Αν είναι να πεθάνουμε για την πατρίδα και να διώξουμε τη ξένη ακρίδα, εν οίδα ότι ουδέν οίδα, ω Άγγλε ευπατρίδα!!! Κι όμως ο Μανούσος Φάσσης δεν ήταν διόλου τυχαία περίπτωση. Την εποχή που εμείς ασχολούμασταν με τις συλλογές αστέρων και ποδοσφαιριστών και αγοράζαμε μετά μανίας καραμέλες «Σαρλώ- Κατσούρα», την εποχή εκείνη, λοιπόν, ο Μανούσος διάβαζε Νέα Εστία και Μακεδονικές Ημέρες και είχε δει Τα Δημιουργηθέντα Συμφέροντα του Υάκινθου Μπεναβέντε στο Βασιλικό Θέατρο… Φυσικά σε μας δεν έλεγαν και σπουδαία πράγματα όλα αυτά… Πρέπει να ήταν εκεί γύρω στα 1938 που ανακάλυψε την καταπληκτική του ευχέρεια να σκαρώνει στίχους, να πλέκει ταιριαστές ομοιοκαταληξίες και να συναρμολογεί στο άψε-σβήσε ένα ποίημα για τη γραβάτα κάποιου καθηγητή μας, για τη γιορτή της αποταμιεύσεως ή για μια νίκη των τσικό του ΠΑΟΚ… Εκμεταλλευόμενος το τάλαντό του αυτό, έφτασε, ο διάβολος, στο μάθημα των νεοελληνικών να μη γράφει έκθεση αλλά να ξεπετά τρία-τέσσερα τετράστιχα και να τελειώνει σε δέκα λεπτά, εκεί που εμείς ιδροκοπούσαμε μια ώρα… Όλα όμως είχαν ξεκινήσει από μια 25η Μαρτίου, όπου έπρεπε μετά τον καθηγητή που θα μας ταλαιπωρούσε με τον καθιερωμένο δεκάρικο της ημέρας να εκφωνήσει κι ένας μαθητής ένα σύντομο λογύδριο, σύμφωνα με τις πρωτοποριακές αντιλήψεις του σχολείου μας, στο οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, είχε γυμνασιαρχεύσει ένας Αλέξανδρος Δελμούζος… Να πω εγώ ένα ποίημα, προσφέρθηκε ο Μανούσος όταν προέκυψε πρόβλημα επιλογής του ομιλητή… Φυσικά, δεν νομίζω ότι ο αναγνώστης θα έχει την αξίωση να θυμηθώ λέξη προς λέξη, το επίμαχο εκείνο, μακροσκελέστατο άλλωστε, στιχούργημα, αλλά κάποιοι στίχοι επιπολάζουν ακόμη στο τέλμα των χρόνων:
Και μπρος στα τείχη στέκεται
-ξενάκι είναι και βρέχεται –
ο ποιητής ο Βύρων
φλεγματικός και είρων.
-Έλληνες, πάρτε τ’ άρματα
τσακίστε τα καθάρματα.
Και ηγούμενος σαράντα ανδρών
ο ηγούμενος Παλιαών Πατρών
του λέει:
-Αν είναι να πεθάνουμε για την πατρίδα
και να διώξουμε την ξένη ακρίδα
εν οίδα ότι ουδέν οίδα
ω Άγγλε ευπατρίδα!
Και το αποκορύφωμα, που έκανε το Γυμνασιάρχη μας να σηκωθεί από τη θέση του πελιδνός και εκτός εαυτού να κραυγάζει: «Ε!, όχι πλέον και μέχρις εκεί»:
Κι αυτός φωνάζει: «Δέσποτα
παρ’ τα σκυλιά τ’ αδέσποτα»
Αλλά έχω έτοιμο κι άλλο αριστούργημα… Άκου μονάχα τους τελευταίους στίχους για να καταλάβεις:
Και οι κοπελιές οι άπονες
ερωτεύτηκαν τους Ιάπωνες
δεν μπόρεσε να τους δονήσει η
φωνή που βγάζαν οι Ινδονήσιοι!..
[εισαγωγική ενότητα από το δοκιμιακό σχεδίασμα του ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ «Ο Ποιητής Μανούσος Φάσσης, Η ζωή και το έργο του – μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης – εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ 1987 – με ΚΛΙΚ η συνέχεια του σχετικού πονήματος – ARTbySebastianGuerrini]
Ο Μανούσος δεν δίσταζε να λέει τη γνώμη του φανερά, να επαινεί ή να θάβει, αλλά συνηθέστατα απαντούσε με το γνωστό του εύσχημο τρόπο: αντί επιστολής ένα στιχούργημα. Ανθολογώ μόνον ένα δείγμα, σταλμένο στο νεαρό τότε και παραδειγματικά σεμνό ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου, σαν απάντηση στη συλλογή του ΑΙΧΜΕΣ:
Ω Ποιητή και ω Εραστη σε κράζω
ως κράζει η λέαινα τον άγριο σκύμνο.
Στο στίχο το γρανίτινο υψώνω ύμνο,
στην Παναγιά της Λούρδης κεριά τάζω
Λόχμες, αιχμές, αχμάκηδες, χαχόλοι,
σ’ αχαμνά χαχάμηδων χαμψίνια,
αχρείοι χάνοι και χολερικά χαμίνια.
Μες στο χαμάμ των χανούμ χάσκουν οι κώλοι.
Άσε τους κίναιδους και τον πολλά χεσμένο
λαό σου, βάρδε της δόλιας ρωμιοσύνης.
Τσάρε του στίχου, λιοντάρι της Ασίνης,
δωρικό μπουζούκι στο σπέρμα βαφτισμένο.
Όρθια ΑΙΧΜΗ στη μήτρα κάθε δούλου
περνά και βόγκει ο Μέγας Τηλεβόας:
Άρατε πύλας τσόγλανοι! Κράζει ο βόας,
ο κροταλίας, ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ.
Παραθέτω αποσπάσματα κι από το ποίημα ΧΑΙΡΕ Ω ΧΑΙΡΕ που ο Μανούσος έγραψε για τον ποιητή του ΦΡΕΑΤΟΣ με τις ΦΟΡΜΙΓΓΕΣ Δημήτρη Παπαδίτσα, αποδεικτικό της μεγάλης εκτίμησης και του θαυμασμού που έτρεφε ανέκαθεν γι’ αυτόν:
Γεια σου Δημήτρη,
Εσύ της πόρνης ποίησης στίψε το σάπιο χυμό
και σπάσε τα διάφανα κρούσταλα
με το γρανίτη της φωνής σου!
……………………………..
Ακόμη της ίδιας εποχής είναι κι ένα του ποίημα αφιερωμένο σε μένα, που γι’ αυτό βέβαια δεν το κρίνω ανθολογήσιμο, αλλά για ορισμένους λόγους δεν μπορώ να μην μεταφέρω εδώ μερικούς στίχους:
Μανόλαρε, Μανόλαρε
τ’ άγριο σου λάσο αμόλαρε
Αν είσαι εσύ Κρητίκαρος
κι εγώ μικρή πεταλουδίτσα,
αχ τόση δα, αχ τόση δα,
με μαδημένα τα φτερά
από τον Παπαδίτσα,
υπήρξα κάποτε κι εγώ του στίχου Ίκαρος.
Λίγα αποσπάσματα και από την ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΙΜΕΡΩΝ, που είναι μια ολόκληρη σειρά ελεγείων αφιερωμένων στον ποιητή του ΜΑΞ Τάκη Σινόπουλο και αναδύουν εκ περισσού μιαν αδιαφιλονίκητη εκτίμηση στο έργο και την πολιτεία του τόσο σημαντικού αυτού νεοέλληνα ποιητή:
Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΙΜΕΡΩΝ (Άσμα πρώτον)
Πώς θα περάσουν πάλι κι άλλα καλοκαίρια
στου Σβίγγου, στο Μαρούσι, στη Ναζλή.
Α, τέτοια ατέρμονη καμπύλη πλέον ας λει-
ψει, μες τη ρουφιανιά και τη μιζέρια.
Χρόνια ταξίδεψες διψώντας κάποιο γράμμα
από τον άγνωστο Μεγάλο Αποστολέα
και τώρα που ’χεις παρακάμψει το Μαλέα
κείτεσαι μες τη λήθη – άχρηστο πράμα
(ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ – ΗΡΩΙΚΗ και ΗΜΙΠΕΝΘΙΜΗ)
Σκαρφάλωσα στο Μύτικα
κι είπα τραγούδια εαμίτικα
(άλλο να γράφεις Canto
κι άλλο να σου λένε: κάν’ το)
Δεν έχει για μας Ύδρα ή Μυκήνες,
δεν σχεδιάζεις πια κεφάτες κρουαζιέρες
(στου δωματίου σου τις κάτω εταζέρες
τα ριμιφόν με τις στρεπτομυκίνες)
Χιλιάδες όνειρα σαν κομφετί λιωμένα.
Ψάχνεις τη στάχτη: φίλε μου τι βρήκαμε;
Μια τακτοποίηση έντιμη στο ΙΚΑ με
χιλιάδες ένσημα στο βιβλιάριο κολλημένα.
(ΠΑΡΟΔΟΣ – ΕΙΣΟΔΟΣ ΨΥΧΑΜΟΙΒΩΝ)
Τουίνγκη – Τουίγκη
σε θέλω δίχως ξύγκι
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Και τώρα που η στερνή ώρα σιμώνει
(το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη)
θα πεις: εντ γκουντ ολ γκουντ – ή βερυ φάνυ
μ’ αξιοπρέπεια πάντα κρατώντας το τιμόνι
Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΙΜΕΡΩΝ (Άσμα δεύτερον)
Πάλι στο στίχο και στη λύρα – αδέλφια δίδυμα-
θ’ αφήσω την καρδιά μου να ξεσπάσει:
για τον ποιητή του Πύργου που ’χει χάσει
δέκα κιλά στην κατοχή από πείνης οίδημα.
Αχ, πόσο νέοι, σχεδόν παιδιά, και χρόνια δύστυχα,
στων συνοικιών να σεργιανούμε τα σοκάκια,
να ερωτευόμαστε το Μαρικάκι και την Κάκια
να στέλνουμε στα επαρχιακά τα φύλλα δίστιχα.
Τι Πύργος τάχα και τι Περισσός; Και ποια είναι η Ιθάκη;
«Το ωραίο ταξίδι σ’ έδωσε…». Α, τι ειρωνεία!
Ξέφτια τα νιάτα σου στα βρωμερά τα καφενεία
παρέα με κάποιον Αργυρίου κι έναν Μουζάκη.
ΕΠΙΚΛΗΣΗ
Σινόπουλε, Σινόπουλε
πάμε στην Τρίπολη όπου λε-
λέκια τραγουδούνε στα άγια χώματα
με τον Σαββόπουλο και με την Χωματά
Να φύγω που; Να πάω που; -Γαμώτο!
Δε συνεχίζεται η ζωή με μισό αρχίδι.
Στερνή χαρά: να γίνω υποσημείωση, στου Σαββίδη
κάποια παράδοση, με κάποιο στίχο μου για μότο.
Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΙΜΕΡΩΝ (Χορικό)
Πόσα χρόνια πέρασα
κι άσπρισα και γέρασα
μέσα στο συνοικισμό
με των λογίων τον εσμό
Γνώρισα και γνώρισα
κι αγάπησα και χώρισα
και μηδενικά κι αξίες
-κίναιδους και αιδοιολειξίες.
Γλέντησα και γάμησα
-μα τώρα φτάνω στα μισά-
κι απ’ την πολλή κατάχρηση
έβγαλα και τη χρυσή.
Ποιητές δε ζήμιωσα.
Πόνεσα απ’ τους γυμνοσα-
λιάγκαρους τους κριτικούς
και του Αργυρίου τα κους-κους
Έπαψα πια να βαυκα-
λίζομαι με Πάουντ και Κάφκα.
Ήρθε ο καιρός του κορεσμού
γυρνάω κι εγώ στις ρίζες μου.
Το ’ριξα πια στον μπεζαχτά
πλακώνουν χρόνια δίσεχτα
ΙΚΑ, ΤΕΒΕ και ΟΓΑ
(κι έκοψα τα βρωμόλογα)
Γεια και χαρά σας φίλοι μου,
σ’ αυτά τα χρόνια του λιμού.
Πάλι από μια ζήση μέτρια
κάλλιο Βακαλό κι Ερέτρια
«Ο άνθρωπος φεύγει, το Έργο μένει». Η αδυσώπητη αυτή αλήθεια, που μέσα σε τέσσερις μόνο λέξεις σμίλεψε η μεγαλοφυΐα του Σαίξπηρ, μου έρχεται αναπόφευκτα στο νου, τώρα που ήρθε η ώρα να μιλήσω και για το έργο του Μανούσου Φάσση… Μιλώντας γενικά, θα ’λεγα ότι το ποιητικό έργο του Φάσση είναι όχι μόνο έξω από το περιρρέον κλίμα της εποχής μας, αλλά θεληματικά, προκλητικά θα ’λεγα, το σνομπάρει όταν δεν το χλευάζει ή δεν το λοιδωρεί.
Για μένα η Ποίηση είναι η Κορυφαία Εκδήλωση της Ανθρώπινης Πραγματικότητας. Είναι το θείο δώρο, το προορισμένο από την ανθρώπινη φύση για εκλεκτούς και σπάνιους εκπροσώπους του είδους Άνθρωπος, που με τη σειρά τους προορίζονται να παρηγορήσουν την Ανθρωπότητα, να γίνουν οι ταγοί της, οι σεισμογράφοι των καιρών τους… Τι έχει άραγε υποπτευθεί απ’ όλα αυτά ο Μανούσος Φάσσης; Τι έχει διδαχθεί; Τι έχει αφομοιώσει; Θα ’λεγα, με το χέρι στην καρδιά: τίποτε απολύτως…
Σαν παράδειγμα προς αποφυγήν θα παραθέσω εδώ μια τριλογία με το γενικό τίτλο ΤΟ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ – ένα σουξέ της εποχής, που βόλεψε συναισθηματικά το μεγαλύτερο μέρος της τάξης μας και εμένα ειδικότερα με βοήθησε αποφασιστικά στην ερωτική μου πρόσβαση προς μια πανέμορφη εβραιοπούλα:
Το ρομαντικό τρίπτυχο –Ι-
Θα ’ρθει μια μέρα που θα κλαις δίχως να ξέρεις το γιατί
Δίχως να θες θα σε καλεί πίσω του χρόνου η τύψη
Κι ίσως μου γράφεις κάποτε για τη φιλία μας αυτή
Και για το πόσο την πικρή καρδιά μου είχεις θλίψει.
Θα μου θυμίσεις τις καλές μέρες που ζήσαμε μαζί
Τα λόγια που δεν είπαμε κι ας χτύπαγε η καρδιά μας
Και μες στην κρύα σου κάμαρα το είναι σου όλο θ’ αναζεί
Το σούρπο που χωρίσαμε και τη στερνή ματιά μας.
Κι εγώ, που τόσο απέραντα σ’ αγάπησα κι αθώα πολύ
Δίχως ποτέ, γυναίκα ωραία, τίποτα να ζητήσω
Θα προσπεράσω αθόρυβα κι ας η καρδιά μας αναπολεί
Όσα περάσαν κι έσβησαν στο θρο του χρόνου πίσω.
–ΙΙ-
Μια μέρα θα φύγω μακριά σου και τίποτε πια δεν θα μείνει
Μονάχα η βουβή νοσταλγία πως κάποτε σ’ είχα αγαπήσει.
Η μνήμη των χρόνων εκείνων που αστόχαστα τόσο πέρασαν
Όλα θα σβήσουνε μόνα τους σαν να μην τα είχαμε ζήσει.
Έτσι περνούνε κι οι μέρες, τα χρόνια περνούνε και φεύγουν
Θα ’ρθουνε κι άλλα φθινόπωρα κι άλλοι χειμώνες θα ’ρθουνε.
-Γιατί να πιστέψεις μια λέξη σε κάποιο μεθύσι μια νύχτα
Το ξέρεις τα λόγια τα μάταια πόσο φριχτά ξεγελούνε.
Όμως εγώ πια θα φύγω, ντυμένος μια θλίψη καινούργια
-Τα χείλη σου απόψε, τ’ αφίλητα, τα ’χω βαθιά μου ποθήσει….
–ΙΙΙ-
Έτσι μχωρίσαμεν απλά κι ανώδυνα ένα βράδυ
Δυο σιωπηλοί, ρεμβαστικοί κι αμέριμνοι εραστές.
Τα φύλλα πέφτανε χλωμά στου Νοέμβρη το σκοτάδι
Κι ήτανε ευγενική η στιγμή κι ήρεμη όσο ποτές
Της έπιασα τα χέρια αβρά, την κοίταα στα μάτια
Ένα παράπονο πικρό στα χείλη είχε ανεβεί.
Δυο λόγια ίσως να τραύλισα για ζήλιες για γινάτια
Μα είχε κι αυτή ως τα μέσα της πολύ συγκινηθεί.
Έριξε με μια κίνηση τα ωραία μαλλιά της πίσω
Κι εγώ τους ώμους σήκωσα μ’ αδιαφορία τρελή
Κι έναν σκοπό εσφύριξα δίχως πια να γυρίσω.
Ίσως κι αυτή δεν έστρεψε κι ας το ’θελε πολύ.
Ήταν καιρός, αληθινά, τα πάντα να τελειώναν
Κι ας ξέραμε πως τώρα πια μέναμε μοναχοί
Και μας προσμένει η σκοτεινιά, το ρίγος του χειμώνα
Κι ο δρόμος με τη σιγανή νοεμβριανή βροχή.
……………………………..
(Θε μου, τι φάρσα πάμφθηνη! Πόση φιλολογία!
Να, λίγοι στίχοι γύρναγαν στο νου μου περιττοί.
Ποιος ξέρει; Ίσως αρέσουνε σε καμιά αβρή κυρία
Μα, τούτο το τετράστιχο, βέβαια, ας μη διαβαστεί)
Κι ενώ όλοι σχεδόν οι ποιητές της εποχής του, αργά ή γρήγορα επιδόθηκαν στον ελεύθερο ή νεωτερικό στίχο, ο Μανούσος συνέχισε ως το τέλος της ζωής του να λιμνάζει στα τελματώδη νερά της ομοιοκαταληξίας και της έρρυθμης εκφορά του ποιητικού λόγου. Ιδού, εν κατακλείδι, ένα τελευταία δείγμα:
ΜΙΜΗΣΗ
Στο κάτω- κάτω της γραφής και μες τα δάκρυα να ταφείς
δε θα μπορείς τόσο βαθιά τη Μοίρα σου να θάψεις.
Κι ούτε και πρέπει ν’ απορείς –ξεκίνησες πολύ νωρίς-
κι όλα τώρα πιο δύσκολα, όσο πολύ κι αν κλαψεις.
Στο κάτω-κατω της γραφής, είναι κι αστείο να κλαίει κανείς
για ένα χαμένο του όνεειρο, για μιας ελπίδας ράκη
εκτός αν θες τόσο πολύ, ο πόνος σου ν’ αναπολεί
-με μια μικρή δόση χαράς- ίσως τον Καρυωτάκη
[ΠΗΓΗ: από το δοκιμιακό σχεδίασμα του ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ «Ο Ποιητής Μανούσος Φάσσης, Η ζωή και το έργο του – μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης – εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ 1987]