Ο αριθμός των σελίδων σ’ αυτό το βιβλίο δεν είναι παραπάνω ή παρακάτω από άπειρος. Καμιά από αυτές τις σελίδες δεν είναι πρώτη και καμιά τελευταία. Δεν ξέρω γιατί είναι αριθμημένες μ’ αυτό τον αυθαίρετο τρόπο. Για να υποδηλώσουν ίσως, πως τα μέλη μιας άπειρης σειράς μπορούν να δεχτούν κάθε αριθμό… Αν το διάστημα είναι άπειρο, μπορεί να βρισκόμαστε σε οποιοδήποτε σημείο του διαστήματος... Αν ο χρόνος είναι άπειρος, μπορεί να βρισκόμαστε σε οπουδήποτε χρονικό σημείο!..
«Στην ηλικία μου δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα περισσότερο από μερικές παραλλαγές πάνω σ’ αγαπητά θέματα. Όπως ξέρει όλος ο κόσμος αυτή είναι η κλασική διέξοδος από την αθεράπευτη μονοτονία… ΤΟ ΒΙΛΙΟ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ περιέχει 13 ιστορίες. Ο αριθμός είναι συμπτωματικός ή μοιραίος αλλά όχι μαγικός.. Σ’ αυτές τις ασκήσεις ενός τυφλού προσπάθησα να συνδυάσω ένα απλό και καμιά φορά κοινότυπο σχεδόν ύφος, με μια αλλόκοτη πλοκή.. Ένα παράδειγμα είναι και η ιστορία για το ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ που ακολουθεί:
Η ευθεία αποτελείται από έναν άπειρο αριθμό σημείων, το επίπεδο από ένα άπειρο αριθμό ευθειών, ο όγκος από ένα άπειρο αριθμό επιπέδων, ο υπερόγκος από ένα άπειρο αριθμό όγκων… Όχι, αναντίρρητα, αυτός δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να αρχίσω την ιστορία μου. Ο ισχυρισμός ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία είναι στις μέρες μας η λογοτεχνική σύμβαση που βρίσκεται πίσω από κάθε φτιαχτή ιστορία. Η δική μου, πάντως, είναι αληθινή. [η συνέχεια για ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ, από το ομότιτλο βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Νεφέλη 1982 με ΚΛΙΚ στην εικόνα)
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ (από το ομότιτλο βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Νεφέλη 1982)
Ζω μόνος σ’ ένα διαμέρισμα του 4ουορόφου, στην οδό Μπελγρανο, στο Μπουένος Άιρες. Αργά ένα βράδυ, πριν μερικούς μήνες, άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξα και είδα έναν ξένο. Ψηλός μ’ ακαθόριστα χαρακτηριστικά ή ίσως έφταιγε η μυωπία μου που μου φάνηκε έτσι. Ντυμένος στα γκρίζα, κουβαλώντας μια γκρίζα βαλίτσα, μ’ ένα ύφος σεμνό κι ανεπιτήδευτο. Είδα αμέσως πως ήταν ξένος. Στην αρχή μου φάνηκε γέρος, αργότερα διαπίστωσα πως είχα παρασυρθεί απ’ τα λεπτά ξανθά μαλλιά του που, όπως των Σκανδιναβών καμιά φορά, ήταν σχεδόν άσπρα. Στη διάρκεια της συνομιλίας μας, που δεν κράτησε ούτε μιαν ώρα, έμαθα πως ερχόταν απ’ τα νησιά Όρκεϋ.
Τον κάλεσα μέσα και του πρόσφερα κάθισμα. Έμεινε σιωπηλός για λίγο, κι ύστερα άρχισε να μιλάει. Ανάδινε κάτι σαν μελαγχολία – σαν αυτή που αναδίνω τώρα εγώ.
-Πουλάω Βίβλους, είπε.
Μ’ ένα τόνο λιγάκι δασκαλίστικο είπα: «Σ’ αυτό το σπίτι υπάρχουν αρκετές Εγγλέζικες εκδόσεις της Βίβλου, περιλαμβανομένης και της πρώτης – του Τζων Γουίκλιφ. Έχω επίσης τη Βίβλο του Σιμριάνο δε Βαλέρια και του Λούθηρου – η οποία, από φιλοσοφική άποψη, είναι η χειρότερη – κι ένα αντίτυπο της Λατινικής Βουλγάτας. Όπως βλέπετε, δεν πάσχω από Βίβλους».
Ύστερα από μερικές στιγμές σιωπής, είπε: «Δεν πουλάω μόνο βίβλους. Μπορώ να σας δείξω ένα ιερό βιβλίο που το βρήκα τυχαία στα περίχωρα του Μπικανέρ. Μπορεί να σας ενδιαφέρει».
Άνοιξε τη βαλίτσα κι ακούμπησε το βιβλίο στο τραπέζι. Ήταν ένας τόμος σε σχήμα όγδοο, πανόδετος. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως είχε περάσει από πολλά χέρια. Καθώς τον εξέταζα, με ξάφνιασε το ασυνήθιστο βάρος του. Στη ράχη του ήταν γραμμένες οι λέξεις «Αγία γραφή», κι από κάτω, «Βομβάη».
-Δέκατος ένατος αιώνας, πιθανώς, παρατήρησα.
-Δεν ξέρω, είπε. Ποτέ δεν έμαθα.
Άνοιξα το βιβλίο στην τύχη. Τα στοιχεία μου ήταν ξένα και ασυνήθιστα. Οι σελίδες, φθαρμένες και τυπογραφικά φτωχές, ήταν στοιχειοθετημένες σε δυο στήλες, όπως στη Βίβλο. Το κείμενο ήταν πυκνοτυπωμένο, σε διάταξη στίχων. Στις πάνω γωνίες των σελίδων υπήρχαν αραβικοί αριθμοί. πρόσεξα πως μια σελίδα στ’ αριστερά, έφερε τον αριθμό (ας πούμε) 40, 514 και η σελίδα που ήταν απέναντί της, στα δεξιά, τον αριθμό 999. Γύρισα το φύλλο, ήταν αριθμημένο μ’ ένα οκταψήφιο αριθμό. Έφερε, επίσης, μια μικρή εικόνα, του είδους που βλέπουμε στα λεξικά – μια άγκυρα σχεδιασμένη με πένα και μελάνι, σαν καμωμένη απ’ το αδέξιο χέρι ενός μαθητή.
Τότε ήταν που ο ξένος είπε: «Κοιτάξτε καλά την εικόνα. Δεν θα την ξαναδείτε ποτέ».
Σημείωσα το μέρος κι έκλεισα το βιβλίο. Ευθύς αμέσως το ξανάνοιξα. Μάταια έψαξα, σελίδα προς σελίδα, για την εικόνα της άγκυρας. «Μοιάζει σαν μετάφραση των γραφών σε κάποια απ’ τις γλώσσες των Ινδιών, έτσι δεν είναι;», είπα για να κρύψω την ανησυχία μου.
Όχι, απάντησε. Έπειτα, σα να εμπιστευόταν κάποιο μυστικό, χαμήλωσε τη φωνή. Απόχτησα το βιβλίο σε μια πόλη στον κάμπο, για μερικές ρουπίες και μια βίβλο. Ο ιδιοκτήτης του δεν ήξερε να διαβάσει. Υποψιάζομαι πως έβλεπε το Βιβλίο των Βιβλίων σαν φυλαχτό. Ανήκε στην κατώτατη κάστα, κανείς εκτός από τους άλλους παρίες, δε θα μπορούσε να πατήσει τον ίσκιο του χωρίς να μολυνθεί. Μου είπε πως το βιβλίο του λεγόταν το Βιβλίο της Άμμου, γιατί ούτε το βιβλίο ούτε η άμμος έχουν αρχή και τέλος.
Ο ξένος μου ζήτησε να βρω την πρώτη σελίδα. Έβαλα το αριστερό μου χέρι στο εξώφυλλο και προσπαθώντας να βάλω τον αντίχειρα στο λευκό εσώφυλλο, άνοιξα το βιβλίο. Μάταια. Κάθε φορά που προσπαθούσα, μερικές σελίδες έμπαιναν ανάμεσα στο εξώφυλλο και στον αντίχειρά μου. Ήταν σαν να φύτρωναν συνεχώς απ’ το βιβλίο.
Βρέστε, τώρα, την τελευταία σελίδα
Απέτυχα και πάλι. Με μια φωνή που δεν ήταν η δική μου κατάφερα να ψελλίσω: «Αυτό δεν μπορεί να…»
Μιλώντας πάντα σιγανά, ο ξένος είπε: «Δεν μπορεί, αλλά συμβαίνει. Ο αριθμός των σελίδων σ’ αυτό το βιβλίο δεν είναι παραπάνω ή παρακάτω από άπειρος. καμιά απ’ αυτές τις σελίδες δεν είναι πρώτη και καμιά τελευταία. Δεν ξέρω γιατί είναι αριθμημένες μ’ αυτό τον αυθαίρετο τρόπο. Για να υποδηλώνουν, ίσως, πως τα μέλη μιας άπειρης σειράς μπορούν να δεχτούν κάθε αριθμό». Έπειτα, σα να σκεφτόταν φωναχτά, είπε: «Αν το διάστημα είναι άπειρο, μπορεί να βρισκόμαστε σε οποιοδήποτε σημείο του διαστήματος. Αν ο χρόνος είναι άπειρος, μπορεί να βρισκόμαστε σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο»
Οι διαλογισμοί του με εκνευρίσανε. «Είστε θρήσκος, βεβαίως», παρατήρησα.
Ναι, είμαι Περουβιανός. Η συνείδησή μου είναι καθαρή. Είμαι βέβαιος σχεδόν πως δεν εξαπάτησα εκείνον τον ιθαγενή όταν του έδωσα το Λόγο του Κυρίου σ’ αντάλλαγμα για το σατανικό βιβλίο».
Τον διαβεβαίωσα πως δεν υπήρχε τίποτε για το οποίο θα ’πρεπε να μέμφεται τον εαυτό του και τον ρώτησα αν ήταν περαστικός από τα μέρη μας. Απάντησε πως σχεδίαζε να επιστρέψει στην πατρίδα του σε λίγες μέρες. Τότε ήταν που έμαθα πως ήταν Σκωτσέζος από τα νησιά του Όρκνεϋ. Του είπα πως είχα μεγάλη συμπάθεια για τη Σκωτία, εξαιτίας της αγάπης μου για τον Στήβενσον και τον Χιουμ.
Εννοείετε τον Στήβενσον και τον Ρόμπερτ Μπερνς, με διόρθωσε.
Όσο μιλούσαμε εξακολουθούσα να περιεργάζομαι το άπειρο βιβλίο. Με προσποιητή αδιαφορία ρώτησα: «Σκοπεύετε να προσφέρετε αυτό το παράξενο πράμα στο Βρετανικό Μουσείο;
Όχι, το προσφέρω σε σας, είπε, κι όρισε ένα σεβαστό ποσό για το βιβλίο.
Απάντησα με κάθε ειλικρίνεια πως ένα τέτοιο ποσό ήταν έξω από τις δυνατότητές μου κι άρχισα να σκέφτομαι. Σε δυο λεπτά μου ήρθε μια ιδέα. «Προτείνω μιαν ανταλλαγή» είπα. «Αποκτήσατε αυτό υο βιβλίο για μια χούφτα ρουπίες κι ένα αντίτυπο της Βίβλου. Θα σας προσφέρω το ποσό της μηνιάτικης σύνταξής μου, που μόλις τώρα σήκωσα, και τη Βίβλο του Γουίκλιφ με τα γοτθικά στοιχεία. Την κληρονόμησα απ’ τους προγόνους μου.
Γοτθικός Γουίκλιφ, ψιθύρισε.
Πήγα στο δωμάτιο μου και του ’φερα τα λεφτά και το βιβλίο. Το ξεφύλλιζε και εξέτασε τη σελίδα του τίτλου με το πάθος ενός πραγματικού βιβλιόφιλου.
Σύμφωνοι, είπε.
Με εξέπληξε που δεν έκανε παζάρια. Μόνο αργότερα συνειδητοποίησα πως είχε μπει στο σπίτι μου αποφασισμένος να πουλήσει το βιβλίο. Έβαλε τα χρήματα στην τσέπη του, χωρίς να τα μετρήσει.
Μιλήσαμε για την Ινδία, για τα νησιά Όρκνεϋ και για τους Νορβηγούς ευγενείς που ήταν παλιά οι άρχοντες των νησιών. Είχε νυχτώσει για καλά όταν έφυγε. Δεν τον ξανάδα από τότε, ούτε έμαθα το όνομά του.
Είχα σκεφτεί να βάλω το Βιβλίο της Άμμου στη θέση που ήταν η Βίβλος του Γουίκλιφ, αλλά τελικά αποφάσισα να το κρύψω πίσω απ’ τους τόμους μιας ελλιπούς σειράς του Χίλιες και μια Νύχτες. Πήγα στο κρεβάτι αλλά δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Γύρω στις τρεις με τέσσερις το πρωί, άναψα το φως. Κατέβασα το απίθανο αυτό βιβλίο κι άρχισα να το φυλλομετρώ. Σε κάποια σελίδα είδα τυπωμένη μια μάσκα. Στην επάνω γωνιά της σελίδας ήταν ένας αριθμός, που δε θυμάμαι πια, υψωμένος στην ενάτη δύναμη.
Δεν έδειξα σε κανέναν το θαυμασμό μου. Ήταν μεγάλη τύχη να το αποκτήσω, αλλά είχα και το φόβο μήπως μου το κλέψουν, καθώς και ένα δυσάρεστο προαίσθημα πως δεν ήταν στ’ αλήθεια άπειρο. Οι δυο αυτοί φόβοι ενέτειναν την παλιά μου μισανθρωπία. Μου είχαν απομείνει ελάχιστοι φίλοι, τώρα σταμάτησα να βλέπω ακόμα κι αυτούς. Δέσμιος του βιβλίου, δεν έβγαινα έξω σχεδόν καθόλου πια μελετώντας μ’ ένα μεγεθυντικό φακό τη φθαρμένη ράχη και τα καλύμματά του, απέρριψα εντελώς την πιθανότητα να επρόκειτο για κάποιο τέχνασμα ή κάποιο κόλπο. Οι μικρές εικόνες καθώς διαπίστωσα, έπεφταν δυο χιλιάδες σελίδες μακριά η μία απ’ την άλλη. Βάλθηκα να τις καταγράψω με αλφαβητική σειρά και σε λίγο γέμισα ένα ολόκληρο σημειωματάριο. Ούτε μια φορά δεν επαναλαμβανόταν κάποια εικόνα. Τη νύχτα, στα σύντομα διαστήματα που μου επέτρεπε η αϋπνία μου, ονειρευόμουν το βιβλίο.
Το καλοκαίρι ήρθε κι έφυγε, και συνειδητοποίηση πως το βιβλίο ήταν τερατώδες. Σε τι με ωφελούσε να σκέφτομαι ότι εγώ που το έβλεπα με τα μάτια μου, που το κρατούσα στα χέρια μου ήμουν λιγότερο τερατώδης; Αισθανόμουν πως το βιβλίο ήταν ένα εφιαλτικό αντικείμενο, ένα αποτρόπαιο πράγμα που πρόβαλε και μόλυνε την ίδια την πραγματικότητα.
Σκέφτηκα τη φωτιά, αλλά φοβήθηκα πως το κάψιμο ενός άπειρου βιβλίου μπορούσε να αποδειχθεί εξίσου άπειρο και να πνίξει τον πλανήτη με καπνό.Κάπου είχα διαβάσει πως το καλύτερο μέρος για να κρύψεις ένα βιβλίο είναι το δάσος. πριν πάρω σύνταξη, δούλευα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αργεντινής, στην οδό Μεξικού, που έχει εννιακόσιες χιλιάδες τόμους. Ήξερα πως δεξιά της εισόδου υπάρχει μια στριφτή σκάλα που οδηγεί κάτω στο υπόγειο, όπου φυλάγονται βιβλία, χάρτες και περιοδικά. Μια μέρα πήγα εκεί και, αποφεύγοντας με τρόπο ένα φύλακα – αποφεύγοντας συνάμα να προσέξω το ύψος του σημείου ή την απόστασή του από την πόρτα – έχωσα το βιβλίο σ’ ένα από τα μουχλιασμένα ράφια του υπογείου.
Οποιοδήποτε απ’ τα σύντομα, ως επί το πλείστον, δοκίμια του Μπόρχες μοιάζουν με αναπτήρες: τη φλόγα δεν την σπαταλούν, ενυπάρχουσα για θαυμαστά τινάγματα. Ο Μπόρχες- δοκιμιογράφος κάνει τις κινήσεις ενός ατίθασου και φανταστικού εκκρεμούς προς εκατό, να πούμε, κατευθύνσεις… «Με το να είμαι τυφλός, γράφει, ζω μέσα στη μοναξιά. Έχω φίλους, βέβαια, αλλά δεν είναι δυνατόν να μου αφιερώνουν όλο το χρόνο τους. Έτσι, περνώ ένα μεγάλο διάστημα της μέρας μου μόνος. Όλες αυτές τις ώρες, τις περνώ ονειροπολώντας. Έχω πάντα στο νου μου μια ιστορία, που θα γίνει διήγημα ή ποίημα. Έχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε λογοτεχνία. Δεν θα ’λεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία.