Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της δικής της ποιητικής διαδρομής, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα, συνομιλεί με την Ιωάννα Αβραμίδου για τα πρώτα της βήματα, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τη Θεσσαλονίκη. Η ποιήτρια της πόλης της Βορρά μιλάει για το ρόλο του έρωτα στην ποίηση και τη ζωή, για τις επιρροές που δέχτηκε, για τον τρόπο που γράφει και κρατάει «φυλακισμένα» τα ποιήματα της, πριν τα παραδώσει στα χέρια του τυπογράφου. Στη συνέντευξη της Κυριακής, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα μιλάει αποκλειστικά για τους αναγνώστες της Bibliotheque.
Κυρία Μπακονίκα θυμόσαστε υπό ποιες συνθήκες αρχίσατε να νοιώθετε την ανάγκη να εκφραστείτε ποιητικά;
Αυτήν την ανάγκη την ένιωσα στην εφηβεία μου με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, αλλά και με τους δυνατούς έρωτες εκείνης της εποχής. Παράλληλα με τα αξέχαστα εκείνα ειδύλλια είχα απορροφηθεί διαβάζοντας τους εξαίσιους στίχους του Καβάφη, καθώς και τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, ιδιαίτερα δε με είχε εντυπωσιάσει ο αισθησιασμός στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο», το οποίο διάβαζα όχι μόνο μία αλλά και περισσότερες φορές. Από την εφηβεία ακόμη είχα έντονη την τάση για στοχασμό και ενδοσκόπηση. Με χαρακτήριζε μια έντονη, επιτακτική περιέργεια να καταλάβω σε βάθος τους μυστικούς κώδικες της ζωής και του κόσμου. Η τάση και η ανάγκη μου για μοναχικότητα, στοχασμό, αλλά και οι φορτισμένες ερωτικές εμπειρίες της εποχής με οδηγούσαν να εκφραστώ ποιητικά.
Πάντως για να ασχοληθώ με αφοσίωση και ολοκληρωτικά στη ποίηση ήταν κάτι που έγινε αργότερα. Φοιτούσα στη Ιατρική Σχολή του Α.Π. Θ και ξαφνικά στο δεύτερο έτος κατάλαβα ότι δεν ήθελα να συνεχίσω. Διέκοψα τις σπουδές μου και στη συνέχεια παντρεύτηκα. Για βιοποριστικούς λόγους άρχισα να εργάζομαι ως καθηγήτρια Αγγλικών έχοντας το πτυχίο της επάρκειας στη γλώσσα. Μερικά χρόνια πριν φτάσω τα τριάντα ένιωθα ότι έπρεπε να βρω έναν τρόπο για να διοχετεύσω την ανάγκη μου να εκφραστώ, να προχωρήσω σε μια υπέρβαση του εαυτού μου μέσω της ποιητικής δημιουργίας. Ακόμη θυμάμαι σαν τώρα εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα που έδωσα την υπόσχεση στον εαυτό μου να βουτήξω στον δύσκολο, αλλά και μαγευτικό κόσμο της ποίησης.
Πότε δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά ποιήματά σας;
Τα πρώτα μου ποιήματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Διαγώνιος» του Ντίνου Χριστιανόπουλου το 1983. Αν δεν κάνω λάθος θα πρέπει να ήταν το προτελευταίο τεύχος πριν οριστικά κλείσει αυτό το εμβληματικό όντως περιοδικό της Θεσσαλονίκης, που άφησε ιστορία για την υψηλή του ποιότητα από κάθε άποψη.
Υπήρξε κάποιος (α) ποιητής (ήτρια) που είχε διαβάσει πριν τα ποιήματά σας και σας είχε βοηθήσει; Αν ναι, ήταν πολύτιμες οι παρατηρήσεις του (της) για την μετέπειτα εξέλιξή σας;
Ο πρώτος και μοναδικός ποιητής που διάβασε τα ποιήματά μου ήταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Μέσω μιας εκλεκτής οικογενειακής φίλης που γνώριζε καλά τον Χριστιανόπουλο, γιατί ήταν συμμαθήτριά του από το Δημοτικό, τα ποιήματά μου έφτασαν στα χέρια του ποιητή. Αν και πολυάσχολος, απάντησε σχετικά σύντομα, κάτι που μου έδωσε μεγάλη χαρά. Θυμάμαι ότι πριν με συναντήσει είχε ρωτήσει την κοινή φίλη μας αν διάβαζα Αμερικανική λογοτεχνία και συγκεκριμένα Σύλβια Πλαθ, γιατί διέγνωσε επιρροές στους στίχους μου. Πιθανόν σε αυτό το συμπέρασμα να τον οδήγησε το κάπως πεζολογικό ύφος μου, το οποίο όμως προερχόταν από τον Καβάφη κι όχι από την Αμερικανική ποίηση, που διόλου δεν ήξερα τότε. Με κάλεσε στο γραφείο του, που ένα μέρος της ήταν και η Γκαλερί Διαγώνιος. Έπαιρνε ένα ένα τα ποιήματά μου και τα έκανε φύλλο και φτερό. Ανέλυε και έκανε υποδείξεις επί μακρόν, εστίαζε και στην παραμικρή λεπτομέρεια, σε λέξεις, σε σημεία στίξης. Εντυπωσιάστηκα με την φοβερή άνεση λόγου που είχε, καθώς και για το γεγονός ότι ο χρόνος, οι ώρες κυλούσαν κι εκείνος συνέχιζε. Ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη και χαρά πήρα όταν προς το τέλος μου είπε ότι τα ποιήματα θα έπαιρναν σειρά για να εκδοθούν από τις εκδόσεις της «Διαγωνίου». Τότε ακριβώς κατάλαβα γιατί ξόδεψε τόσο χρόνο για μένα. Μου είπε να ξαναδουλέψω τα ποιήματα λαμβάνοντας υπόψη μου τις υποδείξεις του και διορθωμένα να του τα επιστρέψω. Οι υποδείξεις του- κάτι που το κρατάω σαν κόρη οφθαλμού από τότε- συμπυκνώνονταν σε δύο κύρια στοιχεία: την οικονομία στο λόγο και την προσοχή για απόδοση σε ένα μόνο δυνατό θέμα στο ποίημα-όχι πολλά θέματα μαζί που αποδυναμώνουν τον συγκινησιακό πυρήνα του και το καθιστούν άνευρο.
Σε αντίθεση με άλλους ποιητές της γενιάς σας που θεωρούνται σκοτεινοί κι ερμητικοί, τη δική σας ποίηση τη χαρακτηρίζει η σαφήνεια και η καθαρότητα του στίχου, το σχεδόν στακάτο ύφος, η μικρή φόρμα (σπανίως ή και καθόλου δεν έτυχε να διαβάσω δικά σας μακροσκελή ποιήματα), η παντελής έλλειψη λυρισμού και μια τάση προς την ψυχρή, πεζολογική καταγραφή γεγονότων. Πώς καταλήξατε να γράφετε σ’ αυτό το ύφος, ποιες ήταν οι επιρροές σας; Ποιοι ήταν οι ποιητές από τουςοποίους επηρεαστήκατε;
Όντως ανήκω στη ρεαλιστική σχολή και όχι στη λυρική. Μου αρέσει η σαφήνεια, η καθαρότητα, η διανοητική ανάλυση των καταστάσεων, η απροσχημάτιστη εκ βαθέων εξομολόγηση, η τολμηρή έκθεση των πιο μύχιων συναισθημάτων μου με μια έκφραση καθημερινού και γιατί όχι πεζολογικού λόγου. Αυτό προέκυψε λόγω ιδιοσυγκρασίας και χαρακτήρα, αλλά επίσης κι από άλλους, επιπλέον λόγους. Πάλι στην εφηβεία μου είχα φοβερά, τραυματικά βιώματα τα οποία δεν μπορώ να αναφέρω, είναι ιδιαιτέρως πολύ προσωπικά. Και βέβαια, δεν μπορώ να παραλείψω το επίσης τραυματικό βίωμα όταν εγκατέλειψα την Ιατρική Σχολή, γιατί ήταν μια απόφαση που με σημάδεψε από πολλές απόψεις και δημιούργησε πολλές προστριβές με το οικογενειακό μου περιβάλλον. Τα πολλά και διάφορα, τραγικά θα έλεγα, βιώματά μου με έψησαν από πολύ νωρίς στις δυσκολίες της ζωής. Με προετοίμασαν να βλέπω τη δραματικότητα που μας διαποτίζει, με κατεύθυναν να θέλω να εκφράσω αυτή τη δραματικότητα και το τραγικό για μένα στη ποίηση αποδίδεται καλύτερα με τη ρεαλιστική γραφή και όχι με τη λυρική. Ασφαλώς είναι και οι επιρροές μου από τους ποιητές που καίρια με θέλγουν, όπως ο Καβάφης, ο Χριστιανόπουλος και οι Αρχαίοι Έλληνες λυρικοί όπως Σαπφώ, Αρχίλοχος, Αλκαίος, Ανακρέων και όλοι οι θαυμάσιοι ποιητές της Παλατινής Ανθολογίας.
Θεωρείστε η κατεξοχήν ερωτική ποιήτρια της Θες/νίκης. Πώς λειτουργεί ο έρωτας στην ποίησή σας; Είναι μήπως αφορμή για να διερευνήσετε άλλες πτυχές της ανθρώπινης κατάστασης; Να διερευνήσετε ίσως τους δικούς σας εσωτερικούς λαβυρίνθους και κατ’ επέκταση του Άλλου; Να κατεβείτε όσο βαθύτερα γίνεται στα ενδόμυχα της ύπαρξης;
Για μένα ο έρωτας είναι η ουσία της ζωής, έχει θεμελιώδη, πρωταρχική σημασία. Διαμορφώνει το χαρακτήρα, τις σκέψεις και τις αντιδράσεις μας, τη σχέση με τον εαυτό μας και τους άλλους. Πλάθει το συνειδητό και ασυνείδητο μέρος του είναι μας. Είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο εκούσια ή ακούσια περιστρεφόμαστε επίμονα μια ζωή. Η μυστικιστική πλευρά του εαυτού μας, που είναι και η πιο συνταρακτική, διυλίζεται και περνάει από το χώρο του έρωτα. Για μένα ο έρωτας είναι το αντίδοτο για να αντέχω την ασχήμια και την αθλιότητα που συναντώ τριγύρω μου. Αντίδοτο που δίνει νόημα στη ζωή μου και μέγα στήριγμα για να κτίσω την τέχνη μου. Ο έρωτας έχει άπειρες όψεις, διαμορφώνει άπειρες καταστάσεις. Είναι ένα πεδίο από το οποίο μπορώ να εμπνευστώ για να φωτίσω ποικίλες πλευρές των ανθρώπινων σχέσεων και χαρακτήρων. Μοιάζει με ένα παρθένο κοίτασμα από το οποίο μπορώ να αντλώ ανεξάντλητα. Και βέβαια, από το ερωτικό στοιχείο στο έργο μου δεν απουσιάζει η σωματική, η τολμηρά ηδονιστική, αλλά και η τρομερά τραγική του διάσταση.
Υπάρχουν ποιητές, που πριν δώσουν στη δημοσιότητα ένα ποίημα, το δουλεύουν πολύ καιρό, αφαιρούν συνεχώς έως ότου απομακρύνουν τα περιττά στολίδια για να φτάσουν σε ένα βαθμό μεγάλης λιτότητας των εκφραστικών τους μέσων. Άλλοι γράφουν με μεγαλύτερη ευκολία, με μια μονοκοντυλιά, προκύπτει ένα ποίημα. Εσείς πώς δουλεύετε κυρία Μπακονίκα;
Συμβαίνει ποιήματά μου να βγαίνουν με μια μονοκονδυλιά κι άλλα να τα παιδεύω μέχρι να φτάσω σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο επί μήνες και καμιά φορά επί χρόνια. Είμαι εξαιρετικά προσεκτική ώστε το ποίημα να αποκτήσει την τελειότερη μορφή του. Χρησιμοποιώ μια μέθοδο που νομίζω ότι αποδίδει. Τα ποιήματα δεν εκδίδονται αμέσως, μένουν στο συρτάρι μου πάνω από τρία χρόνια πριν πάνε στο τυπογραφείο. Μέσα σε αυτό το διάστημα τα ξαναβλέπω κατά διαστήματα πολλές φορές. Ο καλύτερος βοηθός μου για να τα κρίνω και να τα αποτιμήσω είναι ο χρόνος. Γιατί ο χρόνος με βοηθάει να τα δω αντικειμενικά και από απόσταση. Να αποφασίσω αν αξίζουν για το συγκινησιακό περιεχόμενο και για τη συμπυκνωμένη, λιτή μορφή τους.
Στην ποίησή σας, υπάρχει μια υφέρπουσα ειρωνεία. Σαν να παρατηρείτε ψυχρά και εκ του μακρόθεν τις ερωτικές σχέσεις με ένα πικρό χαμόγελο που υποδηλώνει την τραγική κατάληξη όλων των ερωτικών σχέσεων. Θέλω να πω, πως διαβάζοντας ποιήματά σας, έχω την αίσθηση ότι δεν μιλάτε για πράγματα βιωμένα αλλά τα καταγράφετε ως εξωτερικός παρατηρητής. Σωστά; Πείτε μου αν κάνω λάθος;
Τα περισσότερα ποιήματά μου είναι βιωματικά, που σημαίνει ότι είτε τα έζησα εγώ η ίδια είτε τα άκουσα να συμβαίνουν σε άλλους. Δεν επινοώ ούτε φαντάζομαι το περιεχόμενο των ποιημάτων μου, βέβαια, σε μερικά σημεία, σε κάποιες λεπτομέρειες από ανάγκη τα τροποποιώ σε σχέση με την πραγματικότητα, γιατί αυτό απαιτεί η αισθητική ολοκλήρωση τους. Η ειρωνεία και η ψυχρή αποστασιοποίηση όντως υπάρχει στο έργο μου, είναι εργαλεία, δομικά συστατικά, είναι το δικό μου ιδιαίτερο πλησίασμα, η υποδόρια τεχνική μου για να πετύχω το στόχο μου, και ο στόχος μου είμαι το ποίημα να φέρνει ακαριαία και βαθιά συγκίνηση στον αναγνώστη.
Ασχολείστε καθόλου με την πολιτική; Ποια είναι η άποψή σας για την κρίση που διανύουμε, κρίση όχι μόνο οικονομική, αλλά πρωτίστως πολιτισμική, ηθική, αξιακή. Παρά την κρίση όμως, κάθε χρόνο έχουμε πληθώρα τυπωμένων βιβλίων ποίησης, πιστεύετε ότι η ποίηση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο;
Η πολιτική και όχι ο κομματισμός με ενδιαφέρει, γιατί είναι κάτι που διαμορφώνει και επηρεάζει όχι μόνο τη δική μου ζωή, αλλά και ολόκληρη την κοινωνική ζωή. Η τέχνη έχει άμεση σχέση με την κοινωνία, απευθύνεται στην κοινωνία και συγχρόνως παίρνει μηνύματα από την κοινωνία. Τα πράγματα είναι αλληλένδετα. Ποια αξία έχει ένα έργο τέχνης κλεισμένο στο συρτάρι μας; Το ενδιαφέρον μου για την πολιτική, για τη σωστή και υγιή πολιτική(αν αυτό μπορεί κάποτε να κατορθωθεί στον τόπο μας) είναι το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο και τις γενιές που θα ακολουθήσουν. Σχετικά με την κρίση που διανύουμε νομίζω ότι είναι πολυδιάστατη. Σαφώς κρίση οικονομική, είμαστε μια χώρα με διαλυμένο παραγωγικό ιστό, δεν παράγουμε σχεδόν τίποτα, ακόμα και καρφίτσες εισάγουμε. Όταν δεν παράγεις πώς θα ζήσεις χωρίς πλεόνασμα; Κρίση πολιτική, γιατί το πελατειακό κράτος, η αναξιοκρατία, ο κομματισμός και η γραφειοκρατία μας έφεραν σε απόλυτο τέλμα. Κρίση ηθική γιατί το χρήμα έγινε η ύψιστη αξία για τον Έλληνα στα χρόνια της μεταπολίτευσης και η διαφθορά σε όλα τα επίπεδα έγινε καθημερινή τακτική. Η δε παιδεία μας είναι μια θλιβερή υπόθεση. Γενικά έχουμε πιάσει πάτο κι αν δεν ανεβούμε κάποτε είμαστε καταδικασμένοι. Νομίζω ότι η εποχή μας είναι άκρως υλιστική, και η ποίηση δεν σώζει τον κόσμο. Η ποίηση απευθύνεται σε μια μικρή μειοψηφία, σε μια δυναμική όμως μειοψηφία, έτσι ήταν πάντοτε. Στο βαθμό που της αναλογεί, αυτή η μειοψηφία δίνει μια ποιότητα και μιαν ανάσα στην ασχήμια και τη βαρβαρότητα που αντικρίζουμε γύρω μας.
Πώς νοιώθει ένας ποιητής σήμερα που για να φτάσει η ποίησή του στον αναγνώστη, πρέπει να είναι καλωδιωμένος στο Ίντερνετ;
Δεν έχω τίποτα εναντίον του Ίντερνετ, είναι ένα μέσο το οποίο βοηθάει τη διάδοση του ποιητικού έργου. Πόσο μάλλον που η ποίηση παραμερίζεται και αποσιωπάται από κριτικούς και έντυπα και οι ποιητές αναγκάζονται να πληρώνουν τα έξοδα για την έκδοση των συλλογών τους. Το θεωρώ τιτάνιας αντοχής έργο να είναι κανείς ποιητής στις μέρες μας. Επομένως μπορούμε να πούμε ότι το διαδίκτυο είναι ένα καλό βήμα και εφαλτήριο για τη διάδοση της ποίησης, δεν έχω τίποτα εναντίον του