Προσπάθησα, για πολλοστή φορά, να διαβάσω έστω και τρεις σελίδες από το τελευταίο βιβλίο που ξεκίνησα, χωρίς να έχω καν φτάσει στην δέκατη σελίδα από τα τέσσερα προηγούμενα που έπιασα στα χέρια μου και είχαν την ίδια κακή τύχη. Ματαιοπονώ και το ξέρω μα επιμένω γιατί υποψιάζομαι πως κάτι ανεπανόρθωτο μου συνέβη. Οι λέξεις εξαφανίζονται πριν καν μπουν στο κεφάλι μου, μάτια και εγκέφαλος τα ’χουν κάνει σκατά, μουτρώθηκαν χωρίς να ξέρουν το λόγο και καμιά προσπάθεια δεν κάνουν να τα ξαναβρούν. Δεν καταλαβαίνω τι διαβάζω, ξέχασα το νόημα κάθε λέξης, στη μέση κάθε παραγράφου χάνομαι και πρέπει να ξαναγυρίσω πίσω να βρω την άκρη από ένα νήμα που δεν υπάρχει. Χτες βράδυ τα μαύρα σημάδια (που υποδύονταν τόσο άγαρμπα τις τυπωμένες λέξεις) άρχισαν να γλιστράνε προς την κάτω πλευρά της σελίδας, προσπαθώντας να πιαστούν το ένα απ’ το άλλο, σχηματίζοντας μια αλυσίδα από τέρατα που φωνάζαν κάτι σαν «βοήθεια» ακατάληπτα, σχεδόν απόκοσμα κι αποκρουστικά. Στο τέλος γκρεμοτσακίστηκαν όλα μαζί -αφού δεν έκανα καμιά προσπάθεια να κλείσω το βιβλίο ώστε να μείνουν μέσα, έστω σαν μπουλούκι, σαν ρεμπέτ ασκέρι μα ασφαλή- και άφησαν τη σελίδα να χάσκει κενή [συνέχεια με τον ΤΡΟΜΟ που γεννάει μια άδεια σελίδα που δευτερόλεπτα πριν σου διηγούνταν μια ιστορία για την άλλη άκρη του νήματος που έπρεπε να φτάσουμε και για τις ανάσες που είχαμε ανάγκη – από το Ιστολόγιο a / man / called… και εικόνα άγνωστου καλλιτέχνη αλλά σχετική με το νόημα του κειμένου ]
ΠΟΣΟ ΤΡΟΜΟ ΓΕΝΝΑΕΙ ΜΙΑ ΑΔΕΙΑ ΣΕΛΙΔΑ:
Την στιγμή που καταλαβαίνεις πόσο τρόμο γεννάει μια άδεια σελίδα που δευτερόλεπτα πριν σου διηγούνταν μια ιστορία, γίνεσαι άλλος άνθρωπος, τίποτε δεν ξαναείναι ποτέ ίδιο. Άφησα το βιβλίο στο πάτωμα, πάλεψα να κοιμηθώ, δεν κατάφερα πολλά. Ήταν και η ζέστη βάσανο. Ο ανεμιστήρας πάσχιζε αλλά τι να κάνουν έξη φτερωτές, ακόμη κι ένας έλικας πάνω απ’ το κεφάλι μου θα δυσκολευόταν να κόψει τον πηχτό αέρα για να ανοίξει μια δίοδο προς τα πνευμόνια, να στείλει μισή ανάσα τεχνητής -ας είναι- φρεσκαδούρας, να διώξει τη θολούρα και την υγρασία απ’ το μυαλό.
Εδώ και καιρό, κάθε πρωί ξυπνάω και τινάζω λέξεις απ’ το ιδρωμένο σεντόνι. Ο δρόμος από κάτω έχει γεμίσει σακατεμένα γράμματα, σημεία στίξης και ακρωτηριασμένες λέξεις. Ούτε πουλί, ούτε γάτα, ούτε ποντίκι (ο γείτονας μου είπε πως έχει δει πολλά τέτοια τις τελευταίες βδομάδες) καταδέχεται να ασχοληθεί μαζί τους. Οι ελάχιστες λέξεις που καταφέραν να φτάσουν στην άσφαλτο σε ένα κομμάτι, θα γίνουν λιώμα κάτω από τις ρόδες ενός φορτηγού, ενός δίτροχου, ακόμη κι ένα καροτσάκι που το σπρώχνει μια φρέσκια -ακόμη πληγωμένη απ’ τα παραπανίσια κιλά- μάνα είναι ικανό να τις διαμελίσει τόσο που κανένα λεξοτομείο δεν θα μπορέσει να τις συναρμολογήσει για την αναγνώριση.
Νομίζω, φοβάμαι, ότι το μέλλον επιφυλάσσει την ίδια μοίρα και για το φετινό καλοκαίρι, κάποιων, πολλών. Όσο και να το ράψουν, όσα κομμάτια του και να κολλήσουν, όσο και να μπογιατίσουν τις μελανιές, όσο λίγο και να τραβήξουν το σεντόνι που θα το σκεπάζει -τον Σεπτέμβριο, που θα μας φωνάξουν να μας ρωτήσουν σε ένα κρύο δωμάτιο με άσπρο παγωμένο φως αν είναι όντως αυτό, το δικό μας καλοκαίρι- δύσκολα θα καταφέρουμε να μη σπάσει η φωνή μας την ώρα που θα λέμε «ναι, αυτό ήταν». Αγνώριστο θα ’ναι. Ναι. Αλλά η κλωστή, η επαγγελματικά δεμένη στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του, θα είναι εκεί, να μας θυμίζει πού ήταν η άλλη άκρη του νήματος που έπρεπε να φτάσουμε για κείνες τις ανάσες που είχαμε ανάγκη και δεν καταφέραμε, μη με ρωτάς γιατί, να συναντήσουμε.
Αλλά όλα καλά. Όλα καλά. Σκέψου να ζητούσαν από εκείνο να αναγνωρίσει εμάς, κάτω από ιδρωμένα, τσαλακωμένα, παραιτημένα σεντόνια. Εκείνο το «όχι, δεν είναι αυτός» θα μας αποτέλειωνε για τα καλά.
[ΠΗΓΗ: από το Ιστολόγιο με το όνομα a / man / called… και υπογραφή με χάρη: I'm not bad, I'm just drawn that way]