Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all 535 articles
Browse latest View live

Γιάννης Γιαννουλέας, Θα σε πάρω να φύγουμε στην άλλη άκρη του κόσμου

$
0
0

MIΑ ΤΕ­ΤΑΡ­ΤΗ πρω­ί, ὁ κύ­ριος Πώλ, ἔ­χον­τας διατελέ­σει κα­λὸς σύ­ζυ­γος καὶ γεί­το­νας, σκέ­φτη­κε ὅτι ἄλ­λο δὲν τοῦ μέ­νει πιὰ πα­ρὰ νὰ φύ­γει ὅ­σο πιὸ μα­κριὰ μπο­ροῦ­σε.

Ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ του, δι­έ­σχι­σε τὸ πλακό­στρω­το, πέ­ρα­σε τὴν αὐ­λό­πορ­τα — μό­νο ποὺ αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ κα­τη­φό­ρι­σε μὲ στα­θε­ρὸ βῆ­μα τὴ λε­ω­φό­ρο Φοῖ­νιξ, προ­σπέ­ρα­σε τὶς φω­τει­νὲς ἐ­πι­γρα­φὲς καὶ τοὺς ἀ­φη­ρη­μέ­νους συν­τα­ξι­ού­χους.
Συ­νέ­χι­σε νὰ βα­δί­ζει μέ­χρι τ’ ἀ­πό­γευ­μα καὶ ὕ­στε­ρα πῆ­ρε τὸ πρῶ­το λε­ω­φο­ρεῖ­ο μὲ προ­ο­ρι­σμὸ τὰ ὅ­ρια τῆς πό­λης — ἀ­κρι­βῶς στὴν ἀν­τί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση ἀ­π’ τὸ σπί­τι του.
Ὅ­ταν με­τὰ ἀ­πὸ ἕν­τε­κα μῆ­νες ἀν­τί­κρι­σε ξαφ­νι­κὰ τὴν ὁ­δὸ Φοῖ­νιξ, προ­χώ­ρη­σε ἄ­φω­νος, ἄ­νοι­ξε τὴν πόρτα, κρέ­μα­σε τὸ παλ­τό του στὴν ξύ­λι­νη κρεμάστρα καὶ κα­τά­λα­βε ὅ­τι ἡ ἄλ­λη ἄ­κρη τοῦ κόσμου βρι­σκό­ταν στὸ σπίτι του.


Γιάννης Γιαννουλέας, EndlessSong
Ο ΡΟΜ­ΠΕΡΤ μπῆ­κε πο­λὺ εὐ­δι­ά­θε­τος στὸ κα­φέ, προχώρη­σε καὶ κά­θι­σε στὴν ἄ­κρη τῆς μπά­ρας – εἶ­χε ραν­τε­βοὺ μὲ τὴ Να­τάσ­σα, ση­μά­δι τῶν με­γά­λων ἀλλαγῶν ποὺ ἔ­βλε­πε κα­θα­ρὰ νὰ ἔρ­χον­ται στὴ ζω­ή του τὸ ἑ­πό­με­νο δι­ά­στη­μα. Πα­ράγ­γει­λε κα­φὲ καὶ χά­ζε­ψε μὲ ἀ­νέ­με­λη ἀ­δι­α­φο­ρί­α τοὺς ἀν­θρώ­πους γύ­ρω του, ὥ­σπου τὸ βλέμ­μα του στα­μά­τη­σε σ’ ἕ­ναν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο ἄν­δρα. Ἦ­ταν ἀ­ξύ­ρι­στος, μὲ τὰ λι­γο­στὰ μαλ­λιά του ἀνακατεμέ­να καὶ δὲν ἔ­δει­χνε νὰ βι­ά­ζε­ται κα­θό­λου. Ὁ Ρόμ­περτ ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ὅ­τι ὁ ἄ­γνω­στος δὲν εἶ­χε στα­μα­τή­σει νὰ τὸν πα­ρα­τη­ρεῖ ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ μπῆ­κε στὸ μα­γα­ζί.
Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, ἐ­νῶ ἡ Να­τάσ­σα —ὄ­μορ­φη ὅ­σο πο­τέ— εἶ­χε ἤ­δη φα­νεῖ ἀ­πὸ τὸ τζά­μι, ὁ πα­ρά­ξε­νος τύ­πος ἄ­φη­σε ἕ­να χαρ­το­νό­μι­σμα καὶ φό­ρε­σε τὸ παλ­τό του. Τὴν ὥ­ρα ποὺ περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ δί­πλα του, ὁ Ρόμ­περτ τοῦ ἔ­πι­α­σε τὸν ὦ­μο:
— Μὲ συγ­χω­ρεῖ­τε, μή­πως γνω­ρι­ζό­μα­στε;
Στρά­φη­κε καὶ τὸν κοί­τα­ξε στὰ μά­τια.
— Εἶ­μαι ὁ ἑ­αυ­τός σας, φί­λε μου, ὅ­πως θὰ εἶ­στε.­.. ἂς ποῦ­με σὲ τριά­ντα χρό­νια ἀ­πὸ τώ­ρα, ἀ­πάν­τη­σε ὁ ἄγνωστος ἄν­δρας μ’ ἕ­να ἀ­δι­ό­ρα­το χα­μό­γε­λο καὶ ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀρ­γὰ χω­ρὶς νὰ δώ­σει ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη ἐξή­γη­ση.
Αὐ­τὸ τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ ἔ­κα­νε με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση στὸν Ρόμ­περτ, τὸ ἔ­σβη­σε ὅ­μως ἀ­π’ τὴ μνή­μη του ἐγκαταλείπ­οντας γρή­γο­ρα τὴν προ­σπά­θεια νὰ καταλά­βει τί ἀ­κρι­βῶς εἶ­χε στὸ μυα­λὸ του ἐ­κεῖ­νος ὁ μονα­χι­κὸς τύ­πος.
Πολ­λὰ χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ἡ Να­τάσ­σα ἔ­γι­νε Μαί­ρη κι ἔ­πει­τα ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε, γιὰ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει ἡ Δήμητρα, ἡ Σύλ­βια καὶ ἡ Στέλ­λα, ποὺ ἔ­φυ­γαν κι αὐ­τὲς γιὰ λό­γους τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς ἡ κά­θε μί­α, μπῆ­κε σ’ ἕ­να κα­φέ, πα­ράγ­γει­λε «ἕ­να συ­νη­θι­σμέ­νο» καὶ τὸ βλέμμα του στα­μά­τη­σε σ’ ἕ­ναν ὄ­μορ­φο νε­α­ρὸ μὲ χαμογε­λα­στὸ πρό­σω­πο ποὺ χά­ζευ­ε γύ­ρω του μὲ μά­τια γε­μά­τα ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α.­..


[Πη­γή: πτν συλ­λογμι­κρο­δι­η­γη­μά­των Σ45 τε­τρα­γω­νι­κά (Tα­χυ­δρά­μα­τα, κδ. πό­πει­ρα, 1997) - Πρώτη δημοσίευση στις «Ιστορίες Μπονζάι, Η Αισθητική του μικρού», ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα από το λογοτεχνικό περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/ ]

Εμίρ Κουστουρίτσα, Κι εγώ πού είμαι σ’ αυτή την Ιστορία (αναμνήσεις απ’ την ανύπαρχτη χώρα)

$
0
0

Ο θάνατος είναι µια ανεξακρίβωτη φήµη και η λήθη παράγοντας επιβίωσης, γι’ αυτό ίσως έχουμε τη συνήθεια να ξεχνάμε όπως μας βολεύει


Τα δωμάτια των ξενοδοχείων δεν ήταν το καλύτερό μου. Το ψυγείο βούιζε αδιάκοπα και το στρώμα του κρεβατιού είχε στη μέση μια γούβα, που μαρτυρούσε ότι χιλιάδες άτομα είχαν κοιμηθεί εκεί πριν από μένα. Πόσοι άνθρωποι πρέπει να έκαναν έρωτα πάνω σ’ αυτό το κρεβάτι! Γλεντζέδες κάθε είδους που έβλεπαν στις γυναίκες της Τσεχίας τον τέλειο συνδυασμό μιας οικοδέσποινας και μιας πόρνης. Το φωσφορίζον φως της ταμπέλας από νέον του απέναντι ξενοδοχείου αναβόσβηνε και η σκιά σταματούσε στον τοίχο ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου. Ένιωθα αυτό το φως σαν έναν αφόρητο ήχο. Ανέκαθεν, δεν ξέρω γιατί, αυτό που βλέπω το ακούω κιόλας. Ενώ το τραμ διέσχιζε μουγκρίζοντας την πλατεία Βάτσλαβ, μου ήρθε η σκέψη ότι η ικανότητα να αισθάνομαι το φως σαν ήχο μπορεί να ήταν προσόν για έναν μελλοντικό σκηνοθέτη. [σ. 136]
Αυτή δεν είναι η μόνη εμπνευστήρια έκλαμψη του αχόρταγου κινηματογραφιστή, που μας εμπιστεύεται ανάλογες εξομολογήσεις εδώ κι εκεί στο αυτοβιογραφικό του γραπτό ντοκιμαντέρ. Πρώτα απ’ όλα όμως φροντίζει να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τη λήθη, στην ευεργεσία και τις παγίδες της οποίας αφιερώνει την εισαγωγή του. Μετά τα δεινά των πολέμων στη Γιουγκοσλαβία και τον βομβαρδισμό της Σερβίας εξασκήθηκε κι ο ίδιος, όπως παραδέχεται, στο να ξεχνά ή τουλάχιστον να απωθεί τις σκέψεις που τον βασάνιζαν. Έτσι ανήκει κι αυτός σ’ όσους που θεωρούν τη λήθη παράγοντα επιβίωσης αλλά αρνούνται να υποκύψουν στις σημερινές λησμονικές τάσεις, ιδίως τη συνήθεια να ξεχνάμε όπως μας βολεύει, όπως δηλαδή έγινε και την θεωρία του «τέλους της ιστορίας» κατά τη δεκαετία του ’90.

Πλάνο, πίσω, παρελθόν, πάμε. 1961, ο Γκαγκάριν στην οθόνη μοιάζει με ιντερμέτζο της σερβικής τηλεόρασης, η λέξη σεξ ακούγεται σαν τα μπισκότα Κεκς, οι αργόσχολοι της Γκόριτσα φιλοσοφούν για τις γυναίκες, οι άνθρωπο στο Σεράγεβο περπατούν με την πλάτη κυρτωμένη (από την πολλή ζέστη ή το πολύ κρύο) και ο μικρός Εμίρ γνωρίζει τον σύντροφο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο…για την ακρίβεια, δεν τον βλέπει ποτέ, καθώς η επίσκεψη του στρατάρχη αναβάλλεται για λόγους ασφαλείας, ενώ αργότερα η πολυαναμενόμενη παρουσία του στη σχολική γιορτή μοιάζει χαμένο όνειρο: η πομπή από μαύρες Μερσεντές πιτσιλάει με νερά τους παρευρισκόμενους κι εκείνος δεν προλαβαίνει να διακρίνει τον θεό πίσω από το τζάμι.

Και όταν κάποιος έβαζε ένα εξαιρετικό γκολ σ’ ένα ποδοσφαιρικό ματς, σχολίαζαν: «Τι γκολ! Αληθινός Τίτο!» [σ. 50]
Ο αναφερόμενος Σίμπα βέβαια κατηγορήθηκε γιατί είχε δηλώσει ότι κάποιος Γιόβα, που βρισκόταν ήδη στο Γκόλι Ότοκ [το Γυμνό Νησί της Αδριατικής, εφιαλτικός τόπος τιτοϊκής έμπνευσης], ήταν καλός άνθρωπος. Δεν υποψιαζόταν ότι η γνώμη του για τις ανθρώπινες αρετές ενός συντρόφου θα τον έστελνε στα κάτεργα. Κι ένας συμμαθητής του εξομολογείται: «Θα ήθελα πολύ να δουλεύω σε ταχυδρομείο, για να μπορώ κάθε μέρα να χτυπάω σφραγίδες στα γραμματόσημα με το κεφάλι του Τίτο, μου εκμυστηρεύτηκε μια μέρα ο Ντούσκο Ράντοβις που καθόταν στο μπροστινό μου θρανίο». Ο ίδιος αυτός αντιρρησίας πατέρας κατάφερε και του έδιωξε οριστικά το φόβο του θανάτου.
Όποιος τυχόν αναμένει την χαοτική, μαγικορεαλιστική ή σουρεαλιστική γραφή των ταινιών του Κουστουρίτσα ή ανάλογη πολύπλοκη αφήγηση θα απογοητευτεί. Εδώ ο σκηνοθέτης των βαλκανίων και των βαλκανιστών μας προσκαλεί σε εξομολογήσεις μιας ζωής, με την απλούστερη δυνατή γλώσσα. Κι εμείς τα πίνουμε μαζί του συζητώντας για τη σύντομη ποδοσφαιρική του καριέρα, τα κορίτσια της Μπάνια Λούκα, τον αγώνα της οικογένειας για μεγαλύτερο κρατικό διαμέρισμα, τις γιορτές στο αθλητικό κέντρο του Σεράγεβο, τις γιουγκοσλαβικές κερκίδες:
Το ποδόσφαιρο έγινε στο εξής η καινούργια μου εμμονή. Ξανάβλεπα στα όνειρά μου τις διάφορες φάσεις των αγώνων, τις επαναλάμβανα ξανά και ξανά. Γιατί αυτά τα ματς στα χαλίκια του Κόσεβο ήταν πραγματικό θέαμα.Ό,τι απαγορευόταν στο κυρίως στάδιο, όπου έπαιζε η ομάδα του Σαράγεβο, επιτρεπόταν εκεί. Οι συναντήσεις του τοπικού πρωταθλήματος συγκέντρωναν όχι μόνο τους μεθυσμένους και τους τοπικούς αρχηγίσκους συμμοριών, αλλά και απαιτητικούς διανοούμενους που αρνούνταν να παρακολουθήσουν μας της Πρώτης Κατηγορίας γιατί κατά τη γνώμη τους ήταν συνήθως στημένα. Εδώ κραύγαζα, βλαστημούσαν, τραγουδούσαν και το διασκέδαζαν με ρακίγια από δαμάσκηνα και μπάρμπεκιου. Συχνά το θέαμα ήταν περισσότερο στο κοινό παρά στο γήπεδο. [σ. 104]
…κι ακόμα, την επιρροή του συγγραφέα Ράντογιε Ντομάνοβις που του ενέπνευσε ιδέες και συλλογισμούς - ακολουθώντας την ερζεγοβινική του ρίζα και να φτάνει σε λογικά συμπεράσματα από σύντομα μονοπάτια - και την απόλυτη λογοτεχνική του πίστη στον Ίβο Άντριτς: «όταν μιλάς για τα Βαλκάνια ως τραγική περιοχή, δεν έχεις καταλάβει τίποτε αν δεν έχεις διαβάσει ούτε μια γραμμή του Άντριτς».Από τις πάμπτωχες λέσχες και τα φεστιβάλ των ερασιτεχνικών ταινιών ως «τα καρνέ των σημειώσεων του Underground», ο Κουστουρίτσα αδυνατεί να διαχωρίσει τον κινηματογράφο του από την ζωή της χώρας του. Ειδικά το περί Underground κεφάλαιο αποτελεί το οριακό του κατάθεμα για την Νοτιοσλαβία που κάποτε έζησε (ακόμα θυμάμαι την εντύπωση αυτού του ονόματος και της διαφορετικής του σημαίας σ’ ένα επίτομο πάπυρος λαρούς των δικών μου παιδικών χρόνων), την Γιουγκοσλαβία που κάποτε υπήρχε σαν χώρα και τους ανθρώπους της, που αγάπησαν έναν ηγέτη που θάφτηκε κρυφά και ανώνυμα σε άγνωστο κήπο, κοροϊδεύοντας ακόμα και στον θάνατό του έναν ολόκληρο λαό που είχε αφήσει Υπό την Γην.

[Εκδ. Πατάκη, 2012, μτφ. Μαριάννα Κουτάλου, σ. 412 [Emir Kusturica, Smrt je neprovjerena glasina, 2010. Ακριβής μετάφραση του πρωτότυπου τίτλου: Οθάνατος είναι µια ανεξακρίβωτη φήµη – ιστολογιο ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ http://pandoxeio.com/]

Χαρούκι Μουρακάμι 1Q84: Τα φαινόμενα απατούν. Η πραγματικότητα είναι μόνο μία

$
0
0

Το «1Q84», η νέα μυθιστορηματική τριλογία του Χαρούκι Μουρακάμι στα ελληνικά. Ο Ιάπωνας λογοτέχνης αποτίει φόρο τιμής στο έργο «1984» του Τζορτζ Όργουελ, καθώς πρόδηλη είναι η παιγνιώδης αναφορά του σ’ αυτό (το αγγλικό γράμμα Qπροφέρεται όπως ακριβώς ο αριθμός 9 στα ιαπωνικά)


 Η σκηνή διαδραματίζεται το 1984 σε ένα ταξί ακινητοποιημένο, λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης, σε κάποιον υπέργειο αυτοκινητόδρομο του Τόκιο. Η πελάτισσα βιάζεται να προλάβει ένα σημαντικό ραντεβού, όμως ο οδηγός τής εξηγεί ότι δεν θα φθάσει στην ώρα της. Το ραδιόφωνο του ταξί παίζει ένα σπάνιο κομμάτι κλασικής μουσικής, τη «Συμφωνιέτα» του Γιάνατσεκ. Η πελάτισσα, ονόματι Αογιάμε, δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει το ραντεβού. Πρόκειται όμως για «φονικό» ραντεβού, αφού η όμορφη γυναίκα είναι κατά συρροή δολοφόνος και σε ένα ξενοδοχείο πρόκειται να συναντήσει κάποιο από τα θύματά της. Η Αογιάμε βρίσκεται στην υπηρεσία μιας γυναίκας, της Κυρίας, κατ' εντολήν της οποίας δολοφονεί άτομα που κακοποιούν τις γυναίκες τους ή μικρά κορίτσια. Τα θύματα, όλα τους υπεράνω πάσης υποψίας, λόγω κοινωνικής θέσης μένουν ατιμώρητα, αφού δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθούν από το επίσημο κράτος. Γι' αυτό και το «έργο» τούτο το αναλαμβάνει η οργάνωση της Κυρίας.
Ο ταξιτζής εξηγεί στην πελάτισσά του ότι ο μόνος τρόπος να μη χάσει το ραντεβού της είναι να περάσει ανάμεσα στα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, από την πλησιέστερη σκάλα κινδύνου να κατεβεί στον αυτοκινητόδρομο που περνάει από κάτω και από εκεί να πάρει το τρένο για τον προορισμό της. Και αυτό κάνει η Αογιάμε, ενώ μέσα της ηχεί η παρατήρηση του ταξιτζή: «Τα φαινόμενα απατούν. Η πραγματικότητα είναι μόνο μία».
Η φράση αυτή, στο ογκωδέστατο μυθιστόρημα 1Q84του Χαρούκι Μουρακάμι, ο οποίος - για πολλοστή φορά - ήταν και εφέτος φαβορί για το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, αποκτά υποστασιακό περιεχόμενο καθώς ο αναγνώστης, από την αρχή ακόμη, εισέρχεται σε μια αφήγηση που κυριολεκτικά τον αφήνει έκθαμβο. Και είναι απολύτως μελετημένη. Μολονότι όταν εκδοθεί και ο τρίτος τόμος (οι δύο πρώτοι θα κυκλοφορήσουν την επόμενη εβδομάδα) θα ξεπερνά στα ελληνικά τις 1.200 σελίδες, δεν μοιάζει να περισσεύει απολύτως τίποτε στο μυθιστόρημα αυτό. Ο,τι χρησιμοποιεί ο Μουρακάμι δεν εξυπηρετεί απλώς την αφήγηση αλλά αποκτά συμβολική σημασία. Στο ταξί, για παράδειγμα, ακούγεται κλασική μουσική επειδή η αφήγηση έχει τα χαρακτηριστικά της μουσικής αντίστιξης. Αλλά στο 1Q84υπάρχουν αναφορές, εκτός από την κλασική μουσική, και σε άλλα είδη, όπως η ροκ και η τζαζ.
Η Αογιάμε καταφέρνει να φθάσει εγκαίρως στο ραντεβού της και να εκτελέσει το υποψήφιο θύμα της βυθίζοντας σε κάποιο σημείο του αυχένα του μια βελόνα η οποία εισέρχεται στον εγκέφαλο, έτσι ώστε ο θάνατος να θεωρηθεί αποτέλεσμα καρδιακής ανακοπής.
Έπειτα από κάθε δολοφονία η Αογιάμε επιδίδεται σε έντονη σεξουαλική ζωή επιλέγοντας συντρόφους τυχαία, συνήθως στα μπαρ μεγάλων ξενοδοχείων. Ένα βράδυ συναντά την Αγιούμε, μια αστυνομικό η οποία επιλέγει επίσης ερωτικούς συντρόφους της μιας βραδιάς. Οι δύο γυναίκες θα συνδεθούν με μια ιδιότυπη φιλία, αλλά η Αγιούμε θα έχει τραγικό τέλος.

Αρχηγός και Μεγάλος Αδελφός
Ο ιδιοφυής Μουρακάμι αναπτύσσει το μυθιστόρημά του σε δύο επίπεδα.Στο πρώτο έχουμε την ιστορία της Αογιάμε η οποία κατ' επάγγελμα είναι γυμνάστρια. Στο δεύτερο έχουμε την ιστορία του Τένγκο, καθηγητή Μαθηματικών και επίδοξου συγγραφέα. Τα κεφάλαια εναλλάσσονται, από τον Τένγκο στην Αογιάμε και αντίστροφα. Κάποια στιγμή οι παράλληλες ιστορίες θα συγκλίνουν γιατί και τους δύο πρωταγωνιστές τούς συνδέει ένας παλαιότερος βαθύς δεσμός τον οποίο δεν είναι σωστό να αποκαλύψουμε.
Ο τίτλος 1Q84παραπέμπει στο 1984του Οργουελ, γιατί το λατινικό γράμμα Q προφέρεται «κιού» στα αγγλικά, αλλά «κιού» στα γιαπωνέζικα σημαίνει εννιά. Το παιχνίδι δεν είναι απλώς γλωσσικό. Ο Μεγάλος Αδελφός στο μυθιστόρημα του Οργουελ παίρνει εδώ τη μορφή του Αρχηγού, ηγέτη μιας θρησκευτικής οργάνωσης που αιχμαλωτίζει τον νου και τη συνείδηση των μελών της, που ζουν σε μια κλειστή κοινότητα, για την οποία πολύ λίγα είναι γνωστά στον υπόλοιπο κόσμο.
Ο Τένγκο συνδέεται με τον Κομάτσου, έναν πασίγνωστο και κυνικό επιμελητή εκδόσεων. Του ζητεί να γράψει ξανά το βιβλίο μιας νεαρής 17 ετών με τίτλο «Η Χρυσαλλίδα του αέρα», το οποίο είναι εξαιρετικά πρωτότυπο αλλά άτεχνο, και η απάτη να μείνει μυστική ανάμεσα στους δυο τους και τη συγγραφέα. Φυσικά, τα κέρδη από τις αναμενόμενες πωλήσεις θα μοιραστούν στα τρία. Η νεαρή λέγεται Φουκαέρι και πάσχει από δυσλεξία. Εχει περάσει όμως για ένα διάστημα από τη θρησκευτική κοινότητα του Αρχηγού.
Ο Κομάτσου πείθει τον Τένγκο, ο τελευταίος γράφει ξανά το βιβλίο της Φουκαέρι, το οποίο κερδίζει ένα σημαντικό βραβείο και οι πωλήσεις του ξεπερνούν σε χρόνο μηδέν ακόμη και τις τολμηρότερες προβλέψεις. Το μυστικό όμως παύει να είναι μυστικό ύστερα από ένα διάστημα. Και από εδώ και πέρα οι εξελίξεις μοιάζει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο των πρωταγωνιστών τους. Η Φουκαέρι δεν ενδιαφέρεται για την τύχη του βιβλίου της. Μολονότι το περιεχόμενο της «Χρυσαλλίδας του αέρα» αναφέρεται στις εμπειρίες της από τη θρησκευτική κοινότητα, δεν το έχει γράψει η ίδια αλλά η κόρη ενός επιστήμονα ο οποίος φροντίζει - και προστατεύει - τη Φουκαέρι.
Ο Τένγκο εισέρχεται σε μια περίοδο οδυνηρής αυτογνωσίας. Η σχέση του με τη Φουκαέρι του αποκαλύπτει τον βαθύτερο εαυτό του, ενώ γίνεται στόχος της οργάνωσης του Αρχηγού. Ο Αρχηγός είναι μια αινιγματική φιγούρα. Θα τον δολοφονήσει η Αογιάμε η οποία θα πρέπει να κρυφτεί για ένα διάστημα, ώσπου να καταφέρει η οργάνωση της Κυρίας να την πάρει με ασφάλεια από το κρησφύγετό της και κατόπιν να την υποβάλει σε πλαστική χειρουργική επέμβαση και να αλλάξει το πρόσωπό της - άρα ταυτότητα και ζωή.
Το κεφάλαιο όπου η Αογιάμε συναντά τον Αρχηγό και τα όσα διαμείβονται μεταξύ τους περιέχει μερικές από τις συγκλονιστικότερες σελίδες του μυθιστορήματος. Κοντά στο κρησφύγετο της Αογιάμε βρίσκεται και το σπίτι όπου έχει καταφύγει ο Τένγκο. Κανένας από τους δύο όμως δεν το γνωρίζει. Το διαισθάνεται εν τούτοις η Φουκαέρι. Ξέρουμε γιατί θέλουν και οι δύο να συναντηθούν - κάτι που θα συμβεί στον τρίτο τόμο.

Ο κόσμος και το είδωλό του
Το 1Q84 είναι ένα μυθιστόρημα με πλήθος διαστρωματώσεων. Πρόκειται ταυτοχρόνως για ρομάντζο και για ψυχολογικό θρίλερ.Επιπλέον, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τεράστιο πολιτισμικό και κοινωνικό σχόλιο που περιέχει και μια οξύτατη κριτική της ιαπωνικής κοινωνίας. Όσον αφορά την τοπογραφία, τις συνήθειες και τη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών του, ενώ είναι έργο απολύτως ρεαλιστικό, ο συγγραφέας το έχει πλουτίσει με πλήθος φανταστικά στοιχεία και υπερβατικές αναφορές.
Χαρακτηριστικό του ταλέντου του είναι το ότι ο Μουρακάμι περιγράφει με απίστευτες λεπτομέρειες τόπους, πρόσωπα και πράγματα χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη. Όταν λ.χ. περιγράφει τη διαδικασία του μαγειρέματος, μια συνταγή, τα διάφορα κουζινικά και άλλα συναφή αισθάνεσαι σαν να βρίσκεσαι ο ίδιος στην κουζίνα. Όμως ο κόσμος που περιγράφεται δεν είναι ο πραγματικός, αλλά το είδωλό του. Και το είδωλο αυτό παρουσιάζεται διπολικό (σαν τα δύο φεγγάρια που βλέπει στον ουρανό η Αογιάμε). Την ίδια στιγμή μοιάζει να κατευθύνεται στο σημείο μηδέν, όπου οι ήρωες θα συναντήσουν το τέλος του, δηλαδή όχι την εξαφάνιση αλλά τον σκοπό της ύπαρξής του.
Τα πολιτισμικά σχόλια του Μουρακάμι, που τα συναντά κανείς και σε προηγούμενα έργα του, οδήγησαν διάφορους ευφάνταστους κριτικούς στη Δύση να τον χαρακτηρίσουν μεταμοντέρνο. Όμως τα σχόλια αυτά συνιστούν οργανικά τμήματα της αφήγησης και φωτίζουν τον ψυχισμό των ηρώων του - δεν είναι επομένως ούτε ευτράπελες αναφορές (μολονότι το υποδόριο χιούμορ του Μουρακάμι δεν δυσκολεύεται ο αναγνώστης να το αντιληφθεί) ούτε και έχουν γραφτεί με την τεχνική του παστίς.

Ο Χαρούκι Μουρακάμι είναι ο πιο πετυχημένος συγγραφέας της Ιαπωνίας κι ο πιο πετυχημένος Ιάπωνας συγγραφές στον ευρύτερο κόσμο. Μετά το «Νορβηγικό Δάσος», το οποίο έγραψε το 1987, ένα βιβλίο που έχει χαρακτηριστεί «η γιαπωνέζικη εκδοχή του Φύλακα στη Σίκαλη» η φήμη του πήρε τέτοια μορφή ώστε ένιωσε την ανάγκη να εγκαταλείψει την πατρίδα του, μία χώρα της οποίας η παράδοση και –κατά τη γνώμη του- ο κομφορμισμός δεν συμφωνούσαν με τις δικές του θεωρήσεις. Ενώ γύρισε στην Ιαπωνία μετά το σεισμό του Κόμπε παρέμεινε ένας συγγραφέας που έχει σμιλευτεί από την παράδοση ξένων χωρών – ειδικά της Αμερικής. Αυτό, σε συνδυασμό με την συνεχή του προσπάθεια να διαχωρίσει τη θέση του από τις παραδοσιακές συγγραφικές νόρμες της Ιαπωνίας, έχει προκαλέσει κύμα πωλήσεων σε σχεδόν όλες τις χώρες που διαβάζεται λογοτεχνία.

Αν αναρωτιέστε «γιατί τόσος ντόρος γύρω από αυτό το όνομα», ίσως αυτό το ντοκιμαντέρ σας δώσει την απάντηση:

Ο Νώε, ο πολιτισμός και η αγάπη στην πιο ιδιόμορφη «ιστορία» του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια

$
0
0

Μπορεί να υπάρξει ιστορία του κόσμου στην οποία να μην περιλαμβάνεται αυτό που λέμε αγάπη; Τι είναι η καρδιά; Είναι σημαντική - και πόσο; Κυρίως: είναι αυτό που πιστεύουμε; Ο συγγραφέας Μπαρνς στρέφεται στην επιστήμη και την κοινωνιολογία, κυρίως όμως στην Ποίηση, η οποία τον οδηγούν σε συμπεράσματα που συνοψίζονται στους στίχους: «πρέπει ν’ αγαπάμε αλλήλους ή να πεθάνουμε», γιατί «αυτό που μένει από μας είναι η αγάπη»

Στην Αγγλία και στις ΗΠΑ ο Τζούλιαν Μπαρνς θεωρείται περισσότερο ευρωπαίος παρά βρετανός συγγραφέας. Όχι μόνο γιατί η λογοτεχνική παράδοση της ηπειρωτικής Ευρώπης υπήρξε αποφασιστική στη διαμόρφωση του συγγραφικού ύφους του, αλλά και επειδή η ενσωμάτωση δοκιμιακών στοιχείων στις αφηγήσεις του κυριαρχεί στα σημαντικότερα βιβλία του, ιδίως στον Παπαγάλο του Φλομπέρ (το κορυφαίο του, κατά τη γνώμη μου) και στην Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια.Το δεύτερο είναι το πιο φιλόδοξο μυθιστόρημά του - αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε μυθιστόρημα. Πρόκειται για έντεκα αφηγήσεις που διατηρούν την αυτονομία τους αλλά συνδέονται μεταξύ τους στο επίπεδο των ιδεών και της κοσμοαντίληψης.

Έντεκα «Κιβωτοί»
Βασικό θέμα εδώ είναι ο μύθος του Νώε και του Κατακλυσμού, όπως όμως παρουσιάζεται στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Ο λαθρεπιβάτης».
Κατά τον Μπαρνς, όταν ο Νώε έβαλε στην Κιβωτό όλα τα ζώα, απέκλεισε εκείνα που θα την έθεταν σε κίνδυνο - και πρωτίστως τους ξυλοφάγους.
Αλλά ένας από αυτούς μπαίνει λαθραία στην Κιβωτό και σώζεται μετά τον Κατακλυσμό για να μας πει την ιστορία: ότι λ.χ. η Κιβωτός δεν ήταν ένα πλοίο, αλλά ολόκληρος στολίσκος, ότι ο Νώε ήταν ένας σατράπης, ότι αυτός, η οικογένεια και το πλήρωμά του τρέφονταν με τα ζώα της Κιβωτού κ.λπ., κ.λπ.
Σε αυτή την πρώτη ιστορία διαπιστώνουμε ό,τι και στις υπόλοιπες: ότι ο πραγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι το πλοίο σε διάφορες εκδοχές του.Στους «Επισκέπτες» λ.χ. (το δεύτερο κεφάλαιο) έχουμε τη μυθιστορηματική μεταφορά ενός πραγματικού γεγονότος, της κατάληψης από παλαιστίνιους τρομοκράτες του κρουαζιερόπλοιου «Ακίλε Λάουρο» το 1985, ενώ το τέταρτο, «Η επιζήσασα», μας παραπέμπει στην πυρηνική έκρηξη του Τσερνόμπιλ. (Εδώ η πρωταγωνίστρια καταφέρνει να ξεφύγει από τον τόπο της πυρηνικής καταστροφής πάνω σε μια βάρκα.) Στο κεφάλαιο αυτό υπάρχει μια φράση που μας λέει και τι ορίζει την αφηγηματική τεχνική του Μπαρνς: «Μυθοπλασία. Κρατάς μερικά πραγματικά γεγονότα και υφαίνεις γύρω τους μια νέα εκδοχή». (Και, αλήθεια, αυτό είναι η πεζογραφία: μια νέα ή μια άλλη εκδοχή του πραγματικού.)

Στο πέμπτο κεφάλαιο, «Το ναυάγιο», έχουμε ένα διπλό κοίταγμα στην ιστορία που ενέπνευσε τον πίνακα του Ζερικό «Η σχεδία της Μέδουσας».
Στο πρώτο μέρος του ο Μπαρνς αφηγείται τα συμβάντα, ενώ στο δεύτερο αναλύει τον πίνακα και τη σχέση του μαζί τους, για να συμπεράνει ότι η αισθητική αναπαράσταση απιστεί στην πραγματικότητα, αφού κατά κάποιον τρόπο αφαιρεί μέρος από την τραγικότητά της.

Διακειμενικό βιβλίο
Το μυθιστόρημα επιδέχεται πολλές διακειμενικές αναγνώσεις.Δεν θα συνιστούσα, εν τούτοις, στον αναγνώστη να αρχίσει να το διαβάζει έχοντας κάτι τέτοιο κατά νου. Απαιτεί βέβαια ένα επαρκές πολιτισμικό υπόβαθρο ώστε το αόρατο νήμα που συνδέει έντεκα φαινομενικά ανεξάρτητες μεταξύ τους ιστορίες, μύθους, επινοήσεις του συγγραφέα και πραγματικά γεγονότα, να καταστεί εμφανές - και αυτό συμβαίνει πολύ σύντομα, σχεδόν μετά τις πρώτες 40 σελίδες.
Από ένα τέτοιο βιβλίο, όπου σε κάθε κεφάλαιο έχουμε διαφορετικό αφηγητή, δεν θα μπορούσε να λείπει εκείνο που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν understatement, δηλαδή η σκόπιμη υποβάθμιση ή ακόμη και η ειρωνική εκδοχή των γεγονότων και των καταστάσεων. Υπάρχει στην «Παρένθεση»(το «μισό» κεφάλαιο), η οποία μεσολαβεί ανάμεσα στο όγδοο και το ένατο. Διάλειμμα 35 σελίδων, αγαπητοί αναγνώστες (τόσες καταλαμβάνει στην ελληνική έκδοση). Διότι εδώ μιλάει ευθέως ο Τζούλιαν Μπαρνς ως Τζούλιαν Μπαρνς - και μας το λέει. Είναι όμως ο ίδιος ή μια φενάκη του; Διαλέγετε και παίρνετε.

Το ερώτημα που υποβάλλει όμως είναι κρίσιμο - και αναπάντητο: Μπορεί να υπάρξει ιστορία του κόσμου στην οποία να μην περιλαμβάνεται αυτό που λέμε αγάπη; Τι είναι η καρδιά; Είναι σημαντική - και πόσο; Κυρίως: είναι αυτό που πιστεύουμε; Ο συγγραφέας Μπαρνς στρέφεται στην επιστήμη και την κοινωνιολογία, κυρίως όμως στη λογοτεχνία. Και όχι στην πεζογραφία, αλλά στην ποίηση.

Οι ποιητές χειρίζονται αυτό το θέμα καλύτερα από τους πεζογράφους,λέει. Και χρησιμοποιεί δύο παραδείγματα από τη χώρα και τη γλώσσα του: τον στίχο «Πρέπει να αγαπούμε αλλήλους ή να πεθάνουμε»από το διάσημο ποίημα «1η Σεπτεμβρίου 1939» (ημέρα που άρχισε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος) του Γ. Χ. Οντεν και τον αντίστοιχο αλλά ανόμοιο «Αυτό που μένει από μας είναι η αγάπη» στον οποίο καταλήγει το ποίημα «Ένας τάφος των Αραντέλ» του Φίλιπ Λάρκιν.
Τι σχέση έχει όμως ο δύσθυμος και σχεδόν ερμημίτης και μισάνθρωπος Λάρκιν με τον κοινωνικότατο Οντεν; Ακόμη, όταν λέμε ti amo στα ιταλικά και je t' aime στα γαλλικά εννοούμε άραγε το ίδιο πράγμα; Αυτή όμως είναι η δύναμη της λογοτεχνίας: να μεταμορφώνει τον κόσμο και να δημιουργεί το πεδίο όπου συγκλίνουν τα ανόμοια. Τα αισθήματα και η πραγματικότητα η ίδια είναι άρρηκτα δεμένα με το μέσο και τη μορφή με την οποία τα εκφέρουμε.
Πέρα όμως από αυτό, ειδικά για το πρωταρχικό αίσθημα της αγάπης, εκείνο που μπορούμε να πούμε είναι πως η ύπαρξή του αποδεικνύει ότι η ανθρώπινη συνθήκη είναι πάνω απ' όλα - αφού εκφράζει και υποτάσσει τα πάντα: «Τη νύχτα μπορεί κανείς να αψηφίσει τον κόσμο. Μάλιστα, όπως σας το λέω, μπορεί να γίνει, μπορούμε να υποτάξουμε την ιστορία»λέει ο Μπαρνς την ώρα που βρίσκεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι, δίπλα στη γυναίκα που αγαπά. Σε παρόμοιο συμπέρασμα καταλήγουμε και εμείς ολοκληρώνοντας της ανάγνωση αυτού του ειρωνικού και πικρού μυθιστορήματος.
Η Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια δεν είναι πρόσφατο βιβλίο. Πρωτοεκδόθηκε το 1989 στην Αγγλία από τις εκδόσεις Jonathan Cape και στις ΗΠΑ από τον Knopf. Στα ελληνικά πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός το 1997 σε μετάφραση Δημοσθένη Κούρτοβικ. Στη νέα αυτή έκδοση από το Μεταίχμιο η μετάφραση είναι του Θωμά Σκάσση. Και οι δύο είναι έμπειροι και καλοί συγγραφείς και μεταφραστές.
[ΠΗΓΗ: Αναστάσης Βιστωνίτης, ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 27 Οκτωβρίου 2012]

Αλεξάνδρα Μπακονίκα: Ο έρωτας είναι η μυστικιστική πλευρά του εαυτού μας και το αντίδοτο στην ασχήμια που μας περιβάλλει.

$
0
0

Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της δικής της ποιητικής διαδρομής, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα, συνομιλεί με την Ιωάννα Αβραμίδου για τα πρώτα της βήματα, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τη Θεσσαλονίκη. Η ποιήτρια της πόλης της Βορρά μιλάει για το ρόλο του έρωτα στην ποίηση και τη ζωή, για τις επιρροές που δέχτηκε, για τον τρόπο που γράφει και κρατάει «φυλακισμένα» τα ποιήματα της, πριν τα παραδώσει στα χέρια του τυπογράφου. Στη συνέντευξη της Κυριακής, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα μιλάει αποκλειστικά για τους αναγνώστες της Bibliotheque.


Κυρία Μπακονίκα θυμόσαστε υπό ποιες συνθήκες αρχίσατε να νοιώθετε την ανάγκη να εκφραστείτε ποιητικά;
Αυτήν την ανάγκη την ένιωσα στην εφηβεία μου με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, αλλά και με τους δυνατούς έρωτες εκείνης της εποχής. Παράλληλα με τα αξέχαστα εκείνα ειδύλλια είχα απορροφηθεί διαβάζοντας τους εξαίσιους στίχους του Καβάφη, καθώς και τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, ιδιαίτερα δε με είχε εντυπωσιάσει ο αισθησιασμός στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο», το οποίο διάβαζα όχι μόνο μία αλλά και περισσότερες φορές. Από την εφηβεία ακόμη είχα έντονη την τάση για στοχασμό και ενδοσκόπηση. Με χαρακτήριζε μια έντονη, επιτακτική περιέργεια να καταλάβω σε βάθος τους μυστικούς κώδικες της ζωής και του κόσμου. Η τάση και η ανάγκη μου για μοναχικότητα, στοχασμό, αλλά και οι φορτισμένες ερωτικές εμπειρίες της εποχής με οδηγούσαν να εκφραστώ ποιητικά.
Πάντως για να ασχοληθώ με αφοσίωση και ολοκληρωτικά στη ποίηση ήταν κάτι που έγινε αργότερα. Φοιτούσα στη Ιατρική Σχολή του Α.Π. Θ και ξαφνικά στο δεύτερο έτος κατάλαβα ότι δεν ήθελα να συνεχίσω. Διέκοψα τις σπουδές μου και στη συνέχεια παντρεύτηκα. Για βιοποριστικούς λόγους άρχισα να εργάζομαι ως καθηγήτρια Αγγλικών έχοντας το πτυχίο της επάρκειας στη γλώσσα. Μερικά χρόνια πριν φτάσω τα τριάντα ένιωθα ότι έπρεπε να βρω έναν τρόπο για να διοχετεύσω την ανάγκη μου να εκφραστώ, να προχωρήσω σε μια υπέρβαση του εαυτού μου μέσω της ποιητικής δημιουργίας. Ακόμη θυμάμαι σαν τώρα εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα που έδωσα την υπόσχεση στον εαυτό μου να βουτήξω στον δύσκολο, αλλά και μαγευτικό κόσμο της ποίησης.

Πότε δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά ποιήματά σας;
Τα πρώτα μου ποιήματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Διαγώνιος» του Ντίνου Χριστιανόπουλου το 1983. Αν δεν κάνω λάθος θα πρέπει να ήταν το προτελευταίο τεύχος πριν οριστικά κλείσει αυτό το εμβληματικό όντως περιοδικό της Θεσσαλονίκης, που άφησε ιστορία για την υψηλή του ποιότητα από κάθε άποψη.

Υπήρξε κάποιος (α) ποιητής (ήτρια) που είχε διαβάσει πριν τα ποιήματά σας και σας είχε βοηθήσει; Αν ναι, ήταν πολύτιμες οι παρατηρήσεις του (της) για την μετέπειτα εξέλιξή σας;
Ο πρώτος και μοναδικός ποιητής που διάβασε τα ποιήματά μου ήταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Μέσω μιας εκλεκτής οικογενειακής φίλης που γνώριζε καλά τον Χριστιανόπουλο, γιατί ήταν συμμαθήτριά του από το Δημοτικό, τα ποιήματά μου έφτασαν στα χέρια του ποιητή. Αν και πολυάσχολος, απάντησε σχετικά σύντομα, κάτι που μου έδωσε μεγάλη χαρά. Θυμάμαι ότι πριν με συναντήσει είχε ρωτήσει την κοινή φίλη μας αν διάβαζα Αμερικανική λογοτεχνία και συγκεκριμένα Σύλβια Πλαθ, γιατί διέγνωσε επιρροές στους στίχους μου. Πιθανόν σε αυτό το συμπέρασμα να τον οδήγησε το κάπως πεζολογικό ύφος μου, το οποίο όμως προερχόταν από τον Καβάφη κι όχι από την Αμερικανική ποίηση, που διόλου δεν ήξερα τότε. Με κάλεσε στο γραφείο του, που ένα μέρος της ήταν και η Γκαλερί Διαγώνιος. Έπαιρνε ένα ένα τα ποιήματά μου και τα έκανε φύλλο και φτερό. Ανέλυε και έκανε υποδείξεις επί μακρόν, εστίαζε και στην παραμικρή λεπτομέρεια, σε λέξεις, σε σημεία στίξης. Εντυπωσιάστηκα με την φοβερή άνεση λόγου που είχε, καθώς και για το γεγονός ότι ο χρόνος, οι ώρες κυλούσαν κι εκείνος συνέχιζε. Ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη και χαρά πήρα όταν προς το τέλος μου είπε ότι τα ποιήματα θα έπαιρναν σειρά για να εκδοθούν από τις εκδόσεις της «Διαγωνίου». Τότε ακριβώς κατάλαβα γιατί ξόδεψε τόσο χρόνο για μένα. Μου είπε να ξαναδουλέψω τα ποιήματα λαμβάνοντας υπόψη μου τις υποδείξεις του και διορθωμένα να του τα επιστρέψω. Οι υποδείξεις του- κάτι που το κρατάω σαν κόρη οφθαλμού από τότε- συμπυκνώνονταν σε δύο κύρια στοιχεία: την οικονομία στο λόγο και την προσοχή για απόδοση σε ένα μόνο δυνατό θέμα στο ποίημα-όχι πολλά θέματα μαζί που αποδυναμώνουν τον συγκινησιακό πυρήνα του και το καθιστούν άνευρο.

Σε αντίθεση με άλλους ποιητές της γενιάς σας που θεωρούνται σκοτεινοί κι ερμητικοί, τη δική σας ποίηση τη χαρακτηρίζει η σαφήνεια και η καθαρότητα του στίχου, το σχεδόν στακάτο ύφος, η μικρή φόρμα (σπανίως ή και καθόλου δεν έτυχε να διαβάσω δικά σας μακροσκελή ποιήματα), η παντελής έλλειψη λυρισμού και μια τάση προς την ψυχρή, πεζολογική καταγραφή γεγονότων. Πώς καταλήξατε να γράφετε σ’ αυτό το ύφος, ποιες ήταν οι επιρροές σας; Ποιοι ήταν οι ποιητές από τουςοποίους επηρεαστήκατε;
Όντως ανήκω στη ρεαλιστική σχολή και όχι στη λυρική. Μου αρέσει η σαφήνεια, η καθαρότητα, η διανοητική ανάλυση των καταστάσεων, η απροσχημάτιστη εκ βαθέων εξομολόγηση, η τολμηρή έκθεση των πιο μύχιων συναισθημάτων μου με μια έκφραση καθημερινού και γιατί όχι πεζολογικού λόγου. Αυτό προέκυψε λόγω ιδιοσυγκρασίας και χαρακτήρα, αλλά επίσης κι από άλλους, επιπλέον λόγους. Πάλι στην εφηβεία μου είχα φοβερά, τραυματικά βιώματα τα οποία δεν μπορώ να αναφέρω, είναι ιδιαιτέρως πολύ προσωπικά. Και βέβαια, δεν μπορώ να παραλείψω το επίσης τραυματικό βίωμα όταν εγκατέλειψα την Ιατρική Σχολή, γιατί ήταν μια απόφαση που με σημάδεψε από πολλές απόψεις και δημιούργησε πολλές προστριβές με το οικογενειακό μου περιβάλλον. Τα πολλά και διάφορα, τραγικά θα έλεγα, βιώματά μου με έψησαν από πολύ νωρίς στις δυσκολίες της ζωής. Με προετοίμασαν να βλέπω τη δραματικότητα που μας διαποτίζει, με κατεύθυναν να θέλω να εκφράσω αυτή τη δραματικότητα και το τραγικό για μένα στη ποίηση αποδίδεται καλύτερα με τη ρεαλιστική γραφή και όχι με τη λυρική. Ασφαλώς είναι και οι επιρροές μου από τους ποιητές που καίρια με θέλγουν, όπως ο Καβάφης, ο Χριστιανόπουλος και οι Αρχαίοι Έλληνες λυρικοί όπως Σαπφώ, Αρχίλοχος, Αλκαίος, Ανακρέων και όλοι οι θαυμάσιοι ποιητές της Παλατινής Ανθολογίας.

Θεωρείστε η κατεξοχήν ερωτική ποιήτρια της Θες/νίκης. Πώς λειτουργεί ο έρωτας στην ποίησή σας; Είναι μήπως αφορμή για να διερευνήσετε άλλες πτυχές της ανθρώπινης κατάστασης; Να διερευνήσετε ίσως τους δικούς σας εσωτερικούς λαβυρίνθους και κατ’ επέκταση του Άλλου; Να κατεβείτε όσο βαθύτερα γίνεται στα ενδόμυχα της ύπαρξης;
Για μένα ο έρωτας είναι η ουσία της ζωής, έχει θεμελιώδη, πρωταρχική σημασία. Διαμορφώνει το χαρακτήρα, τις σκέψεις και τις αντιδράσεις μας, τη σχέση με τον εαυτό μας και τους άλλους. Πλάθει το συνειδητό και ασυνείδητο μέρος του είναι μας. Είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο εκούσια ή ακούσια περιστρεφόμαστε επίμονα μια ζωή. Η μυστικιστική πλευρά του εαυτού μας, που είναι και η πιο συνταρακτική, διυλίζεται και περνάει από το χώρο του έρωτα. Για μένα ο έρωτας είναι το αντίδοτο για να αντέχω την ασχήμια και την αθλιότητα που συναντώ τριγύρω μου. Αντίδοτο που δίνει νόημα στη ζωή μου και μέγα στήριγμα για να κτίσω την τέχνη μου. Ο έρωτας έχει άπειρες όψεις, διαμορφώνει άπειρες καταστάσεις. Είναι ένα πεδίο από το οποίο μπορώ να εμπνευστώ για να φωτίσω ποικίλες πλευρές των ανθρώπινων σχέσεων και χαρακτήρων. Μοιάζει με ένα παρθένο κοίτασμα από το οποίο μπορώ να αντλώ ανεξάντλητα. Και βέβαια, από το ερωτικό στοιχείο στο έργο μου δεν απουσιάζει η σωματική, η τολμηρά ηδονιστική, αλλά και η τρομερά τραγική του διάσταση.

Υπάρχουν ποιητές, που πριν δώσουν στη δημοσιότητα ένα ποίημα, το δουλεύουν πολύ καιρό, αφαιρούν συνεχώς έως ότου απομακρύνουν τα περιττά στολίδια για να φτάσουν σε ένα βαθμό μεγάλης λιτότητας των εκφραστικών τους μέσων. Άλλοι γράφουν με μεγαλύτερη ευκολία, με μια μονοκοντυλιά, προκύπτει ένα ποίημα. Εσείς πώς δουλεύετε κυρία Μπακονίκα;
Συμβαίνει ποιήματά μου να βγαίνουν με μια μονοκονδυλιά κι άλλα να τα παιδεύω μέχρι να φτάσω σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο επί μήνες και καμιά φορά επί χρόνια. Είμαι εξαιρετικά προσεκτική ώστε το ποίημα να αποκτήσει την τελειότερη μορφή του. Χρησιμοποιώ μια μέθοδο που νομίζω ότι αποδίδει. Τα ποιήματα δεν εκδίδονται αμέσως, μένουν στο συρτάρι μου πάνω από τρία χρόνια πριν πάνε στο τυπογραφείο. Μέσα σε αυτό το διάστημα τα ξαναβλέπω κατά διαστήματα πολλές φορές. Ο καλύτερος βοηθός μου για να τα κρίνω και να τα αποτιμήσω είναι ο χρόνος. Γιατί ο χρόνος με βοηθάει να τα δω αντικειμενικά και από απόσταση. Να αποφασίσω αν αξίζουν για το συγκινησιακό περιεχόμενο και για τη συμπυκνωμένη, λιτή μορφή τους.

Στην ποίησή σας, υπάρχει μια υφέρπουσα ειρωνεία. Σαν να παρατηρείτε ψυχρά και εκ του μακρόθεν τις ερωτικές σχέσεις με ένα πικρό χαμόγελο που υποδηλώνει την τραγική κατάληξη όλων των ερωτικών σχέσεων. Θέλω να πω, πως διαβάζοντας ποιήματά σας, έχω την αίσθηση ότι δεν μιλάτε για πράγματα βιωμένα αλλά τα καταγράφετε ως εξωτερικός παρατηρητής. Σωστά; Πείτε μου αν κάνω λάθος;
Τα περισσότερα ποιήματά μου είναι βιωματικά, που σημαίνει ότι είτε τα έζησα εγώ η ίδια είτε τα άκουσα να συμβαίνουν σε άλλους. Δεν επινοώ ούτε φαντάζομαι το περιεχόμενο των ποιημάτων μου, βέβαια, σε μερικά σημεία, σε κάποιες λεπτομέρειες από ανάγκη τα τροποποιώ σε σχέση με την πραγματικότητα, γιατί αυτό απαιτεί η αισθητική ολοκλήρωση τους. Η ειρωνεία και η ψυχρή αποστασιοποίηση όντως υπάρχει στο έργο μου, είναι εργαλεία, δομικά συστατικά, είναι το δικό μου ιδιαίτερο πλησίασμα, η υποδόρια τεχνική μου για να πετύχω το στόχο μου, και ο στόχος μου είμαι το ποίημα να φέρνει ακαριαία και βαθιά συγκίνηση στον αναγνώστη.

Ασχολείστε καθόλου με την πολιτική; Ποια είναι η άποψή σας για την κρίση που διανύουμε, κρίση όχι μόνο οικονομική, αλλά πρωτίστως πολιτισμική, ηθική, αξιακή. Παρά την κρίση όμως, κάθε χρόνο έχουμε πληθώρα τυπωμένων βιβλίων ποίησης, πιστεύετε ότι η ποίηση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο;
Η πολιτική και όχι ο κομματισμός με ενδιαφέρει, γιατί είναι κάτι που διαμορφώνει και επηρεάζει όχι μόνο τη δική μου ζωή, αλλά και ολόκληρη την κοινωνική ζωή. Η τέχνη έχει άμεση σχέση με την κοινωνία, απευθύνεται στην κοινωνία και συγχρόνως παίρνει μηνύματα από την κοινωνία. Τα πράγματα είναι αλληλένδετα. Ποια αξία έχει ένα έργο τέχνης κλεισμένο στο συρτάρι μας; Το ενδιαφέρον μου για την πολιτική, για τη σωστή και υγιή πολιτική(αν αυτό μπορεί κάποτε να κατορθωθεί στον τόπο μας) είναι το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο και τις γενιές που θα ακολουθήσουν. Σχετικά με την κρίση που διανύουμε νομίζω ότι είναι πολυδιάστατη. Σαφώς κρίση οικονομική, είμαστε μια χώρα με διαλυμένο παραγωγικό ιστό, δεν παράγουμε σχεδόν τίποτα, ακόμα και καρφίτσες εισάγουμε. Όταν δεν παράγεις πώς θα ζήσεις χωρίς πλεόνασμα; Κρίση πολιτική, γιατί το πελατειακό κράτος, η αναξιοκρατία, ο κομματισμός και η γραφειοκρατία μας έφεραν σε απόλυτο τέλμα. Κρίση ηθική γιατί το χρήμα έγινε η ύψιστη αξία για τον Έλληνα στα χρόνια της μεταπολίτευσης και η διαφθορά σε όλα τα επίπεδα έγινε καθημερινή τακτική. Η δε παιδεία μας είναι μια θλιβερή υπόθεση. Γενικά έχουμε πιάσει πάτο κι αν δεν ανεβούμε κάποτε είμαστε καταδικασμένοι. Νομίζω ότι η εποχή μας είναι άκρως υλιστική, και η ποίηση δεν σώζει τον κόσμο. Η ποίηση απευθύνεται σε μια μικρή μειοψηφία, σε μια δυναμική όμως μειοψηφία, έτσι ήταν πάντοτε. Στο βαθμό που της αναλογεί, αυτή η μειοψηφία δίνει μια ποιότητα και μιαν ανάσα στην ασχήμια και τη βαρβαρότητα που αντικρίζουμε γύρω μας.

Πώς νοιώθει ένας ποιητής σήμερα που για να φτάσει η ποίησή του στον αναγνώστη, πρέπει να είναι καλωδιωμένος στο Ίντερνετ;
Δεν έχω τίποτα εναντίον του Ίντερνετ, είναι ένα μέσο το οποίο βοηθάει τη διάδοση του ποιητικού έργου. Πόσο μάλλον που η ποίηση παραμερίζεται και αποσιωπάται από κριτικούς και έντυπα και οι ποιητές αναγκάζονται να πληρώνουν τα έξοδα για την έκδοση των συλλογών τους. Το θεωρώ τιτάνιας αντοχής έργο να είναι κανείς ποιητής στις μέρες μας. Επομένως μπορούμε να πούμε ότι το διαδίκτυο είναι ένα καλό βήμα και εφαλτήριο για τη διάδοση της ποίησης, δεν έχω τίποτα εναντίον του
[ΠΗΓΗ: BibliothequeΤεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη  http://bibliotheque.gr/?p=6948 ]

Προειδοποίηση προς ματαιόδοξους: όποιος ξέρει, ποτέ δεν κραυγάζει αυτό που ξέρει

$
0
0

ΠΡΟΣΟΧΗ στους ματαιόδοξους, γιατί είναι σχεδόν πάντα πονηροί: είναι πολύ ικανοί στους ελιγμούς και για να κόψουν δρόμο στήνουν παγίδες!

(ανέκδοτο με επιμύθιο):μη βάλεις ποτέ στόχο να ξεπεράσεις αυτούς που βοηθάς ούτε και ν’ αφήσεις να σε υπερτιμούν σαν να ήσουν κάτι εξαιρετικό. Το ότι είσαι στ’ αλήθεια κάτι εξαιρετικό κι αυτή η εμπειρία σημαντική, ισχύει μόνο όταν τη δέχεσαι απ’ έξω προς τα μέσα… Και μην ξεχνάς ότι στην Ιστορία, οι μεγάλες καταστροφές προκλήθηκαν μετά την άνοδο στην εξουσία ανθρώπων που θεωρούσαν τον εαυτό τους σπουδαίο ή μοναδικό. Και τη πολύ μεγαλύτερη ζημιά την έκαναν πάντα κάποιοι που έλεγαν: «Ιδού ποια είναι η αλήθεια» και ποτέ όσοι υποστήριζαν ότι δεν ήξεραν κι όσοι δέχονταν την ανεπάρκειά τους  


Ένα άλογο μέσα στη μπανιέρα (ανέκδοτο από το βιβλίο του ΜΠΟΥΚΑΪ «Από την άγνοια στη Σοφία)
Μια μέρα, καθώς ο φίλος μου ο Εδουάρδο περπατούσε στον κεντρικό δρόμο Σάντα Φε του Μπουένος Άιρες, είδε έκπληκτος μια γυναίκα που προσπαθούσε να σπρώξει ένα άλογο προς το εσωτερικό ενός πολυτελούς κτιρίου. Χωρίς να ο συνειδητοποιήσει, ο φίλος μου στάθηκε εκεί όρθιος να κοιτάζει την παράλογη κατάσταση.
Όταν αντιλήφθηκε την παρουσία του απρόσμενου θεατή, η γυναίκα του είπε: «Σας παρακαλώ κύριε, μπορείτε να βάλετε ένα χεράκι;»
Ο φίλος μου ο Εδουάρδο που είναι, όντως, πολύ ιππότης, πήγε αποφασιστικά κοντά της και τη βοήθησε να χώσει το ζώο στη μαρμάρινη απαστράπτουσα είσοδο του κιρίου.
-«Μια που είστε εδώ», είπε η γυναίκα, «δε με βοηθάτε να το βάλω και στο ασανσέρ;»
Ο Εδουάρδο ανασήκωσε τους ώμους και τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου ώσπου το έβαλε ολόκληρο μέσα στην καμπίνα. Στριμωγμένος δίπλα στα κουμπιά του ασανσέρ, ο Εδουάρδο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δεχθεί την παράκληση της γυναίκας που του έλεγε απ’ την άλλη μεριά του αλόγου:
-«Πατήστε το δώδεκα παρακαλώ».
Όταν σταμάτησε το ασανσέρ, έβαλαν και οι δυο μαζί το άλογο στο πολυτελές διαμέρισμα της κυρίας.
Ο φίλος μου ο Εδουάρδο άρχισε να αισθάνεται άβολα με την κατάσταση. Ένα τέτοιο ζώο πάνω στα αστραφτερά πατώματα, δίπλα στις ταπετσαρίες και στις μπροκάρ πολυθρόνες…
-«Θα με περνάτε για τρελή…» του είπε η γυναίκα.
Ο φίλος μου ο Εδουάρδο είναι, το δίχως άλλο, αληθινός ιππότης. Όμως ψέματα δεν μπορεί να πει:
-«Τρελή… Για να πω την αλήθεια, ναι» της απάντησε.
-«Ας συμφωνήσουμε σε κάτι» του πρότεινε η κυρία. «Αν με βοηθήσετε να το πάω μέσα στο δωμάτιο θα σας δώσω μιαν εξήγηση».
Ο Εδουάρδο ένιωσε να του γυρίζει το στομάχι, αλλά επειδή είναι ιππότης και, επιπλέον, αρκετά περίεργος, δέχτηκε. Μαζί έσπρωξαν το ζώο στο δωμάτιο και συγκεκριμένα στην κρεβατοκάμαρα με το μπάνιο.
Και πιο συγκεκριμένα το έβαλαν μέσα στη μπανιέρα…
Εκεί, η γυναίκα έδεσε αποφασιστικά τα χαλινάρια του ζώου στη βρύση και κάλεσε τον Εδουάρδο για έναν καφέ που τον είχε κερδίσει επάξια.
«Θα σας εξηγήσω» είπε η γυναίκα. «Είμαι παντρεμένη μ’ ένα ξεροκέφαλο και η αλήθεια είναι πως έχω αγανακτήσει πια με τη συμπεριφορά του. Κάθε φορά που του λέω: «Ούγκο, είναι έξι η ώρα», μου απαντάει: «Το ξέρω πως είναι έξι η ώρα». Εγώ επιμένω και του διευκρινίζω: «Στο λέω γιατί έχουμε κανονίσει να πάμε στους Ροδρίγκες». Κι εκείνος μου λέει: «Το ξέρω πως έχουμε κανονίσει να πάμε στους Ροδρίγκες». «Ναι, αλλά σήμερα είναι Παρασκευή κι έχει πολλή κίνηση», προσπαθώ να του εξηγήσω. Κι εκείνος μου λέει όλο ειρωνεία: «Το ξέρω ότι τις Παρασκευές έχει πολλή κίνηση». Μ’ έχει φέρει ως εδώ…
-«Δεν καταλαβαίνω όμως…» είπε ο Εδουάρδο, ο οποίος είναι οριστικά και αμετάκλητα ιππότης.
-«Σήμερα είναι Τρίτη» του εξηγεί η κυρία. «Ο άνδρας μου θα έρθει αργά από το τένις, όπως κάνει πάντα, και θα βιάζεται για να μην αργήσει στην παράσταση του θεάτρου που θέλει πολύ να δει. Θα μπει σχεδόν τρέχοντας απ’ αυτή εδώ την πόρτα, θα βγάλει το πουκάμισο στην τραπεζαρία και το παντελόνι του στο διάδρομο και θα μπει στην κρεβατοκάμαρα… Θα πετάξει τα ρούχα του στο πάτωμα και θα τρέξει να κάνει μπάνιο για να φύγει αμέσως. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα ’χει πεταχτεί έξω γυμνός, με το μπουρνούζι, και θα φωνάζει: «Μαρίααααααααα!!! Είναι ένα άλογο μέσα στη μπανιέρα!!!». Και τότε, θα έχει έρθει η δική μου μεγάλη στιγμή. Θα τον κοιτάξω με ύφος όλο αυτοπεποίθηση και θα του πω:
«Το ξέρωωωωωω ότι είναι ένα άλογο μέσα στη μπανιέρα»
Ο Εδουάρδο σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να πει λέξη. προπαντός, διότι ο Εδουάρδο είναι Ιππότης με γιώτα κεφαλαίο.
Ο αληθινός δάσκαλος ποτέ δεν θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από κανέναν κι από τίποτα. Ζει με τη βεβαιότητα ότι είναι, απλώς, ένας άνθρωπος, ένα απλό ανθρώπινο πλάσμα. Ίσως ούτε καν «προσωπικότητα», ούτε καν «άτομο». Ένα ον ικανό να συμπεριλάβει μέσα του όλο το σύμπαν μαζί με τα αντίθετα και τις αντιφάσεις του, και να τα αποδεχτεί ως μέρος μιας και μόνης αλήθειας.
Έτσι, λοιπόν, κάθε φορά που αληθινά νομίζεις ότι ξέρεις κάτι που μπορεί να φανεί χρήσιμο σε άλλους, βεβαιώσου ότι έχεις βρει μέσα σου το υπέρτατο σημείο μετριοφροσύνης προτού σκεφτείς να το διδάξεις.

Στη μοναξιά του δάσους ξαφνικά πέφτει ένα δένδρο. Δεν υπάρχει κανένα ζωντανό πλάσμα να ακούσει το θόρυβο!
Το σήμερα είναι το Αύριο του παρελθόντος μας:. Μην κλείνεις τα μάτια στο απολύτως προφανές: μπορείς να απολαύσεις μονάχα το παρόν, έστω κι αν το παρόν είναι η πύλη απ’ την οποία μπαίνει ο πόνος των σημερινών απογοητεύσεων
α] ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
«Κανείς δεν ήξερε πως το πρόσωπό μου δεν ήταν αληθινό,και με πόση πανουργία (κι άλλα ταπεινά τεχνάσματα) συγκράτησα αυτή την αμφίβολη προσωπίδα, γιατί απ’ την πρώτη μέρα είχαμε χάσει κιόλας το πιο σημαντικό, κι ήμασταν πάντα τόσο λίγο εδώ, σαν τα χέρια των ζητιάνων που επιστρέφουν τη νύχτα στον παλιό τους κάτοχο, φυσικά, το σπίτι ήταν πάντα κλειδωμένο, μα κι ο άλλος είχε μπει πολύ πριν,
«πρέπει να βγω, σκέφτηκα, αλλιώς είμαι χαμένος»,κι ίσως να το κατόρθωνα, αν δε με πρόδινε το βήμα μου, αυτό το προσεκτικό βήμα των φτωχών, σαν να θέλουν ν’ αποφύγουν το χειρότερο, τόσο σαστισμένο, που ακόμα κι αν δεν υπήρχε ουρανός εμείς εκεί θα πηγαίναμε…»[Τάσος Λειβαδίτης, Σκοτεινή Πράξη (χορικό) 1974]
β] ΑΔΡΑΞΕ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ (carpediem)
«μονάχα όσοι δεν ανέβηκαν ποτέ στο τρένο προς τη σοφία, περνούν τη ζωή τους με την προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος»
γ] «Θάλαττα, θάλαττα» και ΟΥΡΑΝΟ γαλάζιο (γιατί οι όμορφες μικρές στιγμές, τι άλλο μπορεί να σημαίνουν;)
Πολλές φορές στη ζωή σου θα φτάνεις στο ίδιο σταυροδρόμι. Και κάθε φορά θα έχεις να επιλέξεις ανάμεσα στο σεβασμό προς τους άλλους και το σεβασμό προς τον εαυτό σου. Μακάρι να διαλέγεις πάντα το καλύτερο για σένα. Θα είναι μια στάση συνεπής, έστω κι αν φαίνεται στους άλλους ανακόλουθη. «Ένας άνθρωπος που ψάχνει, ξέρει καλά πόσα πολλά δεν ξέρει». 
(υστερόγραφο) Για πολύ καιρό, υπερασπιζόμουν το δικαίωμα να είμαι αντιφατικός.
Έλεγα ότι ήταν λογικό κι αναμενόμενο ν’ αλλάζεις γνώμη, κι ότι σημασία δεν είχε η αντίφαση από μόνη της, αλλά η συνέπεια.
Διαβάζοντας και ακούγοντας τους δασκάλους, έμαθα ότι «συνέπεια» σημαίνει τη «συνέχεια του λόγου», την «κληρονομιά». Μ’ άλλα λόγια, συνεπής σημαίνει πιστός στο παρελθόν, πιστός σ’ αυτό που άλλοι έβαλαν μέσα του.
Τώρα πια δεν πασχίζω να είμαι συνεπής με τη λογική…
Αυτό που θα ήθελα, θα ήταν να εναρμονιστώ, στο μέτρο του δυνατού, με τη λογική και, αν γίνεται… Αν είμαστε συνεπείς προς το παρελθόν μας, τότε είμαστε υποχρεωτικά δεμένοι πάνω του, κι αυτό σημαίνει ότι ζούμε όπως κάποιος απ’ το παρελθόν, κάποιος που υπήρξε κάποτε και μας άφησε τα αχνάρια του.
Ναι, αλλά ίσως τότε εγώ, να μην είμαι πια εγώ
Αν επιμένω να είμαι συνεπής, τότε επιμένω να ζω μια συνεχώς επαναλαμβανόμενη ιστορία, κι αυτό σημαίνει ότι δεν επιτρέπω στη ζωή να μου προσφέρει τίποτα καινούργιο, κι ούτε κι εγώ προσφέρω ποτέ κάτι καινούργιο.
Ο γνώστης είναι κάποιος που ξέρει ποιος είναι ο ίδιος, κι όμως παραδέχεται χωρίς ντροπή ότι δεν μπορεί να προβλέψει τις μελλοντικές του πράξεις, ούτε διαθέτει τα κριτήρια για να αξιολογήσει σωστά τι θα συμβεί στο μέλλον και πως θα αντιδράσει στα γεγονότα.
Η Μάρθα Μόρις διασώζει αυτές τις παραδοσιακές συμβουλές:
Αν μένεις ακίνητος, δεν είσαι πια ποτάμι,
γίνεσαι βάλτος,
και η ζωή δεν κυλά μέσα από σένα.
Τα λουλούδια πάντα θα ανοίγουν την άνοιξη,
αλλά αν δεν ανοίξεις το παράθυρό σου
ποτέ δεν θα μυρίσεις το άρωμά τους.
Τα πουλιά πάντα θα γυρίζουν μετά το χειμώνα,
όμως, αν δε σηκώσεις το βλέμμα σου στον ουρανό,
ούτε που θα το πάρεις χαμπάρι.
Ο ήλιος, σίγουρα, θα βγει αύριο το πρωί,
όμως αν αφήσεις τις πόρτες σου κλειστές
οι ακτίνες ποτέ, μα ποτέ…
δεν θα φωτίσουν το δωμάτιό σου.
Η ζωή είναι μια πάλη ανάμεσα στην επιθυμία μας και την πραγματικότητα που μας επιβάλλεται, αλλά είναι και μια πάλη ανάμεσα στη δική μας συνεπή
ταυτότητα και την αυθεντική αυθόρμητη ύπαρξη.

Όσο ωραίο όνομα κι αν έχει η φυλακή μας κι όσο καλή ζωή κι αν κάνει κανείς φαινομενικά, όταν είναι μέσα… είναι φυλακισμένος! Όποιος ζει σύμφωνα με μια ιδέα που τον περιορίζει, καταλήγει αιχμάλωτος της, έστω κι αν δεν του περνάει ποτέ απ’ το μυαλό να δραπετεύσει – Τάδε έφη ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ στο βιβλίο του «Από την ΑΓΝΟΙΑ στη ΣΟΦΙΑ»

Αργύρης Χιόνης, Τότε ποὺ ὁ Δομίνικος Παναγιωτόπουλος ἀποφάσισε νὰ ζωγραφίσει τὸ Θεό που είναι τα πάντα…

$
0
0

«Εἶ­ναι μα­χαί­ρι καὶ ἀρ­νὶ καὶ πυρ­κα­γιὰ καὶ δάσος καὶ ἔ­ρη­μος καὶ πο­τα­μὸς καὶ σύν­νε­φο καὶ γῆ καὶ κό­κα­λα γυ­μνὰ καὶ γυ­μνὸ κορ­μί... Τὰ πάν­τα»..


Ο ζω­γρά­φος Δο­μί­νι­κος Πα­να­γι­ω­τό­που­λος, ἐ­νῶ μιὰ ζω­ὴ ζω­γρά­φι­ζε νε­κρὲς φύ­σεις, λου­λού­δια σὲ βά­ζα κι ἄλ­λα τέ­τοι­α, μιὰ μέ­ρα, ἔ­τσι, στὰ κα­λὰ κα­θού­με­να, ἀποφάσισε νὰ ζω­γρα­φί­σει τὸ Θε­ό. Καὶ σὰ νὰ μὴν ἔ­φτα­νε αὐ­τό, ἀ­πο­φά­σι­σε ἐ­πί­σης πὼς ὅ­,τι εἶ­χε ζω­γρα­φί­σει μέ­χρι τό­τε ἦ­ταν ἀ­νά­ξιο λό­γου κι ἄ­ξιο νὰ κα­εῖ. Ἔ­ρι­ξε λοι­πὸν στὴ φω­τιὰ ὅ­λες τὶς νε­κρὲς φύ­σεις καὶ τὰ λουλού­δια σὲ βά­ζα κι ὅ­λα τ' ἄλ­λα σχε­τι­κά, ποὺ εἶ­χε φτιά­ξει, καὶ βάλ­θη­κε νὰ σκέ­φτε­ται πῶς νὰ ζω­γρα­φί­σει τὸ Θε­ό.
Τὸ πρό­βλη­μα δὲν ἦ­ταν δι­ό­λου ἁ­πλό, για­τί ὁ Δο­μί­νι­κος Πα­να­γι­ω­τό­που­λος ἦ­ταν κα­λὸς ζω­γρά­φος καὶ δὲν τοῦ πή­γαι­νε νὰ φτιά­ξει ἕ­ναν ἀ­σπρο­μάλ­λη γέ­ρο σὰν τὸν Ἄϊ Βα­σί­λη ἢ κά­τι τέ­τοι­ο.
Ἔ­με­νε λοι­πὸν σι­ω­πη­λός, μέ­ρες ἀ­τέ­λει­ω­τες, μπρο­στὰ στὴν κά­τα­σ­πρη, λεί­α ἐ­πι­φά­νεια τοῦ στο­κα­ρι­σμέ­νου μου­σα­μά του, μὲ μιὰ μό­νο σκέ­ψη νὰ γυ­ρί­ζει μέ­σα στὸ μυα­λό του: «Πῶς εἶ­ναι ὁ Θε­ός;»
Οἱ μέ­ρες ἔ­γι­ναν μή­νας κι ὁ μή­νας μῆ­νες κι ὁ Δο­μί­νι­κος δὲν ἔ­λε­γε νὰ κου­νή­σει ἀ­π' τὴ θέ­ση του, δὲν ἔ­λε­γε νὰ βά­λει ἄλ­λη σκέ­ψη στὸ μυα­λό του.
Τὸ φαΐ ποὺ τοῦ '­φερ­νε μιὰ γριὰ γει­τό­νισ­σα ἔ­με­νε σχεδὸν ἀ­νέγ­γι­χτο. Οἱ φί­λοι του, κα­φε­νό­βιοι καλλιτέχνες, ὅ­πως ἄλ­λω­στε ἦ­ταν κι ὁ ἴ­διος κά­πο­τε, τὸν ἔ­χα­σαν ἀ­π' τὶς πα­ρέ­ες τους. Ἕ­νας δε­σμός, ποὺ πι­θα­νὸν νὰ ὁ­δη­γοῦ­σε στὸ γά­μο, δι­α­λύ­θη­κε. Ἀ­κό­μα κι ἡ γριὰ γειτό­νισ­σα, ποὺ τὸν φρόν­τι­ζε, στα­μά­τη­σε στὸ τέ­λος νὰ πη­γαι­νο­έρ­χε­ται, για­τί φο­βή­θη­κε πὼς τοῦ '­χε στρί­ψει καί, πο­τὲ δὲν ξέ­ρεις τί γί­νε­ται μ' αὐ­τοὺς τοὺς τρε­λοὺς καλ­λι­τέ­χνες.
Μιὰ μέ­ρα, ἕ­νας ζη­τιά­νος χτύ­πη­σε τὴν πόρ­τα του. Μὴν παίρ­νον­τας ἀ­πάν­τη­ση καὶ βρί­σκον­τας ξε­κλεί­δω­τα, μπῆ­κε κι εἶ­δε τὸ Δο­μί­νι­κο νὰ κά­θε­ται, μὲ τὴν πλά­τη γυρι­σμέ­νη πρὸς τὴν πόρ­τα, ἀ­κί­νη­τος μπρο­στὰ στὸ κα­βα­λέ­το του.
«Ὁ Θε­ὸς νὰ σοῦ δί­νει χρό­νια, πα­λι­κά­ρι μου», εἶ­πε Ὁ ζητιά­νος, «δῶ­σε μου μιὰ βο­ή­θεια».
Στὸ ἄ­κου­σμα τῆς λέ­ξης Θε­ός, ὁ Δο­μί­νι­κος βγῆ­κε ἀ­π' τὸν ἱ­ε­ρό του λή­θαρ­γο καὶ στρά­φη­κε πρὸς τὸ γέ­ρο.
«Ἔ­χεις δεῖ πο­τὲ τὸ Θε­ό;»ρώ­τη­σε.
«Συ­νέ­χεια τὸν ἔ­χω ἐμ­πρός μου», ἀ­πάν­τη­σε ὁ ζη­τιά­νος. «Ἀ­κό­μα καὶ τού­τη τὴ στιγ­μὴ πού σου μι­λῶ τὸν βλέ­πω, για­τί ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι τὰ πάν­τα».
«Τὰ πάν­τα...», ἐ­πα­νέ­λα­βε σὰν ἠ­χὼ ὁ Δο­μί­νι­κος.
«Ναί, τὰ πάν­τα», ξα­νά­πε ὁ ζη­τιά­νος.«Εἶ­ναι μα­χαί­ρι καὶ ἀρ­νὶ καὶ πυρ­κα­γιὰ καὶ δά­σος καὶ ἔ­ρη­μος καὶ πο­τα­μὸς καὶ σύν­νε­φο καὶ γῆ καὶ κό­κα­λα γυ­μνὰ καὶ γυ­μνὸ κορ­μί... Τὰ πάν­τα».
«Εἶ­σαι ζη­τιά­νος ἢ σο­φός;» ρώ­τη­σε, γε­μά­τος θαυ­μα­σμό, ὁ Δο­μί­νι­κος.
«Εἶ­μαι Θε­ός», ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ ζη­τιά­νος.
Ὁ Δο­μί­νι­κος πε­τά­χτη­κε τό­τε ἀ­π' τὴ θέ­ση του κι ἔ­πε­σε στὰ γό­να­τα νὰ προ­σκυ­νή­σει ἐ­κεῖ­νον ποὺ τό­σον και­ρὸ ἔψα­χνε τὴ μορ­φή του.
Ὁ ζη­τιά­νος γέ­λα­σε κα­λο­συ­νά­τα. «Δὲν εἶ­πα ὁ Θε­ός», εἶπε, «εἶ­πα Θε­ός, ὅ­πως Θε­ὸς εἶ­σαι κι ἐ­σὺ καὶ οἱ μπο­γι­ὲς καὶ τὰ πι­νέ­λα σου.... Δέ σοῦ '­πα ὅ­τι τὰ πάν­τα εἶ­ναι Θεός; Σή­κω τώ­ρα καὶ δῶ­σε μου μιὰ βο­ή­θεια, για­τί ἔ­χω τρεῖς μέ­ρες νὰ βά­λω Θε­ὸ στὸ στό­μα μου».
Ὁ Δο­μί­νι­κος ὑ­πά­κου­σε κι ὁ ζη­τιά­νος ἔ­φυ­γε εὐχαριστημέ­νος.
Ὅ­ταν ξα­νά­μει­νε μό­νος, ὁ Δο­μί­νι­κος ἄρ­χι­σε νὰ κλαί­ει. Δὲν ἔ­κλαι­γε ἀ­πὸ ἀ­πελ­πι­σί­α οὔ­τε ἀ­πὸ χα­ρά, δὲν κα­τα­λά­βαι­νε κὰν ὅ­τι ἔ­κλαι­γε. Τὰ δά­κρυ­α ἀ­νά­βλυ­ζαν μό­να τους ἀ­π' τὰ μά­τια του.
Ἀ­πὸ τό­τε, ὁ Δο­μί­νι­κος ξα­νάρ­χι­σε νά ζω­γρα­φί­ζει νε­κρὲς φύ­σεις καὶ ζων­τα­νὲς κι ὅ,τι ἄλ­λο τοῦ 'ρχότα­νε στὸ νοῦ νὰ ζω­γρα­φί­σει καὶ πο­τὲ δὲν ξανάκα­ψε τί­πο­τα, για­τί τὰ πάν­τα ἦ­ταν τώ­ρα Θεός.

Πηγή: Ιστορίες μις παλις ποχς (Αγόκερος, θήνα, 1981).
ργύρης Χιόνης (θήνα, 1943-2011). Ποίηση, πεζογραφία, μετάφραση. Συγκεντρωτικκδοση τν ποιημάτων του: φωντς σιωπς. Ποιήματα 1966-2000 (Νεφέλη, θήνα, 2006). Τελευταο του βιβλίο: ,τι περιγράφω μπεριγράφει. Ποίηση δωματίου (Γαβριηλίδης, θήνα, 2010) - αναρτήθηκε στις ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ, Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ (ιστολόγιο για το μικρό διήγημα του λογοτεχνικού περιοδικού ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ - http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Το γαϊδούρι στο παζάρι το κλάνει το άλογο (αλίμονο στη χώρα όπου οι πραγματιστές έχουν τον τελευταίο λόγο)

$
0
0

Η πολιτική μπορεί να είναι τέχνη του εφικτού, αλλά ο πολιτισμός είναι η τέχνη του σκέπτεσθαι. Αυτή την αδυναμία ονομάζω διανοητικό συντηρητισμό τόσο των πολιτικών όσο και των διανοουμένων… «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», βεβαίως, βεβαίως! Πεθαίνει όμως από τα γέλια όταν ακούει απ’ όσους την κυβερνούν να της υπόσχονται τον λιγότερο επώδυνο θάνατο! Το ζητούμενο όμως τώρα είναι να μην αυτοκαταργηθούμε συμβολικά. Το χειρότερο: να μη σφαχτούμε, όχι απλώς πεινασμένοι αλλά και ηλίθιοι

Εφόσον ο Σαμαράς μετά την καισαρική τομή της περασμένης Τρίτης και μετά από τη συνομιλία του με τον Θεό κατέληξε και αυτός στο γνωστό μας δίλημμα περί χάους, καλά θα κάνει ο Κουβέλης να εμμείνει στις απόψεις του. Ο Κουβέλης άλλωστε το υπαινίσσεται: η τρόικα λόγω των εργασιακών θα φύγει από την Ελλάδα με λεφτά, διότι είναι πολλά τα λεφτά και περισσότερα τα εύσημα που θα λάβει από το διεθνές ιδεολογικό χρηματιστήριο του νεοφιλελευθερισμού, ανάλογο με το χρηματιστήριο των Ταλιμπάν.

Το 'χουν ορισμένοι υπο-έλληνες: καραδοκούν και εκμαυλίζουν. Παράδειγμα: οι μαυραγορίτες στην Κατοχή. Κατάφεραν τους Γερμανούς να τους πουλήσουν ακόμη και τα λάστιχα των αυτοκινήτων τους στη μαύρη αγορά.

Δεν αμφιβάλλω ότι και ο Στουρνάρας θα το άκουσε πως πίσω από τα εργασιακά βρίσκεται ο ΣΕΒ και οι τράπεζες. Και γνωρίζει πως το πρόβλημα των τραπεζών επιθυμεί να το λύσει αμέσως ο Σαμαράς. Αυτό όμως που προσποιείται πως δεν ακούει είναι η επισήμανση στις 27.10.2012, του Βloomberg:
«Η λιτότητα καταστρέφει τα φορολογικά έσοδα και επομένως υπονομεύει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα».

Προσωπικά δεν με εξέπληξαν οι δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών τις προάλλες στη Βουλή ότι οι ενστάσεις της ΔΗΜΑΡ είναι «περί όνου σκιάς». Του υπενθυμίζω ότι οι Τούρκοι έχουν μια ευστοχότερη έκφραση για τα γαϊδούρια:«Το γαϊδούρι στο παζάρι το κλάνει το άλογο».

Η εμμονή όμως αυτού του περιζήτητου τεχνοκράτη - που άλλα μάς έλεγε ως πρόεδρος του ΙΟΒΕ - μετατρέπει την οικονομία σε αντικείμενο μιας άδοξης ιεροποίησης.
Το πράγμα θα φανεί όταν πάρουμε τη δόση και η Ελλάδα συνεχίσει να βουλιάζει. Διότι υπάρχει μια σκέψη για την Ελλάδα που υπερβαίνει τη μονομέρεια τόσο του μαρξιστικού όσο και του νεοφιλελεύθερου οικονομισμού. Ή, μάλλον, υπάρχουν σκέψεις που δεν αναφέρονται απλώς στο «αντικείμενό» τους, αλλά αναδεικνύουν και τους μετασχηματισμούς εκείνους οι οποίοι εξηγούν την καλειδοσκοπική τους διάταξη απέναντι στα προβλήματα. Δεν είναι σκέψεις μόνο για την οικονομία, αλλά σκέψεις και για τον τρόπο του σκέπτεσθαι από τον οποίο εξαρτάται η πολιτισμική μας ύπαρξη. Διότι η πολιτική μπορεί να είναι τέχνη του εφικτού, αλλά ο πολιτισμός είναι η τέχνη του σκέπτεσθαι. Αυτή την αδυναμία ονομάζω διανοητικό συντηρητισμό τόσο των πολιτικών όσο και των διανοουμένων. Αλίμονο στη χώρα όπου οι πραγματιστές έχουν τον τελευταίο λόγο.Και αν ως μέλημά τους εμφανίζεται το «να μην πεινάσουμε», ή «να εκπαιδευθούμε», οι άλλοι (αναφέρομαι για παράδειγμα στον τρόπο που «διαβάζει» την Οδύσσειαο Ρόμπερτ Γουίλσον στο Εθνικό Θέατρο) σκέπτονται τον τρόπο για να αναδιπλασιαστούμε. Το ζητούμενο τώρα, δεν είναι ούτε ιδεολογικό, ούτε οικονομικό, ούτε καν υπαρξιακό. Το ζητούμενο είναι να μην αυτοκαταργηθούμε συμβολικά. Το χειρότερο: να μη σφαχτούμε, όχι απλώς πεινασμένοι αλλά και ηλίθιοι.

Στην πρεμιέρα αυτού του εξαιρετικού γεγονότος στο Εθνικό, που αγνόησε ο υπουργός Πολιτισμού, θα μπορούσε κανείς να αντιληφθεί τη «φιλοσοφία» του Ρόμπερτ Γουίλσον (διάβαζε: του Σάμουελ Μπέκετ): «Η γραμμή πάντα συνεχίζεται. Δεν μπορείς να ξεκινήσεις ούτε να σταματήσεις τίποτε. Πρέπει να συνεχίζεις». Άλλως, επί του προκειμένου: «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Πεθαίνει όμως από τα γέλια όταν ακούει απ' όσους την κυβερνούν να της υπόσχονται τον λιγότερο επώδυνο θάνατο
.

[ΠΗΓΗ: Υπο γωνίαν Γιώργου Βέλτσου στο ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 4 Νοεμβρίου 2012]




Πότε θα τελειώσει αυτό που ζούμε;
Δεν έχω άλλη καλύτερη απάντηση σε όσους έχουν αρχίσει να γλείφουν και τα δάχτυλα της απόγνωσης ρωτώντας «πότε επιτέλους θα τελειώσει όλο αυτό;»απότην απάντηση: «όταν τελειώσει και η ζωή σου». Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που έχει αρχίσει. Ποια είναι δηλαδή η αρχή του; Ο Γιωργάκης στο Καστελόριζο; Ο Προβόπουλος να αποκαλύπτει το πραγματικό έλλειμμα; Το χαρτί της απόλυσης; Όλα κουκίδες επάνω στις τεθλασμένες του συλλογικού και ιδιωτικού βίου, μικρά κύτταρα παρόντος στο σώμα της Ιστορίας. Είναι η ζωή σου που άρχισε όταν γεννήθηκες και θα τελειώσει όταν πεθάνεις. Στοιχειώδες.
Δεν υπάρχει γεγονός (ούτε καν πιστωτικό) παρά μόνο ροή. Με ξαφνικές και απότομες καταβυθίσεις βέβαια, όμως η αρχή είναι η πηγή και το φινάλε η θάλασσα. Δεν είσαι το φύλλο αλλά το ίδιο το νερό. Αν δεις μέσα από αυτό το πρίσμα το πέρασμα μας από αυτήν την τραχιά μορφολογία του εδάφους που μας έλαχε να ποτίσουμε, δεν θα περιμένεις γεγονότα-θαύματα να σε λυτρώσουν από γεγονότα-εφιάλτες.

Φιλοσοφίες! Θα πεις. Με κολακεύεις… Οι εντός παρενθέσεως υποζωές δεν έχουν καμμία αξία πέρα από κάποιες ανάγκες ταξινόμησης του ιστορικού χρόνου. Σαφώς και η ζωή μας είναι και θα είναι πολύ διαφορετική μετά το συντριπτικό κάταγμα της κρίσης.
Όμως, πραγματικά αναρωτιέμαι τι θα θεωρούσαμε ως τέλος αυτής της κρίσης. Να πάρουμε πίσω τον ακρωτηριασμένο μισθό μας; Να αποκτήσουμε την αγοραστική δύναμη του 2004; Να μηδενίσουμε την αγωνία για τον επιούσιο; Να μπορούμε πάλι να φανταστούμε το αύριο δίχως να φοβόμαστε πως κάτι θα μας σπάσει τον ύπνο σε χιλιάδες αιχμηρά γυαλιά, αδιάβατα για ξυπόλητους απεγνωσμένους; Και αν γίνουν όλα αυτά, θα σηκωθούμε, θα ξεσκονίσουμε γόνατα και αγκώνες και θα πούμε πως πάμε να συνεχίσουμε την ζωή από εκεί που την αφήσαμε;
Τίποτα δεν αφήσαμε στη μέση. Αυτή είναι η ζωή μας και συνεχίζεται. Με ελαχιστοποιημένες πια τις σιγουριές μας, με την απόλυτη βία της φτώχειας να εξαπλώνεται σαν κακό νέο στην πόλη αλλά και τις επιλογές και τις πιθανότητες να παίρνουν πάντα το μέρος όσων τολμούν να μην υποτάσσονται στα μοιραία. Πόσο μάλλον όταν τα “μοιραία” είναι εργαστηριακά πειράματα που πλασάρονται ως νομοτέλειες.
Γιατί, δεν άνοιξε η γη στα δύο, δεν μας πλησίασε απειλητικά ο ήλιος, δεν συγκρουστήκαμε με την Σελήνη. Έχουμε συγκεκριμένα προβλήματα και θηριώδεις διαφωνίες σε θέματα διανομής πλούτου, δικαιοσύνης, φιλοσοφίας κοινωνικής οργάνωσης.
Αυτά τα δημιουργούν άνθρωποι άρα τα λύνουν και άνθρωποι. 
Και αυτό δεν θα τελειώσει ποτέ
[ΠΗΓΗ: Οδυσσέας Ιωάννου στο Protagon.grΙΣΤΟΡΙΕΣ για να σκέφτεστε διαφορετικά:  http://www.protagon.gr/]

Η πιο πρόστυχη λέξη και το πιο χυδαίο γράμμα είναι καλύτερα και ευγενέστερα από τη σιωπή

$
0
0

Όπως ο αλιεύς μαργαριταριών δένει μια πέτρα στη μέση του και βυθίζεται στον πάτο της θάλασσας για να τα περισυλλέξει, έτσι κι ο καθένας μας πρέπει να οπλίζεται με απάρνηση όλων, να βουτάει στο εσωτερικό του εαυτού του και να αποκτά το μαργαριτάρι του Εαυτού του… Και για να βρει κανείς το μαργαριτάρι αυτό δε χρειάζεται να επιδοθεί σε περίπλοκες πνευματικές ασκήσεις, φτάνει να κοιτάξει μέσα του με ηρεμία

99 ΜΑΘΗΜΑΤΑ για να ξυπνάει το μυαλό,ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ για αναζητητές που κωπηλατούν κι όταν τα νερά κατεβαίνουν ταραγμένα: το εγχειρίδιο αυτό συγκεντρώνει 99 αποφθέγματα του ιδιοφυούς Γερμανού φιλοσόφου και την πρακτική τους εφαρμογή σε οποιοδήποτε περιβάλλον. Από την καθημερινή ζωή μέχρι τον κόσμο των επιχειρήσεων, η φιλοσοφία του Νίτσε είναι σε υψηλό βαθμό αποτελεσματική για να βρίσκει κανείς διέξοδο σε οποιοδήποτε σταυροδρόμι, σε παγίδες και διλήμματα. Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου ανοίγει μ’ ένα αφορισμό του στοχαστή και ακολουθείται από μια σύγχρονη ερμηνεία-κλειδί για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας. Οι 99 πιο καίριες σκέψεις του μεγάλου φιλοσόφου, που μπορούμε να τις αξιοποιήσουμε σε κάθε στιγμή, μας βοηθάνε να σταθμίζουμε τη σημασία των όσων συμβαίνουν γύρω μας, να ανακτούμε το θάρρος, να παίρνουμε αποφάσεις και να ξαναβρίσκουμε τη σωστή πορεία στη ζωή μας!
-4-
Οφείλει κανείς να πληρώσει για την αθανασία, κι οφείλει να πεθάνει πολλές φορές ενώ συνεχίζει να ζει(από το βιβλίο του Άλλαν Πέρσυ: ΝΙΤΣΕ 99 ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Εκδόσεις Πατάκη)


Ο Νίτσε μας υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει ένας μόνο θάνατος κατά τη διάρκεια της ύπαρξης ενός ανθρώπου.  Κατά τη διάρκεια της ζωής, ολοκληρώνουμε φάσεις και είναι χρήσιμο να πεθαίνουμε –συμβολικά- για να μπορούμε να γεννιόμαστε στο επόμενο στάδιο.
Αυτά τα άλματα από τη μια ζωή στην επόμενη, οι φυλές που είναι πιο προσκολλημένες στη γη τα αποκαλούν «διαβατήριες τελετές»,μια στιγμή μετάβασης που ο πολιτισμός μας σήμερα πάει να τη χάσει.
Ο ανθρωπολόγος Ζουζέπ Μαρία Φερίκγκλα σχολιάζει επ’ αυτού: «Η πρώτη κοινωνία,πέρα από θρησκευτικό ζήτημα, ήταν παραδοσιακά μια μυητική τελετουργία: μια συμβολική πύλη που οδηγούσε από την παιδική ηλικία στην εφηβεία.Με την πρώτη κοινωνία των αγοριών, τους αγόραζαν τα πρώτα τους μακριά παντελόνια, κι αυτό τα μεταμόρφωνε πλέον σε μικρούς άνδρες. Συνέπιπτε δε με τις πρώτες άδειες να βγαίνουν έξω μόνα τους, παρόλο που ήταν μονάχα για να αγοράζουν ψωμί. Για τον ίδιο λόγο, ο νονός συνήθιζε να τους ανοίγει έναν τραπεζικό λογαριασμό. Επίσης, κατά την πρώτη κοινωνία, χάριζαν στα παιδιά το πρώτο τους ρολόι, πράγμα που σήμαινε ενήλικο έλεγχο του χρόνου»
Μια καλή άσκηση για να συνειδητοποιήσουμε τις ζωές που υπάρχουν μέσα σ’ αυτήν τη ζωήείναι να καταγράψουμε σ’ ένα χαρτί τις διάφορες φάσεις που ολοκληρώσαμε και αν υπήρξε κάποια διαβατήρια τελετή από τη μια φάση στην άλλη. Κι έπειτα μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας τη μεγάλη ερώτηση: Ποια είναι η επόμενη ζωή στην οποία θα ήθελα να ζήσω;
-5-
Συνδέουμε τη δυστυχία με τόση ευγένεια (σαν να ήταν το να νιώθουμε ευτυχισμένοι σημάδι χυδαιότητας, έλλειψης φιλοδοξίας) που, αν πούμε σε κάποιον «Μα τι ευτυχισμένος είστε!», κατά γενικό κανόνα θα διαμαρτυρηθεί
Δεν είναι κοινοτοπία αν πούμε ότι οι φαινομενικά πιο πρωτόγονοι λαοί εμφανίζουν έναν ζωτικό ρυθμό πιο υψηλό απ’ ό,τι η δυτική κοινωνία του σήμερα.  Πολλοί αναρωτιούνται γιατί αυτοί που δεν έχουν τίποτα, ή σχεδόν τίποτα, μπορούν να είναι σε καλύτερη ψυχική διάθεση από εκείνους που συγκεντρώνουν κοπιαστικά περιουσίες κάθε είδους.
Μήπως η διαμαρτυρία, όπως επισημαίνει ο Νίτσε, είναι διακριτικό του πολιτισμού μας;
Στις τυπικές συζητήσεις σε εργασιακά κέντρα, στα καφενεία και στις τραπεζαρίες, τα παράπονα δεν τελειώνουν: βλέπετε τη δυστυχία στην άνοδο των επιτοκίων, στο κόστος της ζωής, στο θόρυβο και τη ρύπανση που μαστίζει τις πόλεις. Μπορεί να μην κάνουμε τίποτα για να τα διορθώσουμε όλα αυτά, αλλά μας αρέσει να ασκούμαστε στο άθλημα του παραπόνου. Κι αυτό καταλήγει να μεταφράζεται σε άγχος και στρες.
Μια ενδιαφέρουσα επισήμανση: το στρες δεν το δημιουργούν οι εξωτερικές περιστάσειςπου βιώνουμε αλλά η ερμηνεία που δίνουμε στις περιστάσεις αυτές.Ίσως το μυστικό της ευτυχίας να είναι αυτό: να πάψουμε ν’ ανησυχούμε από παράγοντες και στατιστικές που δεν εξαρτώνται από μας και να το ρίχνουμε πιο πολύ στην πλάκα.
-6-
Ο θησαυρός μας βρίσκεται στην κυψέλη της γνώσης μας. Και πάντα προς τα εκεί πηγαίνουμε, αφού είμαστε φτερωτά έντομα της φύσης και συλλέκτες του μελιού του νου
Όπως ο Σοπενχάουερ, έτσι και ο Νίτσε ενδιαφέρθηκε στη νεότητά του για το φάσμα των ανατολικών φιλοσοφιών που συγκλίνουν στην Ινδία.   Κληρονόμος μιας μακράς πνευματικής παράδοσης προσανατολισμένης στο γνωθι σαυτόν, ο Ραμάνα Μαχάρσι υπήρξε ίσως ο τελευταίος μεγάλος γκουρού που εργάστηκε με το όργανο που μας κάνει ανθρώπους: το νου.
Ο Ραμάνα ενθάρρυνε τους μαθητές του να σχηματίζουν την ερώτηση «ποιος είμαι εγώ;».Μόλις έμαθε ότι είχε προχωρημένο καρκίνο, καθησύχασε τους μαθητές του λέγοντάς τους: «Δεν πρόκειται να πάω πουθενά» Πού θα μπορούσα να πάω;»
Ο Νίτσε συγκρίνει την κατάκτηση της νόησης με μια μέλισσαπου πετάει προς την κυψέλη για να πλάσει το πιο αγνό μέλι, ενώ ο Μαχάρσι περιέγραφε με αυτό τον τρόπο το ταξίδι προς το εσώτερο του καθενός: «όπως ο αλιεύς μαργαριταριών δένει μια πέτρα στη μέση του και βυθίζεται στον πάτο της θάλασσας για να τα περισυλλέξει, έτσι και ο καθένας μας πρέπει να οπλίζεται με απάρνηση όλων, να βουτάει στο εσώτερο του εαυτού του και να αποκτά το μαργαριτάρι του Εαυτού του».
Και για να βρει κανείς το μαργαριτάρι αυτό, δεν χρειάζεται να πάει προσκυνητής στην Ινδία ούτε να επιδοθεί σε περίπλοκες πνευματικές ασκήσεις. Φτάνει να κοιτάξει μέσα του με ηρεμία.
-7-
Η πιο πρόστυχη λέξη και το πιο χυδαίο γράμμα είναι καλύτερα και ευγενέστερα από τη σιωπή
Οι περισσότεροι ψυχολογικοί πόλεμοι ξεκινούν από αυτό που δε λέγεται παρά από αυτό που έχει ειπωθεί.  Ας φέρουμε στο νου μας την εξής σκηνή: ο Α θύμωσε με το Β και του έκοψε την κουβέντα από τότε που ο τελευταίος ξέχασε να του ευχηθεί για τα γενέθλιά του. Αρχικά ο Α μπορεί να θέλησε να του πει: «Άκου, μήπως δεν ξέρεις τι μέρα ήταν χθες;», όμως, καθώς η αμέλεια του Β τον πλήγωσε –στην πραγματικότητα ήταν απλώς ένα κενό μνήμης-, αποφάσισε να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα τη σιωπή. Ο Β τελικά θύμωσε με τον Α επειδή έπαψε ξαφνικά να απαντάει στα τηλεφωνήματά του, ενώ τη μοναδική φορά που κατάφερε να του μιλήσει έδειχνε δυσαρεστημένος.
Είναι μια κατάσταση παιδαριώδης, αλλά πολύ πιο συνηθισμένη απ’ ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Πόσα ζευγάρια θυμώνουν από παρεξηγήσεις που κάνουν μέρες ή μήνες να βγουν στο φως; Άραγε, δε βρίσκεται στην έλλειψη επικοινωνίας η  ρίζα πολλών συγκρούσεων που προκαλούνται στη δουλειά;
Το να μη λέμε τα πράγματα εγκαίρως αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα στρες για τους γύρω μας, καθώς δημιουργεί πληθώρα ερμηνειών που καταλήγουν εναντίον μας.
Ο Νίτσε, ο οποίος δεν ήταν βεβαίως από εκείνους που μάλλιαζε η γλώσσα τους, μας διδάσκει ότι είναι καλύτερα να εκφράσουμε αυτό που αισθανόμαστε –ακόμα κι αν δεν βρίσκουμε τα κατάλληλα λόγια – παρά να προσβάλλουμε τον άλλον με τη σιωπή μας.
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΩΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ:Η ψυχολογία και τα φάρμακα δεν αρκούν για να θεραπεύσει κανείς τις «νευρώσεις» του. Τα φάρμακα δεν μπορούν να κάνουν κάποιον να πάψει π.χ. να φοβάται το θάνατο, ενώ σε πολλές περιπτώσεις μπορούν να προκαλέσουν και αντίθετα αποτελέσματα. Όταν βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ψυχικής διαταραχής, μπορούμε πάντα να απλώνουμε χέρι στις πρακτικές εφαρμογές των φιλοσόφων και με οδηγό τη φωτισμένη σκέψη τους ανακαλύπτουμε άγνωστες πτυχές του εαυτού μας   και τραβάμε μπροστά στη ζωή μας. Το πλεονέκτημα της φιλοσοφίας είναι ότι δεν έχει αρνητικές παρενέργειες και μπορεί να μάθει κανείς να μάθει να την χρησιμοποιεί χωρίς αναγκαστικά να έχει προηγούμενη πείρα. Το να σκέφτεται κανείς από μόνος του τείνει να εξαφανιστεί από το μαζικό πολιτισμό κι αυτό υποκίνησε τη δημιουργία φιλοσοφικών καφενείων, στα οποία συγκεντρώνονται άνθρωποι κάθε είδους για να αποφύγουν την αποξένωση. Έτσι, κατάφεραν να ξαναρχίσει  η φιλοσοφία να τροφοδοτεί το μυαλό των ανθρώπων στην καθημερινή τους ζωή. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχουν όρεξη να σκεφτούν, να επικοινωνήσουν και να ξεχάσουν την τηλεόραση για λίγο καιρό. Η ΓΝΩΣΗ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΜΒΑΝΕΙ ΧΩΡΟ. ΑΣ ΒΑΛΟΥΜΕ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ.  

Αρκεί ο άνθρωπος να βρίσκει ένα νόημα στη ζωή του για ξεπερνάει τα περισσότερα από τα προβλήματά του
Το δράμα πολλών ανθρώπων που δεν νιώθουν ικανοποιημένοι από την ύπαρξή τους, είναι ότι δεν έχουν καν σκεφτεί τι είδους ζωή θα ήθελαν να ζήσουν. Και ο πρώτος όρος για να πάψει κανείς να νιώθει χαμένος είναι να ξέρει, τουλάχιστον, πού θέλει να φτάσει (τα τρία πρώτα μαθήματα φιλοσοφίας με ΚΛΙΚ εδώ)

Αργύρης Χιόνης, Το Δούρειον Θήλυ (που όχι μόνο ξύλινο δεν ήταν, αλλά με σάρκα ρόδινη, βελούδινη, κρουστή ένα βασίλειο μόνη της εκπορθεί)

$
0
0

Η αγάπη κάστρα καταλεί, μπεντένια ρίχνει κάτου και παλικάρια του σπαθιού τα ρίχνει του θανάτου (Αγνώστου)

Ήτανε κάποτε δύο βασιλιάδες που βασίλευαν σε όμορα βασίλειακαι, όπως συνήθως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ήθελαν και οι δυο να καταργήσουν τα μεταξύ τους σύνορα, όχι για να συμβασιλέψουν σε ένα μεγαλύτερο βασίλειο, αλλά για να γίνει ο ένας από τους δύο, αφού θα εξολόθρευε τον άλλον , μεγαλύτερος βασιλιάς μεγαλύτερου βασιλείου.


Επόμενο ήταν λοιπόν να βρίσκονται, σχεδόν διαρκώς, σε εμπόλεμη κατάσταση και να διεξάγουν μάχες, που ωστόσο έληγαν πάντα με ισοπαλία,καθότι, καθώς φαίνεται, οι δυο στρατοί τους ήταν ισοδύναμοι. Λέω «σχεδόν διαρκώς» γιατί υπήρχαν και κάποιες περίοδοι ανακωχής ή, αν θέλετε, ειρήνης, όταν αμοιβαίως εξαντλούνταν οι οικονομικοί πόροι και το ανθρώπινο δυναμικό, δηλαδή όταν δεν υπήρχαν πλέον θησαυροί στα θησαυροφυλάκια και στρατιώτες στους στρατώνες των δύο αυτών επιφανών και φιλόδοξων βασιλέων.
Εδώ ωστόσο πρέπει να κάνω μια παρένθεση, για να πληροφορήσω τους αναγνώστες (πράγμα που έπρεπε να είχε γίνει από την αρχή) ότι τα δύο εν λόγω βασίλεια βρίσκονταν στην έξω και μακριά από εμάς εσπερία και στην ακόμη εξώτερη Νήσο Αλβιόνα, άκουγαν δε, το ένα στο όνομα Hornκαι το άλλο στο όνομα Corn.
Η πληροφορία δόθηκε, η παρένθεση έκλεισε, η ιστορία συνεχίζεται.
Σε μια λοιπόν από αυτές τις περιόδους ανακωχής ή, αν θέλετε, ειρήνης ο επιφορτισμένος με τη στρατολόγηση παλλακίδων αυλικός, κόμης Pander, περιπλανώμενος, εν υπηρεσία, με την ακολουθία του, στην κομητεία της Χορνουάλης, έπεσε πάνω σε μια χωριατοπούλα εκπάγλου ωραιότητος, που, με ανασκουμπωμένα μανίκια, μεσοφόρια και φουστάνια, έπλενε μ’ έναν κόπανο στην όχθη ενός ποταμού, ξεμπράτσωτη, γυμνοπόδαρη και ξαναμμένη,σκουτιά, βελέντζες και κιλίμια. Το όνομα αυτής Mayflower
Σκουτιά, βελέντζες και κιλίμια τα πήρε ο ποταμός και την ωραία κόρη Mayflower την πήρε ο κόμης Pander, δώρο για να την πάει στον αφέντη του, τον βασιλιά του Horn, που, όταν τη ρίξανε στα πόδια του, ημίγυμνη, έχασε το μυαλό του απ' τα κάλλη της. Δεν το ’χασε ωστόσο εντελώς, γιατί ήταν πονηρός κι αμέσως είδε ότι στα χέρια του είχε, επιτέ­λους, το όπλο που θ' αφάνιζε τον μισητό εχθρό του, τον βασιλιά του Corn. Χωρίς λοιπόν ούτε στιγμή να χάσει, φώναξε τις κυρίες των τιμών και τους παρέδωσε αυτό το αγριολούλουδο, με τη ρητή εντολή να το μεταμορφώσουνε σε τζοβαϊρι, άξιο να στολίζει στέμμα εστεμμένου. Δήλωσε δε, μαγαλοφώνως, ότι αυτή θα ήταν στο εξής, η ευνοούμενήτου και όποιος ή όποια (και τόνισε ιδιαίτερα αυτό το όποια, γιατί στων θηλυκών τα μάτια είδε να λάμπει κιόλας του φθόνου η φλόγα) επιχειρούσε να πειράξει έστω και μια τρίχα της κεφαλής της, έστω και το πιο μικρό νυχάκι του πιο μικρού δαχτύλου των ποδιών της, θα αντιμετώπιζε την μήνιν της μεγαλειότητος του και την εσχάτη των ποινών.
Ωσάν βρεγμένες γάτες απεχώρησαν, πισωπατώντας, οι κυρίες των τιμών κι οδήγησαν στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της την καινούργια του στέμματος ευνοούμενη.
Την άλλη κιόλας μέρα, άρχισε η μεταμόρφωσή της από αγριολούλουδο σε τζοβαΐρι, άρχισε δηλαδή η διαπαιδαγώγησή τηςκαι, επειδή δεν ήταν μόνο πανωραία αλλά και πανέξυπνη, μέσα σ’ ένα χρόνο μόνο έμαθε να μιλά και να συμπεριφέρεται σαν γεννημένη σε παλάτι, να παίζει μαντολίνο, να άδει μαδριγάλια και, πάνω σε καμβά, περίτεχνα, πουλιά, λουλούδια κι ελάφια να κεντά με σταυροβελονιά. Διδάχτηκε επίσης κι αφομοίωσε (πράγμα πολύ σημαντικό για τους απώτερους σκοπούς του βασιλιά) την τοπική διάλεκτο του Corn.
Ολόκληρο το διάστημα αυτό, επί τριακόσιες δηλαδή εξήντα πέντε νύχτες μόνο μ’ αυτήν κοιμότανε ο βασιλιάς και, την τριακοσιοστή εξηκοστή και έκτη μέρα μάτωσε η καρδιά του όταν, εις ένδειξιν φιλίας και καλών προθέσεων,την έστειλε πεσκέσι στον βασιλιά του Corn. Έτσι 'ναι, βλέπετε, οι βασιλιάδες πάντοτε βάζουν το κοινό συμφέρον πά­νω απ' την προσωπική τους ευτυχία.
Ο βασιλιάς του Corn, σαν είδε το θεσπέσιο θηλυκό, ένιωσε να του λύνονται τα γόνατα και την καρδιά του σαν τρελή να πεταρίζει.Ο ακαριαίος έρωτας τόσο πολύ τον τύφλωσε, ώστε ούτε στιγμή δεν πέρασε από το κεραυνόπληκτο μυαλό του η σκέψη ότι οι προθέσεις του αντιπάλου του μπορεί να μην ήταν τόσο καθαρές. Δεν ήξερε, ο άμοιρος, δεν είχε ως τότε μάθει πως η μεγάλη ομορφιά χέρι με χέρι με το θάνατο βαδίζει. Έτσι, ανυποψίαστος, άνοιξε και στους δυο την αγκαλιά του. 
Λόγια πολλά για να μη λέμε και χρόνο να μη κλέβουμε από την αιωνιότητα, μόλις η Mayflowerδιάβηκε σαν αερικό του παλατιού την πύλη, άλλαξε η τάξη των πραγμάτων κι ήρθαν τα πάνω κάτω στο βασίλειο του Corn. Ο βασιλιάς έπαψε να ασχολείται με τη διακυβέρνηση της χώρας κι άλλο δεν έκανε παρά να διοργανώνει γλέντια, τσιμπούσια και χορούς για χάρη της χαράς του, για της καρδιάς του την καρδιά, όπως ονόμαζε τη νέα ερωμένη του. Στο μεταξύ, αφού τόσο οι στρατηγοί όσο και οι λοιποί αξιωματικοί παίρνανε μέρος στα όργια, εγκατέλειπαν οι φρουροί τα πόστα τους και τα στρατόπεδα οι φαντάροι, σκότωναν οι αγρότες τους φοροεισπράκτορες και οι ληστές σκότωναν τους αγρότες κι άδειαζαν τα κελάρια τους. Όπως καταλαβαίνετε, σύντομα, πολύ σύντομα, είχανε γκρεμιστεί οι τέσσερις πυλώνες που στηρίζουνε συνήθως μια ευνομούμενη κοινωνία: ησυχία τάξη, ασφάλεια και οικονομία.
Ο βασιλιάς του Horn, σαν έμαθε από τους κατασκόπους του, που είχε στείλει επιτόπου, ότι το αχλάδι ήταν έτοιμο να σωριαστεί,με ένα «Αχ!», στο χώμα, εισέβαλε, με έναν μόνο λόχο, στο βασέιλιο του Cornκι έφτασε, δίχως ν’ ανοίξει ούτε ρουθούνι, ως τα ανάκτορα.
Είχε μόλις αρχίσει να χαράζει και, καθώς τις πόρτες τις ξεμπάρωτες άνοιγαν οι στρατιώτες, αντίκρισε ο βασιλιάς στου θρόνου την τεράστια σάλα πάνω σε πάγκους, σε ανάκλιντρα και σε τραπέζια, αλλά και καταγής, κορμιά ανδρών και γυναικών, γυμνά και ημίγυμνα, ατάκτως απ’ τη μέθη και τον ύπνο ερριμένα. Ο χώρος όλος έζεχνε κρασίλα, ξερατά, σπέρμα…
Πήρε μαζί του δυο ακολούθους και, δρασκελώντας τα ημιθανή κορμιά, για το βασιλικό τράβηξε κοιτώνα.Σαν έφτασε εκεί, άφησε έξω, ως φρουρούς, τους άνδρες του, μπήκε αθόρυβα μες το δωμάτιο, αθόρυβα έκλεισε την πόρτα πίσω του και αθόρυβα πλησίασε την κλίνη όπου, ντυμένοι μόνο με τη γύμνια τους, κείτονταν ο βασιλιάς του Corn και η ωραία Mayflower. Δίχως κανένα δισταγμό, χωρίς να πει ούτε μια λέξη, σαν έτοιμος από καιρό, σήκωσε το σπαθί το φονικό και, κατεβάζοντάς το με ορμή πάνω στου κοιμισμένου εχθρού του το λαιμό, αξύπνητο τον έστειλε στον Άδη.
Από το γδούπο που ’κανε η κομμένη κεφαλή, καθώς στο δάπεδο έπεφτε, ξύπνησε αλαφιασμένη η καλλονή. Δεν κράτησε πολύ ωστόσο η ταραχή της… Όταν κατάλαβε τι είχε γίνει, χαμογέλασε, μ’ εκείνο το χαμόγελο που ’λυνε γόνατα και είπε: «Τα καταφέραμε, αγάπη μου, έτσι δεν είναι; Έκανα ό,τι μου ’πες και τα καταφέραμε, έτσι δεν είναι;»

«Ναι , έτσι ακριβώς, αλλά είσαι πόρνη, κεράτωσες το βασιλιά σου, εμένα, το βασιλιά του Horncorn!» της αποκρίθηκε αυτός και ξανασήκωσε το αμείλικτο σπαθί του.

[«Το Δούρειον Θήλυ» θα περιλαμβάνεται σε συλλογή διηγημάτων του Αργύρη Χιόνη που θα κυκλοφορηθεί από τις εκδ. Κίχλη με τίτλο «Έχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες» ]
ργύρης Χιόνης (θήνα, 1943-2011). Ποίηση, πεζογραφία, μετάφραση. Συγκεντρωτικκδοση τν ποιημάτων του: φωντς σιωπς. Ποιήματα 1966-2000 (Νεφέλη, θήνα, 2006). Τελευταο του βιβλίο: ,τι περιγράφω μπεριγράφει. Ποίηση δωματίου (Γαβριηλίδης, θήνα, 2010) - δημοσιεύτηκε ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ 97, Μάιος Ιούνιος Ιούλιος 2012

Στο πηγαιμό για την Ιθάκη: οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες, τα ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, οι Μνηστήρες και το… «ωραίο ταξίδι» της ΔΙΚΑΙΩΣΗΣ μιας προσπάθειας για την έξοδο από την κρίση

$
0
0

Επιμύθιο για τη σημερινή κρίση «ΧΡΕΟΥΣ» από το ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ του Οδυσσέα (αλλά μήπως, τελικά, και με μια έννοια, το πιο μεγάλο εμπόδιο, για να περάσουμε τις «Συμπληγάδες», να γλυτώσουμε από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη»… να σκοτώσουμε έναν-έναν όλους τους «Μνηστήρες»,  είναι μες τη ψυχή μας: «τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου»  



Όταν ο Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη η μεγίστη επιθυμία του είναι ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΠΙΣΩ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ, τον κόσμο που του έκλεψαν.Παρά τη μεγάλη του λαχτάρα, διατηρεί την ανωνυμία του και μεταμορφωμένος σε ζητιάνο από τη ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ, πηγαίνει στο παλάτι ώστε να ελέγξει την κατάσταση και να πάρει τις πληροφορίες που θέλει, υπομένοντας καρτερικά τις προσβολές και την χλεύη των μνηστήρων.

ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΤΟΧΟΥ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΣΤΕΙΡΑ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ.

Γι αυτό το λόγο και είναι ο αγαπημένος της Θεάς ΑΘΗΝΑΣ, της Θεάς που αντιπροσωπεύει τη ΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΣ, τη ΣΟΦΙΑ, την ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. Της Θεάς που μελετά τον εχθρό και τον πολεμά με τα ίδια του τα όπλα.

Όταν όμως, έρχεται η ώρα, όταν τους έχει στριμώξει όλους άοπλους σε ένα δωμάτιο, όταν φανερώνεται πάνοπλος, ΤΟΤΕ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΟΥ. ΚΑΙ ΔΕΝ ΔΕΙΧΝΕΙ ΟΙΚΤΟ, ΓΙΑΤΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΙΟΣ ΤΟΥ, που δημιούργησε με το δικό του ιδρώτα, ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ που οι μνηστήρες καταχράστηκαν και καπηλεύτηκαν μαζί με τη φιλοξενία του οίκου του που τίμησε τον ΞΕΝΙΟ ΔΙΑ.

Ο ισχυρότερος αντίπαλός του είναι ο ΑΝΤΙΝΟΟΣ. Η λέξη μιλά απο μόνη της. Είναι η ΑΝΤΙ-ΝΟΗΣΗ, είναι αυτό που μας κάνουν ΤΩΡΑ, είναι ο τρόπος με τον οποίο θολώνουν τις καταστάσεις και την πραγματικότητα, ώστε ΝΑ ΜΗΝ ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ ΚΑΘΑΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥΝ. Είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την καθυπόταξη και δουλεία του ανθρώπου.
Ο επόμενος αντίπαλος/ κίνδυνος είναι ο ΕΥΡΥ-ΜΑΧΟΣ.Αυτός που μάχεται με κάθε τρόπο, με εύρος, ΜΕ ΚΑΘΕ ΜΕΣΟΝ, ο δεινός και αδίστακτος μαχητής. Ο ΑΜΦΙ-ΝΟΜΟΣ!Αυτός που διαστρεβλώνει το ΝΟΜΟ και την τάξη των πραγμάτων, ο επικίνδυνος γιατί είναι ΕΤΣΙ και ΑΛΛΙΩΣ! Ο ΑΓΕ-ΛΑΟΣ!Αυτός που άγει τον λαό, που τον παρασύρει με την βοήθεια του ΑΝΤΙ-ΝΟΟΥ. Που το μετατρέπει σε ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΗ ΑΓΕΛΗ!

Όπως φαίνεται, μάλλον κανένα όνομα «εχθρού», «παγίδας», «δυσκολίας», δεν είναι δοσμένο στην τύχη:!Όλα τα ονόματα κρύβουν βαθύτατα νοήματα και στο χέρι μας είναι να τα αποκρυπτογραφήσουμε και να διδαχτούμε, ή καλύτερα να συνετιστούμε. Οι πρόγονοί μας μιλούν, ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΜΑΣ ΛΕΝΕ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ, μας λένε ΠΩΣ ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ, μας λένε πως να τινάξουμε τον ζυγό. ΑΡΚΕΙ, ΝΑ ΤΟΥΣ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ!

Και ο Αντίνοος, ο στόχος της πρώτης φονικής βολής του Οδυσσέα. Είναι αυτός ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ να πεθάνει πρώτος.Γι' αυτό, μακριά από την προπαγάνδα των ΜΜΕ. Και τον σκοτώνει ρίχνοντας του το βέλος στο ΛΑΙΜΟ, το ΟΡΓΑΝΟ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ δηλαδή της επικοινωνίας που την χρησιμοποιεί ενάντια στην νόηση των ανθρώπων!

Το ανεμογκάστρι και οι ωδίνες του: η πολιτική μας τάξη έχει προ πολλού περάσει την εμμηνόπαυση

$
0
0

Σαράντα χρόνια δημοκρατία, σαράντα χρόνια κοινοβουλευτισμός και το μόνο καινούργιο που έχει γεννήσει η πολιτική ζωή της χώρας είναι η Χρυσή Αυγή.

Κοινοβουλευτικός Alien, τερατογένεση, πείτε την όπως θέλετε, όμως είναι το μόνο μόρφωμα που ως πριν από πέντε χρόνια ακόμη κανείς, πλην ελαχίστων, δεν μπορούσε να προβλέψει πως θα εκλέξει βουλευτές. Αυτό σκεφτόμουν την περασμένη Τετάρτη, όσο οι κοινοβουλευτικοί μας τσακώνονταν πάνω στο πτώμα της χώρας επί της διαδικασίας. Λογικό θα μου πείτε. Όταν αποσύρθηκε η προδικτατορική πολιτική γενιά, από τον γέροντα Καραμανλή, τον Α. Παπανδρέου, τον Κύρκο και τον Μητσοτάκη, τα έδρανα γέμισαν με παιδιά που είχαν μάθει την πολιτική στις συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων. Άντε και κάνα οικονομικό, άντε και ολίγη νομική για το ξεκάρφωμα που σου επιτρέπει να αγορεύσεις για το Σύνταγμα και την αντισυνταγματικότητα. Και εννοείται «άνεση», την άνεση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας που ξέρεις πως ό,τι και να πεις θα έχει ξεχαστεί, ελέω πολιτικού Αλτσχάιμερ, στα επόμενα πέντε λεπτά.
Το θέαμα ήταν θλιβερό, όταν δεν ήταν κωμικό, το ακρόαμα αντάξιό του.Ειδικά όσοι προσπαθούσαν να διαβάσουν αγορεύοντας ή να αγορεύσουν συλλαβίζοντας, μια και το μάθημα της ανάγνωσης, αν δεν κάνω λάθος, έχει καταργηθεί στην εκπαίδευση ως συντηρητικό. Αντικαταστάθηκε από τη σιωπηρή παπαγαλία. Χαρακτήρες ένας κι ένας, ειδικά οι λεγόμενοι «αντάρτες», οι πολλά υποσχόμενοι, που ξέρουν και αυτοί πως ως την ερχόμενη Δευτέρα θα έχουν ξεχαστεί και οι ανταρσίες τους και οι υποσχέσεις τους. Ωδίνες ανεμογκαστρίου, κραυγές της φαλακρής τους αγωνίας.
Διότι όλος αυτός ο τσακωμός επί της διαδικασίας στηρίζεται στη συναίνεση πως τίποτε καινούργιο δεν πρόκειται να προκύψει από εκεί μέσα.Και στην κυνική συνενοχή τού «όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε».Αρα, αφού δεν έχουμε τίποτα να προτείνουμε, ας προσφέρουμε τουλάχιστον τις αναγκαίες δόσεις της διαδικασίας.

Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες, οι προφήτες και οι σωτήρες δεν ευδοκιμούν στα χώματα του καιρού μας. Κι αν θέλετε, ούτε κι εγώ ούτε κι εσείς περιμένουμε λύσεις. Όμως πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν αισθανόσουν ότι κάποιος, ή κάποιοι, χωρίς να έχουν να σου προτείνουν λύσεις σού μιλούν με ειλικρίνεια, την έστω ρητορική ειλικρίνεια, για να σε πείσουν ότι η αγωνία τους είναι πραγματική και ότι, αν μη τι άλλο, βρίσκονται εκεί για να τη μοιραστούν μαζί σου. Και όχι να χορεύουν γύρω από το τοτέμ της δημοκρατίας εξορκίζοντας δαίμονες, καταστροφές και σωτηρίες. Το επαναλαμβάνω: το κύριο σύμπτωμα της πολιτικής κατάρρευσης είναι ότι έπειτα από σαράντα χρόνια τίποτε καινούργιο δεν έχει γεννηθεί. Σημάδι μιας κοινωνίας φοβικής, κατά συνέπεια άκρως συντηρητικής. Σημάδι μιας παιδείας προσχηματικής. Σημάδια παντού, όπως όταν ακούς πως «μας κλέβουν το μέλλον» και καταλαβαίνεις πως εννοούν «μας έκλεψαν το παρελθόν», το 2006, το 2007 και πάει λέγοντας. Και ο λόγος της Αριστεράς προσφέρεται σαν μεθαδόνη. Της πάλαι ποτέ Δεξιάς είναι, απλώς, ανύπαρκτος. Σημάδι όσο πιο καθαρό γίνεται ο καβγάς για τους υπαλλήλους της Βουλής. Στην πιο κρίσιμη από τις πιο κρίσιμες στιγμές του Κοινοβουλίου ο καβγάς γίνεται για τους υπαλλήλους των κρίσιμων ανδρών.

Ελάτε τώρα. Δεν ζούμε στην εποχή Αβραάμ και Σάρας. Και η πολιτική μας τάξη έχει προ πολλού περάσει την εμμηνόπαυση, κατά συνέπεια είναι αδύνατον να τεκνοποιήσει. Εξαιρούνται οι τερατογενέσεις εννοείται.

[ΠΗΓΗ: Ανορθόδοξα του Τάκη Θεοδωρόπουλου στα ΝΕΑ Σαββατοκύριακο 10-11-2012]

Οι όμορφες νεράιδες ζουν ανάμεσα στα κλαδιά της Ιτιάς, που τα φύλλα της θροΐζουν όταν ψιθυρίζουν μεταξύ τους

$
0
0

Ήταν διχασμένη. Ανάμεσα στην ζωή των Πραγματικών. Και στην ζωή των Ονείρων. Αποφάσισε, λοιπόν, να κλειδώσει τη μια ζωή για να ξεκλειδώσει τα μυστικά μιας άλλης… Ο χρόνος ελλείπων σκουριάζει. Πριν προλάβεις να κοιτάξεις τους δείκτες, έχει ήδη τελειώσει. Πολύχρωμα φορέματα κουράζουν το σώμα. Πού να χωρέσει ο πόθος;

Άννα Αφεντουλίδου, Η ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΡΑΙΔΑΣ

Ξεκίνησε να ζήσει δυο ζωές. Την ζωή των πολλών που έχει όρια, φραγμούς και αλλεπάλληλα τέρματα με μικρές και μεγάλες ήττες. Και των λίγων και σημαδεμένων που δεν αναγνωρίζουν τα σημεία των θεών, της τύχης ή της μοίρας, που δεν πιστεύουν, παρά μόνο νιώθουν.Μ' εκείνη την ιδιαίτερη δική τους ερμηνεία των αισθήσεων. Και τις έζησε παράλληλα. Ή έτσι νόμιζε.Μέχρι που ένα βράδυ αποφάσισε να κλειδώσει την μια της ζωή, για να μπορέσει να ξεκλειδώσει τα μυστικά της άλλης. Που έλεγε ότι ήξερε. Αλλά είχε, καιρό τώρα, λησμονήσει.



Για χρόνια γλιστρούσε περιπλανώμενη νύχτες και νύχτες μες στο σκοτάδι, αναζητώντας βαθιά μέσα του τα μυστικά της ζωής. Ένα βράδυ ανακάλυψε πως τα σωθικά της είχαν φουσκώσει τόσο πολύ, πονούσε τόσο πολύ, έπρεπε να σχιστεί, να ανοίξει και να βγει από μέσα της κάτι καινούριο, κάτι ολότελα παράδοξο. Έπειτα από ώρα αντίκρισε μια Νεράιδα με ένα σημάδι στην πλάτη. Το οποίο η ίδια ποτέ δεν θα έβλεπε, δεν θα αναγνώριζε ποτέ. Το σημάδι της χαμένης νεότητας, Της αθωότητας που δεν θα άγγιζε ξανά.Γιατί τελικά ήταν διχασμένη. Ανάμεσα στην ζωή των Πραγματικών. Και στην ζωή των Ονείρων

Και άρχισε να παίζει. Για τελευταία φορά. Αναπολώντας τις κούκλες και τα χαμένα κουκλόσπιτα. Έβαζε χωρίσματα βιβλίων, καρέκλες, τακτοποιούσε κουταλάκια, πιατάκια, μικρά κρυμμένα μυστικά. Ήταν τότε τόσο μικρή, δειλή, τρομαγμένη. Οι κοτσίδες της δεμένες με άσπρη κορδέλα. Το πορτοκαλί βαλιτσάκι, κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι, φύλαγε ραμμένα κουρελάκια, πολύτιμα φορέματα. Ζήλευε την Μαρία που η μα-μά της ήταν μοδίστρα κι είχε πάντα ωραία ρούχα για τις κούκλες της.
Θυμήθηκε το τελευταίο της δώρο.
Το κουτί με την κούκλα και το βελούδινο φόρεμα το είχαν αφήσει έξω από την πόρτα. Έλεγε, δεν είναι για μένα, τώρα μεγάλωσα. Όμως ήταν το τελευταίο της δώρο. Το τελευταίο κουτί που δεν άνοιξε. Η τελευταία της υπόμνηση.
Χαμένο τώρα στο πατάρι με τα άδικα στριμωγμένα πράγματα. Το άνοιξε. Την έστησε απέναντί της. Παλιομοδίτικη Κίτρινο φόρεμα με μαύρες κορδέλες. Ψεύτικες μπότες. Μαύρα μακριά μαλλιά κάπως μπερδεμένα. Γαλάζια μάτια, ακίνητες βλεφαρίδες. Κατάλευκο δέρμα, ροδίζουν τα μάγουλα. Με μπαταρία. Της πατούσες ελαφρά ένα κουμπάκι στη πλάτη και έλεγε: «Με λένε Άντζελα. Εσένα;»
Βρήκε και τ' αρκουδάκι που την συντρόφευε τα βράδια στον ύπνο της. Σκισμένες οι φτέρνες του ξερνούσαν κίτρινα άχυρα. Οι κόκκινες χάντρες ζωγράφιζαν λυπημένα τα μάτια του. Γρήγορα του φόρεσε χνουδωτά καλτσάκια, να κρύψει τα άχυρα..  Τον έσφιγγε δυνατά, τον έσφιγγε.

Τα βράδια η γιαγιά τής διάβαζε Ιστορίες με Νεράιδες.Είχε πράσινα μάτια και μια χοντρή πλεξίδα με κάτασπρα μαλλιά, τυλιγμένη γύρω γύρω στο κεφάλι της. Τα έλυνε κάθε βράδυ και τα χτένιζε. Χύνονταν μαγευτικά στην πλάτη της. Ύστερα την έπαιρνε αγκαλιά και της έλεγε, πριν κοι-μηθεί, εκείνες τις υπέροχες ιστορίες.

Κάθε βράδυ η Νεράιδα του Κρίνου τραγουδούσε:Καλές μου νεράιδες, σταματήστε για λίγο το τραγούδι σας. Ακούτε τις λευκές καμπανούλες μου να κουδουνίζουν από μακριά; Ποια από εσάς μπορεί να μαντέψει τα λόγια τους με σιγουριά;

Την άνοιξη μαδούσε μαζί με τη γιαγιά της εκατοντάφυλλα ρόδα, κατά προτίμηση ροζ ή κόκκινα, έβαζαν τα πέταλά τους σε νερό και λευκό οινόπνευμα και τα άφηναν στον ήλιο. Έφτιαχναν ροδόνερο, με το οποίο, αν πλένονταν κάθε πρωί, θα είχαν τη ροδόχροη επιδερμίδα μιας νεράιδας. Μόλις έκλεισε τα δώδεκα, η γιαγιά της πέθανε από καρκίνο στους λεμφαδένες κι εκείνη γέμισε από τους κόκκινους λεκέδες της εφηβείας. Ακόμα τους πληρώνει.

Αν ένας άνθρωπος απλώσει πάνω στα μάτια του το κάτωθι έλαιο, θα καταφέρει να δει πίσω από τη λαμπερή αχλύ που καλύπτει τις νεράιδες και θα μπορέσει να τις παρατηρήσει. Οδηγίες παρασκευής:Πλένετε μια γυάλινη φιάλη με νερό από ρόδα και κατηφέδες, συλλέγετε βλαστούς μολόχας, στήμονες από άγριο θυμάρι, άνθη φουντουκιάς και κυρίως χλόη που φυτρώνει γύρω από θρόνο νεράϊδας. Αναμειγνύετε τα υλικά και τα αφήνετε στον ήλιο για τρεις μέρες. Το σκεύασμα είναι έτοιμο προς χρήση.

Τα καλοκαίρια πήγαιναν διακοπές στο χωριό. Κάθε Αύγουστο το νερό του πηγαδιού εκεί είχε μια περίεργη μυρωδιά. Γέμιζαν ένα μεταλλικό δοχείο και έπαιρναν το ανηφορικό μονοπάτι που θα τους έβγαζε στο μοναστήρι. Την έβαζαν να κουβαλάει το νερό που μισούσε. Λίγο ακόμα και λίγο ακόμα, ώσπου να φτάσουν στην κορυφή. Ένα καλοκαίρι δεν την άφησαν να μπει κι ας είχε κάνει τόσο κόπο. Γιατί ήταν γυμνοί οι ώμοι της. Ήταν πια μεγάλη. Ανόητος μνησίκακος αδιάφορος Θεός. Δεν τον συγχώρεσε ποτέ.

Ο πρώτος κανόνας βέβαια, για να μπορέσετε να δείτε μια νεράιδα είναι να ξημερώσει μια πολύ ζεστή μέρα και να παραμείνει έτσι. Θα πρέπει επίσης να νυστάζετε λιγάκι. Προσέξτε, όμως. Όχι τόσο, ώστε να μην κρατάτε τα μάτια σας ανοιχτά. Θα πρέπει επίσης να νιώθετε και ελαφρώς «νεραϊδοπαρμένοι».

Το δώρο του Άη-Βασίλη ήταν πάντα ένα μεγάλο χαρτονένιο κουτί. Πορτοκάλια, καρύδια, χουρμάδες και τυλιγμένο πακέτα. Εκείνη θύμωσε. Ήθελε το τζιν παντελόνι που ποτέ δεν της έφερε. Δεν ήταν πια καλό παι-δί. Δεν ήταν πια καλή Δεν ήταν πια παιδί.

Το ξέρετε ότι οι Ιτιές θροΐζουν, γιατί ψιθυρίζουν μεταξύ τους οι νεράιδες; Η όμορφη νεράιδα Ελικόνια ζει μόνο ανάμεσα στα κλαδιά της Ιτιάς
Μεγαλώνοντας δυσκολευόταν τόσο ν' αγαπήσει. Και ν' αγαπηθεί. Ενώ όλα γύρω της έλεγαν πως ο έρωτας είναι κάτι απίστευτα απλό. Γεννιέται απόλυτα μόνος. Ζει όσο κρατάει η ύπαρξη του Ανδρόγυνος και πεθαίνει μαζί του. Όφειλε να το αποδεχθεί. Μα δεν μπορούσε να το καταλάβει, ούτε καν να το νιώσει. Με ποιον τρόπο λοιπόν να το δεχθεί; Ένα ον μυθικό ανύπαρκτο. Πώς να κρατήσεις ζωντανό κάτι που δεν υπάρχει;
Κύμα η οργή διαλύει την ύπαρξη και βιώνεις την φριχτή σκηνή του α-ποχωρισμού Η γλυκιά Νεράιδα, που είχε η ίδια γεννήσει εκείνο το βράδυ, της έλεγε πως θα έφευγε τώρα για πάντα Είχε φτιάξει μια μικρή κι ανώφελη παγίδα και πίστεψε πως μπορούσε εκεί μέσα ν' αφήσει τη Μυστική της Νεράιδα να υπάρχει. Και να είναι ευχαριστημένη ή και ευγνώμων.
Οι νεράιδες φορούν αραχνοϋφαντες φορεσιές, έχουν φτερά εύθραυστα σαν της πεταλούδας. Οι νεράιδες των λουλουδιών φορούν υποδήματα από πέ-ταλα ή φύλλα. Το δέρμα τους είναι σχεδόν διάφανο και ροδίζει στα μάγουλα. Σκορπίζουν πίσω τους μια πολύτιμη χρυσή σκόνη, τη νεραϊδόσκονη, που, αν την μαζέψεις με προσοχή, σου φέρνει καλοτυχία και ευτυχία
Αλλά εκείνη εναντιώθηκε. Είχε αναπτύξει την δική της πια βούληση. Είχε βγει στον αληθινό κόσμο. Τον κόσμο των απαιτήσεων. Και δεν της άρεσε.
-Με ξεγέλασες, της έλεγε. Μου είπες ψέματα για τους ανθρώπους. Είναι σκληροί και άδικοι. Και επέμενε να της ψιθυρίζει κάθε μέρα κολλητά στο αυτί. Κάθε μέρα επίμονα επαναλαμβανόμενα
«-Θέλω να προσπαθήσω να πεθάνω. Όχι, για να πεθάνω, αλλά για να πάρω λίγη από την γεύση του θανάτου.
Τ' αυτιά μου βουίζουν δυνατά και στροβιλίζομαι. Τα χέρια τους μου σφίγγουν το κεφάλι.
Όταν θα έχω την γνώση του θανάτου, όλοι θα με βλέπουν με καλοσύνη. Η ανάσα του θα διασκορπίζεται στην αύρα μου κι από όπου περνάω θα λένε:
-Να η πεθαμένη
Και θα είναι το πιο γλυκό και ονειροπόλο τους βλέμμα. Όταν πεθάνω, για λίγο, θα έχω γίνει καλύτερη.»

Αυτά τα λόγια την πονούσαν. Φοβόταν κάθε στιγμή πως η Νεράιδα θα την εγκαταλείψει. Τι άλλο θα είχε μετά να περιμένει; Ταυτόχρονα όμως την ζήλευε. Για την ηρεμία και την αποφασιστικότητά της. Βυθιζόταν στη ζέστη της ζήλειας χωρίς θυμό ή κακία. Δεν με χωρίζει από την ευτυχία της, σκεφτόταν, παρά ένα μόνο βήμα. Μικρό και μετέωρο.

«-Θα αφήσω μακριά τα μαλλιά μου. Θα τα βάψω κόκκινα. και θα τ' αφήσω ψηλά να ανεμίζουν. Θ' αγαπήσω έναν Άντρα ανυπόφορα. Θα τον γεμίζω με αποκαϊδια από τα χάδια μου, με τις φλούδες φιλιά μου, θα τον κοιμίζω στο παχύρρευστο υγρό της σιωπής μου. Μόλις κοιμάται, θα κλειδώνομαι στο μπάνιο ν' αυνανίζομαι και μετά να πεθαίνω. Άϋλη και μόνη.
Και την επομένη θα έρχονται όλοι να μ' αγγίζουν. Σαν άγαλμα ή σαν εικόνα.

-Η πεθαμένη, θα λένε. Η πεθαμένη.
Αυτό είναι το συμβόλαιο θανάτου που υπογράφω
Με τον αυτόχειρα λόγο μου, Tον δολοφόνο εαυτό μου Με τις λέξεις μου θηλιές στο λαιμό σας
Όνειρα στις νύχτες του ύπνου σας
»

Η Νεράιδα κάρφωνε το βλέμμα βαθιά στα μάτια της γυναίκας καίγοντας αυτιστικά το μυαλό της -δεν την πονούσε.

Δεν την ένοιαζε πια αν σκεφτόταν ή περίμενε. Ανίκανη να ευχαριστηθεί ή ν' αδιαφορήσει. Η γεύση του φιλιού της Νεράιδας στα χείλη της απλά έδειχνε ότι συνέβη. Σήμαινε «μου έδωσε ένα υγρό φιλί στα χείλη» Σαν άσκηση. Σε κανόνα συντακτικού.
Προσπαθούσε να την πείσει. Να την κάνει να θέλει να ζήσει ξανά. Να συνεχίσει μαζί της. Ή και να φύγει. Μακριά της. Για κάπου αλλού, ονειρεμένα. Αλλά να ζήσει
Το ένιωθε κατά βάθος πως ήταν μάταιο.

Ένα απόγευμα η Νεράιδα έπαιξε ενοχλημένη τις φτερούγες της και πέτα-ξε με δύναμη προς το δάσος του βάθους. Ανοίγοντας την πρόκληση μέχρι το αίμα των σπλάχνων.
Η γυναίκα την είδε να χάνεται μες στα ψηλότερα κλαδιά. Κολλημένα τα διάφανα φτερά στις κορυφές των δέντρων θα ψυχορραγούν σπαράζοντας. Σκαλωμένη η ανάσα της θα βογκά κατρακυλώντας ως το τέλος

Τα κύματα σε γρήγορη κίνηση, σπαστά γκριζόχρωμα βλέμματα, μα-γνητίζουν τα μάτια. Καρφωμένα τα κατάρτια αμφιβάλλουν. Κόκκινες βουνοκορφές κοροϊδεύουν την αίσθηση-γρήγορα θα βουλιάξουν. Ο χρόνος ελλείπων σκουριάζει. Πριν προλάβεις να κοιτάξεις τους δείκτες, έχει ήδη τελειώσει. Πολύχρωμα φορέματα κουράζουν το σώμα. Πού να χωρέσει ο πόθος.

Εκείνο το βράδυ η επιληπτική κρίση τής αχρήστευσε το σημείο του εγκεφάλου που ορίζει τον Λόγο. Αγλωσσία, αποφάνθηκαν οι νευρολόγοι. Ανίκανη να ταιριάσει τις λέξεις με τις έννοιες. Ενώ μπορούσε να αρθρώσει. Σα μαγνητόφωνο επαναλάμβανε ό,τι κι αν της έλεγες. Μόνο που πια δεν καταλάβαινε τι σήμαινε. Για εκείνη. Για τον καθένα. Ή έστω για τους περισσότερους. Και ήταν οριστικό. Και μη αναστρέψιμο.

Με δικάζουν, σκεφτόταν έντρομη. Με δικάζουν που άφησα την Νεράιδα να πεθάνει. Αλλά δεν μπορούσε πια να το πει. Κανείς δεν θα καταλάβαινε. Η αίθουσα του δικαστηρίου μισοσκότεινη. Βαριά σκούρα καθίσματα, ξύλινη επένδυση σε πάτωμα και οροφή, φωτισμός νέον. Ευτυχώς κλειστός. Είχε προσωρινή διακοπή. Μια μεγάλη εικόνα του Χριστού στον απέναντι τοίχο. Ανάμεσα στα δυο μεγάλα ξύλινα παράθυρα. Βλοσυρή. Υπεροπτικά βαλμένη στραβά πάνω από την έδρα. Σεβασμός του δικαστηρίου. Γραβάτες, σακάκια, δυνατές φωνές, χαμηλωμένα βλέμματα.

Αυτή νεκρή. Κι εγώ αναίτια ακόμα ζωντανή. Χωρίς λόγο, νου ή όνομα.

Δεν φταίω. Εγώ ήθελα να ζήσει. Εγώ προσπάθησα να ζήσει. Μα δεν μ' ακούει πια κανείς.
Κι έτσι επιμένουν εξακολουθητικά να με δικάζουν. Για κάθε όνειρο ή σκέψη.
Για κάθε υπόνοια και μιας μόνο λέξης

Η Άννα Αφεντουλίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει ασχοληθεί, σε επίπεδο μεταπτυχιακών σπουδών, με την ποίηση του Α. Εμπειρίκου και με την σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία. Σήμερα ζει στην Πρέβεζα και εργάζεται ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τίτλο Ελλείπον Σημείο,η οποία συμπεριελήφθη στη μικρή λίστα υποψήφιων βιβλίων πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, για τα Λογοτεχνικά Βραβεία 2010 του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ - ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ της ΑΝΝΑΣ. στο eyelands/ storyland -Πίνακας: kay Nielsen: At Rest in the Dark Wood

(για την απομυθοποίηση ρε γαμώτο) Με εσωτερική εστίαση απλών πρωταγωνιστών διπλανής πόρτας

$
0
0

Δεν πήγα ποτέ στο Πολυτεχνείο, ούτε μέσα ούτε έξω, ούτε τότε ούτε αργότερα. Δεν πήρα ποτέ μέρος στις προσκοπικές τελετές και τις πορείες κατά την ημέρα της «επετείου του Πολυτεχνείου» τούτο το μεγάλο συλλογικό άλλοθι για την ηθική ανεπάρκεια ενός ολόκληρου λαού. Πρόκειται για ένα πολύ βολικό άλλοθι, που το οικειοποιήθηκαν όσοι νοιώθουν την ανάγκη να ξεπλύνουν την ντροπή για την απέραντη δειλία τους επί έξι ολόκληρα χρόνια. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε σοβαρή αντίσταση κατά της χούντας(Βασίλης Ραφηλίδης)

Ένας κόμπος κάθεται στο λαιμό μου κάθε φορά που περνώ έξω από το Πολυτεχνείο.Το μπουντρούμι της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας βρίσκεται πίσω από το Πολυτεχνείο. Κι όσοι πέρασαν από εκεί, δεν νομίζω πως θα ήταν δυνατό να έχουν διάθεση να συνεορτάσουν με τους πανηγυριώτες της 17ης Νοέμβρη. Εκεί μπροστά μας ξεφόρτωσαν για να μας παν στη σήμανση, λίγο πιο κάτω, στα Χαυτεία. Από την Ασφάλεια μέχρι το Πολυτεχνείο, η απόσταση είναι δυο βήματα. Κι ωστόσο μας φόρτωσαν στην κλούβα για να μας ξεφορτώσουν λίγο παρακάτω. Ίσως δεν ήθελαν να βλέπουν οι περαστικοί πως από την Ασφάλεια βγαίνουν πολιτικοί κρατούμενοι δεμένοι με χειροπέδες, σαν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου.

Ευτυχώς, να λες, που ήμουν δεμένος με τον Περικλή Κοροβέση –πάντα με τον Περικλή θα με δένουν από δω και πέρα σε κάθε μετακίνηση. Ίσως γιατί στην πρεμιέρα ήμασταν πολύ καλοί σαν ζευγάρι κωμικών. Ασουλούπωτοι και οι δύο, άνθρωποι με χιούμορ και οι δύο, προσφέραμε θέαμα υψηλής ποιότητας στο εθνικό θέατρο του παραλόγου. Μας μεταφέρουν την άλλη μέρα από την οδό Μπουμπουλίνας στην οδό Ρεθύμνης, εκεί κοντά, προς τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Σε ένα νεοκλασικό της συμφοράς, ήταν οι κοιτώνες των αστυφυλάκων που υπηρετούσαν στην Ασφάλεια. Ήταν σκοτάδι πίσσα εκεί μέσα. Από πουθενά δεν έμπαινε φως και πουθενά δεν άναβε φως. Καμιά εικοσαριά ανθρώπους, μας αδειάζουν στον καινούργιο μας τάφο. Δεν έχω ιδέα, κανείς δεν θα ήταν δυνατό να έχει ιδέα, πόσες μέρες μείναμε εκεί. Ούτε ρολόι, ούτε φως, ούτε ώρες ύπνου, ούτε ώρες ξύπνιου. Προσπαθούσαμε να μετρήσουμε το χρόνο με το κατούρημα. Δύο κατουρήματα, μια μέρα. Το φαΐ, οι μανάδες συνέχιζαν να το πηγαίνουν στην Μπουμπουλίνας. Στη Ρεθύμνης ήμασταν ινκόγκνιτο. Κανείς δεν ήξερε πως υπάρχει κρατητήριο, παρεκκλήσιο το λέγαμε, στην οδό Ρεθύμνης. Όλοι γνώριζαν τον μητροπολιτικό ναό της οδού Μπουμπουλίνας, κι εκεί πήγαιναν τις προσφορές τους.

Και οι διάκονοι του εθνικού συμφέροντος, όπως λέμε στην Ελλάδα το ιδιωτικό συμφέρον, μετέφεραν τον άρτον ημών τον επιούσιον ιεροκρυφίως στο παρεκκλήσιον, όπου και κοινωνούσαμε των αχράντων μυστηρίων των σωτήρων του έθνους. Ανοίγαμε τα τάπερ στα τυφλά, κι ό,τι άρπαζαν τα δάχτυλα, τούτο το πανάρχαιο πηρούνι που είναι δυνατό να λειτουργήσει και σα μαχαίρι. Κεφτέδες, φώναζε ο ένας τυφλοπόντικας. Κοτόπουλο έλεγε από δίπλα ο άλλος τυφλοπόντικας. Ήταν το παιχνίδι μας. Κι ο Περικλής Κοροβέσης να λέει ανέκδοτα και να μη σώνει ποτέ.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Γιώργο, έναν καλοκάγαθο αστυφύλακα μιας κάποιας ηλικίας που έπαιρνε σύνταξη σε λίγο.Απʼ αυτόν μαθαίναμε στο κρατητήριο, όπου οι εφημερίδες απαγορεύονταν αυστηρά, τα σημαντικά διεθνή γεγονότα. Αυτός ήταν που μας πληροφόρησε για το θάνατο του Γκεβάρα, για τον οποίο, άλλωστε, με δυσκολία έκρυβε το θαυμασμό του. Φυσικά, όλα αυτά μας ταʼλεγε εμπιστευτικά, σχεδόν συνωμοτικά. Ωστόσο, δεν έκανε ποτέ κουβέντα για τη χούντα και τα σχετικά με τον πάνω κόσμο, των ζώντων ελλήνων. Αυτών που ακόμα δεν ήξεραν τίποτα για τη μεγάλη ευκαιρία που θα τους προσέφερε το Πολυτεχνείο αργότερα, ώστε να νοιώσουν κι αυτοί λιγάκι αντιφασίστες, χαμένοι μέσα στη μεγάλη μάζα των δημοκρατών που πολιορκούσαν το Πολυτεχνείο.Το μεγάλο πλήθος παρέχει ασφάλεια. Όσους κι αν συλλάβουν, όσους κι αν σκοτώσουν, ξέρεις πως οι πιθανότητες να σου συμβεί κακό είναι περίπου ίσες με τις πιθανότητες να κερδίσεις τον πρώτο λαχνό του λαχείου. Ρισκάρεις λοιπόν, σχεδόν εκ του ασφαλούς κι έτσι ανέξοδα αποχτάς το δικαίωμα να παριστάνεις τον αντιστασιακό. Πού ήταν όλοι αυτοί οι καλοί άνθρωποι όταν τους είχαμε ανάγκη; Μα, περίμεναν να ξεθυμάνει η χολέρα που λέγεται χούντα για να βγουν από το καβούκι, αυτοί οι καλοί νοικοκυραίοι.

Ο λαός της Αθήνας έβλεπε την χούντα να καταρρέει από τα ίδια της τα ανομήματα και μπήκε στον εύκολο αγώνα, έτσι για την τιμή των όπλων, που λέμε, και ίσα-ίσα για να λέμε πως την χούντα την έριξε ο λαός, τη στιγμή που και οι κότες ξέρουν εκείνο που καμώνονται πως δεν ξέρουν τα μουλάρια, ότι δηλαδή η χούντα έπεσε γιατί σάπισε. Γιατί, λοιπόν, σκοτώνονται να μαζέψουν τα σάπια φρούτα που κάθε χρόνο πέφτουν κάτω από το δέντρο του Πολυτεχνείου οι όψιμοι αντιστασιακοί;Και, βέβαια, δεν αναφέρομαι εδώ στους έτσι κι αλλιώς ζωηρούς έφηβους που, με κάθε ευκαιρία, το παίζουν επαναστάτες… ή περίπου.

Βρισκόμουν από την πρώτη μέρα της δικτατορίας στον προθάλαμο της κόλασης και ήδη είχα αρχίσει να εξοικειώνομαι σιγά-σιγά με την ιδέα ενός θανάτου διά τυφεκισμού. Εκείνους τους πρώτους μήνες της αναγέννησης του φοίνικα από τις παλιές του στάχτες, που ξέμειναν από άλλους καιρούς, κανείς δεν ήξερε πως θα εξελιχτούν τα πράγματα.Οι αντιστασιακοί σε ένα χρόνο, όταν θα γίνει φανερό πως η χούντα είναι της πλάκας, θα πληθύνουν πολύ. Εύκολα αντιστέκεται κανείς όταν ξέρει πως τουλάχιστον η ζωή του δεν κινδυνεύει. Όμως, εμείς είχαμε αρχίσει την αντίσταση κατά της χούντας από την πρώτη κιόλας μέρα, χωρίς να νοιαστούμε και πολύ για τις συνέπειες της στράτευσής μας. Δεν ήμασταν μέλη της «Δημοκρατικής Άμυνας» που πάρα πολύ όψιμα αποφάσισαν να αντισταθούν κι αυτοί στη χούντα, κυρίως δια συνεδριάσεων.

Ήμασταν νέοι κομμουνιστές, που μπορεί να μην είχαμε ακόμα ιδιαίτερα αναπτυγμένη την πολιτική μας συνείδηση, πάντως συνείδηση του κινδύνου είχαμε. Το γεγονός πως τα ιδανικά μας αργότερα θα στραπατσαριστούν κι εδώ στην Ελλάδα, όπως παντού, απʼτους χυδαίους γραφειοκράτες, δεν μειώνει την αξία της στράτευσής μας σε έναν αγώνα που όχι μόνο δεν γινόταν για τα προσωπικά μας συμφέροντα, αλλά τα έβλαπτε στα σίγουρα. Είχα μπει στο αγώνα κατά της χούντας από την πρώτη κιόλας μέρα της δικτατορίας. Αλλά στα μετά την πτώση της χούντας χρόνια δεν πήγα να γραφτώ στο σύλλογο των αντιστασιακών, για να μπορέσω να εξαργυρώσω σε κάποιο δημόσιο ταμείο τη μικρή, την ελάχιστη προσφορά μου στον αγώνα κατά της νέας παραλλαγής του παλιού φασισμού. Ούτε δέχτηκα να γραφτώ στην ΕΣΗΕΑ, το επαγγελματικό μου σωματείο, ως αντιστασιακός. Ούτε πήγα να εξαγοράσω τα εφτά χρόνια της δικτατορίας για να μου αναγνωριστούν ως συντάξιμα.

Κι όταν κάποτε απόχτησα τα από το καταστατικό της ΕΣΗΕΑ προβλεπόμενα τυπικά προσόντα και πήγα να γραφτώ στο επαγγελματικό μου σωματείο, με απέρριψαν ως στερούμενο… ουσιαστικών προσόντων. Πέντε χρόνια απέρριπταν συνεχώς την αίτησή μου. Φαίνεται πως ούτε μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια κατάφερα να αποκτήσω ουσιαστικά προσόντα ως δημοσιογράφος. Και ξέρετε ποιοι αντέδρασαν περισσότερο στην εγγραφή μου; Αυτοί που γράφτηκαν ως αντιστασιακοί! Για μένα, η πιο σημαντική πράξη ήταν το ότι μπόρεσα και αντιστάθηκα στον πειρασμό να εξαργυρώσω καθʼοιονδήποτε τρόπο τη στράτευσή μουστον αγώνα κατά της χούντας. Κι ακόμα, το ότι πέτυχα την εγγραφή μου στην ΕΣΗΕΑ με δικαστική απόφαση. Ήμουν ο πρώτος δημοσιογράφος που εγγραφόταν στο επαγγελματικό του σωματείο με δικαστική απόφαση. Και η νομολογία που δημιουργήθηκε άνοιξε το δρόμο για πολλούς συναδέλφους. Δεν έχει σημασία που έχασα εφτά συντάξιμα χρόνια. Κέρδισα την αξιοπρέπειά μου. Άλλωστε από αξιοπρέπεια μάλλον παρά για λόγους ιδεολογικούς στρατεύτηκα στον αγώνα κατά της χούντας. Πάντα έλεγα πως, ναι μεν είμαι κομμουνιστής, αλλά ποτέ δεν ισχυρίστηκα πως από κομμουνιστής σκέτα είμαι επιπροσθέτως και καλός κομμουνιστής. Άλλωστε ένας ρεβιζιονιστής από πεποίθηση, όπως εγώ, ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει καλός κομμουνιστής. Εν πάση περιπτώσει, ήμουν και παραμένω ένας ελεύθερος σκοπευτής, που πάει με αυτούς που τον έχουν ανάγκη, και όχι με εκείνους που τους έχει ανάγκη για να τη βολέψει. Στρατεύτηκα με το κομμουνιστικό ΠΑΜ όχι γιατί με επιστράτευσε το κόμμα, αλλά γιατί έτσι έκρινα σκόπιμο.

Όπως και να ’ναι, το καλοκαίρι του 1968 είμαι ελεύθερος, ύστερα από δέκα μήνες φυλακή. Εντάξει, ήμουν ελεύθερος, αλλά τι να την κάνω την ελευθερία χωρίς δουλειά, χωρίς τους φίλους που είχαν σκορπίσει εδώ και κει στην Ευρώπη, στα νησιά και στις φυλακές;Το πρώτο που σκέφτηκα ύστερα από μια εβδομάδα ελεύθερου βίου ήταν να κάνω κάτι κατεπειγόντως ώστε να ξαναμπώ φυλακή, ή έστω εξορία. Το σκέφτηκα μεν σοβαρά, όμως ήταν αδύνατο να έχω επαφή με κάποια αντιστασιακή οργάνωση. Αφενός γιατί οι αντιστασιακές οργανώσεις είχαν ήδη μετακομίσει στο εξωτερικό για να κάνουν από κει τουριστική αντίσταση εκ του ασφαλούς, και αφετέρου διότι ήμουν ήδη σεσημασμένος, και οι συνωμοτικοί κανόνες λεν να μην πλησιάζεις τους σεσημασμένους.

Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε σοβαρή αντίσταση κατά της χούντας. Η αντίσταση ήταν λίγο ως πολύ πλατωνική, εκτός απʼτην ηρωική μεν αλλά δυστυχώς αποτυχημένη απόπειρα του Αλέξανδρου Παναγούλη να σκοτώσει το δικτάτορα.Όλες οι προσπάθειες για οργάνωση ένοπλης αντίστασης έμειναν σχέδια, ενώ οι βομβιστικές ενέργειες κάποιων ζωηρών και ριψοκίνδυνων γίνονταν ερήμην των μεγαλυτέρων σε αριθμό αντιστασιακών οργανώσεων, του ΠΑΜ και του ΠΑΚ.Ούτε το πεπειραμένο ΚΚΕ ενέκρινε την βίαιη εξέγερση, τώρα που και τα αστικά κόμματα θα την επιθυμούσαν πολύ. Τελικά το πράγμα περιορίστηκε σε μία τουριστικού τύπου αντίσταση απʼτο εξωτερικό, όπου πρωταγωνιστούσε, όπως και στο κυρίως ειπείν θέατρο, η πληθωρική Μελίνα Μερκούρη, που το έπαιζε Πασιονάρια.

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η εξέγερση του Πολυτεχνείου ονομάστηκε έπος.Τούτη η αυθόρμητη παθητική αντίσταση στη χούντα έχει μάλλον έναν λυρικόπαρά έναν επικό χαρακτήρα.Και η επέλαση των τανκς κατά των νεαρών αόπλων έχει περισσότερη σχέση με γκραν κινιόλ μέσα στη νύχτα παρά με έπος. Το «έπος» δημιούργησε εντελώς κατά λάθος μια «ηρωίδα», τη Μαρία Δαμανάκη, της οποίας ο ηρωισμός συνίσταται στην εκφώνηση -από το ραδιόφωνο των φοιτητών- των συνθημάτων και των ανακοινώσεων της συντονιστικής επιτροπής. Πάντως πολλοί είχαν την ευκαιρία να βάλουν υποψηφιότητα για πολιτικοί εκεί μέσα στο Πολυτεχνείο. Για τον Μίμη Ανδρουλάκη, τον Κώστα Λαλιώτη και τον Στέφανο Τζουμάκα, ηγετικά στελέχη της εξέγερσης, ο δρόμος προς τη Βουλή, την πολιτική σκηνή, το πολιτικό παρασκήνιο και την εν γένει ελληνική πολιτική αθλιότητα, ξεκινάει από κει.
[ΠΗΓΗ: Βασίλης Ραφαηλίδης, BIBLIOTHEQUE: Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη http://bibliotheque.gr/ ]


Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες τριανταεννιά χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, σε μια Ελλάδα που βιώνει μια βαθύτατη κρίση,
όπως βαθιά κρίση βίωνε και το 1973 το δικτατορικό καθεστώς, κρίση την οποία είχε προσπαθήσει να εκτονώσει και να αποφύγει με την προσπάθεια ελεγχόμενης επιστροφής σε μια μορφή κοινοβουλευτικής ζωής, με την ανακήρυξη προεδρικής δημοκρατίας και την ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Σπ. Μαρκεζίνη, μια προσπάθεια που ματαιώθηκε με τη φοιτητική εξέγερση και την αιματηρή καταστολή που ακολούθησε -μια βδομάδα μετά, η ομάδα Ιωαννίδη ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο και έβαλε τέρμα στα πειράματα εκδημοκρατισμού.

Η βαθιά κρίση που περνάμε σήμερα έχει, εύλογα ίσως, θέσει υπό αμφισβήτηση και την εξέγερση του Πολυτεχνείου, αν και η βασική θέση της αμφισβήτησης, δηλαδή ότι η λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» εξαργύρωσε τη συμμετοχή της στον αντιδικτατορικόν αγώνα με την αναρρίχηση σε πολιτειακά αξιώματα, δεν είναι καινούργια, ακούγεται εδώ και πολλά χρόνια, απλώς τώρα ακούγεται περισσότερο.

Πιστεύω πως η θέση αυτή, που την ακούει κανείς και από καλοπροαίρετους ανθρώπους, είναι μακριά από την αλήθεια. Δεν θα αρνηθώ βέβαια ότι πολλοί πρωταγωνιστές του φοιτητικού αντιδικτατορικού αγώνα κατέλαβαν υπουργικά αξιώματα ή βουλευτικές και κρατικές θέσεις, αλλά αυτοί ήταν η εξαίρεσημάλλον παρά ο κανόνας. Αν εξετάσουμε τον κατάλογο των μελών της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης του Πολυτεχνείου, θα δούμε ότι από τα 33 τακτικά και αναπληρωματικά μέλη τηςμόνο πέντε ή έξι κατέλαβαν τέτοιες θέσεις και αξιώματα σε όλα αυτά τα χρόνια,ποσοστό που το βρίσκω μικρό. Θα έλεγα μάλιστα ότι, σε σύγκριση με άλλα αντιστασιακά και αντικαθεστωτικά κινήματα, οι φοιτητές του αντιδικτατορικού αγώνα κατέλαβαν μάλλον λιγοστές θέσεις και οπωσδήποτε όχι κορυφαίες -μέχρι στιγμής, αν δεν κάνω λάθος, δεν έχει υπάρξει Πρόεδρος ή πρωθυπουργός ή έστω αρχηγός αξιωματικής αντιπολίτευσης που να βγήκε από το φοιτητικό κίνημα του 1973, ενώ υπήρξε από τις φοιτητικές απεργίες του 1907 (ο Γ. Παπανδρέου) ή από τις μαθητικές κινητοποιήσεις των αρχών του 1990 (ο Αλ. Τσίπρας), για να μην πάμε στον Χάβελ, τον Βαλέσα, ή στους εκατοντάδες γκωλικούς στη Γαλλία μετά το 1945. Αυτό βέβαια έχει να κάνει και με το ότι η δικτατορία κατέρρευσε και δεν ανατράπηκε, και ότι τη διαδέχτηκε ένα καθεστώς στο οποίο κυριαρχούσε ένα κόμμα που στεκόταν αμήχανο και δύσπιστο απέναντι στον μαχητικό αντιδικτατορικό αγώνα, στον οποίο ελάχιστα στελέχη του είχαν πάρει ενεργό μέρος.

Στο κάτω-κάτω, δεν είναι άτοπο, αφύσικο ή κατακριτέο αν, από μια ομάδα εικοσάχρονων που ασχολούνται έντονα με τους πολιτικούς αγώνες κάποιοι φτάσουν, είκοσι ή τριάντα χρόνια μετά, σε υψηλά αξιώματα.Για όσους δεν ανήκουν στην άρχουσα τάξη, ώστε να κληρονομούν τη βουλευτική έδρα από τον πατέρα τους ή να την εξασφαλίζουν αβρόχοις ποσί από τον κομματικοκρατικό μηχανισμό μόλις τελειώσουν το Κολέγιο και το Χάρβαρντ, η συμμετοχή στα κοινωνικά κινήματα είναι ο συνήθης τρόπος ενασχόλησης με την πολιτική, αλλά φαίνεται θεωρούμε αφύσικο να αναδεικνύεται κανείς χωρίς να χρησιμοποιεί τον πατροπαράδοτο τρόπο των γόνων της άρχουσας τάξης.

Το ότι κάποιοι εξέχοντες αγωνιστές του 1973 φάνηκαν στη συνέχεια να έχουν προδώσειτα ιδανικά για τα οποία αγωνίστηκαν ή απλώς να έχουν αλλάξει ιδέες, δεν νομίζω ότι αναιρεί την αξία του τότε αγώνα τους.Η ιστορία άλλωστε είναι γεμάτη από παραδείγματα ανθρώπων που στη διάρκεια του πολιτικού βίου τους μετατοπίστηκαν από τη μια στην άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος, συνήθως (αλλά όχι πάντα) από τα αριστερά προς τα δεξιά -η ιδεολογική μεταστροφή συνήθως σε πιο συντηρητικές κατευθύνσεις καθόλου δεν είναι αποκλειστικότητα της γενιάς του Πολυτεχνείου.

Φυσικά, στη σημερινή συγκυρία δεν θα μπορούσαν να λείψουν και οι κρωγμοί των μελανοχιτώνων της Χρυσής Αυγής, που είναι, εδώ που τα λέμε, απόλυτα δικαιολογημένοι να οργίζονται, μια και η εξέγερση του Πολυτεχνείου υπονόμευσε το αγαπημένο τους δικτατορικό καθεστώς. Στην αφίσα που κυκλοφόρησαν κάνουν λόγο για παραμύθι του Πολυτεχνείου και για ψεύτικους νεκρούς, και αναγγέλλουν ότι όποιος βρει τους νεκρούς “αμοιφθήσεται” (αν δεν έχουν ορθογραφικό λάθος τα κείμενά τους δεν παίρνουν το ‘τυπωθήτω’). Νεκροί φυσικά υπήρξαν δεκάδες. Πολυετής έρευνα του Λ. Καλλιβρετάκη για το Εθν. Ίδρυμα Ερευνώνέχει καταλήξει σε 24 απολύτως επιβεβαιωμένες περιπτώσεις (με όνομα και επώνυμο) και σε άλλες 16 όχι ταυτοποιημένες, αν καταλαβαίνω καλά τα πορίσματα.Οι αρνητές του Πολυτεχνείου στηρίζονται στο έωλο επιχείρημα ότι οι νεκροί δεν βρέθηκαν μέσα στον περίβολο του Πολυτεχνείου αλλά σε άλλα σημεία (αν και τις πιο πολλές φορές στην άμεση γειτονία του) -αλλά τι σημαίνει αυτό; Δηλαδή, ας πούμε, ο Μ. Μυρογιάννης, ο εικοσάχρονος Μυτιληνιός που τον σκότωσε (και μετά παινεύτηκε) ο Ντερτιλής, ο μόνος απριλιανός που βρίσκεται ακόμα στη φυλακή, δεν είναι νεκρός του Πολυτεχνείου επειδή δολοφονήθηκε Πατησίων και Στουρνάρη; Γελοία πράγματα -θα μου πείτε, οι χρυσαυγίτες αρνούνται τα 6 εκατομμύρια νεκρούς του Ολοκαυτώματος, στους 24 του Πολυτεχνείου θα κολλήσουν;

[ΠΗΓΗ: αποσπάσματα από κείμενο του Νίκου Σαραντάκου με τίτλο 39 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ – ολόκληρο το κείμενο στο προσωπικό ιστολόγιο του συγγραφέα ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ:

Τέρι Ιγκλετον: Ο Μαρξ που μας αξίζει, γιατί όσο υπάρχει καπιταλισμός και βαρβαρότητα, θα υπάρχει κι όραμα για την ανατροπή του

$
0
0

Είναι ο καπιταλισμός ένα φυσικό σύστημα όπως ο αέρας που αναπνέουμε ή ένα σχετικά πρόσφατο ιστορικό φαινόμενο που μπορεί να αντικατασταθεί από ένα άλλο, φιλολαϊκό που θα στηρίζεται περισσότερο στον άνθρωπο και λιγότερο… στις «αγορές»; (Ο βρετανός θεωρητικός Τέρι Ίγκλετον απαντά με τρόπο ανατρεπτικό στις δέκα πιο σκληρές θέσεις κατά του μαρξισμού) 

Ο βρετανός καθηγητής Πολιτισμικής Θεωρίας και κριτικός λογοτεχνίας Τέρι Ιγκλετον πιστεύει ότι ο καπιταλισμός μπορεί να ανατραπεί και ο μαρξισμός μπορεί να δώσει απαντήσεις για το τι είδους σύστημα μπορεί να είναι το επόμενο που θα τον αντικαταστήσει.Στο βιβλίο του «Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο»(εκδόσεις Πατάκη) αναπτύσσει τη σκέψη του Μαρξ απαντώντας ένα προς ένα σε δέκα καθιερωμένες επικρίσεις κατά της μαρξιστικής θεωρίας, προσπαθώντας να βγάλει τον όγκο της λάσπης που έχει επικαθήσει πάνω της, κυρίως μετά την πτώση του «υπαρκτού».
Ο Τέρι Ιγκλετον αναφέρει ότι σημασία έχει η ζωή μετά τον μαρξισμό.Όσο υπάρχει καπιταλισμός, λέει, θα υπάρχει και η κριτική του, ο μαρξισμός. Μόνο αν ο τελευταίος βγάλει στη σύνταξη τον αντίπαλό του, θα μπορέσει να βγει και ο ίδιος στη σύνταξη. Αν και αναφέρει ότι δεν συμφωνεί και ο ίδιος με όλες τις θεωρίες του Μαρξ, εν τούτοις σημειώνει ότι οι βασικές αρχές του ισχύουν και σήμερα. Γι' αυτό και επιλέγει να απαντήσει στις πιο δημοφιλείς επικρίσεις κατά του Μαρξ.
Η πιο γνωστή είναι ότι ο μαρξισμός έχει ξοφλήσει, αφού δεν υπάρχει πια το επαναστατικό υποκείμενό του, η εργατική τάξη.Σε αυτό ο καθηγητής απαντά ότι η εργατική τάξη έχει αλλάξει, δεν είναι πια μόνο αυτοί με τα μουντζουρωμένα χέρια, αλλά και τα εκατομμύρια όσων πουλούν την εργατική τους δύναμη για να πλουτίζουν άλλοι, όπως και τα εκατομμύρια των φτωχών όλου του κόσμου που συνεχώς φτωχαίνουν. Και ότι η απόσταση ανάμεσα σε εκείνους που κατέχουν υπερβολικό πλούτο και στους υπολοίπους μεγαλώνει συνεχώς, προσθέτοντας νέους φτωχούς στον γεωγραφικό χάρτη του κόσμου. Θα επικαλεστεί γι' αυτό δεκάδες λογοτέχνες αστούς που το υπενθυμίζουν στα έργα τους.
Η δεύτερη και πιο σκληρή κατηγορία είναι ότι το μαρξιστικό σύστημα δοκιμάστηκε και απέτυχε οικτρά, αφού προηγουμένως στηρίχθηκε στην τυραννία και στις μαζικές δολοφονίες.Ο Ιγκλετον διαχωρίζει τη θέση του λέγοντας ότι ο σταλινισμός και ο μαοϊσμός αποτέλεσαν «τσαπατσούλικα αιματοβαμμένα πειράματα που έκαναν την ιδέα του σοσιαλισμού να βρωμάει στα ρουθούνια αυτών που θα μπορούσαν να ωφεληθούν από αυτόν». Διαφωνεί με το πείραμα του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα λέγοντας ότι ούτε ο Μαρξ θα συμφωνούσε σε κάτι τέτοιο, αφού θα έμοιαζε σαν να μπορούσε να υπάρξει Διαδίκτυο στον Μεσαίωνα. Δικαιώνει με αυτά τα λόγια τον αγαπημένο του Λέοντα Τρότσκι, ο οποίος είχε προβλέψει την πτώση του σοσιαλιστικού καθεστώτος σε μία χώρα.
Προχωράει μάλιστα και παραπέρα αναφέροντας ότι μπορεί να υπάρξει ένας τύπος «σοσιαλισμού της αγοράς» που θα καταργήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία, τις κοινωνικές τάξεις και την εκμετάλλευση και θα μεταφέρει την οικονομική δύναμη στα χέρια των παραγωγών μέσα από ένα πολύπλοκο όσο και αμφιλεγόμενο δίκτυο σχέσεων και διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε παραγωγούς, καταναλωτές, κοινωνικές ομάδες, περιφερειακά συμβούλια κτλ.
Ο μαρξισμός έχει επικριθεί ως «θεολογία», αφού ισχυρίζεται ότι ο σοσιαλισμός είναι αναπόφευκτος, όπως για τους χριστιανούς το αναπόφευκτο τέλος είναι ο Παράδεισος. Ο Ιγκλετον κάνει εδώ μια λεπτή διαφοροποίηση λέγοντας ότι ο Μαρξ πίστευε μεν ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να είναι το επόμενο ιστορικό σύστημα, αλλά αυτό εξαρτάται και από τους ανθρώπους: από το εάν και κατά πόσον θα το επιδιώξουν.Κινητήρια δύναμη σε αυτό θεωρεί ότι είναι η ταξική πάλη γιατί, όπως σημειώνει, αυτή είναι πάλη για το πλεόνασμα και θα συνεχίζεται όσο δεν θα υπάρχει επάρκεια για όλους.
Ο Ιγκλετον υπεραμύνεται του Μαρξ όταν αυτός κατηγορείται ότι η φιλοσοφία του ανάγει τα πάντα στην οικονομία. Διευκρινίζει ότι, κατά τον Μαρξ, στα Grundrisse, η λέξη παραγωγή αναφέρεται σε οποιαδήποτε δραστηριότητα του ατόμου προάγει την αυτοπραγμάτωση: το να παίζεις φλάουτο, να γεύεσαι ένα ροδάκινο, να λογομαχείς γύρω από τον Πλάτωνα, να χορεύεις με τους ήχους της γκάιντας, να ασχολείσαι με την πολιτική κτλ. Δεν έχει να κάνει, δηλαδή, μόνο με τα υλικά μέσα ή την οικονομία με τη στενή της έννοια.
Ο Μαρξ απορρίπτει λοιπόν και την επίκριση ότι η φιλοσοφία του πιστεύει αποκλειστικά στην ύλη.Αντίθετα, λέει ο Ιγκλετον, ο Μαρξ πίστευε στον δρώντα άνθρωπο που παρεμβαίνει, τονίζοντας όμως ότι η ανθρώπινη σκέψη είναι τελικά και αυτή, δυνητικώς, μια υλική δύναμη. Ο Ιγκλετον θα υπερασπιστεί τη θέση του Μαρξ για τη βάση και το εποικοδόμημα που την αντανακλά, λέγοντας όμως ότι σε αυτή τη σχέση δεν περιλαμβάνεται όλη η ανθρώπινη ύπαρξη και επικρίνοντας τη σοβιετική - τότε επικρατούσα - άποψη ότι τα πάντα υπόκεινται στη σχέση αυτή.
Συνολικά ο Ιγκλετον θέλει σε αυτή τη μελέτη να δείξει ότι ο Μαρξ πίστευε περισσότερο στον άνθρωπο και λιγότερο στη νομοτέλεια του σοσιαλισμού. Ότι ο μαρξισμός δεν είναι μια θρησκεία αλλά ένας τρόπος να βλέπεις, να ερμηνεύεις και, αν θέλεις, να αλλάξεις τον ρου των γεγονότων. Τονίζει ότι ο Μαρξ ήταν εχθρικός απέναντι στο κράτος, αν και πίστευε ότι κάποιου είδους κράτος πάντα θα υπάρχει. Θεωρούσε ότι η επανάσταση θα μπορούσε να είναι και ειρηνική, δεχόταν την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων, ενώ πάντα πίστευε ότι ο καπιταλισμός αφήνει πολύτιμη κληρονομιά στην ανθρωπότητα.

Η επιχειρηματολογία του Ιγκλετον αλλού είναι ισχυρή και σε άλλα σημεία, όπως στη σοσιαλιστική οικονομία ή στη δημοκρατία στον σοσιαλισμό, αδύνατη, μια και δεν μπορεί να ξεπεράσει εύκολα, όσο ευφυής και αν είναι η επιχειρηματολογία του, το βάρος των ανομημάτων του «υπαρκτού». Η αφήγησή του ρέει σαν παραμύθι, τα επιχειρήματά του είναι συνήθως αφοπλιστικά, απλά και ουσιαστικά. Οι παραπομπές του στον Τρότσκι ας θεωρηθούν παιδικές αμαρτίες, μια και οι τροτσκιστές έκριναν πάντα εκ του ασφαλούς και εκ των υστέρων τους σταλινικούς. Βιβλίο που διαβάζεται απνευστί.

Το χιούμορ στην επανάσταση
Ο Ιγκλετον δίνει πολλές απαντήσεις με ωραίο φλεγματικό βρετανικό χιούμορ. Για παράδειγμα, ως προς την άποψη ότι ο μαρξισμός έχει προβλέψει τα πάντα σχολιάζει: «Ο μαρξισμός δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον να πει για το ουίσκι μολτ, τη φύση του ασυνείδητου, την αξέχαστη μυρωδιά ενός τριαντάφυλλου ή το γιατί υπάρχει κάτι αντί του τίποτα. Δεν ήταν ποτέ μια συνολική φιλοσοφία».Αλλού γίνεται πιο δηκτικός: «Ο μαρξισμός δεν ισχυρίζεται ότι πάντα η πνευματική ελευθερία και η υλική ανάπτυξη συμβαδίζουν, τρανό παράδειγμα ο Κιθ Ρίτσαρτντ!».Αναφερόμενος στο ότι η επανάσταση δεν αποκλείει κανέναν, γράφει: «Οι μαρξιστές δεν θα αποκλείσουν τον Ρούπερτ Μέρντοχ ούτε την Πάρις Χίλτον, αρκεί αυτοί να είναι έτοιμοι να δείξουν έμπρακτα την αρμόζουσα μεταμέλεια. Μια περιορισμένη, αυστηρά προσωρινή ιδιότητα μέλους θα μπορούσαν να αποκτήσουν ο Μάρτιν Εϊμις και ο Τομ Κρουζ».
[ΠΗΓΗ: Γιάννης Μπασκόζος – κριτική παρουσίαση βιβλίου στο ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 18 Νοεμβρίου 2012]

Η μοναξιά του ρομαντικού, του αιώνιου έφηβου που προσπαθεί να εξηγήσει τα χρώματα σ’ έναν τυφλό, τη μουσική σ’ έναν κωφό

$
0
0

Δύσκολη υπόθεση να είσαι ρομαντικός ιδεαλιστής, γιατί θα νιώθεις το βάρος της αδικίας όλου του κόσμου στις πλάτες σου 


Ρομαντικός δεν γίνεσαι, γεννιέσαι.
Μπορεί να γεννηθείς σαν τους πολλούς και να ζήσεις όλη σου την ζωή ικανοποιώντας τα βασικά, ζωώδη ένστικτα σου ή μπορεί πιο σπάνια να γεννηθείς ρομαντικός ικανοποιώντας την ιδιαίτερη φύση σου, το πνεύμα..
Δύσκολη όμως υπόθεση να είσαι ρομαντικός, ιδεαλιστής, θα νιώθεις αυτό το βάρος της αδικίας όλου του κόσμου στους ώμους σου και πάντα θα απολογείσαι στους άλλους, στους προδότες της ανθρωπιάς, για τον ιδιαίτερο τρόπο σκέψης και πράξης σου.
Δεν θα ταιριάζεις με τα πρότυπα της εποχής τα οποία πάντα καταλήγουν να εκμεταλλεύονται τους αδύναμους και εσύ θα υποφέρεις που δεν θα μπορείς μόνος σου κάτι να αλλάξεις.

Πολλές φορές θα μοιάζει μάταιη η προσπάθεια να εξηγήσεις την αλήθεια, την ανθρωπιά, το δίκαιο, θα είναι σαν να προσπαθείς να εξηγήσεις τα χρώματα σε έναν τυφλό, την μουσική σε έναν κωφό.

Εκεί που εσύ θα βλέπεις ομοιότητες οι άλλοι θα βλέπουν διαφορές, εκεί που εσύ θα βλέπεις ανθρώπους οι άλλοι θα βλέπουν αριθμούς, εκεί εσύ που θα βλέπεις αγάπη οι άλλοι θα βλέπουν συμφέρον, εκεί που εσύ θα βλέπεις κάτι οι άλλοι θα βλέπουν σκοτάδι και κάπως έτσι θα πορευτείς μόνος, ολομόναχος.
Θα σε αποκαλέσουν αιώνιο έφηβο, ανόητο όταν θα μιλήσεις για ειρήνη, κομμούνι όταν θα κάνεις λόγο για το δίκαιο του εργαζομένου, ανθέλληνα όταν θα μιλήσεις για ισότητα, για ανθρώπινα δικαιώματα, άχρηστο επειδή δεν θα είναι αυτοσκοπός σου το χρήμα και η εξουσία, τρελό όταν θα βάλεις πιο πάνω το συμφέρον των άλλων από το δικό σου.
Θα σε κάνουν στην άκρη γιατί θα τους θυμίζεις αυτό που και αυτοί θα έπρεπε να είναι, αλλά δεν είναι.
Θα σε χλευάσουν, θα προσπαθήσουν στο περιθώριο να σε βάλουν, θα σε κυνηγήσουν γιατί τα λεγόμενα σου θα ενοχλούν τα πάσης φύσεως συμφέροντα, μικρά και μεγάλα.

Εσύ όμως αλλιώς δεν θα μπορείς να πράξεις.
Σε όποιο μέρος, σε όποια εποχή κι αν γεννηθείς ρομαντικέ εσύ άνθρωπε μην απελπιστείς, κάτι θα μείνει από το έργο σου, ακόμα κι αν σε σκοτώσουν ακόμα κι αν σε σταυρώσουν σε δύσκολες εποχές, σε αδιέξοδα, εσένα θα αναζητήσουν και εσύ θα αναστηθείς.
[Πηγήιστολόγιο ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ: http://www.apenantioxthi.com/  ]

ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ: Δέκα ποιητές, που φλερτάροντας με το Λόγο και την Ομορφιά χάραξαν δρόμους, διεύρυναν ορίζοντες

$
0
0

«Προπαντός στα χρόνια τα δικά μας, τα σακάτικα, είθισται να δολοφονούν τους ποιητές» (Νίκος Εγγονόπουλος)


Ώρα: Ποίηση!
Ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε και αφορά όλους τους ένθερμους υποστηρικτές και εραστές της Ποίησης.Οι καιροί είναι δύσκολοι και ίσως υπάρχουν καλοθελητές που ισχυρίζονται: «Για ποίηση θα μιλάμε τώρα!».Και μοιραία μου έρχονται στο μυαλό οι ηχηροί στίχοι του Εγγονόπουλου  «Προπαντός στα χρόνια τα δικά μας, τα σακάτικα, είθισται να δολοφονούν τους ποιητές».Κι όμως η ποίηση είναι πάντα παρούσα και με αυθάδεια και τόλμη αντιμιλά σε όσους την περιφρονούν ή άδικα την απαξιώνουν. Κι οι ποιητές δεν σιωπούν, αντίθετα πεισμώνουν και προχωρούν. Ένας τίτλος λοιπόν: «Ποιητές στη Σκιά». Δέκα ποιητές: Άρης Αλεξάνδρου, Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Ελένη Βακαλό, Νικόλας  Κάλας, Νίκος Καρούζος, Μιχάλης Κατσαρός, Τάσος Λειβαδίτης, Μίλτος Σαχτούρης, Γιάννης Σκαρίμπας, Μάτση Χατζηλαζάρου. Αυθεντικές φωνές, τολμηρές και μόνες, δεν είχαν προφανή θέση σε τελετές βράβευσης, αφιερώματα και επετείους.Μα χάραξαν δρόμους, διεύρυναν ορίζοντες, φλέρταραν με τον Λόγο και την Ομορφιά, έδωσαν με την πένα τους τη δική τους μάχη.Μπορεί να μην προβλήθηκαν, για ποικίλους λόγους, όσο άλλοι ομότεχνοί τους, αλλά προσέφεραν άπειρα ανεκτίμητα πράγματα στην τέχνη της Ποίησης και στον Πολιτισμό.

Η ιστορία έχει ως εξής:Το εν λόγω βιβλίο προέκυψε από τον ομότιτλο πρώτο κύκλο αφιερωμάτων στους παραπάνω ποιητές, που έλαβε χώρα στο Αrt Bar «Ποιήματα και Εγκλήματα» των εκδόσεων Γαβριηλίδης. Αυτός ο κύκλος αφιερωμάτων ξεκίνησε πέρυσι τον Δεκέμβριο. Νέοι ομότεχνοι που εξέδωσαν το πρώτο τους βιβλίο μετά το 2000 επελέγησαν λόγω εκλεκτικής συγγένειας να μιλήσουν για τους Ποιητές στη Σκιά. Το ζητούμενο ήταν να καταθέσουν την προσωπική τους σχέση με τον τιμώμενο ποιητή. Πώς τον γνώρισαν, πώς ενδεχομένως επηρεάστηκαν από αυτόν στις γραφές τους, τι έμαθαν από την ποίησή του, τι πιστεύουν και τι αισθάνονται για το έργο του. Με το δικό τους προσωπικό, υποκειμενικό βλέμμα.

Με αλφαβητική σειρά μίλησαν οι ποιητές:Αντιόπη Αθανασιάδου, Δημήτρης Αθηνάκης, Ανδρέας Ανδρέου, Γιάννης Αντιόχου, Ορφέας Απέργης, Παναγιώτης Αρβανίτης, Αγγέλα Γαβρίλη, Βασιλική Γερόκωστα, Εσμεράλδα Γκέκα, Άννα Γρίβα, Βασίλης Ζηλάκος, Λένα Καλλέργη, Αντιγόνη Κατσαδήμα, Μαρία Κατσοπούλου, Χάρις Κοντού, Έλσα Κορνέτη, Αγγελική Κορρέ, Χρήστος Κούκης, Γιώργος Κουτούβελας, Γιώργος Λαμπράκος, Ανέστης Μελιδώνης, Ασημίνα Ξηρογιάννη, Αργύρης Παλούκας, Ευτυχία Παναγιώτου, Ιορδάνης Παπαδόπουλος, Νέστορας Πουλάκος, Θοδωρής Ρακόπουλος, Βασίλης Ρούβαλης, Λένα Σαμαρά, Ηλίας Σεφερλής και Χρήστος Τριαντάφυλλου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου). Τα  ενδιαφέροντα κείμενα που έγραψαν για τον ποιητή που ανέλαβαν να παρουσιάσουν περιέχονται στον τόμο.

Ο ποιητής και μεταφραστής Γιώργος Μπλάνας, που  είχε τη συνολική επιμέλεια του κύκλου, καθώς και την ευθύνη της ανθολόγησης των ποιημάτων που διαβάστηκαν από σπουδαίους ηθοποιούς, αναφέρει χαρακτηριστικά στον πρόλογο του βιβλίου: «Στόχος των εισηγήσεων ήταν η απαλλαγή από τα στερεότυπα των κριτικών παραδειγμάτων του 20ου αιώνα. Σήμερα δεν ενδιαφέρει κανέναν ελεύθερο άνθρωπο η θέση κάθε ποιητή στην Ιστορία της λογοτεχνίας, ούτε η “αποτίμηση” του έργου του. Για να αποτιμήσεις ένα έργο χρειάζεται ένα αξιολογικό σύστημα. Αλλά κανείς δεν χρειάζεται σήμερα ένα αξιολογικό σύστημα, γιατί δεν υπάρχουν διαφανείς αρχές πάνω στις οποίες μπορεί να βασιστεί. Έτσι κι αλλιώς, κάθε ποιητής διατηρεί το αναφαίρετο δικαίωμα να πιστεύει αυτό που πιστεύει, με μόνο επιχείρημα την ποιότητα του έργου του. Και ίσως αυτό να είναι το πιο ακλόνητο δεδομένο. Κάθε ποιητής, θέλει δεν θέλει, είναι συνάδελφος των παλαιότερων και δεν πρέπει να φοβάται την παράφορη δύναμη της φωνής του».

Η ύλη των αφιερωμάτων για τους δέκα ποιητές  δημοσιεύεται σ’ αυτόν τον τόμο. Το βιβλίο ξεκινά με μια ουσιαστική εισαγωγή από τον Γιώργο Μπλάνα. Έπειτα ανθολογούνται ένας ένας οι ποιητές και  με αντιπροσωπευτικά τους ποιήματα. Το σχήμα είναι: είσοδος / κείμενα νέων ποιητών / ανθολόγηση / έξοδος.Ο δεύτερος κύκλος αφιερωμάτων που συνδιοργανώνουν οι εκδόσεις Γαβριηλίδης και η ΕΡΑ έχει ήδη ξεκινήσει, οπότε αναμένεται και άλλος τόμος. Οι νέοι συνδιαλέγονται με το ποιητικό παρελθόν που είναι όμως πάντα παρόν, το καινούριο αναμειγνύεται με το παλιό αίμα, οι ζυμώσεις είναι δημιουργικές προκλητικές και συνάμα ελπιδοφόρες!
[ΠΗΓΗ: Ασημίνα Ξηρογιάννη, BOOKSTANDhttp://bookstand.gr/ ]

Θα μπορούσαμε να είχαμε μεγαλώσει σ’ ένα πιο ευρύχωρο κλουβί με πιο ευκίνητους σπονδύλους…

$
0
0

Επανέρχομαι σ’ ένα εδώ χωρίς τόπο κι ενσωματώνομαι μέσα του. Χαμένος απ’ τις μυστικές μουσικές των πρωινών. Χαμένος απ’ απ’ τα μέρη όπου συναντάς ανθρώπους δίχως πρόσωπο, χωρίς να τους συναντήσεις! Ούτε μια μικρή επιφάνεια για να ξαπλώσεις το χρόνο… Και λίγο πριν σε διαμελίσει ο σφυγμός του σύμπαντος χάνεις τον έλεγχο…

THEWARZONE
Κοφτερές οι ανάσες των βράχων. Χαμηλό το ύψος των αστεριών.Αμείλικτη κι αυστηρή η φωνή σου. Θα μπορούσαμε να’ χαμε μεγαλώσει σ’ ένα πιο ευρύχωρο κλουβί ξέρεις. Με πιο ευκίνητους σπόνδυλους, με μικρότερο κενό και μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσά μας. Δε με πληγώνουν τα χείλη σου πια. Τα λυμένα παπούτσια, οι απαιτητικοί καρποί σου. Η υγρασία μου στέγνωσε, όλη, μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς χαραμάδες. Μελανιασμένα δάκρυα σ’ αδιέξοδα πρόσωπα επιστρέφουν στην ανυποχώρητη σιωπή μου. Σ’ ένα δάσος που κυλάει αλμυρό νερό και η θάλασσα φεύγει.

Πατέρα δε σου θυμώνω. Μητέρα δε σ’ αγαπώ. Θα προτιμούσα να σας ανήκω λιγότερο. Να μη σας ανήκω καθόλου.Να με ξυπνάει το κλάμα του σκύλου. Κι η ευαισθησία μου να τινάζεται σ’ έναν ουρανό χωρίς θερμοκρασία και χωρίς βλάστηση. Να διαρκεί η γαλάζια ώρα. Να διαρκεί. Ανοίγω τα χέρια μου κι ο άνεμος σχίζεται. Θα ήθελα να δραπετεύσω απ’ το μακριά κι από εσένα. Εσένα που έχεις ένα όνομα. Ένα όνομα που μου θυμίζει τόσο το δικό μου. Όχι αυτό που έχω. Αυτό που θα έπρεπε να έχω. Μα εγώ θέλω να διαφύγω απ’ το μακριά κι από εσένα. Θέλω να μείνω για λίγο γυμνός μπροστά στο ακατάκτητο είναι. Σε μια γη ακατοίκητη.

Οι πληγές σου ξερές και οι κραυγές σου ζεστές. Κι εγώ έχω δυο μάτια που τ’ αναπνέουν όλα.Επανέρχομαι σ’ ένα εδώ χωρίς τόπο κι ενσωματώνομαι μέσα του. Χαμένος απ’ τις μυστικές μουσικές των πρωινών. Χαμένος απ’ τη γαλάζια θάλασσα. Τρώω απ’ τα χέρια σου και η συμπάγεια της οροφής ρυθμίζει το ύψος της ανάσας μου. Σκεπάζω το πρόσωπό μου μη λερωθεί απ’ τη βροχή και την αδιαφανή όψη σου. Πνίγω αυτόν που είμαι μέσα σ’ ανείπωτες κραυγές. Και οδεύω προς την φθορά και την ομοίωση. Σε σφίγγω, με σφίγγω σε μέσα σε μια θανατηφόρα αγκαλιά.

Σκοτεινή η μήτρα που αφαιρεί τη ζωή. Η αναπαραγωγή είναι μια εμπόλεμη ζώνη.Ριχτήκαμε από νωρίς στα κοφτερά βράχια, την απειλητική τη θάλασσα. Τους απαιτητικούς καρπούς. Αναπτύξαμε άμυνες, βαριές και αυτοσχέδιες, που μας σκλήρυναν. Μας σκλήρυναν. Εμάς τους ίδιους και το φλοιό της γης. Δε σου θυμώνω πια. Μέσα σε τόση δυσκαμψία οι επιλογές ελάχιστες. Δε σου θυμώνω. Δε σ’ αγαπώ. Κι αυτό συνεχίζεται.


CONTROL
Χάνω τον έλεγχο. Χάνεις τον έλεγχο. Χάνει τον έλεγχο.

Ξεκινάς να τρέχεις πίσω από κάτι που δε θυμάσαι πια. Μια σειρά από αλλόκοτα βαγόνια παρελαύνουν μπροστά σου σ’ έναν ιλιγγιώδη ρυθμό και είναι αδύνατο να φτάσεις εκεί. Στο μεταξύ τρέχεις, τρέχεις και τρέχεις. Περνάς από μέρη χωρίς να περνάς. Συναντάς ανθρώπους χωρίς να τους συναντήσεις. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Ούτε μια μικρή επιφάνεια για να ξαπλώσεις το χρόνο.
Συνεχίζεις να τρέχεις.Ευθυτενής και αλαχάνιαστος. Έχεις επιβάλλει, νομίζεις, το ρυθμό σου στο σφυγμό του σύμπαντος.Είναι για αυτό που διακρίνεις κι άλλους να σ’ ακολουθούν, λες. Τρέχετε όλοι ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, ίσκιοι κορμιών, μέσα σ’ έναν αδιευκρίνιστο πανικό. Σ’ ένα άγχος χωρίς ομπρέλα. Κοιτάζεις τη φιγούρα του πισινού σου που σε λίγο τρέχει πλάι σου. Τον παρατηρείς για λίγο. Τα μάτια σου ισορροπούν στην ευθεία του προσώπου του. Και λες, με βοηθάει να ξεπερνάω τον πόνο.

Στο μεταξύ τρέχεις και τρέχεις. Ευθυτενής και αλαχάνιαστος.Μερικοί απ’ τους πισινούς σου χάνουν το βήμα τους κι αρπάζονται από την πλάτη σου. Δεν πειράζει, προσποιείσαι. Δεν θυμάσαι κανένα δέντρο να παραπονέθηκε επειδή ένα σπουργίτι διάλεξε τα κλαδιά του για να περάσει τη μέρα. Όμως η δική σου ιστορία δεν μοιάζει καθόλου με του σπουργιτιού και του πλάτανου. Το ξέρεις.

Συνεχίζεις να τρέχεις πίσω από αυτό που ξεκίνησες και δε θυμάσαι πια. Στο μεταξύ ροκανίζεις με τα δόντια τα μέλη εκείνων που κρεμιούνται από πάνω σου. Με βοηθάνε να ξεπερνάω τον πόνο, ψιθυρίζεις με μια βουβή ενοχή. Και τρέχεις και τρέχεις και στο μεταξύ περνάνε στη σειρά κι αλαχάνιαστες οι μέρες που δεν θα ζήσεις. Που δεν έζησες. Οι τόποι που περνάς χωρίς να περάσεις. Όλα τους άνθρωποι δίχως πρόσωπο.

Συνεχίζεις να τρέχεις. Όχι τόσο ευθυτενής. Όχι τόσο αλαχάνιαστος.Κοιτάς μετά βίας πίσω σου. Κι έχουν πληθύνει αυτοί που σε βοηθούν να ξεπερνάς τον πόνο. Δε θες να τους προδώσεις. Νιώθεις το βάρος τους. Σ’ ακολουθούν, ευθυτενείς και αλαχάνιαστοι, νομίζουν, έχουν επιβάλλει το ρυθμό τους στο σφυγμό του σύμπαντος. Συνεχίζεις πια χωρίς να το αισθάνεσαι. Μια αμαξοστοιχία συρμών στον ίδιο ρυθμό, στην ίδια απόσταση, στην ίδια μοναξιά. Έρημος σ’ όλα αυτά τα ανέγγιχτα που περνάνε. Και λίγο πριν σε διαμελίσει ο σφυγμός του σύμπαντος, δε προλαβαίνεις να σκεφτείς μεγαλύτερη καταστροφή από εκείνη που σου προκάλεσαν όσοι σε βοηθούν να ξεπερνάς τον πόνο…

Χάνω τον έλεγχο. Χάνεις τον έλεγχο. Χάνει τον έλεγχο.

 [ΠΗΓΗ: Γιώργος Ευθυμίου, ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΟΝΕΙΡΟΥ – αναρτήθηκε στο ΝΟΥέΝΤΕ http://duendemagazine.gr/ ]

Από την ελευθερία της φαντασίας έρχομαι και στην κορφή… προσγείωση στον αγώνα της επιβίωσης

$
0
0

Α] ΑΠΟΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΡΧΟΜΑΙ: Ήμασταν, όταν ήμασταν παιδιά, μοναδικοί μάγοι. Θα γίνουμε, ως ενήλικοι, αγέλη;


Τελικά, ποια ηλικία μας ανήκει περισσότερο από την παιδική, στην οποία, πραγματικά, εξαρτιόμαστε από άλλους;Τα πάντα είναι πιο αργά στην παιδική ηλικία. Οι διακοπές μας φαίνονται απολαυστικά αιώνιες. Το ίδιο και τα ωράρια του σχολείου. Παρόλο που είμαστε προσκολλημένοι στο σχολείο και ιδιαίτερα στην οικογένεια, έχουμε σε αυτή την περίοδο της ζωής μας περισσότερη ελευθερία από οποιαδήποτε άλλη απέναντι σε αυτά που μας δένουν. Αυτό οφείλεται, πιστεύω, στο ότι η ελευθερία στην παιδική ηλικία ταυτίζεται με τη φαντασία,κι αφού στην τελευταία όλα είναι δυνατά, η ελευθερία να είμαστε πάνω από την οικογένεια και το σχολείο πετάει ψηλότερα και μας επιτρέπει να ζούμε σε μεγαλύτερη απόσταση, παρά στις ηλικίες στις οποίες πρέπει να συμμορφωθούμε για να επιβιώσουμε, να προσαρμοστούμε στους ρυθμούς της επαγγελματικής ζωής και να υποστούμε κανόνες κληρονομημένους και αποδεκτούς από ένα είδος γενικού κομφορμισμού. Ήμασταν, όταν ήμασταν παιδιά, μοναδικοί μάγοι. Θα γίνουμε, ως ενήλικοι, αγέλη.
[ΠΗΓΗ: Κάρλος Φουέντες – Η θέληση και η τύχη, εκδ. Καστανιώτη, 2011, μτφ. Μαργαρίτα Μπονάτσου, σ. 73 [Carlos Fuentes, La voluntad y la fortuna, 2008].

β] ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΡΦΗ… Η ΚΑΝΕΛΑ: στο δρόμο γεννιούνται οι συνειδήσεις και το πολιτικό καθήκον της αντίδρασης στη βαρβαρότητα!


Οι παλιοί φόβοι έχουν πια αντικατασταθεί. Δεν υπάρχει χώρος για άγχη σχετικά με σπουδές, μακρινά ταξίδια, δημιουργικές διαδικασίες και καλύτερους μισθούς. Στην κορυφή πια θρονιάστηκε για τα καλά η αγωνία της επιβίωσης. Ξαφνικά –μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια–, σε δύο και κάτι χρόνια, συναντήσαμε την αγωνία των παππούδων μας. Σα να κάναμε ένα τυφλό άλμα προς τα πίσω. Ένα παρελθόν ζόρικο, αλλά στα μυαλά μας κάπως τρυφερό, έρχεται να πάρει μια εκδίκηση που δεν ζήτησε ποτέ. Αναζητώ ένα μαγνητοφωνάκι, στο οποίο ο Ά. έγραφε τις αφηγήσεις του παππού μας. Την ώρα που ακούω για την τότε δυσκολία, για την κούρασή τους, ανοίγω τα μάτια. Είναι σημερινός ο άνθρωπος που έχει χωθεί μέχρι τη μέση στον κάδο των σκουπιδιών. Είναι σημερινή εκείνη που γλίστρησε μέσα απ’ τα χέρια μας στο Παγκράτι, στο ίδιο Παγκράτι που μεγαλώσαμε κάποτε, χαζοχαρούμενοι και αθώοι.
Όλα μπερδεύονται γλυκά.
Με κομμένη την ανάσα παρακολουθούμε Δευτέρα βράδυ την εκπομπή στη ΝΕΤ, αναζητώντας κάποιες ελάχιστες εξηγήσεις. Μέσα σε δέκα λεπτά ο Πάσχος Μανδραβέλης μας έχει πει ότι δεν υπάρχει καμιά άλλη βία εκτός απ’ τη φυσική. Ας μην ξεχειλώνουμε τους ορισμούς, για να εξυπηρετήσουμε την έμφυτη αριστερή μας έφεση στον λαϊκισμό. Ύστερα η Αφροδίτη Αλ Σάλεχ μας λέει ότι ο Δεκέμβριος του 2008, ο αγώνας της Κερατέας, τα γιαούρτια συνετέλεσαν στον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας. Χαμηλώνω τον ήχο, αλλά νομίζω πως ακούω να λέει ότι όλα αυτά σχεδόν βοήθησαν τη Χρυσή Αυγή να θριαμβεύσει. Κοιτάζω γύρω μου μερικούς ανθρώπους που βρέθηκαν σε διαδηλώσεις το 2008, που διάβαζαν και υποστήριζαν τον κόσμο της Κερατέας. Μιλάνε, και περιμένω ν’ ακούσω ρατσιστικές κορώνες, περιμένω ότι θα πουν κάτι ελάχιστο που θα με κάνει να καταλάβω τη συμβολή τους στο ποσοστό του Μιχαλολιάκου. Δεν βρίσκω, αλλά επιμένω να τους κοιτάζω προσεκτικά, σχεδόν εξεταστικά.
Όλα μπερδεύονται γλυκά.
Λίγο πριν ψηφιστεί οριστικά ο προϋπολογισμός, ο υπουργός Οικονομικών, ο τεχνοκράτης, ο άνθρωπος που μιλάει με νούμερα, ανεβαίνει στο βήμα. Γυρίζει προς τον Τσίπρα και ρωτάει με όλο το ύφος του κόσμου: «Πού ζείτε;». Εδώ συμβαίνει μια αλλόκοτη έκρηξη. Μιλάει ο άνθρωπος που αποφασίζει για την ανεργία των άλλων, που προστάζει να ζήσουμε με 586€, να μην αποζημιωθούμε αν απολυθούμε, να πληρώσουμε χαράτσι, να ζήσουμε με επίδομα ανεργίας 360€. Αυτός ο άνθρωπος, έξω και μακριά απ’ όλες αυτές τις περιστάσεις, έξω και μακριά από κάθε πραγματικότητα ρωτάει: «Πού ζείτε;». Δεν υπάρχει, κύριοι, λέει καμία άλλη εναλλακτική, δεν υπάρχει καμία άλλη εφικτή λύση. Συνεπώς, ο μόνος που ζει εδώ, σ’ αυτό το ένα και μοναδικό παρόν, στην αληθινή εκδοχή του κόσμου, είναι ο Στουρνάρας. Δυο-τρεις μέρες πριν απ’ τον προϋπολογισμό, σε επίσκεψη στο πατρικό μου, η μικρή ξαδέρφη μου λέει για την παιδική της φίλη: «Έπιασε δουλειά στο τάδε πολυκατάστημα [σ.σ.: απ’ τα πιο γνωστά του κέντρου]. Πενθήμερο, οκτάωρο, 510 ευρώ μεικτά». Με πιάνει ένα ξαφνικό αίσθημα ντροπής. Πάω να κάνω μερικές πράξεις στο μυαλό μου, δεν βγαίνουν με τίποτα, σταματάω. «Πού ζείτε;». Αλήθεια, πού ζείτε; Άραγε, εκεί, συναντώνται ποτέ ο κόσμος του Στουρνάρα και ο κόσμος της παιδικής φίλης της ξαδέρφης;
Όλα μπερδεύονται γλυκά.
Κανένα μπέρδεμα δεν είναι αρκετά εντυπωσιακό πια. Δεν με εντυπωσιάζει που μπερδεύουν τον ναζισμό με τη διαμαρτυρία ενάντια στην εξαθλίωση. Που τοποθετούν τον αγώνα των κατοίκων της Κερατέας ή στις Σκουριές μαζί με τη ρατσιστική επίθεση στις λαϊκές αγορές απ’ τους Χρυσαυγίτες. Όλα έχουν μπερδευτεί γλυκά από καιρό.
Από τότε που ο Μάνος Ελευθερίου εμφανίστηκε στην εκπομπή του Θέμου Αναστασιάδη (και μάλιστα μετά το σκάνδαλο με τη βαλίτσα), από τότε που ο Ρέμος τραγούδησε Θεοδωράκη, από τότε που ο Λυκουρέζος ανέβηκε μαζί με το Σαββόπουλο στο πάλκο για να τραγουδήσουν το «Εμείς του εξήντα οι εκδρομείς», από τότε που στην εκπομπή του Σταύρου Θεοδωράκη ειπώθηκε εκείνο το «ακτιβιστής της δεξιάς», από τότε που στην Καθημερινήτο ΛΑΟΣ έγινε το κόμμα της ευθύνης και πάει λέγοντας.
Η θεωρία των δύο άκρων δεν είναι μόνο πολιτικά επικίνδυνη ή ιστορικά αστήριχτη. Είναι επίσης ο τρόπος να επιταθεί η περιρρέουσα σύγχυση και να γίνει ακόμη δυσκολότερη η αναζήτηση αυτού του περίφημου νοήματος. Ο επίσημος λόγος, οι διάφορες ερμηνείες που εξαπολύονται εναντίον μας σαν ριπές ενός φανταστικού όπλου, δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να θολώνουν τα βλέμματα και να φουντώνουν έτσι αόριστα τη συλλογική ενοχή. Στην πραγματικότητα, περιφρονούν βαθύτατα όλο αυτόν τον κόσμο που δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτό το ειρωνικό «Πού ζείτε;». Περιφρονούν όσους, με όλες τις αντιφάσεις, τις στρεβλώσεις, τα προηγούμενα ή και σημερινά λάθη τους, προσπαθούν να ψελλίσουν ότι, απλά, δεν μπορούν να ζήσουν με 510€ μεικτά.
Όμως, όπως λέει ένα παλιό αναρχικό σύνθημα: «Στο δρόμο γεννιούνται οι συνειδήσεις». Στην περίπτωσή μας, και όπως το είχε θέσει ήδη από το 2005 ο Ευγένιος Αρανίτσης, η υποχρέωση να αντιδράς στην περιφρόνηση δεν είναι κάτι άλλο από πολιτικό καθήκον.

[ΠΗΓΗ Σπύρος Παπαδόπουλος, ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ «το βυτίο» http://tovytio.wordpress.com/)

Η μοναξιά ήταν πάντα μια γλυκιά απουσία βλεμμάτων

$
0
0

Όταν πρωτοείδα αυτό το βίντεο το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο νου ήταν η Ανιές, η ηρωίδα της Αθανασίας του Κούντερα, να διασχίζει κρυμμένη πίσω από τη μικρή της μυοσωτίδα τους θορυβώδεις δρόμους του Παρισιού.

Στη σύντομη ζωή των 400 σελίδων της, υπάρχουν τρείς σκηνές, τρεις σκηνές μόνο, που ιχνογραφούν, για μένα τουλάχιστον, την απόκοσμη γοητεία της. Η πρώτη αυτή που μόλις κι αναφέρθηκε, η Ανιές να διασχίζει τη μεγάλη λεωφόρο του Παρισιού, κι ένα κύμα ασχήμιας να τη χτυπά καταπρόσωπο μαζί και ο ιδρώτας των ανθρώπων και οι θόρυβοι της ασφάλτου και οι μουσικές των μαγαζιών και τα βλέμματα των άλλων, ειδικά αυτά. «Η μοναξιά», θα πει αργότερα, «ήταν πάντα αυτό, μια γλυκειά απουσία βλεμμάτων».Σ’ αυτή λοιπόν τη θορυβώδη λεωφόρο η Ανιές θα κλείσει τα μάτια της, στη μέση του κόσμου, ενός κόσμου που συνωστίζεται γύρω της θορυβώντας. Αυτό που τώρα η Ανιές θα επιθυμούσε να είχε, είναι ένα μικρό βλασταράκι μυοσωτίδας, «ένα λεπτό κοτσάνι που καταλήγει σ’ ένα λουλούδι μικροσκοπικό. Θα βγει μ’ αυτό στο δρόμο κρατώντας το μπροστά στο πρόσωπο της, με το βλέμμα της επάνω του, ώσπου να μην βλέπει τίποτ’ άλλο από αυτό το ωραίο γαλάζιο σημείο, ύστατη εικόνα από ένα κόσμο που έχει πάψει ν’ αγαπάει. Θα διασχίζει λοιπόν έτσι τους δρόμους του Παρισιού και οι άνθρωποι σύντομα θα την αναγνωρίζουν, τα παιδιά θα την παίρνουν από πίσω, θα τη κοροϊδεύουν και θα τις πετάνε σαΐτες, και όλο το Παρίσι θα την φωνάζει η τρελή με τη μυοσωτίδα.»Διέσχιζε σχεδόν υπνωτισμένη το πλήθος των ανθρώπων, κανείς δεν τις έκανε τόπο για να περάσει, ούτε τα μικρά παιδιά και τότε αυτή για να αποφύγει τα χτυπήματα τους θα κατέβει στην άσφαλτο, συνεχίζοντας τη πορεία της ανάμεσα στην μανιακή κίνηση των αυτοκινήτων. Προχωρώντας, ένας νέος θόρυβος θα διακόψει την πορεία της, μια ομάδα αντρών με κομπρεσέρ και ο μανιακός τους θόρυβος και ξάφνου μια φούγκα του Μπαχ ν’ ακούγεται από το ανοιχτό παράθυρο του τελευταίου ορόφου, άλλη μια μυοσωτίδα σ’ αυτή την απελπισία, άλλη μια στάση της Ανιές. Η φούγκα του Μπαχ όμως δεν μπορούσε να νικήσει το θόρυβο τους. Θα κλείσει τ’ αυτιά της.

Η Ανιές δεν αντέχει την οικειότητα των ανθρώπων, όπως δεν την άντεχε και ο πατέρας της, τον σκέφτεται τώρα να γραπώνεται απ' την κουπαστή του πλοίου που βούλιαζε αρνούμενος να ποδοπατηθεί μέσα στην θορυβώδη προσπάθεια των άλλων να καταλάβουν τις σωσίβιες λέμβους. «Όταν πέθανε ο πατέρας της, η Ανιές χρειάστηκε να καταρτίσει το πρόγραμμα της κηδείας. Επιθυμούσε μια τελετή χωρίς ομιλίες, με μια μουσική συνοδεία μόνο το Adagio της δέκατης συμφωνίας του Μάλερ, ένα κομμάτι που αγαπούσε ο πατέρας της. Η μουσική αυτή όμως ήταν τρομακτικά θλιβερή και η Ανιές φοβόταν ότι στη διάρκεια της τελετής δεν θα μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα της. Καθώς το έβρισκε απαράδεκτο να ξεσπάσει σε λυγμούς δημοσίως, έβαλε στο κασετόφωνο της μια ταινία του Adagio και την άκουσε. Μια φορά, δυο, τρείς. Η μουσική της θύμισε τον πατέρα της και έκλαψε. Έκλαψε πολύ. Στην όγδοη και ένατη φορά η μουσική εξασθένισε μέσα της, και στο δέκατο τρίτο άκουσμα η Ανιές δεν ένοιωσε τίποτε. Έτσι κατάφερε να μην κλάψει στην κηδεία του πατέρα τηςΣτη τελετή της αποχώρησης, ίσως του μοναδικού προσώπου που είχε πραγματικά αγαπήσει η Ανιές, βρήκε ξανά τη μικρή μυοσωτίδα της, έκλεισε έτσι πάλι τα μάτια και τα αυτιά της, και παρέμεινε μόνη. Δεν υπήρξε αυτό που περίμεναν οι άλλοι να δουν και να κοινωνήσουν μαζί της. Ήταν στη τελετή μια ξένη, απούσα, πέρα από τα βλέμματα των ανθρώπων. Μια δέσμη σιωπής, στο σύμπαν της απώλειας εκείνου.

Και ύστερα «Το τελευταίο απόγευμα της Ανιές», όταν αποφασίζει να επιστρέψει από την Ελβετία, από το γενέθλιο τόπο της, στο Παρίσι. Να επιστρέψει όμως μια λογική ώρα γιατί «δεν της αρέσει να οδηγεί νύχτα». Μα διασχίζοντας εκείνο το πρωινό της επιστροφής τις Άλπεις αποσβολωμένη από τη μνήμη του τοπίου, σταματά ξαφνικά το αυτοκίνητό της. «Το τοπίο γύρω της την εμπόδιζε να φύγει, την είχαν περικυκλώσει τα βουνά».Κατεβαίνει και αφήνεται πάλι στη μικρή της μυοσωτίδα, αφήνεται στη μαγεία του τοπίου, «στη σιωπή των πουλιών που αποκοιμιούνται στηvκορυφή των δέντρων»,σε ό, τι βαθειά μέσα της είχε εννοήσει ανέκαθεν ως θάνατο. Καθυστερεί λοιπόν, μένει εκεί, ακίνητη, αδύναμη, αφήνει αυτή τη σιωπή των βουνών να επιδράσει πάνω της, να τη μαγέψει, να την εκτρέψει από τον προορισμό της, απ’ το πρόγραμμα της. Η Ανιές ήταν υπάκουη πάντα μιας φωνής που την ακινητοποιούσε, μιας νοσταλγίας που την κυρίευε ως τα κατάβαθα του είναι της. Εκεί όπου εγκατέλειπε τον εαυτό της, την ελευθερία της. Το τοπίο των Άλπεων τώρα θα την απομυζήσει, θα της στερήσει όλες της τις δυνάμεις, όλες τις σκέψεις της. Μια ατιθάσευτη έλξη, και αυτή θα αφεθεί, στο χρόνο της, σ’ αυτό το χρόνο που αναγνώριζε πάντα το είναι της. Όταν σταματά και αφήνει το αυτοκίνητο πίσω της αφήνει πίσω της και όλες τις αδύνατες υπερπροσπάθειες της για να ενταχθεί στον κόσμο και στην οικογένεια της. Η Ανιές επιζητά τώρα τη σιωπή, την απόσυρση. Αποφασίζει ακαριαία μπροστά στη βαθύτερη εικόνα της νοσταλγίας ότι δεν ανήκει πουθενά. Αποδημεί, εγκαταλείπει την ανίσχυρη ούτως ή άλλως αγωνιστικότητά της και αφήνεται στην έξοδο της. Επιθυμεί αυτό που πάντα βαθιά μέσα της επιθυμούσε: τα μονοπάτια του δάσους, τις μυστικές κρυψώνες των παιδικών της χρόνων. Ανοίγει έτσι το βήμα της, παίρνει το μονοπάτι που οδηγεί προς τα δάση, στην επικράτεια των στίχων, στη βραδύτητα των παιδικών της αναμνήσεων. Γιατί αυτό που ανακαλύπτει η Ανιές μέσα στο δάσος δεν είναι τα δέντρα, τα άνθη ή τα πουλιά, δεν είναι αυτά που θα την καθηλώσουν, αλλά η απόσυρσή της από τον κόσμο, η ανακάλυψη «εκείνων των δρόμων που έχουν εκτραπεί από τον κόσμο».Μένει μόνη, σ’ αυτή τη στιγμή της εξόδου, χωρίς μάρτυρες, χωρίς βλέμματα, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς λόγια, χωρίς σκέψεις. Μόνη, στη σιωπή της απόφασής της. Μαζί με τον κόσμο μπορεί επιτέλους να απωλέσει και το εγώ της, και όλα όσα συγκροτούν το εγώ της, αυτή την κοσμική κατασκευή που αντίκριζε κάθε πρωί στο καθρέπτη και απορούσε. «Αλλά ο καθρέπτης τώρα είναι άδειος, η Ανιές παύει να είναι η Ανιές».Η Ανιές είναι μόνη, «το μη αλληλέγγυο με το ανθρώπινο γένος ήταν πάντα η στάση της», αισθάνεται ξένη, όχι μόνο μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων αλλά και μέσα στην οικογένεια της. Η βαθύτερη επιθυμία της είναι η εγκατάλειψη όλων και η επιστροφή της στα τοπία των Άλπεων. Να ζήσει εκεί, μόνη, «στη σιωπή των πουλιών», στα δάση, στα σκιερά μονοπάτια τους, στη λήθη του είναι της. Γιατί αυτό προκύπτει στην Ανιές. Δεν χάνει το εγώ της μέσα σε μια ονειροπόληση του κόσμου, αλλά μέσα στο «μη εγώ του κόσμου», στην ακύρωση του κόσμου, στην ατοπία του πένθους της. Είναι μάλιστα αυτή ακριβώς η ώρα, η ώρα του λυκόφωτος, που η Ανιές θα επιστρέψει στο αυτοκίνητο της. Αυτό το λυκόφως του κόσμου, που θα ναι και η αιτία του θανάτου της, γιατί το ατύχημα θα είναι μοιραίο. Στην επαρχιακή κλινική που θα διακομιστεί, ακόμη και εκείνη την ύστατη στιγμή που θα ψυχορραγεί πάλι αυτή τη μοναξιά θα νοσταλγεί. Όταν της ανακοινωθεί ότι ειδοποιήθηκε ο άντρας της αυτή θα αρνηθεί το βλέμμα του, θα αρνηθεί το κάθε βλέμμα, θα κλείσει τα μάτια της, θα τα κλείσει οριστικά, ένα τέταρτο πριν έρθει αυτός, ένα τέταρτο νωρίτερα, να προλάβει, να κατέβει εκεί, όπου δεν υπάρχουν τα βλέμματα των άλλων, όπου «δεν υπάρχουν πρόσωπα» για να σε κοιτούν. Αν υπάρχει ένα πρόσωπο, που έχω ταυτιστεί τόσο απόλυτα μαζί του, αυτό είναι η Ανιές, αλλά και πάλι, όπως η ίδια μου έμαθε, οι εξομολογήσεις δεν ενδιαφέρουν κανέναν.

[ΠΗΓΗ: Αποστόλης Αρτινός στα ΛΕΞΗΜΑΤΑ: http://leximata.blogspot.gr/ ]
Viewing all 535 articles
Browse latest View live