Ωστόσο γνώριζε πολύ καλά ο Όμηρος ότι ένα σκαλοπάτι πάνω ή κάτω από την ωφελιμότητα αρχίζει η βλάβη. Γιατί το μέτρο εδώ δεν αφορά μόνο τον κόρο ή τη γνωστική ικανοποίηση της ανάγκης. Σε ριζική αντίθεση με τα άλλα τρόφιμα και τα ποτά που σχετίζονται με τις ισόβιες απολαύσεις της γαστέρας, ο οίνος κρύβει ένα βαθύ μυστικό – και ό,τι βαθύ επικίνδυνο. Δεν θεραπεύει απλά τη δίψα, αλλά σε μεγάλη ποσότητα είναι ικανός να σαλέψει τα ανθρώπινα φρένα. Μοιάζει δηλαδή και με άλλους κινδύνους: με τα φάρμακα που γιατρεύουν, αλλά σε μεγάλη ποσότητα σκοτώνουν, με το φως που φωτίζει, αλλά και τυφλώνει, με τη φωτιά που θερμαίνει, αλλά και αποσβολώνει.
Αυτό είναι το σκάνδαλο για το οποίο ο πολιτισμός δεν μπορεί να κάνει καμιά σωτήρια σκέψη. Το μόνο που γνωρίζει είναι να μη δείχνει το δρόμο, αλλά την απατηλή παράκαμψη, να μην προσφέρει τον ύπνο αλλά το κρεβάτι, να δίνει βιβλία αλλά όχι την αλήθεια. Ολόκληρος συγκροτεί ένα ζωτικό και μείζον ψεύδος. Και ο ανά τους αιώνας ταξιδιώτης δεν βρίσκει πού να ξεκουράσει τον ίσκιο του (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου ΠΕΡΙ ΜΕΘΗΣ του Κωστή Παπαγιώργη)
Η άτη (αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο του ΠΕΡΙ ΜΕΘΗΣ βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη)
Η έχθρα που δείχνει ο Όμηρος για τη μέθη έρχεται σε συστηματική αντίθεση με την εύνοια που χαρακτηρίζει τις αναφορές του στο κρασί.Παρότι συνδέονται με μια φανερή σχέση αιτίας-αποτελέσματος, οίνος και μέθη αντιμετωπίζονται σαν πράγματα ολότελα διαφορετικά. Και βέβαια δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι μέσα από αυτή την υπερτονισμένη διαφορά αντλεί κάτι από το ήθος του ο ομηρικός ήρωας.
Μέσα στην ΙΛΙΑΔΑ και ειδικά στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, μολονότι προκαλεί τη μέθη των ανθρώπων άρα και την πλάνη τους, ο οίνος κρατάει έναν προνομιούχο ρόλο. Η προσφορά του εκφράζει συντροφική εγκαρδιότητα, ευωχία, φιλική διάθεση απέναντι στον ναυαγό ή στον ταξιδιώτη και ακόμα, ως σπονδή, αποτελεί σιωπηλή επίκληση του θείου. Κρασί δέχεται ο Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων, στο νησί της Καλυψώς, στο ταπεινό καλύβι του Εύμαιου. Αντίθετα στους φοβερούς τόπους όπου τον στέλνει η μοίρα του, όπως στη χώρα των Λαιστρυγόνων που θεωρούν εχθρό κάθε ξενόφερτο, ο βασιλιάς της Ιθάκης φτάνει και φεύγει άοινος. Μόνο μια φορά –στην περίπτωση του Κύκλωπα- το κρασί θα υπηρετήσει όχι τη φιλία αλλά τη δολιότητα. Αντί να δεχθεί την καθιερωμένη προσφορά τροφής και κρασιού, ο ξένος ποτίζει τον τερατώδη Πολύφημο με οίνον για να του θολώσει για να του θολώσει τα «φρένα»
Με εξαίρεση το ένοχο γεύμα των συντρόφων του Οδυσσέα που γεύτηκαν ακράσωτα τα βόδια του Ήλιου, καμιά άλλη ομηρική συνεστίαση δε γίνεται χωρίς κρασί. Στις μάχες, στα παλάτια ή καταμεσής του πελάγου, ο οίνος αποτελεί το πρώτο φάρμακο. Ακόμα και στη μικρή σχεδία όπου βάζουν οι θεοί τον Οδυσσέα για να επιστρέψει στο νησί του, οι ασκοί με το κρασί δεν λείπουν. Περισσότερο από πότης του νερού –που μολονότι χρησιμεύει για την κράση του οίνου (εξ ου και η λέξη κρασί), σαν αυτόνομο ποτό απουσιάζει από τα ομηρικά δείπνα- ο θνητός είναι πότης του οίνου. Οινοπότης παρά υδροπότης.
Όποιος απέχει από ψωμί και κρασί δεν μπορεί να είναι θνητός, δεν μπορεί να τρέχει αίμα στις φλέβες του, συνεπώς ανήκει στους θεούς. Γεύεται δηλαδή το νέκταρ και την αμβροσία που δεν έχουν σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες. Η στυγερή γαστέρα που γεννάει στον άνθρωπο αναρίθμητα βάσανα, είναι συνάμα και το πιο χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Όχι μόνο σαν έλλειψη –γιατί το ίδιο συμβαίνει και στα ζώα- αλλά κυρίως σαν απόλαυση. Οι θνητοί δεν τρώνε απλώς, αλλά πάντα –σε αντίθεση με τα ζώα- πίνουν. Αυτό ακριβώς δηλώνει η πασίγνωστη επωδός: αυτάρ επεί πόσιος και εδητύος εξ έρον έντο= αφού τη τη δίψα και την πείνα κόρεσαν. Σκέψη κοινότατη και συχνή σαν την ανάγκη, ηδονική άρα στην επανάληψή της, όπως την ακούμε από το στόμα του Διομήδη, που χαρακτηρίζει το ποτό και το φαγητό δύναμη του ανθρώπου.
Όντως το κρασί χαρίζει δύναμη. Το πίνουν μέρα και νύχτα. Οι Αχαιοί μάλιστα συμβαίνει να το πίνουν και πριν από τη μάχη. Σε ποια ποσότητα όμως; Εφόσον κάθε ανάγκη έχει τα μέτρα της, στην περίπτωση του κρασιού, ποτού δαιμονικού και επικίνδυνου, η αγωγή του μέτρου, όπως εξηγεί ο Αγαμέμνονας στον Ιδομενέα, έχει τον πρώτο λόγο. Οι πολεμιστές πίνουν με συγκρατημό. Διαφορετικά όλη η δύναμη που κρύβεται στο κρασί μεταπίπτει θλιβερά σε αδυναμία. Μη μου δίνεις να πιω, λέει ο Έκτορας στην Εκάβη, γιατί μπορεί να χάσω την αλκή μου.
Ολόκληρο το ομηρικό διαιτολόγιο είναι υποταγμένο στο μέτρο. Σε μια ηθική δηλαδή που, επειδή αφορά τις πράξεις, ελέγχει ακόμα και τις απόμακρες αιτίες τους – τα τρόφιμα. Κατά τον Αθηναίο ο Όμηρος διαμόρφωσε ζωή λιτή και αυτάρκη, γιατί γνώριζε ότι οι επιθυμίες και οι ηδονές κορώνουν από τα φαγητά και τα ποτά. Έτσι οι ήρωες του, εύποροι ή θύματα της ανάγκης, απέχουν από κάθε μαγειρική μαγγανεία.
Εν ονόματι της απλότητας, σχολιάζει ο Πλάτωνας, οι ομηρικοί ήρωες δεν τρώνε ψάρια και βραστά κρέατα, παρά μόνο ψητά που δεν απαιτούν ιδιαίτερη προετοιμασία. Ακόμα και στους ασύδοτους μνηστήρες η ομηρική αισθητική δεν επιτρέπει να τρώνε ψάρια, πουλιά και μελίπληκτα. Κάθε άνθρωπος με ευγενή καταγωγή αποδεικνύει την ευγένεια του παντού, άρα και στα δείπνα. Γι’ αυτό και ο Πρίαμος μαλώνει τους γιους του επειδή έτρωγαν ανεπίτρεπτα φαγητά και σε άλλη στιγμή, για να φανεί η υγεία της τακτικής ζωής, ο Νέστορας προσφέρει στο γιατρό Μαχάονα οίνον, προσφορά καθαρά θεραπευτική: συ μεν πίνε καθήμενος.
Ωστόσο γνώριζε πολύ καλά ο Όμηρος ότι ένα σκαλοπάτι πάνω ή κάτω από την ωφελιμότητα αρχίζει η βλάβη. Γιατί το μέτρο εδώ δεν αφορά μόνο τον κόρο ή τη γνωστική ικανοποίηση της ανάγκης. Σε ριζική αντίθεση με τα άλλα τρόφιμα και τα ποτά που σχετίζονται με τις ισόβιες απολαύσεις της γαστέρας, ο οίνος κρύβει ένα βαθύ μυστικό – και ό,τι βαθύ επικίνδυνο. Δεν θεραπεύει απλά τη δίψα, αλλά σε μεγάλη ποσότητα είναι ικανός να σαλέψει τα ανθρώπινα φρένα. Μοιάζει δηλαδή και με άλλους κινδύνους: με τα φάρμακα που γιατρεύουν, αλλά σε μεγάλη ποσότητα σκοτώνουν, με το φως που φωτίζει, αλλά και τυφλώνει, με τη φωτιά που θερμαίνει, αλλά και αποσβολώνει.
Ως γνώστης αυτής της απειλής μιλάει ο Οδυσσέας όταν, απευθυνόμενος στον Εύμαιο, αποκαλεί το κρασί παλαβό και το θεωρεί ικανό να κάνει τον πιο φρόνιμο να τραγουδά, να ξεσπά σε χάχανα, να παραδίδεται στο χορό και τέλος, μέσα στη σύγχυσή του, να λέει λόγια που καλύτερα να μην είχε ξεστομίσει. Το συναρπαστικό εδώ είναι ότι ο Οδυσσέας παραδέχεται πως μιλάει σπρωγμένος από το κρασί αλλά όχι ως μεθυσμένος. Η ανωτερότητα του ομηρικού ήρωα φαίνεται στο ότι μπορεί να παίζει με τη φωτιά – άφοβα όμως.
Και βέβαια δε χρειάζεται ιδιαίτερη αγχίνοια για να διαπιστώσουμε μέσα στις ομηρικές περιγραφές μια θαυμαστή επιμονή στο ζήτημα της αντοχής απέναντι στον επίδραση του οίνου. Το ζήτημα δεν αφορά την οργανική αντοχή των ηρώων, όσο την ηθική τους υπόσταση. Το ζήτημα δεν αφορά την οργανική αντοχή των ηρώων, όσο την ηθική τους υπόσταση. Παρατηρούμε με άλλα λόγια μια σοφή στη γραφικότητά της και εξακολουθητική προσπάθεια να διαχωριστεί ο οινοπότης από τον οινοβαρή (όπως αλλού ο γενναίος από το δειλό) με τελική συνέπεια τη σχεδόν θριαμβευτική απόσπαση του οίνου από τη μέθη. Με αυτό τον πανούργο δαμασμό το κρασί θυμίζει ανώδυνα τη μέθη, όπως η γάτα θυμίζει ανώδυνα την τίγρη.
Μέσα στην εξιδανίκευσή της η πλήρης επιβολή του ομηρικού ήρωα πάνω στην αιτία που θολώνει τα ανθρώπινα φρένα, κρύβει πολύ παροιμιώδη φόβο απέναντι στην υπερβολή. Η παραφορά, ο αλλαπαρμός, η αφροσύνη, η κατάσταση δηλαδή του ανθρώπου που απώλεσε τη θεϊκή επιστασία του νου και αφήνεται στη διαλυτική επίδραση του κρασιού, δεν μπορούσε παρά να γίνει αντικείμενο απαγόρευσης. Ο μεθυσμένος πατάει στα ίχνη του τρελού… Και κάτι χειρότερο. Βρίσκεται έξω από τα ήθη, έξω από το σεβασμό, αψηφά τις πατροπαράδοτες τελετουργίες της κοινότητας. Είναι ένα πρόσωπο ολωσδιόλου αντικοινωνικό και διασαλεύει κάθε είδους τάξη. Ανθρώπινη αλλά και θεία. Δεν πρέπει λοιπόν να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι τα σαλεμένα φρένα αποτελούν για την ομηρική αρετολογία βαρύτατη κατάσταση…
Πώς να επιτραπεί στο κρασί - ποτό που, όπως τα τρόφιμα, προορίζεται για την κοιλιά- να επιδράσει τόσο πολύ πάνω στον άνθρωπο ώστε να γκρεμίσει αυτό το θεϊκό οχύρωμα; Φρουρός του οχυρού, ο ομηρικός ήρωας αντλεί το μοναδικό του κύρος από την ικανότητα να δέχεται την επίδραση του οίνου, χωρίς όμως να του επιτρέπει να κατακτήσει την ακρόπολη της ψυχής του. Ποια άλλη έγνοια είχε ο Πλάτωνας όταν ήθελε τους φύλακες της πόλης του με ατρεμές φρόνημα και ψυχή άτεγκτη στην ύπουλη ηδονή της ψυχοφθόρας μέθης;
Κάθε πότος είναι θεμιτός στο μέτρο – και το μέτρο δηλώνει άμεσα την ποιότητα - που ο ομηρικός ήρωας δε νιώθει να κινδυνεύει η αντοχή του διαφράγματος. Συνεπώς έχει ειδική σημασία να δούμε σε ποιους ήρωες επιτρέπει ο Όμηρος να παραδοθούν στην κραιπάλη. Δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε την απάντηση – σε κανέναν απολύτως!
Μπορεί ο Αχιλλέας πάνω στην οργή του να αποκαλεί τον Αγαμέμνονα μέθυσο, πουθενά όμως δεν έχουμε το θέαμα ενός γενναίου νικημένου από την απατηλή δύναμη του οίνου. Η γνώση ότι η γνώση θολώνει το μυαλό ή ότι προκαλεί καυγάδες είναι οπωσδήποτε πρώτη αρχή συγκρατημού, το κύριο φρένο όμως το βρίσκουμε στο θυμό μέσα στα στήθη του πολεμιστή ο οποίος, από ανωτερότητα και μόνο, απεχθάνεται την κατάσταση της χαμέρπειας. Γι’ αυτό όταν χρειαστεί να περιγράψουν την κατάσταση της μέθης, τα ομηρικά έπη θα επιλέξουν τερατώδεις στιγμές, στιγμές αδυναμίας και σύγχυσης ή πάθη άνομα και συνεπώς καταδικαστέα.
Ένα ον, ανθρωποφαγικό, έξω από νόμο και ήθος, τι άλλο μπορεί να είναι από έκδοτο στη μέθη; Αυτός ήταν ο Πολύφημος. Μολονότι ανυπολόγιστα πιο δυνατός από τον Οδυσσέα, θα νικηθεί ρώτα από το κρασί και ύστερα από το ίδιο το χέρι του νηφάλιου Ούτινος. Η θλιβερή του τύχη, η τύφλωση, αναλογεί σιωπηρά με το θέαμα που παρουσιάζει μέσα στη σπηλιά. Αφού πρώτα χορτάσει με ωμές ανθρώπινες σάρκες και δυνατό κρασί από την Ίσμαρο, πέφτει ανάσκελα για να κοιμηθεί, ενώ από τα σαγόνια του βγαίνουν κρέατα, κρασόζουμα και ξερατά.
Άθλια και αποκρουστικά φερσίματα όλα αυτά, που δεν μπορεί να ταιριάζουν σε άνθρωπο και μάλιστα ομηρικό, γι’ αυτό και ο δεύτερος μεθυσμένος των ομηρικών επών – ο Εύρυτος ο Κένταυρος- είναι άλογο με κεφάλι ανθρώπου. Πίνοντας άμετρα μέσα στο σπίτι του Πειρίδου έφτασε σε τέτοια παραφορά ώστε η τιμωρία του ήταν μια βάναυση γελιοποίηση. Ό,τι πόλεμο κι αν στήσει ο μεθυσμένος δεν υπάρχει ελπίδα τιμημένης έκβασης. Όταν λοιπόν οι Λαπίδες είδαν τον Εύρυτο σε αυτή την αλλόφρονα κατάσταση του έκοχαν μύτη κι αυτιά και έτσι αξιολύπητο και κολοβό τον πέταξαν έξω από την αυλόθυρα.
Το ζωώδες όμως και το τερατώδες, που στην περίπτωση του Πολύφημου και του Εύρητου φαίνεται να ταιριάζουν με την παραζάλη της μέθης, τι σχέση μπορεί να έχουν με το χαμό –από κρασί κι αυτή τη φορά- του Ελπήνορα; Ο Όμηρος κρίνει αναγκαίο να τον παρουσιάσει μικρό, άπραγο στην τέχνη του πολέμου και χωρίς ιδιαίτερη οξύνοια. Μόνο ένα παρόμοιο άσημο ανδράριο θα υπέκυπτε στη μέθη και θα έχανε τη ζωή του όχι στο πεδίο της μάχης, όχι στην πάλη με τα φυσικά στοιχεία, αλλά άδοξα πέρα για πέρα πέφτοντας από την ταράτσα της Κίρκης.
Για τους ίδιους λόγους η περιγραφή των μνηστήρων δεν θα μπορούσε να είναι επιεικέστερη.Τους αποκαλεί βέβαια αγήνορας –όπως απαιτεί το ομηρικό τυπικό για κάθε άνθρωπο με ευγενή καταγωγή- αλλά οι άνομες βουλές τους βρίσκονται έξω από κάθε έννοια δικαιοσύνης. Ένας τέτοιος όμιλος ανθρώπων, έκρυθμος στη συμπεριφορά του και απαράδεκτος καθ’ όλα, πρώτο σύμβουλο δεν μπορεί να έχει παρά μόνο το κρασί. Παρότι λοιπόν δεν απολαμβάνουμε το θέαμα ενός μνηστήρα ολότελα μεθυσμένου, τα κύπελλα δεν φεύγουν ποτέ από τα χέρια τους. Όταν δε πέσουν, θα είναι στιγμές σημαδιακές. Αυτό θα συμβεί τη μια φορά με την παρέμβαση της Αθηνάς και την άλλη, την τελειωτική, με την τρομερή μνηστηροφονία του Οδυσσέα.
Η ντροπή ενός ομηρικού ήρωα όταν σκοτωθεί χωρίς να κρατάει τα όπλα, γίνεται εξευτελισμός όταν τη στιγμή του θανάτου του δεν κρατάει ξίφος αλλά μια κούπα κρασί. Είναι ο καθ’ όλα ταιριαστός θάνατος που θα βρει ο Αντίνοος. Καθώς ο Οδυσσέας τον σκοπεύει με το τόξο του, εκείνος απλώνει να πιάσει μια κούπα, την οποία παίζει στα χέρια του χωρίς να υποψιάζεται τη βαριά σκιά του θανάτου που τον έχει κιόλας τυλίξει. Και πώς να την υποψιαστεί αφού είναι μεθυσμένος, μακριά από δικαιοσύνη και φρόνηση; Άνθρωποι νικημένοι από την αφροσύνη του οίνου δεν μπορεί να περιμένουν βοήθεια από κανέναν. Συνεπώς εξαιρούνται από κάθε ανώτερη μοίρα……………
Οι συμφορές των θνητών για να μετέχουν σ’ ανώτερη μοίρα, πρέπει να οφείλονται στην Άτη, στην τρομερή θυγατέρα του Δία και της Έριδας.Από το χέρι της σπέρνεται η πλάνη αι η παραφορά. Ο Όμηρος την παρουσιάζει να περπατά πάνω απ’ τα κεφάλι των θνητών, σαλεύοντάς τους τα φρένα και προκαλώντας όλα τα δεινά τους. Αυτήν αναλογίζεται ο Ατρείδης με πλήρη επίγνωση της αδυναμίας του. Αλλά πρόκειται για μια τιμωρία που, επειδή ακριβώς αφορά τη σχέση του θνητού με τους αθάνατους, εξυψώνει τις γενιές που φυλλοροούν. Όχι μόνο γιατί τις καθιστά άξιες να τιμωρηθούν από τους θεούς, αλλά και γιατί με την τιμωρία τους δίνει την ευκαιρία να συνετιστούν.
Το χαρακτηριστικό είναι ότι από πρόσωπο η Άτη καταλήγει να γίνει σημάδι οποιασδήποτε ταραγμένης ψυχικής κατάστασης που σχετίζεται με τη σύγχυση των φρενών. Η άτη πλήττει τον Αγαμέμνονα, όταν τον σπρώχνει να πάρει το ταίρι του Αχιλλέα. Η άτη χαρίζει τον απατηλό ύπνο στον Οδυσσέα, για να βρουν την ευκαιρία οι σύντροφοί του να σφάξουν τα ιερά βόδια.
Χωρίς να ταυτίζονται πλήρως, Μοίρα και Άτη εκφράζουν την ίδια θεμελιώδη ιδέα. Κάθε ζωή βιώνεται σαν ελευθερία η οποία δεν γνωρίζει αν είναι δώρο ή δόλος. Μια διαυγής απόφαση μπορεί κάλλιστα να κρύβει την πιο σκοτεινή πράξη εν αγνοία του ήρωα. Αναγκαστικά λοιπόν φτάνουμε στο ερώτημα: αφού η άτη θολώνει τα φρένα, γιατί να μην αναγνωρίσουμε και στις δύο καταστάσεις την ίδια μοίρα; ……………..
Μέσα σ’ έναν κόσμο πλήρη θεών, οι ήρωες διαβάζουν την τύχη τους γραμμένη στον ουρανό. Πρόκειται για τον «ευρύν ουρανόν» που, σαν αινιγματική παλίμψηστο, αφήνει να χαράζονται πάνω του και να σβήνονται ατελεύτητα τα πεπρωμένα των θνητών. Όσο για τους ανθρώπους της μέθης, τους ισόβια σκυμμένους προς την γη, θα πρέπει να περιμένουν έναν άλλον κόσμο, σαν το δικό μας, από τον οποίο έχουν αποχωρήσει οριστικά πια οι θεοί, για να προλάβει κάποιο βαθύτερο νόημα η στάση τους.
[Ο λάθος δρόμος είναι ο σωστός, αφού για να γράψεις σωστά πρέπει να έχεις ζήσει λάθος. Ο Παπαγιώργης πήρε τη ζωή του λάθος και το ομολογεί με μια ειλικρίνεια ασυνήθιστη: «Αν δεν πάθεις δεν μαθαίνεις. Οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο. Με τον πόνο οι χαρακτήρες εξευγενίζονται, αντίθετα τα στραβόξυλα εξαχρειώνονται». Υπεράριθμος, παιδί του Καιάδα, σύμφωνα με τη δική του ομολογία, τον καιρό που βούιζε ο Μάης του ’68 γύρω του, αυτός κλείστηκε σε μια σοφίτα και διάβασε μανιωδώς φιλοσοφικά συγγράμματα, που «απαλλοτρίωνε» από τα βιβλιοπωλεία. Κάπως έτσι, ο λάθος δρόμος, βύζαξε το σημαντικότερο δοκιμιογράφο που έβγαλαν τα ελληνικά γράμματα τα τελευταία πενήντα χρόνια]