Η Μαρία Μήτσορα στο βιβλίο της ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ φιλοσοφεί μετ’ ευτελείας για τους πραγματικούς ή φανταστικούς έρωτες...Υπάρχουν άραγε έρωτες πραγματικοί τη στιγμή που είναι βέβαιο ότι ερωτευόμαστε πλάσματα της φαντασίας μας; Στην ιστορία, για παράδειγμα, ΕΡΩΤΑΣ, ΕΛΛΕΙΨΗ και ΓΛΩΣΣΑ (αμέσως παρακάτω) η ηρωίδα ερωτεύεται έναν τοίχο και ψηλαφώντας τον θα κάνει το γύρο του κόσμου στις τρεις σελίδες αυτής της ιστορίας...Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια είναι μέσα σ’ ανθρώπους. Μπορεί να έχεις ταξιδέψει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αϊτή γράφοντας όμως με λέξεις μικρές ή μεγάλες ιστορίες, σε παίρνουν οι άνεμοι ενός άγνωστου ωκεανού.. Έτσι και η ίδια η συγγραφέας που η ζωή και η γραφή της είναι ένα, κάνει με τις λέξεις κόλπα ταχυδακτυλουργικά και έχει το βλέμμα στραμμένο εκεί όπου το δικό μας… Ενδεχομένως να μη φτάσει ποτέ σε κάποιον τελικό προορισμό. Έρχεται όμως μια στιγμή που ανοίγει και πάλι ο καιρός και μαζί του οι δρόμοι και οι φράσεις, και (εφ)ευρίσκεται η λέξη-κλειδί, που προστάζει, που αποσαφηνίζει… Δεν θα πεθάνουμε ούτε από κρύο ούτε από μοναξιά… Οι ήρωες της Μαρίας Μήτσορα συνήθως λογοδοτούν στη γεωμετρία του Τυχαίου, στη μεταφυσική του Τίποτα, στην ποίηση του Λαχταρώ. Και στο ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟ και στο ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ η συγγραφέας περιφέρεται, εντός και εκτός σελίδων, μ’ ένα ανικανοποίητο αίσθημα αποχαιρετισμού ερώτων (διάβαζε: εξημερωμένων θανάτων), ταξιδιών (λαβύρινθων αυτοπαρατήρησης), ιστοριών (μασκαρεμένων σιωπών). Η γραφή της Μήτσορα βυθίζει τον αναγνώστη, μ’ ανελέητο (μαύρο κέφι), στο παραδεισένιο μηδέν του ξανακερδισμένου εαυτού. Ιδού άλλο ένα παράδειγμα στην ιστορία που ακολουθεί (με ΚΛΙΚ στην εικόναAMITBAR]
ΕΡΩΤΑΣ, ΕΛΛΕΙΨΗ και ΓΛΩΣΣΑ (από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ, Εκδόσεις Πατάκη 2006)
Δεν θα μιλήσω σ’ αυτό το βιβλίο για τους έρωτές μου τους πραγματικούς. Φτάνει να πω ότι έχω ερωτευτεί ακόμα κι έναν τοίχο. Υπάρχουν άραγε έρωτες πραγματικοί; Αφού ερωτευόμαστε πλάσματα της φαντασίας μας. Μοιάζει με σοφιστεία. Θα μιλήσω για ό,τι καθόρισε τον τρόπο να ερωτεύομαι το φανταστικό. Μόλις τώρα μίλησα για τον Τέο. Στην Περίληψη του Κόσμου ένας τυφλός λέει στη Σοφία: «Οι τοίχοι μου δείχνουν το δρόμο», κι εκείνη, που επίσης ερωτεύτηκε έναν τοίχο, θα κάνει ψηλαφώντας τον, μέσα σ’ ένα καλοκαίρι, το γύρο του κόσμου της.
Ίσως εξαιτίας του Τέο (και εξαιτίας του αδελφού μου) να ερωτεύτηκα στα είκοσι τρία τον Θάνο. Κι επειδή η γνώση που διέθετα όταν ήμουν παιδί είχε πια από καιρό χαθεί, μόνο εγώ δεν ήξερα ότι αυτή η ιστορία θα τέλειωνε άσχημα. Μόνο εγώ δεν ήξερα ότι ήταν πραγματικά τρελός. Νόμιζα ότι ήταν κάποιο ξωτικό, κάποιος παραπλανημένος άγιος… Μέχρι να δω στην κοιλιά μου το μαχαίρι που κρατούσε, με παραμορφωμένο πρόσωπο (λίγο αίμα, γιατί η ζώνη μου ήταν από χοντρό δέρμα), μέχρι να πετάξει από τον τρίτο όροφο και να μου αλλάξει τη ζωή. Όταν πηγαίνω καμιά φορά στο Πρώτο Νεκροταφείο, στέκομαι πάνω από τον τάφο του και του ψιθυρίζω «Εσύ, που έμεινες για μένα είκοσι έξι χρονών, θα με περιμένεις, το ξέρω, στο Σκοτεινό Πέρασμα»
Στον έρωτα δίνουμε και παίρνουμε αυτό που δεν έχουμε. «Ledondecequ’onn’apas» μου έγραφε, μία δεκαετία αργότερα, τη φράση του Lacanο Χρήστος. Έτσι είναι, στον έρωτα χαρίζουμε αυτό που μας λείπει, ελπίζοντας πως το ίδιο θα κάνει κι ο άλλος. Πως θα μας χαρίσει αυτό που η έλλειψή του είναι τόσο βασανιστική. Κι αν δεν το κάνει, υποθέτουμε ότι δεν μας ερωτεύτηκε αρκετά. Ένα πλεόνασμα έλλειψης μαγικά κλειδώνει, σε κάτι σαν – δύο ελλείψεις κλειδώνουν σε μία κατάφαση, σε μία κατάσταση, όπου, της φαντασίας υπερέχουσας, πλανάται η μοναδική ευκαιρία για πληρότητα. Στον έρωτα, όταν δεν είναι άγιος, τίποτα δεν μας ενώνει, αντίθετα, μας χωρίζει, αλλά και μας κρατά καθηλωμένους, το μέγεθος της έλξης. Επειδή τα αντίθετα έλκονται, κάθε μεγάλη έλξη μας διαφοροποιεί.
Σκέφτομαι ότι χάρις στην έλλειψη γράφω. Θυμάμαι φράσεις από βιβλία γλωσσολογίας: «η γλώσσα γεννιέται από μια κρίσιμη παραίτηση, από την ταύτιση με τη μητέρα» (Α.Φ. Χριστίδης), «Το ασυνείδητο είναι η κατεξοχήν πατρίδα της μεταφοράς». Πάλι θα πω για το μαργαριτάρι που είναι μια αρρώστια, ένα βάσανο για το στρείδι, ενώ για τους ανθρώπους πολύτιμο. Και πάλι θα πω ότι υπάρχουν ελλείψεις που δεν σου επιτρέπουν να περπατάς, αλλά σου μαθαίνουν να πετάς.
«Ίπταμαι, υπερίπταμαι, καθίπταμαι» έγραψα μία και μοναδική φορά αυτό που αισθανόμουν, στη μητέρα μου, από τη Γαλλία (έχοντας πάρει, είναι η αλήθεια, μερικές αμφεταμίνες), αντί για να γνωστά «Γλυκιά μου μαμά». Όταν γύρισα, μου είχε κλείσει ραντεβού με έναν ψυχίατρο στο σπίτι κι εκείνος επέμενε, μετά από μία σύντομη συζήτηση, ότι είμαι σχιζοφρενής. Όσο περισσότερο επέμεναν και οι δύο να καθίσω ένα διάστημα σε κάποια κλινική (η μητέρα μου στο τέλος λέγοντας «Κάν’ το για χάρη μου»), τόσο περισσότερο γελούσα, κι εκείνος της έλεγε «Το βλέπετε αυτό το αναίτιο γέλιο». Τελικά εγώ δεν πείστηκα, και τότε η μητέρα μου, από το άγχος της ότι δεν είμαι καλά, μπήκε η ίδια στη Γαλήνη. Έτσι συνέχισα να ίπταμαι και να υπερίπταμαι της κλινικής. Τρεις φορές την εβδομάδα να καθίπταμαι, για να την επισκεφτώ. Οι μοιραίες στρατηγικές που περιγράφει ο Baudrillard. Μόνο που εκείνος ήταν ένας τόσο γοητευτικός φιλόσοφος, ώστε όταν πέθανε να γράψουν «Πέθανε το ομοίωμα του φιλοσόφου»! Ενώ εγώ ίσως να μην σας γοητεύσω αρκετά, πριν από την ιστορία με τα Πουλιά Μαθηματικούς, να αφεθώ για λίγο ακόμα σ’ αυτήν τη φιλοσοφική διάθεση.
Η Μαρία Μήτσορα γενήθηκε στην Αθήνα το Νεόμβριο του 1946. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Παρίσι (Σορβόννη και Vincennes), όπου κατέθεσε μια εργασία πάνω στη δυναμική των μικρών ομάδων. Έχει γράψει, τη συλλογή διηγημάτων «Άννα, να ένα άλλο» (Εκδ. «Άκμων») και τα μυθιστορήματα «Σκόρπια Δύναμη» (Εκδ.»Οδυσσέας»), «Περίληψη του κόσμου» (Εκδ. «Κέδρος»), «Ο Ήλιος δύω» (Εκδ. «Οδυσσέας), «Καλός Καιρός/ Μετακίνηση» (Εκδ. «Πατάκη»). Διηγήματά της και ταξιδιωτικά κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.