… Ο ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟΣ ΓΑΛΗΝΕΥΤΗΣ… πυροβολούσε συνεχώς, υποχωρώντας με το δάχτυλο στη σκανδάλη, υποχωρούσε στην αρχή δεξιά και ύστερα αριστερά, ώσπου αισθάνθηκε στην πλάτη του τον τοίχο. Αλλά ο τοίχος δεν ήταν εμπόδιο στο ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟ ΓΑΛΗΝΕΥΤΗ και άρχισε να βυθίζεται μέσα του σιγά- σιγά σα να διέσχιζε ένα θάμνο. Σπιθαμή-σπιθαμή ξαναγινόταν τοίχος! Ο τοίχος στο μέρος όπου είχε περάσει έγιανε από την πληγή που του΄χαν κάνει τα κύτταρα του σώματος του Διαμαντένιου Γαήνευτή. Εκείνοι που τον καταδιώκανε κάναν κράτει στ’ άλογά τους- όλα γυάλινα: ξεπέζεψαν. Μπήκαν στ’ άλογά τους (ήσαν όλοι δούρειοι οι ίπποι τους) και ήσυχα-ήσυχα ακολούθησαν τα ίχνη του μέσα στον τοίχο. Εκεί έγινε η μάχη.. Ο τοίχος φουσκώνοντας πού και πού, τους ρουφούσε μέσα του. Βογγούσε συνεχώς –αλλά ήχος των πυροβολισμών ήταν μουντός σαν πνιγμένος ώσπου χάθηκαν ολότελα. Τα γυάλινα άλογα ξαναβγήκαν απ’ τον τοίχο ένα-ένα: το τελευταίο τον κουβαλούσε μέσα του –αντί για τον αναβάτη του. Είχε προσχωρήσει σ’ αυτούς που τον κυνηγούσαν, είχε γίνει ένας από αυτούς. Κι εδώ τελειώνει η ιστορία του Διαμαντένιου Γαληνευτή (από τις εκδιηγήσεις του Νάνου Βαλαωρίτη Ο ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟΣ ΓΑΛΗΝΕΥΤΗΣ, Ύψιλον/ βιβλία 1981– ARTkolazbyMAGRITTE rene]
Ο νέος, ψηλός μελαχρινός τριαντάρης, εργένης και γαλήνιος.Ταραξίας που και που – μ’ ένα μαχαίρι πολύ κοφτερό σαν αυτό που χρησιμοποιούν για ν’ αποτελειώσουν τον εαυτό τους οι Σαμουράι όταν κάνουν χαρακίρι, έβλεπε πως έκοβε και πετούσε τον σπερματαγωγό του σωλήνα, που γρήγορα αποκτούσε την ταχύτητα του φωτός φέρνοντας μέσα του εμάς –μικρά μικρόβια όντα – ενώ αντίθετα εκείνος έβλεπε πως έραβε με μια βελόνα την εισδοχή του εν λόγω οργάνου – για να μην εισχωρήσει κανένα άλλο βλήμα. Και παρόλο που η γυναίκα αυτή έφερνε επάνω της όλα τα σημάδια του οδυνηρού της επαγγέλματος –λεπτή, αδύνατή, μελαχρινή, με μύτη στον αέρα, κλειδώσεις ωραίου σκελετού κάτω απ’ το δέρμα, καμιά τριανταριά χρονώ – φορώντας ένα φόρεμα –χρώμα ρόδινο ανοιχτό- χωρίς κορσέ ή στηθόδεσμο – το διάστημα που χώριζε το ένα όργανο από το άλλο όπως δυο άστρα πολύ απομακρυσμένα μίκραινε ανεπαίσθητα αλλά μίκραινε ώσπου σε λίγο θα έφτανε η ώρα –που να συναντηθούν η πρύμη με την πλώρη – του άλλου πλοίου –του ηλεκτρικού- ο γράφων μέσα πάντοτε στο βλήμα έβλεπε απ’ το παράθυρο να παρελαύνουν ήλιοι και αστερισμοί –του χώρου του διαστημικού –δακρυβρεχτος ο σιδερένιος άνθρωπος σημειώνει στο ημερολόγιο του την αναπόφευκτη πορεία – όπως το πλησίασμα ενός ήλιου από κομήτη που θα ξεχαρβαλωθεί –περνώντας δίπλα απ’ το πολύ ισχυρότερο εκείνο άστρο.
ΘΑ ΦΥΓΕΙ…
«Σε δέκα μέρες θα φύγω…»
Η φράση αυτή ειπώθηκε στην κόκκινη δύση με τα υπερρεαλιστικά της σύννεφα. Επάνω στο μπλε φόντο του ορίζοντα με τα χαμηλωμένα βουνά – τα ξουρισμένα γουλί σαν κατάδικοι στα κάτεργα. Την πέταξε ένας νεαρός λίγο σκυλομούρης μουστακαλής σ’ έναν άλλον με γένια και μακριά μαλλιά.
«Κι εγώ σε δέκα μέρες θα φύγω»-
«Πού πας;» ρώτησε σε λίγο φοβισμένος ο πρώτος
«Στην Αμερική…»
«Νέα Υόρκη;»
«Μάλλον»
«Για πόσο;»
«Για πάντα»
«Α»!
Σιωπή. Η σιωπή απλώθηκε. Πήρε διαστάσεις έγινε τοίχος – έγινε κάστρο – περιτριγύρισε την πόλη έσκαψε μια τάφρο – τη γέμισε νερό. Τέλος, άρχισε ένας απ’ τους δύο να σκάβει ένα λαγούμι. Αλλά γρήγορα παράτησε την προσπάθεια. Η σιωπή θριάμβευσε. Έγινε απειλητική. Έριξε σκιές –δεξιά, αριστερά – έκανε όπισθεν μπήκε στην ακρόπολη κι έκλεισε την πόρτα.
Σιωπή. Η σιωπή απλώθηκε. Πήρε διαστάσεις έγινε τοίχος – έγινε κάστρο – περιτριγύρισε την πόλη έσκαψε μια τάφρο – τη γέμισε νερό. Τέλος, άρχισε ένας απ’ τους δύο να σκάβει ένα λαγούμι. Αλλά γρήγορα παράτησε την προσπάθεια. Η σιωπή θριάμβευσε. Έγινε απειλητική. Έριξε σκιές –δεξιά, αριστερά – έκανε όπισθεν μπήκε στην ακρόπολη κι έκλεισε την πόρτα.
Έτσι γεμίζουν τα μάτια του ενός με τα μάτια του άλλου, ώσπου να ξεχωρίσουν τα δάκρυα να μεγαλώσουν τα δένδρα κι από τα δένδρα να γίνουν θυρεοί στις πόρτες των ξενοδοχείων. Και να μπαινοβγαίνουν οι ξένοι οι ντόπιοι κι οι ευνούχοι –κάνοντας το σταυρό τους- που δεν έχουν πεθάνει ακόμα σ’ αυτοκινητιστικό δυστύχημα ή από συγκοπή – και μένουν δυο τρεις σκιές ο ένας στην προκυμαία κοιτάζοντας ποια πλοία θα ’ρθουν ο άλλος στη θυρίδα του θυρωρού κοιτάζοντας ποιος έρχεται ποιος φεύγει κι ο τρίτος στην ταράτσα ανιχνεύοντας, μ’ ένα ζευγάρι κιάλια, τα ανοιχτά παράθυρα όπου γδύνονται και ντύνονται διάφορα ωραία σχήματα με καστανά μαλλιά και με φουντωτά στην ήβη τους δασάκια – αφού σε δασάκια ούτως ή άλλως θα καταλήξουν οι περισσότερες για να ικανοποιήσουν τις ορμές τους το Σαββατοκύριακο – κι ανάμεσά τους οι τρεις σκιές δεν αφήνουν να ξεφύγει τίποτε από την παρατηρητικότητα του ματιού τους – σχηματίζοντας γύρω στα καθετί ένα τρίγωνο ερμητικό. Η Τρίτη σκιά κατεβάζοντας τα κιάλια της σβήνει το μέρος αυτό της θέας που ανιχνεύει εμποδίζοντας όλους αυτούς που κοιτάζουν προς τα εκεί να δουν όπως σ’ ένα σχέδιο, μια πελώρια γομολάστιχα σβήνει ένα τμήμα της μιας πόλης που δεν ικανοποιούσε το δημιουργό της. Το κενό αυτό το εκλογικεύουν λέγοντας πως είναι ομίχλη – ακόμα και η ελαττωματική τους μνήμη που δεν είχε τοποθετήσει, πριν, στο μέρος εκείνο, ένα κενό.
Και τώρα οι αποστάσεις μεταξύ δύο σημείων της πόλεως, απ’ όπου αναγκάζονται να περάσουν πεζή οι πεζοδρόμοι, διπλασιάζεται γιατί αναγκάζονται να κάνουν το γύρο της μεγάλης αυτής περιοχής που σβήστηκε από το χάρτη της συνείδησής τους. Όσο για τους κατοίκους της, έστω και τους στενούς συγγενείς των άλλων που έμειναν απόξω – δεν υπήρξαν ποτέ. Έσβησαν από τη μνήμη, σαν να είχε περάσει η ίδια διαβολική γομολάστιχα πάνω στα πρόσωπά τους – στις φωνές τους.
«Σε δέκα μέρες το πολύ θα έχω φύγει».
Οι συνομιλητές μιλάνε τώρα μέσα από τη σβησμένη περιοχή. Είναι από αυτούς που έμειναν – που πιάστηκαν μέσα στη φάκα. Ώστε η φράση αυτή να αποκτάει ιδιαίτερη δραματική σημασία που πλησιάζει τη λεγόμενη τραγωδία που τόσο μας την κοπανούσαν στο σχολείο όταν διαβάζαμε τους αρχαίους. Δεν είχαν φυσικά ποτέ διανοηθεί οι κύριοι καθηγηταί ότι ο όρος αυτός θα έβρισκε την εφαρμογή του εδώ σε μια συγκεκριμένη περίπτωση που ήταν τόσο φανερά παράλογη, που ασφαλώς θα γελούσαν με όλη τους την καρδιά αν κάποιος τους έλεγε τότε ότι μια μέρα θα δείτε θα συμβεί αυτό κι αυτό – και θα γελούσαν σ’ όλο το δρόμο ώσπου να φτάσουν στο σπίτι τους και μέσα στο λεωφορείο ακόμα όρθιοι ή καθιστοί και ακόμα παρά πέρα έστω κι αν τίποτα τέτοιο δεν θα γινόταν ποτέ για να ταράξει τα ήσυχα νερά της ζωής τους – τίποτα παραπάνω από ένα καλημέρα ή ένα καλησπέρα – μιας απροσδόκητης συνάντησης στη γωνιά του κήπου του προαστίου όπου έμεναν και όπου είχαν ακόμη δένδρα στα περιβολάκια τους και ιδίως λουλούδια άφθονα, ωραία λουλούδια στα παρτέρια. Και πέρα από την 3ησκιά αρχίζει το χάος της αβεβαιότητας. Ο κόσμος όλος συνοψίζεται σε μια μικρή άσπρη λαστιχένια μπότα που ανήκε σ’ ένα παιδάκι που την άφησε πάνω στο κρεβάτι κι έτσι την είδε ο γράφων, δισέγγονος του γράφοντος μιαν ωδή στον ήλιο, μεγάλη μεταφυσική φυσιογνωμία μεταμορφωμένη σε προτομή αγάλματος στημένη σ’ ένα πάρκο – απ’ όπου ξεμυτίζουν δειλά-δειλά δυο λουλουδάκια που κρατούνται από το χέρι και χαμογελάνε σε όλους τους διαβάτες σαν να τους λένε ελάτε να μας κόψετε – ελάτε να μας δρέψετε είμαστε δικές σας-
«Σε δέκα μέρες του πολύ…»
… έγραφε γυμνή κάτω από μια λάμπα σε μια φίλη της μια μελαψή γυναίκα με πολλά μαλλιά που σκέπαζαν, σχεδόν τη γύμνια της – επάνω στον καναπέ ξενοδοχείου τρίτης τάξεως, στο σαλόνι, όπου σήκωναν πότε πότε τις μύτες τους όσοι διάβαζαν εφημερίδες, για να δούνε παρά πέρα από τη μύτη τους, κι από την τυπογραφική μελάνι πάνω σε δημοσιογραφικό χαρτί χωρισμένο σε πέντε στήλες…
… έγραφε γυμνή κάτω από τα φοινικόδεντρα με αέρα που της φέρνει πιτσιλάδες, με το νερό της θάλασσας στα μάτια, και λίγη άμμο στα μαλλιά, με κόκκινα χείλια σαν ρουμπίνια που διψάνε για φιλιά. Τα ’γραφε όλα αυτά στις φίλες της αλλά δεν λάβαινε καμιά απάντηση ποτέ.
«Σε δέκα μέρες θα ’χω φύγει από δω…»
Η λέξη αυτή απευθύνθηκε με την ντροπή στο πρόσωπο – μια λέξη κατακόκκινη όπως η δύση – στο σκυμμένο σβέρκο ενός βουνού, κουρεμένου σαν κατάδικος στα κάτεργα άλλοτε της Γουινέας – δραπέτης απ’ τις φυλακές στην κατοχή και τώρα πάλι δραπέτης απ’ τη φυλακή του εαυτού του.
Σε δέκα μέρες θα ’χουν φύγει από δω η Σάρα και η Μάρα και η μικρή Καιτούλα που τόσο χαρήκαμε φέτος το καλοκαίρι στην Κέρκυρα και τον χειμώνα στην Αθήνα, την άνοιξη στην Κρήτη και το φθινόπωρο στην Πόλη – από όπου ήρθανε φυγάδες δεύτερο κύμα ανθρώπων που τους διώξανε χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους – και το τρίτο κύμα κατεβαίνοντας από τα Βαλκάνια με άδεια του Υπουργού των Εσωτερικών και της κρυφής αστυνομίας όπως οι μετανάστες άλλοτε των σκοτεινών φυλών κατέβηκαν και γέμισαν το Αιγαίο με τις πυραμίδες τους – βουνά με σκαλωτές προεξοχές στο βράχο λαξεμένες έως την κορφή.-
… με σκαλωτές προεξοχές ως τα βουνά – με άδεια του Υπουργείου των Εσωτερικών για ένα ταξίδι άνευ επιστροφής – μονόδρομος ο προς τη δύση διάδρομος και τώρα πώς να ξεμπλέξουμε από δω με την ευχή του διαβόλου.-
«…Σε δέκα μέρες θα φύγω από δω».-
Η φράση αυτή – όπως τόσες δηλώσεις ειπωμένες προς την κατακόκκινη δύση είχαν μιαν αξία ακόμα αστάθμητη.
ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΕΙ…
Το μικρό ορθογώνιο λεωφορείο ανέβαινε γεμάτο πρόσωπα άσπρα αυστηρά βασανισμένα και με μεγάλα μάτια σκοτεινά που κοιτάζουν μπροστά τους αδιάφορα αφού κοιτάζουν προς τα μέσα καταβάθος – σκηνές της ζωής που δεν έχουν μεγάλη σχέση με το τοπίο εκείνο το γυμνό το γκρίζο των ελαιώνων με πίσω τους τη θάλασσα κι επάνω δεξιά τα καφετιά βουνά. – Ο οδηγός Βουκέφαλος οδηγούσε ήρεμα με μάτια κλειστά γνωρίζοντας το σκονισμένο δρόμο απέξω κι ανακατωτά –έστριβε πάντοτε εκεί που έπρεπε, χωρίς ποτέ να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του ή τη ζωή των επιβατών – ή την ασφάλεια του λεωφορείου στις απότομες πλαγιές και τους γκρεμνούς – και ξαφνικά η ατμόσφαιρα αλλάζει – ο ήλιος μαυρίζει, χάνεται, ένας άνεμος νοτιοδυτικός σηκώνει μια σκόνη φοβερή που ασπρίζει τα δένδρα της πλαγιάς – άσπρα σύννεφα του λεωφορείου θυμούνται τώρα χωρίς ειρμό διάφορες καταστάσεις ή σκηνές που έζησαν – πριν από πολλά χρόνια – ή πριν από μερικές ώρες μόλις – πριν αρχίσουν το μεγάλο αυτό ταξίδι που οδηγεί τον καθένα στη δουλειά του και στον προορισμό του ενόσω ο νους τους ταξιδεύει σ’ άλλη διάσταση – εκείνη των επιθυμιών – των πόθων των ελπίδων και των αναμνήσεων – που ξετυλίγονται σιγά-σιγά, όπως τα σχήματα της μεγάλης σκοτεινιάς που συσσωρεύονται στον ορίζοντα: και χάνονται για τον καθένα τα δένδρα και τα βράχια και γίνονται παλάτια και τόπος χλοερός, τα γυμνά βουναλάκια γεμάτα άχαρες πέτρες και άγονη γη: Η έλξη της γης κανονική – κρατάει τα όντα στην ισορροπία τους επάνω από την άβυσσο – του καιρού και του άπειρου διαστήματος.
Σ’ ΑΛΛΟ ΜΕΡΟΣ…
Πολλά χρόνια αργότερα βρίσκομαι στο σταθμό Πελοποννήσου με άσπρα μαλλιά στρατιώτης. Ο πόλεμος έχει ξεσπάσει. Όχι ο πόλεμος με γειτόνους – ένας πόλεμος αόριστος. Το μέτωπό του δεν είναι πουθενά κι όμως μας έχει περιζώσει ο εχτρός μ’ ένα στόλο από δίπατα μονόξυλα πλοία γεμάτα Γιαροσλάβους: έρχονται από παντού: πολλά, είναι και πετούμενα: οι φρουρές αντιστέκονται σε μεμονωμένα σημεία – οι περισσότερες, σε παλαιά τούρκικα και βενετσιάνικα κάστρα, εφ’ όσον ο «εχτρός» δεν έχει σύγχρονα όπλα, και παρόλο που μάχονται με κοντάρια, βέλη, σπάθες, ακόντια, σαΐτες, τόξα, πέτρες και το πολύ-πολύ κανέναν καταπέλτη, είναι τόσοι πολλοί που όσα κύματα κι αν θερίζονται από τα ταχυβόλα όπλα μας, εμφανίζονται αμέσως άλλοι. Οι Γιαροσλάβοι είναι αμέτρητοι: στην αρχή ξεχύθηκαν στον κόσμο άοπλοι. Τώρα έχουν κάτι πρωτόγονα μέσα: Η Ιταλία έπεσε: Η Αφρική είναι ζωσμένη. Ο ελληνικός στρατός αντιστέκεται απελπισμένα και ηρωικά: μα τα πυρομαχικά τελειώνουν – και σε λίγο θα είμαστε ίσοι προς ίσους. Ένας στους χίλιους. Οι σύμμαχοι αποκήρυξαν τη συμμαχία τους με μας κυρίως για να σώσουν το πετσί τους. Οι Γιαροσλάβοι βρίσκονται anteportas. Οι υδρογονοβόμβες δεν τους κάνουν καμιά αίσθηση. Είναι η φυλή που αναπτύχθηκε μέσα στη ραδιενέργεια, μετά το βομβαρδισμό της Κίνας και της Ρωσίας. Είναι άτρωτοι. Οι βόμβες απλώς εξολοθρεύουν τους λίγους εναπομείναντες «ευαίσθητους». Κι έτσι τα τρομερά αυτά μέτρα εγκαταλείφθηκαν αλλά είναι πια αργά: Η νέα φυλή είναι πανίσχυρη. Είναι και άτρωτη στις κοινές σφαίρες, γιατί το πετσί τους δεν αντιστέκεται μόνο στη ραδιενέργεια, μα είναι κι ανθεκτικό σαν ατσάλι. Κάθε Γιαροσλάβος είναι κι ένα μικρό τανκ. Μόνον όλμοι, οβίδες κι αντιαρματικές ρουκέτες τους κλονίζουν. Το ελληνικό ιππικό μάχεται με ηρωισμό. Αλλά οι Γιαροσλάβοι έχουν ζώσει την Τρίπολη – τον Πύργο – τη Ναύπακτο, τη Μονεμβασία, το Ναύπλιο. Η Κόρινθος είναι η τελευταία ελεύθερη βάση του ελληνικού στρατού.
Γέρο πια με στέλνουν εκεί – να με φάνε οι Γιαροσλάβοι ζωντανό: Γιατί καθώς είναι γνωστό είναι ανθρωποφάγοι: Και τους αρέσει πολύ το μαλακό ανυπεράσπιστο κρέας των «ευαίσθητων» - λαών – που αργοπεθαίνουν – πάνω στον πλανήτη –γη.
ΣΗΜ. Συνέβη να βομβαρδιστεί στο παρελθόν στρατιά Γιαροσλάβων με πυρηνικούς κώνους 1000 μεγατόνων. Μόνο όσοι έφαγαν τη μπόμπα στο κεφάλι διαλύθηκαν – και πάλι όχι εντελώς. Εκείνοι που ήταν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου – όχι μόνον δεν έπαθαν τίποτα – αλλά έτρεξαν να πάρουν ένα λουτρό ραδιενέργειας που τους κάνει φαίνεται «καλό»
ΜΕ ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ… (omniaexnihilosunt)
Η νύχτα έπεφτε στην Αθήνα όπως και στις άλλες πόλεις του κόσμου.Μια γυναίκα με πράσινο φόρεμα στεκόταν στη γωνιά του δρόμου του παλατιού. Από μακριά φαινόταν νέα με πολλά μαύρα μαλλιά, αλλά από κοντά ήταν γριά. Δεν ήξερα καθόλου ποιος ήμουν και πού πήγαινα. Είχα έρθει εδώ το πρωί για πρώτη φορά. Κι όμως ζούσα εδώ από χρόνια. Ζούσα εδώ από χρόνια κι όμως δεν ζούσα εδώ. – Είχα φτάσει εκείνο το πρωί εκείνο το πρωί στις εφτά και οχτώ λεπτά στις αφίξεις της αφετηρίας της Ολυμπιακής Αεροπορίας στην πλατεία Συντάγματος (οδός Όθωνος 10 για την ακρίβεια). Είχα φτάσει εκεί το πρωί ολομόναχος. Κανένας εκτός από την αστυνομία δεν ξέρει ποιος είμαι. – Κι όμως μπροστά μου ήταν ένας άνθρωπος που περίμενε εμένα. Με περίμενε από χρόνια. Με περιμένει τώρα. Με περίμενε κι όμως δεν ήξερε ποιον περίμενε. Μου έκανε ένα νεύμα και μπήκαμε σ’ ένα ταξί. «Πού πάμε;». Όπου θέλετε απάντησε. – Όπου θέλετε σήμαινε σ’ ένα μέρος μονάχα. Σ’ ένα μέρος που ήξερα από χρόνια. Μια κλινική για τα νεύρα.
Όπως και στις άλλες πόλεις του κόσμου η νύχτα έπεφτε και στην Αθήνα.Αλλά τι σημαίνει αυτός ο θόρυβος, αυτό το βουητό; Μήπως είναι τα αυτοκίνητα μήπως είναι άλλου είδους τρομάρες μήπως είναι μεγάλα πορτοκάλια που κυλούν στις κατηφορικές λεωφόρους και πέφτουν με ορμή πλοίου που εμβαπτίζεται ναυπηγημένο, πετώντας δεξιά και αριστερά πελώριους πίδακες που γίνονται σιγά-σιγά κύματα – ορθογώνια τρίγωνα επάνω στην οριζόντια επιφάνεια γαλήνης – οριζόντιο για μικρά μόνο διαστήματα – για μεγαλύτερα – μια καμπύλη, ένα τόξο, μια σφαίρα, μια μπάλα νερού.
Στις επάλξεις της νύχτας στεκόμουνα και δίπλα μου ο άλλος εκείνος, ατός που δεν ήξερα, που δεν με ήξερε.Ο άγνωστος άνθρωπος που ήμουνα γι’ αυτόν, ήμουνα και για μένα. Από το μηδέν ξεκινώ και στο μηδέν ξαναπάω. Σιωπή, ουρλιαχτό, και πάλι σιωπή. Ο άγνωστος πλησιάζει τα δόντια του στο λαιμό μου. Θέλει να ρουφήξει το αίμα μου, θέλει να μου το πιει. Δράκουλας αλλά δεν είναι εκείνος, είναι άλλος ένας, αυτός που του μοιάζει χωρίς να ’ναι αυτός. Ετοιμάσου για τον Άγιο Φραγκίσκο μου ψιθυρίζει. Είσαι άγγελος της κολάσεως, έτσι δεν είναι; του λέω. Σιωπή παγερή, σιωπή γεμάτη αγκάθια σιωπή από άγρια πρόσωπα και κόκκινα μάτια –σιωπή – Σιωπή θα τα πω στον πλάστη όλα, για να μάθεις να φέρεσαι να μάθεις να είσαι συνεπής και ορθόδοξος. Αντίο – φεύγεις αλήθεια; Αμ τι νόμιζες; φεύγω!
Για πάντα; Για πάντα – Αντίο, αντίο, αντίο.
Omniaexnixilosunt
Κι ο Γιάννης Τσαϊκόφσκι… (πρόσωπα μυθιστορήματος: νεοφασίστες κ.λπ.)
Ο ήλιος είναι το κεφάλι ενός κοκκινολαίμη που προβάλλει πάνω από τον άσπρο βραχίονα μιας μελαχρινής Ολλανδέζας που κάνει ηλιοθεραπεία πάνω στο περβάζι ενός παραθυριού μιας εκκλησιάς ασβεστωμένης πίσω από ένα δένδρο πάνω από ένα γκρεμνό όπου ξεσπούν τα κύματα της καλοκαιρινής θάλασσας στους βράχους ή στις ακρογιαλιές του νησιού όπου παραθερίζει κι όπου ελπίζει να συναντήσει κάποιον που θα της αρέσει αρκετά για να του δοθεί ύστερα από έναν περίπατο νυχτερινό όταν δήθεν τυχαία θα τους φέρουν τα βήματά τους σε μέρος κατάλληλο γι’ αυτό που σχεδιάζουν και οι δυο στο μεταξύ νομίζοντας πως ο άλλος είναι απλό όργανο της πονηριάς τους, ενώ στο βάθος το ίδιο θέλουν κι οι δυο τους –χωρίς να το ομολογούνε ο ένας στον άλλον – αλλά όπως δυο παιδιά που ενώ παίζουν κρυφτό ξέρουν πολύ καλά πού βρίσκονται – έτσι κι εκείνοι προσποιούνται ότι δεν ξέρουν πού θα τελειώσει όλη τούτη η ιστορία σε λίγο – όπως δυο άλογα όταν τρέχουν το ένα δίπλα στο άλλο στα νιοθερισμένα χωράφια μιας πλαγιάς δίχως καβαλάρη –αλλά- οδηγημένα από το ένστικτό τους στο σημείο του λόγου όπου έχει σταματήσει η πυρκαγιά – και ο καπνός που τα τυφλώνει αραιώνει και σκορπάει σιγά-σιγά όπως η άχνα η πρωινή.
… ΩΣΤΕ ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ…
Κι ήταν σαν να είχε χάσει ξαφνικά τον ήχο του ο κόσμος: καμπάνες χτυπούσαν χωρίς ν’ ακούγονται, στόματα μιλούσαν αλλά δεν άκουγες τι λέγανε – κάρα ανέβαιναν στις ανηφόρες σιωπηλά, χωρίς να τρίζουνε οι ρόδες τους – σφυριά πέφτανε άηχα στ’ αμόνια, κύματα ορθώνονταν και σπάγανε πάνω στους βράχους χωρίς το βούισμα των υδάτων – γυναίκες βογκούσαν σιωπηλά και ξεφώνιζαν κι αναστέναζαν άφωνες φωνές κάνοντας έρωτα – σκυλιά άνοιγαν τις μουσούδες τους αλλά κανένα γαβγητό δεν ερχόταν στ’ αυτιά μας: η μεγάλη κουφαμάρα είχε πέσει πάνω μας σαν λεπίδι – κόβονας τα νήματα – βροντές χαλούσαν τον κόσμο σ’ άλλη διάσταση, κανονιές, ποτάμια αγριεμένα, ραπίσματα βροχές στα παραθύρια – σοφές διαλέξεις, λόγοι ρητορείες, αποστροφές, σάλπιγγες, αγγελίες
Από πού; Κι ως που;
«Το τρένο αυτό δεν κουβαλάει νερό,
Οι ρόδες του είναι από λάστιχο
και συνθλίβουν τις γραμμές
Ανάμεσα στο δείχτη και τον αντίχειρά τους…»
Ο άνθρωπος που μιλούσε φορούσε ένα μαύρο βελούδινο παλτό μ’ ένα φιόγκο κίτρινο μεταξωτό – μακρύ μαύρο μαλλί που έπεφτε στο μέτωπό του ψιλό ψιλό μουστάκι και δυο μάτια μαύρα και γυαλιστερά που πέταγαν φωτιές χωρίς να το θέλουν.
«Το τρένο προχωράει με αέρα που εκτοπίζει το φουγάρο του. Το τρένο σέρνει πίσω του δεμένο μ’ ένα σπάγκο ο γίγαντας (άνθρωπος) και το τραβάει όπως τραβάνε τα παιχνίδια τα παιδιά. Το τρένο θα σταματήσει κάποτε αλλά τότε θα είναι πολύ αργά. Το τρένο είναι η ουρά του νυφικού της νύφης των ανέμων που ανεμίζει όταν περνάει δίπλα μας απαρατήρητη…»
Ο άνθρωπος που μιλούσε φορούσε ένα κοστούμι κάτασπρο από ταφετά μ’ ένα μαύρο ασημένιο φιόγκο από πλεκτό υφαντό άσπρο μαλλί που έπεφτε λίγο κιτρινισμένο στη ράχη του με γενάκι μυτερό με δυο μάτια γαλανά σαν ξεπλυμένος ουρανός που άφηναν να τρέξει πού και πού ένα οπάλινο δάκρυ σαν κρυστάλλινο σύννεφο.
«Πίσω από αυτό το τρένο αρχίζει το κενό – μαζεύεται όπου περνάει σε μικρές λιμνούλες που ενώνονται σιγά σιγά και αναιρούν το χώρο – όπου περνάει λοιπόν το τρένο αυτό αφήνει κενό αναιρεί τα δένδρα του τοπίου στον ορίζοντα, τους λόφους, τα σπιτάκια, τους δρόμους, τα χωράφια, τα βουνά – και προχωράει χωρίς να ξέρει που πηγαίνει το τρένο της καρδιάς – σαν ατμομηχανή που σφύζει κι εκτοξεύει ατμούς που σβήνουν το φεγγάρι…»
Ο άνθρωπος που μιλούσε ήταν γυναίκα:
[ΠΗΓΗ: Νάνος Βαλαωρίτης, Ο ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟΣ ΓΑΛΗΝΕΥΤΗΣ, εκδιηγήσεις, Ύψιλον/ βιβλία 1981]
[Ο ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟΣ ΓΑΛΗΝΕΥΤΗΣ γράφτηκε την τετραετία 1963-67. Όπως η ανακάλυψη της πυρίτιδας, όπως η ανακάλυψη του έλικα από έναν γραφιά στο λιμάνι της Βουλώνης κατά τους Ναπολεόντιους πολέμους, που παρατήρησε ότι η πρυμναία αυλάκωση του νερού στο πέρασμα ενός πλοίου σχημάτιζε ένα οκτώ, έτσι κι εγώ ανακάλυψα τον ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟ ΓΑΛΗΝΕΥΤΗ κοιτάζοντας τους ιριδισμούς ενός ιστού αράχνης. Το πλαίσιο του γραψίματος είναι φασματικό. Περιέχει όλο το ουράνιο τόξο της γραφής όπως θα απλώνονταν σ’ έναν χώρο ομοιόμορφο… Την εποχή εκείνη προσπαθώ να απαγγιστρωθώ από το μοντερνισμό, δηλαδή το χωρισμό μορφής και περιεχομένου, αναζητώντας μιαν ενοποίηση του γραψίματος με εκτεταμένη επιφάνεια που να καταλύει το ειδικό θέμα σε μια συνεχή αναθεματογράφηση: η μια ιστορία συνεχίζει την άλλη χωρίς να την συνεχίζει και γίνεται έτσι προδρομική της σημερινής φάσης που διασχίζει η ποίηση στη Δύση… - από το οπισθόφυλλο του βιβλίου]