www.thethreewishes.wordpress.com]