Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ, να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό. Τρέχει η νύχτα Σκύβω να πιω, να ξεχάσω. Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο. Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν φωτιά. Όλα τα άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα. Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν. και μεγαλώνουν, αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και την τριγωνομετρία… Όλες οι εικόνες που βλέπεις σήμερα δεν έχουν αντίκρισμα. Είναι σκάρτες. Αλλά τι θα πει σήμερα; Σήμερα είναι νύχτα και πώς τα βγάζω πέρα, μόνο εγώ το ξέρω και τα τσιγάρα μου. Χαλασμένα τραγούδια. Χαλασμένες κονσέρβες. Χαλασμένες ιδέες. Μόνο η νωπογραφία της νύχτας ξέρει τι σημαίνει η λέξη κίνδυνος όλες τις εποχές. Μην νομίζεις ότι ο κόσμος χαμογελάει απλούστατα δείχνει τα δόντια του (ΜΟΝΤΑΖ 40 και 42, από τα ΣΧΕΔΙΑ για ΔΙΗΓΗΜΑ από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 κι άλλα παρόμοια σχέδια του ποιητή κατ’ επιλογήν με ΚΛΙΚ στη φωτογραφία – ART by Oxana Yambykh eye]
(μοντάζ 5): ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΩΝ ΞΑΝΘΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Ο αγαπημένος μου ποιητής χτυπημένος από το αίμα στην καρδιά, κείτεται μόνο με το σλιπ πάνω στα νερά. Στην άκρη του κρεβατιού, ο μικρός μου αδελφός κι εγώ κοιτάμε το καλοκαίρι. Μια κυρία από τη Γαλλία μας μιλάει για σουρεαλισμό. Εσύ κοιμάσαι μέσα στα χόρτα, πλάι σε μια λίμνη με πολλούς φαντάρους
(μοντάζ 8): ΤΑ ΕΠΙΠΛΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΤΗ ΣΚΟΝΗ, ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ ΑΓΓΙΓΜΑ
Πολλές φορές γνωρίζουν τις κινήσεις, ακόμα και τις διαθέσεις σου. Αναπνέουν αθόρυβα όπως τα φύλλα. Στο σκοτάδι μετακινούνται σε άλλους παραλλήλους. Συνήθως είναι κατοικίδια ζώα. Σπάνια τρελαίνονται και πέφτουν από τα παράθυρα.
(μοντάζ 15): ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΞΕΤΥΛΙΓΕΤΑΙ ΤΡΙΧΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΙΜΟ ΤΟΥ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΥ
Και ο κρεμασμένος μπορεί την τελευταία στιγμή να γλιτώσει. Εσύ όμως που λες το τραγούδι είναι βέβαιο ότι θα πεθάνεις, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα -χωρίς να ξέρεις ότι είναι το τελευταίο σου- μιλώντας ακατάπαυστα για καθημερινές βλακείες, για πολιτική οικονομία, για δημόσια οικονομική. Θα πέσεις άπνους με το τσιγάρο αναμμένο, το κασκόλ στον αέρα και το αλκοόλ χυμένο στο παντελόνι. Η φωνή σου δεν θα απειλεί κανέναν πια και η τελευταία σου λέξη θα ’ναι μια λέξη μπηγμένη στο χώμα.
(μοντάζ 21): ΤΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ ΣΤΗ ΦΛΩΡΙΝΑ
Το παράξενο δεν είναι τα λιοντάρια στη Φλώρινα και η σόμπα για τη δημιουργία τροπικής ατμόσφαιρας, αλλά οι λύκοι οι κλεισμένοι σε κλουβιά μέσα στην πόλη. Ως γνωστόν η περιοχή είναι γεμάτη λύκους. Μυρίζανε τους φυλακισμένους και κατεβαίνανε όλο πιο συχνά ουρλιάζοντας. Τα λιοντάρια δεν παίρνανε μέρος σ’ αυτή τη συνωμοσία. Δεν τα ενδιέφερε. Ένα βράδυ ο φύλακας στη βιασύνη του να κλείσει καλά τα κλουβιά των πιθήκων, ξέχασε ανοιχτά τα άλλα. Πετάχτηκαν έξω οι λύκοι και ενώθηκαν με το κοπάδι, σχίζοντας τη χάρτινη ησυχία. Τα λιοντάρια ούτε καταδέχθηκαν να κινηθούν. Μείνανε πλάι στη σόμπα μισοπαγωμένα. Τότε άρχισε να χιονίζει και γέμισαν οι δρόμοι υπνοβάτες με κόκκινα πουκάμισα. Όλα ξεχάστηκαν με τα θερμόμετρα υπό το μηδέν.
(μοντάζ 25): ΑΡΤΕΣΙΑΝΑ ΝΕΡΑ ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΠΟΥ ΠΙΝΩ ΚΑΙ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΙΚΡΑ ΤΥΦΛΑ ΣΚΥΛΙΑ:
Ανυπεράσπιστα ζεστά κουτάβια, άσπρα και μαύρα. Όσα γλιτώσουν το πέταμα στο οικόπεδο, μεγαλώνουν σε λίγες ώρες, γίνονται κάτι λυκόσκυλα μέχρι κει πάνω. Πεινασμένα και διψασμένα δεν γνωρίζουν κανένα. Έτσι λοιπόν περιμένουμε να περάσει το καλοκαίρι και να ’ρθει ο Οκτώβριος. Αν μπορέσω να κρατήσω ζωντανές μέχρι τότε τις λέξεις «ναυαγοσώστης», «τα δυο μου μάτια» και «χλωρά τα μαλλιά σου», σώθηκα. Και δεν θα γυρνάω στις ερημίες μ’ αυτό το σκυλολόι παραμιλώντας.
(μοντάζ 28): ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΜΕΤΑΚΙΝΗΘΗΚΕ ΠΡΟΣ ΤΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ…
βγάζοντας καπνούς-φωτιές και άρχισε να ταξιδεύει σφυρίζοντας. Φεύγει ιλιγγιωδώς. Τώρα το βλέπουν άλλοι και δεν υποψιάζονται ότι έβαλες κι εσύ ένα χέρι για να γίνει αυτή η μετακίνηση, αυτή η μουσική - Βασικά πρέπει να ελέγχεις τη γεωγραφική θέση της κατοικίας σου και της ζωής σου. Όπως ο πελεκάνος ξέρει την ευτυχία που κρύβει στη σακούλα κάτω απ’ το λαιμό του, γεμάτη ψάρια- Δύσκολα παπούτσια σε πάνε αλλού και χάνεις το τοπίο και το στίγμα σου και δεν ξέρεις πού είσαι τώρα και πού αύριο
(μοντάζ30): ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΡΕΧΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ
Ένα νησί ανάποδα στο Αιγαίο με τα πετρέλαια, το ουράνιο, τους χίλιους διαβόλους και την αναδυόμενη Αφροδίτη ακρόπρωρο σ’ ένα αεροπλανοφόρο. Ο φίλος μου κάνει μεγάλη τη φωνή του για να φαίνεται ψηλός. Σ’ αυτό το ειδυλλιακό ηφαίστειο καπνίζεις αρειμανίως λες και δεν συμβαίνει τίποτα. Τίποτα και το φιτίλι τελειώνει. Κάπου στο βάθος είμαι κι εγώ!.. Μουγγός, καμπούρης με φωτιά και καπνούς στα μαλλιά – παγωμένος
(μοντάζ 32): ΠΙΝΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΓΑΛΑ: ΤΟ ΓΑΛΑ ΚΑΝΕΙ ΟΜΟΡΦΟ ΔΕΡΜΑ, ΔΗΛΑΔΗ ΟΜΟΡΦΟ ΤΟΜΑΡΙ:
Παλιοτόμαρα δίχως μάτια. Ανακριτές και πουτάνες στα σκοτεινά. Έχετε με το μέρος σας τις μονόχρωμες κοινωνίες και φτιάχνετε την ιστορία όπως θέλετε. Έτσι τρώτε τον χορτάτο σκύλο και την πίτα. Κατακλυσμό δεν φοβάστε, γιατί εσείς βγάζετε τα μετεωρολογικά δελτία. Επανάσταση δεν περιμένετε, γιατί είστε οι ίδιοι επαναστάτες. Σαν να λέμε τα έχετε κανονίσει όλα ρολόι. Τα έχετε ρυθμίσει όλα στο χρόνο της ευδαιμονίας, γι’ αυτή και την άλλη ζωή. Τρέμετε όμως και ο πανικός ανεβαίνει, όταν βλέπετε το χέρι μου έτοιμο να γυρίσει το διακόπτη που θα σας πνίξει στο φως.
(μοντάζ 36): ΠΑΛΙ ΠΕΡΝΑΝΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ ΑΛΑΦΙΑΣΜΕΝΑ ΑΛΟΓΑ ΚΑΙ ΤΡΕΝΑ ΚΑΙ ΤΡΕΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ:
Πατάνε τον τόπο μου, παίρνουν ό,τι θέλουν, λένε ακατάληπτα λόγια. Ένας μάλιστα σταματάει, με κοιτάει και βγάζει ένα σύντομο πολιτικό λόγο. Φεύγουν όλοι κι όλα προς άγνωστη κατεύθυνση. Σκέφτεσαι: λες να φύγουν όλοι και να μείνουμε μόνοι επιτέλους; Και πάλι σκέφτεσαι: τι σχέση έχω εγώ με όλα αυτά; Και φαντάσου έχεις στα χέρια το λυχνάρι του Αλαντίν και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Το τρίβεις και δεν βγαίνει από μέσα τίποτα. Απλούστατα γιατί είναι ένα συνηθισμένο λυχνάρι και σε λίγο θα τελειώσει το λάδι του και θα ’σαι σ’ άγνωστο μέρος και θα γκρεμιστείς.
(μοντάζ 45): ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΕΝΕΣ ΟΛΕΣ ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ:
Το χάδι, το μαχαίρι, ο στραγγαλισμός, το παγωμένο βλέμμα. Κυρίως όμως οι λεγόμενες πολιτικές και πνευματικές ελευθερίες. Οργανωμένες όπως εκείνα τα ηλίθια τοπία στην εξοχή, με τα μικρά άσπρα σπιτάκια, τον ανεμόμυλο, τη θάλασσα, τον ήλιο να δύει και τον αγρότη με το γάιδαρο φορτωμένο οπώρας. Οπώρας, λοιπόν, αλλά οι λύκοι ξεθάρρεψαν και κατεβαίνουν καλοκαιριάτικα μέσα στα σπίτια. Το δωμάτιο γεμάτο λύκους. Είναι γύρω στους σαράντα πέντε -αν μετράω καλά… Βρωμάνε, γρυλίζουν. Τώρα λένε ανέκδοτα και γελάνε. Τραβάω ενός τη μάσκα και είναι πιο λύκος από μέσα. Και δεν θέλουν οπώρας, αλλά κρέας