Η κοινή σιωπή συνεχίζεται και είναι δική μου υποχρέωση να τη διακόψω. Πρέπει να συστηθώ, να βγάλω το χέρι από την τσέπη και να το απλώσω για να τον χαιρετήσω ή, αλλιώτικα, να τραβήξω το πιστόλι και να πυροβολήσω… Βγάζω το περίστροφο και πατάω τη σκανδάλη. Εκείνος σωριάζεται, κι ενώ βρίσκεται ξαπλωμένος στο έδαφος, του ρίχνω τρεις σφαίρες ακόμα, για περισσότερη σιγουριά!.. Από το παράθυρο του τρένου βλέπω ένα σμήνος από πολίτες ντυμένους με κουστούμια να περπατούν βιαστικοί, να δρασκελίζουν το πτώμα του και να συνεχίζουν το δρόμο τους. Κανένας δεν παρατηρεί πως τον έχουν πυροβολήσει, σ’ αυτούς τους δρόμους οι ιδιοφυΐες πεθαίνουν σαν τις μύγες, καμιά εκατοστή την ημέρα. Μέχρι τον τελευταίο σταθμό καταφέρνω να συμπληρώσω στο σταυρόλεξο τις λύσεις που γνωρίζω, οι υπόλοιπες είναι έτσι κι αλλιώς χαμένες για πάντα για μένα… Τι συμβαίνει τώρα; Ένας συγγραφέας κρατείται όμηρος από τρεις άνδρες. Δεν θέλουν να τον ληστέψουν, αλλά ούτε και να τον σκοτώσουν. Αυτό που απαιτούν είναι να τους διηγηθεί μια ιστορία. Κι αυτός θα αποπειραθεί να ικανοποιήσει την παράδοξη απαίτησή τους λέγοντάς τους μια ιστορία για έναν συγγραφέα ο οποίος κρατείται από τρεις άνδρες που του ζητούν να τους διηγηθεί μια ιστορία. «Αυτή δεν είναι μια ιστορία. Αυτή είναι μια μαρτυρία. Είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Ακριβώς αυτό που προσπαθούμε να αποφύγουμε.. Χρησιμοποίησε τη φαντασία σου, φίλε, δημιούργησε, επινόησε, φτάσε μέχρι το τέρμα», θα του πει ένας από αυτούς και ο συγγραφέας - φανταστικός και πραγματικός - θα τον ακούσει. [Έτγκαρτ Κέρετ, λάτρης της μικρής φόρμας και θιασώτης του αλόκοτου με όπλο του το χιούμορ, ο ισραηλινός συγγραφέας του βιβλίου «Το κορίτσι στο ψυγείο», Εκδόσεις Καστανιώτη από το οποίο μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω την ιστορία με τίτλο Η ΖΗΛΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ]:
ΝΑ ΒΓΑΛΩ ΤΟ ΧΕΡΙ ΑΠ’ ΤΗ ΤΣΕΠΗ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΑΠΛΩΣΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΕΤΗΣΩ ή ΑΛΛΙΩΤΙΚΑ, ΝΑ ΤΡΑΒΗΞΩ ΠΙΣΤΟΛΙ ΚΑΙ ΝΑ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΩ:
Η κυρία στο τμήμα φύλαξης αντικειμένων ξαφνιάζεται όταν φτάνω στο γκισέ και ζητώ να εναποθέσω το φορτίο μου. Σίγουρα της φαίνομαι περίεργος. Σταγόνες ιδρώτα λάμπουν στο μέτωπό μου μέσα στο παγωμένο δεκεμβριανό κρύο, ενώ το μοναδικό μου φορτίο είναι ένα βιβλίο που κρατάω στα χέρια μου, με το δάχτυλο ακόμη ανάμεσα στις σελίδες, ένα είδος πρόχειρου σελιδοδείκτη. Προσπαθεί να μου πάρει το βιβλίο απ’ τα χέρια, αλλά, παρόλο που το έχω πλέον αφήσει, το δάχτυλό μου παραμένει εγκλωβισμένο στα πεισματωμένα δόντια του. Τραβάω το χέρι μου με όλη μου τη δύναμη και το βιβλίο απομένει στα δικά της χέρια.
Το HomoFaber, τι καταπληκτικό βιβλίο!, λέει, κάνοντας σαν να μην συνέβη τίποτα.
Εγώ πιπιλάω το αίμα από το πληγωμένο μου δάχτυλο και σωπαίνω, οι λέξεις είναι δόλια κατασκευάσματα.
Υπέροχο βιβλίο, ειδικά το τέλος, δεν νομίζετε; κάνει ακόμα μια προσπάθεια, ενώ μου δίνει την απόδειξη για τη φύλαξη.
Δεν ξέρω. Δεν έχω φτάσει στο τέλος.
Της γυρνάω την πλάτη και βαδίζω προς την πλατφόρμα.
Εκείνος στέκεται στην άκρη της πλατφόρμας, φοράει ένα μαύρο κουστούμι, είναι ψηλότερος απ’ όσο φανταζόμουν. Σκουπίζω τον ιδρώτα από το μέτωπο με την αναστροφή του αριστερού μου χεριού, αφού δεν έχω ούτε πετσέτα ούτε μαντίλι, και το δεξί μου χέρι βρίσκεται βαθιά μέσα στην τσέπη του παλτού μου. Μας χωρίζουν μόνο δεκαπέντε βήματα, τα διασχίζω.
Κύριε Φρις, ρωτάω.
Εκείνος γυρίζει το πρόσωπό του προς τη μεριά μου, η φάτσα του μοιάζει ακριβώς σαν εξώφυλλο του Ταρτάκοβερ
Ναι, απαντάει ευγενικά. Πώς μπορώ να βοηθήσω τον κύριο…
Περνούν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, το δεξί μου χέρι βρίσκεται ακόμα στην τσέπη του παλτού, μια κίνηση αγενής, σχεδόν ανατολίτικη. Δεν κάνω τίποτα προς απάντησή του, μόνο χαμηλώνω το βλέμμα ντροπαλά. Η κοινή σιωπή συνεχίζεται και είναι δική μου υποχρέωση να τη διακόψω. Πρέπει να συστηθώ, να βγάλω το χέρι απ’ την τσέπη και να το απλώσω για να τον χαιρετήσω, ή αλλιώτικα, να τραβήξω το πιστόλι και να πυροβολήσω. Να πυροβολήσω, δεν υπάρχει αμφιβολία, καλύτερα να πυροβολήσω. Βγάζω το περίστροφο και πατάω τη σκανδάλη. Εκείνος σωριάζεται, κι ενώ βρίσκεται ξαπλωμένος στο έδαφος, του ρίχνω τρεις σφαίρες ακόμα, για περισσότερη σιγουριά.
Ποτέ δε θα μάθω να γράφω όπως έγραφε αυτός ο μπάσταρδος. Όλες εκείνες οι λέξεις με τις οποίες εγώ μάχομαι και ποτέ δεν καταφέρνω να υποτάξω του παραδόθηκαν οικειοθελώς, κουνώντας την ουρά τους σαν εκπαιδευμένα κουταβάκια, σχημάτισαν τέλειες προτάσεις, ακριβώς όπως τις ήθελε. Ο παρανοϊκός Ελβετός σίγουρα δεν θα μπορούσε καν να καταλάβει πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να εργάζεται επί οχτώ μήνες πάνω σ’ ένα έργο, να διαλύεται από την αρχή κάθε μέρα γι’ αυτό, να του δίνεται ψυχή τε και σώματι. Οχτώ γαμημένοι μήνες, για ποιο λόγο; Για ένα βιβλίο μέτριο. Και πώς θα μπορούσε να καταλάβει; Αυτουνού το κλασικό του τρέχει απ΄ τα μπατζάκια. Έτσι είναι οι Ελβετοί, όλα τους έρχονται τόσο εύκολα, πώς να μην τους μισείς; Δεν ξέρουν τι είναι πόλεμος, όλη την ώρα τρώνε σοκολάτα, δεν έχουν πάει ποτέ στο στρατό.
Για να είμαι απόλυτα σίγουρος, του ρίχνω ακόμα μια σφαίρα.
Από το παράθυρο του τρένου βλέπω ένα σμήνος από πολίτες ντυμένους με κουστούμια να περπατούν βιαστικοί, να δρασκελίζουν το πτώμα του και να συνεχίζουν το δρόμο τους. Κανένας δεν παρατηρεί πως τον έχουν πυροβολήσει, σ’ αυτούς τους δρόμους οι ιδιοφυΐες πεθαίνουν σαν τις μύγες, καμιά εκατοστή την ημέρα. Μέχρι τον τελευταίο σταθμό καταφέρνω να συμπληρώσω στο σταυρόλεξο τις λύσεις που γνωρίζω, οι υπόλοιπες είναι έτσι κι αλλιώς χαμένες για πάντα για μένα.
Κατεβαίνω απ’ το τρένο και μπαίνω σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Πάνω στο ράφι υπάρχει το βιβλίο του Σάλιντζερ μ’ ένα άσχημο εξώφυλλο, με περιμένει ανυπόμονα, με τη ράχη του κυρτή, έτοιμο να τιναχτεί πάνω μου. Και πριν καταλάβω τη συμβαίνει, βρίσκεται ήδη στα χέρια μου, ανοίγει διάπλατα τις δαγκάνες του, στη σελίδα 7, κι εγώ αγωνίζομαι να ελευθερωθώ, μάχομαι, προσπαθώ να δραπετεύσω, αρκεί να μη διαβάσω, στο τέλος όμως υποτάσσομαι. Αυτός ο Σκάλιντζερ, άλλος μπάσταρδος, την ερχόμενη εβδομάδα θα πεταχτώ να τον επισκεφτώ κι αυτόν.