Μια φορά κι έναν καιρό είχε ένα βασιλιά, που 'χε τρεις κόρες. Μιαν εποχή βγήκε στον πόλεμο με το βασιλιά της Βενετίας. Ετοιμάστηκε λοιπόν κι ήθελε να ξεκινήσει. Προσκάλεσε τότε τις τρεις κόρες του για να τις ρωτήσει τι θέλουν να τους φέρει από τη Βενετία όταν θα γυρίσει νικητής. Η μεγάλη του κόρη ζήτησε ένα φόρεμα όμορφο και να 'χει πάνω τα τοπία της Βενετίας. Η δεύτερη ένα καπέλο με φτερά. Η μικρή ζήτησε να της φέρει το αρς-αρσινο, το κόκκινο σταφύλι. Το αρς-αρσινό ήταν ένα βασιλόπουλο μαγεμένο, που ζούσε στα έγκατα της γης, μέσα στο βούρκο. Η μάνα του του ’δωκε κατάρα να ζει εκεί κάτω με τη μορφή ενός κροκοδείλου μαζί με μια νεράιδα. Αυτό της το 'πε η γριά μάγισσα του παλατιού και τη συβούλεψε το σταφύλι να ζητήσει κι όχι φορέματα και καπέλα, σαν τις αδερφές της… [καστελοριζιώτικο παραμύθι «Αρς-αρσινό, το κόκκινο σταφύλι», που αφηγήθηκε ο ηθοποιός Γιώργος Μπινιάρης στην παράσταση ΣΥΣΣΗΜΟΝ– στη φωτογραφία σκηνή από την παράσταση]
Έφυγε λοιπόν ο βασιλιάς για τον πόλεμο. Νίκησε το βασιλιά της Βενετίας κι έμελλε να γυρίσει στον τόπο του. Αγόρασε τις παραγγελίες των θυγατέρων του και της μικρής ένα κόκκινο σταφύλι. Μπήκε στο καΐκι του για να φύγουν. Ούτε μπροστά πήγαινε ούτε πίσω. Έβαλαν τότες κλήρο για να δουν ποιος φταίει. Ο λοτός έπεσε σ'έναν παπά και τον έριξαν στη θάλασσα. Αλλά πάλι το καΐκι δεν κούνησε από τη θέση του. Ρίχνουν λοτό για δεύτερη φορά και πέφτει στο βασιλιά. Δεν τον έριξαν όμως στη θάλασσα, παρά μόνον τον έβγαλαν στη στεριά. Πήγε τότες και ρώτησε μια γριά για να του πει ποιο ήταν το αρς-αρσινό, το κόκκινο σταφύλι. Αυτή του 'πε ότι είναι ένα βασιλόπουλο, που ναι μαγιωμένο και καταριασμένο: «Ας πας σ'εκείνη την πόρτα και να καρτερείς να 'ρθει το βράδυ, γιατί τότες βγαίνει και πάει στο παλάτι του, ενώ την ημέρα είναι μέσα στα βάθη της γης». Επήγε πράγματι ο βασιλιάς κι εκαρτέρη στην πόρτα που του 'δείξε η γριά. Όταν έκατσε ο ήλιος, θωρεί και βγαίνει από την πόρτα ένας κροκόδειλος. Τον ρωτά τότες ο βασιλιάς αν είναι το αρς-αρσινό, το κόκκινο σταφύλι, και λέει του το βασιλόπουλο ότι «εγώ είμαι» και δίνει στο βασιλιά ένα δαχτυλίδι και λέει του να το πάει στην κόρη του τη μικρή κι όποτε θέλει να τον δει, να σφίξει στο δάχτυλο της το δαχτυλίδι κι εκείνος θα 'ρθει. Να ετοιμάσει και δύο στέρνες, η μια να 'χει μέλι κι η άλλη γάλα.
Όπως είπε το βασιλόπουλο έπραξεν ο βασιλιάς, μπαίνει στο καΐκι του και φεύγει. Όταν έφτασε στον τόπο του, έτρεξαν οι κόρες του να τους δώσει τα δώρα. Η μικρή, όταν πήρε το δαχτυλίδι, εσάρταρεν από τη χαρά της. Μια μέρα αποθύμησε το βασιλόπουλο κι ήθελε να το δει. Έσφιξε το δαχτυλίδι κι έρχεται το βασιλόπουλο. Μπαίνει στο μέλι κι ύστερα στο γάλα και πλύθηκε και τότες έλαμψε το στενό κι άστραψε το σπίτι. Πήρε τη βασιλοπούλα κι έμειναν σε ξεχωριστή κάμαρη κάμποσον καιρό. Ύστερα από μερικές μέρες, η βασιλοπούλα έμεινε γκαστρωμένη με το βασιλόπουλο. Τότες του το 'πε και τη συμβούλεψε να μπει σ'ένα καΐκι και να πάει στον τόπο του βασιλόπουλου κι εκεί θα παντρευτεί μαζί της, γιατί η μάνα του, όταν του 'δωκε την κατάρα της, του 'πε ότι θα λυθεί μόνον όταν βρεθεί κοπέλα και μείνει, μαζί του γκαστρωμένη και πάει μαζί του στα έγκατα της γης και πλύνει το σκουληκιασμένο παιδί που 'κάμε το βασιλόπουλο με τη νεράιδα. Αφού λοιπόν τα είπεν αυτά, το παλικάρι χάθηκε. Η βασιλοπούλα, όπως της είπε, μπαίνει σ'ένα καΐκι και φτάνει στον τόπο του. Πάει απευθείας στο γραφείο του κι έκατσε και ρώτα τον. «Δε με θέλεις πια, δε μ αγαπάς;». Το βασιλόπουλο όμως, επειδή ήταν ακόμα μαγιωμένο, θαρρούσε ότι ήταν το καντηλέρι και της λέει: «Σαν τα μου, σαν τα ψου, καντηλέρι μου, τι μου 'χεις και κλαις;» Αφού το 'πε τρεις φορές, σηκώθηκε κι έφυγε. Η βασιλοπούλα έτρεξε από πίσω του και μπήκε στα έγκατα της γης. Τον θωρεί τότε και γδύνεται και κοιμάται με μια νεράιδα και στη μέση τους είχαν το σκουληκιασμένο παιδί. Τότε η βασιλοπούλα αρπάζει το παιδί, το πλύνει και του βάζει καθαρά ρούχα. Όταν τα 'κάμε αυτά, η νεράιδα χάθηκε. Το βασιλόπουλο, μ'έναν κρότο, από κροκόδειλος που 'τανε, έγινε ένα ωραίο παλικάρι και λέει στη βασιλοπούλα να φύγουν, να γυρίσουν στο παλάτι του γονιού της, να κάμουν τους γάμους των επειδή βρέθηκε αυτή να λύσει τα μάγια του παλικαριού. Φύγανε λοιπόν και παντρευτήκανε.
Εκάναν τέκνα και παιδιά και καττενιά και λουγκρενιά.
Εκάναν τέκνα και παιδιά και καττενιά και λουγκρενιά.
[ΠΗΓΗ: καστελοριζιώτικο παραμύθι «Αρς-αρσινό, το κόκκινο σταφύλι», που αφηγήθηκε ο ηθοποιός Γιώργος Μπινιάρης στην παράσταση ΣΥΣΣΗΜΟΝ (σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα), στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, 31 Αυγούστου 2013 – καταγράφηκε από τη Χαριτωμένη Μιχαλαριά από το Καστελλόριζο Δωδεκανήσου – η φωτογραφία είναι από την παράσταση της ομάδας ΧΩΡΟΣ ΣΥΣΣΗΜΟΝ, το συμφωνημένο σημάδι]