Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all 535 articles
Browse latest View live

«…ΧΙΚΗΣΕΞΟΥΣΙΑ…» (Στήλη, θραύσμα, Εθνικός κήπος)

$
0
0

...«ένα ουράνιο σώμα εύρους 6 χιλιομέτρων (με πιθανή ολική καταστροφή της Γης) αναμένεται να συγκρούεται με τη Γη κάθε εκατό εκατομμύρια χρόνια».
Μόνικα Γκρέιντι, «The Guardian»


Πέρασε καιρός απ' όταν άρχισα να γυρεύω ξανά ένα κομμάτι δικό σου, μια κουβέντα μισή, πάνω σε κάθε πλανήτη, σε μια δύσκολη μετακίνηση κάτω απ' το βάρος της σκόνης αμέτρητων νεφελωμάτων και συντακτικών που διαμορφώνουν ακατάπαυστα τη δομή τους, ανάλογα κάθε φορά με τα ιδιαίτερα καπρίτσια της βαρύτητας και τον ίδιο πανάρχαιο μέσα μας απροσδιόριστο καταλύτη, αν κι ήμουν σίγουρος ότι είχα ξανακάνει αυτή τη διαδρομή, στη διαλυτική σου πορεία, αρχίζω να θυμάμαι, ίσως όμως όσο περισσότερο σε πλησιάζω, ξεχνάω, αρχίζω πάλι να ρέω στον πάτο της ανθρώπινης κλεψύδρας μου, διεργασία ολικής μεταβολής, το επόμενο στάδιο της εξέλιξης στη διαρκή μας μεταμόρφωση, στη σπείρα που μας ενώνει και που μας στρώνει το δρόμο για το απροσμέτρητο, είχες προλάβει σχεδόν να συμβείς, αστέρι που εκρήγνυται για να στείλει παντού τα κομμάτια του συλλαβίζοντας ολόκληρη την ιστορία της ζωής απ' το πρώτο βακτήριο, πριν και μετά, χρόνος συνοδοιπόρος, χρόνος τρικλοποδιά, φτιαγμένοι από χρόνο, από μνήμες στιγμών που πρέπει να ξεχαστούν για να έρθουν ξανά, αρμοδίως θα προβλέψουν το πότε οι ειδικοί, περνάω κάτω απ' τα δέντρα σαν φύλλο που δεν θέλει να πέσει, μόνο ο αέρας αναγνωρίζει το σχήμα μας τώρα, νιώθω πως έχω ένα μικρό πλεονέκτημα χρόνου, μια παράταση μνήμης από την τελευταία φορά που ξεκόλλησαν οι αρχαιολόγοι από πάνω μας τις επιστρώσεις της λάβας αποκαλύπτοντας την τελευταία μας χειρονομία κι εμείς κοιταχτήκαμε στις προθήκες των μουσείων αργότερα μ' ένα βλέμμα πάλι θνητό ώς την αυγή ενός επόμενου κόσμου, κάτω από τόσες χιλιάδες διαφημιστικές πινακίδες που μας έδειχναν και μας προσέφεραν ξανά στους εαυτούς μας, με ή δίχως εκπτώσεις, ήμασταν ήδη οι άνθρωποι, εδώ και καιρό, προστατευόμενα είδη υπό εξαφάνιση ενταγμένα στο ειδικό εποχικό πρόγραμμα αποταμίευσης των φετίχ, κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο σαν να μην έχει αύριο, γιατί ίσως δεν είχε, όλα ίσως συνέβησαν χθες και είμαστε ήδη ανάμνηση στο μυαλό ενός κατοίκου ενός άλλου πλανήτη που λέει την ιστορία μας στους δικούς του αλλά δεν τον πιστεύει κανείς, η οθόνη δεν είναι απέναντι πια, είναι μέσα, εδώ, εγώ κι εσύ είμαστε τώρα η οθόνη του ονείρου στο δικό μας πλανήτη σκιών, κι αναρωτιέμαι ακόμη αν θα προλάβουμε να συγκρουστούμε σ' αυτή τη ζωή, στην οικεία μας ελλειπτική τροχιά, τόσο κοντά, τόσο μακριά, κλείνοντας ένα κύκλο σχεδόν προστατευτικό γύρω απ' τη μοναξιά μιας φράσης που έμεινε στη μέση
[ΠΗΓΗ: Θανάσης Αλευράς, Σαββατιάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 02-02-2013]

Από τα Ποιήματα της Τρελής στα Ποιήματα για Τσακισμένες Καρδιές και Σαλεμένα Μυαλά

$
0
0

Πλέον, η ώριμη τρελή εγκαταλείπει τις παρυφές των παραμυθιών, έστω και οργισμένων καθώς ήταν, και κάθεται με το στανιό στον κυνικό, τον σκληρό στίχο, ο πλήρης αντικατοπτρισμός μιας πραγματικότητας που υπάρχει γύρω μας, ένας κόσμος στον οποίο ζούμε: πολλή κίνηση στους διαδρόμους του Λόγου. Διόρθωση μη βρούμε τον μπελά μας. Ο Ειρμός άφαντος, οίστρος επισκέπτεται μονάχα τη γάτα μου: ένταλμα σύλληψης γαλής για διατάραξη κοινής ησυχίας… Σσσς… Μη φωνάζεις. Πρόσεχε. Πρέπει να είμαστε politically correct 


Όταν ένα βιβλίο ξεκινάει με τους στίχους:

Μεταβάλλομαι διαρκώς
Στροβιλίζομαι στον γαλαξιακό οργασμό ενός βρέφους
Γελάω με τ’ άστρα τ’ ουρανού σου
Και φεύγω στο Διάστημα με τη μαγική μου σκούπα


Τότε και προφανώς καταλαβαίνεις τι είναι αυτό που σε περιμένει στο υπόλοιπο του περιεχομένου. Η Μεταμόρφωση της Μαρίας Κατσοπούλου δεν είναι μόνο το παρόν ποίημα αλλά και η θέση της στο ποιητικό σύμπαν μέσα από τους στίχους της. Και το λέω αυτό καθότι προσωπικά βρίσκω πετυχημένη και απαραίτητη τη μετάβαση της από τα Ποιήματα της Τρελής,το προηγούμενο βιβλίο της, και πάλι από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Πλέον, η ώριμη τρελή εγκαταλείπει τις παρυφές των παραμυθιών, έστω και οργισμένων καθώς ήταν, και κάθεται με το στανιό στον κυνικό, τον σκληρό στίχο, ο πλήρης αντικατοπτρισμός μιας πραγματικότητας που υπάρχει γύρω μας, ένας κόσμος στον οποίο ζούμε. Και φυσικά ζει η Μαρία, τον νιώθει στο πετσί της, τον αισθάνεται, τον μισεί, θέλει να τον διαλύσει. Πλέον, η καρδιά της είναι τσακισμένη –φυσικά και το σαλεμένο μυαλό της -ούτε καν σας πληροφορώ- είναι πιο λογικό από τους πλέον λογικούς ανθρώπους στον κόσμο όλον.

Ακόμη θυμάμαι την αντίδραση του κοινού στο κατάμεστο Metropolis Live Stage, άλλοτε στην οδό Πανεπιστημίου πλέον και αυτό θύμα της οικονομικής κρίσης. Το κοινό της γυναικείας λογοτεχνίας είχε μείνει αποσβολωμένο καθώς διάβαζα με στεντόρεια φωνή το ποίημα για τον έρωτα και την αντίσταση της Μαρίας Κατσοπούλου, από το πρώτο βιβλίο της. Και, όμως, η αρχική ψυχρολουσία έφερε μετά το χειροκρότημα. Και μετά τη Μαρία να με αναζητά γι’ αυτό. Δεν γνωριζόμασταν τότε. «Γιατί το έκανες αυτό;», μου είπε. «Μα για να προκαλέσω», της απάντησα, «και να τις ταράξω (σ.σ. τις γυναίκες) έστω και λίγο από τον όμορφο κόσμο, αγγελικά και ερωτικά πλασμένο, στον οποίον έχουν μπει από αυτά που διαβάζουν με το τσουβάλι.»

Όχι
Δεν είμαι ερωτευμένη
Φταίει που έφαγα πολλές σοκολάτες
Άδειασα ένα πακέτο σοκοφρέτες
Περιμένοντας το τηλέφωνο να χτυπήσει

Τελικά, απ’ ότι φαίνεται
Δε θα κάνω σεξ απόψε


Τα Ποιήματα για Τσακισμένες Καρδιές και Σαλεμένα Μυαλά τα γνώριζα πριν βγουν σε βιβλίο, μια και στο περιοδικό Vakxikon.gr είχαμε δημοσιεύσει κομμάτια του, είχαμε προδημοσιεύσει μέρος του πριν εκδοθεί, ενώ και ποιήματα από τη στήλη της Μαρίας Τραγικές Φιγούρες υπάρχουν στην έκδοση. Μεγάλη μου η χαρά όταν βγήκε, ανακάλυψα στο σύνολο του, το εύρος της δυναμικής των ποιημάτων καθώς αυτά βρήκαν τελικά ανοιχτή τη χαραμάδα της έκδοσης ώστε να κοινωνήσουν με το κοινό. Όποιο κοινό είναι αυτό, το έχει αποδείξει άλλωστε η πρόσφατη ιστορία, όταν οι αναγνώστριες της Μαντά δεν σταματούσαν να χειροκροτούν το ποίημα της Μαρίας. Καθότι, όπως γράφει η ίδια, σαν σύγχρονη Κατερίνα Γώγου…
Θέλω να φωνάξω στον κόσμο
Να σπάσει τις τηλεοράσεις του
Να τα παρατήσει όλα και να βγει
Στο δρόμο να φωνάξουμε μαζί
Ν’ αδειάσει τους τραπεζικούς λογαριασμούς
Να σταματήσει να καταναλώνει θάλασσα, αέρα, γη
Θέλω να φωνάξω στον κόσμο
Να ζητήσει πίσω την ελευθερία που πούλησε
Για τη μεταμοντέρνα πρέζα του
Μ’ ακούτε;
Είστε όλοι σας πρεζάκηδες των MHz
και των φούρνων μικροκυμάτων
Είστε δημιουργήματα των ηλεκτρικών κενώσεων
Μιας κοπρολάγνας εξουσίας
Τροφή για τη μαύρη τρύπα που ονομάζεται πλανήτης Γη

Πουλημένοι!


Ε, καλά κάνει τότε και φτύνει τα Νόμπελ. Σίγα το πράμα!

[Σημείωση: Το κείμενο διαβάστηκε από τον Νέστορα Πουλάκο στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής Ποιήματα για Τσακισμένες Καρδιές και Σαλεμένα Μυαλά (Εκδ. Γαβριηλίδης, 2012), στο art bar Poems 'n' Crimes, στο Μοναστηράκι, τον Νοέμβριο του 2012 και αναρτήθηκε στο Vakxikon.gr ]

Το γυμνό κλαδί αν δε γίνεται στίχος ας γίνει σπαθί

$
0
0

«Σε ψηλό κλαδί το μικρό κυδώνι ξεχασμένο  όλο κρυώνει όλο παγώνει  στην ομίχλη μοναχό». Ο ποιητής Βασίλης Δημητράκος συνεχίζει να τυπώνει ολιγοσέλιδα βιβλία-διαμάντια από τον εκδοτικό οίκο ΜΠΙΛΙΕΤΟ


Ο ποιητής Βασίλης Δημητράκος συνεχίζει να τυπώνει ολιγοσέλιδα βιβλία-διαμάντια από τον εκδοτικό οίκο Μπιλιέτο (εδρεύει στην Παιανία), τον οποίον διευθύνει. Εδώ και λίγα χρόνια (από το 2010 περίπου) το μικρό σχήμα των οκτασέλιδών του άλλαξε, μεγάλωσε κάπως σε διαστάσεις, με αποτέλεσμα οι ποιητές του εκδοτικού οίκου να έχουν τη δυνατότητα να τυπώνουν περισσότερα των οχτώ ποιημάτων – κάποιες φορές αγγίζουν ή ξεπερνούν και τον αριθμό είκοσι.
Ο Δημητράκος επηρεάστηκε αισθητικά και καλλιτεχνικά από τις εκδόσεις Διαγωνίου του Χριστιανόπουλου και, φαίνεται, πως συνεχίζει, εν Αθήναις, αυτήν την τυπογραφική παράδοση, ενώ η ποιότητα και το στιλ των ποιητών που τυπώνει αγγίζουν (ή τουλάχιστον τείνουν να πλησιάσουν) εκείνη των ποιητών (ή γενικώς των λογοτεχνών) του παλιού εκδοτικού οίκου της Θεσσαλονίκης.
Ο ίδιος, ως ποιητής, ξανοίχτηκε σε βαθύτερα νερά του μέντορά του, αφού πέρα από το κράμα θρησκευτικής ευλάβειας και ερωτικής έξαψης που κράτησε από τη γραφή του σημαντικού θεσσαλονικιού ποιητή, δεν έμεινε προσκολλημένος σε έναν στείρο ρεαλισμό, στην καταγραφή και παρατήρηση προσώπων και καταστάσεων (πάντα αναφορικά με ματαιωμένα συναισθήματα, ερωτική αγωνία, ερωτική στέρηση και ομοερωτισμό), αλλά προχώρησε τουλάχιστον ένα βήμα παραπέρα, κονιορτοποιώντας με δραματικό τρόπο το «εγώ» του –κατά τη ρήση του Πεντζίκη–, με τον οποίον συνδέεται υπόγεια μ’ ένα βαθύ αίσθημα θρησκευτικότητας και αγάπης για το Άγιον Όρος. Έτσι, συναισθανόμενος βαθύτερα και ουσιαστικότερα τον Άλλον και δίνοντας –κάποιες φορές– ποιήματα που αγγίζουν σε αίσθημα, στοχαστικότητα και ευαισθησία εκείνα του Ασλάνογλου (π.χ. Τα οστά ή το Θα μάθω την τέχνη, από το ΛΑΣΠΩΜΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ή Τα κεριά, από το μονόφυλλό του) − έναν ποιητή «στη σκιά», λογοτεχνικό μέγεθος, πάντως, σαφώς ανώτερο και σοβαρότερο του υπερεκτιμημένου (και εσχάτως με περίεργες συμπεριφορές) Χριστιανόπουλου που, κυρίως, λόγω ισχυρής προσωπικότητας επικράτησε και κυριάρχησε στα ποιητικά της Θεσσαλονίκης.
Από την τελευταία ποιητική σοδειά του Μπιλιέτου θα σταθώ, εν συντομία, σε τέσσερα ποιητικά βιβλία.Ξεκινώ, λοιπόν, με «Το προζύμι» του Αντώνη Περαντωνάκη (1963), το έβδομο συνολικά ποιητικό του βιβλίο, και τέταρτο κατά σειρά στο Μπιλιέτο. Στο «Το προζύμι» περιέχονται εννέα ποιήματα χαμηλόφωνα, εξομολογητικά, που εκπλήσσουν ευχάριστα με την απλότητα-λιτότητα της γραφής τους αλλά και με τη θεματική τους πρωτοτυπία. Η μνήμη των αγαπημένων νεκρών που μας ωθεί και μας κατευθύνει (Η κυρα ’Λένη), η φωνή ενός παλιατζή με αδρά και ελαφρώς ασύνταχτα ελληνικά που ξελογιάζει τον ποιητή, μέχρι του σημείου να θελήσει να βρει προφάσεις για να του ανοίξει την πόρτα (Ο παλιατζής), η μητρική μορφή και τα σοφά λόγια ενός μοναχού που λειτουργούν ιαματικά, ως βάλσαμο, στην ανθρώπινη ψυχή, αλλά και ένα βίωμα ξαγρυπνίας στο εκκλησάκι της Παιανίας, στον εκδοτικό οίκο του Δημητράκου, όπου η πραγματικότητα πλέκεται αριστοτεχνικά με εκκλησιαστικά εδάφια σ’ ένα ποίημα-υφαντό, κάποια από τα καλύτερα σημεία αυτής της ωραίας συλλογής. Δείγμα γραφής:
Έπιασε βροχή – με πήρανε τα κλάματα.
Όλο βρέχει κι όλο κλαις»,
μουρμούριζε η μάνα μου από μέσα.
Έκλωθε πάλι με την ρόκα ∙ τουλούπες χιόνι τα μαλλιά της.
Πήγα πλάι της, έγειρα πάνω στην ποδιά της.
«Δεν έμοιασες του κύρη σου», είπε – συνέχιζε η βροχή∙
στάζανε τα μάτια της στην άσπρη κεφαλή μου.
Ο εκ Πολυγύρου Χαλκιδικής ορμώμενος Νίκος Βασιλάκης (ζει στον Πειραιά) είναι παλιός ποιητής της Διαγωνίου (τύπωσε εκεί 3 ποιητικές συλλογές) και μεταπήδησε το 1996 στο Μπιλιέτο με το οκτασέλιδό του «Όλοι χωράνε».Το 2012 τύπωσε στον Δημητράκο «Το μικρό κυδώνι». Ποιήματα ολιγόστιχα, απλά και κατανοητά αλλά όχι απλοϊκά, ανεπιτήδευτα, μινιμαλιστικά, γραμμένα με σοφία και αίσθημα. Στο έργο του Βασιλάκη κυριαρχούν η νοσταλγία για το χωριό του, τύψεις για τους γονείς που άφησε, κι ένα αίσθημα απομόνωσης ζώντας μέσα στην πολύβουη πόλη. Στους πρόσφατους στίχους του θα συναντήσουμε αντικείμενα μιας αχάλαστης εποχής (Η δαχτυλήθρα), τον παραλληλισμό ψυχικών καταστάσεων με τη φύση (Η αγάπη και το γιασεμί, Σαν φυλλαράκι), αλλά και μνήμες από την παιδική ηλικία, ιδωμένες από την απόσταση που σοφά χαρίζει ο χρόνος. Κάποια από τα ποιήματα θυμίζουν γιαπωνέζικα χάι κάι ή ποίηση ζεν. Δείγμα γραφής:
Σε ψηλό κλαδί
το μικρό κυδώνι ξεχασμένο
όλο κρυώνει
όλο παγώνει
στην ομίχλη μοναχό.
Ο θεσσαλονικιός Θοδωρής Βοριάς τύπωσε τις «Πυγολαμπίδες» – 33 χαϊκού, όπως τα ονομάζει.Κινείται περίπου στο ίδιο ποιητικό μήκος κύματος με τον Βασιλάκη, έχει όμως έντονες επιρροές κυρίως από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Φαίνεται πως κατέχει καλά τον ιαπωνικό ρυθμό και εκφράζει με λιτότητα και ειλικρίνεια τα συναισθήματά του. Υπάρχει μινιμαλισμός και δυνατή εικονοποιία. Δύο δείγματα γραφής:
Το γυμνό κλαδί
αν δε γίνεται στίχος
ας γίνει σπαθί  
Για το ξενύχτι
αρκούνε τ’ άστρα;
Αρκεί το ξεγύμνωμα;

Τέλος ο Δαυίδ Μπάκας (1960) στοίβαξε σε ένα οκτασέλιδο 25 μικρά ποιηματάκια, κάτω από τον γενικό τίτλο «Τσιγάρο και λιβάνι».Τα ποιήματα διακρίνονται από έξυπνους λεκτικούς παιχνιδισμούς, μοναξιά, νοσταλγία και –ενίοτε– από έναν υποδόριο σαρκασμό. Πιστεύω πως αν ο Μπάκας απομακρυνθεί από θολές εμμονές και γίνει περισσότερο εξομολογητικά κατανοητός, μπορεί στο μέλλον να γίνει ακόμα πιο ευθύβολος, καίριος και δραστικός στην ποίηση του. Δείγμα γραφής:
Ευτυχώς, είπε ο φτωχός,
«δεν είναι όλα με λεφτά»
Ως κι η πόρνη,
όταν της χαϊδέψουν
την καρδιά –
χαρίζεται, τα ρίχνει
στη φωτιά,
της φτάνει μόνον
να την θέλουν.

Όλα τα οκτασέλιδα του Μπιλιέτου τυπώνονται σε πολυτονικό σύστημα γραφής. Την καλλιτεχνική επιμέλεια έχει ο Γιάννης Δημητράκης, αδελφός του εκδότη-ποιητή, ο οποίος, εκτός από τα εξώφυλλα, διανθίζει συχνά με εξαιρετικά σκίτσα τα ποιήματα.
[ΠΗΓΗ: Παναγιώτης Γούτας, Οι Ποιητές του Μπιλιέτου,  BOOKPRESS: Βιβλίο, Ιδέες Πολιτισμός: http://bookpress.gr/  ]

Βία γεννάει τη Βία, τη Βία γεννάει η Βία, Γεννάει η βία τη βία, γεννιέται βία από τη βία

$
0
0

Η επανάσταση που έφερε ο Χέμινγουεϊ στη γραφή ήταν ότι απάλλαξε το πεζό λόγο από τα επίθετα και κάθε είδους καλλωπιστικό στοιχείο. Σε αντίθεση με τους βαβυλωνιακούς ναούς που έστηνε ο Τζόις, κάθε φράση του Έρνεστ ήταν δωρική.Αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό –ιδίως αν δεν έχεις τη μεγαλοφυΐα του Χέμινγουεϊ- ούτε αρέσει σε όλους.

Θυμάμαι έναν πρώην συνάδελφο βιβλιοϋπάλληλο, ο οποίος έλεγε ότι ο Χέμινγουεϊ γράφει σαν ρομπότ.  Αλλά τι σπουδαίο ρομπότ!
Ο Χέμινγουεϊ δεν προσπαθούσε να παρασύρει συναισθηματικά τους αναγνώστες του γράφοντας για την «αποπνικτική θλίψη που ένιωσα όταν είδα την Ντόρις, όμορφη όσο ποτέ, αν και τόσο κοντά στο θάνατο, να φεύγει, και μια μαύρη τούφα που δραπέτευε από το μαντήλι της μου θύμισε όλα αυτά που δεν προλάβαμε να ζήσουμε και όλα εκείνα που είχαμε ζήσει».
Ο Χέμινγουεϊ έγραφε: «Η Ντόρις έφυγε. Λίγες μέρες μετά σκοτώθηκε». Έτσι άφηνε τον αναγνώστη να νιώσει όπως εκείνος ήθελε.
Αν ο Χέμινγουεϊ ζούσε σήμερα -σε αντίθεση με την Ντόρις που σκοτώθηκε λίγες μέρες μετά- και ερχόταν στην Ελλάδα ως πολεμικός ανταποκριτής (κάτι που είχε κάνει πριν τον ανακαλύψει η Γερτρούδη Στάιν) θα έγραφε για την πραγματικότητα που θα συναντούσε:

«Η βία γεννάει τη βία»
Έτσι απλά, απέριττα και δωρικά, σαν ένα φραστικό ουροβόρο όφι (συγνώμη, Έρνεστ). Η βία γεννάει τη βία -χωρίς επίθετα και προσδιορισμούς, χωρίς συναισθηματικές παραχωρήσεις, ρομποτικά.

Για να καταλάβετε πόσο σημαντική είναι η έλλειψη επιθέτων θα κάνουμε το ακόλουθο λογοτεχνικό-ψυχολογικό πείραμα.
Στη φράση:
«Η ..................(1) βία γεννάει τη ..................(2) βία»
μπορείτε να προσθέσετε κατά το δοκούν επίθετα από την ακόλουθη λίστα:

(ωμή, κρατική, παρακρατική, διακρατική, οικονομική, κοινωνικοοικονομική, πολιτικοοικονομική, ένοπλη, έννομη, έκνομη, ένδικη, άδικη, τρομοκρατική, αντιτρομοκρατική, αστυνομική, ρατσιστική, επαναστατική, αντεπαναστατική, αναμενόμενη, τυφλή, κανονική, αντικανονική, αντικοινωνική, συνταγματική, αντισυνταγματική, ταξική, αταξική, οικοκυρική, παθητική, δημοκοπική, δολοφονική, ξαφνική, στρατιωτική, ιμπεριαλιστική, απελευθερωτική, σεξιστική, φαλλοκρατική, ψυχολογική, τηλεοπτική, υιική, γονική, παιδική, εφηβική, σχολική, επαγωγική, παραγωγική, ατομική, ομαδική, μπολσεβικική, μενσεβικική, σταλινική, μαοϊκή, ναζιστική, μακιαβελική, γκεμπελική, μεταβατική, τελική, ολική, βολική, ποδοσφαιρική, τραμπουκική, διπολική, πολεμική, βρόμικη, παλινδρομική, πριτοναφική, θεσμική, πολιτισμική, ηθική, εθνική, μασονική, νατοϊκή, γκανγκστερική, εωσφορική, ληστρική, πραγματική, πειραματική, παραδειγματική, υποδειγματική, δογματική, πραξικοπηματική, κομματική, διακομματική, μικροκομματική, εξωκομματική, πολιτική, απολιτική, παραπολιτική, γεωπολιτική, αποτελεσματική, αναποτελεσματική, οχλοκρατική, πλουτοκρατική, φυλετική, κυβερνητική, βαρυποινίτικη, εκατοχρονίτικη, λογοκριτική, εκλεκτική, διαλεκτική, αποτρεπτική κλπ κλπ)

Ανάλογα με τις πεποιθήσεις σας μπορείτε να διαλέξετε το «επίθετο που σας ταιριάζει» και η φράση αλλάζει ολοσχερώς νόημα.
Μπορεί να την ακούσετε από το στόμα τηλεδημοσιογράφου, να τη διαβάσετε στην προκήρυξη οργάνωσης (επαναστατικής ή τρομοκρατικής, τo επίθετo πάλι κατά το δοκούν), να την πει ο πρωθυπουργός στη δημόσια ομιλία του, να την ξεφωνίσει ο αναρχικός.
Εξαρτάται πάντα από το επίθετο που θα τοποθετήσουμε μπροστά από τη βία (1 ή 2).
Αν όμως ακολουθήσουμε τη μέθοδο του Χέμινγουεϊ, και αφαιρέσουμε τα επίθετα, τότε η φράση σκάει στα μούτρα όλων, δικαίων και αδίκων, δυνατών και αδύναμων, εκωνάκων (!), με τη δυναμική μιας σφαίρας που δεν ρωτάει: «Εσύ είσαι με τους καλούς ή με τους κακούς;»
Η ίδια φράση, «η βία γεννάει τη βία», αλλάζει νόημα αν χρησιμοποιήσουμε την –ας την πούμε- «μέθοδο Στανισλάβσκι».
Αυτό θα το καταλαβαίνατε καλύτερα αν το βλέπατε επί σκηνής, ειδικά από μια ομάδα σωματικού θεάτρου όπως η “fractals”, αλλά θα κάνω μια απόπειρα να το αποδώσω γραπτά.

Ο ηθοποιός μπορεί να πει με χίλιους-δύο τρόπους την ίδια φράση, χωρίς καν τη χρήση επιθέτων -και αυτό είναι το προτέρημα του θεάτρου σε σχέση με τη γραφή.
Μπορεί να χρησιμοποιήσει την παύση:
«Η βία... γεννάει τη βία.» Ή «Η βία γεννάει... τη βία.»
Μπορεί να χρησιμοποιήσει την ένταση της φωνής.
Αν πει, ψιθυριστά (πείτε ‘το, ψιθυριστά): «Η βία γεννάει τη βία», τότε θα σας μεταδώσει το συναίσθημα του φόβου.
Αν πει, με στεντόρεια φωνή και τις κατάλληλες χειρονομίες (κάντε ‘το): «Η βία γεννάει τη βία», τότε θα νομίσετε ότι ακούτε κάποιον πολιτικό.
Αν ουρλιάξει (κάντε ‘το, εκτός κι αν κοιμάται το μωρό στο διπλανό δωμάτιο): «Η βία γεννάει τη βία», τότε θα ανατριχιάσετε γιατί θα νιώσετε σαν να ακούτε το επαναστατικό είδωλο της εφηβείας σας (Καραϊσκάκη, Γκεβάρα, Χίτλερ, Μπακούνιν, Λεωνίδα, Γκόλντμαν, Πάμπλο, Στάλιν, Μόρισον, Παπανδρέου -εδώ διαλέγετε ΠΡΟΣΩΠΑ κατά το δοκούν).
Ο ηθοποιός μπορεί να μεταδώσει διαφορετικό νόημα τονίζοντας μία λέξη:
«Η βία γεννάει τη ΒΙΑ.» ή «Η βία ΓΕΝΝΑΕΙτη βία.» ή «Η ΒΙΑ γεννάειτη βία»
Ο ηθοποιός μπορεί να δώσει διαφορετικό νόημα στη φράση χρησιμοποιώντας το δικό του συναίσθημα:
Κλαίγοντας (κάντε ‘το): «Η βία γεννάει τη βία».
Γελώντας (κάντε ‘το): «Η βία γεννάει τη βία»
Με θυμό (κάντε ‘το): «Η βία γεννάει τη βία»
Με φόβο (όπως και ψιθυρίζοντας): «Η βία γεννάει τη βία»
Με απάθεια (κάντε ‘το): «Η βία γεννάει τη βία»
Με έκπληξη (αυτό που οι δημοσιογράφοι αποκαλούν «σοκ και δέος»): «Η βία γεννάει τη βία».
Η φράση αποκτάει διαφορετικό νόημα ακόμα και από ένα εύρημα του σκηνοθέτη ή του ηθοποιού.
Αν ο ηθοποιός έχει ένα τικ όσο λέει: «Η βία γεννάει τη βία.»
Αν ο ηθοποιός ξύνει τα γεννητικά του όργανα όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία.»
Αν ο ηθοποιός κοιτάει το κοινό στα μάτια, κοιτάει αλλού ή έχει τα μάτια κλειστά (αυτό ειδικά, το να έχει τα μάτια κλειστά, λέει περισσότερα από την ίδια τη φράση) όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία.»
Ο σκηνοθέτης μπορεί να διαφοροποιήσει εντελώς το σημαίνον από το σημαινόμενο, κατά το δοκούν.
Ο ηθοποιός να είναι στραμμένος προς το κοινό όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία».
Ο ηθοποιός να έχει γυρισμένη την πλάτη στο κοινό ή να είναι κουλουριασμένος στην εμβρυακή στάση όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία».
Ο ηθοποιός να είναι αλυσοδεμένος όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία.»
Ο ηθοποιός να κάθεται στο βασιλικό του θρόνο όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία.»
Ο ηθοποιός να κάθεται στην τουαλέτα, με κατεβασμένα τα παντελόνια, όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία». (Γεια σου, δάσκαλε Μπέκετ, μέντορα όλων των γελωτοποιών.).

Και, φυσικά, ο φωτισμός, η μουσική, οι υπόλοιποι υποκριτές, τα σκηνικά, το κινητό του μπροστινού που χτυπάει όταν ακούγεται η φράση: «Η βία γεννάει τη βία»
Αλλά, πάνω από όλα, αν δεν το έχετε καταλάβει ακόμα, είναι πως θέλει το κοινό να ερμηνεύσει τη φράση που ακούει: «Η βία γεννάει τη βία.»
Λάθος! Όχι «το κοινό», αλλά ο καθένας, ο κάθε ένας, που ακούει, διαβάζει, βλέπει αυτή τη φράση –με και χωρίς επίθετα: «Η βία γεννάει τη βία.»

Και δε θυμάμαι αν σας το είπα ήδη, γι’ αυτό θα σας το πω, χωρίς επίθετα και προσδιορισμούς, χωρίς σκηνικά και ευρήματα, και σας αφήνω να το ερμηνεύσετε κατά το δοκούν:
«Η ΒΙΑ ΓΕΝΝΑΕΙ ΤΗ ΒΙΑ»
[ΠΗΓΗ: ΓΡΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: http://sanejoker.blogspot.gr/ ]

Η Εγνατία Οδός και η αδιαφορία της πόλης για την Ιστορία της

$
0
0

Ο δρόμος είχε την δική μας Ιστορία: Σε θυσία για να κλείσουν τα αμφίβολα χάσματα του Μετρό οδηγείται η μνημειώδης οδική αρτηρία της Θεσσαλονίκης, η Μέση Οδός ή Λεωφόρος, που χρησιμοποίησαν και διατήρησαν ανέπαφη για τουλάχιστον 17 αιώνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί και Οθωμανοί ηγεμόνες.

Τα καλοδιατηρημένα τμήματα του δρόμου που αποκαλύφθηκαν λίγα μόλις μέτρα κάτω από την Εγνατία κατά τις εργασίες για την κατασκευή του σταθμού του μετρό στη Βενιζέλου, κινδυνεύουν να χαθούν. Μαζί τους θα σβήσουν ένα μεγάλο τμήμα της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, ταυτισμένο με τον κοσμοπολιτισμό της πόλης και τον εμπορικό χαρακτήρα της, αλλά και μια εξαιρετική ευκαιρία να αναπτυχθεί στην περιοχή ένας εμβληματικός χώρος τουριστικού ενδιαφέροντος.
Αφορμή της απειλούμενης καταστροφής μπορεί να είναι το πολύπαθο Μετρό, η υπαιτιότητα όμως κρύβεται σε μία σειρά λανθασμένων χειρισμών και βιαστικών αποφάσεων της Πολιτείας, που επιδεικνύοντας για άλλη μία φορά τη συνηθισμένη ελληνική προχειρότητα, σχεδιάζει να ξεκολλήσει τον αρχαίο δρόμο, να τον πακετάρει και να τον ξαναμοντάρει κάπου αλλού: στην καλύτερη περίπτωση σε άσχετο χώρο, χιλιόμετρα μακριά από την αρχική του θέση, στην χειρότερη σε κάποια αποθήκη. Από κοντά διεκδικεί μερίδιο ευθύνης η αδιαφορία της πόλης απέναντι σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα.
Τα τελευταία χρόνια, η ανασκαφή που πραγματοποιείται από την 9η ΕΒΑ στην περιοχή του σταθμού Βενιζέλου έφερε στο φως πολύ καλά διατηρημένο τμήμα μήκους 76 μ. του κεντρικού πλακόστρωτου δρόμου (decumanus των Ρωμαίων ), σε βάθος έξι μέτρων κάτω από τη σύγχρονη Εγνατία. Το εντυπωσιακό είναι ότι ο αρχαίος δρόμος έχει χαραχτεί στην ίδια κατεύθυνση με την Εγνατία. Η σήραγγα του Μετρό βρίσκεται και αυτή στην ίδια κατεύθυνση αλλά ακόμη πιο κάτω, σε βάθος περίπου 11 μ., και για τον λόγο αυτό δεν «ενοχλεί» τις αρχαιότητες. Τη ζημιά κάνουν οι εγκαταστάσεις του σταθμού, που αναγκαστικά περνούν μέσα από τα στρώματα των αρχαιοτήτων. Ένα άλλο τμήμα του ίδιου δρόμου, που αποκαλύφθηκε στον Σταθμό Αγ. Σοφίας, υπήρχε η τεχνική δυνατότητα να μετακινηθεί λίγα μόλις μέτρα παραμένοντας στον άξονα της Εγνατίας και να διασωθεί. Στην περίπτωση του τμήματος του δρόμου στον Σταθμό Βενιζέλου κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό.

Το ΚΑΣ και η γνωμοδότηση
Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε προ ημερών υπέρ της απόσπασης και της μεταφοράς των αρχαιοτήτων του Σταθμού Βενιζέλου στο πρώην στρατόπεδο Παύλου Μελά, συναινώντας στην εισήγηση των τεχνικών της κατασκευάστριας εταιρίας. Μετά τη γνωμοδότηση των μελών του ΚΑΣ, που ήταν μάλιστα ομόφωνη, ο αναπληρωτής υπουργός ΠΑΙΘΠΑ Κώστας Τζαβάρας έβαλε την υπογραφή. Η απόφαση προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, μέλη του οποίου τονίζουν ότι το εύρημα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χαθεί. Ένας δρόμος-έκθεμα μακριά από τη θέση στην οποία βρισκόταν για αιώνες τι αξία θα έχει; ρωτούν. (Ποια σχέση έχει άλλωστε η αστική βυζαντινή Θεσσαλονίκη της Βενιζέλου με την αγροτική περιοχή του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά;) Επιπλέον, στην περίπτωση που όντως ο δρόμος αποκολληθεί και μεταφερθεί, οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι θα είναι δύσκολο έως αδύνατον να ξανατοποθετηθούν οι αρχαίες πέτρες (καταλαμβάνουν έκταση περίπου 3.000 τ.μ.). Κι εντέλει, η φαινομενικά οικονομική αυτή λύση (υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί 1 εκατ. ευρώ για τη μεταφορά) είναι πολύ πιθανόν να αποδειχτεί στην πορεία δαπανηρότερη άλλων, καθώς δεν έχει συνυπολογιστεί το κόστος της επανατοποθέτησης και ανάδειξης του δρόμου στη νέα του θέση.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, ο δρόμος πρέπει να παραμείνει οπωσδήποτε στη θέση του:Έχει πολλαπλή σημασία για μια «εικονογράφηση» της διαχρονικής πολεοδομικής εξέλιξης της Θεσσαλονίκης, αποτελεί μοναδική σε ολόκληρη την Ελλάδα και σπάνια παγκοσμίως περίπτωση που διαδοχικές ιστορικές φάσεις της πόλης, το παρελθόν και το παρόν της, μπορούν να ιδωθούν ως σύνολο. Ο δρόμος ουσιαστικά ανασύρει την καρδιά της κοσμικής Θεσσαλονίκης των βυζαντινών χρόνων, καθώς γύρω του διασώζονται λείψανα μεγάλων δημόσιων κτιρίων από τον 6ο ως τον 9ο αιώνα μ.Χ. , φαινόμενο σπάνιο για τον βυζαντινό κόσμο από τον οποίο δεν έχουν απομείνει ως τις μέρες μας παρά μόνο θρησκευτικά κτίσματα (ναοί και μονές).
Οι μηχανικοί της κατασκευάστριας εταιρίας επιμένουν στο «δεν γίνεται αλλιώς, ο Σταθμός Βενιζέλου θα γίνει, ο δρόμος θα αποκολληθεί».Οι αρχαιολόγοι επιμένουν από την πλευρά τους ότι δεν έχουν εξαντληθεί όλες οι εναλλακτικές δυνατότητες για να διατηρηθούν οι αρχαιότητες αρχαιοτήτων στη θέση τους, ορατές εντός του σύγχρονου σταθμού, και προτείνουν να διενεργηθεί νέος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για να βρεθεί η κατάλληλη λύση.
Η πόλη, οι τοπικές αρχές αλλά και οι κάτοικοί της, δεν έχουν πάρει θέση για ένα θέμα που θα έπρεπε να «καίει» πρωτίστως τους ίδιους:Εφόσον η υπουργική απόφαση δεν αναθεωρηθεί, η Θεσσαλονίκη θα χάσει έναν μοναδικό αρχαιολογικό χώρο στο κέντρο της, που συμπυκνώνει τη διαδρομή της ανά τους αιώνες. Με την κατάλληλη διαμόρφωση του Σταθμού Βενιζέλου και τη διατήρηση των αρχαιοτήτων με τρόπο ώστε να είναι ορατές από τους επιβάτες του μετρό, η βυζαντινή Μέση Οδός θα μπορούσε να γίνει ένα ανοιχτό Μουσείο, βασική τουριστική ατραξιόν της πόλης και παράλληλα χρήσιμο εργαλείο για τη διοίκηση ώστε να αναβαθμιστεί και να ζωντανέψει ολόκληρος ο άξονας της υποβαθμισμένης τα τελευταία χρόνια Εγνατίας οδού.

Η ιστορία
Μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα ονομάστηκε Εγνατία οδός η βασική οδική αρτηρία της Θεσσαλονίκης, που ξεκινούσε από τη Χρυσή Πύλη στη σημερινή πλατεία Δημοκρατίας και έφτανε ως την Πύλη της Καλαμαρίας ή Κασσανδρεωτική (πλατεία Συντριβανίου). Ήταν η Λεωφόρος των Βυζαντινών ή Μέση Οδός ή Φαρδύς δρόμος της οθωμανικής περιόδου. Κάποιοι αρχαιολόγοι τοποθετούν την πρώτη χάραξη της οδού στον 3ο π.Χ. αιώνα, εποχή ίδρυσης της πόλης από τον βασιλιά Κάσσανδρο, πολλοί όμως δεν συμφωνούν με αυτή τη χρονολόγηση, υποστηρίζοντας ότι η Θεσσαλονίκη του Κάσσανδρου δεν εκτεινόταν κάτω από τη σημερινή οδό Αγίου Δημητρίου. Στην περιοχή της Βενιζέλου οι ανασκαφές της 9ης ΕΒΑ αποκάλυψαν πυκνοδομημένες νησίδες με καταστήματα της βυζαντινής πόλης που περιστοίχιζαν τη Λεωφόρο, ενώ αμέτρητα χρυσά και αργυρά μικροαντικείμενα μαρτυρούν την εμπορική και εργαστηριακή δραστηριότητα στην περιοχή που συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Στην Αγίας Σοφίας, η αρχαία οδός βρέθηκε στρωμένη με μαρμάρινες πλάκες . Ανάμεσα στον δρόμο και τα κτίρια παρεμβάλλονταν, όπως και σήμερα, πυκνό δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης με αγωγούς. Ως τις αρχές του 20ου αιώνα ο δρόμος ήταν στρωμένος με κυβόλιθους και τον διέσχιζε το τραμ. Δεξιά και αριστερά του ως σήμερα διατηρούνται μερικά από τα πιο σημαντικά μνημεία της Θεσσαλονίκης: η Καμάρα και το Συντριβάνι, τα Λουτρά Παράδεισος, το Αλκαζάρ.
Περιοχή «υψηλού αρχαιολογικού κινδύνου»
Οι αρχαιολογικές έρευνες με την ευκαιρία της διάνοιξης της γραμμής του Μετρό άρχισαν τον Ιούλιο του 2006 και συνεχίζονται έως σήμερα. Αρκετά χρόνια νωρίτερα, οι αρχαιολόγοι είχαν εκφράσει τη διαφωνία τους για τη διαδρομή που επιλέχθηκε, τόνιζαν ότι το ιστορικό κέντρο είναι περιοχή «υψηλού αρχαιολογικού κινδύνου» και ανησυχούσαν ότι υπήρχε κίνδυνος να διαταραχθούν αρχαιότητες που διασώθηκαν για αιώνες μέσα στο χώμα. Η Πολιτεία όμως δεν τους άκουσε και έδωσε το ΟΚ για να περάσει η γραμμή μέσα από την Εγνατία.
Η πορεία των έργων επιβεβαίωσε τους αρχαιολόγους: Κατά τη διάνοιξη της γραμμής, στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, εντός και εκτός των τειχών της αρχαίας πόλης, σύντομα διαπιστώθηκε μεγάλη πυκνότητα αρχαίων καταλοίπων, τα οποία άρχισαν να αποκαλύπτονται σχεδόν αμέσως μετά την αφαίρεση του σύγχρονου οδοστρώματος και συνεχίζονται σε βάθος, που φθάνει έως και τα 9μ. από την επιφάνεια του εδάφους. Η μεγάλη πυκνότητα των αρχαιοτήτων και ο τεράστιος αριθμός ευρημάτων οφείλεται στις αλλεπάλληλες φάσεις κατοίκησης της Θεσσαλονίκης, από τους ελληνιστικούς έως και τους νεώτερους χρόνους. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ωστόσο η βυζαντινή εποχή, κατά την οποία η Θεσσαλονίκη αναδείχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες πόλεις του Βυζαντίου.
[ΠΗΓΗ: Χρύσα Νάνου, Παράλλαξη http://cdn.parallaximag.gr/ ]

Έχεις σκεφτεί ότι ίσως δεν μπορούμε να ζήσουμε άλλο εδώ;

$
0
0

Να ζει κανείς ή να μη ζει; Το δίλημμα βέβαια δεν έχει να κάνει με τα ζόρια της αγοράς εργασίας ή την γενικότερη οικονομική δυσπραγία. Η ερώτηση γεννιέται πλέον ως ενστικτώδης αντίδραση στα γκάλοπ ιστοσελίδων που καλούν τους αναγνώστες να ψηφίσουν αν θεωρούν τα βασανιστήρια ενδεδειγμένη πρακτική ή όχι


Δεν ξέρω ποιά μέρα ήταν ακριβώς. Δεν θυμάμαι τί είχε προηγηθεί. Ποιό «καλά να πάθουν» είχε ειπωθεί εκείνη τη μέρα. Καλά να πάθουν οι κρατούμενοι που βασανίστηκαν; καλά να πάθει ο μικροπωλητής που έπεσε στις γραμμές του τρένου; καλά να πάθουν οι εργαζόμενοι στο μετρό; Δεν θυμάμαι αν αιτία ήταν κάποιο απ’ όλα αυτά ή ας πούμε η επιμονή της κας Παναγιωταρέα, καθηγήτριας δημοσιογραφίας στο ΑΠΘ, να αποκηρύξει πολιτικά το παιδί της, η μάνα του ενός απ’ τους τέσσερις συλληφθέντες της Κοζάνης.
Θυμάμαι σίγουρα το ύφος του κοριτσιού, που περπατώντας δίπλα μου, είπε με το πιο απλό ύφος του κόσμου «έχεις σκεφτεί ότι ίσως δεν μπορούμε να ζήσουμε άλλο εδώ;».Η ερώτηση βέβαια δεν είχε να κάνει με τα ζόρια της αγοράς εργασίας ή την γενικότερη οικονομική δυσπραγία. Η ερώτηση γεννήθηκε ως ενστικτώδης αντίδραση στα γκάλοπ ιστοσελίδων που καλούσαν τους αναγνώστες να ψηφίσουν αν θεωρούν τα βασανιστήρια ενδεδειγμένη πρακτική ή όχι.

Γύρισα σπίτι αποφασισμένος να της δείξω λίγη απ’ την ομορφιά που ακόμη παραμονεύει εδώ. Ήθελα να της μιλήσω για τους ζωντανούς, γι’ αυτούς που υπάρχουν ακόμη, κόντρα στον κόσμο της θλίψης, του μίσους και της μηδενικής ανοχής που χτίζεται με απίστευτα γοργούς ρυθμούς.

Ήθελα να της μιλήσω για τον Αργύρη Μπακιρτζή.Τον γνωρίσαμε τις προάλλες και έμοιαζε να κουβαλάει μια απέραντη γλυκύτητα. Λέξη τη λέξη, ιστορία την ιστορία μέχρι που τραγούδησε το «Θεέ μου μεγαλοδύναμε», στιγμή κατά την οποία σίγησε μεμιάς και ως εκ θαύματος ολόκληρη η οδός Ιπποκράτους. Αυτή είναι μια προσευχή που δεν αποκλείει κανένα, σκέφτηκα. Ήθελα να της μιλήσω για τον Τάκη Τζίφα και το βιβλίο του, «συνοδεία εγχόρδων».Γι’ αυτές τις σελίδες που ακούγονται στη διαπασών, που μιλούν με ζεϊμπέκικα και ξέχειλα ποτήρια για την ομορφιά των τραγουδιών, των γυναικών, των ανδρών και εν τέλει της ίδιας της ζωής. Ήθελα να μιλήσω για τις ταινίες του Τσιώλη,εκεί που οι ήρωες απλώνουν με τρυφερότητα το χέρι έξω απ’ την οθόνη και υπαινίσσονται ότι πριν κριτικάρουμε τον κάθε αδύναμο άνθρωπο, καλά θα κάνουμε να τον αγκαλιάσουμε.
Ήθελα να μιλήσω για το ντοκιμαντέρ του Κωστή Ζουλιάτη για τον Γιάννη Χρήστου. Για αυτή τη μουσική που δεν μας έδειξαν, ποιός ξέρει γιατί. Ίσως, γιατί φοβόντουσαν ότι αν την ακούγαμε νωρίτερα, θα αρνούμαστε να γράψουμε πανελλήνιες παπαγαλίζοντας. Αντίθετα, θα σημειώναμε εκεί, στο επίσημο χαρτί, ανάσες, πρόσωπα και νότες  της ζωής που φανταστήκαμε.

Ήθελα να μιλήσω για τον φίλο που αρνήθηκε τη δουλειά παρόλο που είχε ανάγκη, γιατί προτίμησε να πει όχι σε μια παλαβή πρόταση, τόσες πολλές ώρες, τόσα λίγα χρήματα, έτσι τα θέλει ο ανταγωνισμός. Ήθελα να μιλήσω για εκείνους τους δέκα χιλιάδες ή χίλιους ή όσοι είναι κάθε φορά, που επιμένουν να φωνάζουν ενάντια στον επελαύνοντα αυταρχισμό και τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Ήθελα να μιλήσω για όσους υποψιάστηκαν ότι από όσα έγιναν το καλοκαίρι του ’11 στην πλατεία Συντάγματος δεν έμεινε μόνο μία ανάλυση περί κάτω και πάνω πλατείας, αλλά και ένα αίσθημα αλληλεγγύης και μια κοινή αγωνία και λαχτάρα για μια άλλη ζωή.

Γυρίζοντας, ήθελα να βάλω να παίζει εκείνο το παλιό κομμάτι του Μαργαρίτη που λέει «πού θα ‘σαι το βράδυ να σου στείλω λουλούδια / που θα ‘σαι το βράδυ να σου βάλω τραγούδια». Είχα την ελπίδα, ότι εκείνη θα μου απαντούσε ότι είναι κάπου στο Κουκάκι, στα Εξάρχεια, στη Νίκαια, στην Αιόλου να ψωνίζει υφάσματα, στο τρένο για τον Πειραιά, στο κατάστρωμα κάπου έξω απ’ την Αμοργό ή στο κλειστό πια καφενείο στη Ζάτουνα.
Δυστυχώς όμως, τώρα πια, θα την καταλάβαινα αν μου απαντούσε όχι σε όλα, αφού ακόμη και στις Κυκλάδες, όπου – καθώς λένε – είναι τρεις φορές καλύτερα από τον παράδεισο, δεν μπορείς να ζήσεις, κλαίγοντας διαρκώς.
 [ΠΗΓΗ: Το βυτίο, ποστίδιο παρασκευασμένο για τη Σαββατιάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 09-02-2013:  http://tovytio.wordpress.com/]

Ποιες είναι οι σωστές λέξεις για τον έρωτα; (Ανθολογία ερωτικής ποίησης Χάρη Βλαβιανού)

$
0
0

Πώς εκφράζει κανείς την ευφορία, την ηδονή, τη ζήλια, την οδύνη, την οργή, την απώλεια, τη ματαίωση, χωρίς να παγιδευτεί στη φτηνή συναισθηματολογία; «Όταν η καρδιά είναι γεμάτη, μπορεί το συναίσθημα να ξεχειλίζει, αλλά η αληθινή πληρότητα παραμένει κρυμμένη εντός... Οι λέξεις δεν μπορούν ποτέ να σου πουν -όποια μορφή και αν τους δώσω, όσο κι αν τις μεταμορφώσω- πόσο η καρδιά και η ψυχή μου φλέγεται για σένα»

«Σε παρακαλώ, γλυκιά μου Σεπτιμίλλα, θησαυρέ μου εσύ, μονάκριβό μου πλάσμα κοντά σου κάλεσέ με το απόγευμα να 'ρθω αν όμως με καλέσεις, γνώμη μην αλλάξεις, μην ξεπορτίσεις ούτε την πύλη ν' αμπαρώσεις, σπίτι να μείνεις και να ετοιμαστείς γιατί εννιά φορές στα χέρια μου θα χύσεις. Αν θέλεις, έρχομαι αμέσως τώρα γιατί παράφαγα και είμαι καυλωμένος κι αντί για σένα τον χιτώνα μου τρυπώ»

Οι στίχοι ανήκουν στον Κάτουλλο, τον Λατίνο ποιητή του 1ου π.Χ αιώνα, τον πρώτο που έγραψε εκτενώς για μια προσωπική του ερωτική ιστορία, χωρίς πομπώδη λόγια, σε γλώσσα χυμώδη και ζωντανή. Μ' αυτούς τους στίχους που λες και γράφτηκαν χθες, ανοίγει και η Ανθολογία Ερωτικής Ποίησης του Χάρη Βλαβιανούπου αναμένεται παραμονές του Αγίου Βαλεντίνου από τον «Πατάκη», προς τέρψιν όλων, όμως, ερωτευμένων και μη.
Ποιες είναι οι σωστές λέξεις για τον έρωτα;Πώς εκφράζει κανείς την ευφορία, την ηδονή, τη ζήλια, την οδύνη, την οργή, την απώλεια, τη ματαίωση, χωρίς να παγιδευτεί στη φτηνή συναισθηματολογία; «Όταν η καρδιά είναι γεμάτη, μπορεί το συναίσθημα να ξεχειλίζει, αλλά η αληθινή πληρότητα παραμένει κρυμμένη εντός...Οι λέξεις δεν μπορούν ποτέ να σου πουν -όποια μορφή και αν τους δώσω, όσο κι αν τις μεταμορφώσω- πόσο πολύτιμη είσαι για μένα, πόσο η καρδιά και η ψυχή μου φλέγεται για σένα»ομολογούσε ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ στην Ελίζαμπετ Μπάρετ Μπράουνινγκ, λίγο πριν αποφασίσουν να κλεφτούν και να παντρευτούν.
Ωστόσο και οι δυο τους, από τους σημαντικότερους ποιητές του 19ου αιώνα, βάλθηκαν μ' επιμονή να αποδώσουν το άρρητο, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι ομότεχνοί τους από τα χρόνια της Σαπφούς, συνθέτοντας έπη, ωδές, σονέτα, ποιήματα σε έμμετρο ή σε ελεύθερο στίχο, τραγούδια ή χαϊ-κού. Οι ποιητές ένιωθαν πάντα την ανάγκη να μιλήσουν για το ερωτικό τους πάθος, όσο αγώνα κι αν έπρεπε να κάνουν, κι αυτήν ακριβώς την πάλη επιχειρεί ν' αναδείξει ο Βλαβιανός.
Η Ανθολογία περιέχει ενενήντα ποιήματα μεταφρασμένα από τον ίδιο, που τα υπογράφουν από νομπελίστες όπως ο Γέιτς, ο Τ. Σ. Ελιοτ, ο Σίμους Χίνι, ο Οκτάβιο Παζ ή Βισλάβα Ζιμπόρσκαμέχρι σύγχρονοι ποιητές που αγνοούσαμε ότι υπάρχουν καν. Τα περισσότερα γράφτηκαν κατά τον 20ό αιώνα, αλλά όπως διευκρινίζει στην εισαγωγή του προτίμησε να μεταφράσει εκείνα που τον συγκινούν και τον κεντρίζουν παρά να συνθέσει έναν εξαντλητικό κατάλογο. Υπάρχουν όμως αρκετά και προγενέστερων δημιουργών -Μπάιρον, Γουότον, Σέλεϊ, Ντίκινσον, Γουίτμαν- ώστε να λειτουργήσουν αντιστικτικά προς το κυρίως σώμα του βιβλίου, ενώ πληθωρική αποδεικνύεται η εκπροσώπηση της Σαπφώ και του Κάτολλου.

Ο Χάρης Βλαβιανός ανθολογεί και μεταφράζει 90 ερωτικά ποιήματα, γραμμένα τα περισσότερα κατά τον 20ό αιώναΟ Βλαβιανός δεν συνοδεύει τα ποιήματα της συλλογής με τα βιογραφικά των ποιητών, ούτε με άλλο πραγματολογικό υλικό. Εξαίρεση, η σημείωση που αναγράφεται κάτω από το τελευταίο ποίημα του Παβέζε, γραμμένο στ' αγγλικά στις 11 Απριλίου του 1950, λίγους μήνες πριν ο Ιταλός συγγραφέας αυτοκτονήσει, με αποδέκτη την αμερικανίδα ηθοποιό Κάνι Ντόουλινγκ, με την οποία είχε ζήσει έναν άδοξο έρωτα:
«Ήταν μόνο ένα φλερτ
εσύ ασφαλώς το γνώριζες
κάποιος πληγώθηκε εδώ και καιρό.
Όλα είναι ίδια
ένας χρόνος πέρασε-
μια μέρα ήρθες μια μέρα θα πεθάνεις.
Κάποιος πέθανε
εδώ και καιρό-
κάποιος που προσπάθησε αλλά δεν γνώριζε».

Φλερτ μέσω Κάμινγκς
Αν ο Γέιτς «ομνύει στους θεούς της λαγνείας»,αν ο Ελιοτ «προσπαθεί να δραπετεύσει από τις κοινωνικές συμβάσεις που τον κρατούν καθηλωμένο σ' ένα ανέραστο παρόν»,αν η Σέξτον «φλερτάρει με τον θάνατο σαν να 'ταν ένας σκοτεινός, γοητευτικός εραστής»,ο Ε. Ε. Κάμινγκς, «par excellence ο ερωτικός ποιητής του 20ού αιώνα, υμνεί τον έρωτα με πεισματική εμμονή και καθηλωτική ένταση»,επισημαίνει ο Βλαβιανός. Γι' αυτό κι ο ίδιος περιλαμβάνει επτά δικά του ποιήματα στο βιβλίο. «Ανάμεσά τους», λέει, «κι εκείνο που επιστρατεύει ο Μάικλ Κέιν για να σαγηνεύσει μια από τις αδελφές της Χάνα, στη γνωστή ταινία του Γούντι Αλεν», που καταλήγει ως εξής:
«Δεν ξέρω τι είναι αυτό σ' εσένα που κλείνει και ανοίγει
μόνο κάτι μέσα μου καταλαβαίνει ότι η φωνή των ματιών σου είναι βαθύτερη απ' όλα τα τριαντάφυλλα
κανείς, ούτε και η βροχή ακόμη δεν έχει τόσο μικρά χέρια».
Ένα άλλο ποίημα, επίσης συνδεδεμένο με κινηματογραφική ταινία (βλ. «Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία»), προέρχεται από τα «Δώδεκα τραγούδια» του Οντεν:
«Ας σταματήσουν τα ρολόγια και το τηλέφωνο ας κοπεί
Στον σκύλο δώστε ζουμερό κόκκαλο, μη γαβγίσει
Φιμώστε όλα τα πιάνα, με πνιχτούς τυμπανισμούς
βγάλτε το φέρετρο, κι ας έρθει ο κόσμος να πενθήσει(...).
Αγάπη που τη νόμιζα αιώνια: σφάλμα ολκής».
Η συγκεκριμένη συλλογή του Οντεν, θυμίζει ο Βλαβιανός, μετά την τεράστια επιτυχία του φιλμ, επανεκδόθηκε από τον Faber & Faber με τον Χιου Γκραντ στο εξώφυλλο!
Άλλοι που ανθολογούνται εδώ; Ο Τζον Ασμπερι, ο Εζρα Πάουντ, ο Γουάλας Στίβενς, η Σίλβια Πλαθ, ο Τεντ Χιουζ, ο Μάικλ Λόνγκλεϊ, ο Τζέιμς Μέριλ,καθώς και δύο από τις πιο διακεκριμένες ποιήτριες της σημερινής εποχής, η Αμερικανίδα Αν Κάρσον και η Βρετανίδα Κάρολ Αν Ντάφι. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το «Μήνυμα» της τελευταίας:
«Φροντίζω το κινητό τώρα σαν πληγωμένο πουλί
Μηνύματα, μηνύματα, μηνύματα, γεμάτα με τις βαρυσήμαντες λέξεις μας (..)
Οι κώδικες που στέλνουμε φτάνουν σα σπασμένη χορδή
Προσπαθώ να φανταστώ τα χέρια σου, η εικόνα τους θολή
Τίποτε απ' όσα οι αντίχειρές μου πατούν
δεν θ' ακουστεί ποτέ».

Ποικιλία τεχνοτροπών
Η Ανθολογία του Βλαβιανού αγκαλιάζει πολλές διαφορετικές τεχνοτροπίες, περιλαμβάνοντας και ποιήματα απλώς διασκεδαστικά ή τετράστιχα σαν την «Απώλεια» της Γουέντι Κόουπ:
«Η μέρα που μετακόμισε ήταν φριχτή
Έζησε μια κόλαση το βράδυ εκείνο.
Δεν ήταν η απουσία του το θέμα
Αλλά ότι και το ανοιχτήρι είχε χαθεί».
Από τα πιο πρωτότυπα πάντως είναι το «Περί της σάρκας και του πνεύματος» της γεννημένης στην Σανγκάη, Γουάνγκ Πινγκ, η ποίηση της οποίας περιστρέφεται γύρω από το παρελθόν και το παρόν της πατρίδας της και από τις προσωπικές της εμπειρίες ως μετανάστριας στην Αμερική:
«Ημουν παρθένα ώς τα 23.
Μετά είχα κρυφά πολλούς "εραστές" ταυτόχρονα (...)
Μια κοπέλα που είναι ανύπαντρη στα 25 της αποτελεί πρόβλημα για τους γονείς της.
Μια κοπέλα που είναι ανύπαντρη στα 28 της αποτελεί πρόβλημα για τους φίλους και συναδέλφους της.
Μια κοπέλα που είναι ανύπαντρη στα 30 της αποτελεί πρόβλημα για τα αφεντικά της.
Μια κοπέλα που είναι ανύπαντρη στα 35 θεωρείται απ' όλους διεστραμμένη και άξια περιφρόνησης...».
[ΠΗΓΗ: ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ, σαββατιάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 09-02-2013]

Αλκυονίδες προσχημάτων Αγίου Βαλεντίνου… στην λεξοβουνοπλαγιά όπου ανθούν αλάνθαστοι στήμονες κι ανίκητος ύπερος
Είθε η διάθεση των χρωμάτων να παραμένει πάντα ποιητική στους αιώνες του μέλλοντος και το φως τους ιλαρό να ζεματάει τον κόρφο μας.Είθε κάποιος άγιος Βαλεντίνος ή όποιος άλλος θεός του Έρωτα να επιβεβαιώνεται εσαεί με χαρμόσυνες συνουσίες Ζωής! Ζωή που θα συνεχίζει να αναπτύσσει αρμονικά οξύμωρα τις εικόνες της, που θα μας κάνουν να λατρεύουμε όσους έρχονται σε επαφή με τα όνειρά τους και να ανταμώνουμε με τις ΛΕΞΕΙΣ των ποιητών που παίζουν τα ρέστα τους στην Αγάπη και κερδίζουν ή χάνουν την ψυχή τους. Είθε να υποκλίνεσαι πάντα στην Ωγυγία των μυστικών, ιδίως όταν έρχεται ξαφνικά εκείνο το αλάνθαστο βέλος να καρφωθεί με δύναμη στην καρδιά! (συνέχεια με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο)

Η νεκρή νύφη κι ένας πνιγμός στο ποτήρι

$
0
0

Πόσο αλκοόλ χρειάζεται στο αίμα για να κινήσεις τον κόσμο; Φαντάζομαι πολύ περισσότερο απ΄όσο για να τον ακολουθήσεις.


Φαίνεται πως φόρεσα ανάποδα τις πυτζάμες μου. Το περίγραμμά μου είναι γεμάτο ραφές και ταμπελίτσες με οδηγίες για το πλύσιμο, το στύψιμο, το σιδέρωμα.
Θαρρώ πως έχουν περάσει όλα από το σώμα μου.Ίσως λίγο σιδέρωμα ακόμη… να ισιώσει η πλάτη. Έχω μια κύφωση που επιδεινώνεται τελευταία.
Ξέχασα να βγάλω και την μάσκα της χτεσινής γοητείας. Θλιβερό. Στραπατσαρίστηκε στο μαξιλάρι και ξεφλουδίζει την μουντζούρα της σαν βουλωμένη καπνοδόχος.
Προβάρω χαμόγελα στον καθρέφτη. Κανένα δεν με κολακεύει.
Δεν πάει στο καλό, θα μείνω gothic και θλιμμένη σαν τη νεκρή νύφη του Μπάρτον.
Τη νύχτα ονειρεύτηκα πως μπήκα κρυφά στο δωμάτιο της μικρής, αγκάλιασα την υδρόγειο σφαίρα της και άρχισα να γυρίζω μαζί της.
Πόσο αλκοόλ χρειάζεται στο αίμα για να κινήσεις τον κόσμο; Φαντάζομαι πολύ περισσότερο απ΄όσο για να τον ακολουθήσεις.
Τον έψαχνα πάλι. Κάθε φορά που φτάνω κάπου έχει κιόλας φύγει. Έτσι κάνει πάντα. Αφήνει μόνο τις λέξεις του, κι εγώ τρέχω από πίσω τις μαζεύω, τις χώνω χαρούμενη στις τσέπες σα να βρίσκω τα χαμένα κλειδιά του σπιτιού ή το πορτοφόλι με όλο μου το μηνιάτικο.
Μετά κρύβομαι σε μια εσοχή του εαυτού μου, τις βγάζω μια-μια, κουδουνίζουν περίεργα, τις μετρώ, τις ξαναμετρώ αλλά ποτέ δεν φτάνουν για να τον ανακαλύψω. Λείπουν πάντα κάτι ψιλά γράμματα σαν αυτά που αλλάζουν τις συμφωνίες ή σαν τα άλλα που δεν μπορώ να διαβάσω χωρίς τα γυαλιά της πρεσβυωπίας μου.
Νωρίτερα τον είχα συναντήσει στο «Πειρατικό».Σκέφτηκα πως ήθελε να μου κάνει έκπληξη, δώρο ή κάτι τέτοιο. Έκανα λάθος.
Κολυμπούσε σε μια θάλασσα χάλκινη ανάμεσα σε μεγάλα παγόβουνα με ένα πρόσωπο γεμάτο φρίκη.Την φρίκη αυτού που πνίγεται. Βούταγα κάθε τόσο το δάχτυλό μου και τον έπιανα μα ξανάπεφτε στην χάλκινη θάλασσα με τα παγόβουνα λες και δεν ήθελε να σωθεί, λες και το μόνο που ήθελε ήταν να μου χαρίσει αυτόν τον θάνατο με το εξαιρετικό προνόμιο να είμαι ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυράς του.
Άδειαζα τη θάλασσα στο στομάχι μου μέχρι ναυτίας. Έβρισκε καινούρια και πνιγόταν.

Απόψε θα ξαναπάω στο «Πειρατικό». Το σίγουρο είναι πως δεν θα παραγγείλω ουίσκι. Για παγάκια ούτε συζήτηση.
Θα πάρω μια μεγάλη παγωμένη μπύρα με μπόλικο αφρό, θα πετάξω μέσα καρχαρίες, θα πληρώσω με τις λέξεις που κουδουνίζουν περίεργα και θα φύγω χωρίς να την πιω.
Λέω να πετάξω πίσω μου και την ανθοδέσμη.
Αλήθεια, έχει Πανσέληνο ή δεν θα δει τις πεταλούδες μου να πετούν;


http://youtu.be/QwruDkAmTw4

ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ και ΕΠΙΚΟΛΛΗΣΗ από το ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ της Λίλιαν Μπουράνη - σημείωση: Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, γεγονότα ή καταστάσεις είναι εντελώς τυχαία. 

Η Κιβωτός του Μανόλη Πρατικάκη: ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό από πολύτιμους μουσικούς ήχους

$
0
0

Η ποίηση, πέρα απ’ τις όποιες ιδεολογικές συμπαραδηλώσεις της, πρέπει να λειτουργεί ως μουσική∙ επειδή κατάγεται από το άσμα. Μόνο τότε επιβεβαιώνεται ως αυθεντικό ποιητικό συμβάν. Οι αρχαίοι ραψωδοί το γνώριζαν πολύ καλά, γι’ αυτό και έντυναν με κατάλληλη ηχητική ενδυμασία το αφηγούμενο έργο∙ τον ακροατή τους δεν συνάρπαζε μόνο η μαγική ιστορία του αοιδού, αλλά και το μέλος της.

Είναι αδύνατον να κοινωνήσεις τον Όμηρο χωρίς να μεταλάβεις τη μουσική που εμπεριέχεται στην ποίησή του, αυτή τη θεία μουσική που συνεχίζει να λειτουργεί και μετά το τέλος της ιστορίας... Έκτοτε, και μέχρι των ημερών μας, υπάρχουν πάμπολλες ποιητικές φωνές που γνωρίζουν την υπαρξιακή σημασία του μουσικού ήχου και τον χρησιμοποιούν στο έργο τους. Ο Μανόλης Πρατικάκης ανήκει σ’ αυτές ακριβώς τις φωνές∙ και το επιβεβαιώνει με το νέο ποιητικό του δημιούργημα. Καταξιωμένος επιστήμονας, ποιητής και πεζογράφος, με το ανά χείρας ποιητικό του έργο προσυπογράφει ένα υψηλών προδιαγραφών καλλιτεχνικό επίτευγμα.


Η «Κιβωτός» του είναι ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό από πολύτιμους μουσικούς ήχους, κάθε ψηφίδα του οποίου "τραγουδά" μια θαυμαστή ιστορία, κι όλες μαζί λειτουργούν ως ένα πολυδιάστατο, πολύπλευρο, πολύμορφο, πολυφωνικό παλίμψηστο∙στο λαμπερό σύμπαν του, μέγας πρωταγωνιστής, προεξάρχων του Χορού, είναι η μουσική Γλώσσα. Πολύβουη, αποκαλυπτική, βαθύτατα υπαρξιακή, διακοσμημένη με σπάνιους ήχους, η ονειρική σημασία των οποίων υποκρύπτεται στο βάθος των λέξεων, αποκαλύπτει την ωραιότητά της κατά την προφορά τους. Οι εν λόγω Λέξεις, ως μυθικά κοσμήματα, σε θαυμαστή, αρμονική σύζευξη μεταξύ τους, δημιουργούν μια εξόχως σαγηνευτική ποιητική Συμφωνία, που λειτουργεί ως ένα μουσικό λιβάδι, κατάσπαρτο παραδείσια άνθη, μεθυστικών αρωμάτων.

Το στίγμα του έργου δίνεται ήδη από το προλογικό πεντάστιχο της συλλογής:
«Σαν ένα χάραμα μέσα απ’ το πέλαγος
σ’ ένα πέτρινο σπίτι.
Γειτονιά σε υγροβιότοπους με τροπικά
πουλιά. Αυτός είναι ο γενέθλιος,
ο μυθικός μου χάρτης».
Απ’ αυτό το ‘χάραμα’ θα ξεκινήσει ο Ποιητής την πορεία του, από την παρθενικότητα του παιδιού μέχρι την σημερινή ωριμότητα του ενήλικα,Το εφηβικό παρελθόν σχεδιάζεται με λαμπερές εικόνες που έχουν όλη την αφοπλιστική αθωότητα της παιδικής ζωγραφιάς. Μέσα σ’ αυτό το γοητευτικό τοπίο, όμως, το κατάστικτο από θαυμαστό παιχνίδι, δεν θα αργήσει να εισβάλλει το αμείλικτο βήμα της Ιστορίας, που προαναγγέλλει την έλευση του βάρβαρου μέλλοντος
«…με τον ηλεκτρισμό γνωρίσαμε την ‘αρχή του τρομερού».

Η φωτεινή μορφή της Μητέρας κατέχει φυσικά περίοπτη θέση στο εικονοστάσι του Παιδιού∙είναι η αθάνατη αγιογραφία που παραμένει αμόλυντη από τις επιθέσεις του χρόνου. Το ίδιο και οι παιδικοί φίλοι, αρχάγγελοι μυθικοί, συγκινητικές χαλκομανίες στο τετράδιο της ζωής. Τις αναπόφευκτες επιθέσεις της θ’ αρχίσει να τις αντιμετωπίζει κατ’ αρχάς ωσάν σώμα. Η διαμόρφωσή του με αισθήσεις, παλμούς και ανάσες πρωτόγνωρες, αρχίζουν σταδιακά να το αποκαλύπτουν κάτω από το ουράνιο φως, τις θαλασσινές αύρες, τις συμφωνίες των χρωμάτων, και τη μουσική του χώματος. Η Οικία-Γονική Εστία, ως σύμβολο υπαρξιακής οικοδόμησης του εαυτού, εντός της οποίας αρχίζει να διαπλάθεται, κατέχεις φυσικά την πρώτη θέση στο καθημερινό σύμπαν. Ιερό σκεύος, πλήρες θαυμάτων, τριήρης ονείρων στο λαμπερό πέλαγος του κόσμου. Κάτω απ’ τα φωτεινά πανιά των κυμάτων του, το Παιδί θα δεχτεί την μαγεία των άγνωστων οριζόντων, που δεν είναι παρά «Ένα παράθυρο στα όνειρα», και θα ανταποκριθεί στο κάλεσμά τους. Και γύρω του οι ακρογιαλιές, τα χωράφια, τα λιβάδια, τα δάση, οι ανθοί, τα βλαστάρια, οι καρποί, ο τρυφερός αγέρας, το ανέσπερο φως, τα πλάσματα της φαντασίας και της γης, νεράιδες, ξωτικά, δαιμόνια, γοργόνες, πουλιά, βατράχια, τριζόνια, πυγολαμπίδες, κουκουβάγιες, γκιώνηδες, ζουζούνια, ρόδια, μήλα, κεράσια, φραγκόσυκα, αμύγδαλα, καρύδια, κρίνα, μαργαρίτες, κυκλάμινα, γαρύφαλλα, βασιλικά, ένας κόσμος παραμυθιών, αρωμάτων, ήχων, χρωμάτων, το φέγγος της ζωής που αρχίζει να ανατέλλει, όλα να περιμένουν το Παιδί Ποιητή να τα κατακτήσει, να τα κάνει Ποίημα.
Μέσα σ’ αυτό το φανταχτερό παραμύθι της καθημερινότητας το ραφείο του Πατέρα, εργαστήριο εξαίσιων ενδυμάτων,κι έξω, στις αλάνες του δημοτικού τραγουδιού, τα φωτεινά κοπέλια να παίζουν πεντοζάλη κι οι γειτονιές του φεγγαριού ν’ αντιλαλούν τις δακρυσμένες μαντινάδες τους. Κι εκεί, προς το βαθυγάλανο σούρουπο η Φύση ν’ αρχίζει να διδάσκει με τη δική της γλώσσα την απόκρυφη σημασία του σώματος, την ανατριχίλα του, την έξαψή του, το πάθος του. Και λίγο αργότερα, στα μυθικά σπήλαια της νυχτός, το Παιδί θα συναντήσει, κάτω από το θάμπος των αστεριών τον Έφηβο που θα το διαδεχτεί. Κι έτσι θα ανατείλει αργότερα, παρθενικός κρίνος, δοσμένος στα μαλάματα του ήλιου, με ένα αρχαϊκό χαμόγελο στα ρόδινα χείλη. Όταν όμως ο ήλιος μεσουρανήσει, κι οι όγκοι θα έχουν πλέον αποκτήσει όγκο και σχήμα, θα αποχαιρετήσει την εφηβεία του και θ’ αντιμετωπίσει την ενηλικίωσή του. Ήδη το άγνωστο και το μυστήριο του σύμπαντος καταθέτουν τα διαπιστευτήριά τους. Μπροστά τους στέκεται τώρα ο Ποιητής, κι ολόγυρά του, ως τα σύνορα του κόσμου και της αιωνιότητας, η Φύση τα επιβεβαιώνει. Όλα είναι Αίνιγμα, μυθικό, οικείο, ξένο, ανερμήνευτο, γοητευτικό, σαγηνευτικό, τρομαχτικό, εφιαλτικό, ένα κοσμικό θαύμα απειροδιάστατο, χάος και σιωπή. Πάνω ψηλά η ανυπαρξία των ουρανών, κάτω η υλική προέκταση του τίποτα που πρέπει να της δοθεί ένα νόημα∙ κι έτσι χαράζει το δρόμο της ζωής - τι άλλο μπορεί να κάνει ο περιπατητής της ερήμου; - κι ας υποφώσκει στο βάθος της απόφασης η βεβαιότητα ότι όχι μόνο δεν θα οδηγήσει πουθενά, αλλά πιθανόν σε ένα τραγικό Μηδέν. Ο Ποιητής είναι καταδικασμένος να τον διασχίσει αφήνοντας πίσω τις σκιές των λησμονημένων προγόνων. Κι έτσι πηγαίνει, με την επίγνωση της μάταιης σοφίας του δρόμου, και πίσω του μένουν όλα, σκιές που σβήνουν, και το σκοτάδι τον ακολουθεί και πίσω του κλείνει. Σ’ αυτή την μοιραία οδοιπορία τον συντροφεύει ωστόσο ο αθάνατος βηματισμός της Ιστορίας των Ελλήνων. Ο Ποιητής περιπλανιέται στους ωκεανούς, στα λιβάδια, στα λαγκάδια, στα όρη της και βλέπει τους εχθρούς της, παλιούς και νέους, να ληστεύουν τα αρχαία μαλάματά της. Αλλά στις φυλλωσιές της πικρής Πατρίδας, η ανάσα της Φυλής διώχνει τα βάρβαρα φαντάσματά τους, στρέφει τα νώτα στους εισβολείς και πάει με τα πανιά της ν’ ανεμίζουν στο πεπρωμένο της. Κι ο Ποιητής, παραμερίζει το σκότος που ελλοχεύει, και τη βλέπει με μία άφατη συγκίνηση να αγνοεί τις ανεμοθύελλες και να λαξεύει με δοξάρι, καλέμι, χρωστήρα, μολύβι, και Λόγο έναν οδυνηρό εαυτό «Ερωτικά γουργουρίζοντας στο άπειρο». Εκεί που την οδηγούν τα αθάνατα πέλματά της. Διότι φύλακας άγγελος και οδηγός της στο μονοπάτι της νυχτός ο ευλογημένος έρωτας των σωμάτων, από τη γέννηση των οποίων θα προκύψουν τα κάστρα του φωτός. Διότι πώς αλλιώς θα διασωθεί ο σπαραγμένος εαυτός που παραδέρνει μέσα στις μυλόπετρες της άνυδρης καθημερινότητας, αντιμετωπίζοντας δαίμονες και νεκροζώντανους, οι οποίοι έχουν απωλέσει το νόημα του χαμένου ανθρωπισμού τους; Πώς αλλιώς θα αντιμετωπίσει την καταδίκη της επιβίωσής του;

Μέσα στα ερείπια θα περιπλανηθεί ο Ποιητής, όχι για να θρηνήσει την κατάρρευσή τους, ούτε για να θέσει το δάκτυλον επί τον τύπων των ήλων, αλλά για να επανακτήσει την αυτογνωσία του:Είναι ολομόναχος, έρμαιο του κενού και πρέπει να το αντιμετωπίσει. Η γνώση του θα του επιτρέψει να ομολογήσει την απομυθοποιημένη πραγματικότητα, την απαλλαγμένη πλέον από ανεδαφικές ψευδαισθήσεις: Το γήινο τοπίο, ακόμη κι αν εξανθρωπιστεί, δεν είναι παρά «λιμένας αποχαιρετισμού», ένα νεκροταφείο «ξεχασμένων ύμνων», κατάστικτο από γκρεμισμένους ναούς που οι θεοί τους έχουν ήδη επιστρέψει στην ανυπαρξία τους∙ και τα σπασμένα αγάλματα απλώς συνυπογράφουν την αναπόφευκτη μοίρα του πρωτότυπου μοντέλου τους: «και εις χουν απελεύσατο». Δεν μένει τίποτε, μοιάζει να λέει με πικρή σοφία ο Ποιητής, παρά μόνο το αναίσθητο χώμα, για να διηγείται την ανθρώπινη καταστροφή. Ο Ποιητής όμως δεν θα της επιτρέψει να θριαμβολογήσει. Γνωρίζοντας τη μοίρα του, που είναι η μοίρα του κόσμου, που είναι και η δική του μοίρα, ταγμένος εκ φύσεως, και εν γνώση του, να λειτουργήσει σ’ αυτόν τον τόπο της οδύνης, ως θύτης και θύμα, δηλαδή καταδικασμένος να την μαρτυρήσει, να καταθέσει ως σήμα κατατεθέν του ανθρώπου, το υπό καταστροφή έργο, που οι συνοδοιπόροι αδελφοί του, και με τη δική του βέβαια συμμετοχή, οικοδόμησαν έργο, θα το χαράξει στις πλάκες της αιωνιότητας, όπως οι αρχαίοι του πρόγονοι, για να μείνει ως δείγμα γραφής του ανθρώπου, ενάντια στη φρίκη της προαναφερθείσας καταστροφής. Μέσα από το άσμα του, που είναι όντως «ηρωικό και πένθιμο», αναδύεται η ‘απελπισμένη ωραιότητα’ του κόσμου. Αυτός που είναι στην πραγματικότητα. Κόσμος. Ούτε μικρός ούτε μέγας. Μόνο κόσμος. Αλλά με πληγές και αποστήματα, ένας αιώνιος στρατιώτης που είναι καταδικασμένος να μάχεται αενάως, κι ας γνωρίζει ότι ούτως ή άλλως η μάχη είναι χαμένη. Ο Ποιητής όμως την ‘κερδίζει’ απλώς και μόνο ομολογώντας την, κι ας γνωρίζει ότι η κραυγή του είναι «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Αυτός όμως είναι και ο μέγας άθλος του, και γι’ αυτό «περισσότερη τιμή του πρέπει». Επειδή είναι ο υπαρξιακός αχθοφόρος της ζωής, ο αίρων τις αμαρτίες του κόσμου, που σηκώνει «τον σπαρμένο ουρανό στους ώμους του και προχωράει», αντιμετωπίζοντας ημέρα και νύχτα τον Χάροντα της μοίρας του στα ερειπωμένα Μαρμαρένια Αλώνια της πικρής καθημερινότητας, που ήδη μεγαλόσχημοι Άρχοντες αλλά και ‘ταπεινοί’ Πληβείοι τα έχουν ξεπουλήσει όλα, «Βουνά και ακτές σε αντιπαροχή».

Τη φοβερή εμπειρία αυτής της πραγματικότητας του σύμπαντος κόσμου θα αρχίσει να αποκτά ο Ποιητής, με την υπαρξιακή σημασία της λέξης, Μανόλης Πρατικάκης, από τα παρθενικά του βήματα, πρώτα ως Έφηβος, μετά ως Άντρας, στη συνέχεια ως Επιστήμονας και τέλος ως Δημιουργός. Υπό αυτή την έννοια, η «Κιβωτός» του παύει να είναι μόνο μια έστω και οδυνηρή "αυτοβιογραφία" του, ή το θαυμαστό λογοτεχνικό γεγονός που είναι εξάλλου, και λειτουργεί, υπερβαίνοντας την προσωπική μαρτυρία και την μαγεία του λόγου του, ως το μουσικό ποιητικό οδοιπορικό του Ανθρώπου προς την αυτογνωσία, του εσωτερικού του σύμπαντος και γενικότερα του σύμπαντος κόσμου. Κι αυτό είναι το μέγιστο επίτευγμα του Ποιητή. Κι ένα πολύτιμο άφθαρτο δώρο προς τον αναγνώστη του.
[ΠΗΓΗ: Μάκης Πανώριος, Φεβρουάριος 2013 BOOKPRESS: http://www.bookpress.gr/]

Mario Benedetti, Πώς να μιλήσουμε γι’ αυτά τα απλά πράγματα που νοστιμεύουν τη ζωή; (Πέντε επίκαιρα πολιτικά ποιήματα)

$
0
0

Allende
Για να σκοτώσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
για να χτυπήσουν το καθαρό από εφιάλτες μέτωπό του
έπρεπε να γίνουν εφιάλτης
για να νικήσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να μαζέψουν όλα τα μίση
και τ' αεροπλάνα και τα τανκς
για να πλήξουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να τον βομβαρδίσουν να τον κάνουν στάχτη
γιατί ο άνθρωπος της ειρήνης ήταν ένα φρούριο


για να σκοτώσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να εξαπολύσουν έναν θολό πόλεμο
για να νικήσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
και να κάνουν τη σεμνή και διαπεραστική φωνή του να σωπάσει
έπρεπε να σπρώξουν τον τρόμο έως την άβυσσο
και να σκοτώσουν πιο πολύ για να συνεχίσουν να σκοτώνουν
για να πλήξουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να τον δολοφονήσουν πολλές φορές
γιατί ο άνθρωπος της ειρήνης είναι ένα φρούριο
για να σκοτώσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να φανταστούν ότι ήταν ένας στρατός
ένας στόλος ένα τάγμα μια ταξιαρχία
έπρεπε να πιστέψουν ότι ήταν ένα άλλο στράτευμα
αλλά ο άνθρωπος της ειρήνης δεν ήταν παρά ένας λαός
κι είχε στα χέρια του ένα τουφέκι και μια εντολή
και χρειάζονταν πιο πολλά τανκς και πιο πολύ μίσος
πιο πολλές βόμβες πιο πολλά αεροπλάνα πιο πολλή ντροπή
γιατί ο άνθρωπος της ειρήνης ήταν ένα φρούριο
για να σκοτώσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
για να χτυπήσουν το καθαρό από εφιαλτες μέτωπό του
έπρεπε να γίνουν εφιάλτης
για να νικήσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να συνεργαστούν για πάντα με τον θάνατο
να σκοτώσουν και να ξανασκοτώσουν μονο και μόνο για να συνεχίσουν να σκοτώνουν
και να καταδικαστούν σε ερμητική μοναξιά
για να σκοτώσουν τον άνθρωπο που ήταν ένας λαός
έπρεπε να μείνουν χωρίς λαό

Γεγονότα/Ειδήσεις
Για τους ευρωπαίους
ο σταλινισμός
ήταν
ένα γεγονός
ενώ για μας
ήταν μόνο
είδηση
αυτό όμως ποτέ
δεν το καταλάβαμε καλά
αντίθετα για μας
η κούβα και η νικαράγουα
είναι γεγονότα
σημαντικά και
θεμελιώδη
ενώ γι' αυτούς
είναι μόνο
ειδήσεις
γι' αυτό ποτέ
δεν τις κατάλαβαν καλά

Πρώην κρατούμενοι
Μετά από τόσο καιρό
και σ' έναν άνεμο χιονιού
βρίσκω επιτέλους τον κάρλος
τη λίλιαν τον λιγνό
έζησαν
πεντέξι εφτά χρόνια
έγκλειστοι
στο πλυντήριο των απάνθρωπων
τους αγαπώ τους αγκαλιάζω τι σπατάλη
αλλά μοιάζει σχεδόν ανυπόφορο
να καταλάβω και να παραδεχτώ
ότι ενώ έγραφα / περπατούσα / έψαχνα
άκουγα τον τροϊλο και τον λέο μπρουβέρ
και διέσχιζα τον κίνδυνο
και μάζευα διωγμούς και απειλές
αλλά απολάμβανα τον ήλιο
κι είχα δίπλα μου τη θάλασσα και τη γυναίκα
για πεντέξι εφτά χρόνια
σαν να λέγαμε για
μια τραχιά αιωνιότητα
αυτοί κοίταζαν αγέρωχοι ή εξαγριωμένοι
ή λυπημένοι ή απόμακροι ή γαλήνιοι
τις ρυτίδες του αδιαπέραστου τοίχου

Τρίπτυχο του δημοψηφίσματος
1
Σιγά σιγά πείστηκαν
ότι έπεισαν
αλλά ο σιωπηλός είπε όχι
δηλαδή
δεν κατάφεραν ν' αλλάξουν την εικόνα
ούτε πέτυχαν
να χαλαρώσουν το σφιγμένο πρόσωπο
ωστόσο
και σε πείσμα δικό τους
έφεραν εις πέρας
έναν ολόκληρο άθλο
να μην τους νικήσει ένα μέτωπο
ούτε ένα κόμμα
ούτε κανενός είδους μάχη
ούτε το χάρισμα κάποιου αρχηγού
αλλά να τους κατατροπώσει
σαν σύνολο
ο λαός
2
Για εφτά χρόνια
έτσι του είπαν
είχε την ελευθερία
είχε τη δικαιοσύνη
είχε την ευημερία
είχε την τάξη
είχε την ασφάλεια
είχε τη γαλήνη
πριν πάει να ψηφίσει
φρόντισε
να κοιταχτεί στον καθρέφτη
και τότε σιωπηλός
χωρίς ν' αμφιβάλλει ούτε μια στιγμή
ψήφισε την καταπίεση
και την αδικία
και την έλλειψη άνεσης
και την αταξία
και την ανασφάλεια
και την ταραχή
3
Για προφανείς λόγους
δεν ήταν ακριβώς
μια συνειδητή επιλογή
του συνόλου
αλλά μόνο το άθροισμα
εξακοσίων χιλιάδων
ατομικών
συνειδητών επιλογών

Ακόμη κι οι ελέφαντες
Τι δύσκολο να σε δω να σου χαμογελάσω
να προσποιηθούμε όλοι
να φανταστώ ένα μέλλον που να σε περικλείει
να πω ότι θα γυρίσουμε θα γυρίσεις
ν' αναπνεύσεις τον αέρα της γειτονιάς σου
να δεις την παραλία την καρδιά της ημέρας
ν' απολαύσεις τα σταφύλια τα ροδάκινα
αυτή την πολυτέλεια του φτωχού
πώς να μιλήσουμε γι' αυτά τα απλά πράγματα
που νοστιμεύουν τη ζωή και τη ζωή σου
αν ξέρουμε ότι ακολουθούν τα ίχνη σου
και κανείς δεν πρέπει να σε φυλάξει ή να σε κρύψει
ούτε θα μπορέσει να πείσει το λαγωνικό σου
ούτε να πεθάνει για σένα ούτε να ξεσπάσει
σ' ένα κλάμα-κλειδί για να μείνεις
ζωντανός ανάμεσά μας
στην αρχή η εξορία ήταν
μόνο το αγκάθι του να ζεις μακριά
τώρα είναι κι αυτό του να πεθαίνεις μακριά
ήδη η λίστα έχει τέσσερις-πέντε
η μοναξιά ο καρκίνος και οι σφαίρες
τους αποτέλειωσαν και ποιος ξέρει
όσο περισσότεροι είναι τώρα τόσο λιγότεροι
στην περιπλανώμενη χώρα
η γουλιά είναι ακόμη πιο πικρή
γιατί να πεθαίνεις εξόριστος είναι η ένδειξη
ότι όχι μόνο σε σένα αλλά σε όλους
μας αφαίρεσαν αυτό το τελευταίο δικαίωμα
να εγκαταλείψουμε το τρένο στον σταθμό
όπου άρχισε το ταξίδι / μας αφαίρεσαν
αυτόν τον σπιτικό θάνατο που ξέρει
από ποια μεριά κοιμόμαστε και τι όνειρα
φέρνει η αγρύπνια
γι' αυτό όταν δέχομαι ότι φεύγεις
χωρίς να έχεις επιστρέψει και μάλιστα στην αγκαλιά
ενός λαού που είναι αδερφός / σου υπόσχομαι
ν' αγωνιστώ όχι μόνο για ν' αλλάξω τη ζωή
αλλά και για να προστατέψω τον θάνατο
τον δικό μας / που είναι μήτρα και γέννηση
να πεθαίνεις όπου θέλεις / όπως απαιτούν
ακόμη κι οι ελέφαντες.

Ο Mario Benedetti γεννήθηκε το 1920 στο Paso de los Toros αλλά σύντομα μετακόμισε με τους γονείς του στο Μοντεβιδέο, την πόλη που ο ίδιος θεωρούσε ιδιαίτερη πατρίδα του. Εκεί, άλλωστε, διαδραματίζονται οι ιστορίες των βιβλίων του. Η σχολική του ζωή ξεκίνησε στο Γερμανικό Κολέγιο του Μοντεβιδέο, όπου άρχισε να γράφει ποιήματα και διηγήματα. Σύντομα όμως αναγκάζεται να δουλέψει, εξαιτίας της ασταθούς οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του. Αυτή η τόσο πρώιμη επαφή του με την εργασιακή πραγματικότητα τού επέτρεψε να γνωρίσει σε βάθος έναν από τους άξονες της λογοτεχνίας του: τον γκρίζο κόσμο των γραφείων.
Από το 1938 μέχρι το 1941 έζησε σχεδόν αδιάκοπα στο Μπουένος Αϊρες. Χρόνια μετά θα θυμηθεί: «Εκεί αποφάσισα να γίνω συγγραφέας και έγραψα το πρώτο μου βιβλίο με ποιήματα, που τώρα το έχω ξεχάσει ή προσπαθώ να το ξεχάσω γιατί ήταν πολύ κακό». Το 1949 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο με διηγήματα, το οποίο κερδίζει το βραβείο του Υπουργείου Παιδείας. Αυτό το βραβείο του απονέμεται κι άλλες φορές, αλλά από το 1958 αρνείται συστηματικά τις απονομές αυτού του είδους, αδυνατώντας να συμφωνήσει με τους κανονισμούς τους. Από το 1954 μέχρι το 1960 βρέθηκε τρεις φορές στη θέση του λογοτεχνικού διευθυντή του Mancha, του εβδομαδαίου εντύπου που επηρέασε όσο κανένα άλλο την πολιτική και πολιτιστική ζωή της Ουρουγουάης αλλά και της Λατινικής Αμερικής γενικότερα. Με τη συλλογή Poemas de la oficina (Ποιήματα γραφείου) που εκδόθηκε το 1956 ο Benedetti βρίσκει τη δική του ξεχωριστή θέση στην ποίηση της χώρας του. Ο κόσμος της δουλειάς, η γραφειοκρατία και ο μικροαστισμός της μεσαίας τάξης πρωταγωνιστούν στη συλλογή αυτή, που τον έκανε ιδιαίτερα αγαπητό στο ευρύ κοινό. Ο απλός, άμεσος και καθημερινός τρόπος γραφής του έχει τις ρίζες του στον θαυμασμό για την ποίηση του Baldomero Fernandez Moreno και του Antonio Machado. Οι ζωές των ηρώων του είναι ποτισμένες από τις προσωπικές του εμπειρίες ως ταμίας σε εταιρεία ανταλλακτικών αυτοκινήτων, δημόσιος υπάλληλος, τηρητής βιβλίων, στενογράφος στη Χημική Σχολή. To 1960 με την έκδοση της νουβέλας La Tregua o Benedetti γίνεται γνωστός σε παγκόσμια κλίμακα. Το βιβλίο αυτό γνώρισε πάνω από εκατό εκδόσεις, μεταφράστηκε σε δεκαεννιά γλώσσες και μεταφέρθηκε στο θέατρο, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Το κείμενο είναι η καταδίκη μιας κοινωνίας σε κρίση. Η κορύφωση της κρίσης αυτής είναι το πραξικόπημα του 1973 και οι οδυνηρές συνέπειές του. Ο θάνατος τον βρήκε τον περασμένο Μάιο, στο σπίτι του στο Μοντεβιδέο, όπως ο ίδιος περιγράφει -θα έλεγε κανείς- στο ποίημά του Ακόμη κι οι ελέφαντες (Hasta los elefantes). Η κυβέρνηση της Ουρουγουάης κήρυξε εθνικό πένθος για το γεγονός. Ο Benedetti κέρδισε δίχως άλλο μια θέση ανάμεσα στους αθανάτους του παγκόσμιου λογοτεχνικού στερεώματος.

[ΠΗΓΗ: ΜΤΦ. Βαλέρια Πολύζου και Νανά Γεροντοπούλου στο  e-poemaηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση: http://www.poema.gr/poem.php?id=222]

Για τις «σκουριές» της πολιτικής σκηνής (στην Είσοδο Υπηρεσίας του Ευγένιου Αρανίτση)

$
0
0

Οι πολιτικοί μπορεί να σπεύδουν να διαβεβαιώνουν για την ειλικρινή τους μετάνοια (νίπτοντας χείρας;), όμως καμία μετάνοια δεν γίνεται δεκτή από κάποιους που θεωρούνται ήδη ανειλικρινείς και διεφθαρμένοι. Ή πώς μπορεί ν' αντιμετωπιστεί η ΔΙΑΦΘΟΡΆ από κάποιους που αναδείχθηκαν στο όνομά της;


Υπήρχαν εξαρχής δύο λύσεις.Η πρώτηαπαιτούσε απ' τον ελληνικό λαό να αρθεί προ των ευθυνών του μία κι έξω, να αποστρατεύσει τα στελέχη του παλαιού πολιτικού προσωπικού συνολικά, μηδενός εξαιρουμένου, και να επωμιστεί όχι απλώς μια ριζική συνταγματική μεταρρύθμιση αλλά και την ανάλογη αναθεώρηση των κανόνων του παιγνιδιού, σε βάρος των φορολογικών και πελατειακών στρεβλώσεων που είχαν αναπτυχθεί απ' τον κρατικοδίαιτο καπιταλισμό. Ούτε «μαζί τα φάγαμε» ούτε «εγώ δεν ήξερα τίποτα»· επανεκκίνηση απ' το μηδέν.

Η δεύτερη λύση,αυτή που υιοθετήθηκε, δεν ήταν τόσο επική ασφαλώς και προέβλεπε μια βήμα προς βήμα ελεγχόμενη οικοδόμηση ενός βιώσιμου κράτους με αναπαλαιωμένα υλικά,λίγο από δω, λίγο από κει, βλέποντας και κάνοντας. Είναι αλήθεια ότι η πρώτη λύση φάνταζε υπερβολικά επικίνδυνη· ένα στραβοπάτημα και θα βρισκόμασταν στην άβυσσο.
Εντούτοις, και η δεύτερη λύση έπρεπε τώρα να εφαρμοστεί σε πείσμα ενός αδιεξόδου που έμοιαζε αξεπέραστο, αυτό του φαύλου κύκλου που χαρακτηρίζει τη σχέση καχυποψίας μεταξύ λαού και θεσμών: φέρ' ειπείν οι θεσμοί της πολιτείας καλούνταν να επιβάλλουν το κύρος τους σ' έναν ταλαιπωρημένο πληθυσμό, απ' τη συγκατάθεση του οποίου θα εξαρτιόταν ακριβώς το κύρος, τη στιγμή που αυτός το αμφισβητούσε εμφαντικά. Πάρτε το παράδειγμα του εμφυλίου που ξέσπασε στη Χαλκιδική με επίκεντρο την επένδυση στις Σκουριές:το πρόβλημα της έλλειψης εμπιστοσύνης του κόσμου προς την εταιρεία θα 'πρεπε όντως να επιλυθεί απ' τους θεσμούς, δηλαδή απ' την Πολιτεία και τη Δικαιοσύνη, τη στιγμή που τόσο η Πολιτεία όσο και η Δικαιοσύνη υπέφεραν οι ίδιες απ' την έλλειψη της εμπιστοσύνης του κόσμου.

Το συναντάμε διαρκώς μπροστά μας καθημερινά: το Κράτος πρέπει να αποδείξει ότι λειτουργεί έντιμα και υπέρ του γενικού συμφέροντος προκειμένου να συλλέξει τους φόρους, δεν μπορεί όμως να το αποδείξει αν δεν έχει ήδη συλλέξει τους φόρους ώστε να πείσει ότι τους διαχειρίζεται με εντιμότητα. Ή: οι πολιτικοί σπεύδουν να διαβεβαιώσουν για την ειλικρινή τους μετάνοια, όμως καμία μετάνοια δεν γίνεται δεκτή από κάποιους που θεωρούνται ήδη ανειλικρινείς και διεφθαρμένοι.

Η ίδια η διαφθορά, στην πολιτική σκηνή, πρέπει τώρα να αντιμετωπιστεί από κείνους που ανέβηκαν στη σκηνή χάρη στη διαφθορά. Η περίπτωση θυμίζει τη δήλωση του Μπομπ Χόουπ, σύμφωνα με την οποία «Η τράπεζα είναι ένα μέρος όπου θα σου δανείσουν λεφτά αν κατορθώσεις να αποδείξεις ότι δεν τα χρειάζεσαι». Οσο διστάζουμε να σπάσουμε το φαύλο κύκλο, οι λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές θα παραμένουν στο επίπεδο του ευχολόγιου, εφόσον για να τις επιβάλεις πρέπει να υπάρχει ΗΔΗ κάποιου είδους διοικητική διάρθρωση. Αρα;

[ΠΗΓΗ: Ευγένιος Αρανίτσης, Είσοδος Υπηρεσίας, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 23-02-2013]

Απόδοση τοπίων: οι λέξεις συχνά δεν υποφέρονται καθώς μεταφέρουν το βάρος της εικόνας

$
0
0

Ο Σταύρος Σταμπόγλης προσήλθε μεγάλος στην ποίηση. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Παρίσι, στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας, εργάστηκε στην Ελλάδα ως ελεύθερος επαγγελματίας και αργότερα στις τεχνικές υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας. Συνταξιοδοτήθηκε, και τότε άρχισε να τυπώνει τα ποιητικά του αρχιτεκτονήματα με χειμαρρώδη ρυθμό. Πέντε συλλογές και μία πλακέτα από το 2009 μέχρι το 2012, ενώ η πρώτη του εμφάνιση ήταν το 2007 με μια πρόζα στη συλλογική έκδοση Chercher… la France.


Είναι προφανές πως αναγνωστική προπαίδευση δεκαετιών και εξαντλητική άσκηση γραφής τον εξόπλισε με τη δυνατότητα να γράψει, τώρα μεγάλος, ποιήματα ενδιαφέροντα με πρωτότυπη θεματική, με αρτιότητα στη χρήση του γλωσσικού εργαλείου. Ποίηση χωρίς εκπτώσεις στην ευκολία.

Στην τελευταία του συλλογή ο ποιητής παρατηρεί τοπία, καταστάσεις, συμπεριφορές, τοπία χώρων και τοπία ανθρώπων –τοπία ψυχών- και τα αποδίδει, όπως ο ζωγράφος (κι ο Σταμπόγλης είναι και ζωγράφος) διερμηνεύει την απεικόνιση του μοντέλου –έμψυχου ή άψυχου- διαμεσολαβώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον θεατή μέσω του έργου τέχνης, προκειμένου ν’ αποκαλύψει την ψίχα της εσώτερης ουσίας: δομών, συμπεριφορών, τρόπων, συνδηλώσεων, χαρακτήρων, στοχεύσεων, εξαπατήσεων, αληθειών, ψευδών…

Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση που πατάει στέρεα στη γλώσσα, στοχεύοντας αποτελεσματικά στη δημιουργία συναισθήματος. Με πράο λόγο, δίχως εξάρσεις, ανεπιτήδευτα, στεριώνεται το αρχιτεκτόνημα του ποιήματος, απέριττα, με στέρεα υλικά ενδογενή, σε μέτρα ταπεινά και για τούτο αξιοζήλευτα. Εδώ ο ποιητής ενταυτώ ως αρχιτέκτονας και οικοδόμος. Είναι μια ποίηση ιμπρεσιονιστική. Όπως στη ζωγραφική οι ιμπρεσιονιστές χρησιμοποιούν τα ζωντανά χρώματα για ν’ αποδώσουν την άμεση εντύπωσή τους απ’ ό,τι τους κινεί το ενδιαφέρον, έτσι κι ο Σταμπόγλης χρησιμοποιεί την καθαρότητα των ζωντανών λέξεων που του δίνουν τη δυνατότητα ν’ αναπαραστήσει το εξωτερικό ή εσωτερικό φως που περιβάλλει ή εμπεριέχεται στα θέματα που τον συγκινούν και κινητοποιούν τις εγκεφαλικές του λειτουργίες. Κι ακόμη, όπως οι ιμπρεσιονιστές, παρατηρεί τα θέματά του από ασυνήθιστες οπτικές γωνίες ώστε, διαβάζοντας την μεταγραφή των καταστάσεων σε ποίηση, να αποκαλύπτονται πτυχές κρυφές, σκιασμένες, ανυπολόγιστες.
Κι όμως, κάποιες φορές, το γλωσσικό εργαλείο έρχεται τυραννικά να δυσκολέψει τον δημιουργό, καθώς δεν τιθασεύεται εύκολα στην προσπάθεια να αποκαθαρθεί, από ό,τι υπερβολικό κουβαλάει, και να μετατραπεί σε ποίηση.

Οι λέξεις συχνά δεν υποφέρονται
καθώς μεταφέρουν το βάρος
της εικόνας.

Στη συλλογή Τόπος Νωδ, του 2011, υπάρχει ένα ποίημα που νομίζω πως αποτελεί λόγο προγραμματικό και επεξηγηματικό της ποιητικής του Σταύρου Σταμπόγλη:
ΠΕΡΙ ΛΟΓΙΚΗΣ
Το μάτι του ποιητή διαθέτει καθαρότητα
Πρέπει να διαθέτει καθαρότητα
Αλλά η καθαρότητα μοιάζει στο τέλειο του θανάτου
Άρα το μάτι του ποιητή υποφέρει
απ’ το σύνδρομο του μονόδρομου
Όπου «ποιητής» σκέψου δημιουργία
Όπου «δημιουργία» σκέψου επανάσταση
Όπου «επανάσταση» σκέψου αναγκαίος χρόνος
Όπου «αναγκαίος χρόνος» σκέψου στιγμή
Όπου «στιγμή» σκέψου καθαρότητα
Ο κίνδυνος δε βρίσκεται στην έκρηξη
αλλά στη διάρκειά της
Ο κίνδυνος δε βρίσκεται στην καθαρότητα
αλλά στην εμμονή της

Δύο, νομίζω, πως είναι τα πιο πολύτιμα δομικά υλικά της ποίησής του. Οι εκπληκτικές μεταφορές και οι ζηλευτές παρομοιώσεις. Παραθέτω πρόχειρα:
«Βυθός,
όπως θα λέγαμε σύμπαν»,
«Διαπραγματευόμαστε το μέλλον λες και πρόκειται για βολικό αιδοίο»,
«Όταν η θάλασσα αδιαφορεί
σαν μάρμαρο. Όταν τα σύννεφα διηγούνται
άπνοιες»,
«Τα φυλλοβόλα
μνημονεύουν το καθήκον της φθοράς»,
«Η κίνηση σαν φυτεία αειθαλών»,
«Αν πρέπει να κρύβεις την κραυγή σου
το λευκό χαρτί είναι ένα ασφαλές
ερμάριο»,
«Η ακτή ματώνει τα χείλη της θάλασσας.
Ασπασμός ή αλληγορία της αλήθειας»,
«Είναι το φως μια ενέδρα υπεράνω υποψίας»,
«Συλλαβές από ψυχή
να τις αλέθουμε στο στόμα»,
«Επιβαίνω στο τερατώδες
ενός γεγονότος»,
«Τα μάτια του εξορύσσουν
την επαύριο»,
«Μέδουσες μεσοπέλαγα τ’ ουρανού τα σύννεφα.
Θα μας πάρουν λες όπως τα αερόστατα το καλαθάκι τους»,
«Και το ανθισμένο μελάνι των θυμαριών.
Η εμμονή ορίζεται ως πέρασμα
από μελίσσια και τζιτζίκια.
Σαν το σύρμα στο μπακίρι μας ξεκουφαίνει η λατέρνα της»,
«Φορούσε το πουκάμισο ανάποδα
όπως κρύβουμε τη μοναξιά μας»,
«Θα μπορούσα να ορίσω την ωραιότητα σαν κατάσταση
ανθοδοχείου εντέλει»,
«Η άμμος έχει μνήμη, έχει γλώσσα
Με την αφή ανοίγονται τα πρόσωπα της ψυχής της».

Ο χρόνος, ο θάνατος, η απώλεια, η απουσία, ο έρωτας, οι ανθρώπινες σχέσεις συνύπαρξης και αντιπαλότητας, είναι οι βασικές σταθερές της ποιητικής του. Αλλά και ζητήματα του καιρού του, και του καιρού μας. Η αλλοτρίωση του ανθρώπου στη μεγαλούπολη και στην ενδοχώρα. Κι η αλλαγή των συμπεριφορών στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Κι ο πόνος για την ανθρώπινη περατότητα. Ή, όπως γράφει: Η οδύνη είναι η έμπνευση των τοπίων μου.
[ΠΗΓΗ: Γιώργος Χ. Θεοχάρης, BOOKPRESS: http://www.bookpress.gr/]

Μαρία Λαϊνά, Αλλόκοτη που είναι η ζωή κι ο Χρόνος που ενώ δείχνει ετούτο, κάνει το άλλο

$
0
0

Διαβάζω με ιδιαίτερη ευχαρίστηση την τελευταία ποιητική συλλογή της Μαρίας Λαϊνά με τον τίτλο «Μικτή Τεχνική» στις εκδόσεις Πατάκη και νιώθω σα να με ξεναγεί κάποιος σε έκθεση ενός καλλιτέχνη του καιρού μας που χρησιμοποιώντας ως σκηνικό χώρο το ελληνικό τοπίο απλώνει το εικαστικό του υλικό. Παρελαύνουν από μπροστά μου πίνακες ζωγραφικής, ακουαρέλες, χαρακτικά, γλυπτά προπλάσματα, εικαστικές συνθέσεις που συνυπάρχουν με την ποιητική έκφραση στοχαστικά, μινιμαλιστικά, εκφράζοντας με άρτιο τρόπο προσωπικά αισθήματα.


Η σχέση της ποιήτριας με το θέατρο την οδηγεί να οριοθετεί τις περισσότερες φορές ως σκηνικό πλαίσιο το τελάρο ενός ζωγραφικού πίνακα ή το πλαίσιο ενός παραθύρου και μέσα κει να ζωγραφίζει νεκρές φύσεις, βάρκες που πλέουν στα κύματα, το νερό που ταξιδεύει άσκοπα και πηγαίνει κι έρχεται ήσυχα, το βύθισμα εν τέλει της βάρκας που μπορεί να είναι η ίδια μας η ζωή, αφού εκεί παραδίπλα στα βράχια έχει ζωγραφίσει το σπίτι μας. Η δραματική ένταση είναι ένα εσωτερικό στοιχείο που δεν κραυγάζει σε μια ποίηση τόσο λιτή και αφαιρετική. Ο απρόσεκτος αναγνώστης θα μείνει στην επιφάνεια των στίχων και την περιγραφή και δεν θα δει πίσω από τον ράθυμο ήλιο το σχόλιο της ποιήτριας για τις μαραμένες γυναίκες και τη νιότη που πλαισιώνεται από τρία επίθετα: περασμένη, παράξενη, ασυλλόγιστη.
Ράθυμος ήλιος
μαραμένες γυναίκες
παρήγορο φως
απ’ το μικρό τετράγωνο τζάμι
τα σκεβρωμένα δένδρα
παράξενη η περασμένη νιότη
ασυλλόγιστη

Η ξερολιθιά που ανοίγει δρόμο προς τη θάλασσα οδηγεί τη σκέψη στα πράγματα που δεν θα μπορέσει να πραγματοποιήσει το ποιητικό υποκείμενο αλλά και αυτός στον οποίο απευθύνεται, δηλαδή ο αναγνώστης. Και τούτο το δίστιχο είναι σαν δυο χαϊκού ενωμένα και σχεδιασμένα με μελάνη σινική
ξερολιθιά με άνοιγμα στη θάλασσα
σκέψου τα πράγματα που δεν θα κάνουμε ποτέ

«σινική με μελάνι»

Ο ρόλος του φωτός είναι σημαντικός στην ποιητική συλλογή, αφού αποκαλύπτει, άλλοτε ανεπιφύλακτα, άλλοτε ράθυμα τα πράγματα και τις καταστάσεις και αλλάζει το τοπίο και τις εποχές
Κακόμοιρο φως
…..
Το φως που θα τους βγάλει
χνούδι

Σ’ ένα άλλο ποίημα χλωρίδα και πανίδα επικοινωνούν  και κρατάνε μούτρα:
Χοντρόπετση
η γέρικη βελανιδιά
δεν το ’χει σε τίποτα
να μην ξαναμιλήσει
στα κατσίκια

Κι ο ψαράς αδιαφορεί για τα άδεια δίχτυα του και σαν τον καθένα μας λαχταράει τη νιότη και το παιχνίδι:
ξύλινη κόκκινη βάρκα
γελάει
στο άδειο του δίχτυ
ο ψαράς
γέρος νέος θα ήθελε να ’ναι
να παίξει κι άλλο

Και παρακάτω ένα τετράστιχο-το αγαπημένο μου ερωτικό- όπου το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από την ομορφιά της μέρας και επικεντρώνεται , αφιερώνεται στο κοίταγμα της κοπέλας/αγαπημένης, μιας και αυτή θεωρήθηκε η πιο σημαντική ενασχόληση για τον παρατηρούμενο
σπατάλησε
μια ολόκληρη όμορφη μέρα
κοιτώντας την
τι άλλο να ’κανε;

Ο χρόνος περνάει με τα μαλλάκια του καρφάκια τρώει το σάντουιτς στα όρθια και η ρόδα της μέρας γουργουρίζει πίσω από τις βλεφαρίδες της. Όσο κι αν η ποιήτρια μας λέει πως τα αντικείμενα που βλέπουμε εδώ δεν έχουνε καμιά αξία, είναι παρόλα αυτά σημάδια που δείχνουν πως ζούσαν οι άνθρωποι. Έτσι η φυσική σπηλιά με λαξεύματα, το περίκεντρο σχήμα της θόλου προδίδουν ίσως μια κεντρική θέση βωμού ή φλόγας και η ποιήτρια χαράσσει με βελόνα
λατρεύτηκε κανείς εδώ
υπήρχε κάποιος
ή πέρασε απλώς ο χρόνος κι άφησε την ομορφιά του;

Ποιητική τέχνη, χρωστήρας, σμίλη και γραφίδα -μικτή τεχνική- δημιουργούν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, απόλαυση αισθητική για τους εραστές της ποίησης. Κοπιάστε!

[ΠΗΓΗ: Μαρία Λαϊνά Μικτή Τεχνική, αναρτήθηκε στο Ιστολόγιο Νεάρχου Παράλπους: http://nearhouparaplous.blogspot.gr/]

ΣΤΑΣΙΜΟ και ΕΞΟΔΟΣ (μαζί): σαν βγεις στο δρόμο στον πηγαιμό για την ΚΑΘΑΡΣΗ μια λέξη λύνει τα «μάγια» κάθε κακοδαιμονίας και συμφοράς: ΑΝΘΡΩΠΟΣ

$
0
0

ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ που συμβαίνουν σε μιαν άλλη ΑΠΟΚΡΙΑ
(«...τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας, και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες...»)



α] ΠΑΡΟΔΟΣ ή μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η ΑΠΟΚΡΙΑ.
«ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ»μιας εφιαλτικής πραγματικότητας (διάβαζε ΕΜΦΥΛΙΟΣ...), ο Σαχτούρης το 1952 έγραφε για μια άλλη ΑΠΟΚΡΙΑ.... «Με το πρόσωπο στον τοίχο» της παγκοσμιοποιημένης στυγνής πραγματικότητας των οικονομικών κρίσεων (και όχι μόνο)
όλη η ανθρωπότητα έζησε και ζει πάλι το χρονικό προαναγγελθέντων πολέμων (κατ’ εξακολούθηση μεταφορικά και κυριολεκτικά).  Είναι μια άλλη αποκριά κι αυτή που θα συμβεί σ’ αυτό τον ίδιο άλλο κόσμο....
Γιατί να γράψει κανείς άλλα ποιήματα (δεν είναι εποχές για ποίηση κι άλλα παρόμοια που έλεγε και ο ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ εν έτει 1948...)
Αφού σαν πάει κάτι να γραφεί είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου...  Οπότε αλλάζεις τους χρόνους στα ρήματα, προσθέτεις δυο τρεις λέξεις για παραλλαγή στην οπτική γωνία
και να’ την περιέται η σημερινή ΑΠΟΚΡΙΑ) 
η ΑΠΟΚΡΙΑ του Σαχτούρη σήμερα...
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνεταιαυτή η αποκριά
και βλέπουμε από τους καναπέδες
έρημους δρόμους τηλεοπτικούς
όπου δεν αναπνέει κανείς
πεθαμένα παιδιά ανεβαίνουν στον ουρανό,
και κατεβαίνουν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους έχουν ξεχάσει δίπλα στο σβησμένο μαγκάλι
πέφτει αυτό το ίδιο χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος ηλεκτρονικός
ματώνει τις καρδιές (;)
μια γυναίκα γονατισμένη
(πόσες γυναίκες γονατισμένες... από πότε... μέχρι πότε)
αναστρέφει τα μάτια της σα νεκρή
φάλαγγες μόνο περνούν στρατιώτες εν δυο
εν δυο με παγωμένα δόντια
(εν δυο διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες «άρματα δρεπανηφόρα»
στους αιθέρες...)

Το βράδυ το φεγγάρι
βγαίνει αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
(και τότε και τώρα)
το δένουν και το πετούν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ ένα άλλο κόσμο γίνεται ανέκαθεναυτή η αποκριά

β] ΣΤΑΣΙΜΟ: «ευσεβής ποιητικός πόθος: επί «ασπαλάθων» οι πάσης μορφής και κάθε εποχής τύραννοι

 Σε καιρό δικτατορίας δημοσιεύτηκε το ποίημα του ΣΕΦΕΡΗ «επί ασπαλάθων» (1971)που εύχεται τη μεταθανάτια τιμωρία των τυράννων. Ο ποιητικός ευσεβής πόθος έχει την προϊστορία του στην «Πολιτεία» του ΠΛΑΤΩΝΑ (Πολιτεία 614- 616), όπου ο ΑΡΔΙΑΙΟΣ, τύραννος που είχε διαπράξει πολλές ανόσιες πράξεις, εκτίει στον άλλο κόσμο τη φοβερή ποινή που επιβαλλόταν στους άδικους: «... τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στα ασπαλάθια (= αγκαθωτούς θάμνους) και σε όλους όσους περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα»
Θεούλη μου τι όμορφη ευχή αυτή, αν μπορούσε να συμβεί και για τους σημερινούς ανθρωπόμορφους τυράννους

ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ (οι τύραννοι πάσης μορφής και κάθε εποχής)...
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη...

Γαλήνη.
Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
(τον ΜΠΟΥΣ αυτόν, τον Τόνυ Μπλερ, τη Μέρκελ)
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«τον έδεσαν χειροπόδαρα»μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιάιος ΜΠΟΥΣο πανάθλιος Μπλερ…(και ακολουθούν άλλα ονόματα κατά βούληση και κατά εποχή…)

Δυστυχώς δεν ήταν ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣοι στοχασμοί του ΣΕΦΕΡΗ... για πράγματα που ομολογείς δύσκολα, σε ώρες όπου δεν βαστάς, όταν βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά... ο πόλεμος...
ΔΙΟΤΙ
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους
ο άνθρωπος ..... ένα δεμάτι χόρτο,
διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο,
ο άνθρωπος: χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
ο άνθρωπος: μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
ο άνθρωπος:  πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
.......................................
Άλλοιφωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοιμπερδεύονται μεσ’ στα αγαθά τους,
άλλοιρητορεύουν.
(άλλοι κάνουν συνόδους κορυφής, άλλοι συλλαλητήρια)
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μήπως είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις φίλε....
Όμως τη σκέψη .....
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ’θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων...
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων....
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω από το δένδρο του μπαμπού
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
..............................................
Ετούτα (κι εκείνα)  ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα (κι εκείνα)  φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δένδρα εκείνα
που ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες...
Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα
κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος....

 γ] ΕΞΟΔΟΣ με ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ 2004 (Για παροικούντες την Ιερουσαλήμ)

Παλαμάκια ιαχές γονατιστών ανθρώπων
ντυμένων στα μαλάματα, επίσημων κι ωραίων.
Τριάντα έξι χαμόγελα πατριωτών,
εφτά ψηφίσματα πεζεβέγκηδων 
μπαγκατέλες κουραφέξαλα συμβουλατόρων μουστερήδων

Σκληρό ροκ για να ξορκίσουν το δαιμονικό
Μάνα μου τα κλεφτόπουλα
βροντερό παρών γεμάτο πάθος κι έμφαση
σ’ όλα τα μικρόφωνα, σ’ όλες τις κάμερες
σ’ όλα τα παράθυρα σ’ όλα τα κανάλια
«κι ας σφυρίζουν τα δρεπάνια σ’ άλλο χωράφι»
Θα τα νικήσουμε τα εσκαμμένα σίγουρα ναι

«Στιγμές της πληρωμής για
παλικάρια μαραγκιασμένα από δημόσιες
αμαρτίες
Νομίσματα πάνω στο τραπέζι»
για Σαδδουκαίους περιωπής που
«κατήσθιον βους Υπερίωνος Ηλίου»

Λούφαξαν στο λαγούμι της ενωμένης τους Ευρώπης
«καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες το κλουβί του»

«Κατόπιν τούτου νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω» να τρέξετε σ’ άλλα παράθυρα, σ’ άλλα κανάλια... σ’ άλλα bigbar, σ’ άλλα famestory, σ’ άλλα survivor

«Α, ρε Λαυρέντη,
εγώ που μόνο ήξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα...»

Ελλάς Ελλήνων
Εκσυγχρονιστών της Αθηναϊκής σχολής
Ελλάς Ελλήνων ηθογράφων, ψυχογράφων 
bestbefore...
(Μανόλη το κατάλαβες τι τόπους βοσκής για τις γκαμούζες μας τάζουν πάλι;)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Toκείμενο αυτό, κατ’ αποκοπή ομότιτλου ποιήματος του ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ με εμβόλιμα σχόλια από τους ΝΕΟΥΣ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ του ίδιου ποιητή, διανθισμένο με στίχους σε εισαγωγικά από το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΤΑΘΜΟ του Σεφέρη, προέκυψε  ως «εφήμερη σελίδα» ΕΠΙ ΤΟΝ ΤΥΠΟΝ ΤΩΝ ΗΛΩΝ στο ΑΚΡΟΝ ΑΩΤΟΝ ΣΙΩΠΗΣ ΙΩΒΗΛΑΙΟΥ ( www.afterzed.gr/kartas  ) από το διπολισμό των εικόνων της επικαιρότητας:  1ηΕΙΚΟΝΑ πάντα επίκαιρη: όλοι αυτοί οι επώνυμοι και μη εξαιρετέοι «ΜΑΪΝΤΑΝΟΙ», που κάθε βράδυ στολίζουν τα παράθυρα της T.V. (σαν άλλοτε και τώρα)  2ηΕΙΚΟΝΑ σουρεαλιστική όπως έρχεται στο νου με το σχόλιο του ΣΕΦΕΡΗ:  «οι άπειρες βρωμόμυγες  του συρφετού των πολιτικατζήδων», όταν προσπαθούν με την κομματική στρατηγική και την πολιτική σκοπιμότητα να κρατήσουν τη λεπτή ισορροπία των ίσων αποστάσεων από θύτες και θύματα, από πολίτες εν δυνάμει ψηφοφόρους… ΣΗΜΕΙΩΣΗ-2η: Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ σήμερα, με όποια ετικέτα εκσυγχρονισμού, έχουν υψώσει φλάμπουρο κομματικού φανατισμού ακμαιότατο τη χρόνια «ανοσία» στην ουσία των καθημερινών πραγμάτων και έχουν κάνει το όνομα και τη χάρη της εξουσιαστικής αλαζονείας τους....  μόνιμη ασυλία στην ένοχη συνείδηση. «Σαν έξαφνα, όμως, ώρα μεσάνυχτα ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά», θα έχουν τη μύγα και θα δουν στο  «Α ΡΕ ΛΑΥΡΕΝΤΗ...» του ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ ν’ αντικατοπτρίζεται το μικρό τους όνομα...! Ανέτοιμοι από καιρό, δήθεν θαρραλέοι, όλος κόσμος το έχει τύμπανο ότι η Αλεξάνδρεια τους φεύγει κι αυτοί κρυφό καμάρι τη νιότη τους, που δεν έδειχνε τον κακό τους το φλάρο!


ΑΝΘΡΩΠΟΣ, μια λέξη μαγική που λύνει το αίνιγμα του τέρατος των μνημονίων και των κρίσεων

«Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται.Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ.Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας αναλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα» (επίλογος της ομιλίας του Γιώργου Σεφέρη στην Ακαδημία της Στοκχόλμης την ημέρα που του απένειμε το βραβείο Νομπελ Λογοτεχνίας για το 1963)

Διπλό ΚΛΙΚ, λοιπόν, στην «τοιούτων παθημάτων» κάθαρση: οπότε να’ τη πετιέται μια άλλη ΑΠΟΚΡΙΑ με όλους τους «Λαυρέντηδες- Πιλάτους» επί ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ

Τετραγωνίδια και Λέξεις, το σκάκι στη Λογοτεχνία

$
0
0

Η ιστορία του μυθιστορήματος, του κατεξοχήν λογοτεχνικού είδους της νεωτερικότητας, βαδίζει σε τετραγωνίδια παράλληλα με την ιστορία του σκακιού. Παρόλο που μορφικά το σκάκι αντανακλά μια κοινωνική πραγματικότητα φεουδαλική, με σαφώς ορισμένους κοινωνικούς ρόλους, η στροφή από τον «κόσμο του περίπου στο σύμπαν της ακρίβειας», το καθιστά συνώνυμο της επέλασης του ορθού λόγου, της υπολογισιμότητας ως αρχής οργάνωσης του βίου, της ελεύθερης δημιουργίας.


Καθόλου τυχαίο έτσι που στο Γαργαντούας και Παντακρουέλ είναι που γίνεται η πρώτη αναφορά στην κίνηση του ροκέ, στην συνδυασμένη μετακίνηση πύργου και βασιλιά κατά το άνοιγμα, αυτή που τόσο πολύ γοήτευε την Ανιές, την ηρωίδα της κουντερικής Αθανασίας.Και στον Δον Κιχώτηθα γίνει η πρώτη κοινωνιολογική αντιστοίχιση πεσσών και κοινωνικών ρόλων: «Είναι ακριβώς όπως στο σκάκι: κάθε πεσσός έχει ένα ιδιαίτερο έργο στη διάρκεια του παιγνιδιού, και όταν τελειώνει το κάθε τι αναμειγνύεται, εξισώνεται, χάνει την αξία του και συνήθως μπαίνει στο περιθώριο, όπως ένα πτώμα στον τάφο».
Μερικούς αιώνες αργότερα, την εποχή των Φώτων, ο Ντιντερό θα τοποθετήσει το σκάκι στον διάκοσμο όπου θα λάβει χώρα Ο ανιψιός του Ραμό,το ορμητικό μυθιστόρημα, η πολυεδρικότητα του οποίου προαναγγέλει τη μεταμοντέρνα κριτική των άκαμπτων ταυτοτήτων. Στο Καφέ ντε λα Ρεζάνς,λοιπόν, ο διάλογος συνυπάρχει με τον επί ίσοις όροις ανταγωνισμό επί της σκακιέρας. Η τυπική ισότητα ευκαιριών που ευαγγελίζεται η αστική τάξη βρίσκει στο σκάκι την έκφρασή της, σοβαρή και παιγνιώδη ταυτόχρονα σαν τις μουσικές δημιουργίες του Φιλιντόρ, του συνθέτη που υπήρξε και μέγας σκακιστής. Στο ίδιο παιγνιώδες κλίμα της αστικής ευφορίας θα χρησιμοποιηθεί το σκάκι από τον Λιούις Κάρολ έναν αιώνα αργότερα στο Η αλίκη μέσα στον καθρέφτη, θυμίζοντάς μας μάλιστα ότι κάποτε τα μαύρα κομμάτια ήσαν κόκκινα

Το ρεβόλβερ του Βασιλιά
Η σκακιστική λογική τάξη έναντι του χάους της καθημερινής ζωής θα χρησιμεύσει ως ικανό μοτίβο στην αστυνομική φιλολογία. Πρώτος και καλύτερος σκακιστής-ντετέκτιβ είναι φυσικά ο Φίλιπ Μάρλοου του Ρέημοντ Τσάντλερ. Ο Μεγάλος αποχαιρετισμός ξεκινά με μια φανταστική αναμέτρηση του Μάρλοου με τον Στάινιτς, τον αυστριακό πρώτο παγκόσμιο πρωταθλητή που θεμελίωσε τη στροφή από τον ρομαντισμό του συνδυαστικού παιχνιδιού στον μοντερνισμό του στρατηγικού: «Η βραδιά ήταν ήσυχη και το σπίτι έμοιαζε πιο έρημο απ’ ό,τι συνήθως. Έστησα τη σκακιέρα κι έπαιξα μια γαλλική άμυνα μ’ αντίπαλο τον Στάινιτς. Με νίκησε στις σαράντα τέσσερις κινήσεις, αλλά τον είχα στριμώξει εν τω μεταξύ άγρια κανά δυο φορές. […] Μόνο που ο Στάινιτς είχε πεθάνει πριν πενήντα χρόνια κι η παρτίδα ήταν ξεσηκωμένη από ένα βιβλίο».Κλασικό, επίσης, παραμένει το φινάλε του Ψηλού παράθυρου. Μετά από πάμπολλα γρονθοκοπήματα, αποπλάνηση γοητευτικών γυναικών με κόκκινα μαλλιά και άλλα δαιμόνια, ο Μάρλοου θα βρεί στη σκακιέρα τη γαλήνη στο τέλος της μέρας: «Ήταν βράδυ. Γύρισα στο διαμέρισμά μου και έβαλα τις χιλιοφορεμένες μου πιζάμες, έστησα τη σκακιέρα, έφτιαξα ένα ποτό κι έπαιξα άλλη μια παρτίδα του Καπαμπλάνκα. Πενήντα εννιά κινήσεις. Όμορφο, ψυχρό, αμείλικτο σκάκι, σχεδόν φρικιαστικό μέσα στη βουβή αδιαλλαξία του. Όταν την τελείωσα, αφουγκράστηκα για λίγο τους ήχους από το ανοιχτό παράθυρο και μύρισα τον βραδινό αέρα. Μετά πήρα το ποτήρι στην κουζίνα, το έπλυνα, το γέμισα παγωμένο νερό, κάθισα στο νεροχύτη και το ρούφηξα κοιτώντας το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. “Εσύ και ο Καπαμπλάνκα”, είπα.».

Και ο Πουαρώόμως καταφεύγει στη σκακιστική θεωρία για να λύσει μία από τις υποθέσειςτης Μεγάλης τετράδας του εγκλήματος. Η δαιμονική τετράδα χρησιμοποίησε το άνοιγμα Ρούι Λόπεζ (Ισπανική Παρτίδα στην καθ’ ημας ορολογία) για την πραγματοποίηση ενός φόνου: το τετράγωνο β5, κλασική θέση όπου τοποθετεί ο λευκός τον αξιωματικό του στην 3η κίνηση του ανοίγματος, ήταν ηλεκτροφόρο. Σκάκι δεν ξέρουμε αν έπαιζε ο Σέρλοκ Χόλμς. Η μεταμυθοπλασία όμως κάλυψε και αυτήν την παράδοξη έλλειψη: στη δεύτερη ταινία της σειράς, ο Γκάι Ρίτσι θα βάλει τον Σέρλοκ να αναμετράται με τον καθηγητή Μοριάρτι σε μια παρτίδα που τελειώνει μπλάιντ εν μέσω ξιφομαχίας –ίσως η καλύτερη στιγμή της ταινίας.

Από το λόγο στην τρέλα
Η κρίση της νεωτερικότητας, ο κριτικός αναστοχασμός γύρω από τα όρια του Διαφωτισμού και τη σχέση του με τον Μύθο, θα προβληματοποιήσουν και το αφήγημα του σκακιού ως θετικής και ψυχωφελούς δραστηριότητας. Τέτοια θα είναι η εσάνς που θα προσθέσει το σκάκι στην ελλιοτική Έρημη Χώρα,ενώ στη Σκακιστική νουβέλα του Τσβάιχσυγκρούονται η μηχανική, τυπικά υπολογιστική δραστηριότητα, με τη δημιουργική φαντασία. Η υπόνοια όμως πως η ορθολογικότητα εργαλειοποιεί τη φαντασία και οδηγεί την προσωπικότητα στα άκρα διατρέχει όλο το έργο. Παρόμοια και στην Άμυνα του Λούζιν του Ναμπόκοφ.Ο ομώνυμος ήρωας παγιδεύεται στους δαιδάλους των σκακιστικών περιπλοκών, χάνει την αντίληψη τής γύρω του πραγματικότητας και δεν καταφέρνει να απεμπλακεί από το χαοτικό σύμπαν της υπολογισιμότητας παρά μόνο κόβοντας τον γόρδιο δεσμό της ζωής του. Ο Μπόρχεςθα επαναφέρει στο προσκήνιο το γνωστό τετράστιχο του Ομάρ Καγιάμ:
«Είμαστε τα μάταια Πιόνια στην παρτίδα που παίζουν οι Ουρανοί
διασκεδάζουν μαζί μας στη σκακιέρα της Ύπαρξης
Εδώ κι εκεί κουνάμε, δίνουμε σαχ και τρώμε
και μετά γυρίζουμε ένας-ένας
στης ανυπαρξίας το κουτί»
 –το σκάκι ως σύμβολο μιας υποκειμενικότητας που έχει χάσει πια τον έλεγχο επί του κόσμου. Πιο πρόσφατα, η εικόνα του σκακιού ως ενός «πανούργου» και «υποκριτικού» παιχνιδιού που παγιδεύει τον αντίπαλο σ’ ένα δίχτυ προσποίησης χρησιμοποιήθηκε από τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας στο «Παλιό καλό νέον», το κεντρικό διήγημα της Αμερικανικής Λήθης.
Το σκάκι φυσικά δεν θα μποούσε να λείπει και από το έργο του Τόμας Πύντσον–είναι γνωστό εξάλλου πως ο Κομάντερ τα έχει πει όλα. Ολόκληρο δοκίμιο (64 σελίδες σε 8 μέρη των 8) θα έπρεπε να γραφεί για την λειτουργία του βασιλικού παιχνιδιού στο πολυπρισματικό έργο του μαιτρ της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας. Εδώ αρκεί να θυμηθούμε το «διαισθητικό σκάκι» του Σλόθροπ, στο οποίο φυλάσσονται ιδιαιτέρως οι ίπποι (Springer & Springer), όπως και την κρυψίνοιά του για τη δημόσια άσκηση του παιχνιδιού, που θα οδηγήσει σε μια από τις διασκεδαστικότερες σκηνές του Ουράνιου τόξου στο «παιχνίδι του πρίγκηπα»:

«Ξέρω ένα παιχνίδι [...] με ποτά, το λένε Πρίγκιπας, ίσως μάλιστα να το έχουν εφεύρει οι Εγγλέζοι, γιατί εσείς έχετε αυτούς τους πρίγκιπες, έτσι δεν είναι; Κι εμείς δεν έχουμε, όχι ότι είναι κακό, καταλαβαίνεις, όλοι παίρνουν έναν αριθμό, και ξεκινάς λέγοντας ο Πρίγκιπας του Πριγκιπάτου έχει χάσει τα βρακιά του, δεν το εννοώ προσβλητικά, και οι αριθμοί πάνε με τη φορά του ρολογιού γύρω από το τραπέζι, και τα βρακιά τα έχει βρει ο αριθμός δύο, με τη φορά του ρολογιού από εκείνο τον Πρίγκιπα, εκείνος ξεκινάει, ή έξι ή οτιδήποτε, βλέπεις διαλέγεις πρώτα έναν Πρίγκιπα, εκείνος ξεκινάει, μετά ο αριθμός δύο, ή όποιος έχει πεί ο Πρίγκιπας, λέει, αλλὰ λέει πρώτα, ο Πρίγκιπας εννοώ, τα βρακιά μου, δύο, κύριε, αφού έχει πει, αυτό για τον Πρίγκιπα του Πριγκιπάτου που έχει χάσει τα βρακιά του, και ο αριθμός δύο λέει όχι εγώ, κύριε-»

«Ναι, ναι, αλλά-», λέει ρίχνοντας ο Σλόθροπ ένα πολὺ παράξενο βλέμμα, «θέλω να πω, δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω εντελώς, ξέρεις, το νόημα του όλου πράγματος. Πώς κερδίζεις;»
Χα! Πως κερδίζεις! «Δεν κερδίζεις», λέει απαλά, και σκέφτεται τον Τάντιβι, κι εδώ έχουμε μια μικρὴ αυτοσχέδια αντι-συνωμοσία, «χάνεις, ένας-ένας χάνει. Αυτός που μένει στο τέλος είναι ο νικητής».

Εν Ελλάδι
Και η ελληνική λογοτεχνία όμως είναι γεμάτη από αναφορές στο σκάκι. Ο Καβάφηςθα αφιερώσει ένα ποίημά του στο πιόνι, το ελάχιστο των σκακιστικών πεσσών, που θα διατρέξει σωρεία κινδύνων πριν πέσει ηρωικά στο φινάλε μετατρεπόμενο σε Βασίλισσα:
«Στην φοβερή γραμμή την τελευταία
τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει
Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνει
κι ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο
Για την Βασίλισσα που θα μας σώσει
για να την αναστήσει από τον τάφο
ήλθε να πέσει στου σκακιού τον Άδη».
Στον Αναγνωστάκηθα βρούμε την αυτοθυσία να εκφράζεται στην απέκδυση από κάθε σχήμα «ορθής» πορείας χάριν της παρεμβατικής «λοξής» λογικής του Αξιωματικού ή «Τρελού»:
 «Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
 …Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις».
Ο Χάρης Βλαβιανός θα αφιερώσει ένα ποίημα στην παρτίδα του Φίσερ-Ταλ του 1959:
«Με μια λάθος κίνηση
η όμορφη Βασίλισσα υποκύπτει στη βάρβαρη γοητεία ενός πιονιού.
Φίσερ εναντίον Ταλ.
Σικελική Άμυνα 1959.
Κλασική περίπτωση όπου ένας επιτυχημένος ελιγμός
 καταλήγει σε αποτυχία.»
Αποτυχία που για τον Φίσερ θα έχει σκληρές συνέπειες στο σκληροτράχηλο εγώ του, μιας και μετά από αυτήν ο Ταλ θα υπογράφει αυτόγραφα ως Μπόμπυ, αφού «τον κερδίζω τόσο συχνά», όπως θα πει, «που νομιμοποιούμαι να χρησιμοποιώ το όνομά του». Ο Ταλ, εξάλλου, ο γίγαντας της Εσθονίας, ο μόνος σκακιστής που έφτασε στον παγκόσμιο τίτλο και είχε επαγγελματική σχέση με την λογοτεχνία –ήταν φιλόλογος-, υπήρξε ο μοναδικός θνητός με θετικό πρόσημο έναντι του μεγαλύτερου ταλέντου της σκακιέρας.
Ο Νίκος Καρούζοςθα δηλώσει πως «Σαχ και ματ κάνει μόνο η πραγματικότητα», ο Γιώργος Κοροπούληςθα συνθέσει ένα σονέτο εμπνευσμένος από την περίφημη «Αθάνατη Παρτίδα», που παίχτηκε από τον Άντερσεν εναντίον του Κιζερίτσκι το 1851, τη γνωστή και ως «πάντα ανθισμένη», ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης όχι μόνο θα κάνει το σκάκι μια σταθερά αναφορά της συγγραφικής παραγωγής του, αλλά και θα συνεργαστεί με τον διεθνή μαιτρ Ηλία Κουρκουνάκη στη συγγραφή σκακιστικών βιβλίων, ενώ ο Αλέξανδρος Σχινάς θα αναφωνήσει ηχηρώς:

«Είμαι η αυτού μεγαλειότης, ο βασιλεύς των λευκών».

Διαβάστε:
Φρανσουά Ραμπελαί, Γαργαντούας και Πανταγρυέλ, μτφ. Φ. Δ. Δρακονταειδής, Εστία, Αθήνα 2008.
Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Ο Δον Κιχώτης, μτφ. Κ. Καρθαίος, Εστία, Αθήνα 2002.
Ντενίς Ντιντερό, Ο ανιψιός του Ραμό, μτφ. Ε. Βαγγελάτου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006.
Λούις Κάρολ, Μες στον καθρέφτη και τι βρήκε η Αλίκη εκεί, μτφ. Σ. Κακίσης, Ύψιλον, 1979
Μίλα Κούντερα, Η αθανασία, μτφ. Κατερίνα Δασκαλάκη, Εστία, Αθήνα 2012.
Ραίημοντ Τσάντλερ, Το ψηλό παράθυρο, μτφ. Ανδ. Αποστολίδης, Άγρα, Αθήνα 2010.
Ραίημοντ Τσάντλερ, Ο μεγάλος αποχαιρετισμός, μτφ. Α. Καλοκύρης, Πατάκης, Αθήνα 2008.
Αγκάθα Κρίστι, Η μεγάλη τετράδα του εγκλήματος, Καλοκάθης, Αθήνα χ.χ
Στέφαν Τσβάιχ, Σκακιστική νουβέλα, μτφ. Μαρία Αγγελίδου, Άγρα, Αθήνα 2010.
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Η άμυνα του Λούζιν, μτφ. Γ.-Ι. Μπαμπασάκης, Μεταίχνιο, Αθήνα 2003.
Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, Αμερικανική Λήθη, μτφ. Γ. Πολυκανδριώτης, Κέδρος, Αθήνα 2011.
Ομάρ Καγιάμ, Ρουμπαγιάτ, μτφ. Π. Γνευτός, Ερατώ, Αθήνα 2007.
Τόμας Πύντσον, Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας, μτφ. Γ. Κυριαζής, Χατζηνικολή, Αθήνα 2012.
Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα 1941-1971, Νεφέλη, Αθήνα 2000
Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα, 2τ, Ίκαρος, Αθήνα 2007.
Ηλίας Κουρκουνάκης, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Μπόμπυ Φίσερ. Αυτοδίδακτη μεγαλοφυΐα, Διόπτρα, Αθήνα 2004.
Αλέξανδρος Σχινάς, Η παρτίδα, Εστία, Αθήνα 1990.
Γιώργος Κοροπούλης, Μιχάλης Γκανάς, Ηλίας Λάγιος, Ανθοδέσμη. Ποιήματα και τραγούδια για μια νύχτα, Άγρα, Αθήνα 1993.
Χάρης Βλαβιανός, Η νοσταλγία των ουρανών, Νεφέλη, Αθήνα 1991.
[ΠΗΓΗ: Χρήστος Νάτσης, BOOKSTAND)

Δεκάδες «Γιατί αγαπάμε τις γυναίκες» στο ομώνυμο βιβλίο του Μίρτσεα Καρταρέσκου, που είναι φόρος τιμής για τη γυναίκα

$
0
0

Αγαπάμε τις γυναίκες «επειδή είναι εκπληκτικές αναγνώστριες, για τις οποίες γράφονται τα τρία τέταρτα της ποίησης και της πρόζας όλου του κόσμου. Επειδή απ’ αυτές βγήκαμε και σ’ αυτές επιστρέφουμε, και το μυαλό μας περιστρέφεται σαν ένας βαρύς πλανήτης, πάντα και για πάντα, μόνο γύρω από αυτές». Δεκάδες απαντήσεις στο ερώτημα «Γιατί αγαπάμε τις γυναίκες;»


Ο ρουμάνος ποιητής, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, από τις πιο δυνατές φωνές της σύγχρονης ρουμανικής λογοτεχνικής σκηνής, συστήνεται στο ελληνικό κοινό με το μπεστ-σέλερ του, μια συλλογή διηγημάτων με θέμα τη γυναίκα που κυκλοφόρησε στη Ρουμανία το 2004, πούλησε περισσότερα από 150.000 αντίτυπα ξεπερνώντας την ίδια χρονιά σε πωλήσεις τον Κώδικα Ντα Βίντσι του Νταν Μπράουν, και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.
Η ανδρική φωνή που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο αναπολεί, στοχάζεται, αυτοαναλύεται και αυτοπαρουσιάζεται μέσα από τη διήγηση επεισοδίων του βίου που αναπτύσσονται με κέντρο κάποια θηλυκή παρουσία: δεκαεξάχρονα κορίτσια, πόρνες στις βιτρίνες της κόκκινης συνοικίας του Άμστερνταμ, γυναίκες που κοιμούνται με τα μάτια ανοιχτά ή παρομοιάζονται με χρυσές βόμβες σε εικονοποιίες σουρεαλιστικού ερωτισμού.

Ο πόθος, το σεξ, ο έρωτας, η αγάπη, η οικειότητα, η ανταλλαγή ανάμεσα στα φύλα παρουσιάζονται με τρυφερότητα και χιούμορ σε ιστορίες αποδοχής αλλά και ματαίωσης, απελευθέρωσης και ενοχής.

Η χρονική απόσταση που μεσολαβεί ανάμεσα στον χρόνο της ιστορίας και τον χρόνο της αφήγησης εφοδιάζει τον αφηγητή με κριτική ματιά και έναν αυθόρμητο αυτοσαρκασμό, καθώς συχνά βρίσκει τον εαυτό του να υπολείπεται σε αυτογνωσία, σε αμεσότητα και σε γοητεία των γυναικών που ζωγραφίζει. «Οι ιστορίες αυτές δεν είναι ξεχωριστά πορτρέτα γυναικών αλλά ψηφίδες ενός συνολικού πορτρέτου της θηλυκότητας»,έχει πει σε συνέντευξή του ο συγγραφέας για το βιβλίο αυτό, που καταλήγει ένας φόρος τιμής προς τη γυναίκα, την οποία μέσα από αφηγήσεις συνηθισμένων περιστατικών αναδεικνύει σε εξαιρετική παρουσία, ακόμη και την κακοχυμένη και ασταθή Ιρίνα, που διάβαζε Ναμπόκοφ και Ντ. Χ. Λόρενς και κατέληξε ασφαλίτισσα του καθεστώτος Τσαουσέσκου.

Γιατί αγαπάμε τις γυναίκες (αποσπάσματα)
Επειδή ξεπερνούν με αναπάντεχο κουράγιο όλες τις ατέλειες της ντελικάτης ανατομίας τους. Επειδή στο κρεβάτι είναι θαρραλέες και εφευρετικές, όχι από διαστροφή, αλλά για να σου δείξουν ότι σ' αγαπούν. Επειδή κάνουν όλες τις ενοχλητικές και μικρές δουλειές του σπιτιού χωρίς να παινεύονται.
Επειδή φορούν όλων των ειδών τα μπιχλιμπίδια, που τα ταιριάζουν με τα ρούχα τους σύμφωνα με κανόνες περίπλοκους και δυσνόητους. Επειδή σχεδιάζουν και ζωγραφίζουν τα πρόσωπά τους με την προσήλωση ενός εμπνευσμένου καλλιτέχνη. Επειδή έχουν έναν τρόπο να λύνουν τα προβλήματα που σε κάνει έξω φρενών. Επειδή έχουν έναν τρόπο σκέψης που σε κάνει έξω φρενών.
Επειδή είναι εκπληκτικές αναγνώστριες, για τις οποίες γράφονται τα τρία τέταρτα της ποίησης και της πρόζας όλου του κόσμου. Επειδή τις τρελαίνει το "Angie" των Ρόλινγκ Στόουνς. Επειδή τις αποτελειώνει ο Κοέν. Επειδή ακόμα και η πιο σκληρή business woman φοράει βρακάκια με συγκινητικά λουλουδάκια και δαντελίτσες. Επειδή ενδιαφέρονται αληθινά ποιος τα έφτιαξε με ποια στα σίριαλ της τηλεόρασης.
Επειδή είναι ξανθιές, καστανές, κοκκινομάλλες, γλυκές, θερμές, αγαπησιάρες. Επειδή είναι γυναίκες, επειδή δεν είναι άντρες, ούτε κάτι άλλο. Επειδή απ' αυτές βγήκαμε και σ' αυτές επιστρέφουμε, και το μυαλό μας περιστρέφεται σαν ένας βαρύς πλανήτης, πάντα και για πάντα, μόνο γύρω απ' αυτές».

Επειδή έχουν στρογγυλά στήθη, με θηλές που ορθώνονται μέσα από την μπλούζα όταν κρυώνουν. Επειδή χαμογελούν σε όλα τα μικρά παιδιά που περνούν από δίπλα τους. Επειδή περπατούν στο δρόμο ίσια, με το κεφάλι ψηλά, με τους ώμους τραβηγμένους πίσω και δεν απαντούν στο βλέμμα σου όταν τις κοιτάζεις σαν μανιακός
Απόσπασμα από το μικρό δοκίμιο του Ρουμάνου Μίρτσεα Καταρέσκου «Γιατί αγαπάμε τις γυναίκες» (εκδόσεις Ηλιότροπο). 

Τουλάχιστον σε άκουσα να φωνάζεις!

$
0
0

Κάθομαι και μαζεύω κομματάκι κομματάκι τα κομμάτια ενός παζλ που καλούμαι να λύσω, μερικές φορές κολλάω αλλά προχωράω συνεχώς στην πραγματικότητα, βήμα βήμα...


αλλά πάλι, αν υποθέσουμε πως μια μέρα θα συμπληρώσω ολόκληρη την εικόνα, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, ούτε τότε δε θα ξέρω το παραμικρό για τη ζωή μας...
Ίσως δεν έχουμε την τάση να θεωρούμε τα πράγματα σαν δεδομένα, συζητούμε, αγγίζουμε ο ένας τον άλλο, ακούμε μια κραυγή, φωνάζεις κάτι εσύ, αλλά είναι μόνο ήχοι, δεν ξέρεις καθόλου τί είπα εγώ, ο άλλος...
Σπουδαία παρηγοριά, μήπως μπορεί κανείς να επιλέξει, μήπως ξέρει κανείς τί κάνει; κάποτε πίστευα πως ήξερα, πως σε όποια ιστορία κι αν έμπαινα, έμπαινα με ορθάνοιχτα τα μάτια, αλλά τώρα, δεν περίμενα πως τώρα... θα 'βρισκα τόσο σκοτάδι γύρω μου!
Κατάθλιψη, ανησυχία, αμφιβολίες, αβεβαιότητα,
εντάσεις, αψιμαχίες,
επεισόδια μικροπρεπούς εκφοβισμού..
όλα τόσο τακτικά επαναλαμβανόμενα , που μού προξενούν πλήξη…
«η εποχή μας ξέρεις...»
Κάποτε υπήρχαν εποχές, έμοιαζε πως είχαν πραγματική σημασία, ολόκληρη η κοινωνία κινούταν με την ίδια ταχύτητα προς την ίδια κατεύθυνση, δεν υπήρχε σχεδόν ανάγκη να λαμβάνονται ξεχωριστές αποφάσεις, η κοινωνία το έκανε αυτό για λογαριασμό σου και συ ένιωθες απόλυτα εναρμονισμένος με αυτό...

Τώρα νιώθω πως η ιστορία δε βολεύεται με τίποτα, στριφογυρνά, δεν μπορεί να κατασταλάξει σε μια πορεία, ο κάθε άνθρωπος είναι μόνος του, και καθενός η ελευθερία απειλεί την ελευθερία του αλλουνού, κι εγώ σαν τον καθένα, πρέπει να αναζητήσω τους δικούς μου ορισμούς...
«και ποιο είναι το αποτέλεσμα;»

Τρόμος... και δεν αναφέρομαι στις ενέργειες κανενός ασκημένου τρομοκράτη, αναφέρομαι στις πράξεις του οργανωμένου κράτους, του οποίου οι θεσμοί θέτουν σε κίνδυνο τη στοιχειώδη ανθρώπινη ιδιότητα, και νιώθω πως κάθε μέρα με επιτηρούν, πως με κοιτάζουν μέσα από το τζάμι και το νερό και παρακολουθούν ακόμα και τα βράγχιά μου που κινούνται καθώς αναπνέω...
Ξέρεις ονειρεύτηκα πως με έκλεισαν σε μια αίθουσα σχολείου, εξέτασαν τα διαπιστευτήριά μου, με κράτησαν εκεί πέντε μέρες... ήταν τόσο ασφυκτικά γεμάτη εκείνη η αίθουσα που δεν υπήρχε χώρος να ακουμπήσεις πουθενά, ακουμπούσαμε ο ένας πάνω στον άλλο κι αυτό ήταν, το κύριο πρόβλημα δεν ήταν η έλλειψη αέρα, όσο το το στομαχικό μου, έπρεπε να πιέσω τον εαυτό μου πόντο πόντο μέχρι να φτάσω στην τουαλέτα, αγνοώντας τις συστάσεις...
Το πρωί ξύπνησα κι ανακάλυψα κάτι αιχμηρό κι ανήσυχο μέσα μου και δεν ήξερα τί μού συμβαίνει, έκανα ένα μπάνιο, γύρισα στο δωμάτιο, πέρασα μπρος από τον καθρέφτη, είδα τον εαυτό μου και σταμάτησα... Κοιτάχτηκα, ένα πρόσωπο, ένα σώμα, μια ζωή, μόνο που δεν την είχα δει πραγματικά ποτέ δεν είχα ποτέ μου κοιτάξει πραγματικά, και τώρα ξαφνικά νιώθω κλονισμό γιατί ήταν σα να κοίταζα ένα τελείως άγνωστο άτομο...

Περνάει ο καιρός...
Τραβιέμαι πίσω, κολλάω το πρόσωπό μου στο γυαλί, θαμπώνει, προσπαθώ να μπω μέσα του, τραβιέμαι πίσω, κάποια τρελή παρόρμηση με σπρώχνει, μια παρόρμηση να βγω τρέχοντας στο δρόμο έτσι όπως είμαι γυμνή, και να φωνάξω τις πιο πρόστυχες χυδαιότητες που μπορώ να σκεφτώ στον κόσμο, αλλά φυσικά, καταπιέζω την παρόρμηση κι αυτό με κάνει να νιώθω ακόμα πιο εγκλωβισμένη απ΄ότι πρωτύτερα...
Κάθεσαι και περιμένεις μια ζωή να σού συμβεί κάτι ιδιαίτερο, κάτι πραγματικά αξιόλογο, περιμένεις, περιμένεις, λές και η ζωή είναι μια κατάθεση σε κάποια τράπεζα, το περιεχόμενο μιας θυρίδας, που θα σού πληρώσουν μια μέρα, μια περιουσία... και ύστερα ανοίγεις τα μάτια και διαπιστώνεις πως η ζωή δεν είναι τίποτα παραπάνω από τα ψιλά που έχεις στην τσέπη σου σήμερα...
Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να συνηθίσεις να βλέπεις τον εαυτό σου με άλλα μάτια, να τον απαλλάσσεις απ' ότι είναι περιττό, να υπολογίζεις λιγότερο τη δύναμή σου και την κρίση σου, να μάθεις να επαφίεσαι, να ανακαλύπτεις κάθε στιγμή τί είναι αληθινά ουσιώδες για τις ανάγκες σου και τί μπορεί να απορριφθεί, θα πρέπει ίσως και να είσαι ευγνώμων αφού οτιδήποτε σού επιτρέπεται είναι καθαρή χάρη...
[ΠΗΓΗ: http://katabran.wordpress.com/ ]

Αργοναύτες του κόσμου: η διαχρονική πολιτιστική αξία των αρχαίων Ελλήνων

$
0
0

Η διακεκριμένη συγγραφέας και καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Page duBois, μιλάει στην «Κ.Ε.» με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο «Πέρα από την Αθήνα: οι νέοι αρχαίοι Έλληνες», το οποίο έχει προκαλέσει ενθουσιώδεις συζητήσεις και έντονες αντιπαραθέσεις

Σε εποχές έντονης εθνικής κρίσης και βαθιάς ανησυχίας, οι σοφοί λαοί συνήθως στρέφονται στην Ιστορία τους και στις μεγάλες πολιτισμικές τους παραδόσεις για δύναμη, έμπνευση και υπερηφάνεια. Ενίοτε, στρέφονται και προς άλλες ιστορικές παραδόσεις, όταν αυτές προσφέρουν αστείρευτο πνευματικό πλούτο, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με την αρχαία Ελλάδα. 


«Ο,τι είναι ο νους και η καρδιά για τον άνθρωπο είναι η αρχαία Ελλάδα για την ανθρωπότητα», έλεγε ο Γκέτε.
Στο πλαίσιο αυτό, η απόλυτη αδιαφορία και η εξοργιστική άγνοια του νεοέλληνα για τον απέραντο πολιτισμικό και πνευματικό πλούτο των αρχαίων Ελλήνων αποτελεί πραγματικό μυστήριο και χρήζει εξέτασης ακόμη και σε επίπεδο ψυχανάλυσης. Μόνο στη σύγχρονη Ελλάδα υπάρχει τόσο μεγάλος παραγκωνισμός της αρχαίας ελληνικής Ιστορίας και παράδοσης (τέχνη, θέατρο, ποίηση, λογοτεχνία φιλοσοφία, στοχασμός, αρχιτεκτονική, αισθητική), ιδίως από τη «μίζερη» Αριστερά, η οποία έχει παραχωρήσει στην άκρα Δεξιά το μονοπώλιο του ενδιαφέροντος για τους αρχαίους Έλληνες, προτιμώντας αντί αυτού να αντλεί η ίδια το ρομαντισμό της από τους Ρομά ή τους μετανάστες. Στον αναπτυγμένο κόσμο τουλάχιστον, η σημασία και η πραγματική χρησιμότητα των κλασικών κειμένων και των αριστουργημάτων της αρχαίας Ελλάδας αποτελούν πεδίο έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών στοχαστών. Όμως και οι δυο πλευρές συμφωνούν ότι η κατανόηση των κλασικών κειμένων δεν συνεισφέρει μόνο στην κατανόηση των θεμελίων του δυτικού πολιτισμού, αλλά αποτελούν συναρπαστικά θέματα από μόνα τους. Η μελέτη των κλασικών κειμένων διευρύνει την ανθρώπινη φαντασία (ο ουσιαστικός σκοπός της ανώτατης εκπαίδευσης, όπως συνήθιζε να τονίζει ένας από τους κορυφαίους στοχαστές της εποχής μας, ο Αμερικανός φιλόσοφος Richard Rorty) όσο ελάχιστα πνευματικά έργα στον κόσμο της γνώσης. Τα επικά έργα του Ομήρου, η ποίηση της Σαπφούς, τα ιστορικά του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη, τα φιλοσοφικά και πολιτικά δοκίμια του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των Στωικών, και τα θεατρικά έργα του Αισχύλου, του Αριστοφάνη, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή συγκροτούν αναμφίβολα έναν τεράστιο οικουμενικό πολιτιστικό πλούτο που δεν έχει σύγκριση με οτιδήποτε άλλο έχει παραχθεί στην πνευματική Ιστορία της ανθρωπότητας.

Αναζητώντας τους Έλληνες:Ποιοι ακριβώς όμως ήταν οι αρχαίοι Έλληνες και ποια η σημασία των έργων που άφησαν πίσω τους;
Για τους συντηρητικούς κλασικιστές και τους σύγχρονους ιδεολόγους της Δεξιάς,η κλασική κληρονομιά αποτελεί πολιτικό και ιδεολογικό εργαλείο για την προώθηση συντηρητικών απόψεων και πολιτικών πρακτικών. Δεν ήταν διόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο Μπους και η ομάδα του, για παράδειγμα, συμβουλεύτηκαν συντηρητικούς κλασικιστές για επιχειρήματα υπέρ της εισβολής στο Ιράκ για την ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν.
Οι προοδευτικοί κλασικιστές, ωστόσο, προσεγγίσουν τα κλασικά κείμενα ως ζωντανά πνευματικά έργα, χρησιμοποιώντας συχνά σύγχρονες κοινωνικές προσεγγίσεις για μια πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία της χρησιμότητάς τους. Μερικοί από αυτούς, όπως για παράδειγμα η Page duBois, διακεκριμένη καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο, και μια από τις δεσπόζουσες ακαδημαϊκές φυσιογνωμίες στο χώρο των κλασικών σπουδών, προτείνουν ακόμα πιο ριζοσπαστικές αντιλήψεις για την αρχαία Ελλάδα και τον αρχαίο πολιτισμό, τοποθετώντας την αρχαία Αθήνα όχι στο κέντρο του ελληνικού κόσμου(απορρίπτοντας έτσι οποιαδήποτε σύνδεση του κλασικού κόσμου με συντηρητικές πολιτισμικές πολιτικές), αλλά ως μέρος του σύμπαντος της αρχαιότητας, μια αρχαία Ελλάδα που συνομιλεί, συνδέεται, επηρεάζει και επηρεάζεται από άλλους παγκόσμιους πολιτισμούς. Με τον τρόπο αυτόν, η Page duBois καθιστά τη σπουδαιότητα της αρχαίας Ελλάδας ακόμα μεγαλύτερη και καταδεικνύει πώς η κλασική αρχαιότητα φτάνει έως τη δική μας εποχή.

Εν αρχή ην η Σαπφώ
Γι' αυτό το φύλλο της «Κ.Ε» και για το επόμενό της, τα «Ιδεογραφήματα» είναι αφιερωμένα σε μια συζήτηση με την Page deBouis για τους «νέους αρχαίους Ελληνες». (αποσπάσματα από αυτή τη συζήτηση):
* Από πού ξεκίνησε το ενδιαφέρον σας για τις κλασικές σπουδές και τη συγκριτική λογοτεχνία;
- Από τη Σαπφώ! Λάτρευα τη λυρική ποίηση όταν ήμουν στο Γυμνάσιο και διάβασα Σαπφώ σε μια πανέμορφη αγγλική μετάφραση από τη Μαίρη Μπάρναρντ, μια θαυμάστρια του μεγάλου ποιητή Εζρα Πάουντ. Αλλά ήξερα ότι η Σαπφώ θα ήταν ακόμα καλύτερη στη μητρική της γλώσσα, όπως είναι όλη η ποίηση, και με το που γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ ξεκίνησα να μαθαίνω αρχαία ελληνικά. Και ερωτεύτηκα όχι μόνο την αρχαϊκή ποίηση, αλλά όλη τη λογοτεχνία, του αρχαίου κόσμου, οπότε αποφάσισα να κάνω τα αρχαία ελληνικά το αντικείμενο των σπουδών μου. Μελέτησα επίσης συγκριτική λογοτεχνία επειδή ένας από τους καθηγητές μου ισχυριζόταν ότι η θεωρία που χρειαζόταν κάποιος ή κάποια για να ερμηνεύσει και να γράψει για τους αρχαίους συγγραφείς διδασκόταν εκείνο το διάστημα στα Τμήματα Συγκριτικής Λογοτεχνίας, αντί στα Τμήματα Κλασικών Σπουδών, που ήταν πολύ συχνά συντηρητικά στην προσέγγισή τους. Και είναι αλήθεια ότι έμαθα πολλά πράγματα για το στρουκτουραλισμό, το μεταδομισμό, και γνώρισα το έργο Γάλλων κλασικών μελετητών, όπως ο Pierre Vidal-Naquet, Jean-Pierre Vernant, Nicole Loraux, οι οποίοι διαβάζονταν λιγότερο στα Τμήματα Κλασικών Σπουδών απ' ό,τι στη Συγκριτική Λογοτεχνία. Το έργο τους είχε μεγάλη επιρροή πάνω μου. Οι μελετητές αυτοί γνώριζαν την αρχαία ελληνική κουλτούρα με τη βοήθεια της ανθρωπολογικής έρευνας, των ιστορικών σπουδών και της μαρξιστικής θεωρίας, και κυριολεκτικά άνοιξαν για μένα το πεδίο έρευνας για τους αρχαίους Ελληνες. Τα τμήματα των κλασικών σπουδών στην Αμερική και στην Αγγλία ήταν πολύ περισσότερο συγκεντρωμένα στις φιλολογικές ερωτήσεις - λεπτομερή θέματα κειμένου και απόδοσης, τα οποία είναι πολύ σημαντικά, αλλά μερικές φορές αδιαφορούσαν για θέματα ερμηνείας και σχετικότητας.
Ας ξεκινήσουμε με μια ερώτηση που έχει προκαλέσει έντονη αντιπαράθεση τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στους μελετητές των κλασικών σπουδών. Έχει πεθάνει ο Ομηρος;
- Ο Όμηρος και έχει και δεν έχει πεθάνει. Τείνω να πιστεύω πως «Ομηρος» είναι το όνομα που δόθηκε σε μια προφορική παράδοση αφήγησης ιστοριών και επικού τραγουδιού που πάει πολύ πίσω στο χρόνο, στην εποχή του Τρωικού Πολέμου, στην πολύ αρχαία ινδοευρωπαϊκή πολεμική παράδοση, και πως επίσης αγκαλιάζει τη μεταμυκηναϊκή αποκατάσταση του ελληνικού κόσμου. Έτσι, αυτή η παράδοση έχει χαθεί, αλλά τα θαυμάσια ποιήματα που έρχονται από εκείνη την παράδοση είναι ακόμα παρά πολύ ζωντανά. Μόλις δημοσιεύτηκε στην Αμερική ένα μυθιστόρημα που επεκτείνει τα βιβλία της Οδύσσειας, ταινίες σκηνοθετούνται, όπως η «Τροία» (αν και με καμία έννοια δεν αποτελεί αξιόλογο κινηματογραφικό έργο), που τουλάχιστον ατενίζουν προς την κατεύθυνση του Ομήρου, και, καθώς διδάσκω αυτά τα ποιήματα στα μαθήματά μου, ανακαλύπτω ότι οι φοιτητές είναι τελείως σαγηνευμένοι. Η Ιλιάδα είναι ένα αριστούργημα για τον πόλεμο, η Οδύσσεια ένα αριστούργημα για την επιστροφή στο σπίτι από τον πόλεμο.Αν και οι συντηρητικοί στην Αμερική έχουν κατηγορήσει εμένα και τους φίλους μου, άνθρωποι που ενδιαφερόμαστε για το φύλο, τις κοινωνικές τάξεις και τη σεξουαλικότητα, ότι «σκοτώσαμε» τον Όμηρο, αυτό που αυτοί απλά θέλουν είναι να διατηρήσουν έναν Όμηρο που είναι νεκρός και βαλσαμωμένος και δεν μπορεί να ερμηνευτεί καθώς ο κόσμος γύρω του αλλάζει.
* Γιατί συνεχίζουν οι κλασικές σπουδές να έχουν σημασία για τις δυτικές πολυπολιτισμικές κοινωνίες του 21ου αιώνα;

- Τα κλασικά έργα της αρχαίας Ελλάδας καθιέρωσαν το DNA του δυτικού πολιτισμού.Οι Έλληνες ανακάλυψαν τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία, το θέατρο, την πολιτική θεωρία - τόσα πολλά πράγματα που θεωρούμε σήμερα δεδομένα και τα φανταζόμαστε ως κάτι «φυσικό» για τις ανθρώπινες υπάρξεις. Αλλά, φυσικά, αυτοί οι θεσμοί εφευρέθηκαν στο χώρο και στο χρόνο, σε έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, και δεν είναι καθόλου αναπόφευκτα. Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για τη δημοκρατία δίχως να λαμβάνουμε υπ' όψιν τα πρώτα γενναία πειράματα της αρχαίας Αθήνας; Χρειαζόμαστε να κατανοούμε τους περιορισμούς, την τόλμη, τον απίστευτο ενθουσιασμό αυτών των ριζοσπαστικών πρακτικών και να θαυμάζουμε και να κρίνουμε αυτούς τους αρχαίους ανθρώπους. Νομίζω αποτελεί πολιτικό σφάλμα σήμερα να προσπαθούμε να επιβάλλουμε στρατιωτικά τη δημοκρατία ή να υποθέτουμε ότι είναι η καλύτερη μορφή οργάνωσης για όλους τους ανθρώπους στον πλανήτη. Αλλά η παράδοση της αρχαίας Ελλάδας είναι μια κληρονομιά, ένα ουσιαστικό, βαθιά ριζωμένο κομμάτι του δυτικού πολιτισμού. Φυσικά έχει πλευριστεί από πολλές παραδόσεις, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του αρχαίου εγγύς ανατολικού μονοθεϊσμού και άλλων μεταγενέστερων παραδόσεων, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του τελευταίου αβρααμικού μονοθεϊσμού, του Ισλάμ. Και στην Καλιφόρνια όπου ζω, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι η πολιτιστική καταγωγή των οποίων πηγάζει από άλλες παραδόσεις, από τον κομφουκιανισμό, από την Κίνα, από την Κεντρική Αμερική, από τη Νότια Αμερική, από τα νησιά του Ειρηνικού, από την Αφρική. Χρειάζεται να λάβουμε υπ' όψιν όλες αυτές τις παραδόσεις, τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνουν τη συνείδηση των λαών ή τις υποσυνείδητες υποθέσεις για την οικογένεια, τη θρησκεία, τη ζωή και το θάνατο, την κοινωνική ευθύνη, την πολιτική. Και αυτό δεν σημαίνει να παραμελήσουμε την αρχαία ελληνική κληρονομιά από την οποία γίναμε αυτό που είμαστε.

Ελληνες... παντού
* Το βιβλίο σας με τίτλο «Πέρα από την Αθήνα: οι νέοι αρχαίοι Έλληνες», που δημοσιεύτηκε από τον εκδοτικό οίκο του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, αναφέρεται σε μερικά από τα παραπάνω ζητήματα. Πείτε μου για την κεντρική ιδέα του βιβλίου.
- Η κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι ότι θα έπρεπε να επεκτείνουμε την κατανόησή μας για τους «κλασικούς» γεωγραφικά και χρονικά.Οι νέοι κλασικοί θα έπρεπε να περιλαμβάνουν όχι μόνο την αρχαία Αθήνα, αλλά όλες τις αρχαίες κουλτούρες που άγγιξαν οι αρχαίοι Έλληνες και που επεκτείνονται στη Βακτριανή και τις βουδιστικές αντιπαραθέσεις με τον βασιλιά Μένανδρο, στην επιρροή της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης σε αντιπροσωπεύσεις του Βούδα που φτάνουν μέχρι την Ιαπωνία. Οι Έλληνες ήταν στην Αφρική, στην Ασία, στη δυτική Ευρώπη -ταξίδευαν, αντάλλασσαν αγαθά και ιδέες πάνω σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση του κόσμου. Αυτή λοιπόν η γεωγραφική κατανόηση θα έπρεπε να επηρεάζει το πώς σκεπτόμαστε για τους αρχαίους Έλληνες. Και χρονικά, οι Έλληνες, πρόσωπα, ιδέες, ιστορίες ξεπηδούν παντού, μέσα στο παρόν, από τα γιαπωνέζικα κόμικς και καρτούν σε ταινίες του Χόλιγουντ - και νομίζω ότι αυτό θα έπρεπε επίσης να γίνει κατανοητό ως μέρος των «κλασικών σπουδών». Χρησιμοποιώ την εικόνα του ριζώματος, την ατελείωτη διάδοση του συστήματος της ρίζας που ο Gilles Deleuze και ο Felix Guattari χρησιμοποίησαν σε αντίθεση με τη συμμετρική εικόνα του δένδρου, για να περιγράψω την εμμονή και την επιβίωση και την πανταχού παρουσία των αρχαίων Ελλήνων στο χρόνο και το χώρο. Το βιβλίο για τους «νέους αρχαίους Ελληνες» προβάλλει μια πολύ διαφορετική εικόνα για την αρχαία Ελλάδα από αυτή που θέλουν να προωθούν οι συντηρητικοί.
* Με ποιον ακριβώς τρόπο βλέπουν οι πολιτικά συντηρητικοί κλασικιστές τους αρχαίους Έλληνες; Και πώς διαφέρουν απ' αυτούς οι πολιτικά προοδευτικοί κλασικιστές, όπως εσείς;
- Στην Αμερική, αλλά νομίζω και αλλού, οι πολιτικά συντηρητικοί έχουν παρουσιάσει μια εκδοχή των αρχαίων Ελλήνων κομμένη και ραμμένη στις δικές τους πολιτικές προκαταλήψεις και ιδεολογικά προγράμματα. Θέλουν τους αρχαίους Έλληνες να παραμείνουν κοκαλωμένοι μέσα στις απόψεις και τις αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα. Στην Αμερική αυτό σήμαινε, ανάμεσα σε άλλα πράγματα, να χρησιμοποιούν το παράδειγμα των Ελλήνων και των Ρωμαίων για να δικαιολογήσουν το καθεστώς δουλείας στις Νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ. Ο Τζορτζ Μπους και ο αντιπρόεδρός του, Ντικ Τσένι, συμβουλεύτηκαν τους ευνοουμένους τους κλασικιστές προκειμένου να πάρουν ιδέες και να διαμορφώσουν επιχειρήματα υπέρ της εισβολής στο Ιράκ. Για παράδειγμα, έλαβαν την απάντηση ότι ο Επαμεινώνδας δεν ήταν δημοφιλής, αλλά δικαιώθηκε από την Ιστορία για την απόφασή του να διεξαγάγει πόλεμο. Οι συντηρητικοί βλέπουν έναν πατριαρχικό, μιλιταριστικό, αυτοδίκαιο, ρατσιστικό πρότυπο και παράδειγμα στην αρχαία Ελλάδα. Οι προοδευτικοί βλέπουν σύγκρουση και αντίφαση στην αρχαιότητα: μια ποιήτρια σαν τη Σαπφώ, μια ιδέα σαν τη δημοκρατία, τρομερή ριζοσπαστική σύλληψη, λιγότερο ριζοσπαστική στην πράξη, υλιστές φιλοσόφους που επηρέασαν τον Μαρξ, δούλοι και αφέντες, την εφεύρεση της «ελευθερίας» ως μια κοινωνική κατηγορία, μια περίπλοκη, πλούσια, ατελή κοινωνία, όπως οιαδήποτε άλλη, αντί ένα βαλσαμωμένο πτώμα που δικαιολογεί την αντιδραστική πολιτική στο παρόν.

[ΠΗΓΗ: Χ.Ι. ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ – Ιδεογραφήματα στην Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 17 Μαρτίου 2013]

Μελαγχολία: ανικανοποίητος φόβος, λύπη, τρέλα (πραγματική ή μεταφορική) ή τραυματικό βίωμα;

$
0
0

«Όσοι έχουν λεπτό και εύθραυστο πνεύμα περιπίπτουν εύκολα σε μελαγχολία, επειδή δε είναι λακωνικοί και φείδονται λέξεων περιπίπτουν σε ονειροπόληση».


Στην Αινειάδα του Βιργιλίου η λύπη του πατέρα στη θέα του σκοτωμένου του γιου «παγώνει τα ζωτικά του υγρά», καθιερώνοντας ένα στερεότυπο «απάθειας» στην εκδήλωση της τεράστιας, απροσμέτρητης θλίψης. Λύπης ανάλογης με το βαθύτατο συναίσθημα απώλειας του Μontaigne μπροστά στον χαμό του αγαπημένου του φίλου Étienne de la Boetie: εκλεκτικής νηφαλιότητας, ιδεαλιστικής σύλληψης που προσιδιάζει στο μεταφυσικό ρίγος, σχεδόν συνώνυμης με την vanitas mundi και τη Μελαγχολία.
Στη μελέτη «Περί Μελαγχολίας»(εκδ. Κίχλη) η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη ανατρέχει στις αισθητικές, εικαστικές και λογοτεχνικές προσεγγίσεις του πνεύματος δυσθυμίας, εσωστρέφειας, ερμητισμού, αισθητισμού, ηθικής εξάντλησης ή/και συναισθηματικής αποδιοργάνωσης που συναντά κανείς ήδη στον Boissier de Sauvages. Πρόκειται για μιαν ανύποπτης ταχύτητας επικράτηση της θλίψης στο θυμικό του δημιουργού, ή για την υπερβατολογική διάσταση της απλής, καθημερινής αναδίπλωσης και εσωστρέφειας του καλλιτέχνη; Είναι ο «ανικανοποίητος φόβος, η λύπη, η τρέλα, πραγματική ή μεταφορική» που περιγράφει ο Robert Burton, ή μήπως τοποθετείται στα πλαίσια του πόνου, του τραυματικού βιώματος που μελετά ο Rοmano Guardini;

Ο Θεοδόσιος Πελεγρίνης, εκκινώντας από το βιβλίο του Burton, κατέδειξε πώς η μελαγχολία στην Αναγέννηση δεν καταχωρήθηκε ως «αρρώστια της ψυχής», αλλά ως πηγή δημιουργίας. Η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη από την ετυμολογία του όρου (μέλαινα χολή) φτάνει σ’ αυτό που οι Λατίνοι αποκαλούσαν taedium vitae (απαρέσκεια για τη ζωή), αυτό που ο Φρόιντ ονόμασε «ένστικτο θανάτου» και το οποίο ο R. Joly μελέτησε ως συμβολή της συμπτωματολογίας της «μαύρης χολής» στο αναλυτικό σύστημα που είχε παραθέσει ο Ιπποκράτης. Η εργασία του Ιπποκράτη «Αέρια, ύδατα, τόποι» είχε προηγηθεί μιας ολόκληρης σειράς ρητορικών και φιλοσοφικών μελετών: πχ, της Μελέτης των διαθέσεωντου Ηuarte de San Juan και της μνημειώδους έκδοσης της Ανατομίας της Μελαγχολίαςτου Burton. Ο Ρούφος από την Έφεσο ανακαλεί το ΧΧΧ Πρόβλημα του Αριστοτέλη (ή, κατ’ άλλους, του Θεόφραστου): «Όσοι έχουν λεπτό και εύθραυστο πνεύμα περιπίπτουν εύκολα σε μελαγχολία, επειδή δε είναι λακωνικοί και φείδονται λέξεων περιπίπτουν σε ονειροπόληση (contemplationem)».Ο Γαλιανός, ο Αρεταίος της Καππαδοκίας, ο Καίλιος Αυρηλιανός, όλοι όσοι δημιούργησαν σχετικά στερεότυπα σχολιάστηκαν από τον Jan Starobinski: οι ορισμοί ποικίλλουν, αλλά επικρατεί η προσέγγιση των Ελλήνων στην παθολογία της επιληψίας.

Πρωτίστως, λοιπόν, η Μελαγχολία συνιστά ύφος: γνώριμο και προσφιλές ύφος των μεγάλων μουσικών και ζωγράφων, καθώς και των μεγάλων ρητόρων και ποιητών, ως την εποχή της υπερρεαλιστικής γραφής και του εσωτερικού μονολόγου, ως τους ρυθμούς των νέγρικων μπλουζ και των graffitis στους τοίχους των μητροπόλεων του δυτικού πολιτισμού. Έχουμε μάθει ν’ αντικρίζουμε την Αναγέννηση ως «χρυσό αιώνα» της Μελαγχολίας, ενώ το Μπαρόκ απλά ως μια περίοδο ακμής της: στην Αναγέννηση, η αισθητική αυτή κατηγορία- που έως τότε περέμενε δέσμια της μεσαιωνικής ψυχολογίας, ψυχογραφίας και ηθικής- συνδέθηκε με τον συναισθηματικό κόσμο του έμφρονος ανθρώπου κατά τρόπον ώστε να του υποβάλει μια πρόγευση του Υψηλού, του μεγαλειώδους, του Επιβλητικού, αλλά και των ιδεωδών της ανιδιοτέλειας, της ευγένειας, της φιλίας και της αιωνιότητας, αντίθετα προς τα εκρηκτικά, αιματώδη, εξωστρεφή, φίλεργα και συμμετοχικά συναισθήματα της ημέρας και του ήλιου. Ηρεμία και χαμόγελο, γαλήνιος θαυμασμός και αυγούστεια μεγαλοπρέπεια του Αγίου Πέτρου της Ρώμης, σε αντίθεση με το «ξάφνιασμα», την άβυσσο, τον τρόμο, το κρύο του ρομαντικού τοπίου και την αποκαλυπτική αίσθηση του Υψηλού.

Το δοκίμιο της κας Ρασιδάκη μελετά τη Μελαγχολία ως κεντρικό θέμα της ατομικής διανόησης των φιλοσόφων του Μεσαίωνα και της Ρομαντικής εποχής, ως στάση ζωής και ως εκφραστικό μέσον, ως συναισθηματική κατάσταση πεσιμισμού και ως παθολογία. Η Ρητορική υποχρέωσε τους γιατρούς και τους φυσιολόγους να περιοριστούν σε ορισμούς των ασθενειών, στερώντας τους το δικαίωμα των ανεξακρίβωτων υποθέσεων. Αυτό, μέχρις ότου ο γιατρός Pinel να συνθέσει την «αθυμία» του Αρεταίου, την «απύρετη εξάντληση» του Boissier de Sauvages, την «καλπάζουσα φαντασία» του Εsquirol,τη «μισανθρωπία» των αναχωρητών, την «πρόληψη» και τον «υποχονδριασμό», την «αφασία» και τη θανατοπληξία του Ρομαντισμού σε μια νέα τυπολογία: η Μελαγχολία συνδέεται με τη δημιουργική ευφυḯα, συχνά δε με την ιδιοφυḯα. Η τρέλατου Αίαντα στο ομώνυμο έργο του Σοφοκλή, αλλά και η μανίατου Ηρακλέους στον Ευριπίδη, μεγάλα αποσπάσματα από τους πλατωνικούς διαλόγους, το έργο του Εμπεδοκλή, τα Ηθικά Νικομάχειατου Αριστοτέλη αναγνώσθηκαν πλέον με πυξίδα τη Μελαγχολία.Ο αντικοινωνικός χαρακτήρας του μελαγχολικού είχε βέβαια ήδη εντοπισθεί από τον Ιπποκράτη, σε έντονη αντίθεση προς τα αιματώδη, φλεγματικά και χολερικά γνωρίσματα των υπόλοιπων ανθρώπινων τύπων. Η κα Ρασιδάκη πραγματεύεται την ενοχική αντίληψη του 12ουαιώνα για τη Μελαγχολία και τη σύνδεσή της με το αμάρτημα της «ακηδίας» και το Προπατορικό Αμάρτημα. Διέρχεται των κύριων σταδίων θεωρητικής επεξεργασίας της έννοιας, έως και τον Adorno και τον Freud. Επικεντρώνει όμως στην «τομή» την οποία επιχείρησε η φροϋδική έρευνα με τον ψυχιατρικό λόγο που αντιλαμβάνεται τη μελαγχολία ως επαναληπτικό επεισόδιο της μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης: αν στο Πένθος ο κόσμος γίνεται φτωχός και κενός περιεχομένου, στη Μελαγχολία φτωχαίνει, αδειάζει το ίδιο το Εγώ.Καθιστά, έτσι, ευκολότερη την προσέγγιση του υστερότερου κεφαλαίου της «Η Μελαγχολία της Εξουσίας», όπου πρεσβεύει πως η δημόσια εικόνα του ηγέτη υπονομεύεται από το λογοτεχνικό ψυχογράφημά του ως μελαγχολικής ιδιοσυγκρασίας.

Η Φιλοσοφία της Τέχνης παρέμεινε, είναι η αλήθεια, επίμονα προσκολλημένη στην αρχαία δυαρχία νοητού-αισθητού, χωρίς να λαμβάνει υπ’όψιν της την εμπράγματη απεξάρτηση της καρτεσιανής ανθρώπινης αντίληψης από το δίλημμα αυτό. Επί παραδείγματι, στην εικαστική αναψηλάφηση της Μελαγχολίας συστεγάζονται νεκρές φύσεις και trompe l’oeil. Ο μελετητής ανακαλεί τους συμμετρικούς, πληκτικούς κήπους της ευρωπαϊκής μοναρχίας, τις Βερσαλλίες, το Μικρό Τριανόν, τα τοπία του Watteau, την αίσθηση αποκλεισμού από τα εγκόσμια που κληρονομήθηκε από τον 17οαιώνα. Τους ιαπωνικούς κήπους, που βασίζονται στο στοιχείο της έκπληξης και καθιερώνουν την αποφυγή της συμμετρίας. Την απαλή μελαγχολία του Poussin που απλώνει το τοπίο ενός νέου, απροσδιόριστου χρόνου μπροστά στα έκπληκτα μάτια του θεατή και τη μουσική του Rameau, οι οπαδοί της οποίας πρέσβευαν πως «η ψυχή είναι ανήσυχη, μελαγχολική, γιατί δεν βρίσκει τη θέση της δίπλα στον Θεό».Τον Étienne de Lacepède, εκλαϊκευτή του Rameau, που απέδωσε το αίτιο της γέννησης της Μουσικής στη Μελαγχολία, αναφερόμενος κυρίως στην Όπερα. Από την κλασική γραμματεία ανακαλεί τους ευριπίδειους Ιππόλυτο και Άδμητο, που ενσαρκώνουν ιδεώδεις, αριστοκρατικούς εκπροσώπους της μελαγχολικής διάθεσης του γαλαζοαίματου, θλιμμένου πρίγκιπα. Τον grotesque μονόλογο του Άμλετ. Το genium cucculatum του διονυσιασμού, τον τύπο της «νυκτέλιας» μάγισσας, τη Δήμητρα και την Κόρη, τις εφέστιες θεότητες και τις Εστιάδες του παρνασσισμού, τη μαινάδα Αγαύη. Τον λουθηρανισμό, που μετέστρεψε τις μεγάλες μάζες των Ευρωπαίων σε μιαν αντιμετώπιση πολύ αισθησιοκρατική ώστε να διακρίνεται από οιανδήποτε μελαγχολική προδιάθεση. Αλλά και την εκβιομηχάνιση της καλλιτεχνικής παραγωγής των ημερών μας, όπου τα στάδια ακμής και ύφεσης της μελαγχολικής διάθεσης φαίνονται συνυφασμένα περισσότερο με τις κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις, παρά με τα κυρίαρχα στα Πανεπιστήμια αισθητικά ρεύματα.

Τον Οκτώβριο του 2005 το Grand Palais στο Παρίσι διοργάνωσε μια διεθνή έκθεση με τίτλο: «Μελαγχολία. Η διάνοια και η τρέλα στη Δύση», όπου, μεταξύ άλλων, παρουσιάστηκαν η γνωστή αλληγορία Melencolia Iτου Albrecht Dürer, το Μηχανικό Κεφάλιτου Raoul Haussmann, έργα των Sironi, Grosz, Kiefer, Von Stuck, γκραβούρες του Antonin Artaud και σκίτσα ψυχοπαθών που φιλοτέχνησε ο Kaulbach στο Βερολίνο του 1834: πρόθεση της σημαντικής αυτής έκθεσης ήταν να καταδειχθεί η περιθωριοποίηση που υφίσταται ο μελαγχολικός δημιουργός από τη σύγχρονη πολιτιστική βιομηχανία. Μέχρι πού μπορεί να επεκταθεί αυτή η προσέγγιση; Μα έως και τα νέγρικα spirituals, το tango argentino, ένα μεγάλο μέρος της flamenco παράδοσης, τα blues, αλλά και τα συναισθήματα μόνωσης της εφηβείας, και τη νοσογραφική προσέγγιση της κατάθλιψης, καθώς και τη συνεχή προσπάθεια εξισορρόπησης του ανθρώπου ανάμεσα στις θρησκευτικές του καταβολές και τη φυσική ροπή των πραγμάτων. Στην ερευνητική προσέγγιση της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη ο homo technologicus εκφαίνεται, αναπόφευκτα, ως homo artificialis. Και ως τέτοιος (μη αληθής) εκφαίνεται και στη Λογοτεχνία του εικοστού αιώνα: abandonatus, anxiosus, confusus, diffectuosus, inabilis, instabilis, somnolentis, torbidus και vespertinus. Σιωπηλός παρατηρητής και μονωμένος, εσωστρεφής, δύσθυμος στοχαστής.
Από την εκτενή αυτήν μελέτη δεν θα μπορούσαν να λείπουν η Julia Kristeva, η Αnna Seghers, η μεγάλη αουτσάιντερ της γερμανόφωνης μεταπολεμικής λογοτεχνίας Ilse Aichinger καθώς και η «αφήγηση ως εργασία πένθους», που συγκεφαλαιώνουν πολύχρονη αναδίφηση της συγγραφέως στον ευρωπαϊκό περί Μελαγχολίαςλόγο και στον Γνωστικισμό: η «εκ των υστέρων» ανάπλαση του παρελθόντος, με στόχο την υπέρβαση του αισθήματος απώλειας, παράγει ανατροπή της χρονικής αλληλουχίας στην αφήγηση, επισημαίνει η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη. Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίον αυτή η διαπίστωση αυτόματα τεκμηριώνεται με την επιλογή των plates που κοσμούν το βιβλίο της: νεκρές φύσεις όπου η υπόμνηση της ταυτότητας και της θνητότητας (μια νεκροκεφαλή, π.χ.) «ακινητοποιούνται» και συμβολοποιούνται στα μάτια του θεατή. Εύκολα κανείς θα όριζε το ‘κρόνειο’ ταμπεραμέντο, το crepusculo της Τέχνης, ως ευκόλως αναγνωρίσιμο αισθητικό κατηγόρημα που ανήκει στη σφαίρα και τη δικαιοδοσία του Υψηλού, αν ως εφαλτήριο χρησιμοποιούσε τη λογοτεχνία της Marguerite Duras, του William Faulkner, του Franz Kafka, του Heinrich Böll, του Jukio Mishima ή του Γιώργου Χειμωνά. Όμως η ανάλυση που η κα Ρασιδάκη κάνει στο «Φθινόπωρο του Πατριάρχη» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και στον «Λαβύρινθο» του Πάνου Καρνέζη περνά τη βάσανο μιας θεωρητικοποίησης της μελαγχολικής κράσης ως γνωρίσματος της αφήγησης και φυσικά εκπλήσσει τον αναγνώστη. Η δυσκολία του εγχειρήματος συνίσταται ακριβώς στο μη προφανέςτου ερευνητικού αντικειμένου: εδώ προτάσσεται ο συσχετισμός εξουσίας και μελαγχολίας, με υποστηρικτικό υλικό την προϋπάρχουσα γραμματολογία, στον λατινοαμερικανικό λογοτεχνικό χώρο και στην μετά τη μικρασιατική καταστροφή ελληνική λογοτεχνία, αντίστοιχα. Δυσχερής φαίνεται η σύνδεση του μεγαλοϊδεατισμού και της περίλυπης αφηγηματικής απομυθοποίησής του. Όμως μιλάμε εδώ για ένα κατεξοχήν ανοικτό διάλογο: η συγγραφέας γνωρίζει εις βάθος το αχανές του τοπίου που επιχειρεί να εξερευνήσει.

Με τόσο εκτεταμένη βιβλιογραφία πίσω της, εστιάζοντας σε νέες παραμέτρους του ζητήματος που κομίζουν πολύτιμο προβληματισμό και περιβεβλημένη τη γνωστή εκδοτική κομψότητα των εκδόσεων «Κίχλη», η μελέτη της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη έρχεται να καταλεχθεί στις σημαντικότερες εκδόσεις των τελευταίων χρόνων. Κι αυτό δεν θα ήταν εφικτό χωρίς το άγρυπνο και σχολαστικό βλέμμα της Γιώτας Κριτσέλη.

[ΠΗΓΗ: Νίκος Ξένος, BOOKPRESShttp://bookpress.gr/ ]

Όταν αποφασίσαμε να κάνουμε Επανάσταση, δεν συλλογιστήκαμε πόσοι είμεθα, αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας

$
0
0

Τα παρακάτω αποσπάσματα αποτελούν την πνευματική παρακαταθήκη του Γέρου του Μωριά προς τη νέα γενιά. η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα, στο ίδιο σημείο όπου οι αρχαίοι ρήτορες έβγαζαν τους δικούς τους λόγους. Πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.

Στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο γηραιός στρατηγός και εν ενεργεία Σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας (νυν 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθήνας) για να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου (1784-1854) για τον Θουκυδίδη. Τόσο εντυπωσιάστηκε από την «παράδοσιν του πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου και από την θέαν τοσούτων μαθητών», ώστε εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος προς τους μαθητές. Την πρότασή του απεδέχθη ο Γεννάδιος και λόγω της στενότητας του χώρου και του πλήθους των μαθητών η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ορίσθηκε για τις 10 το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα. Το γεγονός μαθεύτηκε στη μικρά τότε Αθήνα και εκτός από τους μαθητές, πλήθος ανθρώπων «διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων» συνέρρευσε στην Πνύκα το πρωί της 8ης Οκτωβρίου για να ακούσει τον ηγέτη της Επανάστασης του '21. Ξαφνικά, στον χώρο της ομιλίας εμφανίσθηκε «σμήνος χωροφυλακής», αποφασισμένο να διαλύσει τη συγκέντρωση, επειδή προφανώς, ως βασιλικότερο του βασιλέως Όθωνα, τη θεώρησε αντικαθεστωτική. Όμως, μετά τη διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη και των καθηγητών για το «αθώο της πράξεως», οι χωροφύλακες αποχώρησαν και η ομιλία έγινε κανονικά.

Η Ομιλία
Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί,και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.

Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο.Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!

Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα….
…………………………
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία

[ΠΗΓΗ: Σαν Σήμερα http://www.sansimera.gr/]
Viewing all 535 articles
Browse latest View live