ΠΡΟΣ ΕΠΙΔΟΞΟΥΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ (κι άδοξους ποιητές των αιώνων): Αν θέλετε να κρατήσετε την μεγάλη ιδέα που τρέφετε για τον εαυτό σας, μόνον ένας δρόμος σας μένει, να δημοσιεύσετε μετά θάνατον… Τυπώστε τουλάχιστον 199 αντίτυπα (πάντα αριθμημένα, φυσικά), κι αφήστε το μέλλον να σας καταξιώσει. Η δικαίωση, σας διαβεβαιώνω, ήταν ανέκαθεν ζήτημα χρόνου. Άσχετα, αν τις περισσότερες φορές, έρχεται με τη μορφή της λήθης. Τι πιο αξιοζήλευτο, για όποιον σχεδιάζει τη ζωή του στρογγυλή, σαν γεωμετρικό θεώρημα! Τι πιο θαυμαστό, από την ολοκλήρωση του νοήματος του βίου σας: έτσι ανώνυμα όπως ζήσατε να έχετε και την αμέριστη τύχη να σας στεφανώσει η λήθη!
Λάμπει ότι είναι χρυσός. Στη λογοτεχνία αναγνωρίζονται εύκολα τα ευγενή μέταλλα. Προσοχή, δεν λέμε πως τιμώνται, αλλά πως αναγνωρίζονται. Αδύνατον πια να περάσει απαρατήρητος, δεν λέω ο χρυσός, αλλά έστω ο ψευδάργυρος. Η μόνη ελπίδα που απομένει πλέον στις παρεξηγημένες ιδιοφυίες σαν κι εσάς, είναι να κρατήσετε ερμητικά κλεισμένα τα συρτάρια σας, και τα κομπιούτερ. Να μην καλωδιωθείτε ποτέ με τα πάσης φύσεως δίκτυα, για να αποφύγετε την κλοπή, χιλιάδες χάκερ ως γνωστόν καραδοκούν να δρέψουν το δημιουργικό σας μόχθο. Να μην προτείνετε σε φίλους, εκδότες περιοδικών, κι εκδότες γενικώς, το κρυφό σας αριστούργημα. Αν θέλετε να κρατήσετε την μεγάλη ιδέα που τρέφετε για τον εαυτό σας, μόνον ένας δρόμος σας μένει, να δημοσιεύσετε μετά θάνατον. Δεν θα μάθετε ποτέ την αξία σας, κι ωστόσο θα έχετε ζήσει μια ζωή τρισευτυχισμένη. Θα έχετε αποφύγει πληκτικές παρεξηγήσεις, αναπόδραστους θυμούς και θα περισώσετε το ευπαθές νευρικό σας σύστημα από κλονισμούς που μπορεί να αποβούν μοιραίοι. Στο τέλος της ζωής σας, θα ανακαλύψετε μέσα στην ολύμπια γαλήνη σας, πως δεν στενοχωρήσατε τη γυναίκα σας, δεν αμελήσατε τα παιδιά σας και πως κανένας δεν βρέθηκε να σας κατηγορήσει για “αντικοινωνικούς”. Περιστοιχισμένοι από την εκτίμηση και την αγάπη των συμπολιτών σας, θα διαπιστώσετε πόσο άγιο βίο ζήσατε, χωρίς να ξεσηκώσετε ποταπά αισθήματα όπως τα αποφύγατε κι εσείς οι ίδιοι, σαν τη ζήλια, τη μοχθηρία, και τον φθόνο. Χωρίς εχθρούς, και χωρίς σεβαστά αμαρτήματα, όπως εκείνο της υπεροψίας, θα κάνετε ευτυχή και τον παπά της ενορίας σας που θα σας προσφέρει τα άχραντα μυστήρια, αφού θα του δώσετε την ευκαιρία να ξεμπερδέψει στο πι και φι μαζί σας
Αναλογισθείτε αγαπητοί μου φίλοι, τι χάνετε με κάποια δήθεν δημοσίευση. Γιατί λοιπόν, να δοκιμάζετε την ολύμπια αυτοπεποίθησή σας, για χάρη αμφιλεγόμενων οφελών και προσδοκιών;Αν πάλι, ο επίμονος κνησμός σας δεν υποχωρήσει με τις παραπάνω ιατρικές συνταγές, τότε θα είχα να σας προτείνω, αφού επιμένετε, την ιδιωτική έκδοση εκτός εμπορίου φυσικά, και σε τόσα αριθμημένα αντίτυπα (39 π.χ.), όσα δηλαδή υπολογίζετε πως θα καλύψουν τις άμεσες ανάγκες σας προς γνωστούς, φίλους, ερωμένες. συζύγους, προϊσταμένους και υφισταμένους. Είναι πάντως προτιμότερο να τυπώσετε και κάτι παραπάνω, γιατί κανένας δεν ξέρει τι σας επιφυλάσσει το πεπρωμένο: δεν σημαίνει πως επειδή ήσασταν μονογαμικός την τελευταία δεκαετία, θα παραμείνετε και την επόμενη!Τη στιγμή του τυπογραφείου, φανείτε σας παρακαλώ, γαλαντόμοι: τυπώστε τουλάχιστον 199 αντίτυπα (πάντα αριθμημένα, φυσικά), κι αφήστε το μέλλον να σας καταξιώσει. Η δικαίωση, σας διαβεβαιώνω, ήταν ανέκαθεν ζήτημα χρόνου. Άσχετα, αν τις περισσότερες φορές, έρχεται με τη μορφή της λήθης. Τι πιο αξιοζήλευτο, για όποιον σχεδιάζει τη ζωή του στρογγυλή, σαν γεωμετρικό θεώρημα! Τι πιο θαυμαστό, από την ολοκλήρωση του νοήματος του βίου σας: έτσι ανώνυμα όπως ζήσατε να έχετε και την αμέριστη τύχη να σας στεφανώσει η λήθη! Αδιάσειστη απόδειξη της θείας πρόνοιας, που πάντα σας είχε υπό την σκέπη της, η θεολογία θα σας αναφέρει ως παράδειγμα, συμπόσια και φεστιβάλ θα σας εκθειάζουν-τι πειράζει αν δεν σας ονομάζουν; Μήπως, δεν το διετύπωσε καλύτερα από μένα ο Μπόρχες, όταν έγραφε-θυμηθείτε-πως η μεγαλύτερη δόξα για ένα δημιουργό είναι όταν το έργο του απολαμβάνει την παγκοσμιότητα της ανωνυμίας; Ο Όμηρος-θυμηθείτε-δεν έγραφε βιβλία, αν έγραφε κανείς δεν θα αμφισβητούσε την ύπαρξή του
Αγαπητοί μου ομότεχνοι, σύντεχνοι και συνάδελφοι, μην πικραίνεστε μετρώντας τις αράδες που σας αφιέρωσε ο τυχάρπαστος κριτικός στη λαϊκή εφημερίδα, σε σχέση με το φίλο σας. Φανταστείτε και μόνον από πόσα δεινά γλιτώνετε, παραμένοντας ανέκδοτοι.Ανένδοτοι στον από κοινού μας αγώνα, καμιά ανθολογία δεν μας περιλαμβάνει, γιατί όπως έλεγε κι ο Βαλερύ, στον Κύριο Τεστ, τα μεγάλα πνεύματα, παραμένουν άγνωστα. Προτιμούν να σχίζουν τα αριστουργήματά τους μόλις τα ολοκληρώσουν, γιατί ότι έγινε μια φορά, έχει γίνει για πάντα. Τι την θέλετε την δημοσίευση; Για να σας ανθολογήσουν; Για να σας πάρουν συνέντευξη; Αρκεσθείτε στην αγάπη και τον θαυμασμό των οικείων σας!Να ξέρετε πως για κείνους, θα είστε πάντα το παραγνωρισμένο ταλέντο, ο αδικοχαμένος δημιουργός, ο ανανεωτής της τέχνης. Μην κάνετε ωστόσο το λάθος να τους εμπιστευθείτε τα αδημοσίευτα πονήματα: πρώτον, γιατί υπάρχουν πολλοί Μαξ Μπροντ που θα αθετήσουν τις τελευταίες σας επιθυμίες, και δεύτερονγιατί με την τυχόν δημοσίευση των γραπτών σας, όλοι θα μάθουν την πραγματική σας αξία, κι αυτό βλέπω πως συμφωνείτε, θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσατε στον κόσμο!
Αν δεν έχετε φροντίσει να τους ξαποστείλετε, για να προετοιμάσουν την υποδοχή σας στον άλλον κόσμο, λάβετε αυστηρά μέτρα προστασίας από τους φίλους, κι όλο το οικείο σας περιβάλλον. Ποιος μπορεί να γνωρίζει, αν η ανιψιά του δεν κρατάει κάποιο ημερολόγιο όπου καταγράφει και το παραμικρό σας φτάρνισμα; Φαντασθείτε πόσο αρνητικό θα ήταν για τη φήμη σας, να γνωρίζουν οι μεταγενέστεροι ότι βάζατε το δάχτυλο στη μύτη, και τόσες άλλες ευτράπελες συνήθειές σας: πως ροφούσατε τον καφέ, πως δεν μπορέσατε ποτέ στη ζωή σας να ντυθείτε ανάλογα με την περίσταση και άλλα, και άλλα.
Λάμπει ο Μάκης Λαχανάς, με το αφήγημά του η Μετάθεση. Ο πιο νέος συγγραφέας των τελευταίων δεκαετιών, ο εσαεί νεαρός, ο τους πόθους τρυγών και τα ανείπωτα υπομένων και πάντα λέγων, εν τη σιωπή του. Πόσα χρόνια πρέπει να περιμένει κάποιος για να απολαύσει επιτέλους τον δημιουργικό του μόχθο; Πως κατεργάζεται το κρυφό διαμάντι που κουβαλάει ο καθένας μας, μέσα του; Πως γίνεται να αδιαφορεί για την αρτιότητά του, ο ίδιος ο δημιουργός; Από ποία απόσταση είναι πρέπον να ατενίζει κάποιος το προσωπικό του έργο, κι η μέθη πότε μπορεί να τον πλησιάσει να τον αγκαλιάσει και να του απευθυνθεί σαν ώριμο, με του καιρού τα γυρίσματα, του πένθους τις πληγές, και τις επινοήσεις του ύστερα, ως μοναδικό κι αυθεντικό της επιγραμματοποιό;
Επιτύμβιες επιγραφές γράφουμε όλοι μας, πάρτε το επιτέλους χαμπάρι: το πένθος μας δοξάζουμε, ακόμη κι όταν δεν το γνωρίζουμε, τους νεκρούς μας, τον μέλλοντα νεκρό και την αμφιλεγόμενη θλίψη του προσπαθούμε να αναστήσουμε, η γραφή είναι το νεκρό σώμα του σήμερα. Το αθεράπευτα και γυμνό σαρκίο της εμμονής μας, ο άφθαρτος νεκρός της αγάπης κι αν θέλετε το ακαταπόνητο κι απαρηγόρητο παιδί των ονειρώξεων και των προσδοκιών μας. Γιατί “μεταθέτουμε” συνεχώς την αγάπη των υπαρκτών στο βασίλειο της σκιάς, της υγρασίας και των δακρύων μας; Γιατί δεν μπορούμε να κλάψουμε, να θρηνήσουμε και να αποδεχθούμε την μετάθεσή μας;
Ο Εουτζένιο Μοντάλε, ας γίνει ο άγιος προστάτης σας: όπως εκείνος, δεν θέλω να γνωρίζει κανένας στην πολυκατοικία σας, τις λογοτεχνικές σας επιδόσεις. Το ξέρω, αγαπητοί μου ομότεχνοι πως σας βάζω δύσκολα θέματα. Το ξέρω, καλύτερα από σας, πως η μοίρα φάνηκε σκληρή μαζί σας, κι έχετε δίκαιο όταν κατηγορείτε τη μάνα σας: γιατί, να μην σας γεννήσει κατευθείαν αγάλματα;
[ΠΗΓΗ: Σωτήρης Παστάκας, Επιστολή προς Ομοτέχνους που δημοσιεύτηκε στην ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ:http://bibliotheque.gr/ ]