Το επεισόδιο με τον χρησμό της Πυθίας και τα ξύλινα τείχη της Αθήνας το ξέρουμε από παιδιά. Είναι από τους ωραιότερους και διδακτικότερους μύθους της αρχαίας ελληνικής Ιστορίας και αν έχει κάποια σημασία για μας σήμερα, αυτή δεν έχει καμία σχέση με το αν όντως υπήρξε τέτοιος χρησμός στην πραγματικότητα. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι ο τρόπος με τον οποίον την διαχειρίζεται ο μέγας παραμυθάς και πατέρας της Ιστορίας Ηρόδοτος και τα συμπεράσματα που βγάζει για τη συμπεριφορά των Αθηναίων. Γιατί η Ιστορία που παίρνει στα σοβαρά τον εαυτόν της έχει, εκτός των άλλων, να κάνει με την ακρίβεια του αισθήματος των λέξεων που παράγουν σημασία και σου δείχνουν τον δρόμο για να ερμηνεύσεις την πραγματικότητα.
Όταν το γλωσσικό αισθητήριο είναι ελλειμματικό, τότε, όσες αλήθειες κι αν κατέχεις, δεν μπορείς να γράψεις Ιστορία. Πετάς μια λέξη, όπως ο «συνωστισμός» των Ελλήνων στην προκυμαία της Σμύρνης, επειδή βρήκες στο λεξικό ότι αυτή περιγράφει τη συγκέντρωση πλήθους ανθρώπων, χωρίς να είσαι σε θέση να αντιληφθείς ότι αυτή παράγει ένα αίσθημα το οποίο υπερβαίνει τη λεξικογραφική της αξία. Όπως έλεγε και ο Ζενέ, «δεν μπορείς να γίνεις νάρκισσος μόνον επειδή το θέλησες».
Ο Ηρόδοτος, λοιπόν, λέει πως οι Αθηναίοι που πίστεψαν ότι ο χρησμός της Πυθίας αναφερόταν στα ξύλινα τείχη της Ακρόπολης ήσαν οι γέροντες και όσοι«υπ’ ασθενίης βίου» δεν είχαν τη δυνατότητα ούτε να μετακινηθούν ούτε να πολεμήσουν– το παραθέτω από μνήμης. Οι υπόλοιποι έστειλαν τα γυναικόπαιδα στην Πελοπόννησο, μπήκαν στα πλοία και ναυμάχησαν επιτυχώς, ευτυχώς και γι’ αυτούς, και για μας, και για την ιστορία του πολιτισμού μας. Από την πρώτη στιγμή που το διάβασα με είχε εντυπωσιάσει αυτή η υπέροχη έκφραση, «υπ’ ασθενίης βίου».Εννοείται πως δεν περιορίζεται στους ασθενείς, με τη σημερινή σημασία, αν και τους περιλαμβάνει. Αναφέρεται και στους φτωχούς και γενικά σε όσους ζουν μια ζωή που δεν έχει σθένος, τους αδύναμους.
Είναι μία απ’ αυτές τις στιγμές που αποδεικνύουν πως η αρχαία ελληνική σκέψη μπορεί να μην προσφέρει άμεσες απαντήσεις και λύσεις στα δικά μας προβλήματα, όμως είναι απαραίτητη για την αυτοσυνειδησία μας. Πώς αλλιώς θα μπορούσες να περιγράψεις τη σημερινή Ελλάδα; Είναι μια χώρα γερασμένη, που έχει χάσει το σθένος της και οχυρώνεται πίσω από τα ξύλινα τείχη, επειδή έτσι την βολεύει να ερμηνεύσει τον χρησμό της Πυθίας. Μια χώρα φτωχή όχι μόνον επειδή της λείπουν τα χρήματα, αλλά επειδή της λείπει η διάθεση για ζωή.
Θα μου πείτε πού είναι ο στόλος; Πού είναι οι τριήρεις και ποιος είναι ο Θεμιστοκλής, αρκούντως θαρραλέος, ιδιοφυής και αρκούντως τυχοδιώκτης, έτοιμος να τα παίξει όλα για όλα ώστε να εμπνεύσει; Πού κρύβονται όσοι θα ήσαν έτοιμοι να μπουν στα πλοία αντί να οχυρωθούν στα ξύλινα τείχη της Ακρόπολης; Κάπου θα υπάρχουν, δεν μπορεί, κι αν δεν ακούγονται είναι γιατί οι οιμωγές της γερασμένης και αδύναμης κοινωνίας δεν τους αφήνουν να ακουστούν. Μ’ αυτήν την ελπίδα ζούμε, που λένε.
Και στο κάτω κάτω, η ξύλινη οχύρωση αντέχει ακόμη. Κουτσουρεμένη, ξεδοντιασμένη, διάτρητη, αντιπαθής, αλλά καμιά φωτιά κανενός Ξέρξη δεν την έκανε στάχτη.Ευτυχώς, θα μου πείτε, διότι ελλείψει ικανού στόλου, θα καιγόμασταν όλοι μαζί εκεί μέσα. Μαζί τους όμως αντέχει και η ψευδαίσθηση. Η ψευδαίσθηση ότι όσο στέκει όρθια, ακόμη κι αν μοιάζει επικίνδυνα με την παράγκα του Καραγκιόζη, μας διασφαλίζει τη δυνατότητα να διαχειριζόμαστε τις τύχες μας, κοινώς να βολεύουμε την ασθένεια του βίου μας. Και αυτό που λέμε τραγωδία και το διαλαλούμε με τη γνωστή έξω καρδιά θεατρικότητα της νευρασθένειάς μας μοιάζει όλο και περισσότερο με κωμωδία.
Κωμωδία είπατε; Και γιατί όχι κωμωδία; Στο είδος έχουμε διαπρέψει. Με μία μικρή διαφορά. Η τραγωδία, η πραγματική και όχι η συναισθηματική, οδηγεί στην κάθαρση. Με ή χωρίς από μηχανής θεό η τάξη που τραυμάτισε η ύβρις επουλώνεται. Στην κωμωδία, όμως, όση πίκρα κι αν έχεις καταναλώσει, στο τέλος σού μένει η γκριμάτσα, ανώδυνη ή επώδυνη, πάντως γκριμάτσα. Για να υπάρξει τραγικό απαιτείται σύγκρουση δυνάμεων. Ποιες όμως δυνάμεις συγκρούονται στη σκηνή της χώρας που έχει ξεμείνει από δυνάμεις; Οι δυνάμεις της μεταρρύθμισης και της αντιμεταρρύθμισης; Και με ποιες αναφορές, σε ποιο δίκαιο, συγκρούονται;
Κι αν υποθέσουμε πως μια μέρα η Ελλάδα θα ξεπεράσει την οικονομική κρίση; Κανείς απ’ αυτούς που λεηλατούν τη ζωή μας και τη φαιά ουσία μας καθημερινά δεν είναι σε θέση να μας πουν πώς θα είναι, και πώς θέλουμε να γίνει αυτή η χώρα, όχι σε πέντε χρόνια, αλλά του χρόνου τέτοια εποχή.
Ας μου συγχωρηθεί η απαισιοδοξία, όμως η κατάσταση έχει γίνει πολύ σοβαρή για να εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι μπορούν να την διαχειρισθούν οι ελάχιστοι συμπολίτες μας που έγιναν πολιτικοί υπ’ ασθενίης βίου.
[Τάκης Θεοδωρόπουλος, Τα ξύλινα τείχη, ΑΡΘΡΟ στην Καθημερινή της Κυριακής 23 06 2013 – Η φωτογραφία της «Συλλέκτριας» είναι του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου]