Για το κρασί, λοιπόν, εδώ ο λόγος, εδώ και για έναν από τους βαθύτερους υμνητές του, τον Ομάρ Καγιάμ, τον σπουδαίο Πέρση ποιητή, αστρονόμο, μαθηματικό και φιλόσοφο (περ. 1048-1122), από τα γραπτά του οποίου, επιστημονικά και λογοτεχνικά, δεν έχουν σωθεί πολλά.
Τον δόξασαν όλοι οι αιώνες κι όλες οι γλώσσες.Κι ακόμα τον δοξάζουν. Οι θρησκείες, πολυθεϊστικές και μονοθεϊστικές, τον τίμησαν ως σύμβολο και συμπρωταγωνιστή των τελετουργιών τους, και οι ποιητές, κατά πόδας του πατριάρχη τους του Ομήρου, δεν έπαψαν ποτέ να του αφιερώνουν τις σκέψεις τους και τα αισθήματά τους, ακόμα κι αν κάποια στιγμή έτυχε να παρασπονδήσουν, να επιλέξουν το αψέντι, ας πούμε, ή κάποιον άλλο προμηθευτή αλκοόλης. Για τον οίνο που ευφραίνει την καρδιά των ανθρώπων ο λόγος, για το κρασί, που, όπως το τραγούδησε ο Olivier Basselin στο ποίημά του «Ο έπαινος του Νώε» (το μετέφρασε στα ελληνικά ο Νίκος Εγγονόπουλος)
«δεν είν’ σαν τ’ άλλα τα πιοτά που μας σαπίζουν,
μας κόβουν τις δυνάμεις, τα κόκαλα τσακίζουν.
Εγώ σαν το τραβώ έχω την τόλμη του Ηρακλή»·
ιδού ο «ευάνωρ» οίνος του Ομήρου, αλλιώς ειπωμένος.
Για το κρασί, λοιπόν, εδώ ο λόγος, εδώ και για έναν από τους βαθύτερους υμνητές του, τον Ομάρ Καγιάμ, τον σπουδαίο Πέρση ποιητή, αστρονόμο, μαθηματικό και φιλόσοφο (περ. 1048-1122), από τα γραπτά του οποίου, επιστημονικά και λογοτεχνικά, δεν έχουν σωθεί πολλά.
Μεταφράσεις ποιημάτων του Καγιάμ στα νέα ελληνικά έχουν εκδοθεί κι άλλες βέβαια (ακόμα και στα αρχαία ελληνικά μεταφράστηκαν στίχοι του, από τον Αγγλο Crawley, τόσο μεγάλο ήταν το πάθος της Δύσης για το έργο του τον 19ο αιώνα)· ο Ανδρέας Ελ. Ριζιώτης, λόγου χάρη, μετέφρασε 75 Ρουμπαγιάτ (εκδόσεις «Δόμος», 1995), και ο Παύλος Γνευτός 103 τετράστιχα (εκδόσεις «Ερατώ», 1997). Η μεταφραστική πρόταση του Κωνσταντίνου Κατσίμπαλη ωστόσο (τώρα στις εκδόσεις «Κότινος», ενώ κυκλοφορεί και στις Εκδόσεις Γκοβόστη) διασώζει ακέραιη την αξία της, και διόλου δεν προβληματίζουν την ακοή οι σποραδικοί βαρείς ήχοι ενός μαχητικού δημοτικισμού· ο μεταφραστής έχει βαθιά γνώστη της βιοθεωρίας και κοσμοθεωρίας του μεταφραζόμενου ποιητή, όπως αποδεικνύει και το επίμετρό του, παρακολουθεί με προσοχή τη φόρμα ομοιοκαταληξίας που διέπει τα ρουμπαγιάτ («ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τελευταίος στίχος ριμάρουν μεταξύ τους και ο τρίτος είναι λυτός)», και επιπλέον βασίστηκε «στο αρχαιότερο, το πιο αξιόπιστο και το πιο άρτιο χειρόγραφο», της Βοδλεϊανής Βιβλιοθήκης (το οποίο δεν είναι τραυματισμένο ή αλλοιωμένο από τα «παραγεμίσματα» των μεταφραστών) και σε «αγγλικές και γαλλικές λέξη προς λέξη ερμηνείες».
Τα «παραγεμίσματα» λοιπόν αυτά είναι τετράστιχα (αυτό σημαίνει η λέξη ρουμπαγιάτ) που έπλασαν οι Ευρωπαίοι μεταφραστές κατά τον τρόπο του Καγιάμ, κατά τον εξωτερικότερο μάλιστα τρόπο του· ήδη η πρώτη μετάφραση τετράστιχων του Καγιάμ στα αγγλικά το 1858, από τον Εντουαρντ Φιτζέραλνττο 1858, στον οποίο οφείλει η Δύση τη γνωριμία της με τον Πέρση ποιητή, έχει χαρακτηριστεί «ωραία άπιστη». Με τον ίδιο περίπου τρόπο, του «εμπλουτισμού» ή της «διογκώσεως», ως γνωστόν, πλάστηκαν τα ανακρεόντεια λεγόμενα ποιήματα κατ’ απομίμηση της συμποτικής και ερωτικής ποίησης του Ανακρέοντα, του μεγάλου λυρικού ποιητή από την Τέω, που έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ.
Αν ο Ομάρ Καγιάμ γνώριζε το έργο ή έστω τη φήμη του Ανακρέοντα δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι, όπως σημειώνει και ο Κ. Κατσίμπαλης, ότι ο Πέρσης στοχαστής, ο πιο άξιος μαθητής του Αβικέννα, «ήξερε την αρχαία ελληνική φιλοσοφία»,το δε «πολιτικό του σύστημα είχε βάση τον Πλάτωνα»·στα σωζόμενα έργα του άλλωστε συμπεριλαμβάνεται μια πραγματεία για τον Ευκλείδη. Επίσης βέβαιο είναι ότι όσο αδικήθηκε ο Ανακρέων από μεταγενεστέρους του, οι οποίοι, παραποιώντας ή παραγνωρίζοντας την ουσία της ποίησής του, έφτασαν να τον θεωρούν άσκεπτο γλεντοκόπο και ελαφρό ερωτογράφο, «μεθυσμένο ποιητή» και τίποτε σοβαρότερο, επειδή δεν ήξεραν οι πολλοί πως όταν έγραφε προσποιούνταν τον μεθυσμένο ενώ δεν είχε πιει, όπως σημειώνει ο Αθήναιος («ουκ ειδότων των πολλών ότι νήφων εν τω γράφειν και αγαθός ων προσποιείται μεθύειν») άλλο τόσο αδικήθηκε και ο Ομάρ Καγιάμ, και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Και το δικό του έργο, δηλαδή, θεωρήθηκε σαν να αποτελείται από μια φλούδα καλοζωισμού και οινολογικής ελαφρότητας, και δεν έγινε έτσι αντιληπτό το θρησκευτικό και φιλοσοφικό βάθος από το οποίο ανέβαιναν οι λέξεις του, λέξεις «βέβηλες» για το μουσουλμανικό ιερατείο, για να μορφοποιήσουν τον στοχασμό του με σαφήνεια και οξύτητα.
Όχι χωρίς λόγο, ο Ομάρ Καγιάμ συσχετίστηκε από άλλους με τον Σοπενάουερ, τον Νίτσε και τον βιβλικό Εκκλησιαστή για τον πεσιμισμό του, και από άλλους (τον Ερνέστ Ρενάν, λόγου χάρη) με τον Βολταίρο, για την εναντίωσή του στη θρησκοληψία·τα περσικά τραγούδια του κρασιού, υπογραμμίζει ο Κ. Κατσίμπαλης παραπέμποντας στους μελετητές του έργου του Καγιάμ, «είναι μια διαμαρτυρία για το Κοράνι, για τους θρησκομανήδες, για την πίεση που κάνει ο θρησκευτικός νόμος στη φύση και τη λογική. Ο άνθρωπος που πίνει είναι για τον ποιητή ο άνθρωπος ο χειραφετημένος, ο ξεσκλαβωμένος και το κρασί σύμβολο της θεϊκής μέθης». Το κρασί δεν είναι μόνο απτή απόλαυση στην ποίησή του· είναι μια μεταφορά, μια υπεράσπιση του πνεύματος που γνωρίζει ότι για να ακεραιωθεί και να υψωθεί οφείλει να μην απαρνηθεί τη σάρκα.
Στα ποιητικά μαθηματικά του Ομάρ Καγιάμ, το κρασί, πηγή ανεξάντλητη μιας απαγορευμένης ελευθερίας, αξίζει όσο χιλιάδες θρησκείες:
«Ένα ποτήρι με κρασί, θρησκείες χιλιάδες κάνει,
και για της Κίνας τ’ αγαθά μια ρουφηξιά του φτάνει·
όξω από σένα ρουμπινί κρασάκι μου δεν είναι
στον κόσμο αυτόν άλλο ξινό, τόσο γλυκά να πιάνει».
Αλλά και για να μετρήσει την αξία των βασιλείων και της δύναμης, τα ίδια «υγρά» σταθμά διαθέτει ο αμφισβητίας Καγιάμ:
«Κάλλιο από νέο βασίλειο και μια γουλιά κρασιού παλιού·
μην παίρνεις δρόμον άλλονε παρά το δρόμο του κρασιού·
μια κούπα αξίζει κι εκατό του Φεριδούν βασίλεια·
κάλλιο απ’ το στέμμα του Χοσρόη καπάκι τούβλινο σταμνιού!»
Έχουνε περάσει αιώνες κι αιώνες, θεοί και βασιλιάδες ήλθαν και παρήλθαν, και, με αναπάντητα τα θεμελιώδη ερωτήματα περί ανθρωπίνης υπάρξεως, είναι σαν να ξανατονίζει ο Ομάρ Καγιάμ με το αμέσως παραπάνω ποίημά του όσα ελευθερόφρονα κήρυσσαν οι εξής στίχοι που αποδίδονταν στον Ανακρέοντα:
«Τα πλούτη δεν με νοιάζουνε του Γύγη,
του βασιλιά των Σάρδεων,
και ο χρυσός δεν με τραβάει
μήτε ζηλεύω τους τυράννους.
Μία η έγνοια μου: να βρέχω
τη γενειάδα μου με μύρα,
με ρόδα το κεφάλι μου να στέφω.
Το σήμερα με καίει.
Το αύριο ποιος το γνωρίζει».
Γι’ αυτό το «τώρα» καίγεται και ο Καγιάμ, αλλά με το αποφασισμένο πάθος ενός θρησκειομάχου που ζει μάλιστα σε περιβάλλον ανελεύθερο:
«Κοίτα τα κακουργήματα που ο Ουρανός μάς κάνει,
κι άδειος που ο κόσμος φαίνεται σα φίλος σου πεθάνει·
για τούτο κοίταζε να ζεις όσο μπορείς για σένα,
γλέντα τό Τώρα... τα παλιά μυρίζουνε λιβάνι».
Ναι, έχουμε λόγους να εικάζουμε ότι και ο Καγιάμ, όπως ο Ανακρέων, μηχανεύτηκε την προσποίηση της μέθης για να ελευθερώσει την ποίησή του, που είναι κάτι βαθύτερο από ηδονόπληκτη.
[ΠΗΓΗ: Παντελής Μπουκαλας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ]
Για τα ΡΟΥΜΠΑΓΙΑΤ του Ομάρ Καγιάμ διάβασε και την ενδιαφέρουσα ιστορία του Χόρχε Λουις Μπόρχες ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΕΔΟΥΑΡΔΟΥ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ από το βιβλίο του Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ και άλλα κείμενα (στο Ιστολόγιο: Ιστολόγιο: ΜΥΟΣΩΤΙΔΕΣ στην Ανέμη των Λέξεων: φωνήεν Άλμπατρος, Ποίημα σύμφωνο με πετροκότσυφες και χελιδόνια με ΚΛΙΚ στον παρακάτω υπότιτλο:
Είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα και ολωσδιόλου επίσης θαυμαστό να δεχτούμε, αντί γι’ αυτά τα υπερφυσικά πράγματα, την ενέργεια μιας εύνοιας της τύχης. Τα σύννεφα παίρνουν κάποτε τη μορφή βουνών ή λεόντων. Κατά κάποιον ανάλογο τρόπο, η μελαγχολία του Εδουάρδου Φιτζέραλντ κι ένα κιτρινισμένο χειρόγραφο γιομάτο από άλικα σημάδια, ξεχασμένο σ’ ένα ράφι της Βοδλεϊάνας της Οξφόρδης, πήραν για δική μας ευτυχία τη μορφή του Ποιήματος όπου η Ιστορία του Σύμπαντος είναι μια παράσταση την οποία ο Θεός ή ο ποιητής πρόσωπο του Θεού στιγμιαίο, συλλαμβάνει, τη φανερώνει και τη διαλογίζεται καθ’ εαυτήν…