Το σπουδαίο όμως είναι να βρεθείς σε μιαν αγκαλιά γυναίκας που εξακολουθεί να είναι για χατίρι σου αιωνίως είκοσι χρονών. Όπως ένα χρυσό νόμισμα: λάμπει, σε γοητεύει, σου υπενθυμίζει την αξία του. Το φύλο της είναι ένα άλλου είδους φύλλο purfilLafuma. Το μυρίζεσαι και το χαϊδεύεις και το ψαύεις και το ξαναοσμίζεσαι που σε πιάνει τρεμούλα, ωσάν να είσαι στα πρόθυρα σεξουαλικής αδημονίας. Να δώσεις τα πάντα ει δυνατόν, για να εκπληρωθείς… Αλλά όταν ένα πάντα γίνεται απ’ allegroadagi, λιώνουν και της θερμής καρδιάς τα εφύμνια και της ζωής της τρέχουσας η αθλιότητα όλη... Ας είναι καλά ο εκάστοτε γεωμέτρης ποιητής, που ’χει κερδίσει τον στέφανο του ανέμου… Γιατί όπου υπάρχει η Ποίηση εκεί και ο Θεός. Την ομορφιά εστιάζει… Επιτυγχάνει να συμβούν η αγαλλίαση κι ο τρόμος, η θλίψη και η ηδονή, η αδιάκοπη μεταβολή και η αιωνιότητα. Χάρη στην επικράτεια της συνενώνονται όλα τα ασυμβίβαστα… Θα μπορούσε να ’ναι μια σονάτα του Χάυντν, μαζί με πλήθος κυλιόμενα μανταρίνια ή παθιασμένα ερωτόλογα με μακρινές εκρήξεις λατομείων!.. Αλλά όχι. Ένα ήρεμο πανδαιμόνιο είναι από ασιατική όστρια και μαΐστρο Αιολίδας. Τρυφερών σπουργιτιών ειδοποιητήρια και δάχτυλα γυναικών αργά στο χειροφίλημα. Κούπες με διαμαντικά της χρυσαυγής και οπώρες της θαλάσσης. Ελάτε, μύρα της αυγής πολύπλαγκτα και των βασιλικών θυρεών τα διάσημα. Μέσα στις πικραλίδες και τ’ αγριοσέλινα, ρείκια, στύφνα, αιματίτης, σφένδαμα, αγιόκλημα, αγράμπελη, Ανδρομάχη, κληματίδα, Ελένη, δαφνοκερασιά, σάπφειρος, Κασσάνδρα, λαζουρίτης, πετροκίσσαμο, λευκάνθεμο, αδάμας, γιασεμί, άνηθος, μαντζουράνα, μοσχοκάρφι, Εριφύλη, μέντα, σμαράγδι, αμάραθος, βιολέτα, Μύριννα, τοπάζιον, βασιλικός, χωνάκια, δενδρολίβανο, Κοραλλία και Άρτεμις… Έλα να γονατίσουμε μαζί και να προσευχηθούμε. Η ζωή σε όλους ανήκει. Κόψε λουλούδι και θυμήσου το! (σκόρπιοι στοχασμοί Οδυσσέα Ελύτη από το βιβλίο 2 χ 7ε. , εκδόσεις Ίκαρος 1996 – και με ΚΛΙΚ στο κολάζ από DANG Nguyen Dinhp σύντομα κείμενα από το εν λόγω βιβλίο)
ΛΕΖΑΝΤΑ: Παινεμένη θα πρέπει να λέγανε εκείνη που ’βαλε προσάναμμα το φουστανάκι της στον αδέξιο δεξιό άνεμο κι απ’ τα χίλια λόγια της αγάπης έφτασε να συναγάγει έναν μόνο διαρκείας φιλί!.. Έρωτα, έρωτα, που ’ναι ο Φρενερίκο Γκαρθία; Ποιος με σπρώχνει τώρα και με φέρνει μπροστά στο πιάνο; Πριν χτυπήσω τα πλήκτρα, χτυπά η καρδιά μου… Το φως της ημέρας χαμηλώνει. Σε λίγο θα βγει το φεγγάρι… κι όλα θα βυθιστούν στον ύπνο μιας απροσδιόριστης ευτυχίας!..
Η Παράλληλος Χαϋντν (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)
Θα μπορούσε να ’ναι του Μπαχ ή του Μπετόβεν ή ακόμη πιο δω, του Μότσαρτ και παρά μία περίμετρο του Σούμπερτ. Ακούστε με κι εμένα, κάτι ξέρω. Ο Αμφίων μοιάζει άλλα να λέει και άλλα να εννοεί. Όπου λείπει ο λόγος, μπαίνει μουσική. Κι όπου λείπει ο ήχος, μπαίνει μια κατ’ αναλογίαν εκφραστική, που δοκιμαστικά και παράλληλα δονεί. Του αγραμμάτου το φρόνημα, κι εκείνο χρειαζούμενο είναι. Σαν τα παιδιά που ζωγραφίζουν ήλιους και πολέμους, και χαίρονται περισσότερο από τους σπουδαγμένους. Κι εγώ που θα ’θελα να περπατήσω στις πραιρίες της Αυστροουγγαρίας, και κάποιο από τα μυστικά των Εστερχάζυ να ’χα ενθυλακώσει στο τσεπάκι μου. Να’ χα ώρες κάτω απ’ τους πίδακες και τα μαρμάρινα των ανακτόρων σκαλοπάτια σταθεί, ο ανίδεος.
Και λοιπόν, αυτό το ξαφνικό πάνω στα πλήκτρα τρέξιμο τι να ’ναι; Τρυφερών σπουργιτιών τα ειδοποιητήρια; Όχι.
Δάχτυλα γυναικών αργά στο χειροφίλημα, και κατόπιν, καταιγιστικά κτυπώντας, των ροδώνων τις ορμές η άνοιξη ασταμάτητα να πολλαπλασιάσει. Δεν και ναι. Διακόσια και όχι.
Πού να κοιμηθούν τα αυτιά σου ως αύριο. Σ’ έναν δενδρώνα σχεδόν ύπτιο, οι κρυφές τρυγόνες μας να καταφέρουν μόλις να εγγίσουν τελειότητα. Τέσσερα εν συνεχεία εχθές, που μπήκαν το ένα μέσα στο άλλο κι έφτασαν το πρωί να ’ναι πανσές κι άμα νυχτώσει αστέρας. Πίσω απ’ το κλειστό παράθυρο, ύστερα που η ως άφρονος αφύπνισις σκόρπισε τ’ άγρια κρίνα μαζί με μιαν απωλεσμένη νότα ντο στο μεσοϋπνι ενός πολιού Ιανουαρίου.
Αχ, αλκή που αντλούν τα σύννεφα κι ιδρύουν άλλο πριγκιπάτο! Καλείς καρότσες, κι έρχονται, θα ’λεγες όλες οι όχθες, με του κλησάρη το υπερμέγεθες κλειδί και με το σύρσιμο τ’ αργό των προσκυνητριών με τις ομπρέλες.
Νταν ροζ! Νταν μπεζ! στα βάθη ενός φανταστικού Αβαείου. Τι αλλεπάλληλα κατεβατά στις κλίμακες τις σκοτεινές, ώσπου να μην ακούγονται άλλο οι συλλαβές που αφήνει επάνω μας της περισυλλογής το περιούσιο μέλι!
Αλλά όταν ένα πάντα γίνεται απ’ allegroadagio, λιώνουν και της θερμής καρδιάς τα εφύμνια και της ζωής της τρέχουσας η αθλιότητα όλη.
Κάποιοι, πιστεύω, θα γιορτάζουν γύρω μας τα πρωτοτόκια ενός γένους έτι ευγενεστέρου το έμβλημα. Κάπου από δω περνά η παράλληλος που εγγίζει του Βολφγκανγκ Αμεδαίου τα όρια. Δεν γίνεται να τα ερμηνεύσει άλλος κανείς.
Υψηλότατε Αρχιδουξ, περάστε. Σας ακολουθούμε, όλοι της γης οι κάτοικοι ως τον ύστατο. Δώρον στην ακοή μας αιωνίως κομίζει
Αυτός ο Ερμησίπτερος.
ΜΙΚΡΟΣ ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)
Όταν η όσφρηση χρωματίζει και η ακοή ψαύει τις παρειές του εύοσμου, μια έκτη αίσθηση αρχίζει ν’ αναδύεται και να παρουσιάζει το δικό της αλφάβητο.
Τα όσα κατορθώνει να συσχετίζει πιθανόν ήδη να συναποτελούν μια προκαταβολή του τυχαίου. Τα μυστικά του Πριάμου και της μητέρας μου κάπου εγγίζονται. Η αυλή του ανακτόρου είναι και αυλή αρχοντόσπιτου. Ανάμεσα στο Ίλιον και τη Γέρα διαρκεί μια μεταφερμένη στην ύλη συγγένεια, που κρατιέται ως σήμερα στα ερμάρια του Μουσείου Πούσκιν στην Κριμαία και στα χειρόγραφα εκείνης που κατάφερνε να εμπνέεται από τα πιο μικροσκοπικά σκουλαρίκια, τα πιο σπειρωτά περιδέραια, τα πιο κοχυλωτά βραχιόλια, σε μορφή λουλουδιών εύσχημα.
Ένα ήρεμο πανδαιμόνιο από ασιατική όστρια και μαΐστρο Αιολίδας. Κούπες με διαμαντικά της χρυσαυγής και οπώρες της θαλάσσης. Ελάτε, μύρα της αυλής πολύπλαγκτα και των βασιλικών θυρεών τα διάσημα.
Μέσα στις πικραλίδες και τ’ αγριοσέλινα, αγράμπελη, Ανδρομάχη, κλιματίδα, Ελένη, δαφνοκερασιά, σάπφειρος, Κασσάνδρα, λαζουρίτης, πετροκίσσαμο, λευκάνθεμο, αδάμας, γιασεμί, άνηθος, μαντζουράνα, μοσχοκάρφι. Εριφύλη, μέντα, περουζές, φούλι, σμαράγδι, αμάραθος, βιολέτα, διοσμαρίνι, Μύριννα, τοπάζιον, βασιλικός,, χωνάκια, δενδρολίβανο, Κοραλλία κι Άρτεμις.
Πολύπλαγκτα μύρα της αυλής κι εσείς βασιλικά των θυρεών διάσημα, εμρός ελάτε.
Ένας μικρός βοτανικός μπορεί να ’ναι ένας κρυφός των δύο κυμάτων Παρθενώνας.
ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΗΧΟΥ (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)
Θα μπορούσε να ’ναι μια σονάτα του Χάυντν με πλήθος κυλιόμενα και κρουόμενα μανταρίνια ή παθιασμένα ερωτόλογα με μακρινές εκρήξεις λατομείων. Αλλά όχι.
Εμείς θα πάμε σαν τη γλώσσα που περνάει απ’ το τρυπητό για ν’ αφήσει απ’ έξω τ’ απόφλουδα και να βρεθεί ποιος φταίει και διαπράττει κάθε μέρα το αυτί μας μιαν ανορθογραφία.
Κάποτε, μια μέρα χειρότερη και της Κυριακής, το συνειδητοποίησα! Η πρωτεύουσα σ’ όλο το μάκρος της είχε γεμίσει τρύπες. Όχι απ’ αυτές που ανοίγουν οι εργάτες του Δήμου στους υπονόμους. Μιλώ για τις άλλες, πάνω στις προσόψεις των υψηλών κτιρίων, όπου προσεκτικά στήνονται οι επιγραφές εταιρειών, ιδρυμάτων και καταστημάτων. ΦαρμακειΟ, καφενείΟ, Αιματολογικ) ΚέντρΟ, ΠαιδαγωγικΟ ΙνστιτούτΟ. Που ο Θεός να βάλει το χέρι του.
Στο τηλεγραφείο των νευμάτων μεγάλη αναστάτωση επικρατεί σ’ όλη τη γειτονιά. Μήπως είναι κανένας ξένος δάχτυλος του τύπου NOVAMAKEDONIA, ή μήπως του ’φυγε του μπογιατζή το τελευταίο ψηφίο και έμεινε ανολοκλήρωτο από αμέλεια ή, δεν αποκλείεται, από οικονομία;
Μα είναι δυνατόν; Να σου φτιάχνει ο ράφτης ένα ωραίο σακάκι που το ένα του μανίκι του λείπει, κι εσύ να κυκλοφορείς με καμάρι, όπως ο καστράτος που ιδίω δικαιώματι έμπαινε στα χαρέμια, κι ας του έλειπε κάτι… ζωή να ’χε ο σουλτάνος.
Φαίνεται πως η ζωή αυτή δεν έγινε για να επιτευχθεί «κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό». Καθόλου. Έγινε για την ευκολία μας. «Πονάει δόντι, βγάζει δόντι, πονάει δασεία, βγάζει δασεία. Και λαμπρά ταιριάζουν όλα.
Συγγνώμη, αλλά το σώβρακό σου δεν τα’ αφήνεις να φαίνεται ποτέ του. Αλλά το φορείς. δεν είναι το πρακτικό μέρος των πραγμάτων που πρωτεύει στη ζωή μας. Τα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας διαβιούν κατά λάθος. Διαγράφουν το περιττόν, και ας είναι ωραίον, κερδίζοντας μερικά εικοσιτετράωρα πλήξης. Αλλού, μακριά τους στάζει ο χυμός, έστω και ως ήχος στα χείλη μιας θυγατρός του Ομήρου.
Στις δέκα λέξεις μας οι πέντε είναι ξένες. Ολοταχώς βαδίζουμε προς μιαν εσπεράντο παρά πέντε. Κανένας. Ηρώδης δεν θα τολμούσε να διατάξει τέτοια γενοκτονία όπως αυτή του τελικού –ν εκτός κι αν του ’λειπε η οπτική του ήχου.
Μια Φύση ευκτική ανώτερη και της Αττικής, εξαποστέλλει ρυακισμούς και θροΐσματα στο Θριάσιο πεδίο των αποξηραμένων μεταρρυθμιστών, που χάρη στον ευφωνικό στραβισμό τους εκλαμβάνουν τον εαυτό τους για προοδευτικό. Αλλά στους φθόγγους όπως και στα χρώματα, δεν υπάρχει η έννοια της προόδου. Εκτός κι αν εσύ είσαι ο δράστης, οπότε όσο πιο ευώχυμο είναι το ένα τόσο δυσαπεικόνιστο είναι το άλλο.
Μια κοινωνία όπου τ’ αναγνώσιμα δένδρα γίνονται και πολυφωνικά της ίριδας βρίσκεται ήδη εν εξελίξει. Ας είναι καλά ο εκάστοτε γεωμέτρης ποιητής, που ’χει κερδίσει το στέφανο του ανέμου. Ίσως ο νέος Αρίων να γεννήθηκε μόλις εχθές.
ΥΓ. Μπορεί να παραξενεύεται κανείς με την από σκοπού αποχαλινωμένη Κυριακή της γραφής μου. Δεν έχει όμως παρά να την εξωθήσει ως το έσχατο άκρο της, για να ανατραπεί και να βρεθεί απ’ την άλλη μεριά, στην τάξη μιας κλασικής Δευτέρας.
ΟΝΟΥ ΑΙΝΟΣ (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)
Ένας ελαφρύς αέρας πεύκου πρώτου βαθμού μαζί και καβαλίνας με χτυπά καταπρόσωπο, καθώς έχω πάρει καβάλα τον ανήφορο και λικνιστικά προχωρώ ανάμεσα στις δυο πελώριες γκριζόμαυρες αυτάρες, προς τις πρώτες υπώρειες του νησιού, όπου ενδημούν τα ύστατα πτερόεντα κατοικίδια. Μύγες πρασινοχρυσίζουσες και πεταλουδίτσες μωβ, καθώς και άλλες παραπλανημένες μέλισσες, ψάχνοντας από θάμνο σε θάμνο, που ’ναι όλοι τους φουντωτοί και μουντοί, με κάποια εδώ κι εκεί ξανθά φεγγίσματα, κρυφακουπεράσματα του ενός βλεφαρίσματος κι όχι πάντα.
Ήδη από εδώ, καθώς έχουμε κερδίσει σε ύψος, τα μεγέθη προς τα κάτω αλλάζουν, όλα τους γίνονται πιο μικροσκοπικά, κι ο γύρω χώρος δείχνει να χωράει ολοένα και περισσότερα πράγματα. Το βαποράκι που περνάει μοιάζει με παιχνίδι, ενώ οι κολπίσκοι στο βάθος σαν ν’ ανασηκώνονται πιο ανάγλυφοι. αποκαλύπτονται καινούριες αναδιπλώσεις της γης πάνω απ’ το νερό, καινούριες προεξοχές, καινούριοι πορθμοί και ισθμοί και ακρωτήρια.
Κι όμως, όπου να ’ναι, αυτά όλα θα χαθούν επάνω στη στροφή, για να φανεί σε διαφορετικό βαθμό κυανού η άλλη θάλασσα.
Έτσι ζούμε εδώ, με διαφορές μεγάλες ανάμεσα σε ζερβί και δεξί χέρι. Από λεπτουργημένες εκκλησίτσες έως υπερμεγέθη βροντερών φωνών ακρωτήρια. Σε τέτοια ποικιλία και σπανιότητα, που πραγματικά δεν θα μπορούσε κανείς άλλης χώρας κάτοικος να βρει μαζί Κόρη και Αετό, βόρειον άνεμο και ζέστη σαράντα βαθμών, θυμιατά, σκίνα, λαγουδέρες.
Τα προνόμια, όσο δεν τα ΄χουμε, κλαιγόμαστε, κι όσο τα ’χουμε τα αγνοούμε. Στα παιδικά μου χρόνια, που η ερημιά σ’ αυτά τα μέρη έμοιαζε να ’ναι ακόμη αρχαϊκή, θα μπορούσα με το σημερινό μου το μυαλό να ζωγραφίσω, ακόμη και να χτίσω, αυτά που έγιναν αργότερα κατά λάθος παρά ένα.
Πού να βρίσκεται τώρα το τρεχαντήρι του μπάρμπα-Κωνσταντή, το ψαροκάικο του Κοσμά, το σπιτάκι με το ζωγραφιστό ταβάνι; Όλα γίνονται στις μέρες μας πιο τέλεια και πιο άσχημα. Κι όμως, πόσο πιο ανθρώπινο είναι να χαϊδεύεις τον παχουλό λαιμουδάκο ενός ζωντανού που δεν ζητάει ποτέ το κακό σου;
Ανήκω στους γεννήτορες ενός τέτοιου αιωνόβιου εικοσιτετράωρου, που τώρα μένουν άνεργοι μαζί με τους άνδρες του ιππικού, τους τελωνοφύλακες, τους αγωγιάτες, τις παραμάνες. Η ζωή παριστάνεται και ως άνθρωπος και ως ζώο. Οι αναμνήσεις ούτε θανατώνουν ούτε διαιωνίζουν. Και ο όνος, άπαξ και υπήρξε μια φορά, υπάρχει δια παντός.
Ευθύς και στο βλέμμα τίμιος είσαι περαστικέ του
Έαρος και του μισού χειμώνος. Κρόκων έχεις και πολλών βολβών τα κουδουνάκια
Η κάθε σου περπατησιά κι απ’ ένας οίακας. Έλα γίνε μου
Ζωηρούλης μαζί να περάσουμε μεσ’ απ’ τα πήλινα τα θυμιατήρια
Τις χάντρες και τα καθρεφτάκια στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής
Και στων ριπών του Σεπτεμβρίου το σκίρτημα
Η φωνή σου αντιστοιχεί στα κυπαρίσσια κι ο χαμός σου σε μια γυμνή ερημονησίδα
ΠΑΙΝΕΜΕΝΗ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΕΓΑΝΕ ΕΚΕΙΝΗ… που ’βαλε προσάναμμα το φουστανάκι της στον αδέξιο δεξιό άνεμο κι απ’ τα χίλια λόγια της αγάπης έφτασε να συναγάγει έναν μόνο διαρκείας φιλί!..
Έρωτα, έρωτα, που ’ναι ο Φρενερίκο Γκαρθία; Ποιος με σπρώχνει τώρα και με φέρνει μπροστά στο πιάνο; Πριν χτυπήσω τα πλήκτρα, χτυπά η καρδιά μου.
Το φως της ημέρας χαμηλώνει. Σε λίγο θα βγει το φεγγάρι, consupolisondenandos. Kι όλα αυτά τα nimosθα βυθιστούν στον ύπνο μιας απροσδιόριστης ευτυχίας!..
Πώς γίνεται, όμορφοι κιθαρωδοί και κοπέλες με χτένι στο κεφάλι να ισιώνουν, να καμπυλώνουν τη ζωή, και την ίδια στιγμή άλλοι βάρβαροι, με χοτροπάπουτσα και δίκοχα, να την ποδοπατούν…
Και τώρα νιώθω μιαν έλξη και μιαν απώθηση ταυτόχρονα, όπως όταν προσπαθείς να σμίξεις δυο αντίθετους πόλους ενός μαγνήτη…
Αχ τίνος να το πω; Πούθε να περάσω; Μπροστά μου υπάρχει ένα δασάκι σακατεμένο, διάτρητο θα ’λεγες από ταυτόχρονες ομοβροντίες, κι ένας τσακισμένος κορμός δένδρου που ξεπετιέται και μοιάζει με μπράτσο κάποιου αδικοσκοτωμένου…[αποσπάσματα από το κείμενο με τίτλο: ΑΝΤΟΝΕΙΡΟ του FUENTEVAQUEROS]
ΣΕΛΑΜΕΝΑ –λήμμα Λεξικού - (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)
Ανήκει στο γένος των Αθανατίδων, αν και η πρώτη εμφάνισή της ιστορικά σημειώνεται γύρω στο 323, εξού και οι φημολογίες ότι κάτι πέτυχε να υποκλέψει από τα μυστικά του Μεγαλέξανδρου.
Συνήθως εμφανίζεται με τα πρώτα νερά του φθινοπώρου, που κατεβάζει ο ποταμός Οφιάλης από τα υψίπεδα της Θράκης, γνωστός για τις ιαματικές του ιδιότητες να θεραπεύει όλες τις ασθένειες, κυρίως του συντακτικού και της γραμματικής.
Το ασήμι της είναι του σπάρου ή της Πάρου, άσχετο αν έχει αγαπηθεί ή όχι.
Το μυστικό της είναι ότι ξέρει να εμφανίζεται ή να εξαφανίζεται ανάλογα με τους μήνες και τα χρόνια που προβλέπουν μερικοί συγγραφείς.
Πάντως, η τελευταία εμφάνισή της, κατά τους ιστορικούς, σημειώνεται ρητώς περί τα τέλη του εικοστού αιώνα, σ’ ένα βιβλίο με τον τίτλο Ιδιωτική Οδός.
Ο ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ NOVALIS (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)
Ερευνούμε παντού για το αληθές και δεν βρίσκουμε παρά το υλικώς υπαρκτόν. Να εκφράζεσαι με γραμμές ή με ήχους δεν οδηγεί κατά κανόνα παρά σε μιαν αξιοθαύμαστη αφαίρεση. Για μένα, τέσσερα γράμματα σημαίνουν Θεός, μερικές γραμμές ένα εκατομμύριο πράγματα.
Πώς το σύμπαν γίνεται μια ύλη εύπλαστη στα χέρια σου, και τι εκκωφαντική μοιάζει να είναι η λάμψη που ακτινοβολεί συμπυκνωμένη η δύναμη του πνεύματος. Που αλλού πουθενά δεν πραγματώνεται καλύτερα παρά στο φαινόμενο της γλώσσας.
Μια διαταγή αρκεί για να κινητοποιήσει ολόκληρες στρατιές . Η λέξη «ελευθερία» συγκλονίζει τα έθνη. Η ομορφιά και η κοινωνική συνύπαρξη πραγματοποιούν μέσα στον κόσμο την Παγκόσμια Τάξη. Η φαντασία πλάθει έναν δικό της κόσμο, που τοποθετείται άλλοτε πάνω κι άλλοτε κάτω από μας, ή και ανάμεσα σ’ ένα συνεχή κύκλο ψυχών.
Ονειρευόμαστε διαπλανητικά ταξίδια. Αλλά ούτε το σύμπαν είναι ένα κάποιο σημείο μέσα μας, ούτε ποτέ θα μάθουμε το βάθος του πνεύματός μας. Μέσα μας μόνον οδηγεί ο μυστηριώδης δρόμος, όπου ποτέ ουδαμού βρίσκεται η αιωνιότητα με τους δικούς της κόσμους, παρελθόν και μέλλον
Έλα να γονατίσουμε μαζί και να προσευχηθούμε
Η ζωή σε όλους ανήκει. Κόψε λουλούδι και θυμήσου: Η Ποίηση μας απαλλάσσει απ’ το να είμαστε δέσμιοι των τυχαίων γεγονότων
ΠΟΙΗΣΗ, Ο ΠΟΣΙΜΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ R.B. SHELLEY: Όπου υπάρχει η Ποίηση, εκεί κι ο Θεός. Την ομορφιά εστιάζει. Επιτυγχάνει να συμβιούν η αγαλλίαση κι ο τρόμος, η θλίψη και η ηδονή, η αδιάκοπη μεταβολή και η αιωνιότητα. Η Ποίηση αφαιρεί απ’ τα πράγματα το πέπλο της συνήθειας, καθιστά ορατή την αθέατη όψη του κόσμου, χάρη στην επικράτειά της συνενώνονται όλα τ’ ασυμβίβαστα… Μ’ ένα είδος αλχημείας μετατρέπει σε πόσιμο χρυσό τα δηλητηριώδη νερά που ρέουν από τον θάνατο στη ζωή. Γιατί σκοπός της είναι η κρυμμένη ομορφιά, μ’ άλλα λόγια η απώτερη ουσία του κόσμου. Τα πάντα υπάρχουν έτσι όπως συλλαμβάνονται. Ο νους βρίσκεται μέσα σ’ ένα δικό του χώρο. Μπορεί να φτιάξει έναν «Παράδεισο από κόλαση ή μια κόλαση από Παράδεισο». Η Ποίηση μας απαλλάσσει από το να ίμαστε δέσμιοι των τυχαίων γεγονότων. Δημιουργεί μιαν άλλη ύπαρξη μέσα στην ύπαρξή μας. Μας αναγκάζει να αισθανόμαστε αυτό που με το λογικό μας γνωρίζουμε και το φανταζόμαστε αλλιώς αυτό που η γνώση μας έχει αποστηθίσει, που σημαίνει απ’ αρχής τον κόσμο(Οδυσσέας Ελύτης, 2χ7ε)