Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all 535 articles
Browse latest View live

Στο χαρτί μου σχεδιασμένο ένα καράβι όλο λέει να ταξιδέψει, μα πνιγμένο μεσ’ των λέξεων την παλίρροια πώς μπορεί;

$
0
0

Γιατί η ποίηση δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας. (Μ. Αναγνωστάκης)


Αν η ποίηση είναι «ανάπτυγμα επιφωνήματος»,όπως μας κληροδότησε ο Κωστής Παλαμάς εκείνον τον «μπονζάι ορισμό», που τον υπενθύμιζε ο Κώστας Κουλουφάκος στις περίφημες διαλέξεις του στον Φιλοπρόοδο Ομιλο Υμηττού τη δεκαετία του ’70, αυτού του πλέον δύσκολου και κρυπτικού είδους της γραμματολογίας (κάποιοι ιδαλγοί επιμένουν ακόμα να τη διαχωρίζουν από τη λογοτεχνία) κι αν, ακόμα, «η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε», σύμφωνα με τον Καρυωτάκη, πώς μπορούμε να τιμήσουμε καλύτερα την Παγκόσμια Ημέρα της; Κι αν εγείρονται, δικαιολογημένα, αμφιβολίες και ενστάσεις για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, γιατί δεν θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς κάποιες επιφυλάξεις για τον παγκόσμιο εορτασμό της, που κυρίως στην Ελλάδα προβάλλεται; Σε τι αποβλέπει αυτή η ημέρα, που οφείλεται σε μία, προφανώς καλοπροαίρετη, ιδέα του Μιχαήλ Μήτρα και υλοποιήθηκε από τον Βασίλη Βασιλικό, στην παρισινή του «εξορία» ως πρεσβευτή της Ελλάδας στην Unesco, που και ο ίδιος επέλεξε αυτό το καταφύγιο από τα πρώτα εφηβικά χρόνια
(«Στο χαρτί μου σχεδιασμένο ένα καράβι
όλο λέει να ταξιδέψει.
Μα πνιγμένο μέσ’ στων λέξεων την παλίρροια
πώς μπορεί;»)
μέχρι τις ποιητικές συλλογές που κυκλοφόρησαν από τις «Εκδόσεις 8½» τα χρόνια της αυτοεξορίας; Επιπλέον, σε τι ωφελεί μια τέτοια μέρα, όταν στην Ελλάδα παραμένουν αμετάφραστοι σημαντικοί ξένοι ποιητές (Γκεόργκε, Μπεν, Κρίλι κ.ά.), ενώ η πλειονότητα των ποιητικών συλλογών εκδίδεται ιδίοις αναλώμασιν και από τις βιβλιοκριτικές των εφημερίδων απουσιάζουν συστηματικά τα βιβλία των ποιητών, παλαιοτέρων και νεοτέρων; Κι αν δεχτούμε, τωόντι, τη χρησιμότητα της ημέρας, με ποια κριτήρια θα προβάλουμε ποιους ποιητές και από ποιο έργο τους, όταν γνωρίζουμε ήδη, από την εποχή του Ελιοτ, ότι «η ποίηση γράφεται από τους ελάσσονες ποιητές»;

Πώς και πού θα χωρέσουν σ’ αυτόν τον συνωστισμό οι στίχοι του εστέτ Καίσαρα Εμμανουήλ, του Νίκου Καρύδη, του Θωμά Γκόρπα, του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, αλλά και ποιος θα (προλάβει να) θυμηθεί κάποια ποιήματα του Χρήστου Ν. Βαλαβανίδη, του Ηρακλή Λιόκη, τα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου ή του Θοδωρή Γκόνη, τα «πορνογραφικά» ποιήματα του Μπέρτολτ Μπρεχτ,κι ακόμα ποιος θα (προλάβει να) ανατρέξει στον Γιάννη Σκαρίμπα, τον Τσέζαρε Παβέζε ή τον Φίλιπ Λάρκιν,τους Ρώσους νεωτερικούς ποιητές με τις αυτοκτονικές εμμονές τους από την εποχή των Γιεσένιν-Μαγιακόβσκι ή τα «σανσόν» του Πρεβέρ, του Μπρελ και της Μπαρμπαρά;

Στην ίδια τη λέξη «ποίηση» κρύβεται, σαν ωρολογιακή βόμβα, μια κοσμογονική ποιητική δημιουργία, από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Πόε, και ταυτόχρονα μία ροπή προς την οίηση, που εύκολα μπορεί να εκτραπεί σε ένα ναρκισσιστικό «χάπενινγκ», το οποίο ο παλιός ασπρόμαυρος ελληνικός κινηματογράφος ήδη απαθανάτισε αριστουργηματικά στον «ποιητή Φανφάρα», διακωμωδώντας την απέχθειά του στους ποιητές.

Κι αν αναλογιστούμε ότι, με τις αλλοπρόσαλλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις της Μεταπολίτευσης, η είσοδος των «απαγορευμένων ποιητών» στα σχολικά αναγνώσματα ελάχιστα προήγαγε την υπόθεση της ποίησης ούτε εντέλει κέρδισε περισσότερους φίλους στις ευαίσθητες ηλικίες, τότε, ίσως, μπροστά στη βιβλιοθήκη θυμάται κανείς τα λόγια του Μπεν: «Ο άνθρωπος δεν είναι μόνος, η σκέψη είναι μοναχική». Το ίδιο και η ποίηση
[ΠΗΓΗ: Κώστας Καλφόπουλος, Εξ Αφορμής, Αντιποιητικές απορίες ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 24 Μαρτίου 2013]

Ελεύθεροι κατακτημένοι: έρχεται η μέρα που η μάσκα τραβιέται βίαια και φανερώνεται το αληθινό μας πρόσωπο

$
0
0

Μπορούμε σήμερα να αποφασίσουμε ξανά, ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι μαζί, ποιοι είμαστε. Τι είναι σημαντικό και τι όχι. Τι αξίζει να προσπαθήσουμε μέχρι τέλους. Ποια λόγια αξίζει να πούμε προτού φύγουμε, πώς αξίζει να σταθούμε και απέναντι σε τι, προτού πεθάνουμε. Κι αυτό, μπορούμε να το κάνουμε, ακόμη και νηστικοί, άνεργοι και άστεγοι. Ήταν όμως αδύνατον να το κάνουμε χορτάτοι και υποταγμένοι, με έναν εαυτό-καταναλωτή, εξαρτημένο και ευχαριστημένο


Δεν θα πω για τους άλλους. Λίγο με ενδιαφέρει η ποιότητα και η στάση τους σε τέτοιες στιγμές. Ούτε και περίμενα καλύτερη αντιμετώπιση. Όσο και να τους βρίσω, χαϊδεύω τα αυτιά μας και τίποτα δεν αλλάζει. Θα πω για εμάς, και συγχωρήστε με:
Έρχεται η μέρα που η μάσκα τραβιέται βίαια. Η μέρα που το αληθινό μας πρόσωπο φανερώνεται, θέλουμε-δεν θέλουμε, αφτιασίδωτο και τρομακτικά αληθινό. Πρέπει να το κοιτάξουμε, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Πρέπει να το ρωτήσουμε, να μας πει ποιοι είμαστε. Γιατί μόνο αυτό γνωρίζει.
Γυρνάμε απότομα, για να αντικρίσουμε μια τρύπα στον καθρέφτη. Πού απουσιάζει το πρόσωπό μας; Το ξεχάσαμε σε μικρά, ταπεινά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, στη σκόνη χαμηλών, πλύνθινων ερειπίων, στους τάφους αγράμματων, ακατέργαστα σοφών παππούδων. Εκεί αφήσαμε θαμμένες τις αληθινές καλημέρες, τη συγκίνηση των στίχων, την αλληλεγγύη των ανθρώπων κι ότι πολύτιμο δεν μετριέται σε χρήμα. Έκτοτε, προχωρήσαμε στον «σύγχρονο κόσμο» απρόσωποι, γυμνοί, παλεύοντας να κρατήσουμε το νήμα της ύπαρξής μας άκοπο, μέσα σε εποχές δύσκολες, μέσα σε ένα τοπίο που δεν μας μοιάζει.
Γίναμε αρχοντοχωριάτες, επενδύοντας στα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο συνθετικών της λέξης.«Έχω γάμο», λέγαμε και στεκόμασταν καλοντυμένοι σε γκαζόν ξενοδοχείων, με φακελάκια στα χέρια, χωρίς αληθινή, από καρδιάς ευχή. «Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας». Ούτε αινίγματα, ούτε τίποτε. Όλα απαντημένα, όλα πεζά. Μεγάλα και άδεια. Απομείναμε αναίσθητοι μπροστά στο ιερό, ζώντας ένα γυαλιστερό, αντιαισθητικό, άχαρο, ανέραστο, ανίερο, ξοδεμένο παρόν. Χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρο, διαζευγμένοι από το είναι μας.
Τα καλύτερα παιδιά μας τα πουλήσαμε. Τα αφήσαμε να σπαταλούν τη ζωή τους σε λογιστικά βιβλία, σε γραφεία εταιρειών, σε άψυχους λογαριασμούς. Τα κάναμε σκλάβους με τίτλους διευθυντικού στελέχους. Τα ταΐσαμε χρήματα, τα σπουδάσαμε χρήματα, τα μάθαμε να σκέφτονται χρήματα, να υπηρετούν χρήματα, να ονειρεύονται χρήματα, να παντρεύονται χρήματα, να γεννάνε χρήματα, να είναι χρήματα. Μιλούν άπταιστα τα χειρότερα Αγγλικά (αυτά της δουλειάς) και άθλια τα καλύτερα Ελληνικά (τα Κυπριακά). Όταν τα χρήματα λείψουν, από πού θα κρατηθούν;
Αντικαταστήσαμε το γλέντι στην πλατεία του χωριού με το σκυλάδικο. Τον έρωτα με το στριπτιζάδικο. Τα αναγκαία για την επιβίωση, με ένα τζιπ γεμάτο άχρηστα ψώνια. Τον ελεύθερο χρόνο με την υπερωρία. Κάναμε το παιγνίδι των παιδιών υπερπαραγωγή, σε πάρτι γενεθλίων κατά παραγγελία. Ξεχάσαμε ποια είναι τα βασικά συστατικά της ύπαρξής μας, ως ατόμων και ως κοινωνίας, αντικαθιστώντας τα με ότι μάς γυάλισε στη βιτρίνα. Γίναμε ότι μας έπεισε ο διαφημιστής, η τηλεόραση ή το περιοδικό να γίνουμε. Καταντήσαμε οπαδοί ομάδων, φανατικοί, με μαχαίρια και μίσος. Έφηβος, προτού σιχαθώ όλες τις ομάδες εξίσου, ήμουν με την Ομόνοια. Μια μέρα που έπαιζε με το ΑΠΟΕΛ, αρρώστησε ο τυμπανιστής των αντιπάλων. Ήρθαν στην άλλη κερκίδα και μου ζήτησαν να πάω στη δική τους, για να παίξω το τύμπανο. Πήγα ευχαρίστως.
Πέρασε ο καιρός, αλλάξαμε. Ξεχάσαμε. Χωριστήκαμε σε κόμματα και τα ψηφίσαμε τυφλά, διχαστήκαμε με τρόπο αταίριαστο στην ιστορία και την παράδοσή μας. Σε μια σταλιά τόπο, λέγαμε «οι άλλοι». Πήραμε τα χειρότερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας και τα κάναμε αξιώματα.
Να πάει στο καλό τέτοιος εαυτός, να μην ξανάρθει. Καθόλου μην τον κλάψουμε, καθόλου μη μας λείψει. Στον αγύριστο!
Πέρασαν χρόνια. Το κορίτσι από τις Φιλιππίνες έκλαιγε κρυφά στο κρεβάτι του για το παιδί και τη μάνα που άφησε για να σερβίρει καφέ τον κύριο Πάμπο, που έγινε σερ, για να σιδερώνει τα ακριβά βρακιά της κυρίας Αντρούλλας, που έγινε μάνταμ. Η κοπέλα θα γυρίσει φτωχή στο Μπάγκιο Σίτι ή στη Μανίλα. Θα αγκαλιάσει τη μάνα της, θα φιλήσει το παιδί της. Εμείς, πού επιστρέφουμε;
Τι μένει όταν ο σερ και η μάνταμ, έκπληκτοι, χάνουν το αυτοκίνητο, την υπηρέτρια, το λούσο και το σπίτι τους; Τι κρατιέται αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο, κάτω από την επιφάνεια που βουλιάζει; Πού ακριβώς βρίσκεται ανεξίτηλα χαραγμένος ο βαθύς Χαρακτήρας, που μας επιτρέπει, όταν όλα αλλάζουν, να λέμε ακόμη «Εμείς»;
Μπορούμε σήμερα να αποφασίσουμε ξανά, ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι μαζί, ποιοι είμαστε. Τι είναι σημαντικό και τι όχι. Τι αξίζει να προσπαθήσουμε μέχρι τέλους. Ποια λόγια αξίζει να πούμε προτού φύγουμε, πώς αξίζει να σταθούμε και απέναντι σε τι, προτού πεθάνουμε. Κι αυτό, μπορούμε να το κάνουμε, ακόμη και νηστικοί, άνεργοι και άστεγοι. Ήταν όμως αδύνατον να το κάνουμε χορτάτοι και υποταγμένοι, με έναν εαυτό-καταναλωτή, εξαρτημένο και ευχαριστημένο.
Μείναμε σε σκηνές, στο ύπαιθρο, για χρόνια. Χάσαμε για πάντα τα σπίτια, τα χωριά και τις ζωές μας. Περιμέναμε κάθε μέρα, για χρόνια, αγνοούμενους που δεν γύρισαν. Για δεκαετίες, ακούγαμε αεροπλάνο και στρέφαμε έντρομοι τα μάτια στον ουρανό. Χιαστί ταινίες στα παράθυρα, μη σπάσουν από τον βομβαρδισμό που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ξαναρχίσει. Τα παιδιά που έβγαλαν το σχολείο διαβάζοντας με το κερί στα αντίσκηνα, χειμώνες στη σειρά, βρίζονταν στην Ελλάδα από τους Ελλαδίτες, γιατί τους έτρωγαν τις θέσεις στα πανεπιστήμια. Η Μεγάλη Μαμά τίποτα δεν κατάλαβε. Κι ακόμη δεν καταλαβαίνει. Γιατί, μπορεί η Κύπρος να είναι Ελληνική, όμως, πόσο λίγο Κυπριακή είναι η Ελλάδα! Πόσο λίγο Ελληνική είναι η Ελλάδα!
Επιτρέψαμε στους μικρούς πολιτικούς ενός αδύναμου και απροστάτευτου τόπου, να συμπεριφέρονται σαν άρχοντες αυτοκρατορίας. Να υπηρετούν κόμματα και τσέπες, σαν να μην υπάρχει απειλή, κίνδυνος και γκρεμός, σαν να είναι αδύνατον από τη μια μέρα στην άλλη να γίνουμε μπουκιά στο στόμα κροκοδείλων. Είδαμε τα τρυφερά, αγνά χαμόγελα των παιδιών του Απελευθερωτικού Αγώνα να χρησιμοποιούνται από βάρβαρους, απαίδευτους «πατριώτες» με ξυρισμένα κεφάλια, φαλακρούς «απ’ έξω κι από μέσα». Ζήσαμε την αδικία, την απώλεια, την εγκατάλειψη. Τα ξέρουμε όλα, τα είδαμε όλα, τα ζήσαμε όλα. Τώρα θα φοβηθούμε;
Όταν κλαίγαμε το ’74, κλαίγαμε για τα σπίτια μας. Σήμερα θα κλάψουμε για τις επαύλεις μας; Τότε, κλαίγαμε για το χωριό μας. Θα κλάψουμε σήμερα για την τράπεζα; Τότε, για τους τάφους των γονιών μας. Σήμερα για τα χρέη μας; Τότε, για τις ζωές μας. Σήμερα για τις δουλειές μας; Δεν νομίζω...
Η κοινωνία μας, αυτή η διαλυμένη, πιέζοντας ασταμάτητα την όποια επίσημη πολιτική ηγεσία, αλλά και πέρα απ’ αυτήν, θα αναπτύξει μηχανισμούς στήριξης των ανέργων, θα φροντίσει τα παιδιά της. Όχι από ελεημοσύνη. Από αλληλεγγύη. Και με τη γνώση πως, αν ο διπλανός δε ζει καλά, κανείς δε ζει καλά. Γιατί, ότι ποτέ μας κράτησε σ’ αυτόν τον τόπο, ήταν ένας ιδιόμορφος, ποιητικός, παράλογα ωραίος κοινωνικός ιστός, που αυτοπροστατεύεται και που μας προστατεύει. Αυτός είναι που ανάγκασε τους βουλευτές να πουν, για μια έστω στιγμή, «Όχι».
Το «Όχι» της Κυπριακής Βουλής, είναι σημαντικότερο απ’ ότι κάποιοι χαιρέκακοι μπορούν να υποψιαστούν. Κι ας επιστρέψει η Βουλή εκλιπαρώντας τους Τροϊκανούς, κι ας πέσει στα γόνατα, κι ας τους γλύψει τα πόδια, μετά. Κι ας χάσουμε περισσότερα. Γιατί, για μια στιγμή έστω, έμοιασε η Δημοκρατία να έχει νόημα, ένα νόημα ξεχασμένο εδώ και δεκαετίες. Έμοιασαν, έστω και για μια στιγμή, οι εκπρόσωποι να εκπροσωπούν πράγματι. Η στιγμή καταγράφεται και μένει, δημιουργώντας προηγούμενο, παρά την όποια κατάληξη. Και το γεγονός πως το προηγούμενο δημιουργήθηκε από μισή μερίδα τόπο, αγαπητοί λογικοί λογιστές, το κάνει ακόμη σημαντικότερο. Τίποτα «δικό σας» δεν θα μείνει ποτέ στην Ιστορία, να σηματοδοτεί, να καθορίζει, ή έστω να θυμίζει κάτι υπαρξιακά σημαντικό. Αφήστε μας να το χαρούμε. Δεν μας προσφέρονται συχνά τέτοιες χαρές.
Αυτό το «Όχι», φαίνεται να είχε και χειροπιαστά αποτελέσματα: Εκτός από τη δυνατότητα μη φορολόγησης των μικροκαταθετών, εκτός από το χρονικό περιθώριο που έδωσε για τη νομοθετική ρύθμιση του περιορισμού των συναλλαγών και τη δημιουργία Ταμείου Αλληλεγγύης, που μπορούν να παίξουν σημαντικά θετικό ρόλο στο μέλλον, έδωσε και τη δυνατότητα, έστω σπασμωδικά, έστω την τελευταία στιγμή, έστω με απογοητευτικό αποτέλεσμα, να μετρηθούν οι δυνάμεις και οι «φιλίες», τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδας. Βοήθησε να καθαρίσει το τοπίο, να τελειώσουμε με ψευδαισθήσεις, να καταλάβουμε ξανά το πόσο μόνοι είμαστε, το πόση ευθύνη έχουμε. Κι όσοι πιστεύουν πως με ένα «Ναι» θα σώζαμε κάτι, τη Λαϊκή Τράπεζα ή την Κύπρου (αλήθεια, πόσο «δική μας» μπορεί να είναι μια τράπεζα;) και μαζί τις δουλειές, ή τους κόπους μιας ζωής που τους εμπιστευτήκαμε, να μην ξεχνούν πως, όποιο κομμάτι μας έμεινε απροστάτευτο, ούτως ή άλλως, και με τα «Ναι» και με τα «Όχι», θα κατασπαραχθεί.
Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει “plan B”. Θα ήταν αδύνατον να έχει εκπονηθεί από ανθρώπους της γενιάς μου και της προηγούμενης, από ανθρώπους βουτηγμένους στην κατανάλωση, στο εφήμερο, στο συμφέρον, στο νεοπλουτισμό και στο τίποτε, μια πολιτική που να έχει βάθος και σοβαρότητα. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογική, είπαν ενστικτωδώς “Όχι”. Έστω και για μια στιγμή. Ένα “Όχι” καταστροφικό και λυτρωτικό μαζί, που εσείς, αγαπητοί Ελλαδίτες μνημονιακοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, με πρόσχημα το καλό μας, δεν θα πείτε ποτέ. Θα προτιμήσετε να καταστραφούμε εξίσου, λέγοντας “Ναι”.
Οι Κύπριοι προσφυγοποιούμαστε ξανά στην ίδια μας την πατρίδα. Χάνουμε ξανά τη ζωή όπως τη χτίσαμε, όπως νομίζουμε πως τη διαλέξαμε, όπως νομίσαμε πως μας ανήκει. Και φοβόμαστε. Είναι ανθρώπινο. Όμως, τι πραγματικά φοβόμαστε; Ότι θα πεινάσουμε; Πεινάσαμε και παλιότερα. Ότι θα κρυώσουμε; Κρυώσαμε χρόνια. Ότι θα μείνουμε μόνοι; Πάντα μόνοι ήμασταν. Ότι θα πονέσουμε; Από πόνο άλλο τίποτε... Ότι θα μας κατακτήσουν; Πάντα κατακτημένοι υπήρξαμε.

Θα τα καταφέρουμε, το ξέρουμε καλά! Γιατί, τελικά, δεν φοβόμαστε τίποτε. Γιατί, τελικά, το μόνο που φοβόμαστε, είναι το υποχρεωτικό κοίταγμα στον καθρέφτη. Το μόνο που μας φοβίζει, είναι το μόνο που πραγματικά έχουμε: το αληθινό μας πρόσωπο. Ας το ξεθάψουμε, ας το θυμηθούμε, ας το κοιτάξουμε. Ενώ όλοι, φίλοι και εχθροί, μας αγριοκοιτάζουν, ενώ η μάσκα μας πέφτει νεκρή, αυτό θα μας χαμογελάσει

[ΠΗΓΗ: Αλκίνοος Ιωαννίδης, από την προσωπική του ιστοσελίδα: http://www.alkinoos.gr/el/news.html ]

Η αλήθεια της Δημοκρατίας είναι μεταφυσική;

$
0
0

Τι είναι αυτό που το 73,6% των συμπατριωτών μας το εκφράζει με ένα κατηγορηματικό «Όχι» προς την ανάλγητη πολιτική της Ευρώπης για την Κύπρο σήμερα, χθες αλλά και αύριο για την Ελλάδα; Τι επακριβώς σημαίνει αυτό το «ρεύμα του Οχι»; Αφέλεια, όπως υποστηρίζουν οι σαράφηδες του πιο εξαντλημένου πραγματισμού; Πατριωτισμό, όπως υποθέτουν τα παλικάρια, ή δραματική ένδειξη ότι το επόμενο βήμα θα είναι ο εμφύλιος;  Ποιο είναι το βαθύτερο αίτημα αυτού του 73,6% προς τους γυροσκόπους πολιτικούς;

Η απάντηση που υποβόσκει είναι η ίδια η δημοκρατία.Το έλλειμμα δημοκρατίας, πολύ μεγαλύτερο από το έλλειμμα ταμείου. Οι ιθύνοντες δεν το αναγνωρίζουν. Η νομική παιδεία τους είναι κολλημένη στο συνταγματικό δίκαιο. Στην καλύτερη περίπτωση στον Κέλσεν, στη χειρότερη στον Βενιζέλο και στον Μανιτάκη.


Αλλά η δημοκρατία πρωτίστως είναι μεταφυσική.Μειδιούν οι ιθύνοντες, όμως ο υπερβολικός αυτός χαρακτηρισμός προέρχεται από τον σημαντικότερο εν ζωή γάλλο φιλόσοφο Ζαν-Λυκ Νανσύ και αναλύεται στο βιβλίο του «Αλήθεια της δημοκρατίας».

«Η δημοκρατία» γράφει «είναι κατ' αρχάς μεταφυσική και μόνον εκ των υστέρων πολιτική». Πράγμα που σημαίνει πως η αυθεντία της δεν εξαρτάται απλώς από κανόνες αλλά κυρίως από μια καθαρή επιθυμία για «κοινή ζωή». Συμβαίνει κάτι τέτοιο ακόμη στην Ελλάδα;

Η πρόκληση του γάλλου στοχαστή ζητεί την προσοχή μας προκειμένου να μην υποθέσουμε ότι οι θέσεις του μαρτυρούν ιδεαλισμό. Η ιδέα πως η δημοκρατία είναι «πνεύμα» προτού μεταβληθεί σε «πολίτευμα» εκκινεί από τον Πασκάλ, διέρχεται από τον Ρουσό αλλά καταλήγει στον Μαρξ. Το ότι «ο άνθρωπος υπερβαίνει απείρως τον άνθρωπο» σημαίνει επίσης ότι ο άνθρωπος ως «σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων» (Μαρξ) έχει ήδη απείρως υπερβαθεί από την κοινωνία του ανθρώπου. Οπότε, αν η σημερινή πολιτική διαχείριση βρίσκεται σε αδιέξοδο, είναι διότι δεν πιστεύει (κυριολεκτώ) στην υπέρβαση ως κίνητρό της. Και αν στην πίστη αυτή ο κάθε αστοιχείωτος υποθερμικός αναλυτής διακρίνει ιδεοληψία δεν έχει παρά να αναλογιστεί τη συνεχή αναζήτηση ισοδυναμιών ανάμεσα στην ιδέα και στην ύλη στον πλέον «υλιστή» των φιλοσόφων, τον Καρλ Μαρξ. Στο «Κεφάλαιο» το χρήμα ως «γενικό ισοδύναμο» προέρχεται από μια αφηρημένη διαδικασία σχέσεων ανταλλαγής. Αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει και στη δημοκρατία; Μια ανταλλακτική λογική δεν μεταφέρει την κυριαρχική βούληση του εκλογέα στον αντιπρόσωπό του στη Βουλή;

Αντίθετα όμως από τον καπιταλισμό, στη δημοκρατία όλα δεν απολήγουν σ' αυτό το «ιερογλυφικό»: το χρήμα.Επιπλέον, δεν το καθιστούν επ' ουδενί κριτήριο για τη λειτουργία της δημοκρατίας όπως συμβαίνει στο χρηματοπιστωτικό μας σύστημα. Στη δημοκρατία η τιμή του χρήματος είναι υποδεέστερη του ανεκτίμητου ανθρώπου. Αυτή τη συνθήκη του αναντικατάστατου πολίτη δεν λαμβάνουν υπόψη τους οι μνημονιακές σκοπιμότητες καθώς δεν αναγνωρίζουν ότι υπάρχει πράγματι ένα «αντικείμενο άνευ αξίας» που αξίζει επειδή δεν διαμεσολαβείται από κανένα ιερογλυφικό.

Ο Μάης του '68, κυριολεκτικά ένα κίνημα άνευ αξίας, στο οποίο ο Νανσύ αναφέρεται με ενθουσιασμό, μας προέτρεψε να ζητάμε το αδύνατο αναγνωρίζοντας τη μη ανταλλάξιμη διαφορά του από καθετί το εφικτό. Προφανώς και ο Μαρξ εμπλέκεται στην προβληματική αυτής της απειρότητας άνευ διατιμήσεως που συναντάμε στον Πασκάλ αλλά και στον Ρουσό όταν αποφαίνεται στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» πως «αν υπήρξε ένας λαός του Θεού θα κυβερνιόταν δημοκρατικά».

Διάβαζα ότι ο θρυλικός επενδυτής Γουόρεν Μπάφετ πρότεινε πρόσφατα να επενδύουμε σε αξίες και να μην παίζουμε άλλο με την αγορά. Γιατί δεν το επιχειρούν και οι πολιτικοί; Και γιατί στήνουν συνεχώς μια κομπίνα; (Έτσι αποκαλείται η θεριζοαλωνιστική μηχανή που τσουβαλιάζει τη φύση και τον ανθρώπινο κάματο.)

[ΠΗΓΗ: Γιώργος Βέλτσος, Η κομπίνα, στη στήλη του ΥΠΟ ΓΩΝΙΑΝ στο κυριακάτικο ΒΗΜΑ 31 Μαρτίου 2013]

Στις μέρες μας δεν γράφονται Ποιήματα, γιατί το Ποίημα αρχίζει πλέον εκεί που τελειώνουν οι Λέξεις

$
0
0

Η ποίηση λοιπόν, στις μέρες μας, παραμένει η μοναδική διαχειρίστρια της ήττας μας, μιας ήττας που δεν είναι άλλη από την ήττα του νοήματος στον σύγχρονο κόσμο. Νοσταλγείτε, αγαπητοί μου ποιητές, το “ποίημα” χωρίς να μελαγχολείτε, πέρα από ρεύματα και σχολές, γιατί το τελευταίο ποίημα περιμένει πάντα τον εραστή του: απέριττο και όμορφο σε στίχους.


Ίσως, οι απόπειρές μας να καθορίζουμε τάσεις και ρεύματα στην ποίηση των τελευταίων χρόνων, δεν αποτελούν παρά ευγενή ονειροπολήματα, διπρόσωπες χίμαιρες, απραγματοποίητους πόθους.Αφού δεν μπορούμε να γράψουμε μια ιστορία της ποίησης, αναλισκόμαστε κάθε τόσο, με τη λήξη σχεδόν του ημερολογιακού έτους, στο μάταιο εγχείρημα να ιστορίσουμε τα επιφαινόμενά της. Η γενική μας διαπίστωση και το μόνιμο παράπονο για την απουσία, στις μέρες μας, ενός ισχυρού “ποιητικού δόγματος”, κερδίζει αναμφίβολα και πολύ εύκολα την κοινή αποδοχή. Η ποίηση στις μέρες μας, τα τελευταία τριάντα χρόνια ας πούμε, σύμφωνα και με τον Ευγένιο Αρανίτση, αφού περιέγραψε τις ήττες του κόσμου, υμνεί άμεσα ή έμμεσα και τη δική της ήττα. Όταν λέμε πως υμνεί, ίσως υπερβάλουμε: είναι ακριβώς η αδυναμία να υμνήσει την ήττα της, που αποτελεί την προσωπική της ήττα. Για τις ιστορικές και ιστορίζουσες αντιλήψεις μας, το γεγονός φαντάζει τελεσίδικο κι απρόσβλητο. Μόνον που η ποίηση αρνείται την ιστορική της συνέχεια, και υπερβαίνει τις λογικές κατηγοριοποιήσεις μας.
Θα μπορούσαμε να πούμε, ξεχνώντας για λίγο τις σχολές και τα δόγματα, πως αυτά ήταν δυνατά την εποχή που η ποίηση κατοικούσε μέσα στα ποιήματα. Από το 1950 και μετά, φαίνεται πως η ποίηση δεν βρίσκεται πλέον μέσα στο φυσικό της φορέα, το ποίημα. Σε εκείνο μπορούμε να αναζητήσουμε μόνον κάποια στοιχεία που μπορούν να την προκαλέσουν, αόριστες νύξεις και μαγικές επικλήσεις που καθιστούν εφικτή την παρουσία της, σαν μουσικό προανάκρουσμα, σαν αχνό και πρόχειρο ιχνογράφημα που μας δίνει μόνον μια ιδέα των χαρακτηριστικών του προσώπου.Η ποίηση έκτοτε, βρίσκεται κάπου αλλού, εκτός. Γι’ αυτό, ίσως, γνωρίζει επιτυχία μόνον όποιος είναι ικανός να υπαινιχθεί την παρουσία της, πέρα και υπεράνω των πενιχρών του μέσων, των στίχων δηλαδή, όπως ο Μπόρχες.
Δεν είναι τυχαίο πως ο συγκεκριμένος ποιητής φαντάζει ως ο κύριος δημιουργός του δεύτερου ημίσεως του αιώνα μας: ήταν από τους πρώτους που διαπίστωσε πως το ποίημα αρχίζει πλέον εκεί που τελειώνουν οι λέξεις.Επιστράτευσε, λοιπόν, όλες τις λέξεις που μπορούσε να μαζέψει, στους πλέον απίθανους συνδυασμούς, σε έμμετρους και ελεύθερους στίχους, ελεγείες, σονέτα, καταλόγους, επικά κι αφηγηματικά ποιήματα, διηγήματα και δοκίμια. Κι επίσης, κριτικές, βιβλιοπαρουσιάσεις, συνεντεύξεις, αστυνομικά διηγήματα και φιλοσοφικά πονήματα. Ήξερε πως στις μέρες μας δεν γράφονται ποιήματα.
Το γνώριζε και ο Εουτζένιο Μοντάλε, ο οποίος παρ’ όλο το κουράγιο του δεν μίλησε ποτέ για ποιήματα, αλλά για στίχους και μόνον, αποδίδοντας στη συγκεντρωτική συλλογή των ποιημάτων του τον τίτλο “Τα άπαντα των στίχων”. Αυτή η σμίκρυνση του ποιήματος σε στίχους ήταν ίσως, η καθαρότερη ματιά για την πορεία της ποίησης μετά την “Έρημη χώρα” του Έλιοτ. Ήρθε όμως, ο Πάουλ Τσέλαν, κι έσπασε ακόμη κι αυτόν τον μοναχικό στίχο σε αλλοπρόσαλλες, μέσα στην απόλυτη γύμνια τους, λέξεις. Αλήθεια, πότε γράφτηκε το τελευταίο ποίημα;
Ήδη, στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Αύγουστος Βίλχεμ Σλέγκελ έγραφε πως «η ποίηση των αρχαίων ήταν εκείνη της κατάκτησης, ενώ η ποίηση των μοντέρνων εκείνη της νοσταλγίας».Υπ’ αυτό το πρίσμα, πρέπει να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας: οι σχολές, τα ρεύματα, τα “ισχυρά ποιητικά δόγματα” φαντάζουν ως απονενοημένες προσπάθειες εγκαθίδρυσης της ποίησης στο ποίημα. Μια μάταιη επανασύνδεση της ποίησης με το όλον της ύπαρξης και του κόσμου.
Όχι, λοιπόν, από το 1950 και μετά, αλλά από το 1800, με τον Ρομαντισμό, καταγράφεται ήδη η πρώτη ανεπιτυχής προσπάθεια κατάκτησης της ποίησης. Και δεν μπορούσε παρά να είναι ανεπιτυχής όπως κι όλα τα ρεύματα και κινήματα που ακολούθησαν (ο Συμβολισμός, ο νέο-Παρνασσισμός, ο Νατουραλισμός, ο Φουτουρισμός, ο Υπερρεαλισμός, ο Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός, οι Μπήτ κλπ): κινήματα που ξεκινούσαν προς την κατάκτηση κάποιου ήδη ξένου σώματος, που για τους παλιούς δεν υπήρχε, γιατί ζούσαν μέσα του. Εκεί βρίσκεται η αδυναμία όλων των Σχολών για επιτυχία: δεν μπορούμε να κατακτήσουμε κάτι που έχουμε χάσει ανεπανόρθωτα, όπως π.χ., την παιδική μας ηλικία. Η ποίηση για τους αρχαίους ήταν δεδομένη, για μας είναι συνεχώς υπό σύλληψη.
Δεν είναι λοιπόν, η απουσία “ισχυρού ποιητικού δόγματος”, το κύριο ελάττωμα της σημερινής ποίησης. Και να υπήρχε, δεν θα βοηθούσε σε τίποτα, αφού και η τελευταία απόπειρα εγκαθίδρυσης ποιητικού δόγματος στη χώρα μας, κάτι που επιχείρησε εν τη γενέσει της η μετέπειτα ονομασθείσα “γενιά του εβδομήντα”, κατέληξε σε άνοστο αστείο. Δεν είναι αστείο, ωστόσο, όταν η ίδια γενιά προβάλλει τη γηγενή της αδυναμία στους επόμενους ποιητές, σιχτιρίζοντας τους μόνον και μόνον γιατί δεν συγκροτήθηκαν σε “σώμα”.
Δεν μπορεί να υπάρξει κάποια ιστορία της ποίησης, ακριβώς γιατί δεν ισχύει η χρονική διαδοχή, η αλληλουχία μεταξύ αιτίας κι αποτελέσματος. Κάθε ποιητής, πέρα από τις ημερομηνίες γεννήσεώς του, εγκαθιδρύει τον δικό του απόλυτο ποιητικό χρόνο, που έχει τη δύναμη να καταργεί τον ιστορικό χρόνο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κάποιος αποθανών είναι πολύ πιο προχωρημένος από τον επιζώντα συνάδελφό του. Το παρωχημένο κι ανιστόρητο της επετείου του Κωστή Παλαμά, σκοντάφτει ακριβώς σε αυτή την ποιητική αίσθηση του χρόνου. Τον γιορτάζουμε και του αφιερώνουμε χίλια δυο πονήματα, λες και δεν υπήρξε εν τω μεταξύ ο Καβάφης.
Η απόλυτη ποιητική φυσιογνωμία έχει λοιπόν, τη δυνατότητα να επισκιάζει όχι μόνο όσους της προηγήθηκαν χρονικώς, αλλά και τους μεταγενέστερους. Κάτι ξέρει ο Οδυσσέας Ελύτης, που πασχίζει να καταργήσει το χρόνο στα γραπτά του. Η ποίησή του, θα άξιζε οπωσδήποτε όλα όσα διθυραμβικά της αφιερώνονται, αν δεν είχε να παλέψει με κάτι το αξεπέραστο: το προηγούμενο του Καβάφη. Είναι ακριβώς η αδυναμία συγγραφής μιας ιστορίας της ποιήσεως, αυτή που κάνει να φαντάζουν ψεύτικα τα ποιήματά του. Αρκετά δεινοπάθησε ο άνθρωπος από τους υστερούντες κριτικούς. Τους κριτικούς που επιμένουν να συζητούν για παραδοσιακό και ελεύθερο στίχο στις ημέρες μας, λες και ο Μπόρχες, για να αναφερθούμε στο παραπάνω παράδειγμα, δεν έθεσε το πρόβλημα σε όλο του το έργο. Οι πρόσφατες συζητήσεις περί μορφής δεν στερούνται σοβαρότητας. Στερούνται λογικής, επιμένοντας να μιλούν για το “ποίημα”, μετά τη συρρίκνωση, όπως είδαμε, του “ποιήματος” σε στίχους.
Πότε γράφτηκε, λοιπόν, το τελευταίο ποίημα;Σε έναν κόσμο, όπου οι λέξεις έπαψαν πια να σημαίνουν αυτό που λένε, και, μέσα στη γενική απουσία νοήματος, πρώτοι οι ποιητές παραδέχθηκαν την ήττα τους. Στις ημέρες μας, εμφανίζονται, λοιπόν, οι πεζογράφοι έτοιμοι να εκμεταλλευθούν το κενό που δημιουργήθηκε από την αποχώρηση των ποιητών, και να πανηγυρίζουν γιατί μόνον ο πεζός λόγος σημαίνει. Σε μια εποχή όπου η γλώσσα έπαψε να σημαίνει αυτά που δηλώνει, στη γενική απουσία νοήματος της επικοινωνίας μας (από τον καθημερινό έως τον πιο επίσημο λόγο), όλα όσα κατέδειξε δηλαδή η ποίηση, είναι ανώφελο να τα αποκρύπτουμε κάτω από χιλιάδες πυκνοτυπωμένες σελίδες. Τυφλωμένη από το οικονομικό της αντίκρισμα, σε έναν κόσμο όπου το χρήμα έχει αντικαταστήσει το οποιοδήποτε παλιότερο νόημα, βλέπουμε την πεζογραφία να κομπάζει γιατί σύρεται τυφλή στον γκρεμό. Αγκιστρωμένη στην ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου νοήματος, εκεί ακριβώς συναπαντά τον τάφο της. Ένας τάφος είναι, που για ταφόπετρα θα έχει την ποίηση.

Αν η ταφόπετρα είναι αυτή που μας κάνει να διακρίνουμε τον τάφο, δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε πως θα εκλείψουν οι εκλεκτοί επιγραμματοποιοί.Μόνον που θα πρέπει να τους αναζητήσουμε ανάμεσα στους διαχειριστές της ήττας μας. Αυτή η διαχείριση, απλή διαχείριση φιλόπονου λογιστή, είναι το μυστικό που προσδίδει μεγαλείο στον Σεφέρη. Κατά έναν άλλον τρόπο, επειδή οι δρόμοι της ποιήσεως είναι άγνωστοι, είναι η επίγνωση της απώλειας του ποιήματος, και η άφατη νοσταλγία του, που καθιστά χαρισματικό τον Νίκο Καρούζο.
Η ποίηση λοιπόν, στις μέρες μας, παραμένει η μοναδική διαχειρίστρια της ήττας μας, μιας ήττας που δεν είναι άλλη από την ήττα του νοήματος στον σύγχρονο κόσμο. Νοσταλγείτε, αγαπητοί μου ποιητές, το “ποίημα” χωρίς να μελαγχολείτε, πέρα από ρεύματα και σχολές, γιατί το τελευταίο ποίημα περιμένει πάντα τον εραστή του: απέριττο και όμορφο σε στίχους.

[ΠΗΓΗ: Σωτήρης Παστάκας, Μικρή απολογία της Ποίησης – πρώτη ανάρτηση στη Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη: http://bibliotheque.gr/]

Η Τέχνη θα ήταν άχρηστη εάν ο Κόσμος ήταν Τέλειος

$
0
0

Εάν η ζωή μας οδηγείται σε αυτόν τον πνευματικό εμπλουτισμό τότε η τέχνη είναι ένας τρόπος για να φτάσεις εκεί. Αυτό φυσικά σε σχέση με τον ορισμό μου της ζωής. Η τέχνη θα βοηθούσε τον άνθρωπο σε αυτήν την διαδικασία.


Μερικοί λένε ότι η τέχνη βοηθάει τον άνθρωπο να γνωρίσει τον κόσμο όπως κάθε άλλη νοητική δραστηριότητα. Δεν πιστεύω σε αυτήν την πιθανότητα της γνώσης. Είμαι σχεδόν αγνωστικιστής. Η γνώση μας αποσπά από τον κύριο σκοπό μας στην ζωή. Όσο περισσότερα γνωρίζουμε τόσο περισσότερα ξέρουμε. Εμβαθύνοντας ο ορίζοντάς μας γίνεται πιο περιορισμένος. Η τέχνη εμπλουτίζει τις πνευματικές δυνατότητες του ανθρώπου και μπορεί ύστερα να υψωθεί πιο πάνω από τον ίδιο του τον εαυτό για να χρησιμοποιήσει αυτό που λέμε «ελεύθερη βούληση».

Ένας καλλιτέχνης δεν δουλεύει ποτέ κάτω από ιδανικές συνθήκες.Εάν αυτές υπήρχαν η δουλειά του καλλιτέχνη δεν θα υπήρχε, ο καλλιτέχνης δεν ζει σε κενό, κάποια πίεση πρέπει να υπάρχει: ο καλλιτέχνης υπάρχει γιατί ο κόσμος δεν είναι τέλειος. Η τέχνη θα ήταν άχρηστη εάν ο κόσμος ήταν τέλειος και καθώς ο άνθρωπος δεν θα κοίταγε για αρμονία αλλά απλώς θα ζούσαν σε αυτήν. Η τέχνη γεννιέται από έναν άρρωστο κόσμο.Αυτό είναι το θέμα και στον «Ρουμπλιόφ», η αναζήτηση των αρμονικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, μεταξύ της τέχνης και της ζωής, μεταξύ του χρόνου και της ιστορίας. Αυτό πραγματεύεται και το φίλμ μου.

Ένα άλλο σημαντικό θέμα είναι η ανθρώπινη εμπειρία.Σε αυτό το φίλμ το μήνυμα μου είναι ότι είναι απίθανο να περάσεις εμπειρία σε άλλους ή να μάθεις από άλλους. Πρέπει να ζήσουμε την δικιά μας εμπειρία, δεν μπορούμε να την κληρονομήσουμε. Οι άνθρωποι συχνά λένε: χρησιμοποίησε την εμπειρία του πατέρα σου! Πολύ απλά: Ο καθένας μας πρέπει να αποκτήσει την δικιά του εμπειρία.Αλλά όταν την έχουμε, δεν έχουμε πλέον χρόνο να την χρησιμοποιήσουμε. Και οι νέες γενιές σωστά αρνούνται να το ακούσουν: θέλουν να το ζήσουν αλλά μετά επίσης πεθαίνουν. Αυτός είναι ο νόμος της ζωής, το αληθινό νόημά της. Δεν μπορούμε να επιβάλλουμε την εμπειρία μας σε άλλους ανθρώπους ή να τους αναγκάσουμε να αισθανθούν προτεινόμενα συναισθήματα. Μόνο μέσα από προσωπική εμπειρία καταλαβαίνουμε την ζωή.Ο Ρουμπλιόφ ο καλόγερος έζησε μία πολύ πολύπλοκη ζωή: Σπούδασε με τον δάσκαλο Ραντονέφσκυ στην Αγία Τριάδα αλλά έζησε με διακύμανση με την διδασκαλία του. Είδε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του δασκάλου του. Μόνο στο τέλος της ζωής του έζησε με τον δικό του τρόπο.

[ΠΗΓΗ: Απόσπασμα από το «Ένας ποιητής του Σινεμά», ντοκιμαντέρ για τον Ταρκόφσκι, αναρτήθηκε στην Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη: http://bibliotheque.gr/ ]

Το φάντασμα του κτήνους: τα ΜΜΕ και το φαινόμενο του νεοναζισμού, που βρίσκει γόνιμο έδαφος λόγω άγνοιας, φόβου και συνήθειας

$
0
0

Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του (Μάνος Χατζιδάκις)


Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία.Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεκία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.
Ενώ τα πουλιά… Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις «ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις».Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή «λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων» σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες.

Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μιαν ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ’ αυτό τον πόλεμο η Δημοκρατία πολέμησε το φασισμό και τον νίκησε. Σκεφθείτε: η «Δημοκρατία», εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε το ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη από μας τους ίδιους. Και τον… νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ’ αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει.
Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανόητους σε άλλους ανόητους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά όλα τα περί «Ελευθερίας», «Δημοκρατίας», και «λίκνων πνευματικών και μη», για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους.

(Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο.Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης).
Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος.Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.

Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι.Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους).
Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός.Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι’ αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία.

Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές.Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.
Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους.Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέρονται.

Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους.Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.
Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη.Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθείαυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.

Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή.Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.

(*Κείμενοτου συνθέτη Μάνου Χατζιδάκιγια το νεοναζισμό και τον εθνικισμό που έγραψε τον Φεβρουάριο του 1993, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, το οποίο είχε δημοσιευτεί στο πρόγραμμα αντιναζιστικής συναυλίας που είχε δώσει η Ορχήστρα των Χρωμάτων με έργα Βάιλ, Λίστ και Μπάρτον. Το ίδιο κείμενο παράλληλα είχε δημοσιευτεί και στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία)

Δεν ζούμε μόνο για τις άμεσες ανάγκες μας

$
0
0

Είναι απαραίτητο να έχουμε πρόσβαση σ' ένα δικό μας ανθρώπινο χώρο που ονομάζουμε τέχνη ή πολιτισμό. Πρόκειται για μια αναγκαιότητα προκειμένου να παραμείνουμε Άνθρωποι, έλεγε ο Στεφάν Εσέλ, διπλωμάτης και συγγραφέας, που πέθανε πρόσφατα


«Το πρώτο πράγμα στο οποίο επιμένω είναι ότι ζούμε σε μια περίοδο επικίνδυνη για το μέλλον του ανθρώπινου είδους, το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο με πολύ σοβαρές προκλήσεις και αυτό το αντιλαμβανόμαστε άμεσα στους τομείς της οικονομίας, του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της πολιτικής βίας.

Ωστόσο, τον κίνδυνο αυτόν δεν τον διακρίνουμε καθαρά όταν απειλεί τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος ζει, όταν απειλεί το «πνεύμα» του.
»Ωστόσο το πνεύμα εγγράφεται σε έναν πολιτισμό.Το ανθρώπινο είδος διαφέρει από τα υπόλοιπα, που έχουν πολλά προτερήματα σε σχέση με το δικό μας, με ένα άλλο, πολύ σημαντικό: την αγάπη για τον πολιτισμό. Και αυτό, αρχικά, είναι η χρήση της γλώσσας, της εικόνας, του ήχου, της μουσικής.

»Δεν ζούμε απλώς για να ικανοποιήσουμε τις άμεσες ανάγκες μας, αλλά και για να έχουμε πρόσβαση σε ένα δικό μας ανθρώπινο χώρο που ονομάζουμε τέχνη ή πολιτισμό.Πρόκειται για μια αναγκαιότητα προκειμένου να παραμείνουμε Άνθρωποι και να μην ξεπέσουμε σε αυτό που το χρηματοπιστωτικό σύστημα και η παγκόσμια οικονομία προσπαθεί να μας περιορίσει: να είμαστε, δηλαδή, μόνο οικονομικοί φορείς, καταναλωτές και παραγωγοί υλικών αγαθών».

Πρόκειται για την άποψη του Στεφάν Εσέλ,που χάθηκε από τη ζωή πριν από λίγους μήνες, όταν παλαιότερα είχε ερωτηθεί από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Cassandre/Horschamp» για τη ραγδαία υποβάθμιση της τέχνης και του πολιτισμού στον πολιτικό λόγο, σήμερα.
Μήπως όμως η τάση αυτή έχει σκοπό τον περιορισμό του ανθρώπινου είδους;
«Αυτή η απόπειρα πιθανώς δεν είναι εσκεμμένη. Είναι αποτέλεσμα ενός τρόπου αντίληψης της λειτουργίας μιας κοινωνίας αποκλειστικά προσανατολισμένης στα υλικά αγαθά. Είναι πολύ πιο εύκολο τα δήθεν αντικειμενικά πνεύματα, τα οποία άλλωστε διαμορφώθηκαν από τα μεγάλα πολιτικά ρεύματα, να υπολογίζουν τα υλικά αγαθά, το βαθμό κατανάλωσης, το βαθμό εξόδων, το χρήμα...
»Υπάρχει ένα μέρος ευθύνης του καπιταλισμού και του μαρξισμού σε αυτή την κατάσταση. Οι μεγάλες ιδεολογίες διαμόρφωσαν τον άνθρωπο σε ένα ζώο που παράγει και καταναλώνει. Ασφαλώς μπορεί να παράξει και τέχνη και πολιτισμό, αλλά καθώς είναι πιο δύσκολο να μετρηθούν, προτιμούμε να υπολογίζουμε τα υλικά αγαθά και να αδιαφορούμε για τα μη μετρήσιμα.

»Πρόκειται για τον πολιτισμό των αριθμών έναντι του πολιτισμού των συμβόλων.Αυτό που συμβαίνει στους καλλιτεχνικούς και πολιτιστικούς παράγοντες, είναι πως η εξουσία τούς υποχρεώνει να υπολογίζουν όλα εκείνα που θα έπρεπε να ανήκουν στη σφαίρα του φαντασιακού, επομένως του ανθρώπινου πλούτου. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους καλλιτέχνες δημιουργούς είναι ότι εκτιμώνται σε σχέση με τον "τζίρο" τους. Ένας ζωγράφος θεωρείται μεγάλος αν ο πίνακάς του θα του αποφέρει δύο εκατομμύρια δολάρια. Υπάρχει αληθινός κίνδυνος υποβάθμισης σε μια περίοδο της ιστορίας μας όπου η παγκοσμιοποίηση γεννά προϊόντα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ευρέως. Και για να χρησιμοποιούνται ευρέως θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο πρωτότυπα, χυτευμένα στα ίδια καλούπια με τις ίδιες πάντα προδιαγραφές. Αυτή η τάση της γενίκευσης θέτει σε κίνδυνο την καλλιτεχνική και πολιτιστική ατομική δημιουργικότητα, που είναι το πιο σημαντικό κομμάτι του ανθρώπινου είδους και οφείλουμε να το προστατεύσουμε. Οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στον πολιτισμό και τον έχουν ανάγκη. Αν περιορίσουμε ή καταργήσουμε τη συμμετοχή τού καθενός μας στην τέχνη και τον πολιτισμό, τότε ευνουχίζουμε τους ανθρώπους και τους στερούμε κάτι ουσιαστικό».

[ΠΗΓΗ: Βίκη Τσιώρου Σημεία Αναφοράς, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 10/04/2013]

Το γαλατικό χωριό της Ιερισσού και… «άρματα δρεπανηφόρα» του Γάιου Κομψευόμενου Δένδια

$
0
0

«...Βρισκόμαστε στο 50 π.Χ. Ολη η Γαλατία βρίσκεται υπό ρωμαϊκή κατοχή... Όλη; ΟΧΙ! Ενα χωριό ανυπόταχτων Γαλατών αντιστέκεται ακόμη και θα αντιστέκεται για πάντα στους εισβολείς. Και η ζωή δεν είναι εύκολη για τους Ρωμαίους λεγεωνάριους που φρουρούν τα οχυρά στρατόπεδα...»


Ε, λοιπόν, κι εμείς βρισκόμαστε στο 2013 μ.Χ. και στρατεύματα του Γάιου Κομψευόμενου Δένδια εισβάλλουν νύχτα στην Ιερισσό.Μπουκάρουν σε σπίτια ανυποψίαστων πολιτών που ακόμη κοιμούνται, σπάνε πόρτες με λοστούς και σέρνουν σιδηροδέσμιους άνδρες εμπρός στα μάτια των παιδιών τους. Οι γυναίκες γυρνάνε αλαφιασμένες αξημέρωτα στην αγορά βρίζοντας και στολίζοντας με κατάρες τούς πραιτοριανούς. Όλη η Ιερισσός είναι στο πόδι. Οι πολίτες είναι αποφασισμένοι να πάνε με τα πόδια, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο που δεν θέλει βενζίνη, στη Θεσσαλονίκη, όπου έχουν μεταφερθεί οι συλληφθέντες οι οποίοι θεωρούνται ύποπτοι για τα επεισόδια στο Μεταλλείο Χρυσού, στις Σκουριές, τον περασμένο Φεβρουάριο. Σκοπός τους, να διαμαρτυρηθούν, να φωνάξουν πως οι άνθρωποι αυτοί, με ή χωρίς ένοχη τρίχα στο σκούφο τους, δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται σαν εγκληματίες, γιατί, ακόμη κι αν συμμετείχαν στα επεισόδια εκείνα, υπερασπίζονται τον τόπο τους, αγωνίζονται για να αναπνέουν καθαρό αέρα τα παιδιά τους.
Το ερώτημα είναι τι υπερασπίζονται με τόσο πάθος οι απεσταλμένοι λεγεωνάριοι στην Ιερισσό;Για τίνος ολιγάρχη τα συμφέροντα μάχονται φορώντας ασπίδες και κράνη της ΕΛ.ΑΣ.; Ο κυρ Δένδιας, που κοιμάται όπως φαίνεται με το κόμικς των Ουντερζό και Γκοσινί στο προσκέφαλο, έθεσε πεντακάθαρα το δίλημμα: Ή με το γαλατικό χωριό ή με τον Μπόμπολα. Κι ακόμη δεν μας εξήγησε κανείς από την κυβέρνηση τι θα κερδίσει η χώρα από την επένδυση στις Σκουριές.
Καθόμαστε κι ακούμε με προσοχή την άποψη της άλλης πλευράς για την αναγκαιότητα αυτής της επένδυσης, γιατί ενδόμυχα τρέφουμε την ελπίδα ότι υπάρχουν κοιτάσματα πλουτοπαραγωγικά σ' αυτό τον τόπο (χρυσός, υδρογονάνθρακες) που μπορούν να συμβάλουν στη μείωση του ελληνικού χρέους. Ωστόσο, τα νούμερα που προφέρουν οι λαλίστατοι εκπρόσωποι του εργολάβου είναι εντέχνως ασαφή. Αντί να μας πουν τι θα κερδίσει η χώρα, αναλίσκονται σε τεχνικές λεπτομέρειες, για να καταλήξουν στο άνοιγμα θέσεων εργασίας.
Ο τόπος μαστίζεται από ανεργία κι αυτοί είναι προφανές ότι ονειρεύονται στρατιές απελπισμένων νέων -πτυχιούχοι είναι οι περισσότεροι- να μπαίνουν στα μεταλλεία χρυσού για να βγάλουν τον επιούσιο. Ψάχνουν για σκλάβους να δουλέψουν στις Σκουριές για ένα ανασφάλιστο μεροκάματο τύπου Σόιμπλε, τριών-τεσσάρων ευρώ την ώρα, όπως συμβαίνει σήμερα στη Γερμανία. Φαίνεται πως έχουν δει πολλές υπερπαραγωγές με σκλάβους στο σινεμά, αλλά ξεχνούν τον Κερκ Ντάγκλας στο ρόλο του Σπάρτακου, αυτό τον ήρωα θρακικής καταγωγής που ηγήθηκε μεγάλης επανάστασης δούλων εναντίον των Ρωμαίων το 73 π.Χ.-71 π.Χ.
Να δούμε, λοιπόν, πόσο γενναίος θα φανεί ο Καίσαρας, όταν ο Σπάρτακος της Ιερισσού θα του σπάσει ξαφνικά μια μέρα την πόρτα.
[ΠΗΓΗ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ-ΡΑΣΣΙΑ, Κοντραρίσματα, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 12-04-2013]

Όλα είναι στο μυαλό σου κι η ζωή, μια σειρά επιλογών που ζεις το αποτέλεσμά τους

$
0
0

Είμαστε τελικά αυτό που επιτρέπουμε στον εαυτό μας τον ίδιο να δει ότι είμαστε και αυτό επιδρά και στο τι θεωρούν όλοι οι άλλοι πως είμαστε

Πάντοτε και με κάθε αφορμή αναζητώ τον σημειολογικό χαρακτήρα των πραγμάτων, έτσι το ίδιο δεν θα μπορούσε παρά να συμβαίνει και στην περίπτωση των θεατρικών παραστάσεων που επιλέγω να παρακολουθήσω, θεωρώντας πως η πραγματική ουσία σε όλα και άρα και σε ένα θεατρικό δρώμενο έχει πολλές αναγνώσεις ή τουλάχιστον οφείλει να έχει, προκειμένου να καθίσταται άξιο λόγου.

Εχθές μόλις, είχα την ιδιαίτερη χαρά να παρακολουθήσω την θεατρική παράσταση με τίτλο «Όλα είναι στο μυαλό σου» της επιτυχημένης αμερικανίδας συγγραφέως Robin Swicord που εκ του αποτελέσματος κρίνοντας απεδείχθη εκ νέου, μια πρώτης τάξεως επιλογή όσον αφορά μια έξοδο με σκοπό το πραγματικό θέατρο, αυτό το θέατρο που εκπορεύεται από την ζωή και έχει στόχο τον προβληματισμό του θεατή μέσα πολλές φορές και από το γέλιο ή την επιμελώς ενδεδυμένη "ελαφρότητα" της θεματολογίας και του γενικότερου στησίματος του.

Η υπόθεση του έργου μοιάζει απλοϊκή, τρείς αντιηρωικοί χαρακτήρες, αυτούς που θα χαρακτήριζε κανείς ως λούμπεν και κοινωνικά απόβλητους, δύο μικροαπατεώνες που μόλις έχουν αποδράσει από αγροτική φυλακή και μια πρώην πόρνη σχεδιάζουν το μέλλον τους μετά την "επιτυχημένη" απόδραση που κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να προσέξει, μια απόδραση που αφορά μόνο τους ίδιους, με όλα αυτά να εκτυλίσσονταν σε μια ερημική παραλία κάπου στην Αμερική σε ένα κλειστό λόγω χειμώνα παραθαλάσσιο μοτέλ.

Ο Εντυ-Ρέη (Τάκης Χρυσικάκος), ο είς εκ των μικροαπατεώνων είναι ο άνθρωπος που θα έλεγε κανείς θεωρεί τον εαυτό του κάτι που δεν μπορεί να είναι, πιστεύοντας πως κάποια στιγμή θα αποκτήσει με αθέμιτο τρόπο πάντοτε πολύ χρήμα που θα του εξασφαλίσει την ζωή μέσα στην χλιδή που πάντοτε ονειρευόταν, απο την άλλη πλευρά ο "περίεργος" του τριγώνου αυτού χαρακτήρων, Ρείν - Φρόου (Νίκος Καμτσής), είναι αυτός που διαθέτει μνήμη χρυσόψαρου και δεν μπορεί (ή δεν θέλει θα έλεγε κάποιος προσέχοντας λίγο περισσότερο) να θυμηθεί τι του είπες πριν δύο λεπτά, έτσι αναγκάζεται να γράφει σε μικρά χαρτάκια ότι τον ενδιαφέρει να θυμάται, είναι επίσης αυτός που δεν μπορεί λόγω της ασθενικής του μνήμης να θυμηθεί με τίποτε ποιό το "ταλέντο" που του χάρισε το διάστημα της παραμονής του στην φυλακή, η δε Μπίλυ - Μαρί (Χριστίνα Θεοδωροπούλου), είναι μια γυναίκα με απλά όνειρα που για κάποιον αδιόρατο λόγο δεν μπόρεσε ποτέ να ζήσει ότι θα επιθυμούσε κατά βάθος, μια ύπαρξη που συναναστρέφεται όμοιους της, απόκληρους μιας ολάκερης κοινωνίας μέσα από την βαθύτερη της ανάγκη να υπάρξει μέσω των άλλων περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Το «Όλα είναι στο μυαλό σου» ως ανατρεπτική μαύρη κωμωδία, είναι στημένο με μια επιτηδευμένη ελαφρότητα, όμως πραγματεύεται σοβαρότατα ζητήματα στις βαθύτερες αναγνώσεις του, θέτοντας την προβληματική του πως βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας και πως όλο αυτό επηρεάζει τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους διαμορφώνοντας εν τέλει την ίδια μας την ζωή, πραγματεύεται επίσης την διαδραστική σχέση αλλά και αέναη σχέση που εκτρέφει η μια την άλλη αναμεταξύ ατόμου και κοινωνίας αλλά και του ατόμου με τον ίδιο του τον εαυτό που ως ψυχολογική προβολή στο κοινωνικό ασυνείδητο αλληλεπιδρά καταλυτικά στην εν δυνάμει διαμόρφωση του και κατ επέκτασιν της ίδιας της κοινωνίας γύρω από αυτό.

Είμαστε τελικά αυτό που επιτρέπουμε στον εαυτό μας τον ίδιο να δει ότι είμαστε και αυτό επιδρά και στο τι θεωρούν όλοι οι άλλοι πως είμαστε, αν θεωρείς τον εαυτό σου λούμπεν και απόκληρο αποδίδοντας ψυχολογικά ότι κακό σου συμβαίνει σε εξωτερικούς παράγοντες (κάτι που χαρακτηρίζεται ως external locus of control στην επιστήμη της ψυχολογίας), τούτο το γεγονός σε αυτοπεριορίζει ασυνείδητα στο να συναναστρέφεσαι λούμπεν και απόκληρους που θεωρούν τους ίδιους τους τους εαυτούς τέτοιους και μάλιστα το ίδιο ασυνείδητα, όπως άλλως τε κάνεις και εσύ, με φυσικό αποτέλεσμα ο κόσμος σου να διαμορφώνεται από το τι θεωρείς εσύ κόσμο εν τέλει, να διαμορφώνεται ψευδοαντικειμενικά μέσα από την δική σου υποκειμενική θεώρηση την οποία λανθασμένα θεωρείς ως αντικειμενική πραγματικότητα, να διαμορφώνεσαι διαμορφώνοντας τελικά.

Είναι πολλές οι αναγνώσεις αυτού του έργου, θα έλεγε κανείς πως μπορεί να δει ακόμα και στοιχεία πολιτικής σε όλο αυτό, έτσι και αλλιώς πολιτική και ζωή είναι ένα, ο Έντυ Ρέυ θα μπορούσε να ειδωθεί ως ο φαφλατάς πολιτικάντης που πέφτει θύμα των ίδιων του των ψεμάτων τα οποία αληθοποίει μέσα του, ο Ρείν - Φρόου θα μπορούσε να είναι ο αμνήμων λαός που ποτέ δεν μαθαίνει από το παρελθόν συνεχίζοντας να κάνει τα ίδια λάθη, ενώ η προσκολλημένη Μπίλυ - Μαρί με τα απλά όνειρα που ποτέ της δεν μπορεί να κάνει πράξη θα μπορούσε να είναι και πάλι ο ίδιος ο απλός λαός σε μια διαφορετική έκφανση του, που αποδίδει πάντοτε τις κακές του επιλογές στους "άλλους" που ποτέ του δεν σκέφτηκε πως για ότι περνά ίσως και να είναι ο ίδιος υπεύθυνος περισσότερο από όλους, τρείς ψυχολογίες και προσωπικότητες που αλληλοσυμπληρώνουν η μια την άλλη όπως γίνεται πάντοτε αναμεταξύ των ανθρώπινων σχέσεων, τρείς προσωπικότητες που δρουν και διαμορφώνονται υπό την παρούσα τους μορφή υποβασταζόμενες η μια από την άλλη, τρείς προσωπικότητες που αν δεν ήταν έτσι διαμορφωμένες αλλά και εν δυνάμει διαμορφούμενες εκτρεφόμενες η μια εκ της άλλης, δεν θα ελκύονταν ποτέ, σε ένα παιχνίδι του τυχαίου που μόνο τυχαίο δεν είναι.

Το θεατρικό "σπιτι" της παράστασης, το θέατρο "Τόπος αλλού" στην περιοχή της Κυψέλης, προδιαθέτει εντελώς θετικά όποιον το επισκέπτεται ως χώρος καταρχάς,
οι δε συντελεστές άψογοι, ο Τάκης Χρυσικάκος απλώς εκπληκτικός για ακόμα μια φορά αποδίδοντας τον ρόλο που του έχει ανατεθεί με απόλυτη φυσικότητα που τον χαρακτηρίζει εξάλλου, η Νίκος Καμτσής (στον οποίον οφείλεται και η σκηνοθεσία αλλά και η μετάφραση της παράστασης) σε έναν ρόλο - καταλύτη για την ανατρεπτικη έκβαση του έργου και φυσικά η Χριστίνα Θεοδωροπούλου αυθεντική όσο δεν πηγαίνει παραπέρα, προσδίδει την ανθρώπινη διάσταση σε έναν χαρακτήρα που λόγω των κοινωνικών σχημάτων και ταμπού κανείς δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία παρά τις αντίθετες υποκριτικές διαβεβαιώσεις.

Τα υπέροχα σκηνικά είναι της Μίκας Πανάγου, ενώ η όμορφη μουσική προσαρμοζμένη στα ελληνικά δεδομένα, είναι του Κώστα Χαριτάτου, "Όλα είναι στο μυαλό σου λοιπόν",μια παράσταση που τα έχει όλα, την πρώτη ανάγνωση που φέρνει γέλιο αλλά και τις αναγνώσεις που φέρνουν τον προβληματισμό, η τέχνη όπως οφείλει να είναι για ακόμα μια φορά, μια τέχνη που μας κάνει καλύτερους ή αν μη τι άλλο μας βάζει σε έναν δρόμο προβληματισμού για την επόμενη φορά που θα σκεφτούμε προς τα που πηγαίνει η ζωή μας η ίδια και όπως λέω κάπου φέρνει στο προσκήνιο την σκέψη πως αν όλα πηγαίνουν στραβά το μόνο που δεν φταίει είναι η κακή μας τύχη....

Η ζωή είναι μια σειρά από επιλογές, η ζωή που ζεις είναι το αποτέλεσμα αυτών, καλή διασκέδαση αλλά και ψυχαγωγία.

[ΠΗΓΗ: Πάνος Χατζηγεωργιάδης,   Μέλος ένωσης μουσικοσυνθετών Αγγλίας  Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος]

Ο κ. Μίλτον και η αντιστροφή της πραγματικότητας: επίορκοι και κοπανατζήδες όλου του κόσμου ενωθείτε!

$
0
0

ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ: Η αστική δημοκρατία είναι εκείνο το πολίτευμα στο οποίο αδιάφθοροι είναι μόνον οι υπουργοί και οι εκλεγμένοι βουλευτές, εκτός κι αν «διαρρεύσει» καμιά λίστα από Τράπεζα…


Επί ΓΑΠ, μάθαμε ότι είμαστε ένας λαός διεφθαρμένος.Κι αυτός ως πρωθυπουργός το κατάλαβε. Βούιξε η Ευρώπη, ότι οι Έλληνες, επί Σημίτη, με πονηριά ξεγέλασαν τους Ευρωπαίους, για να μπουν στο Ευρώ και να λυμαίνονται τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Έτσι, μετά το μεγάλο φαγοπότι, αυξήθηκε το χρέος και το 2009 οι «αγορές» σταμάτησαν να προσφέρουν ευνοϊκά επιτόκια στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, αναγκάζονται τώρα και τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης να δανείζουν τους τεμπέληδες Έλληνες με χρήματα των φορολογούμενων Ολλανδών, Γάλλων, Δανών… (γι αυτό και οι σκληροί όροι).

Πρόσφατα μάθαμε ότι οι Κύπριοι είχαν διεφθαρμένες Τράπεζες, αφού μέσα σ’ αυτές συνωστίζονταν χρήματα, πολλαπλάσια του κυπριακού ΑΕΠ. Μέχρι και η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων περιορίστηκε. Τόσο μεγάλη ήταν η ανάγκη και η θέληση της Ευρώπης για την πάταξης της διαφθοράς.

Τον τελευταίο μήνα το εγχώριο μενού είναι βαρετό. Έχει «επίορκους και κοπανατζήδες δημόσιους υπαλλήλους» τους οποίους αναζητούν η Κομισιόν, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ, ενώ η τρικοματιασμένη ελληνική κυβέρνηση είναι η πρώτη στην ιστορία που δεν τους καλύπτει. Αυτή η κυβέρνηση μάλιστα προσδιόρισε και τον αριθμό τους σε συνάρτηση με τον χρόνο: 14.000 (κατ’ άλλους 15.000) ως το τέλος του 2014. Θα τους απολύσει με βάση το Σύνταγμα (που δεν σεβάστηκε ο Καποδίστριας) και η χώρα θα πάρει μπροστά για πρώτη φορά, αφού στη θέση τους θα προσληφθούν ισόποσοι νέοι, προσοντούχοι, μέσω ΑΣΕΠ (της αξιοκρατίας που δεν δέχθηκε να εφαρμόσει ο Όθων και αργότερα οι πρωθυπουργοί Κωλέττης και Πλαστήρας).
Πρόσφατα, ακούσαμε επίσης από τα κατοχικά νέα ότι η κακιά Αυστριακιά υπουργός Φέκτεραντιστέκεται στο μέτρο που θα λυτρώσει όλη την Ευρώπη από το ξέπλυμα του μαύρου χρήματος: την άρση του τραπεζικού απορρήτου. Η Ε.Ε. αναζητεί παντού το προϊόν του εγκλήματος. Κάθαρση! Κάθαρση παντού.
Το σενάριο, τύπου Ιονέσκο-Πιραντέλο-Αριστοφάνη, θα μπορούσε να συμπληρωθεί με σκηνές τύπου: κοινή συνέντευξη Στουρνάρα - Τόμσεν, όπου ο δεύτερος καταγγέλλει τον πρώτο, (στρογγυλοκαθισμένο, χαμογελαστό στην διπλανή καρέκλα), καταγγέλλει και τους προκατόχους του (Βενιζέλο, Παπακωνσταντίνου) για την συνέχιση της φοροδιαφυγής και επί Αγίας Τρόικας. Ο κ. Τόμσεν εκφράζει την συμπάθειά του στους Έλληνες για τα άνισα μέτρα που τους επιβάλλει. Ο κ. Σαμαράςπανηγυρίζει όρθιος στο διάγγελμά του για το ότι η Ελλάδα σε λίγους μήνες θα προηγείται έναντι όλων των Ευρωπαϊκών κρατών στην ανάπτυξη, πανηγυρίζει για το σπάσιμο του ταμπού: επιτέλους οι ένοχοι δημόσιοι υπάλληλοι θα απολυθούν. Σύμπασα η αντιπολίτευση (μηδέ της κας Αυγής εξαιρουμένης) απαντά κατά τα συνήθη επί των θεμάτων, δεχόμενη ως υπαρκτά αίτια της “οικονομικής κρίσης” τα όσα εκστομίζουν οι υπάλληλοι των δανειστών. Ο κ. Παπούλιαςκαι ο κ. Αβραμόπουλοςανεκάλυψαν ότι ηττηθήκαμε, αν και νικητές, στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Κάποιοι άλλοι Έλληνες αξιωματούχοι ψάχνουν για πετρέλαιο, αέριο, όσμιο, τον χρυσό τον βρήκανε, τα αμπέλια δεν τα ψάχνουν … κλπ κλπ κλπ

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ένα κράτος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς δάνεια. Ένα «αδύναμο» ευρωπαϊκό κράτος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ευρώ. Η αστική δημοκρατία είναι εκείνο το πολίτευμα στο οποίο αδιάφθοροι είναι μόνον οι υπουργοί και οι εκλεγμένοι βουλευτές, εκτός κι αν «διαρρεύσει» καμιά λίστα από Τράπεζα, οπότε καταλαβαίνουμε πια, ότι και οι Τράπεζες ανήκουν στο διεφθαρμένο σύστημα και θα πρέπει να εξαγνιστούν μέσω του μεγάλου αδελφού και του παντεπόπτη (πολιτικού) οφθαλμού.

ΠΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΟΝΟΜΑΣΤΕΙ ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ;
Με ποικίλους τρόπους, η βάση όμως του σεναρίου είναι: Επιτέλους! Η ηθική εισάγεται στην πολιτική. Όλα όσα έγιναν, όλα όσα θα γίνουν στην Ελλάδα, στην Κύπρο, σε όλη την ΕΥΡΩΠΗ, σε όλον τον Δ. ΚΟΣΜΟ, σε όλον τον ΚΟΣΜΟ, καταφέρνουν, επιτέλους, να εκπληρώσουν το όραμα του φιλελευθερισμού, το όραμα του σοσιαλισμού, το όραμα του διαφωτισμού. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΙΣΟΤΗΤΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ο HermanVanRompuy,ο MarioDraghi, ο Jörg Asmussen, η ChristineLagardeκατόρθωσαν να υλοποιήσουν όσα ο Θωμάς Χόμπς, ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, ο Αδάμ Σμίθ και ο Ιερεμίας Μπένθαμ εμπνεύστηκαν.
Οι περισσότεροι πλέον συμφωνούν σε ό,τι χθες ακουγόταν αδιανόητο: κυριαρχεί ο φασισμός μέσω του χρήματος και των ευρωπαϊκών εικονικών θεσμών.Κάποιοι λένε πως φταίει η ανολοκλήρωτη αριστερή επανάσταση. Πολλοί λένε ότι καταπατούνται πλέον μαζικά τα δικαιώματα του πολίτη, αυτά που εισήγαγε ο διαφωτισμός. Υπάρχουν όμως και άλλοι που ισχυρίζονται ότι αυτά ήταν ανέκαθεν ψευδή και λειτούργησαν μόνο στον βαθμό που χρειαζόταν να ολοκληρωθεί ο κατακερματισμός και η απόγνωση του παλιού κόσμου, ώστε να γίνει εύκολη η επανένωση κάτω από μια νέα, ηθική, παγκόσμια τάξη πραγμάτων.

Το έργο είναι τεράστιο, ο καλός σεναριογράφος θα επιλέξει τα σπουδαιότερα, για να δείξει όχι την διαστρέβλωση, αλλά την αντιστροφή της πραγματικότητας. Τοδόγματουέργουείναιένα: Only a crisis -actual or perceived- produces real change. Τάδε έφη MiltonFriedman. Δεν μένει, παρά να περιμένουμε την «πραγματική αλλαγή». Ή μήπως όχι;

Do nothing for two minutes - Feel good: ό,τι μας φτιάχνει, μας κάνει πιο δυνατούς

$
0
0

Η λέξη ευτυχία είναι της μόδας στις μέρες μας. Μέχρι πρότινος  ήταν η λέξη επιτυχία και στο άμεσο παρελθόν η λέξη ελευθερία. Ό,τι δεν έχεις κάνει. Μάλλον το επόμενο λεπτό θα μας βρει όλους να λιαζόμαστε στον Κήπο του Επίκουρου αναζητώντας το προσωπικό μας ζην ηδέως. Έστω ότι η δυνατότητα της τέχνης να μας συγκλονίζει ευχάριστα είναι παντός καιρού!

Ευτυχία είναι το νερό, οι μυρωδιές, τ’ αγγίγματα, φωνές ανθρώπων που αγαπάμε. Ευτυχία είναι το πράσινο, το καφέ, το μοβ. Πιπερόριζα, κάρδαμο, λωτοί, ένα καλό BloodyMary! Ζεστές ηλιαχτίδες στην πλάτη! Η ευτυχία είναι μέσα μας: εξαρτάται από τη σκέψη, τα όνειρα. Ευτυχία είναι τα’ αστέρια, ειδικά όταν πέφτουν! Ευτυχία είναι μια ένδειξη ότι ο δρόμος δεν έχει εκτροχιαστεί. Ευτυχία είναι η τέχνη χωρίς τη ματαιοδοξία  Η ευτυχία δεν είναι πραγματική, εκτός εάν μιλάμε για μια κατσίκα που παίζει βιολί. Ευτυχία είναι το αβίαστο κι ασυγκράτητο γέλιο π.χ. όταν ο οδοντογιατρός σου λέει ότι δεν θα πονέσεις και την ίδια στιγμή τον βλέπεις ν’ αρπάζει τον τροχό!!! Ευτυχία είναι η μελωδία της ευτυχίας!!!


Ακούω τον εκφωνητή στο δελτίο ειδήσεων, που τυχαία «παίζει» στην τηλεόραση, να εγκωμιάζει την ηλεκτρονική σελίδα «Donothingfortwominutes»,συμπληρώνοντας στο δαιμόνιο ρεπορτάζ του ότι πρόκειται για τεράστιο τρεντ στους κύκλους των στελεχών των μεγάλων εταιρειών. Μπαίνω στο διαδίκτυο, πληκτρολογώ τον κωδικό και αντικρίζω μια εικόνα ηλιοβασιλέματος κάπου στη Μεσόγειο και την εντολή «μην ακουμπήσεις το πληκτρολόγιο, άκουσε τον ήχο των κυμάτων για δύο λεπτά» κεντραρισμένη στην οθόνη ενώ ένα ψηφιακό ρολόι μετρούσε ανάποδα. Αναρωτιέμαι πόσο απελπισμένος μπορεί να είναι κάποιος για να φτάσει στο σημείο να αναζητήσει την κατασταλτική θεραπεία μιας ψευτοεικονικής πραγματικότητας –αλλά τι να πω κι εγώ που πιστεύω στην ευεργετική δύναμη της εισπνοής –εκπνοής μέσα στους τέσσερις τοίχους υπό την ταμπέλα της εναλλακτικής γυμναστικής. Συνδέω αυτόματα αυτό το «συγκλονιστικό» νέο με ένα άρθρο που διάβασα τις προάλλες για το πόσο δυστυχείς είναι οι υπάλληλοι του ιντερνετικού κολοσσού amazon.com, αντιλαμβανόμενοι ότι είναι απόλυτα παγιδευμένοι στις θέσεις εξειδίκευσης του επόμενου, μεγάλου πράγματος που λέγεται onlineυπηρεσίες και ότι όσο αυξάνοντας οι απαιτήσεις των καλωδιωμένων πελατών τόσο πιο κολλημένοι στο πόστο τους θα είναι αυτοί.

Η εξέλιξη πονάει.Μας κάνει τη ζωή πιο ενδιαφέρουσα, ενδεχομένως πιο άκοπή αλλά κάτι λείπει. Τα χρήματα, αυτά λείπουν,  θα σπεύσουν οι όλβιοι παραθεριστές του κόσμου τούτου να συμπληρώσουν. Οκέι, η χρηματοπιστωτική κάνουλα έκλεισε, οπότε το ενδιαφέρον στέφεται στα καθ’ ημάς. Τι μας φτιάχνει; Τι μας κάνει καλύτερους; Τι ανεβάζει τις σεροτονίνες μας;Το «είναι» έχει γίνει το νέο «φαίνεσθαι» γράφουν οι λαιφσταϊλάδες (χωρίς να βγάζω την ουρά μου απέξω). Δεν έχει σημασία σε πιο εστιατόριο θα φάει κάποιος την ντομάτα του ή ακόμα πιο αδιάφορο είναι εάν θα τη φάει σε αφρό ή σε τζελ, κάτι που παλιότερα τον έκανε να κομπορρημονεί, αφού είχε πατήσει μια γαστριμαργική κορυφή.

Παλαιότερα, κανείς δεν νοιαζόταν για το αντιοξειδωτικό λυκοπένιο της ντομάτας, το ωφέλιμο ασβέστιο του γιαουρτιού, το αντικαταθλιπτικό μαγνήσιο του σπανακιού, τη σπάνια ανθοκυάνη της μπλε πατάτας. Αυτά είναι σημερινά θέματα αναζήτησης που ψάχνουμε να βρούμε τη μελωδία της ευτυχίας στα superfoods, στη σπιρουλίνα, στο ιπποφαές, στις βόλτες με ποδήλατο, στη γιόγκα και στην ηθελημένη επαφή με τη φύση.
Κι όσο οι αστικές νευρώσεις αυξάνονται τόσο τα γιατροσόφια της χαράς θα φαντάζουν όλο και πιο αποτελεσματικά. Οι σύγχρονες μηχανιστικές κινήσεις θα αμφισβητούνται για κάτι πιο ελεύθερο και οι συμβάσεις της εσωτερικής γαλήνης για κάτι πιο απλοποιημένο. Μάλλον η αναζήτηση της ευτυχίας είναι πιο χειροπιαστή και κατανοητή από τον ίδιο της το στόχο, οπότε εκείνη η «παουλοκοελικής» αισθητικής ατάκα που λέει ότι η ευτυχία είναι ένα κλικ στο μυαλό, είναι το μόνο κλισέ που κρατάω από τα φωτορομάνζα.  

[ΠΗΓΗ: Έφη Αλεβίζου, ΤΕΧΝΗ και ΖΩΗ στο 1091 ΕΨΙΛΟΝ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ]

ΠΡΟΟΔΟΣ: η τελευταία δεισιδαιμονία

$
0
0

Οι λίγοι ευνοημένοι δεν επιτρέπεται να γνωμοδοτούν ανεξέλεγκτα για τις ανάγκες των πολλών!

Ούτε ο φιλελευθερισμός ούτε ο Μαρξισμός, που είναι ο σημαντικότερος αντίπαλος του, δεν φαίνεται, ότι μπορούν να προσφέρουν μεγάλες ελπίδες για τη λύση των τεράστιων προβλημάτων που απειλούν να μας συντρίψουν… Η έρευνα για έναν τρίτο δρόμο, ούτε μαρξιστικό ούτε φιλελεύθερο, αντανακλά τον αυξανόμενο φόβο ότι οι άνθρωποι δεν ελέγχουν πλέον τη ζωή τους.


Μπορούμε να φανταστούμε μια πειστική εναλλακτική λύση στις ιδεολογίες που διαμόρφωσαν το μοντέρνο κόσμο αλλά και με τι θα έμοιαζε μια τέτοια εναλλακτική λύση μόνον εάν κατανοήσουμε πού ακριβώς έσφαλαν οι παρωχημένες ιδεολογίες. Η άποψη μου είναι ότι οι ρίζες των δυσκολιών εστιάζονται στην κοινή μας εμπιστοσύνη στην ιδέα της προόδου —κι’αυτό εξηγεί γιατί είμαι ριζικά αντίθετος στην υποστήριξη μιας νέας θέσης που συνεχίζει να αυτοπροσδιορίζεται ως «προοδευτική». Στη θέση αυτή δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέραν από σύγχυση.

Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να καταλάβουμε είναι ότι η ελπίδα δεν απαιτεί μια πίστη στην πρόοδο. Απαιτεί μια πίστη στη δικαιοσύνη:η πεποίθηση ότι ο αμαρτωλός θα υποφέρει, ότι οι άδικοι θα τιμωρηθούν, ότι η υποκείμενη τάξη πραγμάτων δεν προσβάλλεται ατιμώρητα. Η ελπίδα υπαινίσσεται μια βαθιά εδραιωμένη εμπιστοσύνη στη ζωή, η οποία φαίνεται παράλογη σε όσους τη στερούνται. Η ελπίδα, πέραν αυτού, μας βοηθά πολύ περισσότερο να βρούμε την πορεία πλεύσης μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα απ' ό,τι η πίστη στην πρόοδο, χωρίς να μας εμποδίζει να περιμένουμε το χειρότερο. Αντίθετα, εκείνοι που ελπίζουν είναι πάντοτε προετοιμασμένοι για το χειρότερο.Η εμπιστοσύνη τους στη ζωή δεν θα άξιζε και πολλά εάν δεν είχε επιβιώσει των απογοητεύσεων του παρελθόντος, ενώ η γνώση τους ότι το μέλλον θα φέρει κι άλλες απογοητεύσεις αποδεικνύει τη συνεχή ανάγκη για ελπίδα. Οι πιστοί της προόδου, από την άλλη πλευρά, μολονότι αρέσκονται να αυτοαναγορεύονται σε κόμμα της ελπίδας, πρακτικά τη χρειάζονται λιγότερο, εφόσον έχουν την ιστορία με το μέρος τους. Η απουσία της ελπίδας, ωστόσο, τους καθιστά ανίκανους για πνευματική δράση. Η απροβλεψία, μια τυφλή πίστη ότι τα πράγματα θα πάνε προς το καλύτερο χρησιμεύει σαν ένα φτωχό υποκατάστατο των διαψευσμένων παραισθήσεων τους.
Αυτή η φαταλιστική αισιοδοξία, αυτή η σιγουριά ότι η ιστορία εργάζεται υπέρ του διαφωτισμού, της ισότητας και της ατομικής ελευθερίας ήταν η πηγή της πασίγνωστης μαρξιστικής αδιαφορίας για την ηθικότητα των μέσων και των σκοπών—το θέμα που ταλαιπώρησε όσους πίστευαν ότι η πρόοδος ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, ένα διπρόσωπο αγαθό. Για τους μαρξιστές η επιλογή των μέσων ήταν απλή: οτιδήποτε επιτάχυνε την προλεταριακή επανάσταση. Οι «φυσικοί νόμοι του καπιταλισμού», είπε ο Μαρξ, εργάζονταν «με σιδερένια αναγκαιότητα προς αναπόφευκτα αποτελέσματα». Αυτό δεν σήμαινε ότι κάθε έθνος έπρεπε να περάσει από ένα αστικό στάδιο στην πορεία προς το σοσιαλισμό. Όταν οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία μπορούσαν να επικαλούνται τη δήλωση του Μαρξ ότι η Ρωσία θα μπορούσε «να αποκτήσει τους καρπούς με τους οποίους η καπιταλιστική παραγωγή εμπλούτισε την ανθρωπότητα χωρίς να περάσει από το καπιταλιστικό καθεστώς». Χωρίς ωστόσο μια αστική επανάσταση, το σοσιαλιστικό καθεστώς θα έπρεπε να αναλάβει από μόνο του το έργο του καπιταλισμού, αρχίζοντας από την απαλλοτρίωση της αγροτιάς· τελικά αυτή η λογική κατέληξε στη Σοβιετική Ένωση να γίνει αποχρών λόγος του Σταλινισμού.

Η απόληξη του μαρξιστικού οχήματος της ιστορίας ήταν ότι κάποια πράγματα θα έπρεπε να συμβούν αναγκαστικά είτε υπό την αιγίδα των αστών είτε των «προλετάριων»:η καταστροφή της παλιάς γαιοκτητικής αριστοκρατίας· η άνοδος μιας νέας τάξης στη θέση της· η «εκμηδένιση» της παραγωγής μικρής κλίμακας· ο μετασχηματισμός των αγροτών και των βιοτεχνών σε μισθωτούς εργάτες· η αντικατάσταση της κοινοτικής, πατριαρχικής και «ειδυλλιακής» διευθέτησης από συμβατικές διευθετήσεις η άνοδος ενός νέου ατομισμού στην προσωπική ζωή· η κατάρρευση της θρησκείας και η διάδοση των επιστημονικών σχημάτων σκέψης· η απομάγευση της εξουσίας. Μια σειρά τέτοιου είδους εξελίξεων επρόκειτο να συμβούν είτε κάποιος τις ήθελε είτε όχι και ανεξάρτητα από τι είδους ομάδες συνέβαινε να είναι υπεύθυνες για το κράτος σε κάθε δεδομένη στιγμή. Ο πολιτικός φιλόσοφος Jon Elster έγραψε ότι η μαρξική θεωρία της ιστορίας ήταν «παράξενα εξαϋλωμένη». «Εργαζόμενη παλινδρομικά, ξεκίναγε από το τέλος και κατέληγε στις προϋποθέσεις»· έτσι «μπορούσε να καταστήσει περιττούς τους δρώντες και τις προθέσεις τους». Επειδή μπορούσε να καταστήσει περιττούς τους δρώντες, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, μπορούσε ν' αφήσει κατά μέρος ζητήματα πολιτικής και ηθικότητας.

Σύμφωνα με τον Μαρξ ο σοσιαλισμός θα συμφιλίωνε το άτομο και την κοινωνία επειδή αντιπροσώπευε μια «ανώτερη σύνθεση» μεταξύ ατομικισμού και «οργανικής ενότητας».Ο Elster, ένας συμπαθής κριτικός, βρίσκει την «άνευ διακρίσεων αλληλεγγύη» που οραματίστηκαν ο Μαρξ κι ο Ένγκελς μη πειστική και εν μέρει ανησυχητική. Ο Elster υποστηρίζει ότι «ο κόσμος χρειάζεται μια ασφαλέστερη εστία αφοσίωσης και αλληλεγγύης από τη διεθνή κοινότητα των εργατών». Ο αλτρουισμός ακμάζει σε «μικρές, σταθερές ομάδες» και «παρακμάζει όταν ο κύκλος των ατόμων επεκτείνεται». «Η άνευ οφέλους καλοσύνη» είναι ασυμβίβαστη με την «προσωπική ακεραιότητα και τη δύναμη του χαρακτήρα». Αλλά ο Μαρξ δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει την αξία των μικρών, σταθερών ομάδων χωρίς να θυσιάσει τη μονογραμμική του θεωρία της προόδου, σύμφωνα με την οποία η ιστορία κινείται, αναπόφευκτα προς την κατεύθυνση των όλο και περισσότερο περιεκτικών μορφών αλληλεγγύης.

Η φιλελεύθερη θεωρία της προόδου, από την άλλη πλευρά, είναι λιγότερο άκαμπτη και ευκολότερα, κατά συνέπεια, συμφιλιώσιμη, όπως φαίνεται, με τις αποδείξεις ότι η ιστορία δεν κινείται πάντοτε προς μία κατεύθυνση.Δεν ήταν η εκκοσμίκευση της χριστιανικής πίστης στη Θεία Πρόνοια που ανέδειξε την ιδέα του δέκατου όγδοου αιώνα για την πρόοδο, όπως συχνά υποστηρίχθηκε, αλλά η σαφέστερη διαβεβαίωση ότι οι ορέξεις του κόσμου, που καταδικάστηκαν στο παρελθόν σαν πηγή κοινωνικής αστάθειας και προσωπικής δυστυχίας, θα μπορούσαν να κινήσουν την οικονομική μηχανή — όπως ακριβώς η ακόρεστη περιέργεια του κόσμου κίνησε το επιστημονικό εγχείρημα — και έτσι να εξασφαλίσουν μια ατέλειωτη επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων. Η ηθική αποκατάσταση της επιθυμίας επέφερε μια νέα αίσθηση των δυνατοτήτων που υπήρχαν, οι οποίες έγιναν γνωστές από την πρακτική της νέας επιστήμης της πολιτικής οικονομίας κι όχι από τον ασαφή ουτοπισμό του γαλλικού διαφωτισμού.
Σύμφωνα με τον Άνταμ Σμιθ, ο αυτοπαραγόμενος χαρακτήρας των αναδυομένων προσδοκιών, των εσχάτως επίκτητων αναγκών και προτιμήσεων, και των νέων σταθερών προσωπικής άνεσης διέρρηξε τον παλιό κύκλο κοινωνικής ακμής και παρακμής και προκάλεσε μια νέα μορφή κοινωνίας, ικανής για απεριόριστη επέκταση.
Η αποφασιστική ρήξη με παλιότερους τρόπους σκέψης συνέβη όταν οι ανθρώπινες ανάγκες άρχισαν να αντιμετωπίζονται όχι ως φυσικές ανάγκες αλλά ως ιστορικές, που αλλάζουν σταθερά·και κατά συνέπεια είναι ακόρεστες. Καθώς το πλεόνασμα των υλικών ανέσεων αυξανόταν, το επίπεδο άνεσης αυξανόταν επίσης και η κατηγορία των αναγκών κατέληξε να συμπεριλαμβάνει πολλά αγαθά που προηγουμένως εθεωρούντο πολυτελή. Για τον Σμιθ η «ενιαία, σταθερή κι αδιάκοπη προσπάθεια του κάθε ανθρώπου να καλυτερεύσει την κατάσταση του» έγινε η «αρχή από την οποία παραγόταν πρωταρχικά η δημόσια και εθνική καθώς και η ιδιωτική αφθονία».Η υπεράσπιση των υψηλών μισθών από τον Σμιθ, ασυνήθιστη για την εποχή του, στηριζόταν στην προϋπόθεση ότι «ένα πρόσωπο το οποίο δεν μπορεί ν' αποκτήσει ιδιοκτησία δεν μπορεί να έχει άλλο συμφέρον από το να φάει τόσο περισσότερο και να εργαστεί τόσο λιγότερο όσο είναι δυνατό».Η ελπίδα πως θα βελτιώσει την κατάσταση του, από την άλλη πλευρά, θα ενεθάρρυνε τον εργαζόμενο άνθρωπο του Σμιθ να ξοδέψει το εισόδημα του σε «πράγματα ανθεκτικότερα» (διαρκή αγαθά) από τη «φιλοξενία» και τις «γιορτές» που προτιμόνταν από τους πλούσιους: τα συσσωρευόμενα αποτελέσματα αυτού του είδους της δαπάνης, ακόμη κι αν αντανακλούσαν μια «ποταπή και εγωιστική διάθεση» θα μπορούσαν να συντηρήσουν ένα ολόκληρο έθνος βιομηχανικών εργατών.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ TOΥ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΛΛΗΦΘΕΙ, όσον αφορά τη δική μας προοπτική, ως η περιοδική εξασθένιση και εγκατάλειψη αυτών των ιδεών, από τη μία πλευρά, και η περιοδική επανανακάλυψή τους από την άλλη, από ένα μεγάλο αριθμό στοχαστών. Αποκορυφώθηκε στις προτάσεις των κεϋνσιανών, οι οποίοι έκαναν τις πλέον εκλεπτυσμένες απόπειρες σύνδεσης της κοινωνικής προόδου με την απεριόριστη επέκταση των καταναλωτικών απαιτήσεων. Η έννοια της προόδου, όπως οι οξυδερκέστεροι φιλελεύθεροι κριτικοί κατάλαβαν, μπορεί να τύχει υπεράσπισης έναντι ενός εκλεπτυσμένου κριτικισμού μόνον εάν ορίσουμε ως προϋπόθεση της μια άνευ τέλους επέκταση των επιθυμιών, μια σταθερή άνοδο στο γενικό επίπεδο άνεσης και (που είναι το σημαντικότερο) τη συνεχή ενσωμάτωση νέων ομάδων στην κουλτούρα της κατανάλωσης. Μ ' αυτή και μόνο τη μορφή η ιδέα της προόδου επιβίωσε των καταστροφών του εικοστού αιώνα. Οι πιο φανταχτερές εκδοχές της προοδευτικής πίστης, που έθεταν ως προϋπόθεση την τελειοποίηση της ανθρώπινης φύσης —με την απραγματοποίητη εξουσία του λόγου ή της αγάπης— κατέρρευσαν εδώ και καιρό, αλλά η φιλελεύθερη εκδοχή αποδείχτηκε εκπληκτικά ανθεκτική στους κλονισμούς που επανειλημμένα προκάλεσαν στη συγκαταβατική αισιοδοξία τα συμβάντα του εικοστού αιώνα…………………….

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΕΔΩΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ μικρότερη σημασία στα καθήκοντα του πολίτη απ' ότι στο δικαίωμα απόλαυσης των αγαθών της ζωής. Η λειτουργία του κράτους στηρίχτηκε στην εγγύηση αυτών των δικαιωμάτων. Δεν δημιούργησε πολίτες με παιδεία ούτε παρενέβη στο κυνήγι του ιδιωτικού οφέλους.

Η δημοκρατία (αν ποτέ ταυτιζόταν με το φιλελευθερισμό) ταυτίστηκε έτσι με μια δικαιότερη διανομή των αγαθών μάλλον παρά με την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή στη δημόσια ζωή. Μια καθολική βελτίωση του επιπέδου ζωής φαινόταν να δικαιώνει την επιλογή μιας διανεμητικής δημοκρατίας σε σχέση με τη συμμετοχική δημοκρατία. Η πρόσφατη ωστόσο εμπειρία φανερώνει ότι είναι αδύνατο, μακροπρόθεσμα, να επιτευχθεί η μία χωρίς την άλλη.Οι λίγοι ευνοημένοι δεν επιτρέπεται να γνωμοδοτούν ανεξέλεγκτα για τις ανάγκες των πολλών, έστω και αν, όπως οι Keynes και Kallen έδειξαν, τους ενδιαφέρει μακροσκοπικά να αυξηθεί το γενικό επίπεδο κατανάλωσης. Εάν σήμερα οι πολλοί απολαμβάνουν ανέσεις που προηγουμένως περιορίζονταν στους λίγους, αυτό συνέβη επειδή τους νίκησαν μέσω των δικών τους πολιτικών πρωτοβουλιών κι όχι επειδή οι πλούσιοι παρέδωσαν θεληματικά τα προνόμια τους ή επειδή η αγορά εξασφαλίζει αυτόματα αφθονία για όλους. Η παρακμή της λαϊκής πρωτοβουλίας στην πολιτική, μαζί με την παρακμή του ευφυούς συντηρητισμού, γεννά μια απειλητική εικόνα· η σταθερή πρόοδος προς την ισότητα, για να το θέσουμε μαλακά, δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη.

Ο φιλελευθερισμός προϋποθέτει τελικά τη δημιουργία μιας σφαιρικής αγοράς που ενσωματώνει πληθυσμούς που αποκλείονταν προηγουμένως από κάθε λογική προσδοκία ευημερίας. Αλλά η πρόβλεψη ότι «αργά ή γρήγορα όλοι θα ευημερούμε», που ακουγόταν τόσο πειστικά μόνο λίγα χρόνια πριν, δεν φαίνεται πια πειστική. Η σφαιρική κυκλοφορία των καταναλωτικών αγαθών, των πληροφοριών και των πληθυσμών, αντί να κάνει τον καθένα εύπορο, βάθυνε το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών εθνών και γέννησε μια μαζική μετανάστευση στη Δύση, όπου οι νεοαφικνούμενοι διόγκωσαν την τεράστια στρατιά των ανέστιων, άνεργων, αναλφάβητων, τοξικομανών, αλητών και στερημένων πολιτικά δικαιώματα. Η παρουσία τους καταπονεί τις υπάρχουσες πλουτοπαραγωγικές πηγές έως τη συντριβή τους. Οι ιατρικές και εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις, οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου, και η προσφορά εργασίας —χωρίς να μνημονεύσουμε την προσφορά φυλετικής ανοχής και καλής θέλησης, που δεν είναι ποτέ άφθονη κατ' αρχήν— όλα εμφανίζονται ανεπαρκή στο πελώριο έργο της αφομοίωσης αυτού που ουσιαστικά είναι ένα πλεόνασμα ή «υπεραφθονία» πληθυσμού, σύμφωνα με την ωμή εκφραστική βρεταννική έκφραση. Τα δηλητηριώδη αποτελέσματα της φτώχειας και των ρατσιστικών διακρίσεων δεν μπορούν να γκετοποιηθούν κι αυτά επίσης κυκλοφορούν σε μια σφαιρική κλίμακα. « Όπως τα αποτελέσματα της βιομηχανικής ρύπανσης και του νέου συστήματος των σφαιρικών οικονομικών αγορών», γράφει η Susan Sontag, «η κρίση του AIDS είναι ένδειξη ενός κόσμου... στον οποίο κάθε τι που μπορεί να κυκλοφορήσει κυκλοφορεί» —καταναλωτικά αγαθά, εικόνες, σκουπίδια, αρρώστιες. Δεν εκπλήσσει ότι «το κοίταγμα στο μέλλον, που κάποτε συνδεόταν μ' ένα όραμα γραμμικής προόδου», με-ταστράφηκε σύμφωνα με την Sontag, σ' ένα «όραμα καταστροφής», και ότι «ο,τιδήποτε μπορεί να περιγραφεί ως αλλαγή ορθά μπορεί ν' αντιμετωπιστεί ως πορεία προς την καταστροφή».

Η ουσία της επιχειρηματολογίας μου, όσον αφορά αυτό το σημείο, είναι ότι το καταναλωτικό πρόγραμμα δεν μπορεί να επιτύχει χωρίς λαϊκή συμμετοχή στη διακυβέρνηση και χωρίς μια τονισμένη έννοια της πολιτικής στράτευσης, που και τα δύο, ωστόσο, τείνουν να διαβρωθούν από την καταναλωτική έμφαση στις ατομικές ικανοποιήσεις (αλλά και εξίσου από πολλά άλλα χαρακτηριστικά της καταναλωτικής κουλτούρας). Σ' αυτό μπορούμε να προσθέσουμε ένα δεύτερο σημείο: ότι ο καταναλωτισμός απαιτεί μια σφαιρική αγορά και μια συνέχιση της τάσης προς την πολιτική συγκεντροποίηση, ενώ η πολιτική συμμετοχή είναι πολύ περισσότερο αποτελεσματική σε μικρές κοινότητες όπου οι άνθρωποι αισθάνονται άμεσα υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Δεν βλέπω διέξοδο από αυτό το δίλημμα παρ' εκτός την επιλογή του ενός από τα δύο κέρατα, είτε την ισότητα ή την οικονομική ανάπτυξη, είτε την πολιτική συμμετοχή ή τον καταναλωτισμό. Δεν μπορούμε να τα έχουμε και τα δύο, και δεν υπάρχει κάποιο σημείο που θα μας επιτρέψει να ισχυριστούμε ότι μπορούμε να συνδυάσουμε με κάποιο τρόπο την «κοινότητα» με μια ευρείας κλίμακας οργάνωση ή την πολιτική αναζωογόνηση με μία συνεχιζόμενη εμπιστοσύνη σε ένα όλο και πλουσιότερο επίπεδο ζωής.

Η ΠΕΠΟΙΘΗΣΗ MOΥ ΟΤΙ Η ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ πλησιάζει το τέλος του δρόμου τηςκαι ότι θα πρέπει ν' αντιμετωπίσουμε σκληρά διλήμματα στο εγγύς μέλλον ενισχύεται από έναν άλλο παράγοντα, τις αυξανόμενες δηλαδή αποδείξεις ότι οι περιορισμένες πλουτοπαραγωγικές πηγές της γης δεν μπορούν να στηρίξουν μια απεριόριστη επέκταση του βιομηχανικού πολιτισμού σύμφωνα με τις σημερινές κατευθύνσεις. Ενώ η προσπάθεια να διατηρηθεί το επίπεδο ζωής που ήδη απολαμβάνουν τα βιομηχανικά έθνη χωρίς να το μοιράζονται με τον υπόλοιπο κόσμο θα ήταν παράλογη, η προσπάθεια να εξαχθούν τα δυτικά σταθμά θα σήμαινε πιθανά την εξάντληση των μη ανανεούμενων πλουτοπαραγωγικών πηγών, την αμετάστρεπτη μόλυνση της γήινης ατμόσφαιρας, τη δραστική μεταβολή του κλίματος της και την καταστροφή, εν συντομία, του οικολογικού συστήματος από το οποίο εξαρτάται η ανθρώπινη ζωή. Ο Rudolph Bahro, μια ηγετική φυσιογνωμία για τους Δυτικογερμανούς Πράσινους, γράφει:
Ας φανταστούμε τι θα μπορούσε να συμβεί εάν η κατανάλωση πρώτων υλών και ενέργειας στην κοινωνία μας επεκτεινόταν στα τεσσεράμιση δισεκατομμύρια κόσμο που ζει σήμερα ή στα δέκα έως δεκαπέντε δισεκατομμύρια που θα υπάρχουν πιθανά αύριο. Είναι άμεσα φανερό ότι ο πλανήτης μπορεί να στηρίξει τέτοιους όγκους παραγωγής... μόνο για μια μικρή χρονική περίοδο.
Εάν ο Bahro έχει δίκιο, έχουμε δύο μόνον επιλογές:να καταστήσουμε τη Δύση, όσο ουδέποτε στο παρελθόν, μια όαση ευημερίας σε ένα ταλαιπωρημένο από τη φτώχεια κόσμο, οχυρώνοντας τους εαυτούς μας έναντι των γειτόνων μας· ή να αποδεχθούμε μια γενική μείωση του δικού μας επιπέδου ζωής. Εδώ χρειάζεται να υπογραμμιστεί, ότι καμία εναλλακτική λύση, δεν συμβιβάζεται με την ιδεολογία της προόδου…………………………………………………………………

[ΠΗΓΗ: CristopherLasch, περιοδικό Λεβιάθαν τεύχος 16 -Απόδοση στην ελληνική: Γ.Ν. Μερτίκας: http://www.leviathan.gr/ ]

Το σχολείο στα ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ της Χούντας: πολεμώντας τον ακίνητο χρόνο

$
0
0

Πρέπει ή δεν πρέπει να θυμόμαστε; Συντελεί η ιστορική μνήμη στην επούλωση των τραυμάτων ή μήπως τα κακοφορμίζει; Είχε δίκιο ο Νίτσε που θεωρούσε τη λήθη «υπέρτατη μορφή ευτυχίας» - την ίδια στιγμή που έγραφε ότι η ιστορική συνείδηση ξεχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα; Πόση ιστορική αλήθεια αντέχουμε;

Η πάλη του ανθρώπου εναντίον της εξουσίας είναι η πάλη της μνήμης εναντίον της λήθης… Αρχίζεις να διαλύεις έναν λαό αφαιρώντας την μνήμη του. Καταστρέφεις τα βιβλία του, την κουλτούρα και την ιστορία του. Έπειτα άλλοι γράφουν βιβλία γι’ αυτόν, του προσφέρουν μια άλλη κουλτούρα και επινοούν μια άλλη ιστορία. Στη συνέχεια ο λαός αρχίζει σιγά-σιγά να ξεχνά ποιος είναι και τι ήταν (Μίλαν Κούντερα, Το βιβλίο του γέλιο και της λήθης, 1979)


Η επίσημη εκδοχή της ιστορίας θεωρεί την επτάχρονη τυραννία ως «θλιβερή παρένθεση που έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα».Δεν είναι όμως αυτή η αλήθεια. Η δικτατορία δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία» ή απλώς «η ανταρσία μιας ομάδας επίορκων αξιωματικών». Αντίθετα, το καθεστώς των νικητών του εμφυλίου πολέμου (Παλάτι-Στρατός) ζέσταινε στον κόρφο του το «αυγό του φιδιού» και λειτούργησε, τελικά, ως εκκολαπτική μηχανή της Χούντας. Μάλιστα το Σύνταγμα του 1952 προέβλεπε την επιβολή «καταστάσεως πολιορκίας», δηλ. δικτατορίας με κοινοβουλευτικό μανδύα (!). Έτσι, «μετά τα Ιουλιανά του 1965, ο διάχυτος φόβος των κυρίαρχων τάξεων τις έκανε αντικειμενικά πρόθυμες να αποδεχτούν την αντικατάσταση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος από ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης», έγραψε ο Αριστόβουλος Μάνεσης.
Το «πράσινο φως» για το πραξικόπημα άναψε στην Ουάσιγκτον το Φλεβάρη του 1967, καθώς η χώρα μας αποτέλεσε «έπαλξη» του Ψυχρού Πολέμου»,προγεφύρωμα στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο των πετρελαίων της Μ. Ανατολής και την καταστολή των αντιιμπεριαλιστικών αραβικών κινημάτων. Οι ΗΠΑ δεν τήρησαν απλώς «μια στάση ανοχής προς τους δικτάτορες», όπως προκλητικά εξακολουθεί να γράφει το βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου(!), αλλά επέβαλαν-στήριξαν με κάθε τρόπο την επιβίωση του τυραννικού καθεστώτος.

Η δικτατορία ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει λαϊκή βάση, γιατί ήταν ένα βάρβαρο, καταπιεστικό καθεστώς, που δολοφόνησε, βασάνισε, έκλεισε στις φυλακές και τα ξερονήσια δεκάδες χιλιάδες δημοκρατικούς πολίτες. Η Χούντα έδειξε ιδιαίτερο ζήλο στο να «εκπαιδευτεί ο παντελώς αδιαφώτιστος ελληνικός λαός εις τας ιδεολογικάς αρχάς της Επαναστάσεως ώστε να μην επαναληφθούν αι εγκληματικαί πράξεις των ξενοκίνητων ερυθρών διαβόλων». Για να εξυπηρετήσει αυτόν τον «θεάρεστο σκοπό»έβαλε στο γύψο και το σχολείο, αφού το «καθάρισε» από τους «μη νομιμόφρονας»εκπαιδευτικούς, ενώ όσους/ες «δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις»τους έστειλε στα ξερονήσια και τις φυλακές.
Η Εθνική και Ηθική Διαπαιδαγώγηση (Ε.Η.Δ) των νέων περιελάμβανε,μεταξύ άλλων, το κυνήγι των μακρυμάλληδων, των ομοφυλόφιλων, το υποχρεωτικό κούρεμα, την ποδιά κάτω απ’ το γόνατο και την κορδέλα με τα εθνικά χρώματα στα μαλλιά και, φυσικά, τον εκκλησιασμό, τη λογοκρισία και την απαγόρευση χιλιάδων βιβλίων, ακόμη και του ελληνοβουλγαρικού λεξικού! Το σχολείο φορτώθηκε και την «θεάρεστον αποστολήν»να λιβανίζει τα έργα και ημέρας του «αρχηγού της Επαναστάσεως κ. Παπαδόπουλου ο οποίος με θαυμαστήν αντοχήν και συνέπειαν κατέστη ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ και Δημιουργός της Νέας Ελλάδος»!

Οι σχολικές μονάδες μετατράπηκαν, στην πράξη, σε στρατιωτικές.Ενδεικτικές είναι οι απείρου κάλλους διαταγές χουντικού επιθεωρητή προς τους «δασκάλους του Γένους (sic) ώστε ν’ αντιμετωπίσουν «τας ποικίλας φωνάς κοαζόντων βατράχων…, τα ερυθρά ρύγχη αρκτίων άρκτων που προβάλλονται και δη εν χορώ προ των προθύρων των δομάτων μας».Αποφασίζει λοιπόν και διατάσσει: «απαγορεύεται το θαμίζειν εις κέντρα κακόφημα, το συσφαιρίζειν και βωμολοχεύεσθαι μετά των πολιτών»Ιδιαίτερα εφιστά την προσοχή «των εριτίμων κυριών και δεσποινίδων ότι η ατημέλεια προκαλεί αποστροφήν. Ούτω έτι πλέον το καπνίζειν υπό των γυναικών, το μινιφουστοφορείν, το αφρυοοβλεφαρογράφειν σκορπίζουν την αηδίαν, διότι το Εκπαιδευτήριον δεν είναι αίθουσα ντιορικών επιδείξεων αλλά ιερά Κιβωτός θείων λειτουργημάτων(!)
Υπερακοντίζοντας, οι εγκάθετοι στο Δ.Σ. της ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης- Κιλκίς – Χαλκιδικής στις 20-07-1970 καλούσαν «ευθαρσώς και απεριφράστως» τους πραξικοπηματίες να «προσέξουν» διότι η «Μέση Εκπαίδευση θηλυκοποιείται» (!) Η «ικανότητα προσαρμογής»- συμμόρφωσης προς τις γελοίες αυτές υποδείξεις ήταν το βασικότερο κριτήριο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών από τους εγκάθετους επιθεωρητές.

«Οι Έλληνες θα απαλλαγούν από το σαράκι του εγωκετρισμού, θα εξυγιάνουν τους εαυτούς τους και θα συγκροτήσουν τον περιούσιον λαόν του Κυρίου, με την ακατάπαυστον δογματικήν επανάληψιν της εθνικής ιδέας υπό την μορφήν του συνθήματος «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών»,έκρωζε ο δικτάτορας.
Οι γκεμπελίσκοι της χούντας παρά τις άοκνες προσπάθειες τους δεν κατάφεραν να εθίσουν τη μαθητική νεολαία στο δηλητήριο της προπαγάνδας τους.«Αι διαφωτιστικαί ομιλίαι» στα σχολεία όχι μόνον δεν κατάφεραν να ευνουχίσουν τις συνειδήσεις των εφήβων, αλλά και μετατράπηκαν σε μπούμερανγκ για τους εμπνευστές τους. Ο αιματηρός ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου και η πτώση του τυραννικού καθεστώτος λίγους μήνες μετά αποτελούν τρανταχτές αποδείξεις:

«Εδώ πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης, καλούμε τους καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης και τους δασκάλους να αναλάβουν τις ευθύνες τους.Στιγματίζοντας το πικρό δηλητήριο της αμάθειας που προσφέρθηκε στα Ελληνόπουλα την τελευταία επταετία, να αναλάβουν επιτέλους το ρόλο τους. Καταγγέλλουμε το εξοντωτικό πλαίσιο που τους μεταβάλλει από πνευματικούς λειτουργούς σε όργανα κρατικής γραφειοκρατίας και τους ζητούμε να συμπαρασταθούν στους πρώην μαθητές τους.
Έλληνες δάσκαλοι, σταθείτε στο ύψος του κοινωνικού σας ρόλου. Πείτε στα παιδιά σας την αλήθεια.Συμπαρασταθείτε με απεργίες, διαδηλώσεις και καταλήψεις στον αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στο φασισμό. Τα πανεπιστήμια όλης τη χώρας κρατάνε και σας περιμένουν…».Αυτή η αγωνιώδης έκκληση των μαθητών/ τριων ακουγόταν, μεταξύ άλλων, στις 16-17 Νοέμβρη του 1973, από τη «μοναδική ελεύθερη γωνιά της πόλης», από το ραδιοφωνικό σταθμό του «Ελεύθερου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης» που εξέπεμπε από την Πολυτεχνική Σχολή.
Η Θεσσαλονίκη συνέβαλε σημαντικά στον αγώνα κατά της Χούντας και πλήρωσε βαρύ τίμημα:τρεις δολοφονημένοι, το στέλεχος των «Λαμπράκηδων» Γιάννης Χαλκίδης, ο βουλευτής της ΕΔΑ Γιώργης Τσαρουχάς, ο αγωνιστής Βασίλης Μπεκροδημήτρης, χιλιάδες οι «προληπτικώς εκτοπισμένοι» στα ξερονήσια. Πάνω από 100 οι καταδικασμένοι σε βαριές ποινές-12 σε ισόβια κάθειρξη-για τη συμμετοχή τους στις αντιδικτατορικές οργανώσεις: ΠΑΜ, Ρήγας Φερραίος, Αντι-ΕΦΕΕ, ΚΚΕ-ΚΝΕ, Δημοκρατική Άμυνα, Σπουδαστική - Λαϊκή Πάλη, ΟΜΛΕ, ΠΑΚ, ΕΚΚΕ-ΑΑΣΠΕ, Κίνημα 29ης Μαΐου, κ.ά.

Όταν άρχισε να στερεύει ο «Πακτωλός» των αμερικάνικων δολαρίων, εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσης το 1971, η Χούντα, για να διατηρήσει την αρπάγη της στην εξουσία, αποπειράθηκε να μεταμφιεστεί, να «πολιτικοποιηθεί» με τη δοτή κυβέρνηση Μαρκεζίνη.Ήδη, όμως, είχε αρχίσει η ανοιχτή αμφισβήτησή της με την κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη του 1973. Εκεί όπου είχαν «σκάψει» οι αντιδικτατορικές οργανώσεις βλάστησε ένα ανατρεπτικό νεολαιίστικο κίνημα που ενσωμάτωνε τις καλύτερες αγωνιστικές παραδόσεις του λαού μας και εμπνεόταν από το διεθνές κίνημα αμφισβήτησης των νέων, όπως ο Μάης του’68. Ήταν η γενιά της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Πνίγοντας στο αίμα την εξέγερση, η Χούντα δεν απέφυγε το μοιραίο. Αντίθετα επιτάχυνε την πτώση της με την πραξικοπηματική ανατροπή του προέδρου Μακάριου, που οδήγησε στη στρατιωτική κατοχή-διχοτόμηση της Κύπρου.
Το κενό εξουσίας που προέκυψε με την πτώση της Χούντας, καλύφθηκε με μια παρασκηνιακή συμφωνία των ΝΑΤΟικών ηγετικών κύκλων με τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας-σε αντίθεση προς τη λαϊκή απαίτηση για ριζικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές. Ακόμα και η λεγόμενη «αποχουντοποίηση» άφησε στο απυρόβλητο πολλούς από τους υπηρέτες της Χούντας, που με απύθμενο θράσος εμφανίζονται σήμερα ως «τιμητές» και ενοχοποιούν για τα σημερινά δεινά του τόπου τη «γενιά του Πολυτεχνείου»! Έτσι, όχι μόνο δεν «έδωσαν τη Χούντα στο λαό», αλλά και μετέτρεψαν το διαρκές έγκλημά της σε «στιγμιαίο»! Γι’ αυτό και οι υπό κατεδάφιση σήμερα μεταδικτατορικές δημοκρατικές–κοινωνικές κατακτήσεις δεν είναι «παραχωρήσεις» των κυβερνήσεων της «μεταπολίτευσης» αλλά καρπός σκληρών κοινωνικών αγώνων.
Αν «ο αγώνας της μνήμης εναντίον της λήθης δεν είναι παρά ο αγώνας της ελευθερίας εναντίον της τυραννίας», τότε οποιαδήποτε αναφορά στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και τον Αντιδικτατορικό Αγώνα αποκτά νόημα στο βαθμό που αναδεικνύει την αντίσταση, την αγωνιστική-συνειδητή στάση ζωής, σε κινητήρια δύναμη της Ιστορίας.

Πολεμώντας τον ακίνητο χρόνο: ο πολιτισμός στα στρατόπεδα της χούντας


«Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας , το θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει»,έγραψε στην «Ιθάκη» του ο Κ. Καβάφης. Το έκαναν αξίωμα ζωής και μέσο αυτοάμυνας όσοι/ες παρέμειναν έγκλειστοι/ες στις εφιαλτικές, Καφκικές «σωφρονιστικές αποικίες» της φασιστικής Κατοχής, του μετεμφυλιακού «νέου Παρθενώνα» και της χουντικής τυραννίας.
Στίχοι και νότες από την αντίσταση στη δικτατορία του «γύψου» γραμμένες στη γλώσσα της βιωμένης εμπειρίας θα γεμίσουν το Σάββατο 20 Απριλίου, στις 7.00 μ.μ., την αίθουσα τελετών του ΑΠΘ, στην εκδήλωση που συνδιοργανώνουν η «ΕΔΙΑ 1940-74 Κ.-Δ. Μακεδονίας», η Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Δήμου Θεσσαλονίκης και το ΑΠΘ, με αφορμή τη συμπλήρωση 46 χρόνων από το χουντικό πραξικόπημα.

Τραγούδια που εκφράζουν την πίστη, τις δημιουργικές ανησυχίες, την ευρηματικότητα, την τρυφεράδα και την αδούλωτη περηφάνια του σκλαβωμένου ανθρώπου. Γιατί, όπως εύστοχα επισημαίνει ο βετεράνος αγωνιστής, ο «αυτοδίδακτος» Γιώργος Φαρσακίδης, οι υψηλές αυτές αξίες, τα ευγενικά αυτά συναισθήματα «είναι ο κατεξοχήν καρπός που ωριμάζει πάνω στη στέρηση».Ότι η αγάπη για το ωραίο φουντώνει μέσα μας για να καλύψει κάποια κενά και παίρνει μορφή μέσω της Τέχνης. Μιας Τέχνης που δεν υπακούει στους καθιερωμένους αισθητικούς κανόνες και, προπαντός, στο «σωφρονιστικό κώδικα»!
Η διαχείριση του χρόνου υπήρξε ένα από τα δύσκολα προβλήματα των πολιτικών κρατουμένων, τόσο ως ατόμων όσο και ως συγκροτημένων ομάδων συμβίωσης («κολλεκτίβες»), καθώς ήταν αντικείμενο συνεχούς σύγκρουσης με τους δεσμώτες τους. Ιδιαίτερα μετά το 1947 η Χωροφυλακή, ως εποπτεύουσα αρχή της διαβίωσης των εξορίστων, οπλισμένη με τα κατασταλτικά μέσα που της παρείχε ο α.ν. 509/1947, κατέβαλλε κάθε προσπάθεια για να «αδειάσει» τον ελεύθερο χρόνο των εγκλείστων. Σ’ αυτό το πεδίο οι κρατούμενοι διεξήγαγαν συνεχή αγώνα, ώστε να αξιοποιήσουν το χρόνο δημιουργικά: Βελτιώνοντας τις συνθήκες επιβίωσης-διαβίωσης, πλουτίζοντας και διευρύνοντας τον γνωστικό τους ορίζοντα με συλλογικές και ατομικές προσπάθειες μόρφωσης, ψυχαγωγούμενοι με ποικίλες μορφές τέχνης ή πολιτιστικές δραστηριότητες είτε ως θεατές-ακροατές είτε ως «αυτοδίδακτοι» δημιουργοί.

Την περίοδο 1967-1971 αγωνιστές πολιτικοί κρατούμενοι έγραψαν, μελοποίησαν και τραγούδησαν 16 τραγούδια στα στρατόπεδα Λακκί και Παρθένι της Λέρου. Υπάρχει πιστό αντίγραφο της παράνομης αυτής ηχογράφησης που έγινε με το κασετόφωνο του Χαρίλαου Φλωράκη στο στρατόπεδο πολιτικών εξορίστων στο Παρθένι της Λέρου στα τέλη του 1970 αρχές 1971. Τους στίχους των περισσότερων τραγουδιών έγραψε ο Πειραιώτης Νίκος Δαμίγος και τη μουσική ο Χρήστος Λουρετζής στο Λακκί της Λέρου. Τα τραγούδια αυτά γέμιζαν τις ψυχαγωγικές εκδηλώσεις των εξορίστων, εφόσον, βέβαια, η διοίκηση του στρατοπέδου επέτρεπε τη χρήση μουσικών οργάνων-ανάμεσά τους και μια χειροποίητη κιθάρα..
΄Επαιζαν και τραγουδούσαν: μαντολίνο: Χ. Λουρετζής, μπουζούκι. Γιώργος Παπαλόπουλος από τον Εύοσμο Θεσσαλονίκης, κιθάρα: Ν. Δαμίγος και Τάσος Θεοδωρίδης από τον Πειραιά, ακκορντεόν: Κ. Υψηλάντης από τη Θεσσαλονίκη, ντραμς: Γιάννης Κρανάκης από τις Συκιές της Θεσσαλονίκης, τραγούδι: Χ. Λουρετζής, Ν. Δαμίγος, Σταύρος Σκουρτόπουλος από τη Θεσσαλονίκη, Θανάσης Λαδάς από τις Συκιές της Θεσσαλονίκης, Τ. Θεοδωρίδης, Παναγιώτης Καζάκος από την Καλαμαριά.

Τους στίχους του τραγουδιού «Η μάνα του παράνομου» έγραψε ο Ν. Δαμίγος και τη μουσική έγραψε το 1969ο Κυριάκος Υψηλάντης. Είναι αφιερωμένο στο δολοφονημένο αγωνιστή Γιάννη Χαλκίδη. Στις 5/9/1967 Ασφαλίτες τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ στη Θεσσαλονίκη, στη διασταύρωση των οδών Φιλελλήνων-Κωνσταντινουπόλεως
Το τραγούδι με τίτλο «Το Κάστρο» για αρκετά χρόνια ήταν το μουσικό σήμα του ραδιοφωνικού σταθμού «Φωνή της Αλήθειας». Το τραγούδι αυτό, όπως και τα «Καρτέρα με» και «Σύρμα αγκάθι» δεν έχουν διασωθεί από την παράνομη ηχογράφηση, έχουν όμως εγγραφεί σε δίσκο 45 στροφών όπου παίζει μαντολίνο και τραγουδάει συνοδεία ορχήστρας ο Χ. Λουρετζής.

Τα τραγούδια αυτά περιγράφουν-καταγράφουν με χιούμορ και γενναιότητα τις συνθήκες διαβίωσης, τους καημούς των πολιτικών κρατουμένων Εμψύχωναν τους αγωνιστές, αύξησαν τη θέληση και την αντοχή τους στα δεινά που τους επέβαλε η χούντα.
Αν η ζωή στην παρανομία, στις φυλακές και τις εξορίες αφήνει αγιάτρευτες ουλές στο σώμα και την ψυχή του ανθρώπου, «παράλληλα, το Είναι μας ξεσπώντας σαν αυτοάμυνα, αποζητάει το φωτεινό και το χαρούμενο, κάποιες στιγμές φυγής λυτρωτικής και αναγκαίας, σ’ έναν κόσμο, όπως τον ονειρεύτηκε και τον ακριβοπλήρωσε τόσο», προσθέτει ο Γ. Φαρσακίδης στο βιβλίο του-κατάθεση ζωής «Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη…»
Σε μια εποχή που μαίνονται οι «πόλεμοι της μνήμης» και η κρίση της «κοινωνίας της αγοράς», αυτά τα σπαράγματα μνήμης προειδοποιούν και κραυγάζουν: «άνθρωποι γρηγορείτε!» Γιατί «ο αγώνας της μνήμης εναντίον της λήθης δεν είναι παρά ο αγώνας της ελευθερίας εναντίον της τυραννίας».

[ΠΗΓΗ: Εταιρία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων 1967-74 Κ-Δ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ]

Ερωτηματολόγιο αναγνωστικής συμπεριφοράς

$
0
0

Απαντήστε στις δεκαπέντε ερωτήσεις που ακολουθούν με ένα “ναι” ή ένα “όχι”, μετρήστε τις απαντήσεις σας και ανακαλύψτε, εύκολα και γρήγορα, σε ποια αναγνωστική κατηγορία ανήκετε: βιβλιόφιλος, βιβλιοφάγος ή βιβλιομανής;



1] Ταξιδεύετε για χρονικό διάστημα λίγων ημερών στη Βαρκελώνηκαι δεν γνωρίζετε ούτε λέξη ισπανικά (γεγονός, μάλλον, απίθανο, αφού στη βιβλιοθήκη σας βρίσκονται διαβασμένες και ξαναδιαβασμένες κάμποσες δίγλωσσες εκδόσεις έργων ισπανών και ισπανόφωνων ποιητών – του Λόρκα, του Θερνούδα, του Μπόρχες, ίσως ακόμη και του Νερούδα). Υπάρχει περίπτωση να επισκεφθείτε κάποιο βιβλιοπωλείο της πόλης;

2] Μπήκατε, λοιπόν, στο βιβλιοπωλείο. Και τώρα τριγυρίζετε, δοκιμάζοντας μια παράξενη απόλαυση, ανάμεσα στα ράφια και τους πάγκους με τα απροσπέλαστα βιβλία, μεταξύ των οποίων αναγνωρίζετε ορισμένα ονόματα, κλασικών ή γνωστών ξένων, συγγραφέων, ξεφυλλίζετε με περιέργεια μερικές εκδόσεις τέχνης, διαλέγετε για να αγοράσετε έναν τόμο με έγχρωμες φωτογραφίες της πόλης· όταν σε κάποια γωνία βλέπετε τα ποιήματα του αγαπημένου σας ποιητή Οκτάβιο Παζ ή μιαν ωραία έκδοση του Δον Κιχώτη. Θα αγοράσετε κάποιον από αυτούς τους τόμους, που, κατά πάσα πιθανότητα, δεν πρόκειται ποτέ, σε αυτήν τη ζωή τουλάχιστον, να διαβάσετε;

3] Είστε, συνήθως, σε θέση, όταν περιδιαβαίνετε ανάμεσα στους διαδρόμους ενός βιβλιοπωλείου, να υποδείξετε σε κάποιον πελάτη την ακριβή θέση του βιβλίου που γυρεύει ή τον τίτλο και τον εκδότη του βιβλίου που προσπαθεί να περιγράψει στον υπάλληλο του καταστήματος, ακόμα και όταν αυτός ο τελευταίος δεν μπορεί να το εντοπίσει ή να αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται;

4]  Η πρώτη ερώτηση, μετά από τις τυπικές φιλοφρονήσεις, που σας απευθύνουν οι καλεσμένοι που έρχονται για πρώτη φορά στο σπίτι σας αφορά, συνήθως, τα βιβλία που βλέπουν παντού γύρω τους (στις βιβλιοθήκες, στα τραπεζάκια, στο πάτωμα, κάτω από το φλιτζάνι του καφέ, στο περβάζι του παραθύρου, μέσα στο τζάκι); «Τα έχετε διαβάσει όλα αυτά τα βιβλία;», «Μα πόσα βιβλία έχετε, επιτέλους;», «Τι είναι εδώ, δανειστική βιβλιοθήκη;».

5] Το βραβείο Booker για το 2005 δόθηκε στον Τζον Μπάνβιλ για το μυθιστόρημά του Θάλασσα. Ας υποθέσουμε πως δεν γνωρίζατε ήδη το έργο του συγγραφέα· από τις εφημερίδες που διαβάζετε και τις ιστοσελίδες που επισκέπτεσθε συγκεντρώνετε ορισμένες πληροφορίες γι’ αυτόν, μεταξύ των οποίων και τη δήλωσή του ότι προτίθεται να ξοδέψει τα λεφτά του βραβείου για την αγορά έργων τέχνης και ακριβών ποτών. Την επομένη κιόλας βρίσκεστε στο κεντρικό βιβλιοπωλείο όπου συχνάζετε· θα αγοράσετε, εκτός βέβαια από το βραβευμένο βιβλίο του βρετανού συγγραφέα, και όσα άλλα βιβλία του καταφέρετε να βρείτε;

6]  Διστάζετε καμιά φορά ή και σκόπιμα αποφεύγετε να χρεώσετε τα βιβλία που έχετε αγοράσει στην πιστωτική σας κάρτα, προκειμένου να μην αποτυπωθεί στον μηνιαίο λογαριασμό, που η τράπεζα επιμελώς κάθε μήνα ταχυδρομεί στο σπίτι σας, το ακριβές ποσό που ξοδέψατε για την αγορά βιβλίων στη διάρκεια τριάντα και μόνο ημερών;

7]  Σας καταλαμβάνει αμηχανία, ανησυχία, άγχος ή/και πανικός στην προοπτική μιας μακριάς (ή όχι και τόσο μακριάς) και μοναχικής αναμονής, στην τράπεζα, στον προθάλαμο ενός οφθαλμιατρείου, σε μια καφετέρια, ή στο κάθισμα ενός λεωφορείου που, αργά-αργά, κατευθύνεται προς το γραφείο σας, αν δεν έχετε ένα βιβλίο (ή, έστω, μια εφημερίδα) στη διάθεσή σας;

8] Υπάρχουν, σε σταθερή βάση, τρία ως πέντε βιβλία πάνω στο κομοδίνο σας, τα οποία διαβάζετε ταυτόχρονα ή σκοπεύετε να ξεκινήσετε την ανάγνωσή τους άμεσα (ή, σε τελική ανάλυση, θέλετε απλώς να αισθάνεστε την παρουσία τους δίπλα σας δια παν ενδεχόμενο και για παρηγοριά);

9]  Έχετε, ανά πάσα στιγμή, στο μυαλό σας (αν όχι και επιμελώς καταγεγραμμένους στο σημειωματάριό σας ή στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή) καταλόγους, ενημερωμένους σε τακτά χρονικά διαστήματα, με τα «πέντε πιο αγαπημένα μου βιβλία», «τα τρία βιβλία που θα έσωζα από την ολική καταστροφή του πλανήτη ή του σπιτιού μου», «τα επόμενα δέκα βιβλία που θα διαβάσω», «βιβλία που θέλω να αγοράσω»;

10] Είναι αδιανόητο για σας να μην κοιτάξετε, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια καμιά φορά, ποιο βιβλίο κρατάει στα χέρια του και διαβάζει ο συνεπιβάτης σας στο μετρό ή στο πλοίο της γραμμής, η ξανθιά που κάθεται στο παγκάκι του πάρκου δίπλα σας ή ποια βιβλία αγόρασε ο πελάτης του βιβλιοπωλείου που προηγείται από σας στην ουρά του ταμείου;

11]  Βγαίνοντας από ένα βιβλιοπωλείο σάς τυχαίνει, καμιά φορά, να έχετε ξεχάσει πόσα και ποια ακριβώς βιβλία έχετε αγοράσει και να ανοίγετε, όρθιος στην άκρη του δρόμου, τις σακούλες που κρατάτε στα χέρια σας, προκειμένου να βεβαιωθείτε για το περιεχόμενό τους;

12]  Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζετε, όσον αφορά την κατοικία σας αλλά και τις σχέσεις σας με τον/την σύντροφό σας, είναι η έλλειψη χώρου για ακόμα περισσότερα βιβλία ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, η έλλειψη χώρου για οτιδήποτε άλλο εκτός από βιβλία (για διακοσμητικά αντικείμενα, φερ’ ειπείν, για κορνίζες με οικογενειακές φωτογραφίες, για μαχαιροπίρουνα και πετσέτες προσώπου);

13]  Εκείνες τις μακριές στιγμές μέσα στο σπίτι, όταν περιμένετε να ετοιμαστεί ο σύζυγος ή η σύζυγος για τη βραδινή σας έξοδο, όταν το τηλεφώνημα που περιμένετε δεν ακούγεται, όταν η μελαγχολία ή η ανία εμποδίζουν οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, είναι πιθανότερο να περιδιαβάζετε, με αργόσχολο ενδιαφέρον, μπροστά στα ράφια της βιβλιοθήκης σας παρά να στέκεστε μπροστά σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο κοιτάζοντας τον δρόμο;

14]  Έχετε αφαιρέσει (έχετε απαλλοτριώσει, έχετε σηκώσει, έχετε κλέψει) ποτέ βιβλία από κάποιο, πρόσφορο γι’ αυτό το εγχείρημα, βιβλιοπωλείο, από τη βιβλιοθήκη του πνευματικού κέντρου της συνοικίας σας, από κάποια δημόσια υπηρεσία, από τον προθάλαμο ενός ιατρείου, από το περίπτερο, από την τσάντα του αχώνευτου συμφοιτητή σας;
15] Είναι και για σας αδύνατον να περάσετε μπροστά από ένα βιβλιοπωλείο, ακόμη κι αν είναι πολύ μικρό και ελάχιστα ελκυστικό ή εξειδικευμένο αποκλειστικά σε βιβλία γεωργικής παραγωγής ή αισθητικής προσώπου, και να μη σταθείτε, μια στιγμή έστω, για να κοιτάξετε τη βιτρίνα του;


Μετρήστε τώρα προσεκτικά πόσες καταφατικές απαντήσεις (“ναι”) έχετε δώσει στο ερωτηματολόγιο.

Αν έχετε σημειώσει μέχρι δύο “ναι”,η αναγνωστική και αγοραστική, όσον αφορά τα βιβλία τουλάχιστον, συμπεριφορά σας, σάς κατατάσσει, με βεβαιότητα, στους υγιείς βιβλιόφιλους και σε καμία περίπτωση δεν σας δημιουργεί προβλήματα στην καθημερινή σας ζωή ή στις σχέσεις σας με τους άλλους ανθρώπους– εκτός, βέβαια, αν είστε μικρότερος των επτά ετών, αν είστε άνεργος ή αν είστε σύζυγος παράγοντα του αθλητισμού. Το γεγονός, ωστόσο, ότι υποβάλατε τον εαυτό σας στον κόπο να απαντήσετε σε δεκαπέντε ερωτήσεις αυτής της θεματολογίας θα έπρεπε, ενδεχομένως, να σας ανησυχήσει.

 Αν απαντήσατε θετικά σε τρεις έως πέντε από τις παραπάνω ερωτήσεις, κατατάσσεστε, αναμφίβολα, στην κατηγορία των βιβλιοφάγων.Διαπίστωση που σημαίνει ότι η επιθυμία σας για αγορά, ανάγνωση, χρήση και συσσώρευση έντυπου υλικού έχει, προ πολλού, υπερβεί τα επιτρεπτά από το σύνηθες οικογενειακό και εργασιακό περιβάλλον όρια και έχει, πιθανώς, καταστεί πάθος ικανό, αν συνυπάρχουν και άλλοι αποσταθεροποιητικοί παράγοντες, να διαλύσει οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέση διατηρείτε ακόμη· ίσως και να οδηγήσει στην κατάρρευση προσωπικότητες όχι επαρκώς συγκροτημένες. Προσπαθήστε, σε κάθε περίπτωση, να συνειδητοποιήσετε και να παραδεχτείτε το πρόβλημά σας, συζητείστε το με τους οικείους σας και ζητείστε τη συνδρομή τους, μη διστάσετε, εν ανάγκη, να απευθυνθείτε σε ειδικούς.

 Αν οι καταφατικές απαντήσεις σας υπερβαίνουν τις έξι, αξίζετε πέραν πάσης αμφιβολίας τον χαρακτηρισμό του βιβλιομανούς,χαρακτηρισμός ο οποίος – αν δεν ήσασταν εδώ και καιρό εντελώς πορωμένοι – θα έπρεπε να σας έχει ήδη οδηγήσει στην απεγνωσμένη αναζήτηση επαγγελματικής βοήθειας, προκειμένου να ξεπεράσετε την ακραία προβληματική κατάσταση, που εσείς και οι οικείοι σας καθημερινά βιώνετε. Το πιθανότερο, βέβαια, είναι να έχετε ήδη αποξενωθεί ολότελα από κάθε ανθρώπινη παρουσία και, κατεστραμμένοι συναισθηματικά αλλά και οικονομικά, να ζείτε σε μια προσωπική κόλαση, που ελάχιστα απέχει απ’ το να αποτελεί τον προσωπικό σας παράδεισο

[ΠΗΓΗ: Χαράλαμπος Γιανακόπουλος, BOOKSTAND: Περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση:http://bookstand.gr/ ]

Ζοζέ Σαραμάγκου, Μονάχα μια γυναίκα που αγάπησε όσο φανταζόμαστε ότι η Μαρία η Μαγδαληνή είχε αγαπήσει

$
0
0

Σ’ αυτό το μέρος που το λένε Γολγοθά, πολλοί είναι αυτοί που είχαν την ίδια μοιραία κατάληξη και πολλοί άλλοι ακόμα θα τη συναντήσουν, αλλά αυτός ο άνθρωπος, γυμνός, καρφωμένος χειροπόδαρα σε ένα σταυρό, γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας, Ιησούς το όνομά του, είναι ο μόνος που το μέλλον του επιφυλάσσει την τιμή ενός κεφαλαίου αρχικού, οι περισσότεροι θα παραμείνουν ελάσσονες εσταυρωμένοι.

Κρατάτε στα χέρια σας ένα ευαγγέλιο. Η διαφορά του από τα γνωστά Ευαγγέλια είναι ότι ο «ευαγγελιστής» Σαραμάγκου έχει τη δική του αιρετική άποψη για τα γεγονότα ης Καινής Διαθήκης. Το βιβλίο όμως αυτό δεν είναι μια θεολογική πρόταση. Είναι ένα συναρπαστικό αντιδογματικό μυθιστόρημα, γεμάτο ευρήματα, ανατροπές και οικείους χαρακτήρες, που ο συγγραφέας παρακολουθεί άγρυπνα, αποκαλύπτοντάς μας τις πιο απίθανες λεπτομέρειες της ζωής τους (από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου)

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ (αποσπάσματα από το κατά Σαραμάγκου Ευαγγέλιον Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 1997)
Ο Ήλιος παρουσιάζεται σε μια από τις πάνω γωνίες του ορθογωνίου,που βρίσκεται στα αριστερά όπως κοιτάζει κανείς, και παριστάνει, ο βασιλικός αστέρας, το κεφάλι ενός άνδρα απ’ όπου ξεχύνονται ακτίνες δυνατού φωτός και φιδωτές φλόγες, σαν μια ανεμοδούρα αναποφάσιστη για την κατεύθυνση των σημείων που θέλει να δείξει, και αυτό το κεφάλι έχει ένα πρόσωπο που κλαίει, συσπασμένο από έναν πόνο αμείωτο, βγάζοντας από το ανοιχτό στόμα μια κραυγή που δεν θα μπορέσουμε να ακούσουμε, αφού τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αληθινό, ό,τι έχουμε μπροστά μας είναι χαρτί και μελάνι και τίποτε άλλο.


Κάτω απ’ τον ήλιο βλέπουμε έναν άνδρα γυμνό, δεμένο στον κορμό ενός δένδρου, με τα λαγόνια σκεπασμένα από ένα πανίπου καλύπτει τα μέρη που αποκαλούμε γενετήσια και απόκρυφα και τα πόδια του στερεωμένα σε ό,τι απόμεινε από έναν εγκάρσια κομμένο κορμό, πάντως για μεγαλύτερη σταθερότητα και για να μην γλιστρήσουν από αυτό το φυσικό υποστήριγμα, τα κρατούν δυο καρφιά βαθιά μπηγμένα. Από την έκφραση του προσώπου, εμπνευσμένο πάθος, και από την κατεύθυνση του βλέμματος, στραμμένο ψηλά, θα πρέπει να είναι ο Καλός Ληστής.  Τα μαλλιά όλο δαχτυλίδια, άλλη ένδειξη που δεν ξεγελά, αφού είναι γνωστό ότι άγγελοι κι αρχάγγελοι τέτοια μαλλιά έχουν, και ο μετανοημένος εγκληματίας, κατά τα φαινόμενα, ήδη βρίσκεται καθ’ οδόν για να ανέλθει στον κόσμο των ουρανίων πλασμάτων. Δεν θα μπορέσουμε να επαληθεύσουμε αν αυτός ο κορμός είναι ακόμα δένδρο, απλώς προσαρμοσμένο, με επιλεκτικό κουτσούρεμα σε όργανο μαρτυρίου, που όμως συνεχίζει να τρέφεται με τις ρίζες από τη γη, γιατί όλο το κάτω μέρος του καλύπτεται από έναν άνδρα με μακριά γενειάδα, ντυμένο πλούσια, ευρύχωρα και πληθωρικά, που ενώ έχει σηκωμένο το κεφάλι, δεν κοιτά ωστόσο τον ουρανό.

Αυτή η επίσημη στάση, αυτή η θλιμμένη φυσιογνωμία δεν μπορεί παρά να είναι του Ιωσήφ της Αριμαθαίαςή του Σίμωνα του Κυρηναίου, αναμφίβολα άλλη μια δυνατή υπόθεση, μετά από τη δουλειά στην οποία τον εξανάγκασαν, να βοηθά δηλαδή τον μελλοθάνατο στη μεταφορά του σταυρού, σύμφωνα με το πρωτόκολλο τέτοιων εκτελέσεων, αλλά έξω από τις συνήθειες του, απασχολημένος μάλλον με τις συνέπειες της καθυστέρησης, μιας συμφωνημένης συναλλαγής παρά με την επιθανάτια θλίψη του δυστυχή που πήγαιναν για σταύρωση. Αυτός λοιπόν ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας είναι ο αγαθός εκείνος άνθρωπος που πρόσφερε ένα δικό του τάφο για να εναποτεθεί εκεί το κύριο λείψανο, η γενναιοδωρία του όμως δεν του χρησίμευσε πολύ την ώρα των αγιοποιήσεων, ούτε καν των οσιοποιήσεων, αφού δεν υπάρχει γύρω από το κεφάλι του άλλο από το τουρμπάνι που το έχει για να βγαίνει τις καθημερινέ, αντίθετα από τη γυναίκα που βλέπουμε στη διπλανή σκηνή, με τα μαλλιά ατίθασα πάνω στην κυρτή, διπλωμένη πλάτη, στεφανωμένη όμως με την απώτατη δόξα ενός φωτοστέφανου, στην περίπτωσή της δαντελωτού σαν σπιτικό εργόχειρο.

Είναι σίγουρο ότι η γονατισμένη γυναίκα ονομάζεται Μαρία,αφού εκ προοιμίου γνωρίζουμε πως όλες όσες έρθουν να συγκεντρωθούν εδώ αυτό το όνομα έχουν, και μόνο μία τους, που είναι επιπλέον και Μαγδαληνή, διακρίνεται ονοματολογικά από τις άλλες, ε λοιπόν, οποιοσδήποτε παρατηρητής, επαρκής γνώστης των θεμελιωδών γεγονότων της ζωής, με την πρώτη ματιά θα ορκιστεί ότι εκείνη που αναφέραμε ως Μαγδαληνή είναι αυτή ακριβώς, αφού μόνο ένας άνθρωπος ενόχου παρελθόντος, σαν αυτή, θα τολμούσε να παρουσιαστεί αυτή την τραγική ώρα με ένα μπούστο τόσο ανοιχτό κι ένα στηθόπανο τόσο σφιχτό που σηκώνει και τονίζει τη στρογγυλάδα του στήθους, λόγος για τον οποίο έχει, αναπόφευκτα, προσελκύσει και αδράξει το λαίμαργο βλέμμα περαστικών ανδρών, προς σοβαρή ζημία ψυχών, παρασυρμένων στο χαμό από το άσεμνο σώμα. Έχει ωστόσο την έκφραση της μεταμελημένης θλίψης στο πρόσωπό της, και η εγκατάλειψη του σώματός της δεν εκφράζει παρά τον πόνο μιας ψυχής, κρυμμένης σε προκλητική σάρκα, είναι αλήθεια, που όμως είναι υποχρέωσή μας να λάβουμε υπόψη, την ψυχή εννοείται, προφανώς η γυναίκα αυτή θα μπορούσε να είναι από μέσα γυμνή, αν με τέτοια απεικόνιση είχαν επιλέξει να την παραστήσουν, κι εμείς παρ’ όλα αυτά θα έπρεπε να της αποδώσουμε σεβασμό και φόρο τιμής.

Η Μαρία η Μαγδαληνή, αν είναι όντως αυτή, συγκρατεί και φαίνεται ότι πάει να φιλήσει,με μια χειρονομία συμπόνιας που οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν, το χέρι μιας άλλης γυναίκας, ετούτη μάλιστα είναι πεσμένη στη γη, αποστερημένη από δυνάμεις ή πληγωμένη θανάσιμα. Το όνομά της είναι επίσης Μαρία, δεύτερη στη σειρά παρουσίασης, αλλά χωρίς αμφιβολία, πρωταρχική σε σημασία, αν κάτι σημαίνει η κεντρική θέση που καταλαμβάνει στο κάτω μέρος της σύνθεσης. Αν εξαιρέσει κανείς το δακρυσμένο πρόσωπο και τα παρατημένα χέρια, δεν απομένει να δει τίποτα από το σώμα, καλυμμένο από τις πολλαπλές πτυχές του μανδύα και του χιτώνα, σφιγμένου στη μέση μ’ ένα κορδόνι που την ταχύτητά του μαντεύουμε. Είναι μεγαλύτερη απ’ την άλλη Μαρία, και αυτός είναι ένας καλός λόγος, πιθανόν, αλλά όχι ο μοναδικός, που το φωτοστέφανό της έχει πιο πολύπλοκο σχέδιο, έτσι τουλάχιστον θα έπαιρνε το ελεύθερο να σκεφτεί όποιος, μη διαθέτοντας ακριβείς πληροφορίες σχετικά με προτεραιότητες, προνόμια και ιεραρχίες που ισχύουν σ’ αυτό τον κόσμο, θα ήταν υποχρεωμένος να διατυπώσει άποψη. Πάντως, λαμβάνοντας υπόψη μας το βαθμό διάδοσης αυτών των εικονογραφιών, που τους εξασφάλισαν μείζονες και ελάσσονες καλλιτεχνίες, μόνο ένας κάτοικος από άλλο πλανήτη, αν υποθέσουμε ότι και σ’ αυτόν θα είχε επαναληφθεί ή πρωτοπαιχτεί αυτό το δράμα, μόνο αυτό το αληθινά αδιανόητο ον θα αγνοούσε ότι η τυραννισμένη γυναίκα είναι η χήρα ενός ξυλουργού ονόματι Ιωσήφ και μητέρα πολυάριθμων γιων και θυγατέρων,παρόλο που ένας και μόνο από αυτούς, κατά προσταγή του πεπρωμένου ή όποιου το κυβερνά, ήρθε στη γη για να ευδοκιμήσει, μέτρια στη ζωή, αλλά μέγιστα μετά θάνατον.

Γερμένη στ’ αριστερά, η Μαρία, μητέρα του Ιησού, αυτού ακριβώς που μόλις μνημονεύσαμε, στηρίζει τον πήχη στο μηρό μιας άλλης γυναίκας, που είναι επίσης γονατισμένη. Μαρία πάλι το όνομα και, εντέλει, παρόλο που δεν μπορούμε να δούμε, ούτε καν να φανταστούμε, το μπούστο, το μπούστο, πραγματική ίσως Μαγδαληνή. Ακριβώς όπως και η πρώτη αυτής της γυναικείας τριάδας, έχει μακριά ατίθασα μαλλιά, ριγμένα στην πλάτη, ετούτα όμως δίνουν την αίσθηση ότι είναι ξανθά, αν δεν είναι απλή σύμπτωση η διαφορά στο περίγραμμα, πιο ελαφρύ σ’ αυτή την περίπτωση και με αφημένα κενά στις τούφες πράγμα που, προφανώς, εξυπηρετεί το ζωγράφο στο να ανοίξει το γενικό τόνο της κώμης που αναπαριστά.

Με αυτούς τους ισχυρισμούς δεν έχουμε πρόθεση να δηλώσουμε  ότι η Μαρία η Μαγδαληνή υπήρξε, όντως, ξανθιά, απλώς συμμορφωνόμαστε στο ρεύμα της πλειοψηφούσας άποψης που επιμένει να βλέπει στις ξανθές, τόσο στις φυσικές όσο και στις βαμμένες, τα πιο αποτελεσματικά όργανα της αμαρτίας και πτώσης. Η Μαρία η Μαγδαληνή έχοντας υπάρξει, όπως είναι γενικά γνωστό, γυναίκα τόσο αμαρτωλή, χαμένη όσο λίγες, θα έπρεπε να είναι και ξανθιά, ώστε να μην διαψεύσει  τις πεποιθήσεις, καλώς ή κακώς διαμορφωμένες, του μισού ανθρώπινου είδους. Δεν είναι πάντως επειδή η Τρίτη αυτή Μαρία, συγκριτικά με την άλλη, φαίνεται πιο ανοιχτόχρωμη στην επιδερμίδα και την απόχρωση των μαλλιών, που υπαινισσόμαστε και προτείνουμε, ενάντια στις συντριπτικές ενδείξεις ενός βαθιού μπούστου και ενός επιδεικνυόμενου στήθους, ότι αυτή είναι η Μαγδαληνή. Άλλη απόδειξη, ισχυρότατη αυτή, που ενισχύει και επιβεβαιώνει την ταύτιση, είναι ότι η περί ης ο λόγος γυναίκα, συγκρατεί μεν ελαφρά, με χαλαρό το χέρι, την εξουθενωμένη μητέρα του Ιησού, σηκώνει δε το βλέμμα προς τα πάνω, και αυτό το βλέμμα αυθεντικού και εκστατικού έρωτα ανυψώνεται με τέτοια δύναμη που μοιάζει να παίρνει μαζί του το σώμα ολόκληρο, όλο το σάρκινο εγώ της, σαν ένα εκθαμβωτικό φωτοστέφανο ικανό να κάνει να ωχριά το στέμμα που ήδη περιβάλλει το κεφάλι της και απορροφά σκέψεις και συναισθήματα.

Μονάχα μια γυναίκα που αγάπησε όσο φανταζόμαστε ότι η Μαρία η Μαγδαληνή είχε αγαπήσειθα μπορούσε α κοιτάξει με αυτόν τον τρόπο, έσχατη απόδειξη ότι είναι αυτή, μόνο αυτή και καμία άλλη, εξαιρουμένης ωστόσο εκείνης που βρίσκεται στο πλάι, τέταρτη Μαρία, όρθια με τα χέρια μισοσηκωμένα, σε εκδήλωση ευλάβειας, αλλά με βλέμμα κενό, συνοδεύοντας σ’ αυτή τη πλευρά της γκραβούρας ένα νέο άνδρα, λίγο μεγαλύτερο από έφηβο, που με εξεζητημένο τρόπο λυγίζει το αριστερό του πόδι, έτσι στο γόνατο, καθώς το δεξί του χέρι, ανοιχτό, δείχνει με μια στάση επιτηδευμένη και θεατρική, την ομάδα των γυναικών στην οποία έπεσε ο κλήρος να παραστήσει στο έδαφος τα δρώμενα.

Αυτό το πρόσωπο, τόσο νεαρούτσικο, με τα μαλλιά του μπούκλες και τα χείλη τρεμάμενα, είναι ο Ιωάννης.Όπως ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας, έτσι και τούτος κρύβει με το σώμα του τον κορμό του άλλου δένδρου που εκεί, ψηλά, στο ύψος της διχάλας, συγκρατεί στον αέρα ένα δεύτερο γυμνό άνδρα, δεμένα και καρφωμένο όπως ο πρώτος, μόνο που ετούτος έχει ίσια μαλλιά και αφήνει το κεφάλι του να γείρει και να κοιτάξει, αν ακόμα το μπορεί, το έδαφος και το πρόσωπό του, αδύνατο και σκυθρωπό, προκαλεί λύπη, αντίθετα από το ληστή της άλλης πλευράς, που, ακόμα κι αυτή την αποφράδα στιγμή αγωνίας και πάθους, καταφέρνει να μας δείχνει ένα πρόσωπο που εύκολα θα φανταζόμασταν ροδοκόκκινο, η ζωή του πήγαινε καλά όσο έκλεβε, αν κι εδώ μας γίνεται αισθητή η έλλειψη των χρωματων. Αδύνατος με ίσια μαλλιά, το κεφάλι πεσμένο στη γη, που θα πρέπει να τον καταπιεί, δυο φορές καταδικασμένος, σε θάνατο και σε κόλαση, αυτό το άθλιο θήραμα δεν μπορεί παρά να είναι ο Κακός Ληστής, άνθρωπος ακεραιότατος τελικά, στον οποίο υπερίσχυσε η συνείδηση, ώστε να μην  προσποιηθεί, με την κάλυψη θείων κι ανθρώπινων νόμων, ότι ένα λεπτό μεταμέλειας αρκεί για να εξαγοράσει μια ολόκληρη ζωή κακίας ή μια απλή ώρα αδυναμίας. Πάνω από αυτόν, επίσης κλαίγοντας και φωνάζοντας όπως ο ήλιος που βρίσκεται μπροστά, βλέπουμε τη σελήνη με τη μορφή γυναίκας, με ένα αταίριαστο στεφάνι να της σουλουπώνει το αυτί, άδεια που σε κανένα καλλιτέχνη ή ποιητή δεν έχει δοθεί πριν και είναι αμφίβολο αν θα δοθεί στο εξής, παρ’ όλο το προηγούμενο.

Αυτός ο ήλιος κι αυτή η σελήνη φωτίζουν εξίσου τη γη, αλλά το περιβάλλον φως είναι διάχυτο, χωρίς σκιές,γι’ αυτό και είναι καθαρά ορατό αυτό που βρίσκεται στο φόντο, πύργοι και τείχη, μια κινητή γέφυρα πάνω από μια τάφρο που το νερό της λάμπει, κάποια γοτθικά αετώματα, και εκεί από πίσω, στην κορυφή του τελευταίου λόφου, τα σταματημένα φτερά ενός μύλου. Εδώ, πιο κοντά, χάρη στη ψευδαίσθηση της προοπτικής, τέσσερις καβαλάρηδες με περικεφαλαία, λόγχη και αρματωσιά, κάνουν γύρους τα άλογα σε μια επίδειξη υψηλού επιπέδου, χαιρετώντας, τρόπος του λέγειν, ένα αθέατο κοινό. Την ίδια εντύπωση τέλους γιορτής δίνει κι εκείνος ο στρατιώτης του πεζικού που ήδη κάνει το πρώτο βήμα για να αποσυρθεί, ενώ από το δεξί του χέρι κρέμεται κάτι που, από τούτη την απόσταση, φαίνεται για μαντίλι, αλλά θα μπορούσε ακόμη να είναι χιτώνας ή μανδύας, ενόσω δύο άλλοι στρατιωτικοί δείχνουν σημεία εκνευρισμού και δυσαρέσκειας και, αν είναι δυνατόν από τόσο μακριά ν’ αποκωδικοποιήσουμε στα μικροσκοπικά πρόσωπα ένα συναίσθημα, μοιάζουν σαν να έπαιξαν κι έχασαν. Υπεράνω αυτών των κοινοτοπιών του στρατού και της τειχισμένης πόλης πλανώνται τέσσερις άγγελοι, οι δυο με ορατό ολόκληρο το σώμα, κλαίνε, οδύρονται και μεμψιμοιρούν, ένας από αυτούς  όχι τόσο, με τραχύ προφίλ, απορροφημένος στο έργο της συλλογής, μέσα σ’ ένα τάσι, μέχρι τελευταίας ρανίδας, του πίδακα αίματος που βγαίνει από τη δεξιά πλευρά του Εσταυρωμένου.

Σ’ αυτό το μέρος που το λένε Γολγοθά, πολλοί είναι αυτοί που είχαν την ίδια μοιραία κατάληξη και πολλοί άλλοι ακόμα θα τη συναντήσουν, αλλά αυτός ο άνθρωπος, γυμνός, καρφωμένος χειροπόδαρα σε ένα σταυρό, γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας, Ιησούς το όνομά του, είναι ο μόνος που το μέλλον του επιφυλάσσει την τιμή ενός κεφαλαίου αρχικού, οι περισσότεροι θα παραμείνουν ελάσσονες εσταυρωμένοι.

Προς αυτόν μόνον, τελικά, κοιτάζουν ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας και η Μαρία η Μαγδαληνή, αυτός κάνει και κλαίνε ο ήλιος και η σελήνη, αυτόν μόλις προ ολίγου δόξασε ο Καλός Ληστής και χλεύασε ο Κακός, μιας και δεν καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον ένα και τον άλλο, ή και αν υπάρχει διαφορά, δεν είναι αυτή, αφού ο Καλός και ο Κακός δεν υπάρχουν αφ’ εαυτού τους, καθένας τους είναι αποκλειστικά η απουσία του άλλου. Έχει πάνω απ’ το κεφάλι του, το απαστράπτον από χίλιες ακτίνες, περισσότερο από τον ήλιο και τη σελήνη μαζί, μια επιγραφή γραμμένη στα ρωμαϊκά που τον ανακηρύσσει βασιλέα των Ιουδαίων και, σφιγμένη στο κεφάλι, μια οδυνηρή ακάνθινη κορόνα, τέτοια που φέρουν, και δεν το ξέρουν, ακόμα κι όταν το σώμα τους δεν αιμορραγεί εξωτερικά, εκείνοι οι άνθρωποι που δεν τους επιτρέπεται να είναι βασιλιάδες του προσώπου τους.

Ο Ιησούς δεν επωφελείται να ξεκουράσει τα πόδια, όπως κάνουν οι ληστές,κι όλο το βάρος του σώματός του θα κρεμόταν από τα καρφωμένα στον κορμό χέρια του, αν δεν του απέμενε ακόμα λίγη ζωή, ικανή να τον κρατά όρθιο πάνω στα τεντωμένα γόνατα, αλλά που σύντομα θα του τελειώσει, η ζωή με το αίμα να συνεχίζει να ξεπηδά απ’ την πληγή του στήθους, όπως ήδη αναφέρθηκε. Ανάμεσα στις δυο σφήνες που στερεώνουν το σταυρό, μπηγμένες όπως κι αυτός σε μια σκούρα ρωγμή στο έδαφος, πληγή της γης, αγιάτρευτη όσο κι ο τάφος ενός ανθρώπου, βρίσκεται ένα κρανίο, κι ακόμη μια κνήμη και μια ωμοπλάτη, αλλά το κρανίο είναι που μας ενδιαφέρει, γιατί αυτό σημαίνει Γολγοθάς, κρανίο, δεν μοιάζουν οι δυο λέξεις να σημαίνουν το ίδιο, τη διαφορά θα την καταλαβαίναμε αν, αντί να γράψουμε κρανίο και Γολγοθάς, γράφαμε γολγοθάς και Κρανίο. Κανείς δεν ξέρει ποιος έβαλε εκεί αυτά τα απομεινάρια και με ποιο σκοπό το έκανε, αν είναι απλά μια ειρωνική και μακάβρια προειδοποίηση στους δυστυχείς μελλοθάνατους για την κατοπινή τους κατάσταση, πριν γίνουν χώμα, σκόνη κι άλλο τίποτα.

Υπάρχει όμως και ο ισχυρισμός ότι αυτό είναι το ίδιο το κρανίο του Αδάμ,αναδυμένο από το βαθύ σκοτάδι των αρχαϊκών γεωλογικών στρωμάτων, και τώρα, που πια δεν μπορεί να γυρίσει σ’ αυτά, είναι καταδικασμένο αιώνια να έχει, μπροστά στα μάτια της γης, το μοναδικό δυνατό παράδεισό του παντοτινά χαμένο. Εκεί πίσω, στο πεδίο όπου οι καβαλάρηδες εκτελούν τον τελευταίο γύρο, ένας άνδρας απομακρύνεται, γυρνώντας το κεφάλι του προς αυτή την πλευρά. Κρατά στο αριστερό του χέρι ένα κανάτι και στο δεξί ένα καλάμι. Στην άκρη του καλαμιού πρέπει να υπάρχει ένα σφουγγάρι, είναι δύσκολο από δω να δει κανείς και το κανάτι, σχεδόν θα στοιχηματίζαμε, περιέχει νερό και ξίδι. Αυτός ο άνθρωπος μια μέρα, και εις το εξής για πάντα, θα πέσει θύμα μιας συκοφαντίας, ότι από μοχθηρία ή χλευασμό, έδωσε ξίδι στον Ιησού  όταν εκείνος ζήτησε νερό, ενώ το σίγουρο είναι ότι του έδωσε από το μίγμα ξίδι και νερό, που είναι από τα καλύτερα δροσιστικά για να σβήνει τη δίψα, όπως τότε ήταν γνωστό και συνηθίζονταν. Φεύγει, δεν μένει μέχρι τέλους, έκανε ότι μπορούσε για να ανακουφίσει την επιθανάτια στέγνα των τριών καταδικασμένων και δεν έκανε διάκριση ανάμεσα στον Ιησού και τους Ληστές, για τον απλό λόγο ότι αυτά είναι πράγματα της γης, και στη γη θα μείνουν, κι από αυτά φτιάχνεται η μοναδική δυνατή ιστορία.

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου γεννήθηκε το 1922 στο χωριό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας. Χρειάστηκε να εγκαταλείψει νωρίς το σχολείο για να δουλέψει. Ουσιαστικά είναι αυτοδίδακτος. Η πρώτη του νουβέλα με τίτλο ΓΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ εκδόθηκε το 1947, μεσολάβησαν όμως τριάντα περίπου χρόνια μέχρι την έκδοση του σημαντικότερου μέρους του έργου του, για το οποίο βραβεύτηκε το 1998 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Σαραμάγκου αγαπάει τις ανατρεπτικές ιστορίες. Του αρέσει να βάζει ένα «δεν»μπροστά από κάθε πρόταση και να εξετάζει την εντελώς αντίθετη εκδοχή από αυτήν που όλοι γνωρίζουν. Αν, λόγου χάρη, έγραφε την ιστορία της ανακάλυψης της Αμερικής, ο Σαραμάγκου θα άρχιζε την εξιστόρηση με το ότι ο Χριστόφορος Κολόμβος «δεν»ανακάλυψε την Αμερική. Κάτι παρόμοιο έκανε και με το προηγούμενο μυθιστόρημά του, την «Ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας»,όπου παρουσιάζει την ιστορική εκδοχή ελαφρώς ανάποδα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και τώρα, με το «Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο». Βρίσκουμε όλα τα γνωστά από τα Ευαγγέλια επεισόδια, αλλά ιδωμένα από μια άλλη οπτική γωνία. Ο Ιησούς συναντά τον Θεό, αλλά συναντά και τον Διάβολο. Ο Ιησούς ξεφεύγει από τον Διάβολο, αλλά προσπαθεί να ξεφύγει και από το πεπρωμένο που του επιφυλάσσει ο Θεός, για να αντιληφθεί τελικά, πάνω στον Σταυρό, ότι εξαπατήθηκε. Στο τέλος, αντί να πει το γνωστό «Πάτερ,άφεςαυτοίς,ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»,κραυγάζει προς τον ανοιχτό ουρανό, όπου ο Θεός χαμογελά: «Άνθρωποι,συγχωρήστε τον,γιατί δεν ξέρει τι κάνει».Συγχρόνως, όμως, ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά ακριβής όσον αφορά τον ιστορικό περίγυρο, τις εξαντλητικές περιγραφές και τη μεθοδική αποτύπωση των πιο απροσδόκητων λεπτομερειών.


Μεγάλη του Πιλάτου σχολή: «Νίπτω τας χείρας» και άλλοι Υποκριτές και Φαρισαίοι, Υπουργοί «παιδείας» μνημονίων «ανθρωπισμού»!

$
0
0

«Τούτη η χώρα που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα και ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους…» (Νίκος Καρούζος)…
Υπεροψία και Μέθη Εικόνας των Λέξεων (ψάχνουν κενό να πέσουν και λεζάντα να πιαστούν χωρίς μίζερα τι θα γίνουμε… με  τους βαρβάρους;)

«Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι υπάρχει έστω κι ένας εκπαιδευτικός/ παιδαγωγός που θα ήθελε, στο όνομα ενός στενά κλαδικού αιτήματος, να παίξει με την αγωνία χιλιάδων παιδιών και των οικογενειώντουςκάνοντας απεργία στη διάρκεια των πανελλαδικών εξετάσεων» (τρέχων Υπουργός Παιδείας, που, ίσως το όνομά του να σωθεί σε κάποια κατάστιχα της Ιστορίας)



Η βαρύγδουπη αυτή δήλωση του Υπουργού Παιδείας ερέθισμα για μια Ιδέα, που θα διαμορφώσει  το φετινό θέμα κρίσεως στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας (Έκφραση/ έκθεση):
«Χρειάζεται, άραγε,  να καλπάζει η φαντασία των νέων σήμερα, για να συλλάβει την ευκολία με την οποία ο δίκαιος λόγος της παιδείας και του ανθρωπισμού «μεταμορφώνεται»   σε τιποτένιο και φτηνό επικοινωνιακό παιχνίδι, όταν, μάλιστα, εκστομίζεται με περισσή σοβαροφάνεια και απύθμενο στόμφο από τα χείλη κάποιου που με πόνο ψυχής (βεβαίως, βεβαίως)ψήφισε νόμους και διατάξεις  μνημονίων και άλλες τόσες νομοθετικές πράξεις,παρακαλώ, με σοφία «Αθηνάς», θεωρώντας εντελώς θεμιτές τις παράπλευρες απώλειες εκατομμυρίων ανέργωνκαι τυχαίες τις χιλιάδες αυτοκτονίεςανθρώπων, που από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν να μην έχουν στον ήλιο μοίρα και θέλησαν, με αυτό τον τρόπο να σώσουν λίγη από την αξιοπρέπεια τους; Κατά τα άλλα, η αγωνία των παιδιών και των οικογενειών τους τον… μάρανε, αυτόν και όλους τους ομοίους του!!!     
   
 «μας γέρασαν προώρως, Γιώργο το κατάλαβες;» («περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες. Και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου»)

Παράλληλο κείμενο: μέχρι πότε θα προσβάλετε τη νοημοσύνη μας τόσο βάναυσα; 
Οι λιμενεργάτες δεν πρέπει να απεργούν το καλοκαίρι. Οι φύλακες των μουσείων δεν μπορούν να απεργούν την τουριστική περίοδο. Οι οδοκαθαριστές και οι αστυνομικοί δεν πρέπει να απεργούν γενικώς. Οι καθηγητές δεν πρέπει να απεργούν στην αρχή, στο μέσο ή στο τέλος της σχολικής χρονιάς και σίγουρα όχι στις εξετάσεις. Οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας δεν μπορούν να απεργούν τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα γιατί ενοχλούν τους ντόπιους αλλά ούτε και το καλοκαίρι γιατί ενοχλούν τους τουρίστες.
Δεν έχει σημασία φυσικά αν οι λιμενεργάτες και οι φύλακες πεινάνε. Δεν μας ενδιαφέρει το ξεπούλημα της εκπαίδευσης, η διάλυση των σχολείων. Δεν ασχολούμαστε με το γεγονός ότι το ισχυρό ευρώ σας, διέλυσε την τουριστική βιομηχανία της χώρας (μαζί με κάθε βιομηχανία).
Γιατί ντρέπεστε; Πείτε το καθαρά. Θέλετε οι απεργίες να είναι εκτός νόμου όπως συνέβαινε σε τόσα και τόσα αυταρχικά καθεστώτα - από το δουλοκτητικό σύστημα της Ρώμης μέχρι την πρώην ΕΣΣΔ.
Διαφορετικά απλώς δεν έχετε ακούσει ποτέ τι είναι απεργία. Γιατί μια απεργία που δεν ενοχλεί το κοινωνικό σύνολο, με στόχο να προκαλέσει αναταραχή στην καθημερινότητα και μέσω αυτής να ασκηθεί πίεση στην κυβέρνηση, απλώς δεν είναι απεργία.
Μπορούμε φυσικά να φοράμε περιβραχιόνια ή να κρατάμε την αναπνοή μας ή ότι άλλο μας ζητήσετε αλλά αυτό ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΕΡΓΙΑ.
Πραγματικά όμως γιατί σας είναι τόσο δύσκολο να παραδεχτείτε ότι απαγορεύετε τις απεργίες;
Όταν ζητούσατε κατάργηση του Συντάγματος, απαγορεύσεις κυκλοφορίας και συνάθροισης πολιτών δεν είχατε πρόβλημα.
Όταν οι αγαπημένοι σας πολιτικοί ζητούσαν να κατέβει ο στρατός για να σφαγιάσει την νεολαιίστικη εξέγερση του 2008, το είπατε καθαρά.
Όταν καταστρατηγείτε εργασιακά δικαιώματα που κερδήθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα πάλι δεν ντραπήκατε να το εκστομίσετε.
Γιατί λοιπόν αυτό το σκάλωμα με τις απεργίες; Τραπεζική δικτατορία έχετε ότι θέλετε κάνετε. Ούτως η άλλως το ελεγχόμενο από εσάς σύστημα δικαιοσύνης κρίνει τις περισσότερες κινητοποιήσεις των εργαζομένων παράνομες και καταχρηστικές (διαβάστε την σχετική έρευνα του καθηγητή Α. Καζάκου). Οπότε τι ζόρι τραβάτε;
Μόνο σας εκλιπαρούμε, μαζέψτε τα παπαγαλάκια σας και τα σκυλιά της ενημέρωσης που ξελαριγκιάζονται κάθε βράδυ για τα δίκαια αιτήματα των απεργών καθηγητών, οι οποίοι όμως δεν έχουν δικαίωμα να απεργούν στις πανελλαδικές.
Εμείς δεν σας είπαμε και τίποτα όταν ανακεφαλαιοποιήσατε τις τράπεζες, από τις οποίες πληρώνονται οι παχυλοί μισθοί τους, ούτε γκρινιάξαμε όταν περιφέρονταν από κανάλι σε κανάλι μεταφέροντας και τους διαφημιστές τους.
Εσείς γιατί πρέπει να προσβάλλετε τη νοημοσύνη μας σε καθημερινή βάση;

[ΠΗΓΗ: Αρης Χατζηστεφάνου
Υ.Γ Καθώς έγραφα αυτές τις γραμμές ανακοινώθηκε ότι η ανεργία των νέων στην Ελλάδα έφτασε το 64.2%. Αλλά είναι η απεργία των καθηγητών που σκοτώνει τα όνειρα των παιδιών σας.]

«Και προ ολίγου ήταν Άνοιξη. Με πέντε ήλιους στο προσκέφαλο. Παρά ταύτα αιφνιδίως ο καιρός προμηνύεται κακός. Ο κακός του ο καιρός! Δεν υπολογίζω το μετεορολογικό δελτίο.  Ποτέ δεν με βοήθησε στην πλοήγηση του σκάφους. Νερά του Ανέμου είναι και ανεμοδέρνονται. Δουλειά τους είναι. Δουλειά μου είναι ένα φτερό στον άνεμο κι ένα κερί αναμμένο. Θαλασσοταραχή υπάρχει παντού. Οι ανοιχτές θάλασσες δεν είναι πιο επικίνδυνες από τις άλλες. Τι να σταθμίσεις; Η υπόληψη βυθίζεται τελευταία. Επιπλέει η θέληση. Η απόφαση κρατάει τιμόνι… Τίποτα δεν προδικάζει την έκβαση. Τα απόνερα βάζουν άλλο γρίφο στο τραπέζι… Η σωστή κίνηση θ’ αλλάξει την παλίρροια. Αλλιώς ναυαγείς στο λιμάνι. Καλός καιρός είναι όταν το αποφασίσεις. Η σχεδία έχει σχέδια! (Τατιάνα Καρύδη, Καιρικά Φαινόμενα) 

ΦΥΛΛΑ ΠΟΡΕΙΑΣ και ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ (αλλά εγώ θα είμαι πάντα με τους Δασκάλους γιατί μου έδειξαν τον ουρανό)

$
0
0

Δεκάξι αγέρηδες χορεύοντας, σειρήνες για έναν κόσμο καλύτερο. Ένα σκληρό χαμόγελο στο πρόσωπο του κόσμου η λέξη Ποίηση, κεραμουργεία με φωνήεντα. Κι εσύ, Ιδέα μου, ένα ταξίδι στο πάνω-πάνω κύμα που δεν φτάνω. Φεύγει κατάρτι η ψυχή αντίπερα από  Συμπληγάδες. Σέρνω την περόνη κι ανατινάζεται η καρτεσιανή μου λογική, αλλά οι βάρβαροι, που δεν ήρθαν στο Ποίημα, ξαναστήνουν τσαντίρι πάλι μπροστά μου!  (πείσε πρώτα τον εαυτό σου ότι δεν είσαι άνθρωπος της θεωρίας, ότι τα μάτια σου δε γλιστρούν από τη μια επιφάνεια στην άλλη, αλλά ξέρουν ν’ ανακαλύπτουν την πρόσβαση στην ουσία των πραγμάτων)

Είναι βέβαιο πως, αυτές τις μέρες, πολλά θα ακουστούν για τους εκπαιδευτικούς, τίποτε όμως για την ίδια την Παιδεία. Θα θρηνούνε οι βολεμένοι στα τηλεπαράθυρα για την «ομηρία των μαθητών και των οικογενειών τους» , πουθενά όμως δεν θ’ ακουστεί τίποτε για την απελπισία των μαθητών που ετοιμάζονται να εξεταστούν. Των μαθητών που δεν ελπίζουν σε τίποτε, βλέποντας τις σπουδές που πάντα ονειρεύονταν να μην είναι ικανές να τους προσφέρουν ούτε μία θέση εργασίας ή, ακόμη περισσότερο, τη δυνατότητα για μια κάπως πιο γλυκιά ζωή και τα πανεπιστήμια να παράγουν καθημερινούς επισκέπτες των γκισέ του ΟΑΕΔ. Των μαθητών που συμβιβάστηκαν με τ’ αποστειρωμένα σχολικά βιβλία, αποστήθισαν τις αποσυνδεδεμένες από κάθε πρακτική εφαρμογή γνώσεις και τώρα ετοιμάζονται να ανταγωνιστούν χιλιάδες συνομήλικους τους, μ’ έναν καθηγητή σε ρόλο ασφαλίτη πάνω απ’ το κεφάλι τους και με το άγχος να τους να σφίγγει τα πνευμόνια. Ο κάθε μαθητής, σε κάθε γωνιά της χώρας, αναρωτιέται αυτές τις μέρες: «αξίζει να κουραστεί κανείς γι’ αυτό το όνειρο»;Τα όνειρα των μαθητών, τα όνειρα των εκπαιδευτικών, τα όνειρα των γονέων, δεν είναι από άλλο παραμύθι. Ο μαθητής έχει ανάγκη έναν δάσκαλο δημιουργικό, που μπαίνει στην τάξη χωρίς να δέχεται τις τρικλοποδιές του Κράτους. Ο δάσκαλος χρειάζεται τον μαθητή που θα είναι ελεύθερος να αλληλεπιδράσει με τη νέα γνώση, που θα συνδιαμορφώσει το σχολικό πρόγραμμα, που θ’ αναζητήσει την ικανοποίηση των ενδιαφερόντων του. Ο γονιός χρειάζεται ένα σχολείο που θα προσφέρει στο αναπτυσσόμενο παιδί, όλες τις αναγκαίες κοινωνικές, γνωστικές, συναισθηματικές δεξιότητες.

Σε προληπτική επιστράτευση των εκπαιδευτικών προχώρησε η κυβέρνηση…. «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους…»


Η επιστράτευση των εκπαιδευτικών θα γίνει μόλις επιδοθεί η απόφαση της ΟΛΜΕ για απεργία μέσα στις εξετάσεις, αν και υπήρξε η σκέψη να επιστρατευθούν οι καθηγητές πριν ανακοινώσουν την απεργία και να επιστρατευθούν και οι μαθητές και να δώσουν Πανελλαδικές σήμερα -όλα τα μαθήματα-, ώστε να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα.

Εν τω μεταξύ, όλα τα καθεστωτικά ξεπουλημένα σκυλιά των ΜΜΕ επιτίθενται με λύσσα στους εκπαιδευτικούς και μιλάνε για το δικαίωμα των παιδιών να δώσουν εξετάσεις για να περάσουν σε πανεπιστήμια που μοιράζουν χαρτιά χωρίς κανένα αντίκρυσμα και να οδηγηθούν στην ανεργία ή στην σκλαβιά.

Φυσικά, τα δικά τους παιδιά πάνε σε ιδιωτικά σχολεία και σπουδάζουν ή θα σπουδάσουν στο εξωτερικό γιατί δεν καταδέχονται να τα στείλουν μαζί με τα υπόλοιπα για τα οποία κόβουν φλέβες αυτές τις ημέρες, αν και στην πραγματικότητα τα έχουν γραμμένα στ’ αρχίδια τους.

Και όλοι μιλούν για τις Πανελλαδικές εξετάσεις -σαν οι εξετάσεις να είναι ο προορισμός της εκπαίδευσης και όχι η μόρφωση-, και κανείς δεν λέει πως όλο το σύστημα της εκπαίδευσης είναι εντελώς για τον πούτσο, αφού κατάφεραν να μετατρέψουν τους δασκάλους σε υπαλληλάκους και τους μαθητές σε ζόμπι.
Οι δάσκαλοι είναι αυτοί που χτίζουν μια ανθρώπινη κοινωνία, κάνουν το σημαντικότερο -μαζί με τους γιατρούς- λειτούργημα, αλλά τους έκαναν αξιολύπητα ανθρωπάκια που αναγκάζονται να γίνουν αρπακτικά για να επιβιώσουν, ενώ όσοι αρνούνται να υποταχθούν στα κελεύσματα των καιρών και τους νόμους της αγοράς, και προσπαθήσουν να παραμείνουν άνθρωποι και Δάσκαλοι, θα σαλτάρουν ή θα πεθάνουν πριν από την ώρα τους από τους καρκίνους.
Κι αντί μια ολόκληρη κοινωνία να είναι στα κάγκελα και να στέκεται στο πλευρό των εκπαιδευτικών με τους οποίους τα παιδιά τους περνάνε περισσότερο χρόνο απ’ ότι με τους ίδιους -και, άρα, είναι προς το συμφέρον σου, φτωχέ μαλάκα, αυτοί οι άνθρωποι να ζουν αξιοπρεπώς-, ακούς να αναπαράγονται σχεδόν από όλους οι απίστευτες μαλακίες των ξεπουλημένων τηλεδημοσιογράφων για τις λίγες ώρες που δουλεύουν οι καθηγητές, λες και δεν πήγαμε όλοι στο σχολείο και δεν ξέρουμε από τη δική μας εμπειρία πως δάσκαλοι και καθηγητές δεν έχουν μόνο τις ώρες διδασκαλίας αλλά ένα σωρό άλλες εργασίες και υποχρεώσεις μέσα στο σχολείο αλλά και στο σπίτι τους.
Και αυτοί που είναι άνεργοι είναι έξαλλοι με τους καθηγητές που τολμούν να απεργήσουν για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, ενώ κι αυτοί που έχουν ακόμα δουλειά είναι επίσης έξαλλοι που οι καθηγητές τολμούν να κάνουν αυτό που θα έπρεπε να κάνουν όλοι οι εργαζόμενοι, αλλά δεν πειράζει, αφού, όταν θα είναι όλοι άνεργοι, δεν θα απεργεί κανείς και θα είναι όλοι οι Έλληνες ευχαριστημένοι.
Και η κάθε επαγγελματική και κοινωνική ομάδα παίζει το παιχνίδι του σάπιου συστήματος και στρέφεται κατά της άλλης και προσπαθεί να την τραβήξει κι αυτήν προς τα κάτω, αντί να ακολουθήσει αυτήν που δίνει τον αγώνα της για αξιοπρέπεια. [ΠΗΓΗ: http://pitsirikos.net/ ]

Αλλά εγώ, φτωχέ μαλάκα, που στη ζωή μου, εκτός από τους γονείς μου, δεν αγάπησα κανέναν όσο αγάπησα πέντε έξι Δασκάλους που με ξεστράβωσαν και μου άνοιξαν πόρτες και παράθυρα και προσπάθησαν να με πείσουν πως έχω κι εγώ κάποια αξία σε αυτή τη ζωή -και θα τους είμαι αιώνια ευγνώμων γι’ αυτό- έχω να σου πω πως, όταν σε έκαναν να πιστέψεις πως ένας Δάσκαλος είναι ένας ξεφτίλας και ένας τίποτα μπροστά στους οικονομικούς νταβατζήδες, τους Πρετεντέρηδες, τα ξέκωλα και τα λαμόγια που έχουν κατακλύσει τον τόπο, τελείωσες σαν άνθρωπος.Οπότε, ζήσε τώρα μέσα στη σκλαβιά και στον βούρκο, και ρίξε εκεί και τα παιδιά σου που τόσο πολύ τα αγαπάς.

Παράλληλο κείμενο: Μεταξύ σφύρας και υπουργείου


Η συνήθης σύγκρουση ανάμεσα σε ένα ούτως ή άλλως νωθρό και μίζερο υπουργείο Παιδείας και σ’ ένα παλιομοδίτικο συνδικαλιστικό μόρφωμα, όπως η ΟΛΜΕ, ακυρώνει εκ των πραγμάτων μια παλιά δασκαλίστικη ρήση: «Η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως».
Χρόνια τώρα κάθε φορά που οι μεν βλέπουν να χάνονται κεκτημένα «κατεβαίνουν» κατεβαίνουν σε απεργία αδιαφορώντας για τα επακόλουθα. Τη ίδια στιγμή οι δε, εντελώς υποκριτικά, κατηγορούν τους μεν ότι στρέφονται εναντίον του κοινωνικού συνόλου, για το οποίο υποτίθεται, οι ίδιοι εργάζονται νυχθημερόν. Δεν γνωρίζω καμιά χώρα στην οποία η εκπαιδευτική πολιτική (εκεί συμπεριλαμβανόμαστε όλοι) να είναι τόσο ανεπαρκής και, κυρίως, τόσο ανάλγητη και καταστρεπτική για τα παιδιά της. Πρόκειται για έγκλημα κατά συρροήν να συγκρούονται, κάθε χρόνο, για όποιους λόγους, το υπουργείο και οι συνδικαλιστές τη στιγμή που χιλιάδες παιδιά (μαζί με τους γονείς τους) βρίσκουν το θάρρος, μέσα σε μια λεηλατημένη χώρα, να «δώσουν» εξετάσεις. Άρα η επαναλαμβανόμενη βλακεία δεν διδάσκει.
Είναι λοιπόν σοβαρό ένα υπουργείο Παιδείας που δεν έλαβε τα μέτρα του από πριν και δεν συνεννοήθηκε με τους άλλους εδώ και μήνες για όλες τις εκκρεμότητες; Είναι σοβαροί οι συνδικαλιστές εκείνοι που (για λόγους σκοπιμότητας) δεν θέλουν ν’ ακουστεί η άποψη ούτε του 30% των καθηγητών στις κατά τόπους ΕΛΜΕ και επιμένουν στην ανωτερότητα μιας κάλπικης συνδικαλιστικής ψήφου;
Το είπαμε, το λέμε και το ξαναλέμε. Η μεγάλη, η αληθινή Κρίση της χώρας έχει να κάνει πρωτίστως με την Παιδεία. Στα οικονομικά (που φαίνεται να μας καίνε περισσότερο) θα κουτσοπορευτούμε. Αλλά με τέτοια εκπαιδευτική πολιτική, με τέτοιον εκπαιδευτικό συνδικαλισμό και με τόσους κομματικούς ινστρούχτορες το μέλλον, γενικά μιλώντας, δεν φαίνεται καθόλου λαμπρό.
[ΠΗΓΗ: ΓΝΩΜΗ του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, καθηγητή κλασικής φιλολογίας και συγγραφέα στο ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 12-05-2013]

Οι συνομιλητές της νύχτας: βιβλία που ζωντανεύουν τις νύχτες και συνομιλούν μεταξύ τους

$
0
0

Συμβαίνει με τις βιβλιοθήκες ό,τι και με τα νεκροταφεία, όπου κάποιοι φιλόσοφοι βεβαιώνουν ότι ένα είδος πνεύματος, το οποίο αποκαλούν Brutum Hominis, υπερίπταται πάνω από το μνημείο, μέχρις ότου το σώμα αποσυντεθεί και μετατραπεί σε σκόνη ή σε σκουλήκια, οπότε εξαφανίζεται ή διαλύεται. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ένα ανήσυχο πνεύμα στοιχειώνει πάνω από κάθε βιβλίο, μέχρις ότου το κατακλύσει η σκόνη ή τα σκουλήκια (πράγμα το οποίο σε μερικά μπορεί να συμβεί σε λίγες ημέρες και σε άλλα αργότερα)


Μια μεγάλη αντιπαράθεση είχε ξεσπάσει και μαινόταν τις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα στους κύκλους των λογίων στη Γαλλία και στην Αγγλία. Έμεινε γνωστή ως η Διαμάχη των Αρχαίων και των Μοντέρνων και αφορούσε την αξία που έχουν οι μεν και οι δε, οι κλασικοί αρχαίοι συγγραφείς από τη μία πλευρά και, από την άλλη, οι σύγχρονοι τότε Άγγλοι και Γάλλοι. Ο Τζόναθαν Σουίφτ, προτού γίνει γνωστός από τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ», πήρε μέρος σε αυτή την αντιπαράθεση γράφοντας ένα σατιρικό έργο, τη «Μάχη των βιβλίων»,στο οποίο υποστήριζε τους Αρχαίους με τον εξής τρόπο: τρύπωσε ένα βράδυ στη Βασιλική Βιβλιοθήκη και παρακολούθησε τα βιβλία να ζωντανεύουν, τις ώρες εκείνες που κανείς δεν τα βλέπει, και να πολεμούν μεταξύ τους.
«Πιστεύω», γράφει, «πως συμβαίνει με τις βιβλιοθήκες ό,τι και με τα νεκροταφεία, όπου κάποιοι φιλόσοφοι βεβαιώνουν ότι ένα είδος πνεύματος, το οποίο αποκαλούν Brutum Hominis, υπερίπταται πάνω από το μνημείο, μέχρις ότου το σώμα αποσυντεθεί και μετατραπεί σε σκόνη ή σε σκουλήκια, οπότε εξαφανίζεται ή διαλύεται. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ένα ανήσυχο πνεύμα στοιχειώνει πάνω από κάθε βιβλίο, μέχρις ότου το κατακλύσει η σκόνη ή τα σκουλήκια (πράγμα το οποίο σε μερικά μπορεί να συμβεί σε λίγες ημέρες και σε άλλα αργότερα)».

Παρόμοια είναι και η αφετηρία της σκέψης του Γάλλου συγγραφέα, εκπαιδευτικού και εργαζόμενου στον εκδοτικό χώρο Πολ Ντεζαλμάν,ο οποίος επίσης γνωρίζει πως τα βιβλία ζωντανεύουν τις νύχτες και συνομιλούνε μεταξύ τους.
«Οι συνομιλητές μου της νύχτας», ακούμε ένα απ’ αυτά τα βιβλία να λέει, «πάντα με παρότρυναν να διηγηθώ τη ζωή μου, τη ζωή ενός βιβλίου, γιατί είχαν την εντύπωση ότι, μιλώντας για μένα, θα μιλούσα και γι’ αυτούς. Με βοήθησαν πολύ με τις ιδέες τους, τις διάφορες συμβουλές τους, κι ακόμα περισσότερο με το κουράγιο που μου έδιναν. Έβρισκαν πρωτότυπη την ιδέα ενός βιβλίου που μιλά για τον εαυτό του, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του. Κι εγώ το ίδιο. Συγχρόνως, όμως, λάμβανα υπόψη μου τη φράση ενός καλοπροαίρετου φίλου: “Μα αυτό έχει ήδη γίνει είκοσι φορές!”, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να παραθέσει έστω και έναν τίτλο».

Παρόλο που τελικά θα εντοπίσει ένα βιβλίο με παρόμοιο θέμα, το «Δέκα χιλιάδες» του Ιταλού συγγραφέα Αντρέα Κερμπάκερ,κι υπάρχει επίσης «Η βιογραφία ενός βιβλίου» του Σέρβου μυθιστοριογράφου Ζόραν Ζίβκοβιτς(στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέδρος), ο Ντεζαλμάναποφασίζει να δώσει τον λόγο απευθείας σε ένα βιβλίο, προκειμένου να μας αφηγηθεί το ίδιο την ιστορία του, όσα είδε κι όσα άκουσε, όσα έζησε κι όσα έμαθε από τη στιγμή που βγήκε από ένα τυπογραφείο στη Γαλλία μέχρι τη στιγμή, πολλά χρόνια αργότερα, που αργά-αργά αποσυντέθηκε στα νερά κάποιου ποταμού στην Αφρική. Η πρωτοτυπία εξάλλου είναι μια μάλλον υπερεκτιμημένη αρετή.

Ολόκληρο λοιπόν το μυθιστόρημα των εκατόν εβδομήντα σελίδων είναι μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο της ζωής ενός βιβλίου. Ξεκινάει με τις απαραίτητες συστάσεις, «Γεννήθηκα στις 17 Ιουνίου του 1983, ώρα τέσσερις και τριάντα επτά λεπτά, στο τυπογραφείο “Η Διακίνηση” στην πόλη Μαγιέν. Σχήμα: 16,5 εκ. x 12,5 εκ. Βάρος: 230 γραμμάρια. Αριθμός σελίδων: 224. Χαρακτήρες: Γκαραμόν» κτλ. Το μόνο που δεν μαθαίνουμε είναι ο τίτλος και το περιεχόμενο του βιβλίου καθώς και το όνομα του συγγραφέα του (αν και κάποια στιγμή τελικά θα πληροφορηθούμε την ενδιαφέρουσα ιστορία αυτού του εμμονικού ανθρώπου). Γιατί αυτό που ενδιαφέρει σε αυτή την περίπτωση είναι κάτι άλλο. Είναι η ζωή του βιβλίου ως αντικειμένου με σάρκα και ψυχή.

\Θα διαβάσουμε για την αναμονή του όταν είναι φρεσκοτυπωμένο στην αποθήκη μαζί με χιλιάδες άλλα όμοια και την αγωνία για τη μελλοντική τους τύχη: θα φτάσουν άραγε γρήγορα σε κάποιο βιβλιοπωλείο και θα βρεθεί κάποιος αγοραστής γι’ αυτά ή θα καταλήξουν στη μονάδα πολτοποίησης χωρίς ποτέ να δουν το φως της ημέρας; Κι ύστερα, ποια βιβλιοπωλεία θεωρούνται καλά για ένα βιβλίο και ποια όχι; Ποιο είναι το νόημα των παρουσιάσεων; Πού βρίσκονται εκείνα τα βιβλία που, ενώ είμαστε βέβαιοι ότι τα έχουμε στη βιβλιοθήκη μας, δεν μπορούμε να τα εντοπίσουμε ποτέ; Και, κυρίως, τι συζητάνε μεταξύ τους τα βιβλία όταν ο κάτοχός τους δεν είναι εκεί; Ποιος θεωρείται καλός αναγνώστης για ένα βιβλίο; «Οι χειρότεροι αναγνώστες», μαθαίνουμε σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος, «είναι εκείνοι που διαβάζουν λες και πλέκουν. Μηχανικά, για να σκοτώνουν την ώρα τους και όχι για να ζουν αυτά που διαβάζουν. Ή για να πουλάνε φούμαρα. […] Ριζικά αντίθετη προς την ανάγνωση-πλεκτό είναι η ανάγνωση που σας αλλάζει τη διάθεση, σας διαπλάθει, σας συγκροτεί, σας διαμορφώνει, σπάει το παγόβουνο που υπάρχει μέσα σας, κάποτε σας κάνει να υπερβείτε τον εαυτό σας».
Συνηθίζω, όταν καμιά φορά δεν έχω τι να κάνω ή όταν θέλω για λίγη ώρα να ξεκουραστώ απ’ ό,τι κάνω, να περιδιαβαίνω μπροστά στα ράφια της βιβλιοθήκης μου χαζεύοντας τις ράχες των βιβλίων. Αλλιώς τα βλέπω πια, μετά την ανάγνωση αυτού του μυθιστορήματος: στέκομαι μπροστά σ’ ένα ράφι με βιβλία και δεν σκέφτομαι μόνο το περιεχόμενό τους, αλλά προσπαθώ να θυμηθώ τις ώρες που πέρασα μαζί τους, τα χέρια που πιθανόν έχουν αλλάξει, τη συμπεριφορά μου προς αυτά. Να, αυτή την έκδοση με τις τρεις τραγωδίες του Σοφοκλή την είχα πάρει μαζί μου στον στρατό. Το άλλο δίπλα όμως δεν το έχω καν ξεφυλλίσει από τη μέρα που το αγόρασα. Εκείνο εκεί το βιβλιαράκι του Ρίτσου, τις «Ανταποκρίσεις», το διάβαζα πριν από πάρα πολλά χρόνια στο τραπέζι της κουζίνας στο πατρικό μου, γιατί κάποιος επισκέπτης κοιμόταν στο δικό μου δωμάτιο. «Το γράμμα μιας άγνωστης» του Τσβάιχ το είχα διαβάσει ολόκληρο σε μια διαδρομή πήγαινε-έλα στον ηλεκτρικό κι έχω τραβήξει με μπλε στυλό στραβές γραμμές κάτω απ’ τις φράσεις που μ’ αρέσανε.

Όταν ένα βιβλίο έχει τη δύναμη να αλλάξει τον τρόπο που κοιτάζεις τα πράγματα, έστω και σε κάτι τόσο ασήμαντο και ελάχιστο όπως αυτό που περιγράφω, τότε δεν μπορεί παρά να άξιζε τον κόπο η ανάγνωσή του. Αυτό νομίζω εγώ.
[ΠΗΓΗ: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ BOOKSTANDΠεριοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση: http://bookstand.gr/ ]

Μια λέξη σαν θυρίδα ασφαλείας όπου να μπορείς να καταθέτεις τη συγκίνησή σου

$
0
0

ΚΟΥΙΖ: Υπάρχει, άραγε μια λέξη, με την οποία να μπορείς  να εκφράσεις την ευγνωμοσύνη, που νιώθεις μέσα σου, για τις ευτυχισμένες συμπτώσεις της ζωής;


Παρ’ όλα της τα καμώματα, παρ’ όλες τις πνευματιστικές ιδιοτροπίες της και παραξενιές, εγώ ο άθεος, ο δύσπιστος και σκεπτικιστής, πάντα δυσκολευόμουν αφάνταστα να πιστέψω ότι πίστευε στ’ αλήθεια. Ότι πίστευε στ’ αλήθεια σ’ έναν αληθινό Θεό. Φαίνεται, όμως, πως έπεφτα έξω. Πως είχα άδικο και σ’ αυτό το ζήτημα. Μα… όπως κι αν έχει, ποια άλλη λέξη υπάρχει; Ποια άλλη λέξη μπορεί να εκφράσει αυτήν την ευγνωμοσύνη, που νιώθεις μέσα σου, για τις ευτυχισμένες συμπτώσεις της ζωής, όταν δεν υπάρχει κανένας να του πεις ευχαριστώ κι εσύ χρειάζεσαι να πεις ευχαριστώ σε κάποιον; Ο Θεός, έλεγε η Βίνα. Η Αγάπη, θα πουν κάποιοι άλλοι. Η Ποίηση, θα προσθέσω εγώ (για να τα ’χω καλά και με την αθεΐα μου). Όπως και να ’χει μια τέτοια λέξη, ίσως ξεχωριστή στον καθένα,  ηχεί πάντα στ’ αυτιά μας σαν μια θυρίδα ασφαλείας, όπου μπορείς να καταθέσεις τη συγκίνησή σου. Ένα μέρος για να βάλεις ό,τι δεν χωράει, ό,τι δεν μπαίνει πουθενά αλλού. Αλλά, δυστυχώς, οι άνθρωποι το πιο συχνά δε βρίσκουν ή κλείνουν τα μάτια στη δυνατή τους λέξη όπως ακριβώς πολύ συχνά δεν ξέρουν τι να κάνουν με τα χέρια τους. Έτσι, λέει ο ποιητής,
«τα δίνουν, τάχα χαιρετώντας,
σ’ άλλους.
Τ’ αφήνουν να κρέμονται
σας αποφύσεις άνευρες.
Ή, το χειρότερο,
τα ρίχνουν στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε.
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά
μένουν αχάιδευτα,
ένα σωρό ποιήματα άγραφα» (Αργύρης Χιόνης)

[ΠΗΓΗ: Σάλμαν Ρουσντί, Το χώμα που πατάει, Περιοδικό Το Δέντρο, τεύχος 105 [Φεβρουάριος – Μάρτιος 1999]. Ιστορίες για τον Θεό. 37 κείμενα για την θρησκευτικότητα, σ. 86, απόδοση Μαρία Αγγελίδου. [απόσπασμααπό το τότε υπό μετάφραση μυθιστόρημα του Salman Rushdie, The Ground Beneath Her Feet, 1999].

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ πολλαπλών επιλογών: σωστό, λάθος, ΔΕΝ ΞΕΡΩ, ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΩ (για γέλια ή για κλάματα;)

$
0
0

Αν η ζωή είναι τόσο σύντομη, γιατί κάνουμε τόσα πολλά πράγματα που δεν μας αρέσουν και μας αρέσουν τόσα πολλά πράγματα που δεν κάνουμε;


1.   Τι είναι αυτό που θα ήθελες περισσότερο να αλλάξεις στον κόσμο;
2.   Κάνεις αυτό στο οποίο πιστεύεις ή συμβιβάζεσαι με αυτό που κάνεις;
3.   Σε ποιο βαθμό έχεις καταφέρει να ελέγχεις πραγματικά την πορεία που έχει πάρει η ζωή σου;
4.   Ανησυχείς περισσότερο για το να κάνεις τα πράγματα σωστά ή για το να κάνεις τα σωστά πράγματα;
5.   Γευματίζεις με τρεις ανθρώπους που σέβεσαι και θαυμάζεις. Όλοι ξεκινάνε να κριτικάρουν μια στενή φίλη σου, μη γνωρίζοντας ότι είναι φίλη σου. Η κριτική είναι δυσάρεστη και αδικαιολόγητη. Τι κάνεις;
6.   Θα παρανομούσες για να σώσεις ένα αγαπημένο σου πρόσωπο;
7.   Τι είναι αυτό που γνωρίζεις ότι κάνεις διαφορετικά από τους περισσότερους ανθρώπους;
8.   Τι είναι αυτό που δεν έχεις κάνει ακόμα αλλά θα ήθελες πραγματικά να κάνεις; ΤΙ σε κρατάει πίσω;
9.   Κρατιέσαι από κάτι που πρέπει να το αφήσεις να φύγει;
10.         Θα προτιμούσες να είσαι μια ανήσυχη ιδιοφυία ή ένας χαρούμενος αφελής;

11.         Γιατί είσαι αυτός που είσαι;
12.         Είσαι το είδος του φίλου που θα ήθελες να έχεις φίλο;
13.         Τι είναι χειρότερο, όταν ένας καλός φίλος φεύγει μακριά ή το να χάνεις την επαφή με ένα καλό φίλο που ζει κοντά σου;
14.         Για ποιο πράγμα είσαι περισσότερο ευγνώμων;
15.         Θα προτιμούσες να χάσεις όλες σου τις αναμνήσεις ή να μην είσαι σε θέση να κάνεις νέες;
16.         Είναι δυνατόν να γνωρίζεις την αλήθεια χωρίς να την αμφισβητήσεις πρώτα;
17.         Έχει ο μεγαλύτερος σου φόβος βγει αληθινός;
18.         Θυμάσαι εκείνη τη στιγμή πριν από 5 χρόνια που ήσουν πραγματικά αναστατωμένος; Έχει πραγματικά σημασία τώρα;
19.         Ποια είναι η πιο ευτυχισμένη παιδική σου ανάμνηση; Τι την κάνει τόσο ξεχωριστή;
20.         Ποια στιγμή στο πρόσφατο παρελθόν σου ένιωσες πιο παθιασμένος και ζωντανός;


21.         Αν όχι τώρα, τότε πότε;
22.         Αν δεν το έχεις καταφέρει ακόμα, τότε τι έχεις να χάσεις;
23.         Έχεις βρεθεί ποτέ με κάποιον χωρίς να πεις τίποτα και να φύγεις με την αίσθηση ότι είχες την καλύτερη συνομιλία που είχες ποτέ;
24.         Γιατί οι θρησκείες που υποστηρίζουν την αγάπη έχουν προκαλέσει τόσους πολλούς πολέμους;
25.         Είναι δυνατόν να γνωρίζεις, χωρίς αμφιβολία, τι είναι καλό και τι είναι κακό;
26.         Θα προτιμούσες να έχεις λιγότερη δουλειά να κάνεις ή περισσότερη δουλειά που θα σου άρεσε πραγματικά να την κάνεις;
27.         Αισθάνεσαι ότι έχεις ζήσει αυτή τη μέρα εκατοντάδες φορές πιο πριν;
28.         Πότε ήταν η τελευταία φορά που βάδισες στο σκοτάδι μόνο με την απαλή λάμψη μιας ιδέας στην οποία πίστευες ακράδαντα;
29.         Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο να είσαι ζωντανός και το να ζεις πραγματικά;
30.         Πότε είναι η στιγμή να σταματήσεις να υπολογίζεις το ρίσκο και τα οφέλη και απλά να προχωρήσεις και να κάνεις αυτό που ξέρεις ότι είναι σωστό;
31.         Αν μαθαίνουμε από τα λάθη μας, γιατί φοβόμαστε τόσο πολύ να κάνουμε λάθη;
32.         Τι θα έκανες διαφορετικά αν γνώριζες ότι κανείς δεν θα σε κρίνει;
33.         Τι αγαπάς; Έχει κάποια από τις πρόσφατες πράξεις του εκφράσει ανοιχτά αυτή την αγάπη;
34.         Σε 5 χρόνια από τώρα, θα θυμάσαι τι έκανες χθες; Προχθές; Αντιπροχθές;
35.         Οι αποφάσεις παίρνονται τώρα. Το ερώτημα είναι: Τις κάνεις εσύ για τον εαυτό σου ή αφήνεις τους άλλους να τις κάνουν για σένα

36.        Τι είναι χειρότερο, το να αποτύχεις ή το να μην προσπαθήσεις ποτέ;
Viewing all 535 articles
Browse latest View live