Πάντα θα γράφονται ορισμοί για την ποίηση - και σχεδόν πάντοτε (θα) έχουν ενδιαφέρον. Γλώσσα, ψυχή, φύση, κοινωνία είναι τα υλικά του ποιητή'η ενόραση (το ένθεον) ακολουθεί (άλλοι υποστηρίζουν ότι προηγείται...). Σκοπός της ποίησης -εάν υπάρχει- φαίνεται να είναι η βελτίωση του ανθρώπου και της καθημερινότητας.Μπορεί η ποιητική κατάσταση να γίνει συλλογική συνείδηση; Χρειάζεται μια αρμονία στις κοινωνικές σχέσεις και τι θέση έχει ανάμεσά τους η ποίηση; Τι συμβαίνει μετά την ανάγνωση ενός ποιήματος;Επέρχεται κάποια εσωτερική ή διανοητική δόνηση που θα προκαλούσε ανατροπές στην καθημερινότητα; Ή μήπως παραμένει πάντα ένα υπόλοιπο και άρα το αίνιγμα δεν λύθηκε; Μήπως η ποίηση δείχνει τα όρια του ανθρωπίνου πνεύματος; Είναι τάχα η έκφραση του ημιτελούς;Πώς εισέρχονται εντός της το πάθος και η ηθική, η ειρωνεία και ο διδακτισμός; Εξακολουθούν η Ιστορία και η Φιλοσοφία να είναι υποδεέστερες, όπως αποφαίνονται σημαντικοί στοχαστές; Έχει η κάθε εποχή τη δική της ποίηση; Όλα αυτά δεν είναι θέμα μόνο των ποιητών. σημασία έχει η ποιητικότητα και πώς μπορεί κανείς να ζει μαζί της κάθε μέρα. Αντέχεται όμως σε τέτοια συχνότητα ο πυρετός που εμπεριέχεται στην ποιητικότητα; Εξυπακούεται ότι η ποίηση δεν ταυτίζεται με τη μοναξιά διότι ουδείς θα της έδινε σημασία.Η ποίηση γράφεται για να επεμβαίνει, να παρεμβαίνει έστω και να αποκαθιστά τον τεμαχισμό του λόγου, να εκδιώκει την αδράνεια, να διδάσκει τον χορό (σώματος, λέξεων, φράσεων και λοιπά).Έχει άρα η ποίηση μαζί της τον κοινό άνθρωπο και τον χρόνο. οι μεγάλοι ποιητές κοινοί άνθρωποι είναι κι αυτοί, με τις ιδιορρυθμίες τους, τα πάθη και ελαττώματά τους. Από κει ξεφυτρώνουν τα άνθη της, το αίμα της, οι κραυγές της, όταν όλα αυτά αγκαλιάζουν την αρχιτεκτονική, την αισθητική. Δεν έχει επίσης σχέση με τον θάνατο ούτε προσπαθεί να τον ξορκίσει.Ένα παιχνίδι υψηλών απαιτήσεων μου φαίνεται η ποίηση, μια μύηση στον χρόνο. Κάπως σαν το απόσταγμα των σταφυλιών που είναι ο οίνος. Έτσι και η ποίηση: απόσταξη της ζύμωσης πνεύματος και ύλης. Μια ωραία κατάκτηση του ανθρώπου. [προλογικό σημείωμα του Γιώργου Σταματόπουλου για την παρουσίαση του βιβλίου Περί Ποιήσεως του Θ Βάσση, στο οποίο με αφετηρία τα ποιήματα ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ της Μαρίας Πολυδούρη, ΠΟΙΗΣΗ 1948 του Νίκου Εγγονόπουλου και ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ του Γιώργη Παυλόπουλου έχουμε μια απόπειρα προσέγγισης του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου αλλά και αντικειμένου… Στον επίλογο των φιλολογικών μελετημάτων του ο συγγραφέας συμπεραίνοντας μας προτρέπει να αφήσουμε την τέχνη ν’ ανθίσει όποια κι αν είναι η εποχή. Και ειδικά στην εποχή μας που η αυτό-αποξένωση έχει φτάσει σε εκείνον το βαθμό που μας επιτρέπει να βιώσουμε την εκμηδένισή μας ως αισθητική απόλαυση πρώτης τάξεως – ARTbyPeter Paul Rubens Allegory of immortality]
ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ… ΠΟΙΗΣΗ: Μόνο γιατί μ’ αγάπησες (Μαρία Πολυδούρη), Ποίηση 1948 (Νίκος Εγγονόπουλος), Αντικλείδια (Γιώργης Παυλόπουλος):
Τα φιλολογικά μελετήματα του Θ. Βάσση δεν είναι θεωρητικά παρά ένα βιβλίο για την ποίηση. Με μια δεύτερη όμως ματιά είναι κάτι παραπάνω, μια απόπειρα προσέγγισης του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου αλλά και του αντικειμένου του. Αν και όλα ξεκινάν με την ερμηνεία τριών φαινομενικά διαφορετικών ποιητών (Πολυδούρη, Εγγονόπουλος, Παυλόπουλος) το βάρος ωστόσο πέφτει στο ποιητικό είναι και πράττειν τους για το οποίο ο συγγραφέας -ενάντια στην κυρίαρχη (μεταμοντέρνα) αφήγηση- παίρνει θέση!
Το βιβλίο, λοιπόν, εστιάζοντας στα ιστορικά συμφραζόμενα τριών γενεών, ξεδιπλώνεται αριστουργηματικά με οδηγό, κατά κύριο λόγο, τους στίχους (Μόνο γιατί μ’ αγάπησες, Πολυδούρη – Ποίηση 1948, Εγγονόπουλος – Αντικλείδια, Παυλόπουλος). Τι θέλω, κατ’ ουσίαν, να πω;
Απλώς ότι το βιβλίο του Θ. Βάσση έχει πλεχτεί με μια -σε διαλεκτική συνέχεια- αφήγηση, έτσι που ο αναγνώστης να έχει σαφή αίσθηση ότι η μελέτη της λογοτεχνίας συνιστά επιστήμη αμιγώς ιστορικο-ερμηνευτική που δεν θα μπορούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο να ιδωθεί σε αποσπάσματα και κόπιες αποσπασμένη από τη γενεσιουργό αιτία της, το ανεπανάληπτο δηλαδή ξεδίπλωμα της ιστορικότητας, αν όχι της Ιστορίας.
Αυτό ακριβώς εννοώ: «ενάντια στην κυρίαρχη αφήγηση». Τα τρία, λοιπόν, ποιήματα που αναλύονται δεν είναι αποσπασμένα γεγονότα. Είναι ποιήματα από την ελληνική Ιστορία και για την Ιστορία, είναι, συνεπώς, μια ποίηση εντός των ιστορικών γεγονότων και, τελικά, πέραν αυτών.
Με την ερμηνευτική αυτή έννοια, το «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» της Πολυδούρη ενέχει τη βαθιά υπαρξιακή αγωνία μιας γενιάς που η μοίρα της ήταν να ζήσει ή μάλλον να πεθάνει μεταξύ πολέμων και τα καταληκτικά «Αντικλείδια» του Παυλόπουλου φανερώνουν την πυξίδα της απεμπλοκής από την τυραννία των πολέμων και της ταυτόχρονης, βέβαια, εμπλοκής σε μια άλλη τυραννία, ανίκανη να αφουγκραστεί τους υπαρξιακούς στεναγμούς της Πολυδούρη.
Μα -θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης- αφήσαμε απ’ έξω τον Εγγονόπουλο; Το «Ποίηση 1948» δεν είναι παρά στο ενδιάμεσο της διαδρομής. Κρατιέται σαφώς η ποιητική «θρασύτητα» του δημιουργού του αναμεμιγμένη όμως, χρονολογικά, με το πριν και το μετά: επικοινωνεί με την εποχή της Πολυδούρη σε υπαρξιακή τροχιά και με τη γενιά του Παυλόπουλου, κάτω από τον βαθύ ρεαλισμό που σκοτεινιάζει την ταραγμένη ατμόσφαιρα της εποχής μας.
Στην πρώτη περίπτωση αξίζει να προσέξουμε ότι στον ποιητικό λόγο του Εγγονόπουλου διαχέονται οι ρίζες μιας απόκοσμης αισθητικής. Το απόκοσμο, αναντίρρητα, δεν είναι το έξω από τον κόσμο αλλά –αντίθετα– είναι το από τον κόσμο και το μέσα σε αυτόν.
Είναι πάντοτε dasein και όχι απλώς sein, γι’ αυτό άλλωστε το Ποίηση 1948 χαρακτηρίζεται από τη δυναμική έννοια της διάρκειας και όχι από τη στατική ιδιοσυγκρασία του χρόνου. Ενας διαρκής αναστοχασμός με βαθιά βιωματική διάρκεια αναδύεται σε αυτό το ποίημα. Αρκεί να εξετάσει κανείς μόνο τα τρία ρήματα που μετέχουν.
Ο ποιητής, με τις λόγιες χρήσεις του, αξιοποιεί το ποιόν ενέργειας σε κλίμα εσωτερικής ενδοσκόπησης με τις γραμματικές παραλλαγές συνοπτικού – μη συνοπτικού, εστιάζοντας, τελικά, στην εσωτερική του βιωματική -ψυχική θα έλεγα- διάρκεια.
Στη δεύτερη περίπτωση; Τι μπορεί να συνδέει το «Ποίηση 1948» (χρονολογία της «ήττας») με το 1988 που δημοσιεύονται τα «Αντικλείδια», δηλαδή με τη δική μας εποχή… του τέλους της «ηττοπάθειας»(;)
Ας σκεφτούμε μόνο τους πρώτους στίχους του Παυλόπουλου: «Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε». Ερμηνεύοντας ο Βάσσης τη ριζική διάκριση μεταξύ «βλέπω» και «κοιτάζω» μας παραπέμπει άμεσα στη φθαρμένη ουσία των ημερών μας, καθώς αμέτοχοι -πολλαπλώς αλλοτριωμένοι- κοιτάμε γύρω μας τον κόσμο που αλλάζει.
Δεν είμαστε άλλωστε, κατά Guy Debord, ο καταναλωτής που δεν κουράζεται να θεάται, ακατάπαυστα, αυτό το ίδιο το αισθητικό θέαμα, απαλλαγμένο από την πολιτική και πνευματική ουσία του; Δεν χρειάζεται να απαντήσουμε εμείς, απαντά ο Εγγονόπουλος (για εμάς) από το μακρινό 1948: «σαν πάει κάτι να γραφή είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου».
Περί ποιητικού υποκειμένου λοιπόν ο λόγος, γι’ αυτό και κλείνω με ένα σχόλιο στον επίλογο του συγγραφέα και με τα λόγια του Βάλτερ Μπένγιαμιν:
«Αφήστε την Τέχνη ν’ ανθήσει – Αφήστε τον κόσμο να καταστραφεί λέει ο φασισμός […]. Η αυτοαποξένωσή [μας] έχει φτάσει σε εκείνον τον βαθμό που [μας] επιτρέπει [να βιώσουμε την εκμηδένισή μας] ως αισθητική απόλαυση πρώτης τάξεως».
Ο Βάσσης μάλλον αφουγκράζεται καλά τη λειτουργία της τέχνης στη φασιστική αισθητικοποίηση της πολιτικής αλλά και την άμεση σύνδεσή της με την κοινωνία του θεάματος, γι’ αυτό κλείνει το κείμενό του στο όνομα της αισθητικής επαναφόρτισης της μπενγιαμινικής aura χωρίς… να αναζητάει αντικλείδια. Παραποιώ τον Παυλόπουλο συνοψίζοντας το πολυσημικό καταστάλαγμα του Βάσση απαντώ, εν κατακλείδι, στο ερώτημα του τίτλου:
Η ποίηση ήταν, είναι και θα παραμείνει ακόμα και σε χαλεπούς καιρούς… μια πόρτα ανοιχτή.
ΠΗΓΗ: Χρήστος Νεδελκόπουλος, συγγραφέας – υποψ. διδάκτωρ Φιλοσοφίας Παν/μίου Ιωαννίνων - Εφημερίδα των Συντακτών 3/10/2016]