Ο Γιάννης ο φονιάςπαιδί μιας πατρινιάς κι ενός μεσσολογγίτη προχτές την Κυριακή μετά τη φυλακή επέρασ'απ'το σπίτι. Του βγάλαμε γλυκό, του βγάλαμε και μέντα μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα
Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα του φίλησε βουβά τα χέρια τ'ακριβά και βγήκε από τη σάλα.Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν'αντέξει κι ούτε ένας συγγενής να πει δε βρήκε λέξη.Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ'αγκάθι θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ'όνειρο που εχάθη.... [με ΚΛΙΚ στην εικόνα η ιστορία του τραγουδιού και αυθεντική πρώτη εκτέλεσή του από το Μανόλη Μητσιά]
Ο ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ και ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ
Τι είναι ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ; Ένα Ποίημα; Πραγματική Ιστορία; Μελοποιημένη Ποίηση; Το αντάμωμα 2 Ογκόλιθων; Όταν ένας Χατζιδάκις αντάμωσε έναν Γκάτσο; Είναι μια ολόκληρη ιστορία αυτοί οι στίχοι, που κάποιοι είπαν πως πρόκειται για μια αληθινή ιστορία κι ύστερα προστέθηκαν κι άλλοι, που ήξεραν λέει το Γιάννη το φονιά, αλλά κανείς τους δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει ποτέ τίποτα στον απόλυτο βαθμό. Ο Μητσιάς είχε πει πως όταν του είπε ο Μάνος Χατζιδάκις να ερμηνεύσει αυτό το τραγούδι, ο Μητσιάς χάρηκε που θα έλεγε ένα βαρύ χασάπικο κι είπε ο Χατζιδάκις: «Δεν κατάλαβες! Συνωμοτικά θα το πεις!», δίνοντας με αυτό τον τρόπο την πραγματική διάσταση στην ιστορία που αφηγούνταν ο Νίκος Γκάτσος μέσα από τους 21 στίχους του…
Ο δίσκος ΑΘΑΝΑΣΙΑ (στον οποίο περιέχεται ο Γιάννης ο Φονιάς) βγήκε στα δισκοπωλεία τον Δεκέμβριο του 1976 και περιείχε συνολικά 11 κομμάτια… Τα 10 με τη φωνή του Μανώλη Μητσιά, όλα σε στίχους- ποίημα του Νίκου Γκάτσου… Εκείνο που ξεχώρισε από την αρχή ήταν «Ο Γιάννης ο φονιάς» που έκτοτε άρχισε να τον περιβάλλει η αχλή του αστικού μύθου.
Ο Γκάτσος δεν μίλησε ποτέ δημόσια για το ποιος ήταν ο ήρωας του τραγουδιού αυτού. Δύο όμως είναι οι πιο πιθανές εκδοχές. Με την πρώτη να υποστηρίζει ότι σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας το 1950 και λίγο μετά από έναν φρικτό εμφύλιο που κατάπιε την Ελλάδα και ένα μεγάλο μέρος της ευαισθησίας και της τρυφερότητάς της, ο Γιάννης, ένα παιδί 15 χρονών, σκότωσε τη μάνα του και τον εραστή της.
Η δεύτερη εκδοχή, ίσως και η πιο πιθανή, την οποία διηγείται ο συγχωρεμένος ο Γιουργομέγγουλης, επιστήθιος φίλος του Λοΐζου, επικαλείται ότι του είπε ο Γκάτσος ότι ο Γιάννης ο φονιάς δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Ο αδελφός του Γιάννη, πατέρας τεσσάρων παιδιών, σκότωσε για λόγους τιμής έναν συγχωριανό του και ο Γιάννης, που ήταν αρραβωνιασμένος με το Φροσί, πήρε το φονικό απάνω του για να μην ορφανέψει η φαμίλια του αδερφού του και να έχουν καλύτερη φροντίδα οι γονείς του.
Οπωσδήποτε, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι δεν ισχύει τίποτα από τα παραπάνω και απλώς είναι μία μυθοπλασία του Γκάτσου.
Στο βιβλίο «Είναι αρρώστια τα τραγούδια» (Εκδόσεις Καστανιώτη 2002) ο Μάνος Ελευθερίου δίνει μια άλλη συναρπαστική εκδοχή:
Ο Γιάννης (ο φονιάς) της ζωής μας, του Νίκου Γκάτσου
[…] Όλα λέγονται τηλεγραφικώς αλλά με σπάνια κρυστάλλινη διαύγεια […] Η αρχή της ιστορίας είναι λαχανιαστική. Όλα πρέπει να ειπωθούν γρήγορα για να φτάσουμε στο σημείο της συνάντησης των ηρώων, δηλαδή στην κλασσική σκηνή που παραπέμπει στις περιλάλητες συναντήσεις και «αναγνωρίσεις» των ηρώων της αρχαίας τραγωδίας. Με μα διαφορά: εδώ δεν θα δοθεί η λυτρωτική λύση. Η τραγωδία έχει ήδη συντελεστεί για όλα τα πρόσωπα.
Εκείνοι που θα σηκώσουν στο εξής το βάρος των αναμνήσεων είναι ο φονιάς και το Φροσί, η γυναίκα-φάντασμα. Σ’ αυτό το κρίσιμο όμως σημείο της συνάντησης φονιά και συγγενών (του;) δε θα δοθεί καμία εξήγηση. […] ούτε ευθύνες θα ζητηθούν από κανέναν ούτε θα του δοθούν παράσημα. Το πιο σημαντικό: όλα θα γίνουν μέσα στην απόλυτη ΣΙΩΠΗ. […] Ήδη από την πρώτη κιόλας λέξη υπάρχει
μετέωρο με την παρουσία του αλλά άφαντο το θύμα του φόνου. […]
Πουθενά στο τραγούδι δεν γίνεται έστω και νύξη για το πώς βγήκε από τη φυλακή, αν πήρε χάρη, για παράδειγμα, ή εξέτισε ολόκληρη (πόση άραγε;) την ποινή του…
[…] Για να κάνει όμως αυτή την εσπευσμένη επίσκεψη στο μοιραίο σπίτι, σημαίνει ότι ο κύριος λόγος της πράξης του μόνο αυτό τούτο το σπίτι αφορούσε, πως για χάρη κάποιου και για την τιμή και την υπόληψη κάποιου απ’ αυτό το σπίτι έγινε το φονικό και πως ο φονιάς δεν είχε καμία αναστολή και καμία τύψη. Άραγε πόσο «συγγενής» ήταν με το Φροσί για να «θυμάται ξανά/φεγγάρια μακρινά» και μέχρι ποιο σημείο είχαν προχωρήσει οι σχέσεις τους, είτε συγγενικές είτε όχι. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
[…] Ο φόνος έγινε (με μαχαίρι άραγε ή με περίστροφο;) πιθανότατα για να ξεπλύνει μια βαριά προσβολή. Ίσως να σκότωσε κάποιον αντίπαλο-εκβιαστή ή μόνο εκβιαστή ή μόνο περαστικό εραστή που λάκισε ύπουλα και άνανδρα και δεν κράτησε το λόγο του – αυτά είναι λίγο παρατραβηγμένα, αλλά δεν έχω λόγους να τ’ αποκλείσω, όπως δεν αποκλείω, με κάθε επιφύλαξη, και το φόνο για πολιτικούς λόγους ή το φόνο με ταπεινά ελατήρια – δεν πήγαινε στην ψυχολογία του Γκάτσου κάτι τέτοιο, όπως δεν θ’ άντεχε τη «βεντέτα» ως δίκαιη παράδοση… […] Το Φροσί, έχει όλη τη συμπάθεια εκείνου που μας ιστορεί τα καθέκαστα και ο φονιάς όλο τον συγκρατημένο ανείπωτο θαυμασμό του.
[…] Η μόνη «πράξη» που συντελείται μετά τα κεράσματα του γλυκού και της μέντας είναι να σκύψει (δεν λέγεται, αλλά εννοείται) και να φιλήσει δημοσίως και αμίλητη τα χέρια του «τ’ ακριβά», που ωστόσο έπραξαν ένα φόνο…
[…] Στο σκηνικό του σπιτιού υπάρχει μόνο μία σάλα υποδοχής και είναι το κεντρικό μέρος όπου θα δοθεί η τελική λύση χωρίς να ειπωθεί κουβέντα στο μαρτύριο του σιωπηλού φονιά, μπροστά στους σιωπηλούς συγγενείς και στο «βουβό» Φροσί. Νομίζω ότι τέτοια κορυφαία δραματουργική σκηνή μόνο ο Γκάτσος κατόρθωσε στα χρόνια μας, αρματωμένος καθώς ήταν με τόση θεατρική φόρτιση και παιδεία. Δεν γίνονται και δεν γράφονται εύκολα τέτοια πράγματα και νομίζω ότι τέτοιο τραγούδι δεν θα ξαναγραφτεί τουλάχιστον για τα χρόνια που μας απομένουν…
[…] Το τέλος του μονόπρακτου – γιατί για θεατρικό μονόπρακτο πρόκειται, που ξεπερνά την «αφασία» των δαιμονικών μονόπρακτων του Σάμιουελ Μπέκετ – είναι σύντομο κι αυτό, καμωμένο από τους ίδιους λιγοσύλλαβους, λαχανιαστικούς στίχους.
Ο Γιάννης, από την «άκρη της γωνιάς» του όπου κάθισε μαζεμένος (άλλη μια σκηνική υπόδειξη του Γκάτσου), ανακαλεί σιωπηλός ακόμη μια φορά, αλλά μπροστά σε μάρτυρες, στη μνήμη του το χαμένο όνειρο της αγάπης, χωρίς παράπονο και χωρίς πια να διεκδικεί τίποτα. Εκείνο το σπαρακτικό «θυμήθηκε ξανά / φεγγάρια μακρινά / και τ’ όνειρο που εχάθη» σημαίνει απλούστατα ότι «αυτό» ήταν που τον κατέτρωγε όλα τα βασανισμένα χρόνια μέσα στη φυλακή, ότι «αυτή» η ανάμνηση της οριστικά χαμένης ευτυχίας του θα τον κατατρώγει στο εξής και «αυτό» θα ανακαλεί διαρκώς…
Ο ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥ ΦΟΝΙΑ:
Κατευθείαν ποιητικός «πρόγονος» του «Γιάννη του φονιά» είναι «Το μεσολογγίτικο» (1914), ένα από τα πιο ευτυχισμένα ποιήματα του Μιλτιάδη Μαλακάση και της ελληνικής ποίησης.
ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΚΟ
Η κόρη ενός θαλασσινού κ’ ενός λιμνιώτη η αδερφή
κ η μοσκοθυγατέρα
τραγουδισμένης με καημούς μάνας που στάθηκε κορφή
στη νύχτα και στη μέρα,
τι με τ’ άστρι παράβγαινε και θάμπωνε τον ήλιο –
της Κυρ’ Αννιώς η Μπίλιω
πρώτη μου αγάπη, αυγερινός, μου μήνυσ’ ως ξανάρθα εδώ,
πρι’ φύγω πάλε πίσω
για την ερμιά, την ξενιτιά, να πάω μια μέρα να τη δω,
να δη α θα τη γνωρίσω!…
Χηράμενη της ερωτιάς, κι απ’ την παλιά καταλαλιά,
στο πατρικό ρημάδι,
στα μαύρα και στα σκοτεινά, σαν την κεραυνωμένην ελιά,
την ηύρα το άλλο βράδυ,
που και στ’ αχνό της πρόσωπο μαντεύονταν μονάχα,
θαμπά και νυχτομάχα,
σημάδια του καλού καιρού, τα μυγδαλάτα της τα δυό –
που να μπορούσα να ‘σκυβα, δροσιά την πίκρα τους να πιω! –
στα δάκρυα βουτηγμένα,
για κείνη και για μένα!…
Η κόρη ενός θαλασσινού κ’ ενός λιμνιώτη η αδερφή
κ η μοσκοθυγατέρα
τραγουδισμένης με καημούς μάνας που στάθηκε κορφή
στη νύχτα και στη μέρα,
τι με τ’ άστρι παράβγαινε και θάμπωνε τον ήλιο –
της Κυρ’ Αννιώς η Μπίλιω
πρώτη μου αγάπη, αυγερινός, μου μήνυσ’ ως ξανάρθα εδώ,
πρι’ φύγω πάλε πίσω
για την ερμιά, την ξενιτιά, να πάω μια μέρα να τη δω,
να δη α θα τη γνωρίσω!…
Χηράμενη της ερωτιάς, κι απ’ την παλιά καταλαλιά,
στο πατρικό ρημάδι,
στα μαύρα και στα σκοτεινά, σαν την κεραυνωμένην ελιά,
την ηύρα το άλλο βράδυ,
που και στ’ αχνό της πρόσωπο μαντεύονταν μονάχα,
θαμπά και νυχτομάχα,
σημάδια του καλού καιρού, τα μυγδαλάτα της τα δυό –
που να μπορούσα να ‘σκυβα, δροσιά την πίκρα τους να πιω! –
στα δάκρυα βουτηγμένα,
για κείνη και για μένα!…
Από τον τίτλο κιόλας του ποιήματος του Μαλακάση, «Το μεσολογγίτικο», έρχεται και η πρώτη νύξη, καθώς παραπέμπει κατευθείαν στον γενέθλιο τόπο των γονιών του Γιάννη του Γκάτσου, αφού είναι «παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη».
[…] Δε μου φεύγει από το μυαλό ότι ο Γκάτσος πρέπει να κονταροχτυπήθηκε μ’ αυτό το ποίημα του Μαλακάση, ότι επεζήτησε να το ξεπεράσει κι ακόμη ότι ο ίδιος συνειδητά έφερε τα βήματά του απέναντι σ’ έναν γερά αρματωμένο αντίπαλο ομότεχνό του και χωρίς αφορμή (και δεν είναι νόμιμη αφορμή, άραγε, η ποιητική δημιουργία; δεν είναι θεμιτή η ανταγωνιστικότητα;) εξώθησε τα πράγματα σε μια μονομαχία, στήνοντας απέναντι από τους πύργους του Μαλακάση τους δικούς του πύργους με τις πολεμίστρες. Το ίδιο άλλωστε έκανε και ο Διονύσιος Σολωμός (για να σταθώ μόνο σε μερικές κορυφές) με τον Φάουστ του Γκαίτε, το ίδιο ο Καβάφης με τον Πλούταρχο και την Ιστορία, το ίδιο ο Σαίξπηρ, παίρνοντας αυτούσιους τους μύθους από τον Πλούταρχο, το ίδιο οι αρχαίοι τραγικοί από τον Όμηρο…
[ΠΗΓΗ: Το Καρφί 09/05/2016]
Γκάτσος - Χατζιδάκις – Μητσιάς
https://youtu.be/3AxA1FLv7FY