Η ιστορία του μυθιστορήματος, του κατεξοχήν λογοτεχνικού είδους της νεωτερικότητας, βαδίζει σε τετραγωνίδια παράλληλα με την ιστορία του σκακιού. Παρόλο που μορφικά το σκάκι αντανακλά μια κοινωνική πραγματικότητα φεουδαλική, με σαφώς ορισμένους κοινωνικούς ρόλους, η στροφή από τον «κόσμο του περίπου στο σύμπαν της ακρίβειας», το καθιστά συνώνυμο της επέλασης του ορθού λόγου, της υπολογισιμότητας ως αρχής οργάνωσης του βίου, της ελεύθερης δημιουργίας.
Καθόλου τυχαίο έτσι που στο Γαργαντούας και Παντακρουέλ είναι που γίνεται η πρώτη αναφορά στην κίνηση του ροκέ, στην συνδυασμένη μετακίνηση πύργου και βασιλιά κατά το άνοιγμα, αυτή που τόσο πολύ γοήτευε την Ανιές, την ηρωίδα της κουντερικής Αθανασίας.Και στον Δον Κιχώτηθα γίνει η πρώτη κοινωνιολογική αντιστοίχιση πεσσών και κοινωνικών ρόλων: «Είναι ακριβώς όπως στο σκάκι: κάθε πεσσός έχει ένα ιδιαίτερο έργο στη διάρκεια του παιγνιδιού, και όταν τελειώνει το κάθε τι αναμειγνύεται, εξισώνεται, χάνει την αξία του και συνήθως μπαίνει στο περιθώριο, όπως ένα πτώμα στον τάφο».
Μερικούς αιώνες αργότερα, την εποχή των Φώτων, ο Ντιντερό θα τοποθετήσει το σκάκι στον διάκοσμο όπου θα λάβει χώρα Ο ανιψιός του Ραμό,το ορμητικό μυθιστόρημα, η πολυεδρικότητα του οποίου προαναγγέλει τη μεταμοντέρνα κριτική των άκαμπτων ταυτοτήτων. Στο Καφέ ντε λα Ρεζάνς,λοιπόν, ο διάλογος συνυπάρχει με τον επί ίσοις όροις ανταγωνισμό επί της σκακιέρας. Η τυπική ισότητα ευκαιριών που ευαγγελίζεται η αστική τάξη βρίσκει στο σκάκι την έκφρασή της, σοβαρή και παιγνιώδη ταυτόχρονα σαν τις μουσικές δημιουργίες του Φιλιντόρ, του συνθέτη που υπήρξε και μέγας σκακιστής. Στο ίδιο παιγνιώδες κλίμα της αστικής ευφορίας θα χρησιμοποιηθεί το σκάκι από τον Λιούις Κάρολ έναν αιώνα αργότερα στο Η αλίκη μέσα στον καθρέφτη, θυμίζοντάς μας μάλιστα ότι κάποτε τα μαύρα κομμάτια ήσαν κόκκινα
Το ρεβόλβερ του Βασιλιά
Η σκακιστική λογική τάξη έναντι του χάους της καθημερινής ζωής θα χρησιμεύσει ως ικανό μοτίβο στην αστυνομική φιλολογία. Πρώτος και καλύτερος σκακιστής-ντετέκτιβ είναι φυσικά ο Φίλιπ Μάρλοου του Ρέημοντ Τσάντλερ. Ο Μεγάλος αποχαιρετισμός ξεκινά με μια φανταστική αναμέτρηση του Μάρλοου με τον Στάινιτς, τον αυστριακό πρώτο παγκόσμιο πρωταθλητή που θεμελίωσε τη στροφή από τον ρομαντισμό του συνδυαστικού παιχνιδιού στον μοντερνισμό του στρατηγικού: «Η βραδιά ήταν ήσυχη και το σπίτι έμοιαζε πιο έρημο απ’ ό,τι συνήθως. Έστησα τη σκακιέρα κι έπαιξα μια γαλλική άμυνα μ’ αντίπαλο τον Στάινιτς. Με νίκησε στις σαράντα τέσσερις κινήσεις, αλλά τον είχα στριμώξει εν τω μεταξύ άγρια κανά δυο φορές. […] Μόνο που ο Στάινιτς είχε πεθάνει πριν πενήντα χρόνια κι η παρτίδα ήταν ξεσηκωμένη από ένα βιβλίο».Κλασικό, επίσης, παραμένει το φινάλε του Ψηλού παράθυρου. Μετά από πάμπολλα γρονθοκοπήματα, αποπλάνηση γοητευτικών γυναικών με κόκκινα μαλλιά και άλλα δαιμόνια, ο Μάρλοου θα βρεί στη σκακιέρα τη γαλήνη στο τέλος της μέρας: «Ήταν βράδυ. Γύρισα στο διαμέρισμά μου και έβαλα τις χιλιοφορεμένες μου πιζάμες, έστησα τη σκακιέρα, έφτιαξα ένα ποτό κι έπαιξα άλλη μια παρτίδα του Καπαμπλάνκα. Πενήντα εννιά κινήσεις. Όμορφο, ψυχρό, αμείλικτο σκάκι, σχεδόν φρικιαστικό μέσα στη βουβή αδιαλλαξία του. Όταν την τελείωσα, αφουγκράστηκα για λίγο τους ήχους από το ανοιχτό παράθυρο και μύρισα τον βραδινό αέρα. Μετά πήρα το ποτήρι στην κουζίνα, το έπλυνα, το γέμισα παγωμένο νερό, κάθισα στο νεροχύτη και το ρούφηξα κοιτώντας το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. “Εσύ και ο Καπαμπλάνκα”, είπα.».
Και ο Πουαρώόμως καταφεύγει στη σκακιστική θεωρία για να λύσει μία από τις υποθέσειςτης Μεγάλης τετράδας του εγκλήματος. Η δαιμονική τετράδα χρησιμοποίησε το άνοιγμα Ρούι Λόπεζ (Ισπανική Παρτίδα στην καθ’ ημας ορολογία) για την πραγματοποίηση ενός φόνου: το τετράγωνο β5, κλασική θέση όπου τοποθετεί ο λευκός τον αξιωματικό του στην 3η κίνηση του ανοίγματος, ήταν ηλεκτροφόρο. Σκάκι δεν ξέρουμε αν έπαιζε ο Σέρλοκ Χόλμς. Η μεταμυθοπλασία όμως κάλυψε και αυτήν την παράδοξη έλλειψη: στη δεύτερη ταινία της σειράς, ο Γκάι Ρίτσι θα βάλει τον Σέρλοκ να αναμετράται με τον καθηγητή Μοριάρτι σε μια παρτίδα που τελειώνει μπλάιντ εν μέσω ξιφομαχίας –ίσως η καλύτερη στιγμή της ταινίας.
Από το λόγο στην τρέλα
Η κρίση της νεωτερικότητας, ο κριτικός αναστοχασμός γύρω από τα όρια του Διαφωτισμού και τη σχέση του με τον Μύθο, θα προβληματοποιήσουν και το αφήγημα του σκακιού ως θετικής και ψυχωφελούς δραστηριότητας. Τέτοια θα είναι η εσάνς που θα προσθέσει το σκάκι στην ελλιοτική Έρημη Χώρα,ενώ στη Σκακιστική νουβέλα του Τσβάιχσυγκρούονται η μηχανική, τυπικά υπολογιστική δραστηριότητα, με τη δημιουργική φαντασία. Η υπόνοια όμως πως η ορθολογικότητα εργαλειοποιεί τη φαντασία και οδηγεί την προσωπικότητα στα άκρα διατρέχει όλο το έργο. Παρόμοια και στην Άμυνα του Λούζιν του Ναμπόκοφ.Ο ομώνυμος ήρωας παγιδεύεται στους δαιδάλους των σκακιστικών περιπλοκών, χάνει την αντίληψη τής γύρω του πραγματικότητας και δεν καταφέρνει να απεμπλακεί από το χαοτικό σύμπαν της υπολογισιμότητας παρά μόνο κόβοντας τον γόρδιο δεσμό της ζωής του. Ο Μπόρχεςθα επαναφέρει στο προσκήνιο το γνωστό τετράστιχο του Ομάρ Καγιάμ:
«Είμαστε τα μάταια Πιόνια στην παρτίδα που παίζουν οι Ουρανοί
διασκεδάζουν μαζί μας στη σκακιέρα της Ύπαρξης
Εδώ κι εκεί κουνάμε, δίνουμε σαχ και τρώμε
και μετά γυρίζουμε ένας-ένας
στης ανυπαρξίας το κουτί»
–το σκάκι ως σύμβολο μιας υποκειμενικότητας που έχει χάσει πια τον έλεγχο επί του κόσμου. Πιο πρόσφατα, η εικόνα του σκακιού ως ενός «πανούργου» και «υποκριτικού» παιχνιδιού που παγιδεύει τον αντίπαλο σ’ ένα δίχτυ προσποίησης χρησιμοποιήθηκε από τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας στο «Παλιό καλό νέον», το κεντρικό διήγημα της Αμερικανικής Λήθης.
Το σκάκι φυσικά δεν θα μποούσε να λείπει και από το έργο του Τόμας Πύντσον–είναι γνωστό εξάλλου πως ο Κομάντερ τα έχει πει όλα. Ολόκληρο δοκίμιο (64 σελίδες σε 8 μέρη των 8) θα έπρεπε να γραφεί για την λειτουργία του βασιλικού παιχνιδιού στο πολυπρισματικό έργο του μαιτρ της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας. Εδώ αρκεί να θυμηθούμε το «διαισθητικό σκάκι» του Σλόθροπ, στο οποίο φυλάσσονται ιδιαιτέρως οι ίπποι (Springer & Springer), όπως και την κρυψίνοιά του για τη δημόσια άσκηση του παιχνιδιού, που θα οδηγήσει σε μια από τις διασκεδαστικότερες σκηνές του Ουράνιου τόξου στο «παιχνίδι του πρίγκηπα»:
«Ξέρω ένα παιχνίδι [...] με ποτά, το λένε Πρίγκιπας, ίσως μάλιστα να το έχουν εφεύρει οι Εγγλέζοι, γιατί εσείς έχετε αυτούς τους πρίγκιπες, έτσι δεν είναι; Κι εμείς δεν έχουμε, όχι ότι είναι κακό, καταλαβαίνεις, όλοι παίρνουν έναν αριθμό, και ξεκινάς λέγοντας ο Πρίγκιπας του Πριγκιπάτου έχει χάσει τα βρακιά του, δεν το εννοώ προσβλητικά, και οι αριθμοί πάνε με τη φορά του ρολογιού γύρω από το τραπέζι, και τα βρακιά τα έχει βρει ο αριθμός δύο, με τη φορά του ρολογιού από εκείνο τον Πρίγκιπα, εκείνος ξεκινάει, ή έξι ή οτιδήποτε, βλέπεις διαλέγεις πρώτα έναν Πρίγκιπα, εκείνος ξεκινάει, μετά ο αριθμός δύο, ή όποιος έχει πεί ο Πρίγκιπας, λέει, αλλὰ λέει πρώτα, ο Πρίγκιπας εννοώ, τα βρακιά μου, δύο, κύριε, αφού έχει πει, αυτό για τον Πρίγκιπα του Πριγκιπάτου που έχει χάσει τα βρακιά του, και ο αριθμός δύο λέει όχι εγώ, κύριε-»
«Ναι, ναι, αλλά-», λέει ρίχνοντας ο Σλόθροπ ένα πολὺ παράξενο βλέμμα, «θέλω να πω, δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω εντελώς, ξέρεις, το νόημα του όλου πράγματος. Πώς κερδίζεις;»
Χα! Πως κερδίζεις! «Δεν κερδίζεις», λέει απαλά, και σκέφτεται τον Τάντιβι, κι εδώ έχουμε μια μικρὴ αυτοσχέδια αντι-συνωμοσία, «χάνεις, ένας-ένας χάνει. Αυτός που μένει στο τέλος είναι ο νικητής».
Εν Ελλάδι
Και η ελληνική λογοτεχνία όμως είναι γεμάτη από αναφορές στο σκάκι. Ο Καβάφηςθα αφιερώσει ένα ποίημά του στο πιόνι, το ελάχιστο των σκακιστικών πεσσών, που θα διατρέξει σωρεία κινδύνων πριν πέσει ηρωικά στο φινάλε μετατρεπόμενο σε Βασίλισσα:
«Στην φοβερή γραμμή την τελευταία
τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει
Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνει
κι ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο
Για την Βασίλισσα που θα μας σώσει
για να την αναστήσει από τον τάφο
ήλθε να πέσει στου σκακιού τον Άδη».
Στον Αναγνωστάκηθα βρούμε την αυτοθυσία να εκφράζεται στην απέκδυση από κάθε σχήμα «ορθής» πορείας χάριν της παρεμβατικής «λοξής» λογικής του Αξιωματικού ή «Τρελού»:
«Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
…Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις».
Ο Χάρης Βλαβιανός θα αφιερώσει ένα ποίημα στην παρτίδα του Φίσερ-Ταλ του 1959:
«Με μια λάθος κίνηση
η όμορφη Βασίλισσα υποκύπτει στη βάρβαρη γοητεία ενός πιονιού.
Φίσερ εναντίον Ταλ.
Σικελική Άμυνα 1959.
Κλασική περίπτωση όπου ένας επιτυχημένος ελιγμός
καταλήγει σε αποτυχία.»
Αποτυχία που για τον Φίσερ θα έχει σκληρές συνέπειες στο σκληροτράχηλο εγώ του, μιας και μετά από αυτήν ο Ταλ θα υπογράφει αυτόγραφα ως Μπόμπυ, αφού «τον κερδίζω τόσο συχνά», όπως θα πει, «που νομιμοποιούμαι να χρησιμοποιώ το όνομά του». Ο Ταλ, εξάλλου, ο γίγαντας της Εσθονίας, ο μόνος σκακιστής που έφτασε στον παγκόσμιο τίτλο και είχε επαγγελματική σχέση με την λογοτεχνία –ήταν φιλόλογος-, υπήρξε ο μοναδικός θνητός με θετικό πρόσημο έναντι του μεγαλύτερου ταλέντου της σκακιέρας.
Ο Νίκος Καρούζοςθα δηλώσει πως «Σαχ και ματ κάνει μόνο η πραγματικότητα», ο Γιώργος Κοροπούληςθα συνθέσει ένα σονέτο εμπνευσμένος από την περίφημη «Αθάνατη Παρτίδα», που παίχτηκε από τον Άντερσεν εναντίον του Κιζερίτσκι το 1851, τη γνωστή και ως «πάντα ανθισμένη», ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης όχι μόνο θα κάνει το σκάκι μια σταθερά αναφορά της συγγραφικής παραγωγής του, αλλά και θα συνεργαστεί με τον διεθνή μαιτρ Ηλία Κουρκουνάκη στη συγγραφή σκακιστικών βιβλίων, ενώ ο Αλέξανδρος Σχινάς θα αναφωνήσει ηχηρώς:
«Είμαι η αυτού μεγαλειότης, ο βασιλεύς των λευκών».
Διαβάστε:
Φρανσουά Ραμπελαί, Γαργαντούας και Πανταγρυέλ, μτφ. Φ. Δ. Δρακονταειδής, Εστία, Αθήνα 2008.
Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Ο Δον Κιχώτης, μτφ. Κ. Καρθαίος, Εστία, Αθήνα 2002.
Ντενίς Ντιντερό, Ο ανιψιός του Ραμό, μτφ. Ε. Βαγγελάτου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006.
Λούις Κάρολ, Μες στον καθρέφτη και τι βρήκε η Αλίκη εκεί, μτφ. Σ. Κακίσης, Ύψιλον, 1979
Μίλα Κούντερα, Η αθανασία, μτφ. Κατερίνα Δασκαλάκη, Εστία, Αθήνα 2012.
Ραίημοντ Τσάντλερ, Το ψηλό παράθυρο, μτφ. Ανδ. Αποστολίδης, Άγρα, Αθήνα 2010.
Ραίημοντ Τσάντλερ, Ο μεγάλος αποχαιρετισμός, μτφ. Α. Καλοκύρης, Πατάκης, Αθήνα 2008.
Αγκάθα Κρίστι, Η μεγάλη τετράδα του εγκλήματος, Καλοκάθης, Αθήνα χ.χ
Στέφαν Τσβάιχ, Σκακιστική νουβέλα, μτφ. Μαρία Αγγελίδου, Άγρα, Αθήνα 2010.
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Η άμυνα του Λούζιν, μτφ. Γ.-Ι. Μπαμπασάκης, Μεταίχνιο, Αθήνα 2003.
Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, Αμερικανική Λήθη, μτφ. Γ. Πολυκανδριώτης, Κέδρος, Αθήνα 2011.
Ομάρ Καγιάμ, Ρουμπαγιάτ, μτφ. Π. Γνευτός, Ερατώ, Αθήνα 2007.
Τόμας Πύντσον, Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας, μτφ. Γ. Κυριαζής, Χατζηνικολή, Αθήνα 2012.
Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα 1941-1971, Νεφέλη, Αθήνα 2000
Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα, 2τ, Ίκαρος, Αθήνα 2007.
Ηλίας Κουρκουνάκης, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Μπόμπυ Φίσερ. Αυτοδίδακτη μεγαλοφυΐα, Διόπτρα, Αθήνα 2004.
Αλέξανδρος Σχινάς, Η παρτίδα, Εστία, Αθήνα 1990.
Γιώργος Κοροπούλης, Μιχάλης Γκανάς, Ηλίας Λάγιος, Ανθοδέσμη. Ποιήματα και τραγούδια για μια νύχτα, Άγρα, Αθήνα 1993.
Χάρης Βλαβιανός, Η νοσταλγία των ουρανών, Νεφέλη, Αθήνα 1991.
[ΠΗΓΗ: Χρήστος Νάτσης, BOOKSTAND)