α] Η (προ)ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ: Οι Γάλλοι διαφωτιστές του 18ουαιώνα (Ρουσώ, Βολταίρος Ντιντερό) καθώς και οι Σκώτοι και Άγγλοι φιλόσοφοι του 17ουκαι 18ουαιώνα (Λοκ, Χιουμ) καλλιέργησαν την ιδέα της ισότητας των ανθρώπων καθώς και των εγγενών σε κάθε άνθρωπο «φυσικών» δικαιωμάτων και ελευθεριών. Στο αμερικανικό Σύνταγμα του 1787 και, ιδίως, στη γαλλική Επαναστατική Διακήρυξη του 1789 καθιερώθηκαν οι βασικές πολιτικές ελευθερίες και δικαιώματα κάθε ανθρώπου: Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ίσοι απέναντι του νόμου»!.. Απαρτίστηκε έτσι ένα «σώμα» δικαιωμάτων που χαρακτηρίστηκαν ως ατομικά διότι είχαν αμυντικό χαρακτήρα, έναντι της κρατικής εξουσίας…
β] Το «χρονοντούλαπο» της ιστορίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: μετά το Α Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου πρωτοεμφανίστηκε το προσφυγικό ζήτημα ως μαζικό φαινόμενο, πολλά ευρωπαϊκά κράτη ψήφισαν νόμους που επέτρεπαν τη στέρηση ιθαγένειας και την από-πολιτογράφηση σε κάποιους πολίτες, χτίζοντας τα πρώτα στρατόπεδα για τον έλεγχο των προσφύγων, που διαδοχικά εξελίχθηκαν σε στρατόπεδα εγκλεισμού, συγκέντρωσης και εξόντωσης. Η συλλογική μετάβαση από τόπο σε τόπο, η περιπλάνηση και η διάσπαση του ορίου του ιδιωτικού με το δημόσιο χώρο, δημιουργούν σήμερα την ολική μεταμόρφωση της κοινωνικής συνοχής. Οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους κάτω από τις περιστάσεις στις οποίες βρίσκονται, περιστάσεις όμως που δεν τις επιλέγουν οι ίδιοι. Από τη στιγμή που ένας πολίτης (citizen), ως πρόσφυγας έχει χάσει οποιοδήποτε ανθρώπινο δικαίωμα θεωρείται αναφαίρετο (σύμφωνα με την… ιστορία Διακηρύξεων…), εντάσσεται, στη χώρα που έχει πολιτογραφηθεί, σε μια μάζα μη πολιτών (denizens– μέτοικοι) που είτε δεν μπορούν είτε δεν θέλουν να επαναπατριστούν ή να πολιτογραφηθούν. Γι’ αυτούς του μη πολίτες και μη μόνιμους κατοίκους-denizens, η έννοια του πολίτη δεν είναι πλέον επαρκής για να περιγράψει την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα των σύγχρονων κρατών και η έννοια των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι γράμμα νεκρό [αποσπάσματα από το κείμενο που προλόγιζε την έκθεση του Σταύρου Παναγιωτάκη που με τίτλο ΣΙΩΠΗΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ παρουσιάστηκε ως μια συνολική περιβαλλοντική εγκατάσταση στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης στα πλαίσια της Biennale. Η έκθεση/ εγκατάσταση είχε θέμα τις «Εξαναγκαστικές μεταγγίσεις πληθυσμών και τη σύγχρονη μάζα μη πολιτών/ μετοίκων. Παρακάτω στοιχεία για αυτή την έκθεση και ένα κείμενο για τα… «ναυλωμένα καραβάκια που κουβαλούν ψυχές ανεπιθύμητες, όνειρα πλεονάζοντα» εφαρμόζοντας έτοιμα προγράμματα απελάσεων, μάθημα για σεμινάριο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια κοινωνία της ντροπής!.. [η πρώτη φωτογραφία είναι αφίσα από την έκθεση, η 2ημε τίτλο ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ σύνθεση του Σταύρου Παναγιωτάκη για το βιβλίο μ’ αυτό τον τίτλο του Σταύρου Ζαφειρίου]
«ΣΙΩΠΗΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ» του Σταύρου Παναγιωτάκη για τις εξαναγκαστικές μεταγγίσεις πληθυσμών και τη… σύγχρονη μάζα μη πολιτών:
Ο Σταύρος Παναγιωτάκης με αφορμή το μεταναστευτικό ζήτημα και με εργαλείο τα υλικά της τέχνης του (χαρτί, μουσαμάς, ακρυλικά, μέταλλο, ζελατίνες, πλαστικά, χρωστικές ύλες, κλωστές, σύρμα κλπ.) δημιούργησε μια σειρά έργων από τα οποία, με τη λογική της σύνθεσης ενός συνολικού έργου, προέκυψε μια εικαστική εγκατάσταση στο χώρο και το χρόνο. Ο καλλιτέχνης εστιάζει τις «σιωπηλές αφηγήσεις» του στις ακούσιες και εξαναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών. Διαβάζουμε στο πρόγραμμα της έκθεσης: «Η περιπλάνηση, η ταυτότητα, η ένταξη σε μια μεταβατική κοινωνία, η αναζήτηση της επιβίωσης/ευτυχίας, είναι στοιχεία της θεωρητικής δομής του έργου. Η συλλογική μετάβαση από τόπο σε τόπο, η περιπλάνηση και η διάσπαση του ορίου του ιδιωτικού με το δημόσιο χώρο, δημιουργούν την ολική μεταμόρφωση της κοινωνικής συνοχής. Οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους κάτω από τις περιστάσεις της ζωής στις οποίες βρίσκονται, περιστάσεις όμως που δεν τις επιλέγουν οι ίδιοι...»
Στο κείμενο που συνοδεύει την έκθεση ο κ. Μανώλης Μαυρομάτης, ομότιμος Καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτή η αποκόλληση στις εργασίες του Σταύρου Παναγιωτάκη, από την αυτονομία και τον αυτοπροσδιορισμό των καλλιτεχνικών σχέσεων ως μιας αυτάρκους δομής των εσωτερικών της συσχετισμών της μοντερνιστικής λογικής της καλλιτεχνικής αναζήτησης των χρόνων 1960, έχει οδηγήσει την έρευνά του στην προσέγγιση της έκφρασης μέσα από τα πλαίσια της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της εθνολογίας, αναζητώντας δηλαδή στους θεσμούς την αξιολόγηση των σχέσεων ανάμεσα στα πράγματα, στις συμπεριφορές και στην ηθική της αναγκαιότητάς τους…
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Παναγιωτάκης πλησιάζει με τις εργασίες του την αιχμή της σύγχρονης κοινωνιολογικής έρευνας σχετικά με την αποικιοκρατία των τελών του δέκατου αιώνα, που εννοούσε την απώλεια της εθνικής ιδιοκτησίας του τόπου και τη μετακίνηση του τόπου στην υπαγωγή του και στην υποτέλεια της κυριαρχικής εξουσίας ενός άλλου τόπου…. Και η αντιπαραβολή σ’ αυτή την έκθεση ανάμεσα στον περιπλανώμενο πολίτη, στον μη-πολίτη και στην περιπλανώμενη τέχνη ως παγκοσμιοτική χωρίς προέλευση, είναι ενδεικτική των θεμάτων των εικόνων του που δεν έχουν συνοχή (αισθητική ή άλλη, σύμφωνα με ένα σύστημα), αλλά συμπεριφέρονται ως ακριβώς τα μέρη ενός ρευστού κοινωνικού συνόλου που παγκοσμιοποιείται : η απουσία της συνοχής ανάμεσα στον τόπο και στην μετοίκηση, ανάμεσα στην καταγωγή (το γενεαλογικό δέντρο) και στην ανωνυμία των Denizens και το μοντέλο της Ειδομένης, είναι το έμβλημα ενός τέλους εκείνων των ιδεών που από τον Διαφωτισμό μέχρι τις μέρες μας, στερέωναν τον σεβασμό του ανθρώπου»
Η Chiaki Kamikawa, Ιστορικός, καλλιτέχνις και γκαλερίστα σχολιάζοντας τα έργα του Σταύρου Παναγιωτάκη, αναφέρει μεταξύ άλλων:
»Μέσω της σειράς «Σιωπηλές Αφηγήσεις», ο Σταύρος Παναγιωτάκης διερευνά την ισορροπία εικόνας και κειμένου, το ρόλο του γράμματος ως οπτικό χαρακτηριστικό αντί για λεκτικό στοιχείο, την ερμηνεία/μη έννοια, τη σχέση χρώματος και γράμματος και τη δημιουργία νέων γραμμάτων…
Είναι πρόκληση να χρησιμοποιούνται τα γράμματα σαν στοιχεία σύνθεσης σε ένα ζωγραφικό έργο, επειδή είναι άμεσα εξαρτημένα από την ερμηνεία, αλλά ο Παναγιωτάκης με τους χειρισμούς του κατέληξε σε μοναδικά αποτελέσματα, τα οποία επιπλέον παίζουν με τους προκατασκευασμένους συσχετισμούς. Αυτό που είναι αξιοσημείωτο στο έργο του είναι η αποφυγή ενός απόλυτου ελέγχου της εικόνας. Οι καλλιτέχνες τείνουν να ελέγχουν εξ ολοκλήρου πώς πρέπει να γίνεται αντιληπτή η εικόνα από τον θεατή, ειδικά όταν η εικόνα συνοδεύεται από κείμενο / γράμματα. Ο Παναγιωτάκης με μια ελεύθερη τοποθέτηση μέσα στην εικόνα, ώθησε εκ προθέσεως τη γραφή να υφίσταται χωρίς τους περιορισμούς από την ερμηνεία της, αφήνοντας την στο θαυμασμό των θεατών, όπως είναι η ίδια. “Chiaki Kamikawa»
ΜΑΘΗΜΑ ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ (με εικόνες ναυλωμένων πλοιαρίων που κουβαλούν ψυχές ανεπιθύμητες, όνειρα πλεονάζοντα – σύμβολα της συλλογικής μας ντροπής):
Σήμερα πήγαμε με την Κατερίνα να κάνουμε μάθημα και έλειπε σχεδόν η μισή τάξη. Έπρεπε να είχαμε καταλάβει τι είχε συμβεί από την πρωτόγνωρη ησυχία που έκαναν οι υπόλοιποι μπαίνοντας, από τα σφιγμένα τους πρόσωπα. «Που είναι οι άλλοι; Κοπάνα έκαναν πάλι;» είπα αστειευόμενος. «Όχι. Τους απέλασαν. They were deported. Mας κόπηκε το χαμόγελο μαχαίρι. Τα μάτια μου έπαιξαν ανήσυχα να μετρήσω απώλειες, να δω ποιοί ήταν εδώ και ποιοί... «Δηλαδή τέλος;». Βλακεία αντίδραση. Τέλος βέβαια, τι ρωτάω και ποίον ρωτάω. Δε θα ξαναδούμε τους μαθητές μας. Κοιτάς μετά τη λίστα στο χαρτί και τη λίστα που έχεις μέσα σου. Σκέφτεσαι τους ανθρώπους με τους οποίους έχεις δεθεί και που πλέον είναι σε «ασφαλή Τρίτη χώρα». Πάει ο Ισάμ, που έμαθε ελληνικά για να λέει καλημέρα και που κάποτε αντί για μια καλή κουβέντα στα ελληνικά έλαβε κυνισμό και πάγο. Ο Ισάμ μαζί με τα άλλα του προβλήματα σχεδόν είχε χάσει την όρασή του, είχε εκλάμψεις κατά τις οποίες όλα σκοτείνιαζαν, φάσεις που γινόταν όλο και ποιο συχνές. Πίστευε ότι εκτός από τη φτώχεια ίσως στην Ευρώπη κάνει κάτι και για τα μάτια του. Πάει ο Σάμυ που ήξερε να παίζει το κρουστό «τάμπλα» και να απαγγέλλει τις νότες του, με τα σμαραγδί μάτια που έλεγε πως κατάγεται από τους μισθοφόρους τους Μεγάλου Αλεξάνδρου και που έκανε κάτι καταπληκτικά καλλιγραφικά γράμματα με θρησκευτική προσοχή. Ο Σάμυ που για να πει μάθημα σηκωνόταν όρθιος παρόλο που του έλεγα ότι δεν είναι ανάγκη γιατί «έτσι τιμάει τον δάσκαλο που εθελοντικά δίνει την καρδιά του». Πάει και ο Χασάν που ήταν αναλφάβητος και που ντρεπόταν να το πει και που σκάλιζε τα ελληνικά γράμματα σαν να βαστούσε καλέμι και να πολεμούσε πέτρες. Κι άλλοι, κι άλλοι έλειπαν. Η Ευρώπη είναι πλέον πιο ασφαλής δίχως αυτούς. Πιο καθαρή. Δε μπορώ να σας περιγράψω πως βγάλαμε το μάθημα σήμερα. Αυτοί οι άνθρωποι που έφυγαν και που ποτέ δε θα ξαναδούμε, ξέρουμε πως γυρνούν πίσω σε μια κόλαση. Το ξέρετε και εσείς όλοι απλά για μερικούς από εσάς αυτό δε σημαίνει τίποτα. Και δε σημαίνει γιατί δεν τους είπατε ούτε μια κουβέντα. Δεν περάσατε ούτε μια ώρα μαζί τους. Δεν τους ρωτήσατε γιατί έφυγαν από τα σπίτια και τους συγγενείς τους, γιατί και πως ήρθαν. Σας έχουν πει ο,τι χρειάζεστε να ξέρετε τα κανάλια και οι δικοί σας καθηγητάδες. Λαθρομετανάστες, τζιχαντιστές, όλα αυτά... Σας εύχομαι ποτέ να μην σας έχουν εμπιστευτεί και αγαπήσει άνθρωποι που μετά θα μάθετε πως τους έστειλαν κάπου όπου πεινούν, κινδυνεύουν, σέρνονται να επιβιώσουν. Σας εύχομαι να μην χρειαστεί ποτέ να ζήσετε με αυτή τη γνώση. Προς το τέλος του μαθήματος ο Γκαλρίμ, ένας άνθρωπος που έχει υποστεί βασανιστήρια και διώξεις και που παρόλα αυτά εκκρεμεί εναντίον του απέλαση ήρθε και με αγκάλιασε. Σαράντα χρονώ μαντράχαλος με αγκάλιασε σφιχτά και πολύ ώρα σα μωρό παιδί. « Τι έγινε ρε φίλε;» του λέω. «Μπορεί να μην τα ξαναπούμε δάσκαλε, ευχαριστώ για όλα» Ένας-ένας ήρθαν και μας αγκάλιασαν, μια βουβή τελετουργία εν μέσω του μαθήματος. Σας εύχομαι τέτοιες αγκαλιές να μη σας δώσουν ποτέ. «Θα τα πούμε την άλλη Τετάρτη, Παλιοπακιστανοί» τους φώναξα. «Ειδαλλιώς στον άλλο κόσμο!». Γέλασαν όλοι, δεν έλεγαν να φύγουν. Ο Σαμ μεταφράζοντας τα λόγια μου χρησιμοποιούσε πάντοτε τον τιμητικό πληθυντικό αριθμό «άντενε...» Λες και αυτοί πήραν από εμένα πιο πολλά από ο,τι εγώ πήρα από αυτούς πλουτίζοντας τα μέσα μου. Ήταν νύχτα όταν βγήκαμε από το μάθημα. Αυτήν την ώρα που γράφω έρχονται μπροστά μου τα πρόσωπά τους. Μερικά από αυτά θα τα ξεχάσω σε λίγο καιρό, όπως ξεχνάει ο άνθρωπος από φυσικού του. Δε θα ξεχάσω όμως την πίκρα της δικής τους ματαίωσης, την αγκαλιά που μας έδωσαν αυτή που είχε μέσα της κάτι από τελευταίο ασπασμό. Παιδιά, αυτή τη στιγμή η Ευρώπη απελαύνει με φτηνότατες δικαιολογίες και προχειρότατες διαδικασίες φτωχούς, αρρώστους και ανθρώπους που χρήζουν διεθνούς προστασίας. Μα πάνω από όλα καταστρέφει γέφυρες. Επενδύει στα τείχη. Αφήνει πολέμους να μαίνονται και αθώους να χάνονται. Δεν οδηγεί πουθενά αυτό. Και βυθίζει την καρδιά και τα κουράγια μας σε μέρη από όπου δεν γίνεται να ανασυρθούν.
Υ.Γ. Ένα καϊκάκι είναι αραγμένο στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Παλιότερα κουβαλούσε τους Μυτιληνιούς απέναντι να αγοράσουν πράγματα και να χαζέψουν στο παζάρι της Πέμπτης. Τώρα έχει ναυλωθεί για να κουβαλάει ψυχές ανεπιθύμητες, ζωές, όνειρα πλεονάζοντα. Αν το δεις μια καθημερινή τι ήρεμο που τραμπαλίζεται εκεί δεμένο, δεν πάει ο νους τη δουλειά που κάνει. Εγώ πια το βλέπω με φρίκη και γυρνώ αλλού. Είναι το σύμβολο της συλλογικής μας ντροπής… [από το ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΙΟ του Γιώργος Τυρίκος-Εργάς ]
Υ.Γ. Ένα καϊκάκι είναι αραγμένο στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Παλιότερα κουβαλούσε τους Μυτιληνιούς απέναντι να αγοράσουν πράγματα και να χαζέψουν στο παζάρι της Πέμπτης. Τώρα έχει ναυλωθεί για να κουβαλάει ψυχές ανεπιθύμητες, ζωές, όνειρα πλεονάζοντα. Αν το δεις μια καθημερινή τι ήρεμο που τραμπαλίζεται εκεί δεμένο, δεν πάει ο νους τη δουλειά που κάνει. Εγώ πια το βλέπω με φρίκη και γυρνώ αλλού. Είναι το σύμβολο της συλλογικής μας ντροπής… [από το ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΙΟ του Γιώργος Τυρίκος-Εργάς ]
ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΑΝΤΕΣ (από τη συλλογή του Μανώλη Πρατικάκη Οι Παραχαράκτες, εκδόσεις Μπαρμουνάκη 1976)
Τόσο πολύ λησμονηθήκαμε μέσα στα δάση της σιωπής
που μας πήραν τα πουλιά για αγάλματα
τα σκυλιά για πεθαμένους.
Τ’ απόβραδο έρχονται μας γαυγίζουν
κάνουν γύρω μας βόλτες,
μας δαγκώνουν στα μεριά, στα δάχτυλα, στο σβέρκο
κι ύστερα –σαν τελευταία σπονδή- αποπατούν
στο πρόσωπό μας.
Εμείς εκεί ασάλευτοι
να παριστάνουμε χρόνια στην εντέλεια τους πεθαμένους
από κάποιο φόβο γενικό περιμένοντας την εύνοια
των θεών να εκδηλωθούμε.
Ενώ πολλοί από μας
μέσα σ’ εκείνη την πελώρια ακινησία
δεν ένιωσαν πως είχανε τω όντι
από μια πόρτα σκοτεινή εν τω μεταξύ
μεταναστεύσει.