Κάνω πράξεις αριθμητικές μόνο και μόνο να γεννιούνται πάνω στο χαρτί ψηφία κι αναπάντεχοι αριθμοί που το νόημά τους μου διαφεύγει – και μετά κάθομαι κι ονειρεύομαι… Ένα ωραίο πρωί μου ’ρθε η έμπνευση πως, αν ήξερα να γράφω, θα μπορούσα να πω άλλα πράγματα από κείνα που σκεφτόμουνα, κι αμέσως άρχισα την προσπάθεια μ’ ό,τι μου είχε μείνει αποτυπωμένο στη μνήμη, γράμματα, συλλαβές, λέξεις. Μέσα σε πολύ μικρό διάστημα έκανα τεράστιες προόδους, γιατί δεν μου κρατούσανε πια το χέρι αλλά χρησιμοποιούσα το μολύβι για ό,τι μου κατέβαινε, χώνοντας ανθρωπάκια ή ψάρια ανάμεσα στα γράμματα, δένοντας χαρταετούς στην άκρη των λέξεων μ’ ένα μεγάλο σπάγκο όλο ζιγκ-ζαγκ. Περιττόν ειπείν ότι, αν κάποιος τρίτος – και κυρίως οι θειάδες μου – έβλεπε αυτά που έφτιαχνα, θα σήκωνε τους ώμους του, δε θα ’ξερε να με διαβάσει. Η σκέψη αυτή δε μου προκαλούσε αγανάχτηση, αλλά περηφάνια. Σιγά-σιγά άρχισα να πείθομαι ότι ο σκοπός της γραφής δεν ήτανε καθόλου αυτός που πίστευαν οι μεγάλοι (και τον οποίο η ομιλία θα τον κάλυπτε μια χαρά), αλλά το να καταγράφεις ιδέες που προορίζονται για τον εαυτό σου. Να σημειώνεις μυστικά. Τη μέρα που το σκέφτηκα αυτό ταράχτηκα τόσο πολύ, που άρχισα να γράφω κρυφά πάνω σ’ οτιδήποτε, πάνω στο χαρτί, πάνω στους τοίχους, με άγριο πάθος. Μου τραβήξανε τ’ αυτιά, μου ρίξανε χαστούκια, τίποτα εγώ. Κι όταν με ρωτήσανε: «τι είναι τούτες οι φρικτές μουντζούρες που κάνεις παντού και λερώνεις τα τραπεζομάντιλα, τις τουαλέτες, τα ντουλάπια μας;», εγώ συνέχισα τη δουλειά μου με περισσότερο ζήλο. Έπαιζα με τα μυστικά, αυτό κανένας δεν μπορούσε να το καταλάβει. Ήταν ένα παιχνίδι που με ξετρέλαινε – πρώτα-πρώτα γιατί μ’ ανάγκαζε να έχω μυστικά. Ύστερα να τους δίνω μορφή, σα να είχα σύντροφο, ένα φίλο, που μόνο εκείνος θα ήταν σε θέση ν’ αποκρυπτογραφήσει τα γερογλυφικά μου… [Αντέγραψα το κείμενο ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΜΑΘΑ ΝΑ ΓΡΑΦΩ του πολυγραφότατου, πολυτάλαντου και πολύτροπου υπερρεαλιστή Louis Aragon από το περιοδικό Η ΛΕΞΗ. Τη μετάφραση του κειμένου είχε κάνει ο Αντώνης Φωστιέρης, ο οποίος στο εισαγωγικό του σημείωμα υπογράμμιζε: «ο Louis Aragon προσπάθησε να συνδυάσει την παράδοση με το μοντερνισμό, το λυρισμό με το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, το παράλογο με την κριτική στάση. Με ΚΛΙΚ στην εικόνα του Anakinη συνέχεια της γλαφυρής αφήγησης ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΓΡΑΦΩ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤA):
ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΓΡΑΦΩ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ (από το περιοδικό Η ΛΕΞΗ τεύχος 9)
Το ξεκίνημα το δικό μου… Πολύ γρήγορα έμαθα να διαβάζω – σύμφωνα με το απλοϊκό περιεχόμενο που δίνουμε σ’ αυτό το ρήμα. Δηλαδή ν’ αναγνωρίζω τα γράμματα, να τα συνδυάζω, να ξεχωρίζω τις λέξεις, να βγάζω κάποιο νόημα, να καταλαβαίνω τι λέει το γραφτό και να το ανακοινώνω στους άλλους, πράγμα που προκαλούσε έκπληξη και σε μένα τον ίδιο. Όταν όμως μου βάλανε ένα μολύβι στο χέρι και προσπαθήσανε να μου δείξουνε πώς να το κρατάω, πώς να τραβάω γραμμές, κι όλα τα σχετικά, τότε επαναστάτησα.
Αρνιόμουν να δεχτώ τη σκοπιμότητα αυτών των ασκήσεων, μου ήταν αδύνατο να συμβιβαστώ με την ιδέα πως, επειδή διάβαζα - με δυσκολία ακόμα, είν’ αλήθεια – ό,τι έγραφε κάποιος άλλος κι ένοιωθα περήφανος που μπορούσα να διακρίνω ένα λιοντάρι να βγαίνει από 8 γράμματα, κάτι τέτοιο σήμαινε αυτόματα πως έπρεπε ν’ απαντήσω οπωσδήποτε στο γραφτό με γραφτό, πως έπρεπε να γράψω κι εγώ. Βάλανε τα δυνατά τους να μου εξηγήσουν το γιατί, αλλά εμένα μου φαινότανε παράλογο, τη στιγμή μάλιστα που μπορούσα να μιλήσω, να πω τη λέξη ΛΙΟΝΤΑΡΙ, ακόμα και να μιμηθώ τις κινήσεις, τη βιαιότητα και το μούγκρισμα του λιονταριού, όπως το ’χα δει μια φορά στο ζωολογικό κήπο. Ποιος ο λόγος να το γράψω, αφού το ήξερα ήδη;
Αυτό ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο που βρίσκανε μπροστά τους όσοι θέλανε να με διδάξουνε γραφή. Εμπόδιο σχεδόν αξεπέραστο- τόση ήταν η επιμονή μου. Όλους εκείνους που κάνανε το κουφό σε ό,τι τους έλεγα (πράγματα αυτονόητα για μένα), τους θεωρούσα ηλίθιους. Έκρυβα τα μολύβια μου ή τα πετούσα απ’ το παράθυρο. Στο τέλος παραιτηθήκανε απ’ την προσπάθεια και η μητέρα μου έλεγε πως η κατάσταση είναι τρομερή: ήμουν ένα παιδί που δε θα μάθαινε ποτέ να γράφει! Εγώ δεν έδινα σημασία. Καθόμουν και υπαγόρευα στις δυο θειάδες μου ό,τι μου πέρναγε απ’ το μυαλό, κι έβλεπα πως τα ορνιθοσκαλίσματά τους μπορούσανε να δώσουνε μετά σ’ έναν τρίτο με μεγάλη ακρίβεια όσα είχα πει. Έτσι, η προφορική κουβέντα μου φαινότανε πως αρκούσε.
Όταν σταματήσανε να με πιέζουν για το γράψιμο, άρχισα να περνάω ατέλειωτες ώρες μοναχός μου, νιώθοντας να με βαραίνει η απόρριψη και η θλίψη των άλλων. Βρήκα την ευκαιρία να σκέφτομαι και να λέω μεγαλόφωνα τις σκέψεις μου, όταν δεν βρισκόταν κανένας γύρω να με ακούσει. Θυμάμαι πόσο θαυμάσια μου φαινότανε η ταύτιση αυτών που ήθελα να πω μ’ εκείνα που έλεγα, πράγμα που μεγάλωνε την περιφρόνησή μου για το γράψιμο. Μιλώντας με τον εαυτό μου συνήθισα να του κάνω ερωτήσεις και να μου δίνει απαντήσεις. Πολλές φορές οι ερωταποκρίσεις μου ήταν παράξενες, κι αυτό μου άρεσε. Γιατί – σας ρωτάω -, ποιος ο λόγος να λέμε αυτά που ξέραμε και πριν να τα πούμε; Έτσι μου ήρθε η ιδέα να εφευρίσκω τις απαντήσεις. Θα ’μουν τότε 6 χρονώ.
Κατά τον ίδιο τρόπο μου γεννήθηκε ένα είδος περιφρόνησης για τις θειάδες μου, που καταγράφανε με απόλυτη πιστότητα όσα τους έλεγα, αντί να γράφουν άλλα πράγματα – όπως θα ’κανα εγώ στη θέση τους, αν ήξερα δηλαδή να γράφω. Λόγου χάρη, αν τους έλεγα ότι χάθηκε το μικρό άσπρο σάλι της γιαγιάς, αυτές οι ανόητες δε θα περνούσε ποτέ απ’ το μυαλό τους να γράψουνε το μικρό κόκκινο σάλι ή το μεγάλο πράσινο σάλι. Όχι, αυτές δεν βλέπανε πιο πέρα απ’ την άκρη της γλώσσας μου. Ένα ωραίο πρωί μου ’ρθε η έμπνευση πως, αν ήξερα να γράφω, θα μπορούσα να πω άλλα πράγματα από κείνα που σκεφτόμουνα, κι αμέσως άρχισα την προσπάθεια μ’ ό,τι μου είχε μείνει αποτυπωμένο στη μνήμη, γράμματα, συλλαβές, λέξεις. Μέσα σε πολύ μικρό διάστημα έκανα τεράστιες προόδους, γιατί δεν μου κρατούσανε πια το χέρι αλλά χρησιμοποιούσα το μολύβι για ό,τι μου κατέβαινε, χώνοντας ανθρωπάκια ή ψάρια ανάμεσα στα γράμματα, δένοντας χαρταετούς στην άκρη των λέξεων μ’ ένα μεγάλο σπάγκο όλο ζιγκ-ζαγκ. Περιττόν ειπείν ότι, αν κάποιος τρίτος – και κυρίως οι θειάδες μου – έβλεπε αυτά που έφτιαχνα, θα σήκωνε τους ώμους του, δε θα ’ξερε να με διαβάσει. Η σκέψη αυτή δε μου προκαλούσε αγανάχτηση, αλλά περηφάνια. Σιγά-σιγά άρχισα να πείθομαι ότι ο σκοπός της γραφής δεν ήτανε καθόλου αυτός που πίστευαν οι μεγάλοι (και τον οποίο η ομιλία θα τον κάλυπτε μια χαρά), αλλά το να καταγράφεις ιδέες που προορίζονται για τον εαυτό σου. Να σημειώνεις μυστικά. Τη μέρα που το σκέφτηκα αυτό ταράχτηκα τόσο πολύ, που άρχισα να γράφω κρυφά πάνω σ’ οτιδήποτε, πάνω στο χαρτί, πάνω στους τοίχους, με άγριο πάθος. Μου τραβήξανε τα’ αυτιά, μου ρίξανε χαστούκια, τίποτα εγώ. Κι όταν με ρωτήσανε: «τι είναι τούτες οι φρικτές μουντζούρες που κάνεις παντού και λερώνεις τα τραπεζομάντιλα, τις τουαλέτες, τα ντουλάπια μας;», εγώ συνέχισα τη δουλειά μου με περισσότερο ζήλο. Έπαιζα με τα μυστικά, αυτό κανένας δεν μπορούσε να το καταλάβει. Ήταν ένα παιχνίδι που με ξετρέλαινε – πρώτα-πρώτα γιατί μ’ ανάγκαζε να έχω μυστικά. Ύστερα να τους δίνω μορφή, σα να είχα σύντροφο, ένα φίλο, που μόνο εκείνος θα ήταν σε θέση ν’ αποκρυπτογραφήσει τα γερογλυφικά μου. (Το σωστό είναι, βέβαια, ιερογλυφικά. Αλλά η μητέρα μου έλεγε ιερογλυφικά κι εγώ άκουγα γερογλυφικά, όπως τη λέξη ξενοδοχείο μέχρι 12 χρονώ την έγραφα ξένο δοχείο. Παραγκωνισμένη ποίηση της γλώσσας. «Μονοπάτια» της δημιουργίας των λέξεων). Γι αυτό το φίλο λοιπόν που έγραφα τα μυστικά μου και που μόνο εκείνος θα μπορούσε να μου απαντήσει, έβαλα τα δυνατά μου να μάθω να φτιάχνω καλά σχέδια. Αυτά τα σχέδια τα ’δειχνα στους καθρέπτες, όπου ένας άλλος εαυτός μου έκανε πως τα διάβαζε. Μια μέρα ο θείος μου, που τον αντιπαθούσα για τα μουστάκια του, βούτηξε ένα χαρτί που το ’χα μουντζουρώσει και φώναξε: «Αυτό το παιδί γράφει! Πότε έμαθε;»
Τώρα, το τι έγραφα, πώς το έγραφα και τι μπορούσε κανείς να καταλάβει απ’ ό,τι έγραφα, αυτό είναι μια άλλη υπόθεση… Σήμερα όμως που το ξανασκέφτομαι, μου φαίνεται πως πράγματι είχα αρχίσει να γράφω, για να σημειώνω διάφορα «μυστικά» που φοβόμουν μη τα ξεχάσω. Ή μάλλον, όχι τόσο για να τα σημειώνω, όσο για να τα ξετρυπώνω, να προκαλώ μυστικά για γράψιμο. Βέβαια, τότε δε συνειδητοποιούσα τα πράγματα με τον τρόπο που τα λέω τώρα. Αυτό έγινε αργότερα, πολύ αργότερα μάλιστα, αν και νομίζω πως είναι κάτι που είχε αρχίσει να γίνεται μέσα μου από πολύ τρυφερή ηλικία και σήμερα είναι κάτι που το πιστεύω. Πιστεύω ακόμα πως η σκέψη ξεκινάει από κείνο που γράφουμε, όχι αντίστροφα. Αυτό ισχύει τουλάχιστον για τους ανθρώπους του δικού μου τύπου, έστω κι αν υπάρχουν κάποιοι άλλοι που κάνουνε προσθέσεις κι αφαιρέσεις για να δουν τι πρέπει να πληρώσουνε ή τι μπορούνε ν’ απαιτήσουν σαν αντάλλαγμα απ’ τη δουλειά τους. Εγώ, πάντως, κάνω πράξεις αριθμητικές μόνο και μόνο για να βλέπω να γεννιούνται πάνω στο χαρτί ψηφία κι αναπάντεχοι αριθμοί που το νόημά τους μου διαφεύγει – να κάθομαι μετά να ονειρεύομαι.
Μ’ αυτό τον τρόπο γράφω μυθιστορήματα
[LOUISARAGONΠοτέ δεν έμαθα να γράφω, περιοδικό Η ΛΕΞΗ τεύχος 8]