Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ, ΚΟΝΤΟΦΘΑΛΜΟΙ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΕΣ ή ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ ΙΠΠΟΤΕΣ ΠΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥΝ ΤΙΣ ΧΙΜΑΙΡΕΣ ΤΟΥΣ…

$
0
0
Φρονιμότατε Σεϊτ Χαμίτ, Μάθε πως ο Δον Κιχώτης γεννήθηκε και για μένα. Ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Τούτο διότι επέδειξε μια ακραία αδυναμία της φαντασίας. Έχει ανάγκη τη δράση για να εκπληρωθούν οι βαθύτεροι πόθοι της. Εγώ, αντιθέτως, δεν βγήκα ποτέ από τη βιβλιοθήκη μου. Ζω απομονωμένος, φέρνοντας στο φως τους ήρωες των αναγνωσμάτων μου. Διαχειρίζομαι την έκσταση μόνο με το νου, το πνεύμα μου και μόνο καλπάζει, εγώ, ο ιππότης της ανάγνωσης. Στα σύννεφα έχτισα την επικράτεια μου και χάρισα ένα νησί στον υπηρέτη μου. Θλίβομαι για τη γελοιοποίηση στην οποία τον έχετε υποβάλει τόσα χρόνια. Και όμως δεν θα είχε ανάγκη τους κακόβουλους μάγους να σώσουν τα προσχήματα, αν είχε το σθένος να μην επιχειρήσει την έξοδον από το χωριό μου, να μη ζητήσει άλλη εκπλήρωση πλην αυτή της φαντασίας του. Αυτό που ζω είναι αυτό που ονειροπολώ  [Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ αυτή ήταν μια ιστορία για τον ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ του Φερ­νάν­το Κα­έ­ι­ρο από τις πολλές και διαφορετικές ΙΣΤΟΡΙΕΣ σε (λιγότερες από) 150λέξεις με τον ήρωα του Θερβάντες, όπως αναρτήθηκαν στο ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ  -ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ, ένα ιστολόγιο για το μικρό Διήγημα. Κεντρική ιδέα των μικροδιηγημάτων θα μπορούσε να είναι το ποίημα του Καρυωτάκη με τον ίδιο τίτλο.
Μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι να μείνουνε
καθώς τα περιστέρια που σκορπούν
οι ναυαγοί στην τύχη
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός… [κολάζ κ ARTά SOS]


ΣΑΝΤΣΟ;
Σήμερα μου έφεραν έναν νέο τρόφιμο. «Δον Κιχώτης». Η καρτέλα του λέει «Ήρεμος και αβλαβής» (όσο κι αν μοιάζει νούμερο παλιάς επιθεώρησης, υπάρχουν στα νοσοκομεία μας και Ναπαολέοντες και Μεγαλέξανδροι…).
Έμοιαζε με τον παραδοσιακό Δον Κιχώτη, όπως τον ζωγράφισε ο Ντορέ. Ψηλός, ξερακιανός, με μούσι τράγου.
«Ο αγώνας συνεχίζεται», μου είπε εμπιστευτικά. Τα μάτια του ήταν γαλανά, ξεπλυμένα.
«Είμαστε πολλοί –κι ας μη φαινόμαστε», συνέχισε. «Θα τον αλλάξουμε τον κόσμο».
Σώπαινα. Τι να πω; 
Μετά με έπιασε από τους ώμους και κοιτώντας με στα μάτια, μου εξήγησε το πρόβλημά του. «Για να πετύχουμε, όμως, χρειαζόμαστε πιστούς υπηρέτες. Πάντα εμείς οι ιππότες βασιζόμασταν στους υπηρέτες. Ο Σαντσο Πάντσα τάιζε και ξύστριζε τον Ροσινάντε, ετοίμαζε καιτο δικό μου φαγητό. Χωρίς αυτόν είμαι άχρηστος. Έχετε μήπως κανέναν εδώ;  
Τι να τουπω; Ότι τριάντα χρόνια ψυχίατρος είχα δει α ρκετούς Δον Κιχώτες, αλλά ούτε έναν Σάντσο; [Νίκος Δήμου]

ΟΛΟΝΥΧΤΙΣ ΑΚΙΝΗΤΟΣ, ΦΙΓΟΥΡΑ ΨΙΛΟΛΙΓΝΗ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΣ, Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ:
Τον εξεγέλασε η Μαριτόρνες πως τάχα η κυρά της στέργει να φιλήσει το γενναίο του μπράτσο. Ανέβη ορθός στη σέλα, το ’χωσε στο φεγγίτη. Να δει πόσο δυνατοί οι μύες, πώς φουσκώνουν οι φλέβες. Το παλιογύναιο έδεσε τη χείρα του με το καπίστρι από το μάνταλο της θύρας, τον αφήκε να νομίζει πως μάγια του ’χουν κάνει. Ήταν να κουνηθώ ρούπι; Ξημερωθήκαμε έτσι. Θα άντεχα κι άλλες το μαρτύριο εγώ το άλογό του ο Ροθινάντε, αν δεν με πλησίαζε φοράδα βαρβατωμένη. Κουνήθηκα να τη μυρίσω, να χαϊδευτούμε. Και τότες εκρεμάστη μια πιθαμή από το έδαφος, μούγκρισε ο καημένος. Σωριάστη καταγής σαν του ’κοψε τα δεσμά η υπηρέτρα. Μα τα δεσμά του μυαλού για μάγια και ιπποσύνες ποιος θα του κόψει; Ή μήπως όχι; Καλύτερα έτσι, φευγάτος από τα ψέματα του κόσμου του αχρείου;
[Κώστας Ακριβός, Ο δον Κιχότε δέσμιος όχι μόνον από έρωτα]

Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΤΡΕΛΑΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΙΠΠΟΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ: 
Πετάχτηκα στον ύπνο μου από τη φασαρία. Φόρεσα τις παντόφλες και πήγα στο σαλόνι. Ο ένας πετούσε βιβλία στον άλλο! Τα μισά βιβλία μου πεταμένα στο πάτωμα!
-Τι συμβαίνει; Πάλι τα ίδια;
-Αυτός άρχισε πρώτος»!
-Δεν τον αντέχω άλλο! Τη μια με βάζει να ξιφομαχώ με τουλούμια γεμάτα κρασί, την άλλη να ορμώ με το δόρυ μου σε ανεμόμυλους, την Τρίτη να κυνηγάω λευκές φάλαινες στα πέρατα της γης… Δεν υποφέρεται πια! Εμένα βρήκε να κοροϊδέψει;»
Και συνέχισαν το βιβλιοχαμό!!!     
Τους πήρα και τους δύο και τους πέταξα απ’ το παράθυρο κατευθείαν απέναντι στον ανοιχτό κάδο ανακύκλωσης. 
Τους Τόμους!!!
[ΔΙΠΟΝΤΟ του Π. Ενιγουεϊ]

Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ 
Ακούς πρώτα τα πέταλα του αλόγου στην άσφαλτο, κοιτάζεις απ’ το παράθυρο, απίστευτο, ο Δον Κιχώτης, ο ήρωας των παιδικών σου χρόνων, στέκεται εκεί, στο πεζοδρόμιο και περιμένει να του ανοίξεις. Σκουπίζεις γρήγορα τα δάκρυα, κατεβαίνεις με τις παντόφλες, ήρθες την κατάλληλη στιγμή, γενναίε ιππότη, δεν αντέχω άλλο, ο διευθυντής μου με κάνει κάθε μέρα σκουπίδι, τα ξέρω όλα ευγενέστατη δέσποινα, ας μην χάνουμε  καιρό!.. Να ’μαστε κιόλας στο γραφείο του, Ποιος είστε κύριε; οι Απόκριες αργούν ακόμα, τα λόγια στην περίπτωσή σου περιττεύουν καταραμένο κάθαρμα, το σπαθί του ιππότη κατεβαίνει με δύναμη, χαρτιά αιωρούνται και διασκορπίζονται στο πάτωμα, ο διευθυντής πέφτει αιμόφυρτος απ’ την καρέκλα, πλήρωσε και με το παραπάνω την απαίσια συμπεριφορά του, αγκαλιάζεις τον ιππότη γεμάτη ευγνωμοσύνη, ανεβαίνετε και οι δυο στον Ροσινάντη, δεν καλπάζει,  πετάει, τα πόδια του ίσα που αγγίζουν τις κεραίες των πολυκατοικιών, άδικα στεναχωριόσουν, η λύση ήταν τελικά τόσο απλή!..  Μια ιστορία της Γαλήνης Σαουλίδου όπως αναρτήθηκε στο  ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ  -ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ (ένα ιστολόγιο για το μικρό Διήγημα)

ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΝΙΑ ΔΟΥΛΤΣΙΝΕΑ
Τους το είχε ψιθυρίσει ο άνεμος που τα μαρτυράει όλα κι από εκείνη τη μέρα δεν έβρισκαν ησυχία. Πρώτη φορά είχαν ν’ αντιμετωπίσουν έναν τόσο φοβερό κίνδυνο, αλίμονο, η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Γιατί μπορεί να γνώριζαν χίλια δυο πράγματα, μπορεί να σήκωναν βουνά με τα χέρια τους, να έλιωναν πόλεις στο πάτημά τους, αλλά δεν είχαν μάθει ποτέ ν’ αγαπούν. Ήταν γίγαντες. Δεν ήξεραν τα τερτίπια του έρωτα, δεν είχαν αισθανθεί ποτέ τις βουτιές του, τα ρίγη του, τα χτυποκάρδια του. Πώς ν’ αντιμετωπίσεις κάτι που δεν γνωρίζεις; Στην αρχή ένιωσαν το ζεστό αέρα στο πρόσωπό τους, ύστερα μια λόγχη, ένα βέλος, μια αιχμή άρχισε να τους τρυπάει έναν-έναν. Κουνούσαν μ’ απελπισία τα χέρια τους καθώς έβλεπαν τα πόδια  τους να ριζώνουν στη γη. Δυνατά τα ξόρκια. Άνιση μάχη. «Για τη Δόνια Λουλτσινέα»!.. ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσαν πριν μεταμορφωθούν σε ανεμόμυλους. [Ιωάννα Αμπατζή] 

ΜΙΑ ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΠΛΗ
Ο κόσμος γέμισε τρελούς. Άλλοι νομίζουν τους εαυτούς τους θεόσταλτους, άλλοι τραβούν προς νότο να κουρσέψουν τον κόσμο και μερικοί αναγγέλλουν τη Δευτέρα Παρουσία. Μια φορά ένα από τους θεοπάλαβους που κυκλοφορούν στην ύπαιθρο ήρθε έξω από το μύλο μου και χτυπούσε τα φτερά του, φωνάζοντας ότι σκοτώνει γίγαντες. Εγώ έμεινα μέσα, είχα σιτάρι να αλέσω. Αν όμως μου έκανε ζημιά, θα τον κυνηγούσα με το φτυάρι. Το σκεφτόμουν και γέλαγα.
Μα τώρα δεν μπορώ πια να γελάσω. Το κακό της τρέλας χτύπησε και το σπιτικό μου. Η μονάκριβη κόρη μου, η Χουάνα, άρχισε να βλέπει πνεύματα και νεκρούς που της λένε να κατέβει στην Αίγυπτο και να ζήσει σαν τον Άγιο Αντώνιο, μέσα σε τάφους και πηγάδια, παλεύοντας τους πειρασμούς. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Στις μέρες μας, κανένας πλέον δεν ορέγεται μια  ευτυχία απλή, όλοι θέλουν να γίνουν άγιοι, ήρωες και βασιλιάδες. [ Άννα Γρίβα] 

ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΙΧΩΤΗ (γιατί στην αρχή της λογοτεχνίας βρίσκεται ο μύθος και στο τέλος της πάλι ο μύθος):
Αποκαμωμένος απ’ την ισπανική του γη, ένας γέρος στρατιώτης του βασιλιά, γύρεψε διέξοδο στις αχανείς γεωγραφίες του Αριόστο, σ’ εκείνη την κοιλάδα του φεγγαριού όπου βρίσκεται ο χρόνος που ξοδεύεται στα όνειρα, και στο χρυσό είδωλο του Μοάμεθ που έκλεψε ο Μονταλμπάν.
Για να ξεγελάσει και λιγάκι τον εαυτό του, φαντάστηκε έναν ευκολόπιστο άνθρωπο που, επηρεασμένος από το να διαβάζει για πράγματα θαυμαστά, αποφάσισε να αναζητήσει ηρωισμούς και θαύματα σε μέρη εντελώς συνηθισμένα, που τα λέγαν Τομπόζο ή Μοντιέλ.
Νικημένος απ’ την πραγματικότητα, από την Ισπανία, ο Δον Κιχώτης πέθανε στο χωριό που γεννήθηκε, γύρω στα 1614. Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες έζησε λίγο περισσότερο.
Και για τους δυο τους, τον ονειροπόλο και τον άνθρωπο του ονείρου του, όλο το θέμα βρισκόταν στην αντίθεση των δύο κόσμων: του εξωπραγματικού κόσμου των ιπποτικών ρομάντζων και τον καθημερινό, συνηθισμένο κόσμο του δεκάτου έβδομου αιώνα.
Δεν υποπτεύτηκαν πως τα χρόνια θα εξομάλυναν τελικά την αντίθεση αυτή, δεν υποπτεύτηκαν πως η Μάντσα, το Μοντιέλ και η λιγνή φιγούρα του ιππότη θα γινόταν για τους μεταγενέστερους το ίδιο ποιητικές με τις περιπέτειες του Σεβάχ ή τις αχανείς γεωγραφίες  του Αριόστο.

Γιατί στην αρχή της λογοτεχνίας βρίσκεται ο μύθος, και στο τέλος της πάλι ο μύθος [μια ιστορία από το βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ο Δημιουργός, Ύψιλον Βιβλία, μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης]

και μια ιστορία αδέσποτη του Αντώνη Αντωνάκου: ΔΟΛΩΜΑ ΓΙΑ ΝΥΦΙΤΣΕΣ
Ο Δον Κιχώτης έχωσε το κεφάλι στη μασχάλη κι άρχισε να τρίβει τα ρουθούνια του.
Ανέμελος στην ησυχία της νύχτας, σχεδόν υπνωτισμένος και ελεύθερος σαν μεθυσμένος νεκροθάφτης, ξαπλωμένος στην ταφόπλακα δίπλα στην υγρασία και τη μούχλα, κοντά στους ποντικούς που ροκανίζουν τα κιβούρια, μύριζε πάνω του το άρωμα της Δουλσινέας.
Ερεθισμένος απ’ την αψιά μυρουδιά που έμοιαζε με άρωμα αγριόχηνας γαρνιρισμένης με ελιές και κρεμμύδια.
Μύριζε την μεθυστική μασχάλη της.
Μύριζε τον ιδρώτα όλων των γυναικών και όλων των ανθρώπων απ’ την παιδική ηλικία ως τα γεράματα, ακολουθώντας την διαδρομή που τον οδηγούσε απ’ την ξινίλα του χυμένου γάλακτος στο δέρμα του βρέφους στη λιγότερο στυφή και πιο γλυκανάλατη ξινίλα των γηρατειών.
Μονάχα ο Σάντσο Πάντσα θα μπορούσε να τον ξυπνήσει απ’ το λήθαργο.
Μα ο Σάντσο Πάντσα ήταν ήδη νεκρός και μόνος κάτω απ’ την κρύα γη, κρατώντας σφιχτά το σπάγκο με το κεφάλι του πετεινού [από τον προσωπικό ιστολόγιο του Αντώνη Αντωνάκου Ο ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ ΣΚΥΛΟΣ]

ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ: Οι Δον Κιχώτες από τα Νηπενθή του Κώστα Καρυωτάκη
Δον Κιχώτες πάνε μπρος και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχθούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων,
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δεν στο ’λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε εκεί: «Σάντσο, τ’ άλογό μου»!

Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω να ’ρθουνε –παράφρονες ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανυπόταχτο βασίλειο-
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικά πως ρέει

την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!

Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

Trending Articles