Προς το τέλος του μυθιστορήματος του Κούντερα Η γιορτή της ασημαντότητας, ένας από τους ήρωες πλέκει το εγκώμιο της ασημαντότητας. Είναι η ίδια η ουσία της ύπαρξης, λέει. Και δεν πρέπει απλά να την αναγνωρίσουμε αλλά και να μάθουμε να την αγαπάμε. Έτσι απευθύνεται σ'εμάς τους αναγνώστες το ωραίο κείμενο του Γαλλοτσέχου συγγραφέα. Όταν μιλάμε για λογοτεχνία, και ιδίως για τη μοντέρνα λογοτεχνία, είναι προφανές αυτό το άνοιγμα στα ασήμαντα. Ο ήρωας του Κούντερα βλέπει, για παράδειγμα, τα παιδιά που παίζουν στο πάρκο ή εκθειάζει τον αφαλό της γυναίκας και στέκεται εκεί: στην ομορφιά που υπάρχει άνευ λόγου, σε μορφές ζωής και παρουσίες που δεν προσποιούνται κάτι άλλο από αυτό που είναι. Αναδύονται και πεθαίνουν, έρχονται και φεύγουν. Θα μπορούσε κανείς να δει όλο το «πρόγραμμα» της νεότερης τέχνης σε αυτήν τη φιλοξενία του ασήμαντου, φιλοξενία που εννοείται πως δεν είναι ανιδιοτελής: οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες έχουν, ως γνωστόν, την ιδιοτέλεια του ανιχνευτή, αυτού που συχνά παίρνει στο κατόπι αγνώστους και εκμεταλλεύεται ξένα πεπρωμένα. Πώς; Με τη φαντασία ή με λοξοδρομήσεις της παρατήρησης, κυρίως όμως με τη βοήθεια της γλώσσας, που πολλαπλασιάζει, ούτως ή άλλως, τα καθημερινά θαύματα. Δεν πρέπει να αφήσουμε την κακή ασημαντότητα να ασκεί εξουσία. Το δίλημμα ανάμεσα στον αηδιασμένο αναχωρητισμό και την κριτική συμμετοχή θα λύνεται πάντα υπέρ της δεύτερης. Τι γίνεται, όμως, με αυτά τα άλλα ασήμαντα που μπορεί να μας καταδυναστεύουν και να θρονιάζονται στο κέντρο της εξουσίας; Με τις ασημαντότητες που έχουν λόγο στις ζωές μας μέσα από φαιδρά λόγια, θλιβερές χειρονομίες, πολιτικά σκανδαλώδεις συμπεριφορές; [άρθρο του Σεβαστάκη που συνεχίζοντας το στοχασμό του προβληματίζεται για την κατάντια του πολιτικού σχολιασμού και διαλόγου και την ανοησία με την οποία τα κυρίαρχα ΜΜΕ διαιωνίζουν τη χαμηλή πολιτική επικαιρότητα με την αναπαραγωγή παραπολιτικών τίτλων στον καλά σκηνοθετημένο πόλεμο μιας στείρας αντιπαράθεσης. Ποιο νόημα μπορεί να έχει σ’ αυτό το τέλμα το παλιό δίλημμα ανάμεσα στον αηδιασμένο αναχωρητισμό και την κριτική συμμετοχή για την άλωση των κακώς κειμένων από μέσα; Ο συγγραφέας, βέβαια του άρθρου, πιστεύει ότι στη δημοκρατία, με όλες τις φαιδρότητες και τις ματαιώσεις που τη σημαδεύουν σε εποχές παρατεταμένης κρίσης η αηδία για τη σαπίλα ίσως μπορεί να μετατραπεί σε μια σοφή –στα μέτρα του δυνατού- αντίδραση επί της ουσίας. Λέτε;]
Σκεφτόμουν, ας πούμε, την έρημη την γκαζόζα που δοξάστηκε αυτές τις μέρες. Την έφερε ως παράδειγμα ένας βουλευτής που πριν από κάποιο καιρό, ανεβασμένος σε κάποιο βάθρο, ενωνόταν εκστασιασμένα με την ιαχή του πλήθους για το «μπουρδέλο τη Βουλή». Και αναλογίζομαι αυτές τις ώρες και όλα όσα τραυματίζουν κάθε σοβαρότητα στα κοινοβουλευτικά πράγματα. Φαινομενικά γραφικά στιγμιότυπα γίνονται πια μια κινούμενη άμμος όπου βουλιάζει το σχόλιό μας. Και μέσα σε αυτό το βούλιαγμα βλέπει κανείς πετάγματα φανατισμού που επιχειρούν να μιμηθούν το πάθος – ενώ, τις περισσότερες φορές, είναι ρόλοι και σκηνοθετημένοι πόλεμοι. Έχω την εντύπωση πως αυτές οι δύο εκδοχές ασημαντότητας, αυτή του συγγραφέα και από την άλλη η σαχλαμάρα που μας εξουθενώνει, δεν συναντιούνται πουθενά. Το ένα ασήμαντο είναι μια ελαφρότητα που σώζει κάτι από την ανθρωπιά (ακόμα και σε συνθήκες όπου κυριαρχεί το κακό και η βαρβαρότητα). Το άλλο ασήμαντο είναι η ανοησία που διαιωνίζει τη χαμηλή πολιτική, τη ναρκισσιστική πιάτσα της επικαιρότητας και την αναπαραγωγή παραπολιτικών της τουίτ. Η μια ασημαντότητα προέρχεται κατευθείαν από το γέλιο του Ραμπελέ, την αιχμή του Βολτέρου ή τον πικρό καγχασμό του Νίτσε. Η άλλη είναι απλώς επινόηση της μεταμεσονύχτιας ζώνης εκείνης της τηλεόρασης των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του '90, η οποία, με κάποιον τρόπο, μεταφυτεύτηκε στα πολιτικά ήθη του τελευταίου καιρού. Η σύγκριση και μόνο είναι βέβηλη. Γιατί το ασήμαντο της τέχνης φροντίζει τα αφανή της ζωής. Ενώ η πολιτική ασημαντότητα αξιώνει εξουσία και, πάντως, σπεύδει να καταλάβει το κέντρο της σκηνής. Κάποιοι υπάρχουν πλέον μοσχοπουλώντας την ασημαντότητά τους και θεωρώντας ότι η δημοκρατία τούς έχει δώσει το δικαίωμα (και, πράγματι, η ψήφος τούς έφερε στα πράγματα). Το θέμα είναι ότι αυτό το κακό αστείο γεννά απέχθεια και αντανακλαστικά άρνησης. Είναι έτσι μεγάλος ο πειρασμός να επιλέξει κανείς τις συνομιλίες της τέχνης με τα δικά της ασήμαντα (που, βεβαίως, τα μεταμορφώνει και τα φανερώνει σ'εμάς ως πολύτιμα). Μόνο που εδώ θα κάναμε ένα λάθος. Γιατί δεν πρέπει να αφήσουμε την κακή ασημαντότητα να ασκεί εξουσία, καθορίζοντας την «ημερήσια διάταξη». Το δίλημμα ανάμεσα στον αηδιασμένο αναχωρητισμό και την κριτική συμμετοχή θα λύνεται πάντα υπέρ της δεύτερης. Η αηδία ήταν μια κάποια λύσις σε καιρούς δικτατορίας. Ειδικά για όσους δεν μπορούσαν ή δεν είχαν το θάρρος να κάνουν κάτι παραπάνω. Η δημοκρατία, με όλες τις φαιδρότητες και τις ματαιώσεις που τη σημαδεύουν στις εποχές των παράξενων υβριδίων, δεν χρειάζεται την αηδία μας όσο μια πιο σοφή –στα μέτρα του δυνατού– χρήση των εργαλείων της. Αυτό πια σημαίνει μέτωπο με όλα όσα μετατρέπουν τη δημοκρατία, το Κοινοβούλιο και τους θεσμούς σε φάρσα.
[Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFo και το υπογράφει ο Νικόλας Σεβαστάκης – ARTbymummenschanz poster]