Μια διαλεκτική πρόταση, την οποία διατύπωσε ο Heidegger, ο Γερμανός φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, διευκρινίζει το παράδοξο αυτό. Ο Χάιντεγκερ πρότεινε δυο τρόπους ύπαρξης: τον καθημερινό τρόπο και τον οντολογικό (από το ον και το επίθεμα –λογία= μελέτη πράγματος). Στον καθημερινό μας τρόποείμαστε εντελώς απορροφημένοι από το περιβάλλον μας και απορούμε για το πώς είναι τα πράγματα στον κόσμο. Στον οντολογικό τρόπο αντίθετα εστιάζουμε και αξιολογούμε το θαύμα της «ύπαρξης» αυτό καθεαυτό, και απορούμε που τα πράγματα είναι, που εμείς είμαστε.
Υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στο «πώς είναι τα πράγματα» και στο γεγονός ότι τα πράγματα είναι. Όταν μας απορροφά ο καθημερινός τρόπος, στρεφόμαστε σε εφήμερους περισπασμούς, όπως είναι η εμφάνιση, το ύφος, τα αγαθά, ή η επιρροή. Στον οντολογικό τρόπο, αντίθετα, όχι μόνο έχουμε μεγαλύτερη επίγνωση της ύπαρξης, της θνητότητας και των άλλων απαρασάλευτων χαρακτηριστικών της ζωής αλλά και μεγαλύτερο άγχος και είμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε σε σημαντικές αλλαγές.Παρακινούμαστε να αναλάβουμε τη θεμελιώδη ανθρώπινη ευθύνη μας να κατασκευάσουμε μια αυθεντική ζωή με συμμετοχή, με ανθρώπινη διασύνδεση, με νόημα και αυτοπραγμάτωση.
Πολλές περιγραφές συγκλονιστικών και μόνιμων αλλαγών, τις οποίες κινητοποίησε με καταλυτικό τρόπο μια καταπρόσωπο συνάντηση με τον θάνατο, στηρίζουν την άποψη αυτή. Δουλεύοντας εντατικά για μια περίοδο δέκα χρόνων με γυναίκες ασθενείς που αντιμετώπιζαν την προοπτική του θανάτου από καρκίνο, διαπίστωσα ότι πολλές από αυτές, αντί να υποκύψουν σε μια παραλυτική απόγνωση, μεταμορφώθηκαν θετικά και δραστικά. Ανακατένειμαν τις προτεραιότητες της ζωής τους παύοντας να σπουδαιολογούν τα ασήμαντα πράγματα στη ζωή. Βρήκαν τη δύναμη να επιλέξουν να μην κάνουν όσα στην πραγματικότητα δεν ήθελαν να κάνουν. Επικοινώνησαν βαθύτερα με τους αγαπημένους τους και εκτίμησαν περισσότερο τα στοιχειακά δεδομένα της ζωής – την αλλαγή των εποχών, την ομορφιά της φύσης, τα τελευταία Χριστούγεννα ή την τελευταία Πρωτοχρονιά.
Πολλές ανέφεραν ελάττωση των φόβων τους για τους άλλους ανθρώπους, μεγαλύτερη προθυμία να πάρουν ρίσκα και λιγότερη ανησυχία για την απόρριψη. Μια ασθενής μου σχολίασε με χιούμορ ότι «Ο καρκίνος θεραπεύει τις ψυχονευρώσεις», ενώ μια άλλη μου είπε: «Κρίμα που χρειάστηκε να περιμένω ως τώρα, που το σώμα μου είναι γεμάτο καρκίνο, για να μάθω να ζω»
[απόσπασμα από το βιβλίο του IrvinD. YalomΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου, εκδόσεις Άγρα 2008 – ακολουθεί ένα παράδειγμα από «Το ΘΑΝΑΤΟ του ΙΒΑΝ ΙΛΙΤΣ του Τολστόι όπου ο ήρωας σε μια στιγμή μεγάλης διαύγειας συνειδητοποιεί ότι ολόκληρη η ζωή του ήταν λάθος κι αλλάζει ρότα πλεύσης – ARTbyGaryandCatherine]
Η ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ή Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ:
Στον «Θάνατο του Ιβάν Ίλιτς» του Τολστόι ο πρωταγωνιστής – ένα μεσήλικας, απορροφημένος στον εαυτό του αλαζονικός γραφειοκράτης – αναπτύσσει μια θανατηφόρα κοιλιακή ασθένεια και πεθαίνει μέσα σε ακατάλυτους πόνους. Καθώς πλησιάζει ο θάνατος, ο Ιβάν Ίλιτς συνειδητοποιεί πως όλη του η ζωή προστατευόταν από την ιδέα του θανάτου με ασπίδα την απορρόφησή του στην απόκτηση επιρροής, στην εμφάνιση και το χρήμα. Εξοργίζεται με όλους όσοι διαιωνίζουν γύρω του την άρνηση και το ψεύδος προσφέροντάς του αβάσιμες ελπίδες ανάρρωσης.
Στη συνέχεια, έπειτα από μια εντυπωσιακή συνομιλία με το βαθύτερο κομμάτι του εαυτού του, έχει μια στιγμή μεγάλης διαύγειας, όπου σαν να ξυπνάει και όπου συνειδητοποιεί ότι πεθαίνει τόσο άσχημα επειδή έζησε τόσο άσχημα. Ολόκληρη η ζωή του ήταν λάθος. Προφυλάσσοντας τον εαυτό του απ’ το θάνατο, τον προφύλαξε κι απ’ τη ζωή. Συγκρίνει τη ζωή του με κάτι που είχε νιώσει πολλές φορές σε σιδηροδρομικές αμαξοστοιχίες, όπου νόμιζε ότι προχωρούσε προς τα εμπρός, ενώ στην πραγματικότητα κυλούσε προς τα πίσω. Με λίγα λόγια, αποκτά συναίσθηση της ύπαρξης.
Όσο γρήγορα κι αν πλησιάζει ο θάνατος για τον Ιβάν Ίλιτς, εκείνος ανακαλύπτει πως υπάρχει ακόμα καιρός. Καταλαβαίνει πως όχι μόνο ο ίδιος αλλά και κάθε ζωντανό πλάσμα είναι υποχρεωμένο να πεθάνει. Ανακαλύπτει τη συμπόνια – ένα καινούργιο συναίσθημα μέσα του. Νιώθει τρυφερότητα για τους άλλους: για το μικρό του γιο που του φιλάει το χέρι. Για τον νεαρό υπηρέτη που τον φροντίζει μ’ έναν πολύ φυσικό, στοργικό τρόπο. Ακόμα και για τη νεαρή γυναίκα του, για πρώτη φορά. Νιώθει οίκτο για κείνους, για τον πόνο που τους προκάλεσε, και τελικά πεθαίνει όχι μέσα στον πόνο αλλά με τη χαρά της απέραντης συμπόνιας.
Η ιστορία του Τολστόι δεν είναι μόνο ένα λογοτεχνικό αριστούργημα αλλά κι ένα πολύ ισχυρό μάθημα και συμπεριλαμβάνεται μάλιστα πολύ συχνά στα υποχρεωτικά αναγνώσματα όσων εκπαιδεύονται να προσφέρουν ανακούφιση στους μελλοθάνατους.
Αν μια τέτοια συναίσθηση της ύπαρξης οδηγεί σε σημαντική προσωπική αλλαγή, τότε πώς μπορούμε να μετακινηθούμε από τον τρόπο της καθημερινότητας στον τρόπο που οδηγεί στην αλλαγή; Όχι απλώς επιθυμώντας το ή με το να σφίγγουμε τα δόντια και να βάζουμε τα δυνατά μας. Αντίθετα, συνήθως χρειάζεται κάποια επείγουσα ή μη αναστρέψιμη εμπειρία, για να ξυπνήσει έναν άνθρωπο και να τον τινάξει από τον καθημερινό τρόπο στον οντολογικό. Αυτό ονομάζω αφυπνιστική εμπειρία.
Πού βρίσκονται όμως στη ζωή μας οι αφυπνιστικές εμπειρίες, για όσους από μας δεν βρίσκονται αντιμέτωποι με τελικό καρκίνο, με το εκτελεστικό απόσπασμα ή με μια επίσκεψη του Φάσματος του Μέλλοντος; Από την εμπειρία μου οι μεγαλύτεροι καταλύτες για μια αφυπνιστική εμπειρία είναι τα επείγοντα γεγονότα της ζωής:
Πένθος για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου
Ασθένεια απειλητική για τη ζωή
Διακοπή μιας πολύ στενής σχέσης
Κάποιο μείζον ορόσημο της ζωής, όπως ορισμένα μεγάλα γενέθλια (πενήντα, εξήντα, εβδομήντα κ.ο.κ.)
Ένα κατακλυσμικό τραύμα, όπως πυρκαγιά, βιασμός ή ληστεία
Η αποχώρηση των παιδιών από το σπίτι («άδεια φωλιά»)
Απώλεια δουλειάς ή αλλαγή καριέρας
Συνταξιοδότηση
Μετακίνηση σε οίκο ευγηρίας
Τέλος, σαν αφυπνιστικές εμπειρίες μπορούν να λειτουργήσουν τα πολύ έντονα όνειρα που μεταφέρουν ένα μήνυμα απ’ τον βαθύτερο εαυτό μας