Τα νησιά έχουν μια σιωπή που ακούγεται διαφορετικά από τη σιωπή της ήρεμης θάλασσας, γιατί τη διαπερνούν τα τιτιβίσματα των πουλιών ή το ξαφνικό τους φτερούγισμα, γιατί την σκιάζουν λέξεις πυκνές, ατέλειωτες, διασταυρωμένες η μία με την άλλη, χωρίς ανάπαυλα, χωρίς σειρά… ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΕΡΩΤΕΣ, ως τίτλος ενός βιβλίου του ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ, περιέχουν, βέβαια, αρκετή δόση ειρωνείας, γιατί ο Έρωτας, όταν και όπου υπάρχει, δε βιώνεται ποτέ σαν τέτοιος αλλά χάνεται πάντα πίσω από ένα αξεπέραστο τείχος μεγάλων ή μικρών δυσκολιών. Το κοινό στοιχείο όμως σ’ όλες τις ιστορίες είναι η δυσκολία της επικοινωνίας, αυτή η ζώνη Σιωπής που καλύπτει τις ανθρώπινες σχέσεις. Παράδειγμα Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗ, μια από τις ιστορίες του εν λόγω βιβλίου [ARTbyRammos]
Η περιπέτεια ενός Ποιητή
Το νησάκι είχε απόκρημνες βραχώδεις όχθες.Η πυκνή και χαμηλή βλάστησή του έφτανε ως το ύψος της θάλασσας. Στον ουρανό πετούσαν οι γλάροι. Ήταν ένα μικρό νησί, όχι μακριά από την παραλία, έρημο και άγονο. Μέσα σε μισή ώρα μπορούσες να το γυρίσεις γύρω-γύρω με μια λαστιχένια βάρκα, όπως έκαναν εκείνοι οι δύο, ο άνδρας που τραβούσε ήσυχα κουπί, η γυναίκα που ξαπλωμένη έκανε ηλιοθεραπεία. Πλησιάζοντας το νησάκι ο άνδρας έστησε αυτί.
-Άκουσες τίποτα; ρώτησε η γυναίκα.
-Τη σιωπή, απάντησε εκείνος. Τα νησιά έχουν μια σιωπή που ακούγεται.
Κάθε σιωπή σχηματίζεται από ένα σωρό ανεπαίσθητους θορύβους που την τυλίγουν. Η σιωπή του νησιού ήταν διαφορετική από τη σιωπή της ήρεμης θάλασσας που τον περιτριγύριζε, γιατί τη διαπερνούσαν το θρόισμα των θάμνων, τα τιτιβίσματα των πουλιών ή το ξαφνικό τους φτερούγισμα.
Στα βράχια, χαμηλά, το νερό εκείνες τις ημέρες, τις χωρίς ούτε ένα κύμα, είχε ένα βαθύ γαλάζιο χρώμα, ήταν ολοκάθαρο και το διαπερνούσαν απ’ άκρη σε άκρη οι ακτίνες του ήλιου. Οι δυο επιβάτες της λαστιχένιας βάρκας εξερευνούσαν τεμπέλικα τις σπηλιές που άνοιγαν τα στόματά τους εκεί ανάμεσα στα βράχια.
Ήταν μια παραλία του Νότου, που ακόμα δεν την είχε καταστρέψει ο τουρισμός, κι αυτοί οι δυο ήταν παραθεριστές που είχαν έρθει από μακριά. Αυτός ήταν κάποιος Ουσνέλι, ένας αρκετά γνωστός ποιητής, κι εκείνη η Ντέλια Η., μια πολύ όμορφη γυναίκα.
Η Ντέλια ήταν μια παθιασμένη, σχεδόν φανατική, θαυμάστρια του Νότου, και μιλούσε ξαπλωμένη στη βάρκα με πάθος για όλα όσα έβλεπε, ίσως μάλιστα και με μια διάθεση κριτικής προς τον Ουσνέλι που, νιοφερμένος σε τούτα τα μέρη, της φαινόταν ότι δεν συμμεριζόταν όσο έπρεπε το δικό της ενθουσιασμό.
-Περίμενε, έλεγε ο Ουσνέλι. Περίμενε.
-Να περιμένω τι; έκανε εκείνη. Τι περισσότερο θέλεις;
Εκείνος δύσπιστος (από τη φύση του αλλά και από φιλολογική παιδεία) σε όλες τις εύκολες συγκινήσεις και τις λέξεις των άλλων ανθρώπων, συνηθισμένος περισσότερο να ανακαλύπτει μόνος του κρυμμένες και όχι συνηθισμένες ομορφιές παρά να χαίρεται τις εύκολες και πασιφανείς, ήταν οπωσδήποτε σε κάποια ένταση. Η ευτυχία για τον Ουσνέλι ήταν πάντα μια αβέβαιη κατάσταση, που έπρεπε να ζει κανένας κρατώντας την αναπνοή του. Από τον καιρό που άρχισε να αγαπάει την Ντέλια, έβλεπε να κινδυνεύει η φρόνιμη, σχεδόν τσιγκούνικη σχέση του με τον κόσμο, αλλά από την άλλη μεριά δεν ήθελε να απαρνηθεί τίποτα από την ευτυχία που ανοίγονταν μπροστά του. Τώρα ήταν αρκετά ταραγμένος, λες και μετά από κάθε βαθμό τελειότητας που του πρόσφερε η φύση –το βαθύ χρώμα του νερού, η πρασινάδα του νησιού που ξεθώριαζε κι ύστερα έπαιρνε το χρώμα της τέφρας, η κίνηση ενός ψαριού εκεί όπου η κατηφοριά του βυθού γινόταν πιο ομαλή- ακολουθούσε ένας ακόμα μεγαλύτερος βαθμός τελειότητας σε μια ατέλειωτη κλίμακα, λες και η μακρινή αδιόρατη γραμμή του ορίζοντα θα άνοιγε ξαφνικά σαν όστρακο και θα του αποκάλυπτε ένα διαφορετικό πλανήτη, μια καινούργια λέξη.
Μπήκαν σε μια σπηλιά. Στην αρχή ήταν ευρύχωρη, σαν πράσινη λίμνη, με πέτρινο, ψηλό ουρανό. Παραμέσα κατέληγε σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο διάδρομο. Ο άνδρας χρησιμοποιώντας το κουπί άρχισε να γυρίζει τη λαστιχένια βάρκα γύρω από τον άξονά της, για να απολαύσει τις παιχνιδιάρικες ανταύγειες του φωτός. Το φως, που περνούσε μέσα από τις ακανόνιστες σχισμές της εισόδου, σε θάμπωνε με τα χρώματά του, που το σκοτάδι της σπηλιάς τα έκανε πιο ζωντανά. Το νερό λαμποκοπούσε και οι αντάυγειες πρόβαλλαν πάνω στα βράχια πολεμώντας τις υγρές σκιές του βάθους της σπηλιάς και μεταδίδοντας στα τοιχώματα την αστάθεια του υγρού στοιχείου.
-Εδώ αντικρίζεις τους θεούς, είπε η γυναίκα.
-Χμ…, έκανε ο Ουσνέλι. Ήταν νευρικός. Η σκέψη του συνηθισμένη να μεταφράζει τις αισθήσεις σε λέξεις, τώρα δεν μπορούσε να διατυπώσει τίποτα, ούτε μια λέξη.
Προχωρούσαν πιο μέσα. Η βάρκα προσπέρασε μια ξέρα, ένα κομμάτι βράχο σταματημένο στην επιφάνεια του νερού. Τώρα προχωρούσαν μέσα από τις αραιές ανταύγειες που έκαναν την εμφάνισή τους και μετά χάνονταν σε κάθε κίνηση του κουπιού μέσα στο νερό. Όλα τα υπόλοιπα τα σκέπαζε μια πυκνή σκιά και το κουπί κάθε τόσο χτυπούσε πάνω σε κάποιο βράχο. Η Ντέλια γυρισμένη προς τα πίσω έβλεπε το γαλανό μάτι του νερού να αλλάζει συνεχώς θέση.
-Ένας κάβουρας! Τεράστιος! Εκεί! φώναξε και πετάχθηκε όρθια.
-…ούρας! ειειιιι! ακούστηκε η ηχώ.
-Η ηχώ! έκανε χαρούμενη κι άρχιζε να απαγγέλλει δυνατά στίχους από ποιήματα, να διατυπώνει ευχές.
-Κι εσύ! Φώναξε κι εσύ! Πες μια επιθυμία σου! φώναξε στον Ουσνέλι.
-Ωωωωωω…, έκανε ο Ουσνέλι. Ειιιιι ηχώωωωω…
Η βάρκα περνούσε κάθε τόσο ξυστά από το τοίχωμα της σπηλιάς. Το σκοτάδι γινόταν πιο βαθύ.
-Φοβάμαι. Ποιος ξέρει πόσα ζώα θα υπάρχουν εδώ!
-Μπορούμε να προχωρήσουμε ακόμα.
Ο Ουσνέλι διαπίστωνε ότι προχωρούσε μέσα στο σκοτάδι σαν ένα ψάρι που μέσα στην άβυσσο αποφεύγει τα φωτεινά νερά.
-Φοβάμαι, ας γυρίσουμε πίσω, επέμενε εκείνη.
Τελικά, ούτε αυτός διασκέδαζε με την αίσθηση του φόβου. Οδήγησε τη βάρκα πίσω, εκεί όπου η σπηλιά άνοιγε και η θάλασσα γινόταν καταγάλανη.
-Λες να υπάρχουν χταπόδια, ρώτησε η Ντέλια.
-Θα φαίνονταν. Το νερό είναι καθαρό.
-Τότε θα κολυμπήσω.
Αφέθηκε να κυλήσει από τη βάρκα και άρχισε να κολυμπά στα νερά αυτής της υπόγειας λίμνης. Το σώμα της άλλοτε έδειχνε κάτασπρο (λες και το φως την έγδυνε από κάθε δικό της χρώμα) και άλλοτε γαλαζωπό, στο χρώμα του νερού.
Ο Ουσνέλι είχε σταματήσει να τραβά κουπί. Συνέχιζε να κρατά την αναπνοή του. Ζούσε πάντα τον έρωτά του για την Ντέλια ακριβώς όπως αυτή τη στιγμή, μέσα στον καθρέφτη της σπηλιάς: σαν να έμπαινε σ’ έναν κόσμο που υπήρχε πέρα από τις λέξεις. Άλλωστε, σε όλα του τα ποιήματα, δεν είχε γράψει ούτε έναν ερωτικό στίχο. Ούτε έναν.
-Πλησίασε, φώναξε η Ντέλια. Συνεχίζοντας να κολυμπά είχε βγάλει το κουρελάκι που της κάλυπτε το στήθος. Το πέταξε μέσα στη βάρκα. –Μια στιγμή. Έβγαλε κι το άλλο κομμάτι ύφασμα που συνήθως έδενε τις περιφέρειες της και το έδωσε στον Ουσνέλι.
Τώρα ήταν γυμνή. Το κάτασπρο στο στήθος και στις περιφέρειες δέρμα της σχεδόν δεν ξεχώριζε, γιατί όλο το σώμα της ανέδινε εκείνη τη γαλαζωπή λάμψη της μέδουσας. Κολυμπούσε με αργές κινήσεις γέρνοντας ελαφρά στο πλάι, το κεφάλι (με την αγέρωχη και λίγο ειρωνική αγαλμάτινη έκφρασή του) έξω από το νερό, όπως ένα μέρος της ωμοπλάτης και του τεντωμένου χεριού της. Το άλλο της χέρι, με μια κίνηση σαν χάδι, έκρυβε και φανέρωνε το στητό, ωραίο της στήθος. Τα πόδια χτυπούσαν ελαφρά το νερό στηρίζοντας τη λεία της κοιλιά, τη σημαδεμένη από την αφαλό της που θύμιζε πατημασιά στην άμμο και το αστέρι της που θύμιζε φρούτο της θάλασσας. Οι ακτίνες διαπερνούσαν το νερό και τη χάιδευαν, άλλοτε την έντυναν με ένα φόρεμα και άλλοτε την ξεγύμνωναν πάλι από την αρχή.
Οι κινήσεις της θύμιζαν χορό. Μετέωρη μέσα στο νερό του χαμογελούσε και τέντωνε τα χέρια της με μια απαλή κίνηση της πλάτης και των καρπών της. Κάθε τόσο, με ένα τίναγμα του γόνατου έβγαζε στην επιφάνεια το πόδι της που θύμιζε μικρό ψάρι.
Ο Ουσνέλι, πάνω στη βάρκα, είχε γίνει ολόκληρος ένα ζευγάρι μάτια. Καταλάβαινε πως αυτό που του χάριζε η ζωή εκείνη τη στιγμή, ήταν κάτι που δεν μπορούσαν όλοι να το χαρούν με ορθάνοιχτα μάτια. όπως ποτέ κανείς δεν μπορεί να κοιτάξει κατευθείαν τη λαμπερή καρδιά του ήλιου. Και στην καρδιά αυτού του ήλιου υπήρχε μονάχα η σιωπή. Ό,τι έβλεπε εκείνη τη στιγμή δεν ήταν δυνατό να μεταφραστεί σε τίποτα άλλο, ίσως ούτε καν σε απλή ανάμνηση.
Τώρα η Ντέλια κολυμπούσε ανάσκελα στην είσοδο της σπηλιάς, αγγίζοντας τις ακτίνες του ήλιου. Προχωρούσε με μιαν ελαφριά κίνηση των χεριών της προς τα ανοιχτά, ενώ από κάτω το νερό άλλαζε σιγά-σιγά απόχρωση και γινόταν πιο φωτεινό.
-Πρόσεξε, καλύψου! Πλησιάζουν βάρκες εκεί έξω!
Η Ντέλια κολυμπούσε έξω από τη σπηλιά, ανάμεσα στα βράχια. Αμέσως γλίστρησε κάτω από την επιφάνεια του νερού, πλησίασε, άπλωσε το χέρι της, πήρε από τον Ουσνέλι εκείνα τα μικροσκοπικά κομμάτια ύφασμα, τα φέρεσε συνεχίζοντας να πλέει στο νερό και ανέβηκε στη λαστιχένια βάρκα.
Τα πλεούμενα που πλησίαζαν ήταν ψαρόβαρκες. Ο Ουσνέλι τους αναγνώρισε: ήταν κάτι κακόμοιροι ψαράδες που, αυτή την περίοδο την τόσο κατάλληλη για ψάρεμα, ζούσαν εκεί στην παραλία, και κοιμόντουσαν πάνω στα βράχια. Προχώρησε να τους συναντήσει. Ο άνδρας που τραβούσε κουπί ήταν ένας νεαρός, κατσούφης από τον πονόδοντο, το άσπρο του ναυτικό καπελάκι χαμηλωμένο στο ύψος των μικρών του ματιών, το κουπί του να ανεβοκατεβαίνει συνεχώς, λες και η κάθε του κίνηση μπορούσε να του απαλύνει το πόνο. Ήταν πατέρας πέντε παιδιών. Απελπισμένος. Ο γέρος καθόταν στην πρύμνη. Το μεξικάνικο καπέλο του έζωνε σαν ξεφτισμένο φωτοστέφανο το ισχνό του πρόσωπο, τα ανέκφραστα μάτια του που κάποτε πρέπει να είχαν γουρλώσει από μια ψευτοπαλικαρίστικη περηφάνια τώρα έμεναν γουρλωμένα από το πολύ πιοτό, το μισάνοιχτο στόμα συνόδευε τα ακατάστατα και ακόμα μαύρα μουστάκια. Με ένα μαχαίρι καθάριζε τους κέφαλους που είχαν ψαρέψει.
-Πήγε καλά το ψάρεμα; φώναξε Ντέλια.
-Αυτό το λίγο που υπάρχει, απάντησαν. Η χρονιά, βλέπετε.
Στην Ντέλια άρεσε να μιλά με τους χωριάτες. Στον Ουσνέλι όχι (μπροστά τους, έλεγε, δε αισθάνομαι ήσυχη τη συνείδησή μου. Σήκωνε τους ώμους και η συζήτηση σταματούσε εκεί).
Τώρα η λαστιχένια βάρκα είχε πλευρίσει την ψαρόβαρκα, με την ξεθωριασμένη μπογιά που είχε αρχίσει να ξεκολλάει σε μικρά κομματάκια, με το κουπί που ήταν δεμένο με σκοινί στον πάσαλο του σκαρμού και έτριζε σε κάθε κίνηση, με τη μικρή σκουριασμένη άγκυρα κι ένα σωρό σταχτοπράσινα φύκια που είχαν μπερδευτεί στους τέσσερις γάντζους κάτω από το μικρό κάθισμα, ποιος ξέρει από πόσο καιρό εγκαταλειμμένα εκεί περά, με τα βαμμένα με ταννίνη δίχτυα, που είχαν στις άκρες τους μικρές στρογγυλές φέτες φελλού και έλαμπαν από τα λέπια των γκρίζων ή ασπρογάλαζων ψαριών που ψυχορραγούσαν και αποκάλυπταν κάτω απ’ τα σπάργανα ένα μικρό τρίγωνο γεμάτο αίμα.
Ο Ουσνέλι έμενε σιωπηλός, αυτή όμως η αγωνία του ανθρώπινου κόσμου ήταν το αντίθετο της αγωνίας που λίγο πριν τον κοινωνούσε στις ομορφιές της φύσης. Κι ενώ πριν δεν ήταν αναγκαίες, τώρα σωρό οι λέξεις συσσωρεύονταν στο μυαλό του: λέξεις ικανές να εκφράσουν κάθε κρεατοελιά, κάθε τρίχα της αδύνατης κακοξυρισμένης φάτσας του γέρου ψαρά, κάθε ασημένιο λέπι των κεφάλων.
Μακριά από το νησάκι, στην ακτή μια άλλη βάρκα ήταν αναποδογυρισμένη και στηριγμένη πάνω σε μικρούς πασσάλους. Κάτω από τη βάρκα, έβλεπες να προεξέχουν τα γυμνά πόδια των κοιμισμένων ανδρών που ψάρευαν όλη τη νύχτα. Δίπλα τους μια μαυροφορεμένη γυναίκα, χωρίς πρόσωπο, έβαζε ένα τηγάνι πάνω στη φωτιά που είχε ανάψει με ξερά φύκια, κι ο καπνός ανέβαινε ψηλά. Σ’ εκείνον τον όρμο η παραλία ήταν γεμάτη γκρίζες πέτρες, και τα ξεθωριασμένα χρώματα ήταν τα ρούχα των παιδιών που έπαιζαν, τα μικρότερα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των πιο μεγάλων και κατσουφιασμένων αδελφάδων τους, τα μεγαλύτερα και πιο ζωηρά ντυμένα μονάχα με κοντά βρακιά φτιαγμένα από παλιά παντελόνια των πατεράδων τους. Πιο εκεί απλωνόταν μια παραλία με άμμο, άσπρη κι έρημη, που χανόταν στο βάθος μέσα σε αραιές καλαμιές και άγονα εδάφη. Ένας νεαρός, με τα γιορτινά του κατάμαυρα ρούχα, την τραγιάσκα, το μπαστούνι κι ένα σακούλι κρεμασμένο στην πλάτη του, περπατούσε κατά μήκος της θάλασσας, αφήνοντας τα σημάδια των παπουτσιών του στην εύθραυστη επιφάνεια της άμμου: σίγουρα θα ήταν αγρότης ή βοσκός που κατέβηκε από το χωριό του στην παραλία για να αγοράσει κάτι και τώρα περπατούσε κοντά στη θάλασσα για να χαρεί την αύρα. Η σιδηροδρομική γραμμή, με τα σύρματα, τους πασσάλους, το φράχτη, χανόταν σε ένα τούνελ, εμφανιζόταν πιο εκεί και εξαφανιζόταν πάλι, σαν τη βελονιά μιας κακοραμμένης ραφής. Από την άλλη πλευρά του δρόμου, μετά από τις άσπρες και μαύρες κολονίτσες, άρχιζαν οι ελαιώνες, ενώ πιο πάνω τα βουνά ήταν γυμνά, με μερικούς θάμνους ή μόνο πέτρες. Ένα χωριό σφηνωμένο σε μια χαράδρα ανηφόριζε στην πλαγιά, το ένα σπίτι κτισμένο πάνω στο άλλο να χωρίζουν μεταξύ τους από σκάλες και δρομάκια λιθόστρωτα, φτιαγμένα έτσι ώστε στο μέσο να μπορούν να κυλούν τα κόπρανα των μουλαριών, ενώ στο κατώφλι του κάθε σπιτιού κάθονταν γριές ή πρόωρα γερασμένες γυναίκες, και στους πέτρινους φράχτες όρθιοι στη σειρά οι άνδρες, γέροι και νέοι, όλοι με άσπρο πουκάμισο, και καταμεσής του δρόμου τα παιδιά έπαιζαν χάμω στη γη και κάποιος έφηβος κοιμόταν ξαπλωμένος στη μέση του δρόμου με το μάγουλο πάνω σ’ ένα σκαλοπάτι, γιατί έξω ήταν πιο δροσερά απ’ ό,τι μέσα στο σπίτι και βρομούσε λιγότερο, και παντού έβλεπες να πετούν ή να στέκονται σύννεφο οι μύγες, πάνω σε κάθε τοίχο, σε κάθε φύλλο εφημερίδας, σε κάθε καπνοδόχο, αφήνοντας παντού ασταμάτητα τα περιττώματά τους. Στο μυαλό του Ουσνέλι συνέχιζαν να έρχονται λέξεις, πυκνές ατέλειωτες, διασταυρωμένες η μία με την άλλη, χωρίς ανάπαυλα, χωρίς σειρά, ώσπου σιγά-σιγά δεν μπορούσε να τις ξεχωρίσει, ένας χείμαρρος λέξεων που εξαφάνιζε το άσπρο της σελίδας και άφηνε μόνο το μαύρο, ένα μαύρο απόλυτο, αδιαπέραστο, απελπισμένο σαν κραυγή.
[Στα γαλλικά το βιβλίο ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΕΡΩΤΕΣ κυκλοφόρησε με τον τίτλο ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ και αυτό γιατί μπορεί κανείς να εντοπίσει, σε κάθε ιστορία του βιβλίου, την ύπαρξη μιας εσωτερικής περιπέτειας με συγκεκριμένη ψυχολογική διάθεση για την πορεία του ήρωα προς τη Σιωπή= λέξεις πυκνές ατέλειωτες, χωρίς ανάπαυλα, χωρίς σειρά]