Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

ΑΛΛΑ Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΣΥΜΦΩΝΗΜΕΝΑ

$
0
0

Σ’ ένα μικρό νησί του Αιγαίου, που βρίθει αλιέων και ναυτίλων, τι πιο μοιραίο γεγονός από τον πνιγμό; Το καΐκι που βούλιαξε -«βάρκα μεγάλη, σκαμπαβία φορτηγός» - ανήκε σε δύο αδέλφια, τον Γιάννη και τον Κωνσταντή του Σταματάκη, και έπλεε από τη Σαλονίκη προς τη Ζαγορά «και έμπαλιν, φορτωμένον και ξαναφορτωμένον» Μετέφερε μήλα, πατάτες και κάστανα για τους Εβραίους της Σαλονίκης, κι από κει πάλι φόρτωνε άλλα είδη, «όσπρια ανακατωμένα, ολίγα πρόσφατα της χρονιας, όσον δια δείγμα, και πολλά περυσινά και προπέρσινα σαπρακωμένα». Τυχεροί έμποροι! Κι όμως ο αφηγητής προλαβαίνει να μας πληροφορήσει ότι αμφότερα τα αδέλφια ήταν θύματα της τοκογλυφίας, που εσχάτως είχε μολύνει το νησί∙ με τα θαλασσοδάνεια και το 36% «είχε εξανδαποδίσει όλον τον λαόν». Τα δυο αδέλφια «θαλάσσωναν», «παράδερναν» χειμώνα καιρό, μόνο και μόνο για να προλάβουν τα χρέη τους. Αλλά η τρικυμία δεν ήταν στα συμφωνημένα. «Μίαν νύκτα, την προτελευταίαν του Νοεμβρίου, ημέραν του φεγγαριού, όπου ήτο φοβερά ταραχή και τρικυμία… και το μεν πρώτον  εσάλευσεν εκ βάθρων, δηλ. εκ της τροπίδος, την βάρκαν, το δεύτερον κύμα την εγέμισε νερά, δια να πλέη ίσα με την επιφάνειαν της θαλάσσης, το δε τρίτον κύμα, το σφοδρότερον, την εσπλαχνίσθη, και της έδωκεν τον τελειωτικόν κτύπον, την κατεπόντισεν»
(απόσπασμα από τη 2η ενότητα στο βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη ΑΛΑΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ εκδόσεις Καστανιώτη όπου με τίτλο Η ΜΙΚΡΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ σχολιάζονται τα πρώτα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Εδώ κριτική παρουσίαση του διηγήματος Νεκρός Ταξιδιώτης)


Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ 
Στη ζωή μαζί, στον θάνατο χώριατα δυο άτυχα αδέλφια δεν είχαν την ίδια μοίρα. Φορώντας μόνο υποκάμισο και σκελέα, ο Γιάννης πάλεψε με τα κύματα, μωλωπίστηκε, πρήστηκε και μισοπαγωμένος έφτασε στην ακτή της Αγυιάς. Φιλάνθρωποι βοσκοί τον φιλοξένησαν πρόθυμα. Τον έθαλψαν στην καλύβα τους , τον αναζωογόνησαν, του πρόσφεραν κάπα, βλαχόκαλτσες και τσαρούχια. Όσο για τον αδελφό του, παρέμενε άφαντος. «Οι καλοί άνθρωποι έψαξαν σ’ όλους τους γείτονες αιγιαλούς, μήπως εύρωσι πτώμα ναυαγού ή ναυάγιον ή ανθρωπον ζώντα ακόμη. Πουθενά τίποτε»

Ένας λιγότερος; Μόνο όταν ο διασωθείς ναυαγός επέστρεψε μετά από δέκα μέρες στο νησί, «οιονεί από τον άλλο κόσμον ερχόμενος» μαθεύτηκε η τύχη του πνιγμένου. Διαβάτες οδοιπόροι που γύριζαν στα σπίτια τους από τα χωράφια, είδαν τον πνιγμένο, «πτώμα φουσκωμένον, μισοσφιγμένον από την άλμην, και όχι πολύ οδωδός», στο ακροθαλάσσι. Βρισκόταν στα ρηχά, κοντά στα βράχια της ακτής, σε αμφίβια θέση: με τα πόδια αναπαυμένα στην άμμο, ενώ το κεφάλι και το στήθος λικνίζονταν ακόμα στο κύμα. Η αναγνώριση είχε γίνει. Τι άλλο απέμεινε από τον θρήνο και την ταφή; Σε μια πολίχνη που, εκτός από το έθιμο, έχει και τον νόμο, αν ο ζωντανός είναι ελεύθερος να γυρίσει στους δικούς του, ο νεκρός δεν ανήκει πια στον εαυτό του, δεν έχει καν το δικαίωμα ν’ αναπαυθεί παρευθύς στην αιώνια κατοικία του. «Έστειλαν είδησιν εις τας αρχάς», μας λέει ο αφηγητής, «πριν τον θίξουν». Από κείνη τη στιγμή αρχίζει το αστυνομικό δαιμόνιο:

-«Μήπως ο Γιάννης ο αδελφός του είχε φέρει τον νεκρόν μαζί του, όταν έφτασεν χθες το πρωί, με το βαποράκι τον «Καφηρέα» και τον είχερίψει λάθρα εκεί εις τον αιγιαλόν»;
-«Κάποιος ναυβάτης, αλιεύς ή πορθμεύς, με πέραμα ή με βάρκαν, κάποια ψαροπούλα ή τράτα, θα εύρεν ίσως τον πνιγμένον πλέοντα εις το πέλαγος, μίλια μακράν, τον ώκτειρε, και ηθέλησε να τον φέρη έως εδώ, δια να τύχη χριστιανικής ταφής ο ατυχής ποντοπόρος. Και αφού τον έφερεν έως εδώ, τον άφησε σιμά εις τον γιαλόν, έκθετον»
-«Και διατί να λάβη τον κόπον να τον φέρη έως εδώ, κι ύστερα να τον αφήση λαθραίως και να φύγη; Τι είδους λαθρεμπόριον ήτον αυτό; …..
-«Μη τον εσκότωσες ή τον έπνιξες; και τώρα μας εκουβαλήθηκες εδώ για να βγης λάδι; Κοίταξε καλά. Μη θαρρης πως θα μας γελάσης. Όλοι Ρωμιοί είμαστε»

Δεν είναι δύσκολο ν’ αντιληφθούμε την εξαίσια άνεση που νιώθει ο Παπαδιαμάντης με αυτό το σπάνιο θέμα. Εφόσον τρέφει απόλυτα αισθήματα για το βαθύτερο στοιχείο της μικρής κοινότητας, πέρα από αρχές και εξουσίες, κάθε αφορμή που του δίνει την ευκαιρία να αναδείξει τη φυσιογνωμία της είναι ευπρόσδεκτη.

Μπροστά στο θέαμα του πνιγμένου συγχωριανού, οι στάσεις είναι δύο και ξεκάθαρες:
α) οι πονηρευόμενοι δεν επείσθησαν
β) το γνησιότερον μέρος του απλού λαού επίστευσεν εις το θαύμα.

Προφανώς οι «πονηρευόμενοι» δεν είναι άλλοι από τον Ειρηνοδίκη και το Νωματάρχη, τις αρχές του τόπου, που «απεφάνθησαν» ότι έπρεπε να μείνει ολονυχτίς άταφος, επειδή ήτο ανάγκη να τον σχίσουν οι γιατροί, δια να βεβαιωθή αν ήτον πνιγμένος ή δεν ήτον». Πού βρίσκεται τάχα το αξιοπερίεργο;Αν σήμερα δεν μας εντυπωσιάζει η νεκροψία και η νεκροτόμηση, για τα παλιά ήθη του νησιού -το διήγημα γράφτηκε το 1909- αποτελούσαν κατάφωρη βεβήλωση που προσέβαλλε τα πάντα. Το σημείο όπου βρέθηκε ο πνιγμένος -«ακριβώς κάτω από τον βράχον του Κοιμητηρίου, ανάμεσα εις την Μεγάλην Άμμον κι εις τον Ταρσανάν» - τα κύματα «που φαίνονται να τραγουδούν μυστηριώδες νανούρισμα εις τους νεκρούς»-, τις γύρω εκκλησιές.

Εφόσον οι πονηρευόμενες αρχές σφάλλουν, όπως σφάλλει κι αποκλίνει καθετί ξενόφερτο μέσα σ’ αυτόν το μικρό κόσμο, τότε ποιο ήταν το «θαύμα» που πίστεψε το «γνησιώτερον τμήμα του απλού λαού;». Πέρα απ’ τις προθέσεις του πιστού, που ελάχιστη ισχύ έχουν στη λογοτεχνία, ο δημιουργός μόνο μέσα στους κόλπους του πλασματικού μπορεί να αξιωθεί την αλήθεια του. Υπολογίζοντας σωστά την εσωτερική ελευθερία του αναγνώστη, μας υπόσχεται μέσα σε ελάχιστες σελίδες μια κατανυκτική αποκάλυψη. Πράγματι, «καθώς επνίγετο» ο Κωνσταντής παρακάλεσε τη Μητέρα του Θεού «να τον αξιώση να ταφή εις το χώμα της πατρίδος του, και να μην επιτρέψη να τον φαν τα ψάρια». Είναι δυνατόν μια παρόμοια παράκληση να μην εισακουσθεί; Στη στιγμή αρχίζει μια από τις πιο περιπαθείς θαλασσοπορίες της ελληνικής λογοτεχνίας.

«Ο άνθρωπος αφήκε την τελευταίαν του πνοήν υπό το κύμα… είτα το νεκρόν σώμα ανέδυ εις την επιφάνειαν και έβαλε πλώρην… κατά την νοτιάν» - προς την κατεύθυνση του νησιού του. Για την οικονομία του διηγήματος, ο πνιγμένος από δω και μπρος, δε λογαριάζεται για πτώμα, απλό έρμαιο των κυμάτων, αλλά για θαυματουργό πλεούμενο. «Ο θαλασσοπόρος νεκρός, ως να είχεν ακόμη πυξίδα και πηδάλιον εις αυτό το σκέλεθρό του, δεν έχασε ποτέ την κατεύθυνσίν του». Αρμένισε πολλά μίλια, ώσπου έφτασε στο θαλάσσιο τρίστρατο μεταξύ του Αρτεμισίου, της Σηπιάδος άκρας του Παγασαίου κόλπου, και των Σποράδων. Εκεί ταλαντεύτηκε, άλλοτε συρόμενος από τα ρεύματα, άλλοτε ωθούμενος από τα απόγεια της ξηράς και τις θαλάσσιες αύρες, ωσότου βάλει και πάλι πλώρη κατά το λεβάντη και το σορόκο. Το θαυμάσιο είναι ότι αυτός ο «διαπόντιος» νεκρός, που δεν έγινε ποτέ «υποβρύχιος», πλέει με ασφάλεια σε μια οικία θάλασσα που τον αναγνωρίζει. Τα κύματα τον σπρώχνουν μαλακά στον πένθιμο δρόμο του, τα αφρόψαρα πηδάνε γύρω του χωρίς να τον πλησιάζουν, τα δελφίνια τον παρακάμπτουν με ευλάβεια, οι φώκιες κρύβονται στα υποβρύχια άνδρα τους, τα σκυλόψαρα υποχωρούν στη διάβασή του.

Χωρικά ύδατα, χωρικοί άνεμοι, χωρικά ψάρια… Για να αναδείξει τον πνιγμένο σε πρωτάκουστο νοσταλγό (και την κοινότητα σε απερίγραπτη συνύπαρξη νεκρών και ζωντανών), ο αφηγητής του αποδίδει τις πιο αληθοφανείς προθέσεις. Δεν πήγε να σκαλώσει σε κάποιον απόμακρο όρμο, σε κανέναν έρημο γιαλό του νησιού, δεν αναπαύθηκε σε κάποιο ύφαλο, αλλά πορεύτηκε κατευθείαν στο θαλάσσιο λόφο του κοιμητηρίου. Αν και νεκρός, φέρθηκε σαν ζωντανός. Άλλωστε «η ζωή του ήτο αθόρυβος, ταπεινή και μετριόφρων. Εις τον θάνατόν του δεν ήθελεν να δώση κόπον εις τους ανθρώπους».

Πού ακούστηκε ένας νεκρός να πηγαίνει μόνος του στο νεκροταφείο και να προσδοκά δύο χριστιανούς  «να σκάψουν δυο τρεις σπιθαμές εις το χώμα να τον καλύψουν;». Τη βαθύτητα αυτής της διάθεσης την εννοούμε μόνον αν αναλογισθούμε τι σκληρό θέατρο τον αναμένει στην ακτή: υποψίες, ανακρίσεις, νεκροψία κ.τ.τ.

Η εχθρική σχέση ανάμεσα στο οικείο, το ντόπιο, στην εσωστρέφεια της κοινότητας και σε κάθε τι φερτό, κίβφηλο, νεωτεριστικό, δεν ανταποκρίνεται μόνο στην τυπική αντίθεση ανάμεσα στο παλαιό και στο νέο. Όταν κάτι ανθίσταται λόγω παλαιότητας, αργά ή γρήγορα ενδίδει. Μόνο που εδώ το ζήτημα δεν είναι η παλαιότητα. Αντιπροτάσσοντας την πλοήγηση ενός πνιγμένου σε μια δράκα καχύποπτων νεκροτόμων, ο αφηγητής εκμαιεύει το μέγιστο επιχείρημα. Όταν συνάπτει αριστουργηματικά την ψυχογραφία με τη γεωγραφία, αποσκοπεί να δείξει ότι αυτό που πλήττεται είναι μια εσώτερη ζωή, αυτή που συνδέει την ποντοπορία με τον πρότερο βίο του.

Τι ήταν ο «ταξιδιώτης» προτού παραδοθεί στα κύματα; Σύζυγος και πατέρας. Το παιδί όμως πέθανε βυζανιάρικο, όσο για τη μάνα «εφονεύθη πεσούσα από του εξώστου, εν εκστάσει φρενών» Χήρος και άκληρος από τότε, ο Κώστας καθόταν με σκυμμένο κεφάλι, κάπνιζε, έπινε καφέ και δεν έβγαζε μιλιά από το στόμα του.

Γενικά στον παπαδιαμαντικό κόσμο, οσάκις μια καρδιά ραγίζει και απομακρύνεται από τους άλλους, βρίσκεται πολύ κοντά στην αλήθεια. Όντως αυτός ο σιωπηλός, μέσα στην ανημπόρια και τη συντριβή του, δεν οδηγείται στην καταρράκωση, αλλά αποκτά ένα απροσδόκητο θέλγητρο. Πελαγωμένος στην πάλη του με τον θαλάσσιο Χάρο, δεν παύει ν’ αντικρίζει τον έρημο ναΐσκο της Παναγίας της Κ’νιστριώτισσας. Αν αναρωτηθούμε, λοιπόν: τι φέρνει πίσω τον πνιγμένο; η Παναγία; τα νερά; Η απάντηση είναι απλή: Οι άγιοι, οι τόποι, οι ψυχές και οι άνεμοι δένονται με αόρατα νήματα.

Δεν έχει νόημα να σπεύσουμε να ονομάσουμε αυτό το όραμα Πατρίδα. Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο Παπαδιαμάντης γράφει τα διηγήματά του με μόνιμα στραμμένο το νου του σ’ αυτόν τον επαπειλούμενο κόσμο. Σε κάθε αφορμή -και οι αφορμές δεν λείπουν- πλέκει το νόημα αυτού του κινδύνου με τα ήθη που οφείλει να υπερασπιστεί.

Τι σχέση, λόγου χάρη, θα μπορούσαν να έχουν τα κόλλυβα με την αντίθεση του ντόπιου προς τον ξένο; Και πώς ταράζει η θρησκευτική «μαγειρική» τη ζωή των νησιωτών;

Ο Παπαδιαμάντης δεν έγραψε για ν’ αποδείξει κάτι, αλλά για να υπηρετήσει το κοινό ελληνικό αίσθημα, τον παράξενο τρόπο των Ελλήνων, αυτόν τον τρόπο που σήμερα πολεμάμε μ’ όλες μας τις δυνάμεις, μπλεγμένοι στην άρνηση της ζωής και στην αισθητικοποίηση του θανάτου. Ο άνθρωπος αυτός δέχτηκε να σηκώσει ένα βάρος χωρίς να κερδίσει τίποτα και η φήμη που του παραχωρούμε σήμερα περισσότερο δείχνει τι προσπαθούμε να κερδίσουμε εμείς χωρίς κανέναν απολύτως κόπο, όλοι εμείς που δεν δεχόμαστε ότι υπάρχει κάποιο σημάδι ή κάποιο νήμα που να μας οδηγεί σ’ αυτό που είμαστε και όχι σ’ εκείνο που θέλουμε να είμαστε βιάζοντας τον εαυτό μας. Με δυο λόγια, εμείς πρέπει να πλησιάσουμε τον Παπαδιαμάντη και όχι να προσπαθήσουμε να τον φέρουμε στα νερά μας (Χρήστος Βακαλόπουλος, Από το Χάος στο Χαρτί)



Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

Trending Articles