Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all 535 articles
Browse latest View live

Η ποιητική φιλοσοφία του Ομάρ Καγιάμ στα 158 Ρουμπαγιάτ του (τετράστιχα όπου ο 1ος, ο 2ος και τελευταίος στίχος ριμάρουν ενώ ο 3ος είναι λυτός)

$
0
0

Για το κρασί, λοιπόν, εδώ ο λόγος, εδώ και για έναν από τους βαθύτερους υμνητές του, τον Ομάρ Καγιάμ, τον σπουδαίο Πέρση ποιητή, αστρονόμο, μαθηματικό και φιλόσοφο (περ. 1048-1122), από τα γραπτά του οποίου, επιστημονικά και λογοτεχνικά, δεν έχουν σωθεί πολλά.


 Τον δόξασαν όλοι οι αιώνες κι όλες οι γλώσσες.Κι ακόμα τον δοξάζουν. Οι θρησκείες, πολυθεϊστικές και μονοθεϊστικές, τον τίμησαν ως σύμβολο και συμπρωταγωνιστή των τελετουργιών τους, και οι ποιητές, κατά πόδας του πατριάρχη τους του Ομήρου, δεν έπαψαν ποτέ να του αφιερώνουν τις σκέψεις τους και τα αισθήματά τους, ακόμα κι αν κάποια στιγμή έτυχε να παρασπονδήσουν, να επιλέξουν το αψέντι, ας πούμε, ή κάποιον άλλο προμηθευτή αλκοόλης. Για τον οίνο που ευφραίνει την καρδιά των ανθρώπων ο λόγος, για το κρασί, που, όπως το τραγούδησε ο Olivier Basselin στο ποίημά του «Ο έπαινος του Νώε» (το μετέφρασε στα ελληνικά ο Νίκος Εγγονόπουλος)
«δεν είν’ σαν τ’ άλλα τα πιοτά που μας σαπίζουν,
μας κόβουν τις δυνάμεις, τα κόκαλα τσακίζουν.
Εγώ σαν το τραβώ έχω την τόλμη του Ηρακλή»·
ιδού ο «ευάνωρ» οίνος του Ομήρου, αλλιώς ειπωμένος.

Για το κρασί, λοιπόν, εδώ ο λόγος, εδώ και για έναν από τους βαθύτερους υμνητές του, τον Ομάρ Καγιάμ, τον σπουδαίο Πέρση ποιητή, αστρονόμο, μαθηματικό και φιλόσοφο (περ. 1048-1122), από τα γραπτά του οποίου, επιστημονικά και λογοτεχνικά, δεν έχουν σωθεί πολλά.
Μεταφράσεις ποιημάτων του Καγιάμ στα νέα ελληνικά έχουν εκδοθεί κι άλλες βέβαια (ακόμα και στα αρχαία ελληνικά μεταφράστηκαν στίχοι του, από τον Αγγλο Crawley, τόσο μεγάλο ήταν το πάθος της Δύσης για το έργο του τον 19ο αιώνα)· ο Ανδρέας Ελ. Ριζιώτης, λόγου χάρη, μετέφρασε 75 Ρουμπαγιάτ (εκδόσεις «Δόμος», 1995), και ο Παύλος Γνευτός 103 τετράστιχα (εκδόσεις «Ερατώ», 1997). Η μεταφραστική πρόταση του Κωνσταντίνου Κατσίμπαλη ωστόσο (τώρα στις εκδόσεις «Κότινος», ενώ κυκλοφορεί και στις Εκδόσεις Γκοβόστη) διασώζει ακέραιη την αξία της, και διόλου δεν προβληματίζουν την ακοή οι σποραδικοί βαρείς ήχοι ενός μαχητικού δημοτικισμού· ο μεταφραστής έχει βαθιά γνώστη της βιοθεωρίας και κοσμοθεωρίας του μεταφραζόμενου ποιητή, όπως αποδεικνύει και το επίμετρό του, παρακολουθεί με προσοχή τη φόρμα ομοιοκαταληξίας που διέπει τα ρουμπαγιάτ («ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τελευταίος στίχος ριμάρουν μεταξύ τους και ο τρίτος είναι λυτός)», και επιπλέον βασίστηκε «στο αρχαιότερο, το πιο αξιόπιστο και το πιο άρτιο χειρόγραφο», της Βοδλεϊανής Βιβλιοθήκης (το οποίο δεν είναι τραυματισμένο ή αλλοιωμένο από τα «παραγεμίσματα» των μεταφραστών) και σε «αγγλικές και γαλλικές λέξη προς λέξη ερμηνείες».
Τα «παραγεμίσματα» λοιπόν αυτά είναι τετράστιχα (αυτό σημαίνει η λέξη ρουμπαγιάτ) που έπλασαν οι Ευρωπαίοι μεταφραστές κατά τον τρόπο του Καγιάμ, κατά τον εξωτερικότερο μάλιστα τρόπο του· ήδη η πρώτη μετάφραση τετράστιχων του Καγιάμ στα αγγλικά το 1858, από τον Εντουαρντ Φιτζέραλνττο 1858, στον οποίο οφείλει η Δύση τη γνωριμία της με τον Πέρση ποιητή, έχει χαρακτηριστεί «ωραία άπιστη». Με τον ίδιο περίπου τρόπο, του «εμπλουτισμού» ή της «διογκώσεως», ως γνωστόν, πλάστηκαν τα ανακρεόντεια λεγόμενα ποιήματα κατ’ απομίμηση της συμποτικής και ερωτικής ποίησης του Ανακρέοντα, του μεγάλου λυρικού ποιητή από την Τέω, που έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ.
Αν ο Ομάρ Καγιάμ γνώριζε το έργο ή έστω τη φήμη του Ανακρέοντα δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι, όπως σημειώνει και ο Κ. Κατσίμπαλης, ότι ο Πέρσης στοχαστής, ο πιο άξιος μαθητής του Αβικέννα, «ήξερε την αρχαία ελληνική φιλοσοφία»,το δε «πολιτικό του σύστημα είχε βάση τον Πλάτωνα»·στα σωζόμενα έργα του άλλωστε συμπεριλαμβάνεται μια πραγματεία για τον Ευκλείδη. Επίσης βέβαιο είναι ότι όσο αδικήθηκε ο Ανακρέων από μεταγενεστέρους του, οι οποίοι, παραποιώντας ή παραγνωρίζοντας την ουσία της ποίησής του, έφτασαν να τον θεωρούν άσκεπτο γλεντοκόπο και ελαφρό ερωτογράφο, «μεθυσμένο ποιητή» και τίποτε σοβαρότερο, επειδή δεν ήξεραν οι πολλοί πως όταν έγραφε προσποιούνταν τον μεθυσμένο ενώ δεν είχε πιει, όπως σημειώνει ο Αθήναιος («ουκ ειδότων των πολλών ότι νήφων εν τω γράφειν και αγαθός ων προσποιείται μεθύειν») άλλο τόσο αδικήθηκε και ο Ομάρ Καγιάμ, και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Και το δικό του έργο, δηλαδή, θεωρήθηκε σαν να αποτελείται από μια φλούδα καλοζωισμού και οινολογικής ελαφρότητας, και δεν έγινε έτσι αντιληπτό το θρησκευτικό και φιλοσοφικό βάθος από το οποίο ανέβαιναν οι λέξεις του, λέξεις «βέβηλες» για το μουσουλμανικό ιερατείο, για να μορφοποιήσουν τον στοχασμό του με σαφήνεια και οξύτητα.

Όχι χωρίς λόγο, ο Ομάρ Καγιάμ συσχετίστηκε από άλλους με τον Σοπενάουερ, τον Νίτσε και τον βιβλικό Εκκλησιαστή για τον πεσιμισμό του, και από άλλους (τον Ερνέστ Ρενάν, λόγου χάρη) με τον Βολταίρο, για την εναντίωσή του στη θρησκοληψία·τα περσικά τραγούδια του κρασιού, υπογραμμίζει ο Κ. Κατσίμπαλης παραπέμποντας στους μελετητές του έργου του Καγιάμ, «είναι μια διαμαρτυρία για το Κοράνι, για τους θρησκομανήδες, για την πίεση που κάνει ο θρησκευτικός νόμος στη φύση και τη λογική. Ο άνθρωπος που πίνει είναι για τον ποιητή ο άνθρωπος ο χειραφετημένος, ο ξεσκλαβωμένος και το κρασί σύμβολο της θεϊκής μέθης». Το κρασί δεν είναι μόνο απτή απόλαυση στην ποίησή του· είναι μια μεταφορά, μια υπεράσπιση του πνεύματος που γνωρίζει ότι για να ακεραιωθεί και να υψωθεί οφείλει να μην απαρνηθεί τη σάρκα.
Στα ποιητικά μαθηματικά του Ομάρ Καγιάμ, το κρασί, πηγή ανεξάντλητη μιας απαγορευμένης ελευθερίας, αξίζει όσο χιλιάδες θρησκείες:
«Ένα ποτήρι με κρασί, θρησκείες χιλιάδες κάνει,
και για της Κίνας τ’ αγαθά μια ρουφηξιά του φτάνει·
 όξω από σένα ρουμπινί κρασάκι μου δεν είναι
στον κόσμο αυτόν άλλο ξινό, τόσο γλυκά να πιάνει».
Αλλά και για να μετρήσει την αξία των βασιλείων και της δύναμης, τα ίδια «υγρά» σταθμά διαθέτει ο αμφισβητίας Καγιάμ:
«Κάλλιο από νέο βασίλειο και μια γουλιά κρασιού παλιού·
μην παίρνεις δρόμον άλλονε παρά το δρόμο του κρασιού·
μια κούπα αξίζει κι εκατό του Φεριδούν βασίλεια·
κάλλιο απ’ το στέμμα του Χοσρόη καπάκι τούβλινο σταμνιού!»
Έχουνε περάσει αιώνες κι αιώνες, θεοί και βασιλιάδες ήλθαν και παρήλθαν, και, με αναπάντητα τα θεμελιώδη ερωτήματα περί ανθρωπίνης υπάρξεως, είναι σαν να ξανατονίζει ο Ομάρ Καγιάμ με το αμέσως παραπάνω ποίημά του όσα ελευθερόφρονα κήρυσσαν οι εξής στίχοι που αποδίδονταν στον Ανακρέοντα:
«Τα πλούτη δεν με νοιάζουνε του Γύγη,
του βασιλιά των Σάρδεων,
και ο χρυσός δεν με τραβάει
μήτε ζηλεύω τους τυράννους.
Μία η έγνοια μου: να βρέχω
τη γενειάδα μου με μύρα,
με ρόδα το κεφάλι μου να στέφω.
Το σήμερα με καίει.
Το αύριο ποιος το γνωρίζει».
Γι’ αυτό το «τώρα» καίγεται και ο Καγιάμ, αλλά με το αποφασισμένο πάθος ενός θρησκειομάχου που ζει μάλιστα σε περιβάλλον ανελεύθερο:
«Κοίτα τα κακουργήματα που ο Ουρανός μάς κάνει,
 κι άδειος που ο κόσμος φαίνεται σα φίλος σου πεθάνει·
για τούτο κοίταζε να ζεις όσο μπορείς για σένα,  
γλέντα τό Τώρα... τα παλιά μυρίζουνε λιβάνι».
Ναι, έχουμε λόγους να εικάζουμε ότι και ο Καγιάμ, όπως ο Ανακρέων, μηχανεύτηκε την προσποίηση της μέθης για να ελευθερώσει την ποίησή του, που είναι κάτι βαθύτερο από ηδονόπληκτη.
[ΠΗΓΗ: Παντελής Μπουκαλας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ]

Για τα ΡΟΥΜΠΑΓΙΑΤ του Ομάρ Καγιάμ διάβασε και την ενδιαφέρουσα ιστορία του Χόρχε Λουις Μπόρχες ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΕΔΟΥΑΡΔΟΥ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ από το βιβλίο του Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ και άλλα κείμενα (στο Ιστολόγιο:  Ιστολόγιο: ΜΥΟΣΩΤΙΔΕΣ στην Ανέμη των Λέξεων: φωνήεν Άλμπατρος, Ποίημα σύμφωνο με πετροκότσυφες και χελιδόνια  με ΚΛΙΚ στον παρακάτω υπότιτλο:
Είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα και ολωσδιόλου επίσης θαυμαστό να δεχτούμε, αντί γι’ αυτά τα υπερφυσικά πράγματα, την ενέργεια μιας εύνοιας της τύχης. Τα σύννεφα παίρνουν κάποτε τη μορφή βουνών ή λεόντων. Κατά κάποιον ανάλογο τρόπο, η μελαγχολία του Εδουάρδου Φιτζέραλντ κι ένα κιτρινισμένο χειρόγραφο γιομάτο από άλικα σημάδια, ξεχασμένο σ’ ένα ράφι της Βοδλεϊάνας της Οξφόρδης, πήραν για δική μας ευτυχία τη μορφή του Ποιήματος όπου η Ιστορία του Σύμπαντος είναι μια παράσταση την οποία ο Θεός ή ο ποιητής πρόσωπο του Θεού στιγμιαίο, συλλαμβάνει, τη φανερώνει και τη διαλογίζεται καθ’ εαυτήν… 

Ποίηση είναι περίληψη του κόσμου και η περίληψη είναι δύσκολο σπορ

$
0
0

Ποίηση γράφω γιατί θαύμασα πολύ-όλη μου η ποίηση είναι το ρήμα «θαύμασα». Κι αλήθεια λες, λίγοι τη διαβάζουν και λίγοι την αγαπούν πραγματικά. Γιατί η ποίηση είναι περίληψη του κόσμου, κι η περίληψη είναι δύσκολο σπορ.
(Δεν υπάρχει ένα ποίημα που να γαμεί και να δέρνει/ Γιατί το άθλημα είναι βαρύ.. τα είπε όλα ο Στεριάδης..) Γιατί μάθαμε να γράφουμε μόνο εκθέσεις ιδεών. Τρομάζει η πύκνωση…(Γλυκερία Μπασδέκη – μια συνέντευξη και μια ιστορία)

Θέλω να ξεκινήσουμε με τις εμμονές. Και επειδή εγώ έχω μια ιδιαίτερη ειδωλολατρική λατρεία στους ανθρώπους με εμμονές θα μου κάνεις τη χάρη να μιλήσουμε για μερικές δικές σου, ε; Για την Έρση Σωτηροπούλου ίσως; Για τον Καρούζο; Ή για τον Χειμωνά; Ακόμα και για τη Νέλλη Γκίνη.   
΄Ερση Σωτηροπούλου και Μαρία Μήτσορα στην πεζογραφία.Καθαρή ειδωλολατρία ή πρωτοχριστιανικό πάθος, το ίδιο είναι Γιώργο. Η Τζένη Μαστοράκη, η συγχωρεμένη Νανά Ησαΐα στην ποίηση. Η Πλάτωνος στη μουσική. Καθαρός έρωτας - απ’ αυτούς που και στα λιοντάρια να σε ρίξουν εσύ εκεί, υπέρ πίστεως. Καρούζος, Χειμωνάς, Στεριάδης, Κακναβάτος-ανάβω κεράκια κανονικά, τους μνημονεύω τα ψυχοσάββατα ως συγγενείς…Και μαζί η Δανάη Στρατηγάκη στη Θεατρική εβδομάδα, τα άπαντα της Ισμήνης Καλέση, ο Αττίκ, η Μαρία Αλιφέρη, όλες οι εν εκστάσει Αγίες της Καθολικής εκκλησίας, η ΄Αντζελα Δημητρίου, ο γεωπόνος Αλέξης από το Μεθοριακό σταθμό, όλα τα σήριαλ του Δαλιανίδη, η Βόρειος Κορέα, οι τερματοφύλακες Μύρτσος και Πλίτσης, ο τρελός Πιερό, ο Μιζογκούτσι, η Μαρία Πλυτά… ΄Ενας φαινομενικά αλλόκοτος πλανήτης που διαμόρφωσε το βλέμμα μου.

Δεν σου έχω πει ποτέ πως μαζί με την Αλεξάνδρα Πλαστήρα σας θεωρώ τις σημαντικότερες ποιήτριες της γενιάς σας, στο λέω τώρα. Τι σε κατατρώει και γράφεις ποίηση; Δεν αποθαρρύνεσαι που γράφεις ποιήματα σε μια χώρα που δεν διαβάζει ποίηση; Αλήθεια, γιατί δεν διαβάζουμε ποίηση ;
Ποίηση γράφω γιατί θαύμασα πολύ -όλη μου η ποίηση είναι το ρήμα «θαύμασα».Κι αλήθεια λες, λίγοι τη διαβάζουν και λίγοι την αγαπούν πραγματικά. Γιατί η ποίηση είναι περίληψη του κόσμου, κι η περίληψη είναι δύσκολο σπορ. (Δεν υπάρχει ένα ποίημα που να γαμεί και να δέρνει/ Γιατί το άθλημα είναι βαρύ.. τα είπε όλα ο Στεριάδης..) Γιατί μάθαμε να γράφουμε μόνο εκθέσεις ιδεών. Τρομάζει η πύκνωση..

Υπάρχει και αυτός ο «θρήνος» στα γραπτά σου, που δεν είναι καθόλου νοσταλγία ευτυχώς, για «στιγμιότυπα» από ανθρώπους που φαίνεται πως δεν θα ξαναυπάρξουν. Έχεις μια πίστη στον άνθρωπο και στο τάλαντο του, στην ατομικότητα της μεγαλοφυΐας; Έχω την αίσθηση πως τα κινήματα, οι ομάδες, δεν σε απασχολούν ιδιαίτερα. Ένας Νταλί ή εκατομμύρια Οκτωβριανοί επαναστάτες λοιπόν;
Έχω μια πίστη στην ανάσταση νεκρών, στη ζωή μετά θάνατον-οι προσδοκίες μου από το επέκεινα αγγίζουν τα όρια της υπερβολής.Προσδοκώ συναντήσεις, επανασυνδέσεις, νέες γνωριμίες, πάρτι. Και φυσικά μια Δευτέρα Παρουσία υπερπαραγωγή-κατηχητικό και ΚΝΕ, οι δύο πυλώνες της εφηβείας μου, δεν σβήνουν αυτά τα πράγματα Γιώργο. Κι επειδή είμαι ρομαντικό κορίτσι και λατρεύω τα μελό του Κάπρα, θέλω να σωθεί κι ο Νταλί κι οι σύντροφοι στα Σοβιέτ κι όλοι μαζί να πάμε μια μεγάλη βόλτα στη θάλασσα!

Γλυκερία Μπασδέκη, Έχω απόψε ραντεβού
Αχ,τι ωραία που το κούτσαινε το δεξί. Μέχρι να βάλει ποτήρια τον αγάπησα. Του το είπα-σας αγαπώ κύριε Αντώνη, σας αγαπώ από τότε που σας πρωτάκουσα να κουτσαίνετε ,κλακ κλακ, κλακ


΄Ηταν ένας κουτσός και τον έλεγαν Αντώνη. Τον άκουγα να σέρνεται ώρες πάνω απ’ το κρεββάτι μου. ΄Ηταν και διαχειριστής. Κάθε δεκαπέντε του χτυπούσα. ΄Επαιρνε τα χρήματα, γειά σας ευχαριστώ. ΄Ενας όροφος διαφορά, τετραγωνικά σαρανταπέντε . ΄Επαιρνε και χάπια, φαινότανε. Στα πενήντα, πολύ όμορφος. Αντώνη, Αντώνη,σώσε με από ’δω του φώναζα –δεν άκουγε. Ένα βράδυ δεν είχα ύπνο. Ούτε κι αυτός. Σερνότανε, σερνότανε-ανέβηκα . Όταν άνοιξε είχε θυμό. Θέλετε κάτι, δεν ήξερα. Μούγγρισα μια μπούρδα ,κατάλαβε, έφερε μπύρες. Αχ,τι ωραία που το κούτσαινε το δεξί. Μέχρι να βάλει ποτήρια τον αγάπησα. Του το είπα-σας αγαπώ κύριε Αντώνη, σας αγαπώ από τότε που σας πρωτάκουσα να κουτσαίνετε ,κλακ κλακ, κλακ κλακ μέσα στη νύχτα, από τότε που τα μάτια σας με έγλυψαν στο ασανσέρ και πέθανε η μάνα μου σε τροχαίο, από τότε που σπουδάζω βαφές μαλλιών και πεντικιούρ. Ο Αντώνης ούτε άκουγε. Ούτε μ’ έδιωξε. Περπατούσε κλακ κλακ κλακ, κλοκ κλοκ κλοκ, κούτσαινε πιο πολύ να χαρώ γιατί κατάλαβε ότι τον αγαπώ βαθειά και δεν έχω κανέναν στην πολυκατοικία. Πίναμε, έφερε και πατατάκια, να σας περάσω τις ρίζες, να σας κόψω τα νυχάκια παρακάλαγα-είδε κι απόειδε, συμφώνησε. Φτερό έγινα, πάνω κάτω, έφερα τις τσάντες, του πέρασα ένα μαονί , άρχοντας, ούτε σαράντα, έφεξε. ΄Εκοβα νύχια, έκοβα-όλα,πόδια χέρια, καθόταν η αγάπη μου, αμίλητος, υδρατάντ, μάσκες, όλα, όλα, κιχ δεν έβγαλε μέχρι το ξημέρωμα. Τον πήγα και στο μπάνιο, πρώτα λούσιμο, μετά κάθησε σ΄ένα σκαμπουδάκι της βεράντας, τον έτριψα, τον τίναξα, τον άπλωσα-κλακ κλακ ,κλοκ κλοκ, μοσχοβολούσε και κούτσαινε, κούτσαινε και μοσχοβολούσε. ΄Ερωτα και τέτοια δεν κάναμε. Ούτε χέρι μου ’βαλε, ούτε. Είμαι μελαγχολικός, μου είπε, εγώ δεν μπορώ, μόνο να πίνουμε μπύρες μπορώ και να μου κάνεις μποτέ, εντάξει; Eντάξει, εντάξει, κι εγώ έχω απ’ αυτό του είπα. Χάρηκε, πω πω πόσο χάρηκε. ΄Εφερε και φυστίκια και κάτι αλμυρά με σουσάμι, φάε να δυναμώσεις που ’σαι σα σκιάχτρο μου ’λεγε και μου γέμιζε το μπωλάκι, δικό μου μπωλάκι, ο καθένας με το μπωλάκι του, πολύ νοικοκύρης ο Αντωνάκης μου. Τέλειωσαν κι οι μπύρες, ψιλοξημέρωσε, δεν μιλούσαμε και πολύ, άντε να πας σπιτάκι σου τώρα, μη σε δουν να βγαίνεις κι αρχίσουν. Μου ’σκασε ένα φιλί στο μάγουλο, όλο γλύκα, τον είδα εγώ, λάμπανε οι ματάρες του, έκανε χαρές κι ας μην το ’λεγε. Γειά σου Αντώνη, γειά σου Μιχαλίτσα. ΄Ηταν σα να τα φτιάξαμε, σα να βγήκαμε ραντεβού και μου ζήτησε να γίνω το κορίτσι του, οoooooooυυυυυυ ακόμα καλύτερα. Μέχρι τον ουρανό και τ’ αστεροκόκαλα της μάνας μου κι ακόμα καλύτερα
[ΠΗΓΗ: Το Παράθυρο, περιοδικό ποίησης και άλλων αμαρτημάτων - http://toparathyro.com/ ]

Θα έχεις φυσικά και τα σημεία-σταθμούς της ζωής σου; Τους κόμβους, πώς να το πω; Τι θυμάσαι απο αυτούς;
Έχω δυο εξαίσιες ουλές καισαρικής και πολλούς σταυρούς σε νεκροταφεία. Αφίξεις και αναχωρήσεις. Αυτοί είναι οι κόμβοι μου. Και θυμάμαι. Θυμάμαι πολύ.
 
Να σου πω, ενθουσιάστηκες τις προάλλες όταν σε προσφώνησα «άντρα της ζωής μου». Δεν αισθάνεσαι ούτε ένα συνηθισμένο κορίτσι, ούτε ότι σκέφτεσαι μονάχα με έναν «θηλυκό τρόπο» ε; Και ποιοί είναι οι δικοί σου άντρες ζωής; Και δεν εννοώ φυσικά τον Καρούζο και τον Ελύτη.
Να σου θυμίσω τον ανδρόγυνο Ορλάντο της Γουλφ.Να σου θυμίσω τον υπερήρωα  Ηρακλή που θηλυκοποιείται εξαίσια στις Τραχίνιες. Γυναίκες με ανδρικά στοιχεία και άνδρες με γυναικεία συνιστούν την επιτομή του φύλου τους. Κι επειδή με ξέρεις αρκετά καλά, αν κάτι με λυγίζει συναισθηματικά είναι να με αποκαλέσεις «Ποιητή» ή «Άνδρα της ζωής σου». Όσο για τους άλλους άνδρες της ζωής μου, τι να σου πω. Ως έφηβη, πάντως, έστελνα ερωτικά γράμματα στον Ελύτη. Τα υπέγραφα με κάτι ιντριγκαδόρικα του τύπου Ζυστίν, μικρή εβραία ανθοπώλις ή Λίλιαν, σπασμένο κρίνο. Τα διάβαζε, δεν τα διάβαζε, ιδέαν δεν έχω.. Σ’ όλους χρωστάω πάντως. Είμαι και οι άνδρες που ερωτεύτηκα. Είμαι και ο πατέρας μου. Είμαι και ο γιός μου. Δεν θα σου πω βέβαια περισσότερα για τον γιό μου (Κι έπειτα, έχει κάμποσες να τραγουδήσουν τη χαρά της μητρότητας.., όπως λέει κι η Μαστοράκη)

Είσαι μεγάλο ταλέντο, είσαι ερωτευμένη, είσαι φιλόλογος, είσαι κωλόπαιδο, εργάζεσαι και ζεις στην Ξάνθη. Πώς τους κουβαλάς όλους αυτούς τους σταυρούς μαζί μπορείς να μου πεις; Και ταυτόχρονα να σκέφτεσαι τόσο συντεταγμένα;
Σ’ ευχαριστώ για όλα-κυρίως για το «κωλόπαιδο» που τη θεωρώ τρυφερή προσφώνηση, πολύ τρυφερή προσφώνηση.Στην καθημερινότητά μου είμαι μια βαρετή και γκρινιάρα μεσήλιξ. Και ιδέαν δεν έχω πως σκέφτομαι τόσο συντεταγμένα. Προφανώς πρόκειται περί ενός ακόμη μικρού θαύματος, από τα πολλά που έχουν φωταγωγήσει τη ζωούλα μου !

Αυτή η τυχαία συνάντηση μιας ομπρέλας με μια ραπτομηχανή πάνω σε ένα χειρουργικό τραπέζι πραγματοποιείται μόνο στα γραπτά σου ή και στην προσωπική σου ζωή; Πώς αντιμετωπίζεις τον παραλογισμό της καθημερινότητας, εσύ η βαθύτατα σουρεαλίστρια; Και σε ρωτάω γιατί γνωρίζεις καλά πόσο βαθύτατα μεθοδικός και συμπαγής είναι ο σουρεαλισμός.
Θεωρώ ότι εγγενήθην σουρεαλίστρια, δεν έγινα.. Ο σουρεαλισμός για μένα συνιστά φύση, βιολογία. Τίποτε το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο, όλα είναι πιθανά, όλα επιτρέπονται. Θεωρώ ότι η Ζωζώ Σαπουντζάκη είναι επί της ουσίας φιλόσοφος κι ο Λακάν τραγουδιστής πίστας. Έτσι πορεύομαι από παιδί, στο ξαναλέω, έμπλεξες με σουρεαλίστρια εκ φύσεως κι όχι εκ πεποιθήσεως, Γιώργο.

Να σου πω, πες μου μια πολύ αστεία ιστορία της ζωής σου. Να έχεις σκάσει κυριολεκτικά στα γέλια.
Η ιστορία Φασμπίντερ. Ταξιδεύω με τραίνο. Στο κουπέ ένας πολύ κύριος -σικ καμπαρντίνα,  μουσάκι διανοούμενου, βιβλίο στο χέρι. Και μια φοβερή οικογένεια τσιγγάνων-μαμά, μπαμπάς, τρία μικρά. Προσπαθεί να μου πιάσει κουβέντα- «α, φοιτήτρια, ήσασταν Θεσσαλονίκη, στο φεστιβάλ, σινεφίλ, ω!!», κάτι τέτοια. Βαριέμαι θανάσιμα και κάνω πως κοιμάμαι. Και τι ακούω, Γιώργο; Αρχίζει να μιλάει στη φοβερή τσιγγανοοικογένεια για τον Φασμπίντερ!!!! Αυτοί ευγενέστατοι, συμμετέχουν.. Στην ερώτηση αν έχουν δει ταινίες του Φασμπίντερ… ο πάτερ φαμίλιας απαντά με το αλήστου «πως, ναι,ναι Μπίντερ, Μπίντερ, σενέχεια βλέπομε»  Γελάω πάνω από είκοσι χρόνια!!!!

Αναρωτιέμαι αν συμφωνείς πως η κρίση που περνάμε είναι τελικά βαθύτατα ερωτική; Ή εν πάσει περιπτώσει τι σόι κρίση είναι;
Δεν έχω τελειώσει την Πάντειο για να σου απαντήσω, αλλά ναι, όλα στην τελική είναι ζήτημα επιθυμίας. Κι η οικονομία, κι η πολιτική ,όλα εκεί πατάνε. Για μένα ο Μαρξ ήταν και θα είναι ένας ερωτευμένος οικονομολόγος…

[Η Γλυκερία  Μπασδέκη γεννήθηκε στη Λάρισα το 1969. Σήμερα ζει στην Ξάνθη και βιοπορίζεται ως φιλόλογος. Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές: Είναι επικίνδυνο ν’ ανοίγεις την πόρτα σου σε άγνωστες μικρές (εκδ. Πλέθρον 1989) και  Σύρε καλέ την άλυσον (εκδ. Ενδυμίων 2012), με χρονική διαφορά μόλις εικοσιτριών χρόνων. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά – η συνέντευξη δόθηκε στο Γιώργο Σιδέρη και αναρτήθηκε στο ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ http://entefktirio.blogspot.gr/και http://art2day.gr/ ]

Για πάντα μαζί: έρωτας είναι να γερνάς με αυτόν που ποθείς και να αντέχεις

$
0
0

Σκέφτηκα: «Αυτό λοιπόν είναι ο έρωτας!», ή εν πάση περιπτώσει «ένα άλλο είδος έρωτα» — διότι ως τότε πίστευα ότι ο έρωτας είναι αυτή η σκοτεινή θύελλα που περιγράφει η Σαπφώ, που λύνει τα μέλη και είναι φωτιά που τρέχει κάτω από το δέρμα μας.  


Έχω δει πολλές εκδηλώσεις έρωτα και πολλές μ' έχουν πείσει.Με έναν παράξενο τρόπο, όμως, αυτό που θυμάμαι επίμονα είναι ο έρωτας μιας γηραιάς κυρίας για τον πεθαμένο άντρα της. Ήμουν 25 ετών όταν συνάντησα τη Σέμνη Καρούζου. Εκείνη στα 82, ένας θρύλος της αρχαιολογίας. Αυτή, με τον άντρα της, Χρήστο, θεμελίωσαν το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας - βρήκαν σε μάντρες της Αττικής και τάφρους τους κούρους και τα κύπελλα με την αποσβολωτική τέχνη. Ήταν τύχη που μιλούσα μαζί της. Έμενε στο σπίτι τους στη Δεινοκράτους, μου φέρθηκε με ευγένεια και χωρίς κοκεταρίες.   Βασικά η συζήτηση στράφηκε στην αρχαία τέχνη, το κάλλος και τον έρωτα.Δεν ένοιωθα πολλά πράγματα, διότι δεν είχα εμπειρίες μέσω των οποίων να τα ερμηνεύσω. Όμως με εντυπωσίασαν δύο πράγματα: η εγγύτητα, η φιλικότητα που ένοιωθε για τον Ηρόδοτο (σαν να μιλούσε για κάποιον που έμενε δίπλα της) και η στιγμή που μου έδειξε το κλειστό δωμάτιο του άντρα της.   Δεν είχε πειράξει τίποτα. Στο γραφείο του ήταν μισάνοιχτα ακόμα τα χαρτιά του. Μερικά ρούχα του στην καρέκλα. Τα αντικείμενά του. Δεν υπήρχε τίποτα το ακραίο ή παράξενο. Μόνο η οριστική καθήλωση ενός ανθρώπου πάνω σε έναν άλλο. 

Σκέφτηκα: «Αυτό λοιπόν είναι ο έρωτας!»,ή εν πάση περιπτώσει «ένα άλλο είδος έρωτα» — διότι ως τότε πίστευα ότι ο έρωτας είναι αυτή η σκοτεινή θύελλα που περιγράφει η Σαπφώ, που λύνει τα μέλη και είναι φωτιά που τρέχει κάτω από το δέρμα μας.   Αργότερα είδα την ίδια καθήλωση στην αγαπημένη μου νόνα - τη γιαγιά μου. Είχε ενεργή σεξουαλική σχέση με το νόνο μου έως βαθέος γήρατος, και μετά πέντε παιδιά που είχαν γεννήσει. Δεν τερατολογώ. Όταν πέθανε ο παππούς, η γιαγιά έμεινε στο σπίτι μόνη. Δε μετακίνησε ούτε πιάτο. Έζησε τα λίγα χρόνια που της απέμειναν συνομιλώντας με τη σκιά του μοναδικού άντρα που την άγγιξε!   Έκτοτε έχουν αλλάξει πολλά. Η χημεία του έρωτα έχει αποκωδικοποιηθεί, η απιστία είναι μια παράμετρος κατανοητή και συνηθισμένη, η σεξουαλικότητα πειραματίζεται, η οικογένεια έχει γίνει από κύκλος σκορποχώρι.Ερωτεύονται ακόμα οι άνθρωποι, ασφαλώς. Αν και πιο απότομα. Πιο υστερικά. Πιο σεξουαλικά. Στην ξαφνική θύελλα που θολώνει το μυαλό τους έχουν πια πολλούς τρόπους να προστατευτούν και μια σχεδόν γιάπικη γνώση τού τι θέλουν να πάρουν. Θέλουν σεξ, βεβαίως. Και θέλουν αυτή την εμμονή που είναι και γλυκό βάσανο - και παραδοσιακά ταυτίζουμε με τη ρομαντική αγάπη. Αλλά είναι κακομαθημένοι, οικονομικά αυτάρκεις και ανεξάρτητοι

[αυτά για τον Φλεβάρη του 2006, όταν τα έγραφε ο Τσαγκαρουσιάνος στη Lifo]. Και με τις πρώτες δυσκολίες, την κάνουνε λαθραία στο σκοτάδι. Έτσι, ελάχιστοι φτάνουν πια στο τρίτο και πιο ένδοξο στάδιο του έρωτα: την ισόβια σχέση. Τη γέννηση παιδιών από αγάπη. Η μάχη με το χρόνο υποβιβάζεται σε καλοπέραση του σεξ με ολίγη από στούμφο.   Ίσως γι' αυτό ο ισόβιος έρωτας της γηραιάς κυρίας με είχε πείσει, όπως δε μ' έπεισαν ποτέ τα μανιοκαταθλιπτικά μειράκια του Χόλυγουντ. Αυτό είναι έρωτας. Να γερνάς με κάποιον άλλον. Να κάνεις μαζί του παιδιά. Να μιλάς μαζί του ακόμα κι όταν έχει πεθάνει. Να θυσιάζεις την εφίδρωση για τη συγκίνηση και τη βλαμμένη ανεξαρτησία (τι να την κάνεις πια!) για το βαθύ δεσμό.Το λένε και οι «επιστήμονες»: ο έρωτας δε γεννήθηκε για fun, γεννή­θηκε για να επιβιώσουμε.   Ασχέτως αν όλοι έχουμε κάνει το κουσούρι μας παντιέρα...

 [Πηγή: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος: Ένα παλιό εντιτόριαλ της LifO, απο τα χρόνια που δεν είχαμε φτιάξει ακόμα το LiFO.gr -  www.lifo.gr ]

Επιτέλους πάψε να με βάζεις στα ποιήματα, κουράζομαι να τρέχω όλη μέρα από στίχο σε στίχο…

$
0
0

Ξέρω πως είναι η τελευταία φορά, το τελευταίο κείμενο. Σου προσφέρω ένα μπαλόνι με λέξεις. Σηκώνεσαι ψηλά στον ουρανό.

Αγαπημένε μου,
Σε φαντάζομαι με το μαύρο σου κουστούμι και εκείνο το φθαρμένο καπέλο που φοράς μόνο στις κηδείες. Μόλις έχεις βγει από την Κυριακάτικη λειτουργία στέκεις στα σκαλιά της εκκλησίας και μετά όπως συμβαίνει πάντα στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες γίνεσαι αχνός και σβήνεις. Μένει πίσω σου μόνο ένα τετράγωνο μαντηλάκι με μυρωδιά παλιάς λεβάντας.
Ύστερα εμφανίζεσαι πάλι απροσδόκητα σε ένα εργαστήριο. Φοράς μία λευκή ποδιά και κάνεις λοβοτομή σε βατράχους για να ξεχάσουν. Σε ένα μπλοκάκι καταγράφεις προσεκτικά τα συμπεράσματα. Όταν ξεριζώνεις την καρδιά, γράφεις, ο βάτραχος παύει να πονάει.

Φυσάει κάτι δυνατό, πιθανόν τυφώνας. Στροβιλίζεσαι και γίνεσαι μία μικρή ρουφήχτρα δίνη στο τσιγάρο μου. Σε ξαναβρίσκω σε ένα κρεβάτι. Είναι μια άλλη γυναίκα εκεί ντυμένη με ένα σφιχτό κορσέ και κρινολίνο. Κλαίει απαρηγόρητα. Εσύ γυμνός δίπλα της σε πλήρη στύση διαβάζεις την εφημερίδα σου. Κάποια στιγμή την διπλώνεις αναστενάζεις ανοίγεις την πόρτα και περνάς σε μία άλλη εικόνα.

Είμαστε μαζί σε σπίτι σε νησί. Έξω γαβγίζει ένας σκύλος Κέρβερος. Στο πάτωμα κυλιούνται σάπια πορτοκάλια. Πρέπει να σ’ αφήσω, μου λες. Πρέπει να καλλιεργήσω ρύζι στους ορυζώνες και η υπερβολική σου υγρασία με εμποδίζει. Και επιτέλους πάψε να με βάζεις στα ποιήματα. Κουράζομαι να τρέχω όλη μέρα από στίχο σε στίχο προσπαθώντας να προλάβω το μοιραίο.

Σε βλέπω σε ένα αεροδρόμιο. Ξέρω πως είναι η τελευταία φορά, το τελευταίο κείμενο. Σου προσφέρω ένα μπαλόνι με λέξεις. Σηκώνεσαι ψηλά στον ουρανό.


«Θέλω» της είπε «να φτιάξω μία κιβωτό.
Θα κλείσω μέσα σε ζευγάρια όλα τα είδη της αγάπης μου.
Τα παχύδερμα απογεύματα χωρίς εσένα
που περπατούν αργόσυρτα
τινάζοντας τις προβοσκίδες στον αέρα
τις αγριόχηνες των φιλιών
που ποτέ δεν άγγιξαν τα χείλη μου
τις λαίμαργες ύαινες του πόθου μου
τους σκορπιούς της απουσίας σου».
Αυτή χαμογελούσε τρυφερά, όπως νανουρίζουμε τον πόνο.
«Αχ εσείς οι ποιητές», αναστέναξε βαθιά,
με τα μαυσωλεία ποιήματα κοροϊδεύετε τον χρόνο».
Έβγαλε το μαύρο της φουστάνι,
κι όλο το τώρα κύλησε μεταξωτό στο πάτωμα.
Και ύστερα τον οδήγησε στην πιο αρχαία κιβωτό,
στο ολόγυμνό της σώμα


Τώρα ξέρεις, έτσι αποχαιρετώ εγώ, αυτός είναι ο δικός μου τρόπος.

Για την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής και την υπεράσπιση της Δημοκρατίας

$
0
0

Πρόκειται για το ιδρυτικό κείμενο της Κίνησης, που πρόσφατα συγκροτήθηκε στην περιοχή της Πέλλας. Καλώ όσους διατηρούν τις δημοκρατικές τους ευαισθησίες να το υπογράψουν, με τα στοιχεία του αποστολέα (oνοματεπώνυμο, ιδιότητα, τηλέφωνο, e-mail) στην ηλεκτρονική διεύθυνση thaxts@hol.gr,και να υποστηρίξουν ενεργά την πρωτοβουλία. Θεωρώ ότι ανάλογες Κινήσεις πρέπει να δρομολογηθούν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. 


Εξήντα επτά χρόνια μετά τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τριάντα οκτώ μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας στη χώρα μας, οι θαυμαστές του Χίτλερ και του Παπαδόπουλου όχι μόνο βρίσκονται στην ελληνική βουλή, αλλά φαίνεται να έχουν την αποδοχή -ή πάντως την ανοχή- ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας μας.

Η Χρυσή Αυγή, εκμεταλλευόμενη:
- την οικονομική κρίση,την ανεργία, τη φτώχεια και την κοινωνική περιθωριοποίηση, στην οποία έχουν οδηγήσει μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού οι πολιτικές των μνημονίων
- τη γενική κρίση του πολιτικού μας συστήματοςκαι της αξιοπιστίας του πολιτικού κόσμου, τη διαφθορά, τη διαπλοκή και τα σκάνδαλα
- την ελλιπή λειτουργία του κράτους
- την κινδυνολογίαπερί ανεξέλεγκτης παράνομης μετανάστευσης και τη στοχοποίηση των μεταναστών
- την εξάπλωση της ξενοφοβίαςκαι ενός χρόνιου εθνικισμού μέσα στην ελληνική κοινωνία
- την αποενοχοποίηση της ακροδεξιάςκαι την οπισθοχώρηση της δημοκρατικής ιδεολογίας
- την πολυετή ανοχή των αρχών στις βιαιότητες των μελών τηςαλλά και την ειδική μεταχείριση ή και χρησιμοποίησή τους από την Αστυνομία για το χτύπημα συγκεντρώσεων Ελλήνων και αλλοδαπών εργαζομένων
- την ευνοϊκή μεταχείρισή της από κάποια ΜΜΕ
βλέπει τον εθνικιστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό και μισαλλόδοξο λόγο της να βρίσκει απήχηση.

Πίσω όμως από τις καταγγελίες για το διεφθαρμένο πολιτικό και μιντιακό σύστημα, πίσω από τις αντιμνημονιακές της κορώνες, πίσω από το σύνθημα «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» που χρησιμοποιεί και πίσω από τις στημένες εικόνες Χρυσαυγιτών, που υποκρινόμενοι τους προσκόπους «προστατεύουν» ηλικιωμένους την ώρα που συναλλάσσονται με τράπεζες ή κάνουν τα ψώνια τους, κρύβεται:
- μια φασιστική, νεοναζιστική οργάνωσημε διεθνείς διασυνδέσεις, που εχθρεύεται τη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, μισεί την τέχνη και την ελεύθερη σκέψη, ομνύει στον αυταρχισμό και τον ολοκληρωτισμό, θεωρεί τον Χίτλερ «Μεγάλο Οραματιστή της Νέας Ευρώπης», μνημονεύει τον Ρούντολφ Ες ως ήρωα και οραματίζεται το 4ο Ράιχ
- μια παραστρατιωτική ομάδα, που θεοποιεί τον μιλιταρισμό,αντιγράφει τις μεθόδους των ναζί, υπερασπίζεται τη δράση των ταγμάτων ασφαλείας και προετοιμάζει νέα τάγματα εφόδου
- μια σοβινιστική, ξενοφοβική και ρατσιστική οργάνωση,που διακηρύσσει την ανωτερότητα της λευκής φυλής, περιφρονεί τους άλλους λαούς, σπέρνει το μίσος για όσους έχουν διαφορετικό χρώμα δέρματος, ξυλοκοπεί άνανδρα ανυπεράσπιστους μετανάστες και πρόσφυγες, υποστηρίζει τον αντισημιτισμό και κάθε λογής αντιεβραϊκή συνωμοσιολογία
- μια εγκληματική συμμορία, που θεοποιεί τη βίαως μήνυμα, μέσο και σκοπό,που καθημερινά χρησιμοποιεί τη βία και την απειλή χρήσης βίας, που μέλη της έχουν καταδικαστεί για δολοφονικές επιθέσεις εναντίον αθώων πολιτών
- μια οργάνωση, που μπορεί μεν να εμφανίζεται τελευταία για ευνόητους ψηφοθηρικούς λόγους ως «ελληνορθόδοξη»,αλλά θεωρεί τον χριστιανισμό ως «σκοταδισμό 20 αιώνων» και που τα κηρύγματα μίσους που εξαπολύει εναντίον άλλων ανθρώπων -όποιοι κι αν είναι αυτοί- και οι πρακτικές βίας που εφαρμόζει δεν έχουν καμιά σχέση με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου
- ένα κόμμα, που, παρά την αντικαπιταλιστική του ρητορεία, ψηφίζει στη Βουλή υπέρ του χαρίσματος των χρεών των ποδοσφαιρικών ομάδων, κατά της εξεταστικής για τη Ζήμενς, υπέρ του Λάτση και υπέρ της πώλησης της Αγροτικής Τράπεζας.

Η δράση της Χρυσής Αυγής καθημερινά παίρνει όλο και πιο ανησυχητικές διαστάσεις: δεν στρέφεται πλέον μόνο εναντίον των μεταναστών, των ρομά, των ομοφυλόφιλων ή των «αντιφρονούντων». Πλήττει τη δημοκρατία, την κοινωνία, τον πολιτισμό μας. Απειλεί πρωτογενή αγαθά: την ανθρώπινη ζωή, τις στοιχειώδεις ελευθερίες.

Εναντίον αυτού του ακροδεξιού αφηνιασμού, εμείς που υπογράφουμε το κείμενο αυτό (κι ανάμεσά μας πολλοί που είναι εγγόνια προσφύγων και παιδιά μεταναστών) οργανώνουμε εδώ στα Γιαννιτσά, τον τόπο όπου το Σεπτέμβρη του 1944 εκτελέστηκαν πάνω από εκατό συμπατριώτες μας από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής και τους ντόπιους συνεργάτες τους – ιδεολογικούς προγόνους των Χρυσαυγιτών, την ευρύτερη δυνατή αντιφασιστική συμμαχία και αντιπαραθέτουμε ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο πολιτικών φορέων, κοινωνικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων, απλών πολιτών. Στην συστράτευση αυτή καλούμε όλο τον δημοκρατικό κόσμο, όλους όσοι, ανεξάρτητα από ιδεολογικές ή πολιτικές διαφορές, ιεραρχούν την αντιμετώπιση των νεοναζιστικών ιδεών και της φασιστικής εγκληματικής δράσης ως αυτοτελές πολιτικό διακύβευμα, που δεν υπόκειται σε συμψηφισμούς. Δικαιολογίες για τη μη συμμετοχή δεν υπάρχουν.

Επιπλέον για την αντιμετώπιση της νεοναζιστικής εξάπλωσης και του εκφασισμού της κοινωνίας αναλαμβάνουμε άμεση και πολυεπίπεδη δράση:
- με παρεμβάσεις στις γειτονιές, τα σχολεία και τους τόπους δουλειάς, με τη μαζική κινητοποίηση και παρουσία μας στους δρόμους, με την αντίστασή μας σε κάθε φασιστική εκδήλωση, με την άσκηση πίεσης στις κρατικές αρχές για τήρηση της νομιμότητας, με καταγγελία στη Δικαιοσύνη κάθε εγκληματικής δραστηριότητας των μελών της Χρυσής Αυγής, με τη διάρρηξη των όποιων σχέσεών της με την Αστυνομία, με την αποδόμηση της ουσίας της πολιτικής της στα σημερινά προβλήματα, με αντιφασιστικές εκδηλώσεις και ιδεολογικό αγώνα, με πρωτοβουλίες κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης
- για την ενημέρωση των πολιτών, την καλλιέργεια αντιφασιστικής κουλτούρας στη νεολαία,το ξεμπρόστιασμα του εγκληματικού χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής, την αποκάλυψη της ιδεολογίας και της δράσης της, την απονομιμοποίηση του ρόλου που υποδύεται, την αναχαίτιση του κύματος φόβου που καλλιεργεί, την άρση των αιτίων που ευνοούν την εξάπλωσή της, την απομόνωση και περιθωριοποίησή της, την καταστολή από το κράτος της φασιστικής και ρατσιστικής βίας, την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Οι νεοναζιστές πρέπει πλέον να ξέρουν ότι όσο υπάρχουν αυτοί, θα υπάρχουμε κι εμείς, απέναντί τους και εναντίον τους.

Πώς η Ποίηση από τέχνη έγινε χόμπι ντιλετάντων

$
0
0

Με μισή χιλιάδα συλλογές κάθε χρόνο, με πλήθος ειδικά περιοδικά, έντυπα και δικτυακά, με εκδηλώσεις και δημόσιες αναγνώσεις ων αριθμός ουκ έστι, η ελληνική ποίηση σήμερα μοιάζει τερέν αχανές και αχαρτογράφητο. Ποιος γίνεται να ισχυριστεί ότι έχει εποπτεία;

Κείμενα κριτικά που να τη συζητούν ως όλο, με πρόθεση συνθετική, λείπουν περίπου παντελώς.
Παλιές διακρίσεις του συρμού, όπως το αρμάθιασμα των ποιητών ανά γενιές ή δεκαετίες, απ' το πολύ της χρήσεως έχουν ξεπέσει. Η βιβλιοκριτική, όταν την καταδέχεται, είναι σποραδική, ευκαιριακή, αμέθοδη. Τις περισσότερες φορές μοιάζει με φιλοφρόνηση ή δελτίο Τύπου.
Μες σ' όλα αυτά, υπάρχει ωστόσο κάτι που καθιστά τον προσανατολισμό εφικτό. Ένα στοιχείο ευεργετικό, που ξεθολώνει άρδην την εικόνα και ξεδιπλώνει εμπρός στα μάτια μας ένα τοπίο διαυγές, σαφές, προσδιορισμένο. Αυτό το κάτι είναι ο ντιλεταντισμός! (ερασιτεχνική απασχόληση με την Τέχνη)

Στη συγκινητική τους πλειονότητα, τα ποιήματα που βλέπουν σήμερα το φως είναι τόσο άτεχνα, τόσο του ποδαριού, προδίδουν τέτοια άγνοια για τα βασικά, που ενίοτε περνούν για φάρσα ή σαρδόνιο χιούμορ. Ωστόσο όχι, δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με παρωδία. Τα έργα αυτά κυκλοφορούν από εκδότες ευυπόληπτους, προβάλλονται, επαινούνται. «Ποτέ στα σοβαρά λογοτεχνικά περιοδικά», λέει κάπου ο Βαγενάς, «δεν δημοσιεύονταν αναλογικά τόσοι ασήμαντοι στίχοι όσοι σήμερα - καμία σοβαρή εφημερίδα δεν θα αφιέρωνε -όπως στις μέρες μας- μιαν ολόκληρη σελίδα για να παρουσιάσει, ως ποιητικά σημαντικές, στιχουργικές ενασχολήσεις ερασιτεχνών»...

Ο ντιλεταντισμός δεν είναι εξαίρεση, μια ακόμη νοσηρότητα από τις πολλές. Είναι ο σφυγμός, η βαθύτερη ουσία της ποίησής μας σήμερα. Διαπλάθει αναγνώστες, επηρεάζει εγκεφάλους, διαπαιδαγωγεί. Κάνει την ελαφρότητα ντεκόρ που κυριαρχεί. Μες στη φαιδρότητά του, κάθε τι σοβαρό βαπτίζεται σχολαστικό, κάθε τι απαιτητικό προσγράφεται ασυζητητί στην πλήξη. Αν τον καιρό του Αχιλλέα Παράσχου έπρεπε να 'σουν φαφλατάς, σήμερα αν θέλεις καν να σε ονομάζουν ποιητή, οφείλεις να 'σαι ντιλετάντης.

Ο ντιλετάντης είναι πανταχού παρών.Το πλήρες του εγώ πληροί τα πάντα. Νόημα της τέχνης, καλαισθητική φιλοδοξία, σκοπός; κινέζικα στα μάτια του... Γι' αυτόν προέχει «να εκφραστεί», να εκτονωθεί, να μας μιλήσει για όλα αυτά που τον σκοτίζουν. Η ποίηση γι' αυτόν είναι φυγή, είναι «απόδραση», «μας ταξιδεύει». Αλλιώς, μια κούρα ή ένα σαφάρι εμπειριών, που έχει πάντως το προσόν να μη στοιχίζει.
Ο ντιλετάντης είναι ασυμβίβαστος.Κατά κανόνα αγνοεί το έργο των συγχρόνων του, μάλιστα επαίρεται γι' αυτό. Ακόμη και τους μέγιστους Νεκρούς τους αποφεύγει. Η λογοτεχνική του κατάρτιση είναι θεμελιωμένη ακλόνητα στα εφηβικά του ξεφυλλίσματα. Στα έργα του πενηντάρη σήμερα, βλέπει κανείς -πόσο έντιμο! - τι διάβαζε όταν ήταν στα θρανία.
Ο ντιλετάντης είναι πρωτοπόρος.Δηλώνει αναφανδόν μοντέρνος. Από τα χούγια των νεωτερικών, απ' τον ερμητισμό, τη σκοτεινότητά τους, καταλαβαίνει ένα κυρίως: ότι έχει την άδεια να κάνει ό, τι του αρέσει. Ο πεπρωμένος στίχος του είναι ασφαλώς ο «ελεύθερος» - όσο πιο λάσκα ρέει και πιο χαλαρά, τόσο πιο αυθόρμητος ακούγεται και ωραίος.
Ο ντιλετάντης είναι αυθεντικός.Η έμπνευση τον πιάνει απ' τον λαιμό έτσι φορτικά, ώστε ποτέ δεν της προτάσσει αντίσταση. Αν του κουνήσεις ένα κόμμα ή ένα «και», το νιώθει εχθρική εισβολή. Ο ξαναδουλεμένος στίχος είναι για κείνον ψεύτικος, σημείο νοθείας. Η ποίηση όλη οφείλει να αναπηδά ακατέργαστη απ' το αίσθημα, ο ποιητής να είναι online με τη Μούσα.
Ο ντιλετάντης είναι οπαδός.Τα ίδια τα έργα ελάχιστα τον νοιάζουν. Οι ήρωες που μαρτύρησαν για να τα φτιάξουν, μ' αυτούς ταυτίζεται, αυτοί είναι που λατρεύει, οι αποσυνάγωγοι, οι σαλοί, οι αυτόχειρες: ο Καρυωτάκης και η Σύλβια Πλαθ, η Κατερίνα Γώγου, ο Λάγιος, ο Καρούζος, ο Μπουκόφσκι, όλοι όσοι ακούγεται ότι πόνεσαν πολύ. Γιατί και ο ίδιος ξέρει από πόνο...
Στα θέματά του ο ντιλετάντης ιδιωτεύει.Πάνω στη φούρια του να εξομολογηθεί, ποτέ του δεν αναρωτιέται τι και πώς, σε ποιον εντέλει απευθύνεται - του αρκεί ο καθρέφτης. Στις συναναστροφές του, αντίθετα, είναι κοινωνικός. Συχνάζει μ' άλλους ντιλετάντες σε καφέ, σε μπαρ, σε ποιητικά εργαστήρια. Δημοσιεύει σε όλα τα έντυπα ή τα μπλογκ, γράφει για όλους και όλες, πάει, μιλάει παντού. Κι οι άλλοι όλοι του το ανταποδίδουν.
Εννιά στις δέκα, είναι αισθηματίας.Ο Ελύτης και η Δημουλά, η Πολυδούρη, ο Χριστιανόπουλος, ο Τάσος Λειβαδίτης είναι οι αγαπημένοι του, και ουδέποτε χάνει ευκαιρία να τους διασύρει. Αραιά και πού είναι λόγιος. Ομως τότε του δίνει και καταλαβαίνει: τα στιχουργήματά του είναι γεμάτα αφορισμούς, αξιώματα ποιητικής, κατεβατά διακειμενικά, τσιτάτα - κοπιάρει από παντού ασταμάτητα. Οσοι τολμήσουν δε να του το πουν, τους κατακεραυνώνει: «mature poets steal»! (Που λέει κι ο Ελιοτ...).
Ο ντιλετάντης έχει αυτογνωσία. Οσάκις ερωτάται «τι είναι ποίηση» θεωρεί καθήκον του να μην εκφέρει τίποτε υποδεέστερο από ένα: «Η Ποίηση είναι η γλώσσα του ύψιστου υπερβατικού...». Ή ένα: «Η Ποίηση είναι η μόνη έκφραση του μόνου Εγώ». Και σ' όσους τον κοιτάξουν δύσπιστοι, τους απαντά επιτιμητικά - με τη στραβή ματιά του μυημένου.
Στη στάση του έναντι του κοινού ο ντιλετάντης είναι τσεκουράτος. Φωνάζει παραστάτη του τον Χαίλντερλιν και στηλιτεύει τον «μικρόψυχο καιρό».

Οι αναγνώστες σήμερα; Είναι απαράδεκτοι, βάρβαροι, όχλος! Α, η αμορφωσιά, το επίπεδο, οι εκδότες, τα μπεστ-σέλερ...

Πολιτικά ο ντιλετάντης είναι καθωσπρέπει.Κοσμοπολίτης απ' την κούνια του, βδελύσσεται τη βαλκάνια επαρχία που του έλαχε. Σείει τον δείκτη του προτεταμένο όταν μιλούν για ελληνικότητες και τέτοια. Νοιάζεται για τους μετανάστες, τους φτωχούς, το κλίμα που παραζεσταίνεται, τα gender studies. Τα ποιήματά του διανθίζονται μ' ευχές ειρήνης απ' τους Μπητλς ή από τον Γκάντι.
Με μία λέξη, ο ντιλετάντης μας είναι ευτυχής.Ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από τη χώρα ή τη στιγμή όπου ζει, μες στην ανέμελή του αυτάρκεια δεν ξέρει από ευθύνες. Έναντι αυτών που τον διαβάζουν, λ. χ. Ή έναντι μιας παράδοσης ποιητικής αιώνων. Ή, έστω, της γλώσσας όπου γράφει. Αυτός κάνει το χόμπι του επιτέλους! Δεν ξέρει καν ότι παρασιτεί. Αλλά και να το γνώριζε, γιατί να ενδιαφερθεί; Ο ντιλετάντης δεν λογοδοτεί· γι' αυτό είναι ντιλετάντης.
*[ΠΗΓΗ: Κώστας Κουτσουρέλης, ποιητής, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012]

ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΤΥΧΗΣ

$
0
0

Μια κοπελίτσα από το χωριό ερωτεύεται τρελά τον πιο επικίνδυνο εγκληματία της μεγαλούπολης. Τελικά, γνωρίζεται μαζί του τυχαία και καταφέρνει να τον κάνει να την ερωτευτεί. Το κορίτσι είναι τυχερό ή άτυχο;



Η βόμβα που ισοπέδωσε το Ναγκασάκι, το 1945, προοριζόταν για τη βιομηχανική περιοχή του Κοκούρο, βορειότερα. Μια απότομη αλλαγή των καιρικών συνθηκών κατέστησε αδύνατη τη ρίψη της πάνω στον αρχικά σχεδιασμένο στόχο. Καθώς το αεροσκάφος δεν μπορούσε να επιστρέψει με το φονικό φορτίο, αποφασίστηκε η ρίψη του σε μια περιοχή όπου οι κλιματικές συνθήκες θα το επέτρεπαν.

«Οι κάτοικοι του Ναγκασάκι, ένα λεπτό πριν από τη ρίψη της φονικής βόμβας θα ένιωθαν σίγουρα τυχεροί για την ‘‘καλή’’ μέρα που ξεκινούσε, ενώ στο Κοκούρο θα έστρεφαν το βλέμμα τους στον ουρανό κατηφείς για την ‘‘κακή’’ μέρα που τους ξημέρωνε...»

Κάπου αλλού, μια κοπελίτσα από το χωριό ερωτεύεται τρελά τον πιο επικίνδυνο εγκληματία της μεγαλούπολης. Τελικά, γνωρίζεται μαζί του τυχαία και καταφέρνει να τον κάνει να την ερωτευτεί. Το κορίτσι είναι τυχερό ή άτυχο;

Ένας άνδρας τρελαίνεται όταν η γυναίκα που αγαπά τον απορρίπτει. Στο διπλανό θάλαμο του ψυχιατρείου όπου νοσηλεύεται, βρίσκεται και ο άνδρας που αυτή η ίδια γυναίκα είχε επιλέξει – τρελός μετά από τρεις μήνες συμβίωσης μαζί της!

Η τύχη υπήρξε ανέκαθεν παρούσα στα λεγόμενα, τις εικόνες και τις ιστορίες των ανθρώπων. Με διαφορετικό προσανατολισμό και υπό τον ίσκιο ποικίλων θέσεων και ιδεολογιών, έκανε αισθητή την παρουσία της μέσα από τις προφορικές, τις εικαστικές και τις γραπτές εκδηλώσεις του πολιτισμού, αφήνοντας τα ίχνη της τόσο στην ατομική όσο και στην ομαδική σκηνή της ανάλυσης κάθε ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Καθώς ο αρχαίος μύθος δεν μπορεί μόνος του να μας διαφωτίσει πλήρως για τη σχέση που συνδέει τους ανθρώπους με την αφηρημένη έννοια της τύχης, ούτε μπορεί να ερμηνεύσει τις ιδιοτροπίες του πεπρωμένου μας, ο Χόρχε Μπουκάι αναλαμβάνει να τον «εκσυγχρονίσει» μέχρις ενός σημείου, κι έτσι να βγάλει στην επιφάνεια όλα του τα καλά και θετικά στοιχεία. Αναπτύσσοντας μια νέα «θεωρία της τύχης», φέρνει στο προσκήνιο τους θεούς του Ολύμπου, ήρωες και καταστάσεις από την κελτική, την ινδική και τη σκανδιναβική μυθολογία, σε συνδυασμό με εικόνες και σύμβολα από χασιδικά παραμύθια, παραβολές σούφι και θρύλους των ινδιάνων της Αμερικής.
Σε εικονογράφηση Ειρήνης Ελευθεριάδη, ο μύθος αποκτά νέα μορφή και συμμαχεί με τον αναγνώστη στην αναζήτηση αυτής της τόσο ιδιότροπης και φευγαλέας θεάς.
[ΠΗΓΗ: βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ, http://sigxroniekfrasi.blogspot.gr/]

Βελδεμίρη Στεφανία, Ο άνθρωπος, το χρώμα γκρι και το κόκκινο πουλί

$
0
0

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα βιβλίο αδιάβαστο. Δηλαδή το είχε γράψει ένας άνθρωπος κάποτε, κανείς δεν ξέρει πότε, αλλά ποτέ δεν το διάβασε κανείς. Οι λέξεις του βιβλίου είχαν φτιαχτεί ακριβώς όπως θα σας πω.

Ήταν μια ακόμη γκρι μέρα.Ο άνθρωπος αποφάσισε να πάει έναν περίπατο. Η πόλη του ήταν γκρι έτσι κι αλλιώς. Εκείνη όμως τη μέρα, γκρι ήταν και ο ουρανός και τα σύννεφα και η θάλασσα. Ακόμη και ο αέρας που συνήθως ήταν αόρατος, εκείνη τη μέρα είχε βαφεί γκρι.
Ο άνθρωπος είχε πολύ καλό γούστο.Έτσι, για να είναι ασορτί με τον πίνακα μέσα στον οποίο είχε σκοπό να βουτήξει, έβαλε ένα γκρι πουκάμισο, ένα γκρι παντελόνι και ένα γκρι σακάκι. Ακόμη έβαλε τα αγαπημένα του ασπρόμαυρα παπούτσια που, όταν τα ανακάτευες μεταξύ τους χορεύοντας, γίνονταν γκρι κι αυτά, και βγήκε για τη βόλτα του.


Όντως, κάνοντας πέντε βήματα, έγινε ένα με την πόλη του, τον ουρανό, τη θάλασσα και τον αέρα του. Το περίγραμμά του έγινε ακαθόριστο και έτσι όπως σχεδόν ελαφρύς ένιωθε να πετάει μέσα στην γκρι του θλίψη, είδε μια κόκκινη βουλίτσα στον γκρι ουρανό. Έσμιξε τότε τα μαύρα του μάτια και πριν προλάβει να σκεφτεί κάτι όπως: «Τι είναι αυτό;» το κόκκινο στίγμα, που ήταν ένα κόκκινο, κατακόκκινο πουλί, πετούσε πια γύρω του.

Η αργή περπατησιά του ανθρώπου, που έμοιαζε με χαμηλή πτήση, και το κάπως απροσδόκητα αχνό του περίγραμμα μέσα στον βαμμένο γκρι αέρα, μπέρδεψαν το κόκκινο πουλί, που νόμισε πως πρόκειται για κάποιο σύννεφο. Έτσι, το κόκκινο πουλί κούρνιασε στο αριστερό του χέρι.

Και εκεί έμεινε.
Ο άνθρωπος από εκείνη τη στιγμή, τίποτε άλλο δεν μπορούσε να κάνει από το να γράψει ένα βιβλίο για το χρώμα γκρι και το κόκκινο πουλί.Οι λέξεις έβγαιναν κατευθείαν από την καρδιά του, αλλά δεν μπορούσαν με τίποτα να βγουν από το στόμα του. Γίνονταν αυτόματα βιβλιολέξεις. Το μυαλό βοήθησε, σαν ένας καλός φίλος.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε σε 700 αντίτυπα, ραμμένα με κόκκινη κλωστή,στο ένα χέρι του ανθρώπου, αφού στο άλλο είχε κουρνιάσει, για πάντα, το κόκκινο πουλί. Την κλωστή περνούσε από τα βελόνια με το ράμφος του το πουλί και έμαθε επίσης σε δυο στιγμές μόνο, από τον άνθρωπο, πώς δένονται και λύνονται οι κόμποι.
Στο δέσιμο του τελευταίου κόμπου, του επτακοσιοστού βιβλίου,τόσο αγάπησε ο άνθρωπος το κόκκινο πουλί, που του επέτρεψε να λύσει τον πιο δύσκολο του κόσμου κόμπο, αυτόν που είχε στο λαιμό του. Και το κόκκινο πουλί, τόσο αγάπησε τον άνθρωπο ακριβώς εκείνη την ίδια στιγμή, που χωρίς να το κουνήσει ρούπι από το χέρι του, έλυσε τον κόμπο στον λαιμό του με εφτά ραμφίσματα.

Έζησαν έτσι.
Ο άνθρωπος κάνοντας τα πάντα με το ένα χέρι.
Το κόκκινο πουλί, στο αριστερό του χέρι βουλιαγμένο, συνήθως μην ξέροντας τι κάνει, αλλά συνάμα ξέροντας πως μόνο αν είναι εκεί κάνει κάτι. Και πολλοί ήταν αυτοί που τους κοίταζαν με περιέργεια.
Όταν ο άνθρωπος έγινε αληθινό σύννεφο, το κόκκινο πουλί έγινε φωτιάβόμβας καλών ανθρώπων και ένα φτερό του, που δεν κάηκε, σκουλαρίκι σε κορίτσι. Μετά τους ξέχασαν όλοι.

Υπήρχαν όπως τα βιβλία με τις λέξεις τους.
Τα 699 αντίτυπα διάβασαν 699 άνθρωποι.Άλλοι φύλαξαν το αντίτυπό τους σαν θησαυρό, άλλοι το έχασαν, άλλοι το ξέχασαν, άλλοι το δώρισαν, άλλοι το δάνεισαν…
Ένα όμως αντίτυπο είχε μείνει αδιάβαστο σε μια βιβλιοθήκη κάποιας ανόητης, μια βιβλιοθήκη τύπου ντεκόρ. Της το είχε χαρίσει κάποιος που νόμιζε πως η ανόητη είχε νόηση. Εκείνη, αντί να το διαβάσει, το έβαλε στο ράφι της βιβλιοθήκης, εκεί που γέμιζε με το πάχος του το κατάλληλο κενό. Μετά, όταν ήθελε να αλλάξει το ντεκόρ της, και να κάνει τη βιβλιοθήκη της αριστοκρατικά σεμνή, πέταξε το βιβλίο μαζί με άλλα άχρηστα χαρτιά σε ένα χαρτοκούτι.
Το χαρτοκούτι κατέληξε δίπλα στον πράσινο κάδο των σκουπιδιών.
Από εκεί πέρασαν δυο αδέλφια. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι.Έψαχναν για το απογευματινό τους κολατσιό. Δεν ήθελαν να στεναχωρήσουν τη μητέρα με «πεινάω» και άλλες τέτοιες λέξεις, που δεν ξεστόμιζαν ποτέ μεν, αλλά πάντα τις άκουγε η μητέρα όταν τα κοιτούσε. Τότε ήταν που άκουγαν ένα κρακ από το μέρος της, φρικτό να το ακούει άνθρωπος.
Το κορίτσι και το αγόρι δεν ήξεραν να διαβάζουν. Μόλις όμως είδαν το αδιάβαστο βιβλίο, που ήταν αυτό του τελευταίου κόμπου, μαγεύτηκαν από την αγάπη του ανθρώπου και του κόκκινου πουλιού που είχε μέσα του. Είχε ένα ωραίο ζωγραφιστό εξώφυλλο και ξεφτισμένες κόκκινες κλωστές. Χάρηκαν τόσο πολύ  που τους ήρθε μια υπέροχη ιδέα.

Πήγαν σπίτι χαρούμενοι, έσκισαν μία-μία τις σελίδες του βιβλίου και έφτιαξαν με αυτές μικρές χαρτόμπαλες. Μετά τις τύλιξαν με τις κόκκινες κλωστές του αδιάβαστου βιβλίου. Έπειτα στόλισαν με αυτές μια ωραία γλάστρα με τον πιο όμορφο κάκτο του κόσμου, ενάμιση μέτρο μπόι. Ο κάκτος είχε βγάλει κόκκινα λουλούδια, Δεκέμβρη μήνα. Και μέσα από τα λουλούδια του έβγαιναν κι άλλα λουλούδια. Είχε ψηλώσει τόσο πολύ και ήταν τόσο όμορφος γιατί τον αγαπούσε η μαμά. Τον είχε φέρει από την Πελοπόννησο. Σε κάθε αγκάθι του κάκτου κάρφωσαν μια χαρτόμπαλλα κοκκινοκλωστοτυλιγμένη.

Το αγόρι αποφάσισε να μάθει να διαβάζει.
Το κορίτσι αποφάσισε να μάθει να γράφει.
Έτσι και έγινε.
Ήταν Χριστούγεννα του 2013.
Ακούστε το παραμύθι εδώ: o anthropos to xroma gri kai to kokkino pouli!-1

*Ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά τον Θανάση Ζλατάνο για τις υπέροχες μουσικές του και τη Μάρα Τσικάρα για την υπέροχη αφήγησή της. Οι δυο τους έκαναν το παραμύθι αληθινά παραμυθένιο.
[ΠΗΓΗ: Στεφανία Βελδεμίρη, e-περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση BOOKSTAND: http://bookstand.gr/ ]

ΕΥΧΕΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ: Γιατί βέβαια όλα έχουν ως σήμερα γραφτεί και με χίλιους τρόπους στ’ απόμακρα ψαχνά των ουρανών: «ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ»

$
0
0

Βρεθήκατε ποτέ μέσα σε αίσθημα- σε καιρό δύσκολο, που να σας κάνει να αισθάνεστε ένοχος γι’ αυτό; Το παν εξαρτάται από μια στιγμή, που μόλις πας να την αδράξεις χάνεται! Ποίηση, όμως, είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ, ακόμα κι όταν τα άστρα που δεν έχουν τίποτε να πουν κρατούν αναμμένη σιωπή, ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΥΣΙΑ


Όπως η πεντάμορφη θέλει το τέρας, η Μαρία με τα κίτρινα το γείτονά, ο Αίολος τους ασκούς,η Αριάδνη το μίτο και η ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ ένα πουκάμισο αδειανό, έτσι, τιτιβίζοντας ΛΕΞΕΙΣ (νοικοκυριά εν ολίγοις ολόκληρης ψυχής)  σε ελεύθερο στίχο, ένα βότσαλο SMSμέσα σε θαλασσινές σπηλιές και φως στην άκρη του ΤΟΥΝΕΛ συνθέτω: Διασχίζοντας συμπληγάδες του καιρού των μνημονίων, μην αφήνεις πίσω σου να χορταριάζουν οι δρόμοι της Ελπίδας:

Αν μ’ αφήσεις ν’ αγγίξω τον πυρήνα σου,
καυτό δαμάσκηνο με φλέβες,
τότε κι εγώ
θα σου χαρίσω κάτι μικρό και εύθραυστο
σαν σπασμένη φτερούγα πουλιού,
σαν ένα «αν» που δεν ξέρει να πετάξει,
κάτι αθώο και παλιό
που εκατό χρόνια κοιμάται στα χείλη μου
μέχρι εσύ να το ξυπνήσεις…
Τι είναι;
(ΤΟ ΦΙΛΙτης Χλόης Κουτσουμπέλη από τη συλλογή Η Αλεπού κι ο κόκκινος χορός)

Ποιος είναι αυτός ο ΦΟΒΟΣ
που ουρλιάζει με τα δυο του όμικρον
να χάσκουν στο σκοτάδι;
Ποιος είναι το βουβό βήτα
που βηματίζει βαρύγδουπα
σέρνοντας το παραμορφωμένο του ποδάρι;
Ποια ΦΥΓΗονειρεύεται το φι
και γιατί το σίγμα
σπαράζει σιωπηλά στο τέλος
αλλά και μπροστά από το άλλο ρήμα
που τόσο πολύ φοβάμαι να προφέρω;
Τι είναι;
(Ο ΦΟΒΟΣ ΝΑ Σ’ ΑΓΑΠΩτης Χλόης Κουτσουμπέλη από τη συλλογή «Η Αλεπού κι ο κόκκινος χορός»,) αλλά και «Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς:

Σε
όπως μετάβαση
απ’ τα τέσσερα στα δύο
Σε
όπως εσύ
ένα άλλο πλάσμα που κρυώνει και φοβάται
Κι ύστερα αιώνες μοναξιάς
ώσπου να ξεπροβάλει το ρήμα
πρωτόγονο και σκεβρωμένο στην αρχή
καθώς περπατάει όμως αλλάζει
τεντώνεται και ορθώνεται στο χρόνω
Αγαπώ

Υ.Γ. λέξεις, λέξεις, ίδιες με ένα χάδι, να πηγαίνουμε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι (μη φοβού τα ποιήματα, σπάνια είναι επικίνδυνα για μας)
Εάν ερχόταν ένας άνθρωπος σήμερα
μονάχα με αυτή τη γεύση πρόχειρου γκρεμού,
ένας απ’ τους χιλιάδες παραγιούς του πανικού
που, όπως τους έραβε ο Θεός
ξέχασε μια βελόνη μες στα στήθια τους,
εάν ερχότανε και κοίταζε
από αυτό το μάτι της βελόνας,
θα του στοίχειωναν όλα τα φωνήεντα,
θα του πατούσε το μυαλό ένα τραύλισμα
«αγάπη», «αγάπη»
και θα του επέστρεφε ο αντίλαλος αιμόφυρτος
μες τον ύπνο με τη στυφάδα που ’χουν τα όνειρα
σαν μικροφωνίζουν στη διαπασών τη μοναξιά!
Είναι φοβερό να μιλάς για το μαρτύριο της σταγόνας
και να φαντάζονται ένα απλό κλιματιστικό…
[Γιάννης Στίγκας, Όταν υποδύεσαι το φεγγάρι να το υποδύεσαι και στη χάση του, γιατί δεν είναι η Ποίηση αιώρα ρεμβασμών που βάζει τη θηλιά…]

[επόμενη ανάρτηση… το 2013 με υγεία]

2013: άλλο ένα ταξίδι με την Κιβωτό των Λέξεων για να σωθούν όμορφες Στιγμές του Χρόνου

$
0
0

Ωραίος που ’ναι ο Κόσμος, που για ένα λεπτό μονάχα τον χαιρόμαστε όλα εμείς τα πλάσματα της Στιγμής που μας τρώει η Φθορά… Κι ο άνεμος φυσάει στα κλειστά παράθυρά του και μες στις άδειες κάμαρες μένουν πάντα ακατανόμαστες οι χίλιες και μια ονομασίες της απέραντης μεγαλοφυΐας του…

Από τα 10 λευκά άνθη πορτοκαλιάς μόνο ένα καταλήγει πορτοκάλι. Ποίηση είναι το ταξίδι με την Κιβωτό των Λέξεων προς το αποτύπωμα της συγκίνησης από τα εννέα άνθη που χάνονται «καθ’ οδόν». Έτσι συμβαίνει το Ποίημα, ανάχωμα στο τσουνάμι όσων Στιγμών του Μνημονίου φέρνει σήμερα αύριο η Ώρα, έτσι πάει κι ο παλιός ο χρόνος, Φερτή Ύλη Σιωπής. Το μεθαύριο είναι μεταφυσική που φέρνει στη θηλυκή του κοίτη 2013 ΟΝΕΙΡΑ: ακολούθησέ τα στις παλίρροιες τους ως την άμπωτη για το μέσα μας ουρανό!  

[παραμύθι με αρχή την ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ μέση ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑΣ και ωραίο συμβολικό τέλος τις ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΧΡΟΝΟ]


Λένε πολλοί ότι ο Κόσμοςγεννήθηκε ανάποδα. Μ’ αυτό δεν είναι αλήθεια. Όσοι ήταν εκεί είπανε ότι γεννήθηκε κανονικά, με το κεφάλι κάτω και με τα πόδια απάνω.Η μάνα του Κόσμου ήταν μια φοβερή, μια μέγαιρα με τριχωτό κεφάλι, με νύχια και με δόντια σουβλερά σαν βελόνες. Αλλά ο κόσμος ήταν όμορφος –ωραίος από την πρώτη στιγμή και τον καμάρωνε πρώτα ο ήλιος, ο θείος του και η σελήνη η θεία του κι ύστερα όλα τα άστρα τ’ ουρανού τα ξαδέλφια του.Κατόπιν τον καμάρωσαν η θάλασσα και τα βουνά ύστερα τον καμάρωσαν τα ποτάμια, οι βράχοι τα δένδρα, οι βροχές τα σύννεφα. Όλοι τον καμάρωναν ίσαμε και τ’ άγρια και τα ήμερα θεριά και τα πουλιά και τα ερπετά και στο βυθό της θάλασσας τα ψάρια. Μόνο ένας δεν τον καμάρωνε. Ο Πατέρας του. Αυτός ήταν ζηλιάρης και φθονερός και λεγόταν Άβυσσος. Ήρθε μια μέρα στη μάνα του και προσπάθησε να ρίξει τον Κόσμο κάτω από ένα μεγάλο γκρεμό που του άνοιξε μπροστά του. Μα οι άγγελοι δώσανε φτερά στον Κόσμο και πέταξε. Και οι δαίμονες ακόμα τον μακάριζαν καθώς πετούσε.Τότες για να εκδικηθεί ο Άβυσσος πήγε και έκανε τρία άλλα παιδιά με τη Μέγαιρα τη μάνα του – έκανε το Χρόνο, τη Φθορά και το Κενό. Από τότες οι τρεις αυτοί συναγωνίζονται ποιος θα καταλύσει πρώτος τον ωραίο Κόσμο – που για μια στιγμή τον έχουμε κι ύστερα τον χάνουμε όλα εμείς τα πλάσματα της Στιγμής που μας τρώει η Φθορά μετά από λίγα Χρόνια και ξαναγυρίζουμε μες στο Κενό.

[και τα ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑΣ]

Το πρώτο παράθυρο η ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑ. Το δεύτερο παράθυρο η ΣΗΜΑΣΙΑ. Το τρίτο παράθυρο ο ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ. Το τέταρτο παράθυρο η ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ. Το πέμπτο παράθυρο ο ορισμός. Τα άλλα χίλια παράθυρα της μεγαλοφυΐας είναι κλειστά και δεν ανοίγουν παρά μονάχα άμα τα ονομάσεις και τα ονόματά τους είναι άγνωστα και μυστικά, είτε χαμένα και αδύνατο να βρεθούν, είτε είναι μισοσβησμένα κι αδύνατο να διαβαστούν. Κάθε χρόνο έρχονται και καθαρίζουν τα πέντε ανοιχτά παράθυρα πέντε γυναίκες ωραίες καθαρίστριες, γυμνές και μοιραίες που φοράνε μια μάσκα μεταξωτή ίσαμε τα βυζιά τους για να μη φαίνονται τα πρόσωπά τους από τον καθένα. Τ’ άλλα κλειστά παράθυρα μένουν ακάθαρτα, και τα σκονίζει ο κονιορτός, τα τρώει τ’ αγιάζι, τα βρέχει ο ουρανός και τα φυσάει ο άνεμος μεσ’ τους αιώνες και σκοτεινιάζουν όσο ποτέ πιο πολύ, ώστε μερικοί να λένε πως δεν είναι καν παράθυρα, και το λίγο φως που τους απόμεινε σβήνει κι αυτό και μένει το τεράστιο κτίριο της μεγαλοφυΐας εγκαταλειμμένο, άδειο κι ερημικό. Τότες ήρθανε οι αναμορφωτές και δοκιμάσανε να τα’ ονομάσουνε το χτίριο αυτό και να το συνερίσουνε και να το παραδώσουν στο κοινό. Και είπαν να λέγεται ΤΡΟΛΟΚΟΜΕΙΟ. Και μέσα εκεί να ζουν οι ακατάστατοι άνθρωποι, να τους προσέχουν οι ταχτικοί, οι νοικοκυρεμένοι. Κι έγινε αγνώριστο το ανώνυμο παλάτι το μέγα ανάκτορο της μεγαλοφυΐας κι ήρθαν οι κατεργάρηδες και το γέμισαν με άναρθρες φωνές και με σκουξιές, με παραμιλητά, με παραισθήσεις, μ’ έμμονες ιδέες και με πολλά άλλα συμπτώματα που τα λένε κλινικά. Και το νέο αυτό ίδρυμα λειτουργεί κανονικά – μόνο που στάθηκε αδύνατο ν’ ανοίξουν τα χίλια κλειστά παράθυρα της μεγαλοφυΐας κι έτσι ν’ αεριστούν οι κάμαρες αυτές για το σκοπό που έθεσαν οι αναμορφωτές της κοινωνίας δάσκαλοι, δικηγόροι, γιατροί και δικαστές. Κι ο άνεμος φυσάει στα κλειστά παράθυρα και μες στις άδειες κάμαρες μένουν πάντα ακατανόμαστες οι χίλιες και μια ονομασίες της απέραντης μεγαλοφυΐας του είναι.

[ΠΗΓΗ: Νάνος Βαλαωρίτης, Ο Ομιλών Πίθηκος ή Παραμυθολογία]  

Ξέρεις αν είχε χιούμορ η Βιρτζίνια Γουλφ;

$
0
0

Ποτέ δεν είχα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Μου έφτανε να είμαι ένας χαρακτήρας μικρός και ασήμαντος που δεν  έχει καν δική του φωνή και εμφανίζεται ξαφνικά σε μια σελίδα. Δεν θα με πείραζε να ζω και σε κάποιο άλλο μυθιστόρημα του Κιουρέισι, έστω κι αν το αγαπώ λιγότερο, αρκεί να είχα μια έντονη ερωτική ζωή. Γιατί αυτές είναι οι σωστές γυναίκες! Οι γυναίκες που ξέρουν να εκτιμήσουν ένα καλό γαμήσι!


Η χειρότερη στιγμή μιας ερωτικής απογοήτευσης είναι η στιγμή εκείνη που αρχίζεις να αναρωτιέσαι για το αν έχεις φταίξει κι εσύ.Ψάχνεις να βρεις πού έκανες λάθος. Μήπως δεν ήσουν αρκετός. Πραγματικά αξιοθρήνητο. Είναι δύσκολο να αποδεχτείς πως ενώ ήσουν σε όλα εντάξει, πιστός, δοτικός, υποστηρικτικός, ευχάριστος, υπέροχος, μοναδικός και ανεπανάληπτος, σηκώθηκε ξαφνικά ένας αέρας, τυφώνας πες καλύτερα, ο τυφώνας του τρίτου προσώπου, εκείνο το έκτακτο και ακραίο καιρικό φαινόμενο, που σε πετάει σε μια άκρη με σπασμένη στέγη που μπάζει νερά, μπάζει και πόνο. Δεν είναι αυτή η πρώτη φάση της ερωτικής απογοήτευσης. Είναι δεύτερη. Η πρώτη είναι ο θυμός. Ένας θυμός που σε παραλύει και σε τυφλώνει. Αλλά τίποτε δεν είναι με σαφήνεια οριοθετημένο. Μπορείς ωραιότατα να βγάζεις καπνούς απ’ τα αυτιά, να θέλεις να ρίξεις γροθιές στους τοίχους και να κάνεις κομμάτια όποιο αντικείμενο πέφτει στα χέρια σου ενώ ψάχνεις τις λογικές εξηγήσεις σε κάτι  που έτσι κι αλλιώς δεν έχει λογική.  

Να σας πω για τα δικά μου ευρήματα, τρέμοντας φυσικά από οργή:μερικές λεπτές τρίχες στη βούρτσα των μαλλιών, ένα τσιγάρο κρυμμένο για τη στιγμή που θα το είχε πραγματικά ανάγκη, μερικά βιβλία που ξέχασε να μαζέψει, έτσι που έφυγε σαν κυνηγημένη για να «μην το κάνει ακόμη πιο δύσκολο», ανάμεσά τους και  το μυθιστόρημα του Γκράχαμ Σουίφτ «Υδάτινη χώρα», με τσακισμένη τη σελίδα στη σκηνή που η Μαίρη, η σύζυγος του καθηγητή, κλέβει βραδάκι Παρασκευής, ένα παιδάκι από το σούπερ μάρκετ, γιατί δεν μπορεί να κάνει δικό της. Δεν χόρταινε πια να το διαβάζει αυτό το βιβλίο. Α, τις ξέρω πολύ καλά κάτι ευαίσθητες αναγνώστριες σαν εκείνη. Είναι όλες μαλακισμένες. Τρελαίνονται με κάτι νερόβραστους Εγγλέζους, Γκράχαμ Σουίφτ και  παπαριές. Τα δικά μου γούστα ήταν διαφορετικά. Από τότε που με εγκατέλειψε για τον άλλον, θα ήθελα να ζω σ’ ένα μυθιστόρημα σαν τον «Βούδα των προαστίων». Εντάξει, δεν λέω πως θα ήθελα να είμαι και ο Καρίμ ή ο Τσάρλι ή κάποιος από τους πρωταγωνιστές.  Ποτέ δεν είχα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Μου έφτανε να είμαι ένας χαρακτήρας μικρός και ασήμαντος που δεν  έχει καν δική του φωνή και εμφανίζεται ξαφνικά σε μια σελίδα. Δεν θα με πείραζε να ζω και σε κάποιο άλλο μυθιστόρημα του Κιουρέισι, έστω κι αν το αγαπώ λιγότερο, αρκεί να είχα μια έντονη ερωτική ζωή. Να ήμουν ένας θεός του σεξ. Να πηδάω από εδώ, να πηδάω από εκεί και να τη φωνάζω να καμαρώσει τις επιδόσεις μου. «Κοίτα κυρά μου», θα ήθελα να της έλεγα, «αυτές είναι οι σωστές γυναίκες. Οι γυναίκες που ξέρουν να εκτιμήσουν ένα καλό γαμήσι».

Αλήθεια, κόντευε να μου στρίψει. Ναι, γιατί με άφησε για κάποιον άλλο, στα ξαφνικά. Για ένα ειδύλλιο, μη χέσω,που έγινε αφάνταστα σημαντικό μέσα σε  έναν μόλις μήνα, που στήθηκε κάτω από τη μύτη μου, την ερωτευμένη μου μύτη, τη μύτη που κάθε πρωί, λες και δεν είχε άλλη δουλειά, τρύπωνε για να αναζητήσει τις μυρωδιές της. Όχι, δεν με εγκατέλειψε για τον καλύτερο φίλο μου. Οι περισσότεροι νομίζετε πως δεν υπάρχει μεγαλύτερος ερωτικός πόνος και σας λέω πως πέφτετε έξω. Ο καλύτερος φίλος σου ξέρεις πώς μοιάζει και πώς είναι, έχεις δει τα μούτρα του το πρωί, ξέρεις τα κουσούρια του, ξέρεις πως την παίζει χαζεύοντας τσόντες, πόσο κάθαρμα μπορεί να γίνει με τις γυναίκες. Με τον καλύτερο φίλο γνωρίζεις τον αντίπαλο και πας και χτυπάς στα ίσια. Χώνεσαι στη μέση και ζητάς και από τους δυο εξηγήσεις. Έχεις τη δυνατότητα να δηλητηριάσεις τη σχέση τους με ενοχές, το ξέρω είμαι απαίσιος, ένας απαίσιος άνθρωπος. Όμως, το να σε εγκαταλείψουν για τον καλύτερο φίλο, σε μεταμορφώνει σε ένα πρόσωπο σημαντικό, σχεδόν τραγικό -ή έστω τραγικό παρά τρίχα- που του αξίζει να γίνει μυθιστόρημα ή διήγημα, εντάξει, βολεύομαι και με το να γίνω απλώς ένα τραγούδι. Δεν θα γίνω τίποτε από αυτά. Γιατί με εγκατέλειψε για ένα πρόσωπο άγνωστο και σκοτεινό, που δεν συνάντησα ποτέ και ούτε θα συναντήσω, που δεν γνωρίζω καν το όνομά του και ούτε θα το μάθω. Και αυτό το «ποτέ» και το «ούτε» δεν το λέω στην τύχη. Προσπάθησα να μάθω ποιος είναι και πώς τον λένε, αλλά εκείνη είχε καλύψει προσεκτικά τα ίχνη τους. Την ικέτεψα, αλλά δεν είπε κουβέντα. Με άφησε εντελώς απ’ έξω, στη φρίκη του να μη γνωρίζω πραγματικά τίποτε, να παλεύω με τη φαντασία μου. Και ναι, στη φαντασία μου ο «άλλος» έγινε ένας πραγματικός καλλιτέχνης της αποπλάνησης, που ξεγέλασε το δικό μου, αγαπημένο κοριτσάκι, σαν να ήταν ο ακόλαστος Βαλμόν, από τις «Επικίνδυνες σχέσεις», καλά εκπαιδευμένος από την μαντάμ Μερτέιγ, για να τις ρίχνει όλες στο κρεβάτι.

Σας τα λέω όλα αυτά, όμως βαθιά μέσα μου δεν πιστεύω πως εκείνη θα τσιμπούσε από έναν τύπο σαν τον Βαλμόν. Δεν ήταν δα και καμιά άβγαλτη μαντάμ ντε Τουρβίλ, είχε αρκετές εμπειρίες στη ζωή της και επιπλέον, είχε διαβάσει και το βιβλίο του Λακλός. Κάτι κουλτουριάρες σαν τη δική μου μπορούν να σε βάλουν να παλέψεις με τα πραγματικά μεγάλα μεγέθη. Είναι ικανές, ρε μάγκα μου, να σε εγκαταλείψουν για τον ίδιο τον Ρωμαίο, να σε κάνουν πραγματικά σκόνη, να μην ξέρεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι. Να χάσεις κάθε αυτοεκτίμηση.
Μετά, η οργή ξεφούσκωσε, έσκασε σαν μπαλόνι, με κρότο, που σε τρομάζει και σε κάνει να πετάγεσαι, αφήνοντας πίσω της μόνο τη θλίψη, τον ατόφιο ερωτικό πόνο της εγκατάλειψης. Τότε ήταν που άρχισα να ξεπορτίζω.

Βρήκα σαν τους γέρους το αγαπημένο μου πάρκο, το αγαπημένο μου παγκάκι.Έσερνα μαζί μου και ένα δικό της βιβλίο, σκισμένο και ταλαιπωρημένο, ένα βιβλίο που αγαπούσε, το «Στον Φάρο» της Βιρτζίνια Γουλφ. Να πω την αλήθεια, ντρεπόμουν λιγάκι να με βλέπουν ολόκληρο άντρα να κυκλοφορώ με αυτό το μωβ εξώφυλλο, στο οποίο απεικονίζονταν τα μούτρα της ξινής. Στην αρχή απλώς το κρατούσα σαν αντικείμενο. Μετά, εκεί στο παγκάκι, με θέα τη θάλασσα, ξεκίνησα να το διαβάζω. Δεν το περίμενα, αλλά ήταν σαν να άκουγα τη φωνή της Βιρτζίνια, να φτάνει στα αυτιά μου, σαν ψίθυρος, επιτρέποντας μου να τη γνωρίσω. Και η γνωριμία μου μαζί της, μου θύμισε ένα άλλο κορίτσι, τη σπασίκλα της τάξης στη Β΄ Λυκείου, που την είχαν οι πάντες στο κράξιμο. Σε μια ημερήσια εκδρομή όμως, καθίσαμε δίπλα-δίπλα, μακριά από τα βλέμματα των άλλων και, ξαφνικά, στραφήκαμε σχεδόν ταυτόχρονα ο ένας προς την πλευρά του άλλου και φιληθήκαμε με πάθος για ατέλειωτη ώρα, σε ένα φιλί που μούδιασε τις γλώσσες μας και όταν κάποτε τα στόματα απομακρύνθηκαν, τα σάλια μας έμοιαζαν με ασημένιες κλωστές που κατά κάποιο τρόπο τα κρατούσαν ακόμη ενωμένα. Ναι, η Βιρτζίνια μού μιλούσε, γλώσσα δεν έβαζε μέσα, μέχρι που έμαθα απ’ έξω ολόκληρα αποσπάσματα του βιβλίου.

«Όλα αυτά τα βιβλία θα ’πρεπε να βγουν έξω και να λιαστούν στη χλόη. Σοβάδες είχαν πέσει στο χωλ. Το λούκι πάνω απ’ το παράθυρο του γραφείου είχε φράξει και το νερό έμπαινε μέσα. Το χαλί είχε καταστραφεί. Αλλά θα ’πρεπε να’ χουν έρθει οι ίδιοι. Θα ‘πρεπε να ‘χουν στείλει κάποιον να τα δει. Υπήρχαν ρούχα στις ντουλάπες. Είχαν αφήσει ρούχα σε όλες τις κρεβατοκάμαρες. Τι θα τα κάνει όλα αυτά;».

Το χειρότερο; Τα αποσπάσματα αυτά μπορούσα να τα συμπληρώσω με δικές μου σκέψεις και λέξεις. Απαράδεκτος;Εντάξει, απαράδεκτος. Δεν ξέρω η ίδια η Βιρτζίνια πώς θα το έπαιρνε. Θα θύμωνε ή μήπως θα διασκέδαζε και θα γελούσε; Δεν νομίζω όμως πως είχε και πολύ σπουδαίο χιούμορ. Αποφάσισα το ζήτημα αυτό να το ξεκαθαρίσω. Εκείνη θα ήξερε και αν τη ρωτούσα θα έδινε, όπως πάντα όταν ήθελε, μια εμπεριστατωμένη απάντηση. Γι’ αυτό της τηλεφώνησα. Ήταν το πρώτο τηλεφώνημα μετά τον χωρισμό μας. Και το τελευταίο. Σχημάτισα τον αριθμό και άκουσα, μετά από πολύ καιρό τη φωνή της. «Ναι» απάντησε, κάπως επιτακτικά.«Εγώ είμαι και θέλω να ρωτήσω κάτι. Ξέρεις αν είχε χιούμορ η Βιρτζίνια Γουλφ;».
Δεν χρειάζεται να προσθέσω πως δεν περίμενα για την απάντηση. Έτρεξα πίσω στο σπίτι, όπου η απουσία της ήταν πιο έντονη και από την παρουσία της, τον καιρό που ήμασταν μαζί. Έρχεσαι, μερικές φορές, πολύ κοντά σε κάποιον και το θεωρείς ως κάτι δεδομένο και αυτονόητο. Δεν βλέπεις τις στροφές στον ίλιγγο των σχέσεων. Δεν φαντάζεσαι πως σε μια τέτοια στροφή κάποιος που μέχρι χθες ήταν μαζί σου, μπορεί να σε προσπεράσει. Δεν έχει εξήγηση. Ή αν έχει η εξήγηση δεν παρηγορεί, δεν σε βοηθάει να κερδίσεις και τίποτε. Είναι εντελώς άχρηστες αυτές οι εξηγήσεις. Περιττές.
Μετά, έβαλα να ακούσω το «Over» του Peter Hammill. Και λίγο αργότερα αποφάσισα να σας τα γράψω. Κι έκανα το πρώτο βήμα για τη θεραπεία μου.
 Έκανα την οδύνη μου αφήγηση
[ΠΗΓΗ: Εύη Καρκίτη, ΕΙΧΕ ΧΙΟΥΜΟΡ Η ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ,http://bookstand.gr/ ]   

Θωμάς Κοροβίνης, Όμορφη Νύχτα: μυθιστορία για είκοσι χρόνια λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη

$
0
0

Η ταβέρνα θέλει ρεμπέτικο ή ακόμα καλύτερα καζαντζιδικού τύπου σπαραγμό. Όχι, δεν θα τους αφήσουμε τους αβασάνιστους να γκρεμίσουν τους πιο λάβρους τόπους του νυχτερινού συμποσιασμού των ανθρώπων. Όσο τουλάχιστον ζούμε. Όσο για το μετά, «γαία πυρί μειχθήτω».


Η μυθιστορηματική χρονογραφία του Κοροβίνη αποσκοπεί να δωρίσει στην συλλογική μνήμη την ακτινοβολία μιας εκδοχής των θρυλικών θεσσαλονίκειων νυχτών: της Όμορφης Νύχτας αυτοπροσώπως, και συνακόλουθα της ανθρωπογεωγραφίας μιας χαμένης εποχής, ακριβώς όπως υπήρξε, χωρίς μύθους και φτιασίδια. Συνεπώς, οι υπερβολές επιτρέπονται, τα ψέματα όχι· ακόμα κι αν κάποια περιστατικά ή συναπαντήματα ανθρώπων έχουν κάτι απ’ τα ατόφια παραμύθια, ο ρεαλισμός του βιβλίου είναι απροκάλυπτα και αστόλιστα ρεαλιστικός! Το βιβλίο χωρίζεται σε δεκάδες μικρά κεφάλαια, αφιερωμένα το καθένα σε κάποιο πρόσωπο, κατάστημα, δρόμο, κατάσταση, κοινώς σε όλες τις ψηφίδες της ζωής στην μυθοποιημένης και ταυτόχρονα απομυθοποιημένης πόλης.Τα κατά Θωμά Ευαγγέλια είναι απολύτως προσωπικά και εμπειρικά, χωρίς αξιώσεις αντικειμενικότητας, χωρίς απαιτήσεις ωραιοποίησης.

H ιδέα του αφηγήματος οφείλεται στον συγγραφέα φίλο του συγγραφέα Δημήτρη Μίγγα, ο δε τόπος της προτροπής ήταν η λαϊκή ταβέρνα «Το Άσυλο», στην είσοδο του συνοικισμού της Ευαγγελιστρίας. Το αρχικό μάλιστα σχέδιο περιελάμβανε ένα μοιρασμένο (σε δίσκους το λέμε split!) μυθιστόρημα, αλλά ο Μίγγας αναγνώρισε πως τα κοροβίνεια βιώματα έπρεπε να καταγραφούν από τον βιώσαντα. Πράγματι, αν το κάθε γραπτό υστερεί ούτως ή άλλως σε σχέση με την καθαρότητα και την ευταξία της αυθεντικής εμπειρίας, τότε πόσο περισσότερο θα συμβαίνει όταν επιχειρήσουμε να μπούμε στο βίωμα άλλου…

Διατρέχω τις σελίδες για να βρω τις δυο εμβληματικές γυναίκες της λαϊκής νύχτας της βορειούπολης, ειδικά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Βρίσκω πρώτα την Μαριώ,την αγωνίστρια του θεσσαλονικιώτικου πάλκου και την ακολουθώ από τη χασαποταβέρνα του Μαριώλα στη Νέα Μαγνησία και το αλώνισμα των μαγαζιών του θεσσαλικού κάμπου με τον πατέρα της μέχρι την Φαρίντα της Μενεμένης και τις Αναμνήσεις της Νεάπολης, πάντα φορτωμένη μ’ ένα σωρό ιστορίες. Οι σελίδες της συχωρεμένης Λιλήςβρίσκονται πιο βαθιά στο βιβλίο, όπως το ίδιο βαθιά στις μνήμες παραμένουν οι φωνές της στην πίστα για ψωμί, παιδεία και λαοκρατία, και οι νυκτωδίες στο Μινουί – ευτυχώς πρόλαβα το υπόγειο στις δόξες του, και κάναμε συχνά πέρασμα όταν κλείναμε τον Ερωδό μετά τις 3 το βράδυ.

Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στο θέμα των δημιουργών της Θεσσαλονίκης και γενικώς της μοίρας των καλλιτεχνών μέσα στην «μικροαστίλα και την μιζέρια της πόλης με τον στενόκαρδο ουρανό».Αν γίνεις λαμπερό όνομα στην πρωτεύουσα, σε σέβονται και οι ντόπιοι, που συνήθως είναι τσιγκούνηδες με τους γηγενείς καλλιτέχνες. Όσοι μένουν, παραμένουν οι «τοπικοί δημιουργοί», γνωστοί μεν αλλά «δικοί μας», γραφικά ιδωμένοι και αιώνια δεδομένοι. Η συμπρωτεύουσα είναι το πρώτο μεγαλοχώρι – όχι νύφη, αλλά νυφίτσα του Θερμαϊκού. Οι πιστοί της, όπως ο κυρ Ντίνος, καθηλωμένοι της επιτελούν έργο ιερό, αλλά προτιμούν να αγνοούν ότι η πόλη υπάρχει από έναν ατέρμονο ευτροφισμό που παράγει μουχλιασμένα μυαλά και επικράτειες που κυβερνούνται από τα κατηχητικά.

Ευνόητα οι γυναίκες έχουν αμέτρητες θέσεις στην μνημογραφία του Κοροβίνη.Από τη μία οι σερβιτόρες, όπως η πιο ενδιαφέρουσα γυναικεία προσωπικότητα από τις δισκοφόρες της Όμορφης Νύχτας, η Ξένια από τον Τύρναβο με την ελιά στο πάνω χείλι (κάτι θυμάμαι…) – από την άλλη οι θαμώνισσες και περαστικές από στέκια και ζωές, πολύτιμες όλες στην συναγωγή της φιλοσοφίας μιας ζωής, ακόμα και όταν ο συγγραφέας θυμοσοφεί...
«…βαρέθηκα να ορέγομαι ή να μυθοποιώ όμορφα πλάσματα, που πολύ γρήγορα η ψυχική τους φτώχεια και η ανύπαρκτη πνευματικότητά τους, συχνά δε και η σχετική ή απόλυτη αισθηματική ή και ερωτική τους ανικανότητα, οδηγεί στην πλήρη απομυθοποίησή τους και ενίοτε σε μια αίσθηση καθολικής αηδίας για το πενιχρό αποτέλεσμα που όχι σπάνια δημιουργεί η αγαστή μα τραγική συνεργασία των αντιφάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης»

Δεκάδες πρόσωπα έχουν το δικό τους χώρο στις ημερολογιακές σελίδες του νυχτερινού «ημερολογίου» - συγγραφείς, στιχουργοί, τραγουδιστές, τραγουδοποιοί.Γιώργος Ιωάννου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Τόλης Καζαντζής, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Δημήτρης Μαρωνίτης, Δημήτρης Δημητριάδης, Ιωάννα Καρυστιάνη, Βασίλης Τσιτσάνης, Μανώλης Ρασούλης, Ηλίας Κατσούλης, Αγγελική Λεμονή, Γιώτα Λύδια, Γιώργος Ζήκας…που η Θεσσαλονίκη δεν έπλασε μόνο τον χαρακτήρα τους αλλά και πλάστηκε από τους ίδιους. Δυο κείμενα αφιερώνονται στην αξέχαστη Σεβάς Χανούμ:ένα για την συναυλία της στη Νομική το 1984, όπου τραγούδησε με ζέση έπειτα από τόσα χρόνια στην αφάνεια, Χιώτη, Μητσάκη, Τσιτσάνη και Καζαντζίδη μέχρις εξαντλήσεως, κι ενώ έπρεπε λόγω υγείας να σταματήσει, δεν αποχωρούσε κανείς, κι ένα για την επίσκεψη στο σπίτι της στη Νεάπολη και μια από τις τελευταίες συνομιλίες μαζί της.

Εκτενή κείμενα τιμούν την Μαριάνθη Κεφάλα και την Πόλυ Πάνου (μαζί με μια μεγάλη συζήτηση με την τελευταία), τους μαγαζάτορες Γιώργος Χουλιάρα και Νίκο Πλασταρά και όλους τους υπόλοιπους γηπεδάρχες, αφανείς κι εμφανείς. Και βέβαια οι χώροι, πάντα οι χώροι: το Πλατώ στη Χαριλάου και το Όνειρο στην Παπαναστασίου, η υπόγεια Πανδούρα απέναντι απ’ τον Ευκλείδη και ο «Τζότζος» στα Κάστρα (αν είναι να ξαναζήσω μια βραδιά, ας είναι στα λερά του πλαστικά τραπεζομάντηλα), ο Μακεδονικός με το λεωφορείο να αγγίζει το τραπέζι σου (άσχετο με τα συγγραφόμενα, αλλά συγχωρήστε μου της μνήμης τα μνήματα), το Μυστικό στις Σαράντα Εκκλησιές και η Κληματαριά στο Λιμάνι – με τα ξύλινα καρούλια αντί για τραπέζια αν θυμάμαι καλά – που θυμάμαι πολύ καλά.

O Κοροβίνης μετράει τα τρία μι της νύχτας (μαργιόλα, μπαμπέσα, μπελαλού), παίρνει μαζί του τη φράση της Σιμόν Βέιλ«Όλο τον κόσμο να γνωρίσεις, ποτέ δεν θα μπορέσεις να μπεις μέσα σε μιαν ανθρώπινη ζωή» και υποκλίνεται στους ταλαντούχους που θυσίασαν μια καριέρα δόξας και χρημάτων εν ονόματι άλλων επιλογών και εντέλει της ίδιας της ζωής. Όταν ο λόγος επανέρχεται στη Θεσσαλονίκη παραπονιέται ευθέως … για την αναπάντεχη κατρακύλα της, από την αναγεννησιακή της περίοδο μέχρι το τέλος της δικτατορίας στο πέρασμά της οξεία γωνία της νεομεσαιωνικής παρακμής μετά το 2000 με αναστημένους βασιλείς στα θέατρα, αναβιώσαντα λείψανα καλλιτεχνών του ελαφρού και της ποπ στα γήπεδα, με την επικράτηση των σκυλομάγαζων, τη σιωπή των ποιητών, την εξορία ή αυτοεξορία κάποιων πικραμένων οραματιστών, την καταφυγή σχεδόν όλων των καλλιτεχνών στην Αθήνα, την αραχνομούνικη τριανδρία Ψωμιάδη – Άνθιμου – Παπαγεωργόπουλου…
Αν όλα αυτά τα μέρη για ορισμένους υπήρξαν άσυλα για παραστρατημένους ή ξέμπαρκους, τότε ορθά ξεκίνησε η συζήτηση από το Άσυλο, όπου ολοκλήρωνα κι εγώ με φίλους τις εύτυχες και τις δύσθυμες μέρες. Και τώρα που βρίσκομαι τόσο μακριά, ευχαριστιέμαι να γνωρίζω πως σε τέτοια μέρη τσουγκρίστηκαν ωραία σχεδιάσματα μεταξύ φίλων και γεννήθηκαν βιβλία και για εμάς, που βρισκόμασταν στην άλλη πλευρά της μουσικής, βαθιά όμως μπλεγμένοι με τα μέλη αυτής της διονυσιάδας.
Όταν τραγουδάω, μαζεύονται γύρω μου όλοι οι άγγελοι των παιδικών μου χρόνων, με περικυκλώνουν. […] Όταν τραγουδώ, έρχονται, ζωντανοί και πεθαμένοι, άντρες πολλοί, που παρεξήγησαν ή ενέδωσαν στα πάθη μου, γυναίκες που δικαιώθηκαν ή προπαντός αποκαρδιώθηκαν από μένα, οι πιο ωραίοι και αδάμαστοι απ’ όσους χάρηκα έστω και για λίγο. Έρχονται οι απροσκύνητοι, οι ανέγγιχτοι, που δε θα πλησιαστούμε ποτέ΄. Οι ψυχές που δε γνωρίσαμε. Αυτή η αναζήτηση του άλλου μας καίει. Ψάχνουμε άραγε το συμπλήρωμα ή το ίδιο με τις ψυχές μας;
[ΠΗΓΗ: Νυχτερινής Θεσσαλονίκης Μυθοποίηση και Απομυθοποίηση  Πρώτη δημοσίευση: mic.gr και Πανδοχείο]

Δημήτρης Τανούδης, Νοήματα των χεριών

$
0
0

Ο άντρας που πάτησε το κουμπί για τη ρίψη της ατομικής βόμβας, συναντιέται με τον άντρα που συμμετείχε στην ομάδα εξουδετέρωσης της πυρηνικής απειλής, ύστερα από την καταστροφή ενός εργοστασίου, στην ίδια χώρα όπου ο πρώτος άντρας, πολλά χρόνια πριν, είχε αφήσει τη βόμβα να πέσει. Είναι και οι δύο νεκροί. Αλλά μπορούν να χρησιμοποιούν νοήματα των χεριών. Φορούν λευκά· το δέρμα τους θαμπίζει. «Γιατί πάτησες το κουμπί;» λέει ο δεύτερος. «Μου είχε ανατεθεί μια αποστολή· ήταν η μοίρα μου να το κάνω» λέει ο πρώτος.



-Το έχεις μετανιώσει;
-Όχι. Αλλά υπάρχουν φορές που σκέφτομαι τι θα είχε συμβεί αν δεν πατούσα εκείνο το κουμπί.
-Κάποιος άλλος θα το πατούσε.
-Εάν επαναστατούσα· να έριχνα τη βόμβα στη θάλασσα.
-Ίσως να μη χρειαζόταν να πεθάνω εγώ.
-Το έκανα από ηρωισμό.
-Κι εγώ από ηρωισμό.
-Σκότωσα χιλιάδες.
-Εμείς σώσαμε μια χώρα.
-Τόσοι άνθρωποι.
-Τόσοι άνθρωποι.
-Τι νομίζεις πως μας συνδέει και είμαστε τώρα εδώ;
-Αυτός που μας γράφει.
-Θα πατούσε εκείνος το κουμπί ή θα ήταν εσύ;
-Και τα δύο.
-Είναι ήδη και τα δύο.
-Είμαστε άνθρωποι.
-Όχι άνθρωποι· ήρωες.
-Τον ηρωισμό ποιος τον ορίζει;
-Όλοι οι άλλοι.
-Όσοι δεν είναι ήρωες;
-Όσοι χρειάζονται για να γίνουν ήρωες ορισμένοι απ’ τους ανθρώπους.
(Παύση)
«Αυτοί όμως σκοτώνονται από μας» λέει ο άντρας που πάτησε το κουμπί. «Ή από μας σώζονται» λέει ο δεύτερος άντρας.
-Αλλά εμείς πάντα πεθαίνουμε· δεν είναι δίκαιο.
-Εσύ πέθανες στα βαθιά γεράματα, ενώ εγώ, σώζοντας τόσους, ξεψύχησα εκείνες τις μέρες σ’ έναν θάλαμο· το γνωρίζαμε· ήταν φυσικό, το ξέραμε από πριν.
-Δεν είναι δίκαιο, σκότωσα χιλιάδες. Ίσως και εκατομμύρια. Πολλοί ξέρουν ακόμα το όνομά μου. Κανείς δεν θυμάται εσένα.
-Οι άνθρωποι θυμούνται μόνο όσους τους έκαναν κακό.
-Και τους δοξάζουν σαν ήρωες.
-Χρειάζονται όμως οι ήρωες σαν και μένα ώστε να διασώζονται άνθρωποι για να δοξάζουν ήρωες σαν και σένα.
-Δεν ξέρω τίποτ’ άλλο να κάνω.
-Ούτε εγώ.
-Γι’ αυτό βρεθήκαμε.
-Είμαστε περίπου το ίδιο.
-Εργάστηκα για σένα.
-Κι εγώ για σένα.
-Σημασία έχει να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι για να δοξάζουν εκείνους που τους σκοτώνουν.
-Και κάποιος πρέπει να τους σώζει για να μπορούν να υπάρχουν.
-Είμαστε εδώ εξαιτίας του παράλογου δικαίου των ανθρώπων.


(Μαζί)
-Αυτών
-Που δεν
-Είναι
-Ήρωες.

[ΠΗΓΗ: δ. τανούδης, Αθήνα, Άνοιξη 2011 – ΝΤΟΥέΝΤΕ - http://duendemagazine.gr/  ]

Το μέσον είμαστε εμείς, που σαν έτοιμοι από καιρό αποχαιρετούμε την Αλεξάνδρεια της αστακομακαρονάδας

$
0
0

Λίγοι ή πολλοί, η δική μας στάση πρέπει να είναι καθαρή: σε αυτή την εποχή ας παράξει ο καθένας ό,τι μπορεί, πολιτική, πλούτο, τέχνη, έρωτες, φιλίες, startups, παιδιά, βιβλία. Ας αδιαφορήσουμε για το ποιοι ήταν ή θα έπρεπε να είχαν οι «Έλληνες» και ας αποφασίσουμε να γίνουμε οι Έλληνες που θέλουμε


Η αίσθηση της ματαιότητας και της προσωρινότητας σε ό,τι κάνουμε είναι το πιο δυσανάγνωστο αποτέλεσμα της κρίσης. Δεν ξέρουμε πού και πώς θα είμαστε αύριο, ποια θα είναι η κατάστασή μας, η κατάσταση των δικών μας ανθρώπων. Το λυπηρό είναι ότι χιλιάδες συμπολίτες μας παραμένουν ακόμα αποπροσανατολισμένοι από την απώλεια των σταθερών της καθημερινότητας, ανίκανοι να δουν καθαρά, κοινωνικά ανάπηροι και πολιτικά απροσάρμοστοι. Τους παρακολουθώ πότε με αυθεντική συναίσθηση και πότε με την υπεροψία του οίκτου. Μετράω τους αμυντικούς μηχανισμούς που χρησιμοποιούν:
ΑΝΑΧΩΡΗΤΙΣΜΟΣ: νοσταλγούμε το παρελθόν που δεν είχαμε ποτέ, από το μυστικό ησυχασμό έως τη βουκολική ζεστασιά της παραδοσιακής κοινωνίας. Ο γέρων Παϊσιος και τα παιδιά του Playstationπου χοροπηδάνε σαν κατσίκια ικαριώτικους στο πιο hipsterπανηγύρια κατά βάθος εκφράζουν με διαφορετικό τρόπο την ίδια τάση.
ΤΟ ΜΗΔΕΝΙΣΤΙΚΟ ΚΑΨΙΜΟΤΩΝ ΓΕΦΥΡΩΝ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ: ο εκβιασμός της ουτοπίας, η αδρεναλίνη της επανάστασης, ο πόλεμος στον πολιτισμό. Οι Πυρήνες της φωτιάς, η πυρπόληση κινηματογράφων, η πίστη ότι η βία θα αναιρέσει μαγικά τις παθογένειες, θα ξορκίσουμε τον καπιταλισμό και όλοι θα βγούμε μετά σφιχταγκαλιασμένοι, πλούσιοι κι ευτυχείς.
Η ΠΑΛΙΝΔΟΜΗΣΗ ΣΕ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΕΣ ή ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΕΣ ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ:στρατός, εκκλησία, ξενοφοβικές συνωμοσίες, η ορθοδοξία ως ιδεολογία, τα εθνικοσοσιαλιστικά ιερά και όσια της φυλής κι άλλα ψυχολογικά μπιχλιμπίδια για τους εγχώριους ιθαγενείς. Είναι η πιο ασφαλής –και εύκολη- καταφυγή για τους φοβισμένους κι επικίνδυνους συμπολίτες μας.

Λίγο ξέμακρα απ’ όλους αυτούς είμαστε «εμείς». Ειλικρινά δεν ξέρω ποιοι και πόσοι είμαστε «εμείς». Πού κατοικοεδρεύουμε. Δεν ξέρω αν είμαστε μια θλιβερή μειοψηφία όσοι αποχαιρετούμε την Αλεξάνδρεια της αστακομακαρονάδας σαν έτοιμοι από καιρό, που δεν θρηνούμε «τα σχέδια της ζωής μας που βγήκαν όλα πλάνες». Που βάζουμε το μυαλό μας να δει πιο πέρα από την ομίχλη της γενικής κατάθλιψης.

Αλλά λίγοι ή πολλοί, η δική μας στάση πρέπει να είναι καθαρή! Σε αυτή την εποχή ας παράξει ο καθένας ό,τι μπορεί:πολιτική, πλούτο, τέχνη, έρωτες, φιλίες, παιδιά, βιβλία. Αντί για κρεμάλες, λύσεις που θα αλλάξουν για πάντα το παλαιό καθεστώς. Αντί για αυτολύπηση, επιχειρηματικές ιδέες. Αντί για τραμπουκισμούς, διάλογο. Αντί για μισαλλοδοξία, κοσμοπολιτισμό. αντί για λιντσαρίσματα, ανοχή. Ας αδιαφορήσουμε για το ποιοι ήταν ή τι θα έπρεπε να είχαν οι «Έλληνες» και ας αποφασίσουμε να γίνουμε οι Έλληνες που θέλουμε.

[ΠΗΓΗ: Πάνος Τσιρίδης, ΓΝΩΜΕΣ στο ΕΨΙΛΟΝ της Κυριακάτικης ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ Κυριακή 13-01-2013]

Η εύθραυστη ταυτότητα των ποιητών: πολύ συχνά αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μας με τους άλλους σαν απειλή

$
0
0

Ο επόμενος ανθολόγος να απαλείψει τα στοιχεία των ποιητών, όνομα, επίθετο, βαρετά βιογραφικά κι ακόμη πιο ανούσιες πρώτες δημοσιεύσεις, όλα εκείνα τέλος πάντων που προσδίδουν «ταυτότητα», φωτογραφίες νεότητας και αγκαλιές με φαντάσματα σε συντεχνιακές εξορμήσεις.

Την Παρασκευή 30 Ιουλίου 2004, ταξίδευα με το ΚΤΕΛ Αθηνών Πατρών, καταμεσήμερο κι είχαμε μόλις περάσει από την άρτι παραδοθείσα σήραγγα της Κακιάς Σκάλας, όταν ο οδηγός του λεωφορείου στο ψάξιμό του έπιασε το τρίτο ίσως πρόγραμμα. Λέω τρίτο, γιατί όσοι έχουν πείρα από ταξίδια με τα ΚΤΕΛ με καταλαβαίνουν απόλυτα. Λέω τρίτο, γιατί εκείνη τη στιγμή, γύρω στις 3 το μεσημέρι, ακούσαμε κάποιον ποιητή να συνεντευξιάζεται με περισσή άνεση στη φωνή και ευδιάκριτο θάρρος στις απόψεις του. Ατυχώς, στο πεντάλεπτο που έμεινε συντονισμένος ο οδηγός δεν αναφέρθηκε από τον δημοσιογράφο το όνομά του. Θα ήθελα αν με διαβάζει να βγει μπροστά και να μου φανερωθεί. Θέλω να τον συγχαρώ, γιατί είπε κάτι πολύ απλό, τόσο απλό όσο είναι και η αλήθεια: πως δεν κάνει παρέα με άλλους ποιητές.Τους γνωρίζει μεν προσωπικά, πολύ περισσότερο γνωρίζει δε το έργο τους, αλλά ως εκεί: δεν τους προτιμάει για τις καθημερινές του συναναστροφές.
Ψάχνοντας ωστόσο ο οδηγός, απτόητος ως εκ του
DNAτων υπεραστικών λεωφορείων, κατάφερε επιτέλους να συντονιστεί στη μουσική της προτίμησης του, κι εγώ έμεινα να αναρωτιέμαι γιατί οι ποιητές να μην κάνουν παρέα με ποιητές; Είχα θέσει και παλαιότερα το ερώτημα στον εαυτό μου, και βαθύτατα συμφωνούσα μαζί του, αλλά γιατί;

Τη Δευτέρα 9 Αυγούστου 2004 στην σελίδα 29 της εφημερίδας
LaRepubblica, πίστεψα πως έβρισκα κάποια απάντηση στο ερώτημά μου. Ο φιλόσοφος PaulRicoeur (Valence, 1913), στο άρθρο του για την «εύθραυστη ταυτότητα» (Lidentitafragile. Rispettodellaltroeidentitaculturale), σημειώνει πως «…πολύ συχνά αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μας με τους άλλους σαν απειλή.Ο άλλος απειλεί την αυτοπεποίθησή μας, όχι μόνο σε ατομικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο».
Η εύθραυστη ταυτότητα του ενός ποιητή αισθάνεται να απειλείται από την εύθραυστη ταυτότητα ενός άλλου ποιητή, με αποτέλεσμα οι δυο τους να μην κάνουν ποτέ παρέα.
Θα μου πείτε πως καλά κάνουν κι ας μην σώσει ποτέ να κάνουν παρέα, και θα συμφωνούσα μαζί σας, αν δεν «έκαναν παρέα» ο ένας με τον άλλον κι άλλους σαράντα ή ογδόντα ή εκατόν ογδόντα, ανάλογα με την μεγαλοθυμία του ανθολόγου, στις διάφορες ποιητικές ανθολογίες. Εδώ, θα ήθελα να κάνω μια μετριοπαθή πρόταση: ο επόμενος ανθολόγος να απαλείψει τα στοιχεία των ποιητών, όνομα, επίθετο, βαρετά βιογραφικά κι ακόμη πιο ανούσιες πρώτες δημοσιεύσεις, όλα εκείνα τέλος πάντων που προσδίδουν «ταυτότητα», φωτογραφίες νεότητας και αγκαλιές με φαντάσματα σε συντεχνιακές εξορμήσεις.

Αφού οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι αποδέχονται την ασθενή τους προσωπικότητα, ένας υγιής και προσωποπαγής ανθολόγος ας τολμήσει λοιπόν το αδιανόητο: να περιλάβει τα ποιήματα και των εκατόν ογδόντα κάτω από το δικό του όνομα, και τον διαβεβαιώ πως σε εκατό μόλις χρόνια όλοι θα τον παραδέχονται σαν τον καινούριο Διονύσιο Σολωμό. Είναι αρκετός ένας και μόνος ποιητής να σηκώσει στους ώμους του την Ελλάδα. Τι να τους κάνουμε τους εκατόν τριάντα;
{ΠΗΓΗΣ Σωτήρης Παστάκας, ΠΕΖΑ Στάσεις (και στύσεις), BIBLIOTHQUEΤεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη: http://bibliotheque.gr/

Παύλος Μάτεσις, Δραματουργός με ταλέντο θεατή που ήξερε να γελάει αλλά ήξερε και να μη χειροκροτεί

$
0
0

 «Όταν φύγω, θα προτιμούσα να έχουν καεί όλα τα βιβλία μου. Με ενδιαφέρουν τα έργα μου όσο ζω εδώ. Όταν δεν θα υπάρχω, θα προτιμούσα να μην υπάρχουν, να καούν»... Αυτή ήταν η -ευτυχώς, ανεκπλήρωτη- επιθυμία του Παύλου Μάτεσι, όπως την εξομολογούνταν στον Γιώργο Χρονά για τη «Βιβλιοθήκη» της «Ε» στις αρχές του 2010…

Ένα αριστοτεχνικό μυθιστόρημα, ένας θρίαμβος της τέχνης της αφήγησης αλλά και της πλοκής. Αφηγητής και ηρωίδα η Ρουμπίνη Μέσκαρη ή Ραραού, ένα πλάσμα από αυτά τα κακόμοιρα, που μας αφηγείται την ζωή της, από την παιδική της ηλικία στην Κατοχή (όπου η μάνα της αναγκάστηκε να κοιμάται με Ιταλούς για να τους θρέφει), μέχρι την εφηβεία της, τα νιάτα της και τα γεράματά της. Η Ραραού είναι ένα «αγαθό» αν και κουτοπόνηρο πλάσμα, δεν ξέρεις ποτέ αν σου λέει την αλήθεια ή παραλλάσσει την ιστορία κατά το συμφέρον της, πάλι δεν της το χεις ότι μπορεί να σου λέει και ψέματα. Διηγείται «τέρατα» με τον πιο καθημερινό τρόπο, κι όλα φιλτράρονται από την ανάγκη της να υπάρξει σε έναν κόσμο δύσκολο, που γίνεται ακόμα δυσκολότερος για ανθρώπους σαν κι αυτή.

Ευτυχώς είμαι ευτυχής [μικρά αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ, Εκδόσεις Καστανιώτη 1990]


Λέγε με Ραραού καλύτερα. Ρουμπίνη βέβαια είναι το βαφτιστικό μου, πλην ουσιαστικώς βαφτίστικα Ραραού όταν βγήκα στο Θέατροκαι με αυτό το όνομα έφτασα όπου έφτασα και στο βιβλιάριο του ΙΚΑ έχω προσθέσει «Δεσποινίς Ραραού, Ηθοποιός». έτσι θα με γράψουν και στο επιτύμβιο μου. Τη Ρουμπίνη την έχω διαγράψει… και λέω, μετά από δύο, τρεις αιώνες όταν και η πουλακίδα μου κι εγώ θα έχουμε γίνει δύο σκόνες αμέριμνες, μπορεί (μια ελπίδα μου λέω), μπορεί να μας ανασηκώσει μια μέρα το ίδιο αεράκι, και να μας ενώσει για λίγο, στον αέρα. Δύο στιγμές παρέα.
Γεννήθηκα στις επάλξεις. Πρωτεύουσα κι αυτή, αλλά επαρχίας.Έφυγα ετών δεκαπέντε, με τη μάνα μου και τρεις φέτες ψωμί, κάτι μήνες μετά τη διαπόμπευσή της, όταν εορταζόταν ακόμα η λεγόμενη Απελευθέρωση. Και δεν θα επιστρέψω εκεί ποτέ. Ούτε η μάνα μου θα επιστρέψει εκεί ποτέ. Την έχω ενταφιάσει εδώ, στας Αθήνας, η μόνη πολυτέλεια που μου ζήτησε, αντί διαθήκης. «Παιδί μου, τώτα που θα πεθάνω, απαιτώ μια πολυτέλεια: να με θάψεις εδώ. Μην γυρίσω ποτέ εκεί κάτω. (Δεν ξαναείπε ποτέ τη λέξη «Επάλξεις», αν και γενέτειρά της). Κάμε νόμο τρόπο να μου αγοράσεις τάφο ισόβιο. Άλλο δεν σου απαίτησα ποτέ. Μην επιστραφούν εκεί κάτω ούτε τα κόκαλά μου»

Κι έτσι αγόρασα τον τάφο, όχι πολυτελείας βέβαια, και της πηγαίνω επίσκεψη μία τόσο.Της πάω δώρο κανένα άνθος, μία σοκολάτα, της ρίχνω και λίγη απ’ την κολόνιά μου –αυτό το κάνω επίτηδες διότι όσο ζούσε δεν με άφηνε, τις θεωρούσε πολυτέλειες αμαρτωλών, μόνο μία φορά έβαλα κολόνια, μου είχε πει, στο γάμο της. Τώρα τη ραίνω κι αν μπορεί σας φέρει αντίρρηση. Τη σοκολάτα της την πηγαίνω επειδή ήταν, μου έλεγε, το όνειρό της επί τέσσερα έτη της Κατοχής: να φάει μια σοκολάτα όλη δική της. Μετά την Κατοχή, πικράθηκε με υψηλή πίκρα και έκτοτε δεν επιθύμησε σοκολάτα ποτέ.
Έχω και το διαμερισματάκι μου, δυο δωμάτια και αντρέ, και τη σύνταξη, κόρη ήρωος θανόντος εν Αλβανία,περιμένω και τη σύνταξή μου ως ηθοποιός μόλις συμπληρώσω τα απαιτούμενα ένσημα, και γενικώς είμαι ευτυχής και τυχερή. Άνθρωπο δεν έχω να φροντίσω, ν’ αγαπήσω ή να πενθήσω, έχω και πικάπ, πλάκες, αριστερά τραγούδια κυρίως. Εγώ, βασιλόφρων είμαι, αλλά τα τραγούδια της Αριστεράς με σαγηνεύουν. Ευτυχώς είμαι ευτυχής.

Ο πατέρας μου ήταν αντεράς το επάγγελμα, αλλά δεν το μαρτυράγαμε.Πήγαινε στα σφαγεία, έπαιρνε τα άντερα και τα έπλενε, τα γύριζε ένα-ένα το μέσα έξω, για να κάνουν γαρδούμπες ή πλεξίδες στη θράκα. Τον θυμάμαι πολύ νέον, κάπου είκοσι τεσσάρων χρονών θα ’ταν. Δηλαδή από γαμήλια φωτογραφία του 1932, διότι προσωπικώς δεν τον θυμάμαι πολύ. Το 1940 που πήγε φαντάρος στην Αλβανία, είχαμε γεννηθεί εγώ και τα δυο αδέλφια μου, αγόρια αυτά, ο ένας μεγαλύτερός μου, κάπου θα ζει ακόμη, νομίζω.
Τον πατέρα μου τον θυμάμαι μόνο σαν έγινε η επιστράτευση και τον ξεπροβοδίσαμε, η μητέρα μου κι εγώ. Πηγαίναμε στον σταθμό, μπροστά εκείνος γιατί βιαζόταν μη χάσει το τρένο, πίσω η μητέρα μου έκλαιγε, πολύ νωρίς να ντρέπεται τον κόσμο, και με τραβολογούσε θυμάμαι. Θυμάμαι τον πατέρα μου μέσα στο βαγόνι, πήγαινε στον πόλεμο και είχαμε στο σπίτι μας όλο κι όλο ένα εικοσάφραγκο, κέρμα ήταν. Η μητέρα μου του το έδινε, αυτός πού να το πάρει. Μετά, στο τρένο, του το πέταξε απ’ το παράθυρο μέσα, εκείνος έκλαιγε κι άρχισε τις χριστοπαναγίες, της το πέταξε πάλι έξω, η μητέρα μου το σήκωσε απ’ το χώμα και το πέταξε με φόρα πολλή, οι άλλοι κληρωτοί να γελάνε, το κέρμα έπεσε μέσα, τότε με τράβηξε και φύγαμε τρεχάτες, μην προλάβει ο πατέρας μου και το ξαναρίξει έξω. Τώρα, το πήρε, του το ’φαγαν οι άλλοι, ούτε μάθαμε. Και αυτή ήταν η τελευταία φορά που θυμάμαι να είδα τον πατέρα μου, και στη φάτσα, διότι όλο σκυφτόν και πλάτη τον θυμάμαι, να πλένει άντερα. Κι έτσι, διατηρώ επαφή με τη φάτσα σου μόνο από τη γαμπριάτικη φωτογραφία. Τους νεκρούς και τους εξαφανισθέντες, αυτούς που εξέρχονται από τη ζωή μου, τους ξεχνάω, το σουλούπι τους δηλαδή. Ξέρω μονάχα ότι λείπουν. Ακόμη και τη μάνα μου. Πέθανε άνω των εβδομήντα πέντε, αλλά μάλλον δεν ευκαίρησα ποτέ να την παρατηρήσω, κι έτσι διατηρώ επαφή μαζί της μέσον της νυφικής φωτογραφίας, που ήταν είκοσι τριών χρονών κορίτσι, σαράντα χρόνια μικρότερή μου. Κι έτσι δεν την ντρέπομαι πια, αφού τώρα είναι σαν κόρη μου, στην ηλικία δηλαδή…………………………..

Τονέρωτα τονθεωρούσα λιγάκι σαν εγχείρηση στο κρεβάτι, κι ας πλαντάζει ο αρσενικός απάνω μου.
Η μητέρα μου δεν έλεγε να βγει από το σπίτι.Εκτός από κανένα βραδάκι, όταν τη φώναζε η κυρία Κανέλλω να κάνουν λίγη παρέα, είτε να τη βοηθήσει στην μπουγάδα, ξέβγαλμα. Στο μεταξύ είχανε χαλαρώσει τα αυστηρά μέτρα, ο κατακτητής είχε καταλάβει πως ήμαστε υπάκουοι κατεχόμενοι και η κυκλοφορία επιτρεπόταν μέχρι τα μεσάνυχτα. Ο κινηματόγραφος άρχισε πάλι, βέβαια όλο γερμανικές οπερέτες με τη Μαρίκα Ρεκ και ουγγαρέζικα κοινωνικά με τον Πωλ Γιαβόρ και την Καταλίνα Καράντυ βάζανε, και κάτι λίγα ιταλικά.
Στον κινηματόγραφο πήγαινα με τον Φάνη μας,μας έμπαζε τζάμπα ο κύριος Βιττόριο, της Καραμπινερίας και αυτός, αντικαταστάτης του κυρ Άλφιο, που είχε γυρίσει στην πατρίδα του τότε. Το εισιτήριο ήτανε φτηνό, γενική είσοδος πέντε εκατομμύρια, πολύ φτηνό αν σκεφτείς πως ένα κουτί σπίρτα είχε τρία εκατομμύρια, αλλά εμείς πού να τα βρούμε. Γέμιζα σταφίδα την τσέπη του Φάνη μας και πηγαίναμε πέντε μ’ εφτά. Προτού μπούμε ρωτούσαμε τον μπάρμπα-Γρηγόρη στην είσοδο, φαΐ έχει; Και μπαίναμε.

Διότι διαλέγαμε έργα όπου έδειχναν φαγητό.Στα κοινωνικά, δεν τρώγανε. Στις οπερέτες όμως είχε πάντα σκηνές με επίσημα δείπνα, τραπέζι φορτωμένο φαγιά, και οι πρωταγωνιστές όλο να μιλάνε και να μην τρώνε καθόλου. Αφού μια μέρα ένας θεατής φωνάζει του Βίλλυ Φριτς στην οθόνη, φάτε και τίποτα μωρέ! Ο κόσμος παρακολουθούσε και αναγλειφόταν με τα φαγιά, κι έβαλε τα γέλια μόλις τ’ άκουσε αυτό. Όμως ένας Γερμανός φαντάρος που έβλεπε το έργον νόμισε πως του βρίσανε την πατρίδα του και τον εξέρανε στις μπουνιές τον ανθρωπάκο που το φώναξε.
Μ’ αυτά τα έργα χορταίναμε, γιατί είχε και δεύτερη σκηνή φαγητού, όταν ο αστέρας πήγαινε την πρωταγωνίστρια σε εστιατόριο,ή σε σεπαρέ, για να την αποπλανήσει. Στην αρχή όλο έπιναν και το κοινό θύμωνε. Μετά όμως ερχόταν και το φαγητό. Πολύ άνοστα πράματα έμοιαζαν, όλο στρείδια, χαβιάρια, εγώ από τότε σιχαίνομαι τα θαλασσινά. Φασολάδα ή ψητό, είτε κεφαλάκι στον φούρνο, δεν τρώγανε ποτέ. Σ’ ένα έργο μόνο φάγανε κάτι αυγά. Πολλές φορές, όταν τέλειωναν οι σκηνές με τα φαγιά, με τραβολογούσε ο Φάνης να φύγουμε, γιατί μετά όλο ερωτικές σκηνές και σαλιαρίσματα είχε, από τότε φαίνεται καταδίκασα γενικώς τον έρωτα· γενικώς τον θεωρούσα λιγάκι σαν εγχείρηση στο κρεβάτι, κι ας πλαντάζει ο αρσενικός απάνω μου, ακόμα και σήμερα δηλαδή…………………….

Πατρίδα μου ήταν ένα κοριτσάκι ονόματι Ρουμπίνα, που είχε ένα περιβολάκι κάτω απ’ το κρεβάτι της και είχε πιστή φίλη της μια χρωματιστή κοτούλα
Ε, η πρόοδος βλέπεις. Οι κάτοικοι των επάλξεων μετακόμισαν οι πιο πολλοί στας Αθήνας.  Κι όλοι καλοπερνούν. Λαχειοπώλες, θυρωροί, η μάνα της Αφροδίτης με ιδιόκτητο πολυβολείο, μια κούκλα το ’χει φτιάξει τώρα. Κι όλο πλέκει. Κοντεύει τα ογδόντα, πλην όλο μαζεύει χρήμα, τι το θέλει στην ηλικία της, ήμαρτον!
Δεν λέω, κι εγώ παλιότερα είχα ξεκινήσει ενέργειες για ένα οικοπεδάκι, αλλά δεν τα κατάφερα. Έλεγα, τι το θες μωρέ Ραραού το οικόπεδο. Χώμα είναι. Αδύνατο να εννοήσω τι το ήθελα το οικόπεδο.
Και τότε που με συνόδεψε πάλι αστυφύλακας στο σπίτι μου, εγώ αρνήθηκα να του πω πού μένω.Αυτός μου άνοιξε την τσάντα να βρει ταυτότητα για να δει τη διεύθυνσή μου, ηλικία πάντως δεν πρόφτασε να δει ο αγενής. Κι όσο περίμενα στο Τμήμα να ευκαιρήσει ο αστυφύλαξ να με συνοδέψει σπίτι μου, αυτός της υπηρεσίας με ρωτούσε όνομα και ποια η καταγωγή μου και η πατρίδα μου. Και τα θυμήθηκα
-Πατρίδα μου, του είπα, ήταν ένα κοριτσάκι ονόματι Ρουμπίνα. Που είχε ένα περιβολάκι κάτω απ’ το κρεβάτι της και είχε πιστή φίλη της μια χρωματιστή κοτούλα.

Και τότε αμέσως κατάλαβα γιατί όλοι οι άνθρωποι έχουμε σέβας και φιλία προς το χώμα και επιθυμία για γη: επειδή η γη είναι φτιαγμένη από τάφους.Και αυτό δεν είναι λυπητερό, γιατί να είναι λυπητερό; φυσικό πράμα είναι. Φυσικό είναι που η μητέρα μου απέβαλε την ομιλία. Κι ούτε με ταράζει πια που άρχισα να λησμονάω τη ματιά της μητέρας μου. Ξέχασα και ποιο χεράκι του Φάνη μας είναι το χαλασμένο. Ούτε και τι χρώμα μαλλιά είχε ο Φάνης μας θυμάμαι. Ξεχνάω και να λυπηθώ. Αυτό, λιγάκι με μελαγχολεί. Που ξεβάφουνε οι λύπες μου. Τι να κάνουμε…
Έχω όμως να θυμάμαι την πουλακίδα μου.Κι άμα με πιάσει κρίση σε ώρα κοινής ησυχίας, έχω μάθει το κόλπο πλέον: δαγκάνω ένα μαντήλι κι έτσι δεν με ακούνε οι συγκάτοικοι, κόλπο ξεσηκωμένο από το κινηματογράφο θα μου πεις, αλλά τέλος πάντων.
Μάλιστα, γιατρέ μου. Όμως, και η κρίση όλο και αραιότερα πλέον με επισκέπτεται.
Έχω την πουλακίδα μου να θυμάμαι, γιατρέ μου. Πολύχρωμη, και πέθανε από ασιτία στο πατρικό μου σπίτι. Και λέω, αυτή ήταν η μόνη συντροφιά που απόχτησα στο ζην μου. Γύρισε, και κοίταξε εμένα πριν γείρει και πεθάνει.
Εγώ; Ποιον θα κοιτάξω;
Δεν πειράζει.
Τώρα πλέον, το ζωντανούλι μου θα έχει γίνει χώμα.
Κι εγώ θα γίνω χώμα. Εν καιρώ.
Λέω, μετά από δύο, τρεις αιώνες, όταν και η πουλακίδα μου κι εγώ θα έχουμε γίνει δύο σκόνες αμέριμνες, μπορεί (μια ελπίδα μου λέω), μπορεί να μας ανασηκώσει μία μέρα το ίδιο αεράκι, και να μας ενώσει για λίγο, στον αέρα. Δύο στιγμές παρέα.

Μια γυναίκα τιμωρήθηκε. Το αποδέχεται. Και μετατρέπει μόνη της την τιμωρία σε ισόβια: την «ακινησία». Μια γυναίκα-«στάσις». Και γύρω της η βουή και τα πάθη, να τα ριπίζει η τρέλα μεταμφιεσμένη σε αμέριμνο πουλί. Η κόρη της, ως επανάσταση για την τιμωρία, μεταμφιέζει με ψευδώνυμο την πόλη που αδίκησε τη μητέρα της, επιθέτει ψευδώνυμο και στον εαυτό της, βαφτίζεται "Ραραού" και καταφεύγουν πρόσφυγες στην πρωτεύουσα. Θύμα, και όχι ηρωίδα του βιβλίου αυτού, η Ραραού εγκαθίσταται στο Μελόδραμα και στο Κωμικό. Την ανάγκασαν να πιστέψει ότι δεν της επιτρέπεται να είναι τραγική, τα πάθη της δεν ανέρχονται σε επίπεδο μεγαλοπρέπειας. Τελικά, όμως, η Τραγωδία, έστω και με σπασμένη κόθορνο, την επισκέπτεται και τη μυρώνει. Γύρω στις δύο γυναίκες, θολή στο βάθος μια χώρα αδέσποτη. Και πρόσωπα πολλά, που πιστεύουν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε ως πρόσχημα για να γίνουν βιβλία τα δικά τους πάθη. Κατά τη διαδρομή του βιβλίου, οι λοιποί κάτοικοί του βαθμιαία ευτυχούν και εγκαταλείπουν ησυχασμένοι και το βιβλίο και τη Ραραού. Η χώρα παραμένει θολή και ακίνητη στο περιθώριο του βιβλίου. Το οποίο βιβλίο δεν αντέχει να παρακολουθήσει τη Ραραού ως το τέλος της: λιποταχτεί, την εγκαταλείπει να συνεχίσει μόνη της. Τελικώς, λάθος μου που την αποκάλεσα θύμα. Αφού άλλωστε μόνη της δηλώνει ευτυχής και επιτυχημένη. Δεν γνωρίζω τι απέγινε η Ραραού

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ/ εργογραφία:Από τους σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, πεζογράφος και διακεκριμένος μεταφραστής, ο Παύλος Μάτεσις γεννήθηκε στη Δίβρη της Ηλείας το 1933 (κατά άλλους το 1929) κι από μικρός στράφηκε προς την τέχνη και τα γράμματα. Με σπουδές στο βιολί και την υποκριτική και κάτοχος τριών ξένων γλωσσών, αποφάσισε στα 33 του ν' αφοσιωθεί αποκλειστικά στη λογοτεχνία.
Το παρθενικό θεατρικό του έργο ήταν το μονόπρακτο «Ο σταθμός» και ακολούθησε «Η τελετή» που ανέβηκε στο Θέατρο Νέας Ιωνίας και στο Εθνικό, το 1967 και το 1969 αντίστοιχα. Αν και στα πρώτα του θεατρικά ο Μάτεσις απομυθοποίησε το νεοελληνικό μικροαστισμό σαρκάζοντάς τον αλύπητα, με το «Φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο» (1974) στράφηκε προς μια γραφή που παραπέμπει στο θέατρο του παραλόγου, με σαφείς αναφορές στον Μπέκετ…. Άλλα γνωστά έργα του, «Λύκε-λύκε», «Εξορία», «Περιποιητής φυτών», «Ενοικιάζεται φύλακας άγγελος».
Στην πεζογραφία πρωτοεμφανίστηκε το '87 με το σύντομο μυθιστόρημα «Αφροδίτη»,όπου μια μεσόκοπη καταπιεσμένη λαϊκή γυναίκα οδηγείται στην ψύχωση και την παιδοκτονία. Ψυχωσική ήταν και η δημοφιλέστερη μυθιστορηματική ηρωίδα του Μάτεσι, η περίφημη Ραραού με το τραυματικό κατοχικό παρελθόν, η πρωταγωνίστρια της πολυμεταφρασμένης «Μητέρας του σκύλου»(Καστανιώτης, 1990), που θέλησε να μεταφέρει στο σινεμά, χωρίς αποτέλεσμα ώς τώρα, ο Εμίρ Κουστουρίτσα. Ενα μυθιστόρημα έντονα επηρεασμένο από το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή, με εξαιρετικό ιδεολογικό ενδιαφέρον, σύμφωνα με τον κριτικό Δημοσθένη Κούρτοβικ, στο μέτρο που ο Μάτεσις αντιπαραβάλλει με απόλυτο τρόπο «τον αυθόρμητο μεσογειακό ανθρωπισμό με το στυγνό ορθολογισμό και την αναλγησία του πραγματικού βιαστή της ελληνικής συνείδησης: του δυτικού πολιτισμού».
Στα πεζογραφικά του έργα συγκαταλέγονται ακόμη «Ο Παλαιός των Ημερών», το «Πάντα καλά»,η συλλογή διηγημάτων «Υλη δάσους», καθώς και το «Graffito», που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του: μια πολιτικο-κοινωνική παρωδία με κέντρο αναφοράς ένα θανατηφόρο ιό, ο οποίος πλήττει όλους τους κρατικούς και εθνικούς θεσμούς που μας έφεραν στο σημερινό αδιέξοδο

Νόαμ Τσόμσκι: Οι δέκα τεχνικές που μας ελέγχουν το μυαλό (όπλα με σιγαστήρα για ήσυχους πολέμους)

$
0
0

Ο Αμερικανός ακαδημαϊκός και στοχαστής, Νόαμ Τσόμσκι, αναλύει τις δέκα τεχνικές για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Το κείμενο αποτελεί μέρος μιας συλλογής συνεντεύξεων, όπου ο κορυφαίος διανοητής διαπιστώνει διεισδυτικές παρατηρήσεις για τους θεσμούς που διαμορφώνουν τη σκέψη του κοινού και οι οποίοι βρίσκονται στην υπηρεσία της ισχύος και του κέρδους.


1. Η τεχνική της διασκέδασης
Πρωταρχικό στοιχείο του κοινωνικού ελέγχου, η τεχνική της διασκέδασης συνίσταται στη στροφή της προσοχής του κοινού από τα σημαντικά προβλήματα και από τις μεταλλαγές που αποφασίστηκαν από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ, με ένα αδιάκοπο καταιγισμό διασκεδαστικών και ασήμαντων λεπτομερειών.
Η τεχνική της διασκέδασης είναι επίσης απαραίτητη για να αποτραπεί το κοινό από το να ενδιαφερθεί για ουσιαστικές πληροφορίες στους τομείς της επιστήμης, της οικονομίας, της Ψυχολογίας, της Νευροβιολογίας και της Κυβερνητικής. «Κρατήστε αποπροσανατολισμένη την προσοχή του κοινού, μακριά από τα αληθινά κοινωνικά προβλήματα, αιχμαλωτισμένη σε θέματα χωρίς καμιά πραγματική σημασία. Κρατήστε το κοινό απασχολημένο, απασχολημένο, απασχολημένο, χωρίς χρόνο για να σκέφτεται· να επιστρέφει κανονικά στη φάρμα με τα άλλα ζώα».Απόσπασμα από το Όπλα με σιγαστήρα για ήσυχους πολέμους.

2 . Η τεχνική της δημιουργίας προβλημάτων, και στη συνέχεια παροχής των λύσεων
Αυτή η τεχνική ονομάζεται επίσης «πρόβλημα-αντίδραση-λύση».Πρώτα δημιουργείτε ένα πρόβλημα, μια «έκτακτη κατάσταση» για την οποία μπορείτε να προβλέψετε ότι θα προκαλέσει μια συγκεκριμένη αντίδραση του κοινού, ώστε το ίδιο να ζητήσει εκείνα τα μέτρα που εύχεστε να το κάνετε να αποδεχτεί.
Για παράδειγμα:αφήστε να κλιμακωθεί η αστική βία, ή οργανώστε αιματηρές συμπλοκές, ώστε το κοινό να ζητήσει τη λήψη μέτρων ασφαλείας που θα περιορίζουν τις ελευθερίες του.
Ή, ακόμη: δημιουργήστε μια οικονομική κρίση για να κάνετε το κοινό να δεχτεί ως αναγκαίο κακό τον περιορισμό των κοινωνικών δικαιωμάτων και την αποδόμηση των δημοσίων υπηρεσιών.

3. Η τεχνική της υποβάθμισης
Για να κάνει κάποιος αποδεκτό ένα απαράδεκτο μέτρο, αρκεί να το εφαρμόσει σταδιακά κατά «φθίνουσα κλίμακα» για μια διάρκεια 10 ετών. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιβλήθηκαν ριζικά νέες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες (νεοφιλελευθερισμός) στις δεκαετίες του 1980 και 1990.
Μαζική ανεργία, αβεβαιότητα, «ευελιξία», μετακινήσεις, μισθοί που δεν διασφαλίζουν πια ένα αξιοπρεπές εισόδημα· τόσες αλλαγές, που θα είχαν προκαλέσει επανάσταση, αν είχαν εφαρμοστεί αιφνιδίως και βίαια.

4. Η στρατηγική της αναβολής (Σαλαμοποιήση)
Ένας άλλος τρόπος για να γίνει αποδεκτή μια αντιλαϊκή απόφαση είναι να την παρουσιάσετε ως «οδυνηρή αλλά αναγκαία», αποσπώντας την συναίνεση του κοινού στο παρόν, για την εφαρμογή της στο μέλλον. Είναι πάντοτε πιο εύκολο να αποδεχτεί κάποιος αντί μιας άμεσης θυσίας μια μελλοντική. Πρώτα απ’όλα, επειδή η προσπάθεια δεν πρέπει να καταβληθεί άμεσα.
Στη συνέχεια, επειδή το κοινό έχει πάντα την τάση να ελπίζει αφελώς ότι «όλα θα πάνε καλύτερα αύριο» και ότι μπορεί, εντέλει, να αποφύγει τη θυσία που του ζήτησαν. Τέλος, μια τέτοια τεχνική αφήνει στο κοινό ένα κάποιο χρονικό διάστημα, ώστε να συνηθίσει στην ιδέα της αλλαγής, και να την αποδεχτεί μοιρολατρικά, όταν κριθεί ότι έφθασε το πλήρωμα του χρόνου για την τέλεσή της.

5 . Η στρατηγική του να απευθύνεσαι στο κοινό σαν να είναι μωρά παιδιά
Η πλειονότητα των διαφημίσεων που απευθύντονται στο ευρύ κοινό χρησιμοποιούν έναν αφηγηματικό λόγο, επιχειρήματα, πρόσωπα και έναν τόνο ιδιαιτέρως παιδικό, εξουθενωτικά παιδιάστικο, σαν να ήταν ο θεατής ένα πολύ μικρ ό παιδί ή σαν να ήταν διανοητικώς ανάπηρος.
Όσο μεγαλύτερη προσπάθεια καταβάλλεται να εξαπατηθεί ο θεατής, τόσο πιο παιδιάστικος τόνος υιοθετείται από τον διαφημιστή. Γιατί; «Αν [ο διαφημιστής] απευθυνθεί σε κάποιον σαν να ήταν παιδί δώδεκα ετών, τότε είναι πολύ πιθανόν να εισπράξει, εξαιτίας του έμμεσου και υπαινικτικού τόνου, μιαν απάντηση ή μιαν αντίδραση τόσο απογυμνωμένη από κριτική σκέψη, όσο η απάντηση ενός δωδεκάχρονου παιδιού». Απόσπασμα από το «Όπλα με σιγαστήρα για ήσυχους πολέμους».

6 . Η τεχνική του να απευθύνεστε στο συναίσθημα μάλλον παρά στη λογική
Η επίκληση στο συναίσθημα είναι μια κλασική τεχνική για να βραχυκυκλωθεί η ορθολογιστική ανάλυση, επομένως η κριτική αντίληψη των ατόμων.Επιπλέον, η χρησιμοποίηση του φάσματος των αισθημάτων επιτρέπει να ανοίξετε τη θύρα του ασυνείδητου για να εμφυτεύσετε ιδέες, επιθυμίες, φόβους, παρορμήσεις ή συμπεριφορές.

 7. Η τεχνική του να κρατάτε το κοινό σε άγνοια και ανοησία
Συνίσταται στο να κάνετε το κοινό να είναι ανίκανο να αντιληφθεί τις τεχνολογίες και τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιείτε για την υποδούλωσή του. «Η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις πρέπει να είναι πιο φτωχή, ώστε η τάφρος της άγνοιας που χωρίζει τις κατώτερες τάξεις από τις ανώτερες τάξεις να μη γίνεται αντιληπτή από τις κατώτερες». Απόσπασμα από το «πλα με σιγαστήρα για ήσυχους πολέμους».

8. Η τεχνική του να ενθαρρύνεις το κοινό να αρέσκεται στη μετριότητα
Συνίσταται στο να παρακινείς το κοινό να βρίσκει «cool» ό,τι είναι ανόητο, φτηνιάρικο και ακαλλιέργητο.

9. Η τεχνική του να αντικαθιστάς την εξέγερση με την ενοχή
Συνίσταται στο να κάνεις ένα άτομο να πιστεύει ότι είναι το μόνο υπεύθυνο για την συμφορά του, εξαιτίας της διανοητικής ανεπάρκειάς του, της ανεπάρκειας των ικανοτήτων του ή των προσπαθειών του. Έτσι, αντί να εξεγείρεται εναντίον του οικονομικού συστήματος, απαξιώνει τον ίδιο τον εαυτό του και αυτο-ενοχοποιείται, κατάσταση που περιέχει τα σπέρματα της νευρικής κατάπτωσης, η οποία έχει μεταξύ άλλων και το αποτέλεσμα της αποχής από οποιασδήποτε δράση. Και χωρίς τη δράση, γλιτώνετε την επανάσταση!

10. Η τεχνική του να γνωρίζεις τα άτομα καλύτερα από όσο γνωρίζουν τα ίδια τον εαυτό τους
Στη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών, οι κατακλυσμιαία πρόοδος της επιστήμης άνοιξε μια ολοένα και πιο βαθειά τάφρο ανάμεσα στις γνώσει του ευρέως κοινού και στις γνώσεις που κατέχουν και χρησιμοποιούν οι ιθύνουσες ελίτ.
Χάρη στη Βιολογία, τη Νευροβιολογία και την εφαρμοσμένη ψυχολογία, το «σύστημα» έφτασε σε μια εξελιγμένη γνώση του ανθρώπινου όντος, και από την άποψη της φυσιολογίας και από την άποψη της ψυχολογίας.

Το σύστημα έφτασε να γνωρίζει τον μέσο άνθρωπο καλύτερα απ’ όσο γνωρίζει ο ίδιος τον εαυτό του. Αυτό σημαίνει ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το σύστημα ασκεί έναν πολύ πιο αυξημένο έλεγχο και επιβάλλεται με μια μεγαλύτερη ισχύ επάνω στα άτομα απ’ όσο τα άτομα στον ίδιο τον εαυτό τους.

Και όμως για να καταρρεύσουν όλα αυτά αρκεί μια στιγμή αφύπνισης.Το «κόκκινο χάπι» που έλεγε ο Μορφέας στόν Νέο στην ταινία Μatrix. Αν υπάρξει έστω μια φευγαλέα στιγμή αφύπνισης όλο το οικοδόμημα καταστρέφεται και πέφτει όπως μια κουρτίνα, και το κυριότερο η κουρτίνα αυτή δεν μπορεί να αναρτηθεί ξανά. Για αυτό σας παρουσιάζουμε τις 10 τεχνικές, μόλις τις παρατηρήσετε ότι συμβαίνουν γύρω σας και εφαρμόζονται κάθε μέρα, η αφύπνιση έρχεται νομοτελειακά. Για όποιον θέλει περισσότερη αφύπνιση ας διαβάσει το «σπήλαιο του Πλάτωνα» και θα ξημερώσει ένας καινούριος κόσμος.

Η βαρβαρότητα του κέρδους όταν εκτρέφεται από το ίδιο το αίμα των ανθρώπων

$
0
0

Μήπως ήλθε η ώρα να αμφισβητηθεί μαζικά το κυρίαρχο εκείνο σύστημα, το οποίο όχι μόνον θέτει τα κέρδη πάνω από τους ανθρώπους αλλά θυσιάζει ακόμη και τις ζωές τους, φτάνει να τα αυξήσει;

Δυο, φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους, πρόσφατα συμβάντα, επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο τη βαρβαρότητα στην οποία οδηγεί η λογική του κέρδους.

Το πρώτο αφορά την αυτοκτονία του παιδιού -θαύματος,Ααρόν Σουάρτς, και το δεύτερο το θόρυβο που ξεσηκώθηκε σχετικά με τη ρύπανση που δημιουργεί η χρησιμοποίηση για θέρμανση καυσόξυλων αντί πετρελαίου.
Η πρώτη περίπτωση -για όσους δεν τον είχαν ακουστά- αφορά ένα νέο άνθρωπο, τον Ααρόν Σουάρτς, ο οποίος έγινε παγκοσμίως γνωστός ως αγωνιστής κατά της ιδιωτικοποίησης της γνώσης και της πληροφορίας, και υπέρ της ελεύθερης διακίνησής τους μέσω του Διαδικτύου. Μεταξύ άλλων ενεργειών του, ο Σουάρτς το 2011 κατόρθωσε να διεισδύσει στα αρχεία του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και να αποσπάσει επιστημονικές εργασίες με σκοπό να τις δώσει δωρεάν στη δημοσιότητα μέσω Διαδικτύου.

Για αυτή την πράξη του ο Σουάρτς, αφού εντοπίστηκε από τις διωκτικές αρχές της Βοστόνης, θα οδηγείτο σε δίκη, όπου με βάση τα 13 αδικήματα που του φορτώθηκαν, θα μπορούσε να καταδικαστεί σε φυλάκιση έως και 35 χρόνια και σε χρηματικό πρόστιμο ύψους έως 1 εκατομμύριο δολάρια.
Είναι κάτω από αυτή την ψυχολογική πίεση που, κατά την οικογένειά του, αυτοκτόνησε μόλις στα 26 του χρόνια!!!

Ακολουθώντας την ίδια λογική της ιδιωτικής κατοχύρωσης της γνώσης, οι ανθρωποκτόνες φαρμακευτικές εταιρείες, και η κυβέρνηση των ΗΠΑ ως προστάτης των συμφερόντων τους, μήνυσαν τη Βραζιλία και τη Νότια Αφρική, επειδή τόλμησαν να παράξουν γεννόσημα φάρμακα, για να σώσουν τον πληθυσμό τους που μαστίζεται από το AIDS.

Επίσης, στο όνομα και πάλι του κέρδους, ασφαλιστικές και φαρμακευτικές εταιρείες επέβαλαν στις ΗΠΑ την παύση της χρηματοδότησης των ερευνών για τον καρκίνο, οι οποίες με την ολοκλήρωσή τους θα οδηγούσαν στην αντιμετώπιση της πλειονότητας των μορφών αυτής της ασθένειας.
Το δεύτερο συμβάν έχει να κάνει με το θόρυβο που δημιουργήθηκε από τη ρύπανση που υποτίθεται ότι - σε αντίθεση με το «καθαρό» πετρέλαιο - προκαλούν τα καυσόξυλα.
Όταν ο έγκριτος πνευμονολόγος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτης Μπεχράκης, επεσήμανε ότι κάθε άλλο παρά υπήρχαν περισσότερα έκτακτα περιστατικά με αναπνευστικά προβλήματα στα νοσοκομεία της Αττικής λόγω της καύσης των ξύλων, και ζητούσε επίμονα να ανακοινωθούν επίσημα και όχι μέσω διαρροών οι τιμές των ρύπων το τελευταίο διάστημα -κάτι που δεν έγινε ποτέ-, πώς να μη σκεφτεί κανείς ότι πίσω από αυτόν το θόρυβο δεν ήταν τα συμφέροντα όσων αποκόμιζαν κέρδη από το πετρέλαιο και δη από τη νόθευσή του; Πώς να μην σκεφτεί ότι η καταστροφή στην υγεία από τη ρύπανση που προκαλεί το πετρέλαιο υποβαθμίζεται, διότι τα κυκλώματα του πετρελαίου είναι πανίσχυρα;
Ας θυμηθούμε το θόρυβο που είχε δημιουργηθεί εδώ και λίγα χρόνια με αφορμή τη διάδοση σε παγκόσμιο επίπεδο της είδησης για υποτιθέμενη πανδημία μιας θανατηφόρου γρίπης, ο οποίος οδήγησε πολλά κράτη να αγοράσουν εκατομμύρια εμβόλια, τα οποία είτε χορηγήθηκαν δίχως λόγο σε όσους κατάπιαν την καραμέλα του ψεύδους, είτε έμειναν στα ράφια, ενώ είχαν χρυσοπληρωθεί.
Αλλά και πίσω από την ανοχή στο κάπνισμα, των διαφόρων υπεύθυνων πολιτικών, ή τα ψευδή στοιχεία γύρω από το λαθρεμπόριο του τσιγάρου που αραδιάζουν, τα οποία ο ίδιος καθηγητής επεσήμανε, μήπως δεν βρίσκονται οι πανίσχυρες εταιρείες παραγωγής τσιγάρων;

Βλέπουμε λοιπόν ότι όταν ο Μαρξ έκανε λόγο για το Κεφάλαιο που εκτρέφεται από το ίδιο το αίμα των ανθρώπων, όχι μόνο δε υπερέβαλε αλλά κυριολεκτούσε.
Τρανό παράδειγμα και οι αυτοκτονίες, οι οποίες αισίως έφθασαν στον τόπο μας τις 3.000 την τελευταία τριετία και οι οποίες σε μεγάλο βαθμό συνδέονται και αυτές με το επαίσχυντο κυνήγι του κέρδους.

Μήπως, λοιπόν, ήλθε η ώρα να αμφισβητηθεί μαζικά το κυρίαρχο εκείνο σύστημα, το οποίο όχι μόνον θέτει τα κέρδη πάνω από τους ανθρώπους αλλά θυσιάζει ακόμη και τις ζωές τους, φτάνει να τα αυξήσει; Το σύστημα εκείνο, το οποίο θέτει σε αμφιβολία «όχι πια το πώς θα ζήσεις καλύτερα, αλλά αν θα ζήσεις καν»;
[ΠΗΓΗ: Γιώργος Ρούσης, καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου – άρθρο στην Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 20-01-2013]

O άνθρωπος είναι μια δαρβίνεια παραλλαγή, καταδικασμένη να παράγει πολιτισμό, ένας «λύκος» που πρέπει να ευχόμαστε να εξημερωθεί

$
0
0

«Η κοινωνία εδράζεται σε ένα κοινό σφάλμα σε ένα έγκλημα που διαπράχθηκε από κοινού». Σίγκμουντ Φρόιντ

Παρουσίαση από το Γιώργο Βέη του βιβλίου του ΖΑΚ ΛΑΚΑΝ «Ακόμη» με το περίφημο 20ο σεμινάριο του διάσημου Γάλλου ψυχίατρου και ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν: «η αγάπη είναι ανέφικτη, και η σεξουαλική σχέση βυθίζεται στο μη νόημα, πράγμα όμως που δεν μειώνει καθόλου το ενδιαφέρον που πρέπει να έχουμε για τον Άλλον»

Έχει ειπωθεί με την ανάλογη μάλιστα έμφαση ότι για τον Σίγκμουντ Φρόιντ«ο άνθρωπος είναι πραγματικά μια δαρβίνεια παραλλαγή, καταδικασμένη να παράγει πολιτισμό, ένας «λύκος» που πρέπει να ευχόμαστε να εξημερωθεί. Για να περισωθούν οι πολιτισμικές αξίες, ο λύκος πρέπει ν’ αφήσει την αυθεντικότητά του να γίνει απουσία και μνήμη, δηλαδή γλώσσα και συνείδηση.

Είναι αλήθεια, πως η αμερικανική έκδοση της φροϋδικής ορθοδοξίας, μιαν ηρωική έξοδο προς τις καταναλωτικές υποσχέσεις του Νέου Κόσμου και κρατημένη μακριά απ΄ τα ευρωπαϊκά οντολογικά προβλήματα, δογματοποίησε τις προσαρμοστικές αρετές της συνείδησης και βρήκε στον ρεαλισμό του «Εγώ» το θεραπευτικό πασπαρτού της» (Ιδέτε Μάριος Μαρκίδης, Η ψυχανάλυση του διχασμένου υποκειμένου, εκδόσεις Έρασμος, 1980, σ. 77 επ.). Ο Ζακ Λακάν (1901 -1981)εργάζεται, ως γνωστόν, πυρετωδώς επί δεκαετίες στους αντίποδες ακριβώς αυτής της πράξης-θεώρησης των πραγμάτων. Η καταδήλωσή του είναι χαρακτηριστική της όλης πρόθεσής του: «Η ψυχανάλυση δεν είναι ούτε μια Weltanschauung, ούτε μια φιλοσοφία που διατείνεται ότι δίνει το κλειδί του σύμπαντος. Διέπεται από μια στόχευση ειδική που είναι ιστορικά καθορισμένη από την επεξεργασία της έννοιας του υποκειμένου. Θέτει αυτή την έννοια με τρόπο καινούργιο, οδηγώντας πάλι το υποκείμενο στη σημαίνουσα εξάρτησήτου».(Βλ. Ζακ Λακάν, Το σεμινάριο, Βιβλίο ΧΙ, Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης, 1964, μετάφραση: Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, τελική ανάγνωση: Γιώργος Χειμωνάς, εκδόσεις Ράππα,1977. Υπομνηματίζοντας και αναστηλώνοντας το φροϊδικό καταπίστευμα, ο Ζακ Λακάν ανανεώνει το ενδιαφέρον μας για την υπόθεση κυρίως της χαρτογράφησης του ασυνειδήτου. Είναι αυτό ακριβώς το οποίο έναν αιώνα πριν ο Αρθούρος Σοπενχάουερ, σε μια όντως εντυπωσιακή στιγμή έκλαμψης της ανθρώπινης σκέψης, είχε βαφτίσει «Wille», ήτοι «Βούληση». Τα σεμινάριά του Ζακ Λακάν, όπως τα διέσωσε η φροντίδα του Ζακ-Αλέν Μιλέρ, είναι εκ παραλλήλου τα διαχρονικά αποτυπώματα αυτής της έμμονης πορείας προς την διοργάνωση της γλώσσας της δικής του αλήθειας.

Αν στο Encore (αλλά και δυνητικά En corps, δηλαδή Εν σώματι) /Ακόμη, εικοστό κατά σειρά σεμινάριο, το οποίο εκδόθηκε το 1975, μαθαίνουμε ότι εν τέλει «η αγάπη είναι ανέφικτη, και η σεξουαλική σχέση βυθίζεται στο μη νόημα, πράγμα όμως που δεν μειώνει καθόλου το ενδιαφέρον που πρέπει να έχουμε για τον Άλλον»και ότι τα σημαίνον άντρας ή το σημαίνον γυναίκα, θα είναι πάντα επιθυμητά, αναδυόμενα μαζί με την ίδια την ανάδυση του γλωσσικού μας οργάνου, το οφείλουμε, μεταξύ άλλων, σε μια ιδιάζουσα ανάλυση, ιδιαίτερο στοιχείο της οποίας είναι η κρατυλική επανερμηνεία και επανεξέταση κρισίμων όρων και τύπων τόσο της καθημερινής ζωής, όσο και του ακαδημαϊκού βίου εν γένει. Βεβαίως «στα σεμινάρια εκφέρεται ο προτρεπτικός λόγος – που είναι συνυφασμένος με υπαινιγμούς, επιστημονικούς ή λογοτεχνικούς στολισμούς, λίβελους και μια προσπάθεια αποδόμησης της δόξας[…]Είναι μονόλογοι που παίρνουν το σχήμα διαλόγων στους οποίους δε γίνονται παραχωρήσεις στους συμβατικούς κανόνες της ευγένειας [……….]
Αναζητώντας τον δίδυμό του, ο λόγος οδηγείται σ΄ ένα σπήλαιο ασυνειδήτου.Εκεί γράφεται από την αρχή ο κόσμος-ή ό,τι περίπου είναι ο κόσμος. Ο ίδιος Ζακ Λακάν δεν παραλείπει να μνημονεύσει, ή ακόμη και να επινοήσει, όπως θα μας έλεγε εν προκειμένω, ένας άλλος διάσημος παραδοξολόγος, δηλαδή ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ένα ορθογραφικό λάθος. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά αποκαλυπτικό λάθος, το οποίο του είχε διαφύγει σε ένα ερωτικό του γράμμα σε μια γυναίκα, όταν, αντί να χρησιμοποιήσει τον ορθό επιθετικό προσδιορισμό «αγαπημένη», ισχυριζόταν: «ποτέ δεν θα μάθεις πόσο μου ήσουν αγαπημένος».Και στο σημείο αυτό δεν υπολανθάνει ένας έμμεσος πλην σαφής δείκτης ομοφυλόφιλης προαίρεσης, αλλά μια αγάπη πέρα από τη θεμελιώδη διάκριση του φύλου. Κατά συνέπεια, αν κατανοήσουμε αυτό ακριβώς, ότι δηλαδή δεν είναι ποτέ αντικείμενο της αγάπης μας η «φυλική» διάσταση του Άλλου, μπορούμε να ξεπεράσουμε το σκόπελο των λακανικών ιδιορρυθμιών της γλωσσικής του τάξης και να εισπράξουμε όλο το νόημα, το οποίο εμφιλοχωρεί φέρ΄ ειπείν στην εξής εξόφθαλμα αιρετική διαπίστωση: «το ομιλούν σώμα […] δεν μπορεί να πετύχει να αναπαραχθεί παρά χάρη σε μια παρεξήγηση της απόλαυσής του. Και αναπαράγεται με το να αστοχεί στην απόλαυση του - δηλαδή με το να γαμεί».

Είναι πολλές οι παράγραφοι όπου ο Ζακ Λακάν κλείνει το μάτι στον υποψιασμένο του αναγνώστη. Δανείζεται άλλωστε από παντού σχεδόν το υλικό, το οποίο αρμόζει κατά περίπτωση. Από την άποψη αυτή, τελείται ένας πρωτογενής γνωσιοθεωρητικός αναπροσανατολισμός. Ο ψυχαναλυτής έρχεται λοιπόν προς τη μεριά μας. Γίνεται περισσότερο βατός. Παύει να ανήκει στον κλειστό κόσμο των συναδέλφων του. Καθίσταται δηλαδή και δικός μας. Η φιλοσοφία, η γλωσσολογία, η κοινωνιολογία, η δομική ανθρωπολογία, η ποιητική τέχνη αρδεύονται, μεταξύ άλλων, συστηματικά. Τη λακανική σκέψη θα μπορούσα να την παραβάλω με ευεργετικό πολύποδα. Έστω παράδειγμα οι προκλητικότατοι αφορισμοί του περί της Ιστορίας ειδικότερα. Παραθέτω από τη σελίδα 117: «…εκείνου του πράγματος που απεχθάνομαι, για πολύ βάσιμους λόγους, δηλαδή της Ιστορίας. Η Ιστορία είναι ακριβώς φτιαγμένη για να μας δίνει την ιδέα ότι έχει κάποιο νόημα. Αντίθετα, το πρώτο από τα πράγματα που έχουμε να κάνουμε είναι να ξεκινάμε από το εξής, ότι έχουμε εδώ μπροστά μας μια ρήση, που είναι η ρήση ενός άλλου, ο οποίος μας αφηγείται τις κουταμάρες του, τις αμηχανίες του, τα κωλύματά του, τις συγκινήσεις του, και το θέμα εδώ είναι να διαβάσουμε τι; - τίποτε άλλο παρά τις επιπτώσεις των ρήσεών του. Οι επιπτώσεις αυτές βλέπουμε με τι τρόπο αναστατώνουν, αναταράζουν, ταλαιπωρούν τα ομιλούντα όντα». Ας το αντιπαραβάλλουμε, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, με την περιώνυμη θέση επί του αυτού θέματος, όπως μας την παρέδωσε ο προαναφερόμενος Αρθούρος Σοπενχάουερ «αν ψάχνεις να βρεις ένα νόημα στην Ιστορία, είναι σαν να κοιτάς τα σύννεφα. Στα σύννεφα βλέπεις σχήματα που μοιάζουν με λιοντάρια, με βουνά, με λίμνες, με θάλασσες. Είναι σχήματα αυθαίρετα, κατά τον ίδιο τρόπο που είναι αυθαίρετη και η Ιστορία. Βλέπω την ιστορία σαν ένα μεγάλο όνειρο, που όμως δεν το ονειρεύεται κανείς. Είναι σαν όνειρο που ονειρεύεται τον εαυτό του. Ίσως όμως δεν έχει προορισμό…».

[ΠΗΓΗ: Γιώργος Βέης, Παρουσίαση του βιβλίου με το περίφημο 20ο σεμινάριο του διάσημου Γάλλου ψυχίατρου και ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν:«η αγάπηείναι ανέφικτη, και η σεξουαλική σχέση βυθίζεται στο μη νόημα, πράγμα όμως που δεν μειώνει καθόλου το ενδιαφέρον που πρέπει να έχουμε για τον Άλλον» - BOOKPRESShttp://bookpress.gr/diabasame/idees/encore]

Κωστής Μοσκώφ, Βλέπω τις νύχτες το ίδιο αστέρι που μέσα στο Έρεβος μας φώτιζε

$
0
0

[Και το πολύ του Έρωτα κατάργησε τον Καιρό, κι ο Έρωτας κατάργησε το Θάνατο]
[Είμαστε ακόμα έγκλειστοι δίχως τον Άλλο]
Σου έδωσα την Ποίηση, όλα τα αντίδωρα της Ζωής και του Θανάτου. Σου έδειξα τις επτά αβύσσους μέσα μου, και τις άλλες επτά, εκτός μου. κι εσύ μου έδειξες το περίπτερο απ’ όπου αγοράζεις τα αντισυλληπτικά… Υπάρχουν έρωτες που δεν γνωρίζουν τους τρόπους του θανάτου. Πεισμώνουν, εμμένουν, δε σήπονται. Διασχίζουν τους αιώνες – γίνονται θεός μέσα από τον πολύ πόνο Τους!

[Ο Όσιος] έλεγε το Πιστεύω των πιστών με τον τρόπο των Σούφηδων που στο τάγμα τους, των Μελβελή Δερβίσηδων, ανήκε. Και στροβιλίζονταν ώσπου να βρει την έκσταση. Και ο Ολόκληρος του έδινε το χέρι να τον ανεβάσει –- προς ώρας έστω — στον Κήπο του Παραδείσου. Και έβλεπε τους μπαξέδες με τα ρόδα. Και τους μπαξέδες με τα γιασεμιά. Και τους μπαξέδες με τα γαρούφαλα. Στα χίλια και ένα χρώματά τους. Και αγαλλίαζε με τις εξήντα εννέα διαφορετικές ευωδίες. Και έβλεπε και τα ποτάμια που ρέουν γάλα. Και τα ποτάμια που ρέουν ανθόνερο — μαγιέτ ουάρντ. Και τα άλλα τα αργόσυρτα ποτάμια.
Εκείνα που ρέουν μέλι. Και Εσένα να κάθεσαι κάτω από τον πιο ψηλό φοίνικα. Και να περιμένεις. Καταργώντας με την ένταση της αγάπης σου τον θάνατο. Και τους Αιώνες. Και να δίνεσαι στον σφοδρό έρωτα που ποιεί τη Σάρκα Πνοή. Και να γεύεσαι και τους εκατό τρόπους του Έρωτα —τις μυστικές διόδους της χοάνης. Και κατόπιν να μοιράζεις την αγάπη σου — ό,τι περισσεύει. Στα τρία δισεκατομμύρια των ζωντανών. Και στα εκατόν δέκα δισεκατομμύρια των πεθαμένων. Και στα ερπετά. Και στα όρνια. Και σε αυτούς που είναι γέροι. Και σε αυτούς που είναι άσχημοι. Και σε αυτούς που είναι ηλίθιοι και σε καταδιώκουν. Και στον κόσμο ολόκληρο. Όχι μόνο τον νυν αλλά και τον πριν και τον μέλλοντα κόσμο. Και να σπέρνεις έτσι όλους τους σπόρους σου. Αλλά και τη λάμψη της ψυχής. Και να πέφτεις στα πόδια του. «Εσένα Αγαπώ, Μόνο Εσένα». Και το Εσένα να γίνεται το Εμένα και το Εμείς — ο Ολόκληρος.


Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού
Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού
τώρα
δεν με θυμάται πια κανένας
σκεπάσαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα.
Πικραμύγδαλο, συ έρωτά μου,
ήπια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα
χτες, για να ξεχάσω
ρούφηξα τον Aλιάκμονα, τον σφοδρό Bαρδάρη
- οι λιμναίοι οικισμοί της Θεσσαλίας
μείναν ξεροί για χάρη σου.
Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,
αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ' αγαπώ.
[ΠΗΓΗ: Κωστής Μοσκώφ Η ΣΑΡΚΑ ΣΟΥ ΟΛΗ, Από τη συλλογή Ποιήματα, εκδόσεις Καστανιώτη]
Viewing all 535 articles
Browse latest View live