Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all 535 articles
Browse latest View live

Να ξαναδώσουμε στη λέξη «μεταρρύθμιση» το θετικό της περιεχόμενο. Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρό για μια Αριστερά που ωριμάζει βιαίως

$
0
0
Σήμερα επικρατεί μια ατέλειωτη φλυαρία για τα οξύτατα και σύνθετα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Διαλύεται μπροστά μας μια κοινωνία και δεν έχουμε, όπως φαίνεται, ούτε τα εργαλεία ούτε το γλωσσάρι για να ονοματίσουμε και να κατανοήσουμε τα πράγματα. Και αναζητούμε τυφλοσούρτες στο παρελθόν.

Η Ανανεωτική Αριστερά είναι ο μόνος πολιτικός οργανισμός στη χώρα μας που έχει τολμήσει, δεκαετίες τώρα, να ανοίξει τα ντουλάπια με τους σκελετούς και να βγάλει στο φως τα δικά της κρίματα. Κι ας της κουνάνε το δάχτυλο εκείνοι που ακόμα λιβανίζουν τους δωσίλογους ή τους χουντικούς. Αυτό, ναι, αποτελεί εγγύηση ήθους και τόλμης. Έχοντας αυτό το «ηθικό πλεονέκτημα», η γεμάτη αντιφάσεις και δυσκολίες πορεία της ανανεωτικής Αριστεράς, από την ΕΔΑ ήδη ως το άδοξο τέλος του ΚΚΕ Εσωτερικού, κατέκτησε μια ηγεμονική θέση στην ελληνική κοινωνία και οι ιδέες των διαφόρων και διαφορετικών εκδοχών της «κομμουνιστικής ανανέωσης» μπόλιασαν καθοριστικά ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Υπάρχουν συνέχειες που δουλεύουν στις συνειδήσεις των ανθρώπων μ’ έναν τρόπο βουβό. Έτσι, η ριζοσπαστική και ανανεωτική Αριστερά καλείται σήμερα εκ των πραγμάτων να ανασκουμπωθεί, ν’ αφήσει ήσυχους τους πεθαμένους και να δράσει αποτελεσματικά σ’ έναν ολότελα καινούργιο κόσμο, πετώντας ή αναθεωρώντας ό,τι από τους παλιούς της τρόπους δεν απαντά στα σημερινά ερωτήματα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ΩΡΙΜΑΖΕΙ ΒΙΑΙΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΡΑΓΔΑΙΟΥΣ ΡΥΘΜΟΥΣ
Αν έχω δημόσια σταθεί κριτικά απέναντι σε συγκεκριμένες επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, έχω λόγους, νομίζω, να είμαι αισιόδοξος για εκείνα που έρχονται. Το κόμμα αυτό ωριμάζει βιαίως και με ραγδαίους ρυθμούς. Πασχίζει να απαλλαγεί από παρωχημένα συνταγολόγια του παρελθόντος και να επινοήσει ρηξικέλευθα πεδία παρέμβασης και δράσης. Δύσκολη δουλειά. Και ακόμη πιο δύσκολη είναι να εγγράψει η Αριστερά στο πολιτικό της σχέδιο τις υπαρκτές πιθανότητες διαψεύσεων ή υποχωρήσεων, ανοίγοντας το δρόμο στη δράση και στις πρωτοβουλίες των ενεργών πολιτών. 

Μια μελλοντική κυβέρνηση με κορμό ένα αριστερό κόμμα μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στην Ευρώπη;
Η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού οδηγεί την Ευρώπη στην καταστροφή και τη διάλυση. Με τρόπο βίαιο για τις κοινωνίες και διαλυτικό για τις οικονομίες και τους πολιτισμούς. Υποστηρίζω ότι το αντιευρωπαϊκό αίσθημα που δυστυχώς αναπτύσσεται σήμερα και διευρύνεται, από την Ιβηρική ως τα Ουράλια και από τη Μεσόγειο ως τις βόρειες θάλασσες, είναι παράγωγο της κυρίαρχης πολιτικής που παραλύει το κοινωνικό κράτος, τα δικαιώματα και τη δημοκρατία, όλα όσα δηλαδή περιέχονται στην ιδέα της ευρωπαϊκής παράδοσης. Τούτη η καταστροφή, αν και δεν αναιρεί την παραδοσιακά γνωστή μας διάκριση Αριστεράς και Δεξιάς, θέτει επί τάπητος την ανάγκη σύστασης μιας μεγάλης συμμαχίας για την υπεράσπιση της ευρωπαϊκής παράδοσης και προοπτικής. Και μας θυμίζει ότι η σημερινή Ευρώπη δεν έχει πια καμία σχέση με αυτό που οραματίστηκαν ακόμη και οι συντηρητικοί πολιτικοί που την θεμελίωσαν. Με αυτή την έννοια, η ευρωπαϊκή υποψηφιότητα του Αλέξη Τσίπρα έχει βαρύνουσα σημασία, διότι θυμίζει πως το πρόβλημα της Ελλάδας –και όσων χωρών βρίσκονται ή θα βρεθούν στην ίδια θέση- είναι κεντρικό ευρωπαϊκό ζήτημα. Η υποψηφιότητα αυτή οδηγεί σε έναν αναπροσανατολισμό της συζήτησης για την Ευρώπη, θυμίζοντας ότι η νεοφιλελεύθερη Ευρώπη είτε θα αλλάξει είτε θα διαλυθεί με τον πιο δραματικό τρόπο.

«Το θέμα είναι τώρα τι λες: καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ, μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας. Το θέμα είναι τώρα τι λες;»
Τελικά, για όλα τα παρεπόμενα της κρίσης φταίει ο νεοφιλελευθερισμός ή το κεφάλι το κακό μας; Ο Ποιητής θα απαντούσε ότι «φταίει και το κεφάλι το κακό μας». Ασφαλώς και χρειάζονται μεγάλες τομές στο κράτος, στην οικονομία, στη νομοθεσία. Χρειάζεται να λειτουργεί επιτέλους το Δημόσιο, να λειτουργούν αποτελεσματικά οι υπηρεσίες. Χρειάζονται ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις στην Υγεία, στην Παιδεία. Πρέπει να ξαναδώσουμε στη λέξη «μεταρρύθμιση» το θετικό της περιεχόμενο. Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρόν για την Αριστερά, τους συνοδοιπόρους και τις παραφυάδες της
  

 [ΠΗΓΗ: Νίκος Θεοτοκάς, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αποσπάσματα από συνέντευξή του στο Γρηγόρη Μπέκο που δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 16 Μαρτίου 2014]

Κωστής Παπαγιώργης, καλλιεργητής της στοχαστικής, νευρώδους γραφής, που παλινδρομεί διαρκώς ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, χωρίς να λογοδοτεί σε καμία.

$
0
0
Ο μεθυσμένος, όπως παρατήρησε ο Ντοστογιέφκσι, δεν πίνει για να ξεχάσει, απεναντίας πίνει για να θυμηθεί. Δραματοποιεί το παρόν δεξιωνόμενος το παρελθόν εν βρασμώ καρδίας. Ακατάπαυτη ιδεόρροια, σάμπως να φέρει μέσα του τα σπλάχνα δέκα ανθρώπων, δεξιοτεχνία στους δραματικούς αναχρονισμούς, μπουφόνος κατά ευτυχή σύμπτωση και οδυνόμενος κατ’ ανάγκη, παριστάνει τον σωσία του εαυτού του που επανήλθε αψηφώντας τον χρόνο. Σε αυτές τις στιγμές παρατηρούμε ότι δεν νοείται ανάκληση χωρίς δραματικό νόημα. Είτε στο σπίτι του έχασε στα χαρτιά, είτε δεν άντεξε κάποτε μια προσβολή, ο μεθυσμένος αντιδρά σαν έμπειρος υποκριτής, παίζει θέατρο όχι μόνο για να θεατριστεί μπροστά στα (πάντα απαραίτητα) μάτια των άλλων, αλλά κυρίως για να θυμηθεί την αλήθεια του εαυτού του που λανθάνει μισοναυαγισμένη. [σ. 80]


Για άλλη μια φορά η ζωή (άρα και το τέλος με το οποίο είναι οργανικά ζευγαρωμένη) ξεπερνάει την φαντασία και την γραφή, την φιλοσοφία και την ανάγνωση. Φέτος άρχισα να επιστρέφω στα κείμενα του Κωστή Παπαγιώργη, έχοντας διανύσει έναν μεγάλο κύκλο αναγνωστικής εμπλοκής με την δοκιμιακή και φιλοσοφική γραφή. Και πάνω που ήδη τελείωσα την τόσο διαφορετική, κατά εικοσιπενταετία μεταγενέστερη ανάγνωση των δικών του ευαγγελίων, πάνω που προετοίμαζα μια οριακή διαλεκτική επ’ αυτών και με τον ίδιο και ακριβώς την ημέρα που άρχισα να ετοιμάζω την πρώτη καταγραφή αυτής της τόσο δύσκολα καταγράψιμης «ανάγνωσης», έμαθα την ταχύτατη φυγή του. Ευτυχώς, στο τέλος πάντα επανακάμπτει η γραφή, εκδικείται με την δική της διάρκεια και η Μνήμη στην οποία αφιέρωσε [και …«αφιέρωσε», όπως μεταφορικολογούμε] ένα πυκνό βιβλίο θα ενοικεί και στα γραπτά του.

Ακόμα θυμάμαι την έκπληκτη αίσθηση της ανάγνωσης του πρώτου βιβλίου του που έπιασα στα χέρια μου, του Ίμερος και κλινοπάλη, τότε στις εκδόσεις  Ροές [1988], σ’ ένα μικρόσχημο τομίδιο με την έκσταση της Αγίας Θηρεσίας στο εξώφυλλο, δίπλα σε μια πλατειά πορτοκαλιά γραμμή και αργότερα το Περί μέθης [Ροές, 1987], βασικό εγχειρίδιο τότε για μας να κατανοήσουμε όχι τους «αλκοολικούς» επιδειξίες συγγραφίσκους του θλιβερού μας μικροελληνικού χωριού αλλά τους αληθινούς ροκ εντ ρόλλ χαρακτήρες, όπως ο Nick Cave τότε, για τους οποίους οι προαναφερθέντες αντιγραφείς των ξένων μεθυσμένων είχαν κατα-μαύρα μεσάνυχτα. Στο τέλος της γραμμικής μνήμης, φτάνω στο πρόσφατο πρώτο τεύχος του Νέου Πλανόδιουπου κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό, με κεντρικό αφιέρωμα ακριβώς την γραφή του Κωστή Παπαγιώργη. Μια φράση από εκεί αποδίδει ακριβώς την συγγραφική ιδιοσυστασία του: καλλιεργητής της στοχαστικής, νευρώδους, ελευθέριας γραφής, που παλινδρομεί διαρκώς ανάμεσα στην προσωπική έκφραση και τη γενική ερμηνευτική, ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, χωρίς να λογοδοτεί σε καμία.

Μας αρέσει, αρχίζει ο Παπαγιώργης, να μας μιλούν για την συνείδηση, για το εσωτερικό κάτοπτρο που διαθέτουμε, κι ύστερα να παρακολουθούμε πάνω στο μυθικό μας έσποπτρο ράκη του εαυτού μας και του κόσμου. Μόνο που και απολησμονημένες σκηνές καταλαμβάνουν εξαπίνης την σκηνή της συνείδησής μας και μας μετακινούν σε ένα βάθος που μας ανήκει αποκλειστικά. Εκεί βλέπουμε κάτι που οι άλλοι δεν βλέπουν, ζούμε ψευδαισθητικά κάτι που ξαναζήσαμε άλλοτε,  σ’ έναν ακαριαίο αποκρυφισμό της στιγμής. Η ανακλητικότητα αυτή δεν είναι διόλου δεδομένη, καθότι καταφτάνει μέσα από έναν δρόμο που δεν ελέγχουμε.

Οι επαφές μας ασκούνται στην πανοψία: πρόσωπο με πρόσωπο βλέπουμε τα πάντα, αλλά όχι το παρελθόν τους – ιδού το όριο στην εποπτεία των άλλων. Το παρελθόν τους τούς ανήκει, βρίσκεται στο αφανές του ιδιωτικού τους χρόνου. Ρωτάμε τον άλλον «Πόσων χρονών είσαι;» αλλά ουδέποτε «Πόση μνήμη έχεις;». Τα ημεροχρονολόγια δεν τα γνωρίζει η μνήμη· ο τρόπος που εισάγεται και εξάγεται κανείς από τον χρόνο του μοιάζει να αναγνωρίζει κάποιο «κατώφλι», μετά από το οποίο το εδώ και το εκεί, το τώρα και το άλλοτε διαθλώνται και εναλλάσσονται. Χωρομαθημένοι καθώς είμαστε, δύσκολα κατανοούμε την αιφνίδια σύνδεση του άλλοτε και του τώρα. Διαθέτουμε μήπως μνημονική αλχημεία η οποία καταργεί τον χρόνο και τον χώρο; Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι βλέπουμε την μνημονική παράσταση με τέσσερα μάτια; Δύο του αλλοτινού εγώ μας και δύο του τωρινού;

Η καθημερινή μας ανάκληση του παρελθόντος δεν αποτελεί μια απλή τεχνική του ψυχοπρακτικού βίου. Η μνήμη ανακαλεί τα πάντα: μέσα στο άηχο ενδιαίτημά μας ξαναβλέπουμε ξέφτια από παλαιά πρόσωπα, σκηνές από γλέντια, μια οδυνηρή μετακόμιση, κάποια ευτυχή συνάντηση, καθημερινές παραστάσεις με σούρτα φέρτα, φευγαλέες κουβέντες, ένα κραταιό συλλαλητήριο. Το παράδοξο, γράφει ο Παπαγιώργης, είναι ότι ενώ μια παρελθούσα εικόνα επανέρχεται όταν την ανακαλούμε, την συλλαμβάνουμε στατική και ασάλευτη. Ανήκει μήπως σε μια αδιερεύνητη εσωτερικότητα, σε μια δική της πατρίδα απ’ όπου πρέπει να εκπατρισθεί για να μας δοθεί;  Η κίνηση απουσιάζει, αφού το παρελθόν αποτελεί μόνο μία διάσταση του χρόνου· πώς να κινηθεί κάτι αν δεν διαθέτει και τις τρεις χρονικές διαστάσεις; Η μνήμη μνημειώνει αλλά δεν αφηγείται· εμφανίζεται στιγμιοτυπικά, σαν απόκομμα, σαν ασάλευτη εικόνα. Η όραση υπερτερεί κατά κράτος και η στιγμιοτυπική μνήμη αποδίδει τον χώρο, το σχήμα, το πρόσωπο, αλλά στερείται χρόνου και κινήσεως. Όλες οι εικόνες έχουν πέσει θύματα της ασάλευτης αχρονικότητας.
Η μνήμη δεν ψάχνει – αυτή που γυρεύει είναι η ανάμνηση, που επιδίδεται σε ετεροκίνητη έρευνα. Δεν κλαίμε για κάτι συγκεκριμένο, κλαίμε για όλες τις δυστυχίες της ζωής μας, όπως γράφει ο Ίταλο Σβέβο. Κι εδώ αρχίζει η μεγάλη ανασκαφή του Παπαγιώργη στους φιλοσόφους, λογοτέχνες, ερευνητές της μνήμης. Από Αριστοτέλη και τον Αυγουστίνο, στον Καντ και από τον Χιουμ στον Φρόυντ, από τις πρωτοπόρες συλλογιστικές των Henri Bergson και Edmund Husserl στα γραπτά των Gilles Deleuze, Maurice Halbwachs, Emmanuel Kant, Maurice Merleau – Ponty, Paul Ricoeur και άλλων μνημογράφων. Και βέβαια από τον Ναμπόκοφ και την βιογραφία του Μίλησε μνήμη όπου ακριβώς ζητάει από την μνήμη του να μιλήσει μέχρι τον Μαρσέλ Προυστ που υποβαθμίζει την μνημονική πράξη και στρέφεται προς την «αναζήτηση» του χαμένου χρόνου. Ο Ζιλ Ντελέζ ερμήνευσε παραδειγματικά την προυστική τεχνική του μυθιστορήματος. Πιστεύοντας ότι δεν ανακαλύπτουμε την αλήθεια ωσάν να κρύβεται σε μια πτυχή της μνήμης αλλά την πλάθουμε, υποστηρίζοντας ότι δεν αντιγράφουμε τη ζωή αλλά την επινοούμε, προσδίδει ιδιαίτερα βαρύτητα στην μαθητεία.
Διάνοια, αντίληψη, μνήμη ρέπουν προς το αισθητό, λατρεύουν ή απεχθάνονται αντικείμενα, ενώ η μαθητεία του μυθιστοριογράφου αφορά την ερμηνεία των εκάστοτε σημείων, όχι την υλικότητά τους. Άλλωστε το αντικείμενο πάντα απογοητεύει, αποδεικνύεται κατώτερο του αναμενόμενου, αντίθετα το σημείο επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες, με τελική κατάληξη να αποδεικνύεται βαθύτερο από το πρόσωπο ή το πράγμα. Η μυστική δύναμη του αφηγητή οφείλεται στο γεγονός ότι δεν παγιδεύεται στα πράγματα που περιγράφει, ο έρωτας δεν ενσαρκώνεται στην συγκεκριμένη γυναίκα, οι τόποι και οι εποχές δεν είναι αθροίσματα εντυπώσεων. Το «λίγο» ή το ανεπαρκές της πραγματικότητας αντισταθμίζεται με την πολύτιμη πλασματικότητα του αφηγητή. [σ. 130 – 131]
Θα συνεχίσουμε να διαβάζουμε τα απολαυστικά – ταυτοχρόνως φιλοσοφικά και προσωπικά – γραπτά του Παπαγιώργη και θα συνεχίσουμε να συνομιλούμε μαζί του, έστω και στην νέα ιδιόμορφη παρουσία – απουσία.  Ολόκληρο το έργο του, άρα και όλες οι επανεκδόσεις, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη.


[ΠΗΓΗ: Κωστής Παπαγιώργης Περί μνήμης, Πρώτη δημοσίευση: mic.gr, στο Βιβλιοπανδοχείο, 150 / The only thing that shines]

Είμαστε όλοι αστερόσκονη μιας μεγάλης έκρηξης:

$
0
0
Αυτό που εννοούσε ο Sagan με την παραπάνω φράση ήταν το ακόλουθο: Όλα τα άτομα στο σώμα μας τα οποία είναι βαρύτερα από το βηρύλλιο σχηματίστηκαν από υδρογόνο και ήλιο είτε με μία σειρά πυρηνικών αντιδράσεων στο εσωτερικό των άστρων, είτε κατά τη στιγμή της έκρηξης ενός σουπερνόβα ή λόγω της σύγκρουσης δύο αστέρων νετρονίων.


Ας το σκεφτούμε λίγο... δεν είναι εντυπωσιακό ότι όλο το ασβέστιο που βρίσκεται στα κόκαλα και τα δόντια μας, όλος ο σίδηρος και το οξυγόνο που κυκλοφορεί στο αίμα μας, αλλά ακόμη και οι βέρες που ένα ερωτευμένο νιόπαντρο ζευγάρι έχει στα δάχτυλά του, ήταν κάποτε στο παρελθόν στο εσωτερικό ενός αστεριού;

Ας δούμε όμως συνοπτικά τη διαδρομή που ακολούθησαν αυτά, τα αστρονομικά στον αριθμό, άτομα από το μακρινό Σύμπαν στο σώμα μας: πριν από 13.7 δισεκατομμύρια χρόνια η «Μεγάλη Έκρηξη», το λεγόμενο BIGBANG, δημιούργησε το χώρο και το χρόνο και αυτό που σήμερα αποκαλούμε Σύμπαν. Μερικά λεπτά μετά τη Μεγάλη Έκρηξη οι πυρήνες των ατόμων του υδρογόνου και του ηλίου, που θα αποτελούσαν την πρώτη ύλη για όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, έχουν ήδη δημιουργηθεί από τα στοιχειώδη σωμάτιά τους, τα λεγόμενα quarks.
 Θα πρέπει να περιμένουμε όμως σχεδόν ακόμη 200 εκατομμύρια χρόνια για να γεννηθούν τα πρώτα αστέρια. Αυτά θα αρχίσουν την «αλχημεία» στο εσωτερικό τους δημιουργώντας σιγά-σιγά όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του περιοδικού πίνακα μέχρι το σίδηρο. Για να σχηματιστούν όμως τα στοιχεία που είναι βαρύτερα από το σίδηρο, όπως ο μόλυβδος ή ο χρυσός, αστέρια 10 και πλέον φορές πιο μεγάλα από τον Ήλιο μας έπρεπε να εκραγούν ως σουπερνόβα. Αυτά σκορπίζουν τα σωθικά τους στον περίγυρό τους επισκιάζοντας παράλληλα με το φως της έκρηξης τούς γαλαξίες μέσα στους οποίους βρίσκονταν.

Μετά από πολλές γενιές αστεριών και σουπερνόβα, σχεδόν πριν από 5 δισεκατομμύρια χρόνια, σε μια απομονωμένη γειτονιά του Γαλαξία μας τα άτομα που θα καταλήξουν στο σώμα μας έχουν ήδη μαζευτεί. Ετοιμάζονται να σχηματίσουν το ηλιακό μας σύστημα. Αρχικά βρίσκονται στο νέφος της σκόνης που περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο που μόλις δημιουργήθηκε. Σιγά-σιγά έλκονται από τη βαρύτητα σε ένα κομμάτι βράχου που περιφέρεται και αυτό γύρω από τον Ήλιο και λίγο αργότερα θα γίνει η Γη μας.

Η πίεση από τη βαρύτητα, οι ραδιενεργές διασπάσεις αλλά και οι αστεροειδείς οι οποίοι πέφτουν πάνω στη πρώτο-Γη κάνουν την επιφάνειά της υπέρθερμη, γεμάτη ηφαίστεια και λάβα. Όλα τα άτομα του σώματός μας βρίσκονται μέσα σε αυτό το περιβάλλον που θα θύμιζε σενάρια από έργα του Δάντη. Ο πλανήτης μας βράζει εκλύοντας από το εσωτερικό του αέρια τα οποία θα δημιουργήσουν την ατμόσφαιρά του. Η βροχή από αστεροειδείς που είναι πλούσιοι σε νερό αλλά και οργανικά μόρια συνεχίζεται, φέρνοντας τα τελευταία στοιχεία από το διάστημα στον πλανήτη μας σχηματίζοντας τους ωκεανούς του πριν από 4.3 δισεκατομμύρια χρόνια.
Έχει σημασία να θυμόμαστε ότι από τη στιγμή που τα άτομα αυτά έφθασαν στην επιφάνεια της Γης δεν καταστρέφονται αλλά απλά ενώνονται μεταξύ τους και σχηματίζουν διάφορα μόρια και χημικές ενώσεις. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο αριθμός των ατόμων στο σώμα μας είναι αστρονομικός, σχεδόν 7 επί 10 στην 28η δύναμη (δηλαδή 10 ακολουθούμενο από 28 μηδενικά) για ένα άτομο 70 κιλών, δημιουργεί διάφορα ενδιαφέροντα παράδοξα.
Πρώτα απ 'όλα «είμαστε αυτό που τρώμε»! Μερικά από τα άτομα στο σώμα σας ήταν πριν από μερικές ημέρες σε ένα αγρόκτημα της Αϊόβα, ή της Γαλλίας, ή της Αργεντινής. Έχουν γίνει διάφοροι στατιστικοί υπολογισμοί που μας διαβεβαιώνουν ότι κάποια από τα άτομα του οξυγόνου που βάζουμε στο αίμα μας με την αναπνοή μας, τα είχε εκπνεύσει ως διοξείδιο του άνθρακα ένας τυρρανόσαυρος καθώς βρυχόταν πριν από εκατομμύρια χρόνια!

Επίσης είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον πως δισεκατομμύρια από τα άτομα του σώματός μας (τα οποία βέβαια είναι ένα απειροστό κλάσμα του συνολικού αριθμού που έχουμε) ήταν κάποτε «μέσα» σε διάσημες ιστορικές προσωπικότητες όπως ο Νεύτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Μότσαρτ ή ο Ναπολέων.  Μήπως αυτό εξηγεί κάποια κρυφά μας χαρίσματα ή απροσδιόριστα ταλέντα που έχουμε? Η επιστήμη στο τελευταίο ερώτημα σηκώνει τα χέρια ψηλά...

[ΠΗΓΗ: Carl Sagan (1934-1996), καθηγητής αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο Cornell, ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους εκλαϊκευτές της επιστήμης. Περισσότερες πληροφορίες για τα παραπάνω βρίσκονται (στα αγγλικά) στους ακόλουθους συνδέσμους:

H «χαμογελαστή κατάθλιψη» των social media

$
0
0
Μέσα στα κοινωνικά δίκτυα, οι άνθρωποι είναι συνηθισμένοι να προβάλλουν στα προφίλ τους μόνο τον καλύτερο, αν και μη ρεαλιστικό, εαυτό τους, σε μία προσπάθεια να βελτιώσουν την ψυχολογία τους. Ανεξάρτητα από το αν έχει γίνει συνειδητό ή όχι, καθημερινά καταναλώνεται πολύς χρόνος και προσπάθεια για τη δημιουργία της ψηφιακής ταυτότητας. Η δημιουργία αυτής της εναλλακτικής εικόνας του ανθρώπινου εαυτού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό σχετικά με το πώς και οι άλλοι προβάλλουν τους εαυτούς τους στο ίδιο πλαίσιο. Τι συμβαίνει με τον «πραγματικό» εαυτό, τότε;


Η «χαμογελαστή κατάθλιψη» είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους ανθρώπους που πάσχουν από κατάθλιψη, αλλά η οποία δεν είναι τόσο εμφανής. Στην Αμερική για παράδειγμα, το 6,7% του πληθυσμού ηλικίας άνω των 18 ετών πάσχει από σοβαρή κατάθλιψη και είναι κύρια αιτία αναπηρίας στην ηλικιακή ομάδα 15-44 ετών.

Ένας άνθρωπος με «χαμογελαστή κατάθλιψη», είναι δύσκολο να φανεί ότι έχει κατάθλιψη. Nιώθωντας άδειος και ανασφαλής εσωτερικά, φορά την μάσκα του χαρούμενου ανθρώπου και φαίνεται συνέχεια χαμογελαστός γιατί φοβάται πώς θα τον κρίνουν οι άλλοι γύρω του. Έτσι όχι μόνο μπορεί να μιλήσει με τους ανθρώπους αλλά είναι συχνά και το πιο ενεργό άτομο σε μια παρέα και μπορεί πάντα να βρει κάτι για να αστειευτεί ή να γελάσει. Αυτή είναι η χαμογελαστή κατάθλιψη.

Τα κοινωνικά δίκτυα δίνουν μια ενδιαφέρουσα οπτική για τη δημιουργία του ιδανικού εαυτού και πώς αυτή η κατασκευή επηρεάζει την ψυχολογική ισορροπία του ανθρώπου. Ο ιδανικός εαυτός είναι ο εαυτός που φιλοδοξούμε να είμαστε.

Η προσωπική μας εικόνα είναι το πρόσωπο που πραγματικά βασίζεται στις ενέργειες, στις συμπεριφορές και στις συνήθειες που μέχρι τώρα έχουμε πράξει. Σύμφωνα με τη θεωρία της προσωπικότητας του Carl Rogers, κάθε άνθρωπος διακατέχεται από το βασικό ένστικτο να βελτιώσει τον εαυτό του και να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητές του. Παρομοίως ο Abraham Maslow, αποκαλεί αυτό το επίτευγμα αυτοπραγμάτωση. Πιστεύει ότι αυτή η κατάσταση επιτυγχάνεται όταν ο ιδανικός εαυτός και η εικόνα του εαυτού του ατόμου, συμφωνούν μεταξύ τους. Αυτό το άτομο θα πρέπει να θεωρείται τότε ένα πλήρως λειτουργικό πρόσωπο.
Κάθε ένας από τους ανθρώπους έχει μέσα του ό,τι ο Robert Firestone ονομάζει ως κρίσιμη εσωτερική φωνή. Πρόκειται για μια δυναμική που υπάρχει μέσα σε κάθε άτομο που προσφέρει ένα αρνητικό φίλτρο μέσα από το οποίο βλέπει τη ζωή του. Θεωρείται ότι η φωνή έχει δημιουργηθεί σε νεαρή ηλικία σε περιόδους στρες ή τραύματος.
Τα κοινωνικά δίκτυα δεν είναι μόνο εξαιρετικά διαδεδομένα, αλλά είναι και μια δραστηριότητα στην οποία οι χρήστες ανυπομονούν να συμμετάσχουν. Δεν είναι όλα τα κοινωνικά δίκτυα όπως το Facebook και το Instagram. Για παράδειγμα στο LinkedIn, το νέο εικονικό επιχειρηματικό προφίλ που δημιουργεί ο χρήστης αντικαθιστά γρήγορα το παραδοσιακό τυπωμένο βιογραφικό. Οποιοσδήποτε μπει να αναζητήσει εργασία μέσα από αυτό το μέσο, θα διακρίνει πολύ συχνά θέσεις εργασίας που επιμένουν να έχει ο υποψήφιος μια ισχυρή «παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».

Αυτό το φαινόμενο είναι μια απτή εκδοχή της έννοιας του Carl Rogers σχετικά με τον ιδανικό εαυτό. Κάθε χρήστης έχει μια γενική ψυχολογική persona που κατασκευάζει και εναποθέτει στο σύμπαν του κυβερνοχώρου με βάση το πρόσωπο που θέλει να είναι και το πιο σημαντικό, με βάση το πρόσωπο που θέλει να τον βλέπουν οι άλλοι.

Επίσης, η παραπάνω σύνδεση επιβεβαιώνει ότι η κατάθλιψη είναι μια πολύπλοκη ασθένεια, με συχνότερους τους βιοκοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες. Δηλαδή, ένα συνονθύλευμα από τους παράγοντες είναι υπεύθυνοι για την εμφάνισή της και δεν εστιάζεται μόνο στην εγκεφαλική λειτουργία ή στην προσωπική ιστορία.
Ένας παράγοντας που ευθύνεται για τα υψηλά ποσοστά των καταθλιπτικών συμπτωμάτων που παρουσιάζονται στα κοινωνικά δίκτυα,  είναι η έλλειψη συνοχής που παρατηρείται μεταξύ του ιδανικού εαυτού των ανθρώπων στον κυβερνοχώρο σε σχέση με την προσωπική εικόνα τους. Η επιθυμία να δουν οι άλλοι χρήστες τα θετικά στοιχεία του χρήστη, επιβάλλει ώστε εκείνος να πρέπει να φιμώσει τα προβλήματά του και πλέον δεν έχει καμία ιδέα για το πώς να εκφράσει την εσωτερική του αναταραχή, χωρίς να νιώσει ότι θα υποστεί μία "κοινωνική ήττα".
Για προφανείς λόγους, οι άνθρωποι δεν διαφημίζουν τα αρνητικά χαρακτηριστικά τους στο κοινωνικό τους προφίλ, ούτε ποστάρουν εικόνες που δεν τους κολακεύουν. Λόγω αυτού του αυστηρού και ελεγκτικού τρόπου που χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα, θεωρείται ότι οι άλλοι χρήστες κρίνουν τη συμπεριφορά και τις εικόνες των άλλων, επομένως είναι σύνηθες να πιστεύεται ότι οι ζωές των άλλων ανθρώπων είναι πολύ καλύτερες από τις δικές μας. Αυτό που είναι σημαντικό να θυμάται κανείς είναι ότι και αυτοί φορούν μάσκες, με τον τρόπο που ο καθένας το κάνει.


Ενδεικτικά, καταγράφονται μερικοί τρόποι που προλαμβάνουν συμπτώματα μελαγχολίας ακόμα και καταθλιπτικής διάθεσης που σχετίζονται με την χρήση των κοινωνικών δικτύων και ενισχύουν την ψυχολογία των ανθρώπων:
• Αποσύνδεση από την τεχνολογία και τους λογαριασμούς κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης κάθε μέρα και για αρκετές ώρες.
• Όταν βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με προσβολές μέσα από συζητήσεις με χρήστες στα κοινωνικά δίκτυα,  χρειάζεται να αντιμετωπίσει τις αρνητικές σκέψεις και να αναρωτηθεί για την προέλευση και την ισχύ τους.
• Η πολύωρη περιήγηση στα κοινωνικά δίκτυα σε περιόδους πλήξης, είναι απαραίτητη να συνοδεύεται από κάτι άλλο που θα αποσπάσει την προσοχή του χρήστη, όπως ένα βιβλίο ή ένα ψυχαγωγικό application στο τηλέφωνό.

Ο Επίκουρος και η τέχνη του ηδέως ζην: οι αισθήσεις αποκαλύπτουν την αλήθεια και τίποτα δεν υπάρχει έξω από αυτές

$
0
0
Ο Επίκουρος παραμένει ένας από τους λιγότερο προβεβλημένους φιλοσόφους του αρχαίου κόσμου. Από μια τεράστια σε όγκο και σημασία πνευματική παραγωγή έφτασαν μέχρι τις μέρες μας σχετικά λίγα έργα και αυτά θρυμματισμένα, καθώς τα περισσότερα βιβλία χάθηκαν, για διάφορους λόγους. Από τους αρχαίους στοχαστές περισσότερο γνωστοί έγιναν άλλοι, όπως λ.χ. ο Πλάτων, ενώ πολλοί έμειναν συστηματικά στην αφάνεια ή συκοφαντήθηκαν σε όλες τις εποχές. Κατά τον καθηγητή Χαράλαμπο Θεοδωρίδη, Πλάτων και Επίκουρος είναι οι δύο πόλοι της συναισθηματικής και διανοητικής ζωής, η πιο βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση αντίθεση, καθρέφτισμα της οικονομικής και κοινωνικής αντίθεσης.


Ο Πλάτων είναι ο τυπικός αντιπρόσωπος του ιδεαλισμού, ο Επίκουρος του συστηματικότερου υλισμού που γνώρισε η Αρχαιότητα.Η αντίθεση είναι χαρακτηριστική για την ζωή και την κίνηση των ιδεών, για την ιστορία της φιλοσοφίας, που είναι η πάλη του ιδεαλισμού και του υλισμού. Η πρώτη, η παλαιότερη και πρωτογονότερη θεώρηση του κόσμου, είναι η ιδεαλιστική. Ο Σωκράτης είχε ιδιαίτερη μεταχείριση, καθώς ή περίφημη ρήση του για τον επερχόμενο σωτήρα ερμηνεύτηκε ως προαναγγελία της άφιξης του Ιησού: «καθεύδοντες διατελοίτε αν, ει μη τινά άλλον ο θεός υμίν επιπέμψειεν κηδόμενος υμών» όλον τον καιρό θα εξακολουθείτε να κοιμάσθε, ώσπου να σας λυπηθεί ο θεός και σας στείλει άλλον κανέναν. Ο Πλάτων πέρασε για θεόπνευστος προφήτης με προαισθήματα για το σωτήριο κήρυγμα.
Το πλούσιο έργο του Επίκουρου, (όπως και του Θαλή, του Ηράκλειτου, του Πυθαγόρη, του Παρμενίδη και όλων των αληθινά μεγάλων φιλοσόφων [1-5]) σημειώνει παρακάτω ο Θεοδωρίδης, παραμελήθηκε, χάθηκε και στην τύχη χρωστάμε τα λίγα πολύτιμα κομμάτια που σώθηκαν. Κρυμμένα αιώνες σα σπίθα στη στάχτη χρησίμευσαν προσάναμμα, όταν έφτασε το πλήρωμα άλλων καιρών. Η έρευνα και η κατανόηση αναστήλωσαν τη φωτεινή φυσιογνωμία του, την γνήσια ελληνική και οδηγημένοι από τη φεγγοβολία της αναστηλώνουμε κι εμείς την Αρχαιότητα όπως ήταν στην πραγματικότητα.
Η διδασκαλία για τη μοίρα και το πεπρωμένο έχει κεντρική θέση σε ολόκληρο το φιλοσοφικό ρεύμα του ιδεαλισμού. «Δεν μπορούν οι άνθρωποι να ξεφύγουν απ’ ό,τι η μοίρα τούς γράφει»,  λέει ο Θεόκριτος, ενώ  σύμφωνα με τον Αρχίλοχο  «όλα η τύχη και η μοίρα τα δίνει στους ανθρώπους».  Κατά τον Λεύκιππο: «τα πάντα γίνονται κατ’ αναγκαιότητα, αυτήν την αναγκαιότητα ονομάζουμε ειμαρμένη»,  «πάντα κατ’ ανάγκην, την δ’ αυτήν ειμαρμένην»
Στη ίδια γραμμή βρίσκεται και ο ποιητής Όμηρος:  «Σε τίποτα δεν ωφελούν τα κλαψουρίσματα. Οι Θεοί έκλωσαν έτσι το νήμα της ζωής των δυστυχισμένων ανθρώπων, που αυτοί ζούνε μέσα στα βάσανα, ενώ εκείνοι μένουν αμέριμνοι. Δύο δοχεία βρίσκονται κοντά στην πόρτα του Δία: το ένα γεμάτο από κακά δώρα και το άλλο γεμάτο από δώρα καλά. Αυτά ο κεραυνοβόλος Δίας τ’ ανακατώνει και δίνει σ’ άλλον κακά και σ’ άλλον καλά. Σ’ όποιον δώσει κακά δώρα, τον καθιστά πραγματικά δυστυχισμένο κι αληθινό βάρος της γης, πάνω στην οποία περιπλανιέται κι όπου περιφρονιέται κι από τους Θεούς κι από ανθρώπους».  Οι άνθρωποι είναι σαν τα φύλλα των δέντρων, άλλα ο αγέρας τα σκορπάει χάμω, κι άλλα βγάζουν τ ’αμάραντα δάση.
Η φιλοσοφία του Επίκουρου απορρίπτει όλες τις ιδεαλιστικές κατασκευές, τις κοσμογονίες  και τους μύθους που έχουν σχέση με τη Μοίρα και το Πεπρωμένο, όπως ορίστηκαν από επιφανείς εκπροσώπους των ιδεαλιστών και συχνά είναι κοινές με πολλές δοξασίες που εισήχθησαν στον ελληνικό χώρο από την Ανατολή, τους αιώνες που ακολούθησαν την κατάρρευση του αρχαίου ελληνικού κόσμου της κλασικής εποχής.
 Ο Φιλόδημος, Επικούρειος του 1ου π.κ.ε. αιώνα, γράφει ανήσυχος για τις ιδέες και τα έθιμα που κουβαλούσαν οι Ασιάτες:«Κοιμούνται σε ναούς, θεοπαρμένοι θυσιάζουν σε πέτρες αντί σ’ αγάλματα, με τύμπανα και άγρια μουσική. Τους θεούς αυτούς τους έχουν γι’ αδέκαστους και αλύγιστους, τον Άδη άμαχο και αδάμαστο».
Γράφει ο Θεοδωρίδης σχετικά: «Η ελληνική παιδεία δέχτηκε βαρβαρική επιδρομή. Η ανατολική θρησκοληψία και θεοσοφική διάθεση, που κουβάλησαν σ’ αυτήν οι ξένοι, Σύροι, Αιγύπτιοι, Εβραίοι, διαμετρικά αντίθετες και ασυμβίβαστες με την ουσία του ελληνισμού, ήταν φυσικό να αγκιστρωθούν στον Πυθαγόρα και στον Πλάτωνα. Ο Ιουδαίος Φίλων, που έζησε στα χρόνια του Χριστού, υποστήριξε πως ο Πλάτων τη σοφία του την άντλησε από τα ιερά βιβλία των Εβραίων, ενώ εκείνα βαστούν από “θεϊκή” έμπνευση.
Ο Επίκουρος ξεκινάει από τις αισθήσεις οι οποίες αποκαλύπτουν τη μεγαλοπρέπεια και τη λαμπρότητα της ζωής. Αυτές είναι το κριτήριο της αλήθειας και τίποτα δεν υπάρχει έξω απ’ αυτές. Οι Επικούρειοι ελέγχουν και απορρίπτουν συστηματικά οτιδήποτε προκαλεί φόβο στην ψυχή του ανθρώπου και κυρίως τον κυρίαρχο τρόμο του θανάτου (κενόν φόβον) και της αιώνιας τιμωρίας. Οι θεοί, ως τέλεια όντα, δεν ενδιαφέρονται για τη ζωή των βροτών ούτε για το θάνατό τους. Η θεία πρόνοια απορρίπτεται έτσι μαζί με τη θεία τιμωρία. Ο κόσμος  είναι αΐδιος (αιώνιος), δεν τον έφτιαξε κανένας από μηχανής θεός ή άνθρωπος, αλλ’ «ην αιεί και έστιν και έσται»
«Εκείνος (ο Επίκουρος) μας έχει διδάξει ότι ο κόσμος υπήρξε δημιούργημα της φύσης και ότι δεν χρειάστηκε να τον οικοδομήσει κανένας πλάστης, και ότι η διαδικασία της δημιουργίας, που σύμφωνα μ’ εσάς δεν είναι δυνατό να υπάρξει χωρίς θεία επιδεξιότητα, είναι τόσο εύκολη, που η φύση θα δημιουργήσει, δημιουργεί και έχει δημιουργήσει αναρίθμητους κόσμους. Εσείς, αντίθετα, δεν μπορείτε να δείτε πώς τα κατορθώνει όλα αυτά η φύση χωρίς τη βοήθεια κάποιας διάνοιας, κι έτσι, σαν τους τραγικούς ποιητές που δεν μπορούν να φέρουν την πλοκή του δράματος σε μια κατάληξη, καταφύγατε σ’ έναν από μηχανής θεό, που την παρέμβασή του δεν θα την είχατε ανάγκη, αν αναλογιζόσασταν την δίχως όρια έκταση του διαστήματος που απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση στο άπειρο όπου, ταξιδεύοντας ο νους, δεν βρίσκει άκρη να σταθεί.

Οι μαθητές του Κήπου αρνούνται κάθε θεία παρέμβαση στη δημιουργία του κόσμου και κάθε τελολογική ερμηνεία:
«Λοιπόν, μέσα σ’ ετούτο το αχανές μήκος και πλάτος και ύψος,  υπάρχει χώρος για την άπειρη ποσότητα ατόμων που -παρ’ ότι τα χωρίζει το κενό- συνδέονται μεταξύ τους και σχηματίζουν τις ενώσεις από τις οποίες αποτελούνται οι μορφές όλων των πραγμάτων που εσείς νομίζετε πως δεν μπορούν να δημιουργηθούν παρά μόνο με τη βοήθεια φυσερών και αμονιών, και μας φορέσατε σαμάρι έναν Αιώνιο Αφέντη που πρέπει μέρα νύχτα να τον φοβόμαστε· γιατί ποιος δεν θα φοβόταν έναν θεό που ανακατεύεται παντού, που προβλέπει, προνοεί και παρατηρεί τα πάντα, και κρίνει πως τον αφορά το κάθε τι;
Συνέπεια της θεολογίας αυτής, πριν απ’ όλα υπήρξε το δόγμα σας της Αναγκαιότητας ή της Ειμαρμένης· η θεωρία σας ότι κάθε συμβάν είναι αποτέλεσμα μιας αιώνιας αλήθειας και ότι αποτελεί μέρος μιας αδιάσπαστης αλυσίδας αιτιοτήτων. Όμως τι αξία μπορεί να έχει μια φιλοσοφία που νομίζει ότι το κάθε τι συμβαίνει γιατί έτσι είναι γραμμένο από τη μοίρα; Αυτά τα πιστεύουν οι γριές, και μάλιστα οι αμόρφωτες γριές! Δεύτερη συνέπεια είναι οι ιδέες σας περί θείας έμπνευσης και μαντικής, που αν τις παίρναμε στα σοβαρά, θα γινόμασταν τόσο προληπτικοί που θα καταλήγαμε στους προφήτες, τους οιωνοσκόπους, στους αγύρτες, τους οραματιστές και τους ονειροκρίτες. Όμως ο Επίκουρος μάς λύτρωσε από την αιχμαλωσία και μας απελευθέρωσε από αυτές τις δεισιδαιμονίες… Δεν έχουμε λοιπόν να φοβηθούμε τίποτα από τις υπάρξεις εκείνες που, όπως ξέρουμε, δεν προκαλούν ενοχλήσεις ούτε στον εαυτό τους ούτε και σε κανέναν άλλο και ταυτόχρονα, λατρεύουμε με σεβασμό και ευλάβεια το υπέρτατο μεγαλείο της φύσης τους.»

        Θα έφτιαχναν ποτέ οι θεοί έναν κόσμο με τόση δυστυχία, θλίψη και οδύνη; Κι αν το τέλος, με τη μορφή της απώλειας, είναι καθημερινό φαινόμενο, μήπως ολόκληρη η φιλοσοφία δεν είναι παρά ένα ευφυές σχόλιο στο αμετάκλητο γεγονός του θανάτου; Κι αν ήθελαν οι θεοί να φτιάξουν τον κόσμο, γιατί δεν τον έφτιαξαν τέλειο; Ή λοιπόν ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν να εκτοπίσουν το κακό από την ανθρωπότητα, ή μπορούσαν αλλά δεν ήθελαν, ή ούτε ήθελαν ούτε μπορούσαν ή και ήθελαν και μπορούσαν να το κάνουν. Κατά τον Επίκουρο, οι τρεις πρώτες περιπτώσεις είναι αδιανόητες για τους Θεούς, αφού είναι αντίθετες στη θεϊκή φύση τους. Αν λοιπόν ήθελαν και μπορούσαν, γιατί δεν έφτιαξαν τον κήπο του Παράδεισου αλλά μια κοιλάδα των δακρύων για εκατομμύρια θνητούς;

Οι παραστάσεις των ανθρώπων για τους θεούς προέρχονται από αμάθεια, φόβο και δεισιδαιμονία· άθεος και ασεβής είναι για τον Επίκουρο όποιος αποδίδει εγκληματικές προθέσεις στους θεούς, οι οποίοι υπάρχουν άφθαρτοι και αδιάφοροι για τις ατέλειες του κόσμου και τις περιπέτειες των πολιτισμού.  Είναι πάντως προτιμότερο οι άνθρωποι να πιστεύουν τον μύθο για τους θεούς, παρά να υποδουλώνονται στο πεπρωμένο, όπως λένε οι φυσικοί φιλόσοφοι, γιατί ο μύθος αφήνει τουλάχιστον την ελπίδα να μαλακώσουμε την θέληση και την οργή τους με τιμές, ενώ η αναγκαιότητα είναι νόμος αμείλικτος και με τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Ως βάση λοιπόν της θρησκείας μπαίνει το ζήτημα του φόβου.
Η Ιφιγένεια θυσιάστηκε από τον ίδιο της τον πατέρα για να φυσήξει ούριος άνεμος στα ελληνικά πλοία. Θα ήθελαν ποτέ οι θεοί κάτι τέτοιο ή μήπως όλα αυτά είναι έργα των ανθρώπων; Οι θεοί του Επίκουρου έχουν αιθέρια φύση, είναι μακάριοι και αθάνατοι, φτιαγμένοι από ψιλά άτομα, μιλούν Ελληνικά, έχουν φύλο και εμφανίζονται με τη μορφή του ανθρώπινου σώματος, το οποίο είναι ωραιότερο από κάθε άλλο….
Εικόνες

Ο κόσμος θα ’χει γαμηθεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα.

$
0
0
«Πολλά χρόνια αργότερα, καθώς αντιμετώπιζε το εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θυμήθηκε εκείνο το μακρινό απόγευμα, όταν ο πατέρας του τον πήρε μαζί του για να ανακαλύψει τον πάγο».  Στο μυθιστόρημα του Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό Χρόνια Μοναξιά, η σκηνή αυτή αναφέρεται συχνά, καθώς, όταν ο κολομβιανός συγγραφέας δεν βρυχάται με μαγικό ρεαλισμό έχει ένα και μοναδικό σκοπό: Nα σου τσακίσει τα μάτια με δάκρυα.Όποιος, λοιπόν, δεν έχει κλάψει διαβάζοντας το 100 Χρόνια Μοναξιά δεν έχει δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.


Εκείνο το μακρινό απόγευμα ήρθαν ξανά οι τσιγγάνοι στο χωριό Μακόντο. Η ονομασία “Μακόντο” είναι κοινή για πολλά χωριά της Κολομβίας. Γιατί, αυτή η ιστορία δεν είναι σαν τις άλλες. Αυτή η ιστορία μιλάει για όλες τις ιστορίες του κόσμου, αφήνει τα όρια της Λατινικής Αμερικής και φτάνει στην πόρτα μας και την χτυπάει. Είναι σχεδόν αδύνατο να μην υποκύψουμε να της ανοίξουμε. Πρόκειται για έναν αιώνα μοναξιάς, μιλάει για τη δική μας μοναξιά-τη δική σου και την δική μου- μιλάει για ένα σύμπαν μοναξιάς που θα ’ταν αδύνατο να υπάρχει χωρίς τους ανθρώπους.

Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για την Μοναξιά μας; Ο Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες δεν είναι σίγουρος, κι ακριβώς επειδή δεν είναι, έγραψε το Εκατό Χρόνια Μοναξιά.
Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία ξεσηκώνεται από τις τσιγγάνικες ανακαλύψεις, τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα και όλες εκείνες τις εφευρέσεις του σοφότρελου Μελκίαδες, τα μυστικά των σοφών της Μακεδονίας ή της Βαβυλώνας, άλλοτε αγοράζοντας μαγνήτες του τσιγγάνου για να εξάγει από τα σπλάχνα της γης χρυσάφι κι άλλοτε προσπαθώντας να κάνει το μόλυβδο, χρυσό. Μέχρι εδώ όλα καλά, o Μάρκες αποδεικνύει πως είναι μάγος των παραστάσεων και πραγματικός κυρίαρχος στα αφηγηματικά flik-flak. Όμως, που κρύβεται η Μοναξιά;

Η Μοναξιά είναι υπόκωφη στην αρχή του έργου. Έρχεται σιγά, σιγά με την υπομονή ενός σκακιστή αλλά και την διαχυτικότητα της επιδημίας της αϋπνίας, που κόλλησε όλο το χωριό από την Ρεβέκκα.  Η Μοναξιά είναι ύπουλη. Κρύβεται πίσω από τις τρελές εφευρέσεις κι αφαιρέσεις του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία και μέσα στα δέρματα των σωμάτων και των  ανομολόγητων ερώτων. Η Μοναξιά μοιάζει με εκείνο το πελώριο σπίτι, που στέγασε εκατό ολόκληρα χρόνια όλους τους Αουρελιάνο Μπουενδία που γεννήθηκαν με ανοιχτά μάτια και ανέδυαν ένα εκτυφλωτικό φως, όπως και όλους τους Χοσέ Αρκάδιο και την άστατη κι ανυπόμονη φύση τους. Η Μοναξιά μοιάζει με το νεκροσάβανο και στους ανεκπλήρωτους έρωτες της Αμαράντα και ψηλαφίζεται πάνω στις σκονισμένες κούκλες της Ρεμέδιος, στην παρουσία του φαντάσματος του Προυδένσιο Αγκιλάρ, εισβάλλοντας  παντού, όπως τα μυρμήγκια και οι κίτρινες πεταλούδες. Η Μοναξιά ξεπερνάει τα πάντα. Ακόμα και το Θάνατο. Ακόμα και την Τιμωρία. Γιατί όπως έλεγε συχνά ο Συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία: «Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί» Η φύση της Μοναξιάς δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. Αν δεν υπήρχε από την αρχή του έργου δεν θα μπορούσαμε ποτέ να μιλήσουμε γι’ αυτήν, η Μοναξιά δεν γεννιέται κάποια αόριστη στιγμή, προϋπάρχει.

«Το πιο μεγάλο διαμάντι του κόσμου».«Όχι», τον διόρθωσε ο τσιγγάνος. «Είναι πάγος».
Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, χωρίς να καταλαβαίνει άπλωσε το χέρι του προς το παγόβουνο, αλλά ο γίγαντας του το ’σπρωξε. «Πέντε ρεάλια ακόμα για να το πιάσεις», είπε.Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία είδε στον ύπνο του ένα χωριό όπου τα σπίτια ήταν όλα καμωμένα από καθρέφτες. Στην πορεία κατάλαβε πως δεν ήταν καθρέφτες, αλλά ο πάγος που έφεραν μαζί τους οι τσιγγάνοι. Το Μακόντο χτίστηκε μέσα σε λίγο καιρό και παρά το όνειρο του -να το δει μια μέρα χτισμένο από πάγο-που δεν έγινε πραγματικότητα, δεν παραιτήθηκε από τις παράλογες φαντασιώσεις του. Ήταν ο ίδιος πάγος που έβαλε να αγγίξουν οι γιοί του για να δουν το θαύμα. Η Μοναξιά, όμοια κι εκείνη με πάγο, κρύφτηκε μέσα στα πιο τρελά του όνειρα για να γίνει πιο επίμονη στην πορεία, όταν τρελός πια και δεμένος στον κορμό της καστανιάς έχει  επαφή μόνο με το φάντασμα του εχθρού του:
«Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σ’ εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει ν‘ αγαπήσει το χειρότερο εχθρό του».
Ο Αουρελιανο Μπουενδία που έκανε 32 πολέμους και τους έχασε όλους, θα αγγίξει κι εκείνος τον πάγο, περισσότερο διστακτικά, γιατί η δική του Μοναξιά κρύβεται μόνο στην αμαρτωλή περηφάνεια του.  Η δική του Μοναξιά μετράται σε 32 συνεχόμενους πολέμους και στα χρυσά ψαράκια που έλιωνε και ξανάφτιαχνε στο αργυροχοίο του. Θα αφήσει την τελευταία του πνοή  μόνο όταν συνειδητοποιήσει την Μοναξιά του,«Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς,αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου».

Η Μοναξιά παραλλάσσεται. Μέσα σε εκείνα τα ανελέητα χρόνια μοναξιάς όλα αλλάζουν και συγχρόνως όλα μένουν τα ίδια. Η Μοναξιά υποτάσσεται στην σιωπή σαν τον Συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία. Διαμορφώνει τους ήρωες ενώ έμμεσα τους συνθλίβει. Είναι αδυσώπητη κι αδίστακτη. Διαπραγματεύεται την αγάπη, ενώ άλλες φορές την κατατρώει, την εξαθλιώνει, την διαπερνά. Χτίζει τα όμορφα. Γκρεμίζει τα όμορφα. Και τα άσχημα. Μεγαλώνει τους ήρωες και τους μικραίνει. Τους ψηλώνει. Τους κονταίνει. Γεμίζει προσδοκίες, ψευδαισθήσεις παραδείσων και υποχρεώσεις κολάσεων. Παίρνει τις μορφές τους. Χρειάζεται να την χρειάζονται. Γίνεται δύστροπη όταν δεν της δίνουν σημασία, διότι κανένας τους δεν ασχολείται με την Μοναξιά του. Τα έχει καλά με την εξουσία αλλά όταν δεν της κάνει τα χατίρια την τσακίζει. Εφευρίσκει τον ίδιο της τον εαυτό για να τον χάσει ξανά. Είναι νεωτερίστρια, μια αναρχική συντήρηση, το πλαίσιο σε όλη την ιστορία ή ένα μακρινό φόντο που προκαθορίζει την οπτική της εικόνας του έργου. Δεν έχει νόμους, ούτε κανόνες. Διατηρεί το ανοίκειο παιχνίδι της μέχρι τα Εκατό χρόνια, ακριβώς έναν αιώνα Μοναξιάς, γιατί δεν χρειάζεται ούτε λιγότερο αλλά ούτε και περισσότερο εκείνες οι ράτσες, οι καταδικασμένες στην Μοναξιά, να μην αποκτήσουν δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.

*Ο κόσμος θα ’χει γαμηθεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα.
(Εκατό Χρόνια Μοναξιά, Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες)

[ΠΗΓΗ: Η Μοναξιά στο Εκατό Χρόνια Μοναξιά του Μάρκες, του Δημήτρη Μαραντίδη http://www.literature.gr/]

«Αν θέλετε η αγάπη σας να κρατήσει για πάντα, να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι»

$
0
0
Μπορώ να κάνω ένα σωρό πράγματα για να σου εκφράσω, να σου δείξω, να σου αποδείξω, να επιβεβαιώσω ή να υποστηρίξω ότι σ’ αγαπώ, όμως, μόνο ένα πράγμα μπορώ να κάνω με την αγάπη μου, κι αυτό είναι να Σ’ ΑΓΑΠΩ, να ασχολούμαι μαζί σου, να εκδηλώνω τα συναισθήματά μου όπως τα νιώθω. Και το πώς τα αισθάνομαι είναι ο δικός μου τρόπος να σ’ αγαπώ. Μπορείς να το δεχτείς ή μπορείς να το απορρίψεις, μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει ή μπορείς να το αγνοήσεις παντελώς. Αυτός, όμως, είναι ο τρόπος μου να σ’ αγαπώ· δεν έχω άλλον.


Ο καθένας έχει έναν μόνο τρόπο ν’ αγαπάει: τον δικό του.
Στο χώρο της ψυχικής υγείας συναντάμε πολλές φορές άτομα που έμαθαν –λανθασμένα και χωρίς να καταλάβουν πώς–, ότι αγάπη είναι να χτυπάς, και καταλήγουν να παντρεύονται κάποιους που τους χτυπούν προκειμένου να αισθανθούν ότι τους αγαπούν (πολλές κακοποιημένες γυναίκες υπήρξαν κακοποιημένες θυγατέρες).
Για αιώνες κακοποιούσαν ή πλήγωναν οι γονείς τα παιδιά τους λέγοντας ότι το κάνουν για το καλό τους: «Εμένα με πονάει περισσότερο που πρέπει να σε δείρω», λένε συχνά οι γονείς. Και στα πέντε σου, δεν είσαι σε θέση να κρίνεις αν είναι ή δεν είναι πράγματι έτσι. Και προσαρμόζεσαι· αλλάζεις συμπεριφορά. Και εξακολουθείς, πολλές φορές, να τρως ξύλο και να το θεωρείς ωφέλιμο.

Όταν δούλευα με εξαρτημένους, την εποχή που έκανα ειδικότητα στην ψυχιατρική, παρακολουθούσα μια γυναίκα που είχε πατέρα αλκοολικά και παντρεύτηκε με τη σειρά της έναν αλκοολικό άντρα. Τη γνώρισα στην κλινική όπου ο άντρας της ήταν εσωτερικός ασθενής. Επί χρόνια συνόδευε τον σύζυγό της στις ομάδες Ανώνυμων Αλκοολικών στην προσπάθεια να ξεπεράσει τον εθισμό του, από τον οποίο έπασχε για πάνω από δώδεκα χρόνια. Τελικά, εκείνος κατάφερε να απέχει από το αλκοόλ επί είκοσι τέσσερις μήνες. Τότε ήρθε η γυναίκα του για να μου πει ότι, μετά από δεκαέξι χρόνια γάμου, ένιωθε ότι η αποστολή της είχε λήξει η υγεία του συζύγου της είχε αποκατασταθεί… Εγώ, τότε που ήμουν είκοσι επτά χρόνων και νεοδιορισμένος γιατρός, ερμήνευσα ότι, στην πραγματικότητα, αυτό που ήθελε ήταν να θεραπεύσει τον πατέρα της αντικαθιστώντας τη θεραπεία του πατέρα με αυτή του συζύγου. Εκείνη είπε: «Μπορεί, τώρα πάντως δεν με συνδέει τίποτα με τον σύζυγό μου. Υπέφερα πολύ από τον αλκοολισμό του, αλλά έμεινα κοντά του για να μην τον εγκαταλείψω στη μέση της θεραπείας τώρα όμως δεν θέλω να ξέρω τίποτα πια γι’ αυτόν». Πράγματι, χώρισαν. Ένα χρόνο αργότερα, τελείως τυχαία, κάπου αλλού συναντηθήκαμε με τη γυναίκα αυτή που είχε κάνει μια καινούργια σχέση. Είχε ξαναπαντρευτεί… έναν άντρα επίσης αλκοολικό.

Οι ιστορίες αυτές, που δεν μπορούμε να καταλάβουμε με τη λογική, έχουν να κάνουν με τον τρόπο που κουβαλάει κανείς μέσα του δικά του άλυτα θέματα· με το πώς αντιλαμβάνεται την αγάπη.

Το Σ’ ΑΓΑΠΩ και ΣΟΥ ΔΕΙΧΝΩ ΟΤΙ Σ’ ΑΓΑΠΩ μπορεί να είναι δύο πράγματα τελείως διαφορετικά για μένα και για σένα. Και εδώ, όπως και σε όλα τα θέματα, μπορεί να διαφωνήσουμε ριζικά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ένας από τους δύο κάνει αναγκαστικά λάθος.

Παραδείγματος χάριν:ξέρω πως η μαμά μου μπορεί να σου δείχνει ότι σ’ αγαπάει με διάφορους τρόπους, όπως όταν είσαι σε καλεί στο σπίτι και φτιάχνει τα φαγητά που σου αρέσουν. Αν λοιπόν, για τη μέρα που σ’ έχει καλέσει, έχει ετοιμάσει δύο ή και τρία από εκείνα τα υπέροχα αραβικά φαγητά που για να τα φτιάξει χρειάστηκε να περάσουν πεντ’-έξι μέρες στην κουζίνα ζυμώνοντας, ξεφλουδίζοντας, τεμαχίζοντας και βράζοντας τα υλικά, αυτό για τη μαμά μου σημαίνει ότι σ’ αγαπάει. Και αν δεν έχεις μάθει να ερμηνεύεις αυτόν τον τρόπο έκφρασης, μπορεί να μην καταλάβεις ότι γι’ αυτήν είναι το ίδιο σαν να λέει σ’ αγαπώ. Αυτό σημαίνει ότι είναι εκδηλωτική; Δεν ξέρω. Σε κάθε περίπτωση, είναι ο ΔΙΚΟΣ ΤΗΣ τρόπος να λέει σ’ αγαπώ. Αν δεν μάθω να διαβάζω το μήνυμα που εκφράζουν έμμεσα αυτές οι κινήσεις, δεν θα μπορέσω ποτέ να αποκωδικοποιήσω το μήνυμα που εκφράζει ο άλλος. (Μια φορά την εβδομάδα, ΟΤΑΝ ΖΥΓΙΖΟΜΑΙ, επιβεβαιώνω πόσο πολύ μ’ αγαπούσε η μαμά μου, και πόσο καλά αποκωδικοποίησα το μήνυμά της!)

Όταν σ’ αγαπάει κάποιος, σου αφιερώνει ένα μέρος της ζωής, του χρόνου και του ενδιαφέροντός του.
Όταν σ’ αγαπάει κάποιος, οι πράξεις του σου λένε καθαρά πόσο πολύ νοιάζεται για σένα.
Μπορεί ν’ αποφασίσω να κάνω κάτι που θέλεις, με τη φαντασίωση ότι θα καταλάβεις πόσο σ’ αγαπώ. Κάποια φορά μπορεί να το κάνω, άλλοτε μπορεί και όχι. Αν και δεν μου αρέσει, μπορεί να σηκωθώ από τα χαράματα της 13ηςΔεκεμβρίου, να στολίσω το σπίτι και να ετοιμάσω το πρωινό γεμίζοντας τους τοίχους με αφίσες και το κρεβάτι με δώρα, και για το βράδυ να έχω καλέσει ένα σωρό κόσμο… Ξέροντας πόσο σε συγκινεί, είναι πιθανό κάποια φορά να το δεις να γίνεται, αν έχω διάθεση. Αν, όμως, επιβάλλεται να κάνω το ίδιο κάθε χρόνο, κι εγώ το επαναλαμβάνω μόνο και μόνο για να σ’ ευχαριστήσω… μην έχεις και την απαίτηση να το απολαμβάνω. Γιατί, αν δεν είναι κάτι που κι εγώ θέλω από μόνος μου, ίσως είναι καλύτερο και για τους δυο μας να μη το κάνω καθόλου.
Βέβαια, αν εγώ δεν έχω ποτέ διάθεση να κάνω κάτι τέτοιο, ούτε και τίποτ’ απ’ αυτά που ξέρω ότι σου αρέσουν, τότε κάτι συμβαίνει.
Με τη συμβίωση, θα μπορούσα να μάθω να χαίρομαι με την ψυχική ικανοποίηση που σου προσφέρω, έτσι όπως εσύ το προτιμάς. Και πράγματι, έτσι γίνεται. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με ορισμένες απόψεις που λίγο-πολύ δέχονται όλοι, απόψεις που φαίνονται να είναι αντίθετες με αυτό που μόλις είπα, και με τις οποίες, ασφαλώς, δεν συμφωνώ.

Μιλάω συγκεκριμένα για τις θυσίες στην αγάπη.
Μερικές φορές ο κόσμος θέλει να με πείσει ότι πέρα από την ιδέα τού να είναι κανείς ευτυχισμένος, σημαντικές σχέσεις είναι εκείνες όπου ο ένας είναι ικανός να θυσιάζεται για τον άλλον. Η αλήθεια είναι πως εγώ δεν πιστεύω ότι η αγάπη είναι χώρος θυσίας. Δεν πιστεύω ότι όταν θυσιάζεται κανείς για τον άλλον, αυτό αποτελεί εγγύηση αγάπης, και ακόμη λιγότερο, ότι η θυσία αποδεικνύει την αγάπη μου για τον άλλο
Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα που εγγυάται την ικανότητα να χαιρόμαστε πράγματα μαζί, κι όχι ένα μέτρο για το πόσο είμαι διατεθειμένος να υποφέρω για σένα, ή πόσο είμαι έτοιμος να απαρνηθώ τον ίδιο μου τον εαυτό.
Σε κάθε περίπτωση, το μέτρο της αγάπης μας δεν το καθορίζει ο πόνος που μπορεί να μοιραστούμε – έστω κι αν αυτό αποτελεί μέρος της ζωής. Η αγάπη μας μετριέται και δυναμώνει ανάλογα με το πόσο ικανοί είμαστε να περπατάμε μαζί σ’ αυτόν τον δρόμο, να απολαμβάνουμε κάθε βήμα όσο γίνεται περισσότερο, και να αυξάνουμε την ικανότητα μας να χαιρόμαστε ακριβώς αυτό: το ότι είμαστε μαζί.

…Ένας πανάρχαιος μύθος των ινδιάνων Σου λέει πως ήρθαν κάποτε στη σκηνή του γέρου μάγου της φυλής, πιασμένοι χέρι χέρι, ο Άγριος Ταύρος, ο πιο γενναίος και τιμημένος νέος πολεμιστής, και το Ψηλό Σύννεφο, η κόρη του αρχηγού, μία από τις ωραιότερες γυναίκες της φυλής. «Αγαπιόμαστε» αρχίζει ο νέος. «Και θα παντρευτούμε» λέει εκείνη. «Και αγαπιόμαστε τόσο που φοβόμαστε…» «Θα θέλαμε κάποιο μαγικό, ένα χαϊμαλί, ένα φυλαχτό…» «Κάτι που θα μας εγγυάται ότι θα είμαστε για πάντα μαζί». «Που θα μας εξασφαλίσει ότι θα είμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου ώσπου να συναντήσουμε τον Μανιτού, την ημέρα του θανάτου». «Σε παρακαλόυμε» ικετεύουν, «πες μας τι μπορούμε να κάνουμε…» Ο μάγος τούς κοιτάζει και συγκινείται που βλέπει τόσο νέους, τόσο ερωτευμένους, να λαχταρούν τόσο μια του λέξη. «Υπάρχει κάτι…» λέει τελικά ο σοφός μάγος μετά από αρκετή ώρα. «Αλλά  δεν ξέρω… είναι ένα έργο πολύ δύσκολο και απαιτεί θυσίες» «Δεν μας πειράζει» λένε κι οι δύο. «Ό,τι και να’ ναι» επιβεβαιώνει ο Άγριος Ταύρος. «Ωραία» λέει ο μάγος. «Ψηλό Σύννεφο, βλέπεις το βουνό που είναι βόρεια από το χωριό μας; Πρέπει να ανέβεις μόνη σου, χωρίς τίποτε άλλο εκτός από ένα δίχτυ και τα χέρια σου και να κυνηγήσεις το πιο όμορφο και δυνατό γεράκι του βουνού. Αν το πιάσεις, πρέπει να το φέρεις εδώ ζωντανό την τρίτη μέρα μετά την πανσέληνο. Κατάλαβες;» Η νεαρή κοπέλα συγγατανεύει σιωπηλά. «Κι εσύ, Άγριε Ταύρε» συνεχίζει ο μάγος, «πρέπει να ανέβεις το βουνό του κεραυνού, κι όταν φτάσεις στην κορυφή να βρεις τον πιο άγριο απ’ όλους τους αετούς, και με τα χέρια σου μόνο κι ένα δίχτυ να τον πιάσεις χωρίς να το τραυματίσεις και να τον φέρεις μπροστά μου, ζωντανό, την ίδια μέρα που θα έρθει και το Ψηλό Σύννεφο… Πηγαίνετε τώρα»

Οι δύο νέοι κοιτάζονται με τρυφερότητα, κι ύστερα από ένα φευγαλέο χαμόγελο φεύγουν για να εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανατέθηκε. Εκείνη πάει προς το βορρά, εκείνος προς το νότο… Την καθορισμένη ημέρα, μπροστά στη σκηνή του μάγου, περιμένουν οι δύο νέοι, ο καθένας με μια πάνινη τσάντα που περιέχει το πουλί που τους ζητήθηκε. Ο μάγος τούς λέει να βγάλουν τα πουλιά από τις τσάντες με μεγάλη προσοχή. Οι νέοι κάνουν αυτό που τους λέει, και παρουσιάζουν στον γέρο για να τα εγκρίνει τα πουλιά που έπιασαν. Είναι πανέμορφα· χωρίς αμφιβολία, τα καλύτερα του είδους τους.
«Πετούσαν ψηλά;» ρωτάει ο μάγος. «Ναι, βέβαια. Κι εμείς, όπως μας ζητήσατε… Και τώρα;» ρωτάει ο νέος. «Θα τα σκοτώσουμε και θα πιούμε την τιμή από το αίμα τους;» «Όχι» λέει ο γέρος. «Να τα μαγειρέψουμε και να φάμε τη γενναιότητα από το κρέας τους;» προτείνει η νεαρή. «Όχι» ξαναλέει ο γέρος. «Κάντε ό,τι σας λέω: 

Πάρτε τα πουλιά και δέστε τα μεταξύ τους από τα πόδια μ’ αυτές τις δερμάτινες λωρίδες… Αφού τα δέσετε, αφήστε τα να φύγουν· να πετάξουν ελεύθερα»! Ο πολεμιστής και η νεαρή κοπέλα κάνουν ό,τι ακριβώς τους έχει πει ο μάγος, και στο τέλος ελευθερώνουν τα πουλιά. Ο αετός και το γεράκι προσπαθούν να πετάξουν, αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να στριφογυρίζουν και να ξαναπέφτουν κάτω. Σε λίγα λεπτά, εκνευρισμένα που δεν καταφέρνουν να πετάξουν, τα πουλιά επιτίθενται με τσιμπήματα το ένα εναντίον του άλλου μέχρι που πληγώνονται. «Αυτό είναι το μαγικό. Μην ξεχάσετε ποτέ αυτό που είδατε σήμερα.

Τώρα, είστε κι εσείς ένας αετός κι ένα γεράκι. Αν δεθείτε ο ένας με τον άλλο, ακόμη κι αν το κάνετε από αγάπη, όχι μόνο θα σέρνεστε στη ζωή σας, αλλά επιπλέον, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσετε να πληγώνετε ο ένας τον άλλον. Αν θέλετε η αγάπη σας να κρατήσει για πάντα, να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι.


[ΠΗΓΗ: Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο δρόμος της συνάντησης», ΦΥΛΛΑ ΠΟΡΕΙΑΣ ΙΙ, του Χόρχε Μπουκάι, εκδόσεις opera/animus]

Ο επαναστάτης είναι πουλί, αετός, ερωτευμένος με το φως, με τα λουλούδια, τις γυναίκες, το κρασί, την αταξία

$
0
0


Ρε γαμώτο, ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω, πώς να πούμε ταίριαζε να 'μαστε επαναστάτες, δηλαδή άνθρωποι που καιγόμαστε από πάθος για τη ζωή, ρομαντικοί, ευαίσθητοι, ερωτευμένοι μέχρι θανάτου με τον άνθρωπο και τη λευτεριά του, να τραβάμε χαμογελώντας για το εκτελεστικό απόσπασμα, να υπομένουμε βασανιστήρια, φυλακές, κακό, και να 'μαστε νερουλοί, νερόβραστοι, χωρίς φωτιά μέσα μας, σ'όλη μας τη ζωή χωρίς πάθος, χωρίς ένα φάλτσο, νότες πειθήνιες μέσα στο πεντάγραμμο, που ακούνε μονάχα το μαέστρο. Σκατά. Εκτός από κότες, πηγαίναν να μας κάνουν και μηχανάκια. Πώς να κάνεις επανάσταση με μηχανάκια ρε φίλε; Η φαντασία, το όνειρο; Πώς να πεθάνεις; 

Τέλος, το χωράει ρε ο νους σου, να είμαστε επαναστάτες και η βάση της συμπεριφοράς μας να είναι… οι δέκα εντολές; «Ού κλέψεις, ού μοιχεύσεις» και άλλες μαλακίες, όταν μας έκλεβαν, μας σκότωναν και μας γαμούσαν απ'όλες τις μπάντες. Αυτά τα μπαλαμούτια των αστών μας τα πασάρανε σαν κομμουνιστική ηθική κι επαναστατική συμπεριφορά. Διπλή σκλαβιά σου λέω, να τρελαθείς. Λούμπεν στοιχείο! Ξέρεις τί θα πει λούμπεν στοιχείο; Το 'μαθα αργότερα, τότε ακόμα δεν ήξερα ξένες γλώσσες. Λούμπεν στοιχείο θα πει αλήτης, να πούμε στοιχείο αντικοινωνικό.
…Μια ζωή ρε, οι κερχανατζήδες μας μπαφιάσανε, μας γανώνανε το μυαλό πως ήταν ανήθικο ν'ακούμε μπουζούκι και γενικά ρεμπέτικα τραγούδια, και πολύ περισσότερο να τα τραγουδάμε, διότι ήταν λέει, τραγούδια της παρακμής και της απαισιοδοξίας. Όλο αισιοδοξία βλέπεις ήταν η ζωή μας γενικά, κι έφταιγε η μουσική να πούμε, που ξεστράτιζε τον επαναστάτη από το σωστό δρόμο… Μας μπαφιάσανε στο καλαματιανό, στο αργεντίνικο ταγκό και στις γλυκανάλατες καντσονέτες. Όλο παράνομα και ζούλα, με χίλιες ενοχές, να ψιλοπιάσουμε κανά Τσιτσάνη κανά Βαμβακάρη… Και πώς να ξεδώσεις μωρέ αδερφέ μου με το "Ξένοιαστα παίζουνε κρυφτούλι στις ανθισμένες κερασιές", ή με το "Σαράντα παλικάρια από τη Λεβαδειά"; Πώς να ξεδώσεις και πώς να πεθάνεις χωρίς μεράκι και χωρίς πάθος; Μαλακία σου λέω, να την κόβεις με το μαχαίρι. Άσε δε άμα σου σηκωνότανε κιόλας, άμα να πούμε είχες σεξουαλικές ανησυχίες όπως λένε, ε, τότε, ήσουνα για να 'σουνα χαλασμένος πια. Καλά εγώ μια ζωή όλο ενοχές ήμουνα, γιατί όλα τα απαγορευμένα μ’ άρεσαν: οι γυναίκες, το κρασί, οι πενιές…
Ρε γαμώτο, ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω, πώς να πούμε ταίριαζε να 'μαστε επαναστάτες, δηλαδή άνθρωποι που καιγόμαστε από πάθος για τη ζωή, ρομαντικοί, ευαίσθητοι, ερωτευμένοι μέχρι θανάτου με τον άνθρωπο και τη λευτεριά του, να τραβάμε χαμογελώντας για το εκτελεστικό απόσπασμα, να υπομένουμε βασανιστήρια, φυλακές, κακό, και να 'μαστε νερουλοί, νερόβραστοι, χωρίς φωτιά μέσα μας, σ'όλη μας τη ζωή χωρίς πάθος, χωρίς ένα φάλτσο, νότες πειθήνιες μέσα στο πεντάγραμμο, που ακούνε μονάχα το μαέστρο. Σκατά. Εκτός από κότες, πηγαίναν να μας κάνουν και μηχανάκια. Πώς να κάνεις επανάσταση με μηχανάκια ρε φίλε; Η φαντασία, το όνειρο; Πώς να πεθάνεις; Ο επαναστάτης είναι πουλί, αετός, ερωτευμένος με το φως, με τα λουλούδια, τις γυναίκες, το κρασί, την αταξία
[ΠΗΓΗ: Χρόνης Μίσσιος, απόσπασμα από το βιβλίο καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς αφιερωμένο στην μπολσεβίκικη - μαρξιστική πλέμπα)

Αναζήτηση ξεχασμένων Ηρώων, που αρνήθηκαν το «εγώ» και αγωνίστηκαν για το «εμείς»

$
0
0


Ήρωες, που υπερέβησαν εαυτούς, που ακολουθώντας το δύσκολο δρόμο της ανιδιοτελούς άρνησης θυσιάστηκαν, αλλά ύστερα χάθηκαν στη Λήθη... Ίσως, αυτή η αναζήτησή τους, να είναι η καλύτερη πρόταση σε μια κοινωνία, όπως η τωρινή, που κυριαρχεί η ηττοπάθεια, η απελπισία, η μοιρολατρία και τα κάθε λογής μνημόνια.


Προς αναζήτηση ηρώων· ανθρώπων που αρνήθηκαν το «εγώ» και αγωνίστηκαν για το «εμείς». Δεν έχει σημασία τι πίστευαν, αν είχαν ευθυκρισία ή αν, τελικά, πέτυχαν το σκοπό τους. Σημασία έχει ότι υπερέβησαν εαυτούς· ακολούθησαν το δύσκολο δρόμο της ανιδιοτελούς άρνησης· θυσιάστηκαν
Αυτούς τους ήρωες ανασύρουμε, στα 24grammata.com, τούτη την εβδομάδα, από τα υπόγεια της λήθης ή της ημιμάθειας (τι, άραγε, είναι το χειρότερο;) Δίχως φανφάρες και επετειακά μνημόσυνα σας καλούμε να γνωρίσετε ή να ξαναθυμηθείτε ήρωες που στοιβάζονται στα αζήτητα της Ιστορίας, επειδή δεν είχαν ενδιαφέρον για τη σχολική εκπαίδευση ή την τηλεοπτική διαβουκόληση.

Υπάρχει ένα αόρατο σχοινί που συνδέει τους φαινομενικά άσχετους βίους του Νικηταρά – Δαούδογλου – Τikas – Παναγίδη – Μουστακλή (τυχαία αναφορά ονομάτων ηρώων).Αυτό το αόρατο σχοινί άλλοι το αποκαλούν «υπερήφανη στάση ζωής», άλλοι «ασυμβίβαστη πορεία»και άλλοι «διάθεση για προσφορά».Αυτό το σχοινάκι πρέπει να ξετυλίξουμε για να βγούμε από το Λαβύρινθο του εγωισμού και να ξαναγίνουμε άνθρωποι.

Ίσως, αυτή η αναζήτηση να είναι η καλύτερη πρόταση σε μια κοινωνία, όπως η τωρινή, που κυριαρχεί η ηττοπάθεια, η απελπισία και η μοιρολατρίαΓια περισσότερες πληροφορίες 24grammata.com (κλικ εδώ)
Αν δεν έχετε ξανακούσει κάποια από τα παρακάτω ονόματα δε φταίτε, αποκλειστικά, εσείς. Τουλάχιστον, μέχρι τώρα…

Νικηταράς (ο ήρωας των ηρώων – μοναδικό πρότυπο)
Πλωτίνος Ροδοκανάτης (Ιδεολόγος των δύο ηπείρων)
Μαρία Πανταζή (η μοναδική ελληνίδα στην παρισινή κομμούνα)
Εμμανουήλ Δαούδογλου (πέθανε μαχόμενος στην παρισινή κομμούνα)
Μαρίνος Αντύπας (πρότυπο κοινωνικών αγώνων)
Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου (εργαζόμενη γυναίκα, το 1890, και η πρώτη ελληνίδα πεζογράφος)
Louis Tikas (Ηλίας Σπαντιδάκης) (έπεσε μαχόμενος στις μεγάλες απεργίες των ΗΠΑ)
Οι ήρωες του Ρίμινι (116 Έλληνες σκοτώθηκαν για να ελευθερώσουν τους προ ολίγων μηνών κατακτητές τους)
Οι αιχμάλωτοι του εμφυλίου (η μεγάλη ντροπή)
Ανδρέας Παναγίδης (22 χρόνων και έφυγε περήφανα με τη βεβαιότητα ότι πράττει το σωστό)
Γιώργος Τσικουρής (αντίσταση και όχι λόγια)
Κώστας Γεωργάκης (ο ορισμός της αυτοθυσίας)
Σπύρος Μουστακλής (αντίσταση δίχως κομματικά κίνητρα)
Αλέξανδρος Παναγούλης (ο επαναστάτης ποιητής)
Κατερίνα Γώγου (ασυμβίβαστη ποιήτρια)

ΥΓ: τηρήθηκε η χρονολογική σειρά στον πίνακα και στην παρουσίαση του αφιερώματος. Η επιλογή των ηρώων είναι ενδεικτική. Θα ακολουθήσουν και άλλα αφιερώματα με «ξεχασμένους ήρωες». Για περισσότερες πληροφορίες
http://www.24grammata.com/   (κλικ εδώ)

Ο Έρωτας είναι το σημείο συνάντησης της αλήθειας με τη μαγεία

$
0
0


Εν αρχή, τα πουλιά πετούσαν, και τα είχε φτιάξει ο Θεός. Οι άγγελοι πετούσαν, και τους είχε φτιάξει ο Θεός. Οι άντρες και οι γυναίκες είχαν μακριά πόδια και γυμνή πλάτη, και ο Θεός τους είχε φτιάξει έτσι για κάποιο λόγο. Το να μπλέκεις με το πέταγμα σήμαινε να τα βάζεις με το Θεό. Κι αυτό θα αποδεικνυόταν αγώνας μακροχρόνιος και πλήρης διδακτικών θρύλων [ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ, ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ]


Στην επιφάνεια: μια ιστορία αγάπης
«Κάθε ερωτική ιστορία είναι εν δυνάμει μια ιστορία ψυχικής οδύνης. Κι αν όχι στην αρχή, τότε αργότερα. Κι αν όχι για τον έναν, τότε για τον άλλο. Μερικές φορές και για τους δυο».
Συνδυάζεις δυο πράγματα που δεν είχαν συνυπάρξει προηγουμένως και άλλοτε φέρνει αυτό αποτέλεσμα άλλοτε δεν φέρνει. (...) Βάζεις μαζί δυο ανθρώπους που δεν είχαν ξαναβρεθεί ποτέ, και άλλοτε ο κόσμος αλλάζει, άλλοτε όχι. Μπορεί να συντριβούν και να καούν ή να καούν και να συντριβούν. Μερικές φορές όμως συμβαίνει κάτι πρωτόφαντο και ο κόσμος αλλάζει.

Ένα από τα διάσημα πρόσωπα της εποχής που φωτογράφησε ο Ναντάρ, και μάλιστα καθ'όλη τη διάρκεια της ζωής της, ήταν η Σάρα Μπερνάρ. Παρά το ύψος της –μετά βίας ξεπερνούσε το ενάμισυ μέτρο– και το βάρος της –η ίδια έλεγε ότι είναι τόσο αδύνατη που μπορεί να περάσει ανάμεσα στις στάλες της βροχής– η Σάρα Μπερνάρ όχι μόνο κατάφερε να γίνει διάσημη ηθοποιός αλλά και ν'αποκτήσει τη φήμη μιας θαρραλέας και αντισυμβατικής γυναίκας που προκαλούσε με τη μποέμικη εξωφρενική συμπεριφορά της. Η Σάρα Μπερνάρ, μια από τις ελάχιστες γυναίκες που πέταξαν ποτέ με αερόστατο, θα γίνει πρωταγωνίστρια της ερωτικής ιστορίας που διαδραματίζεται στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου που ο Τζούλιαν Μπαρνς τιτλοφορεί Στην επιφάνεια.

Στην επιφάνεια λοιπόν της γης, συναντιέται η γαλλοεβραία Σάρα Μπερνάρ με τον Άγγλο συνταγματάρχη και αεροναυτικό Φρεντ Μπάρναμπυ. Η σπίθα που θ'ανάψει από τον έρωτά τους θα προκαλέσει αρχικά την ανύψωση και μετά τη συντριβή του ενός τους, συγκεκριμένα του Άγγλου Μπάρναμπυ μιας και η Σάρα Μπερνάρ, φτιαγμένη για τις ηδονές και τις εφήμερες συγκινήσεις, αποδείχτηκε πιο ανθεκτική στην πρόσκρουση με την επιφάνεια της γης. Όπως λέει ο Τζούλιαν Μπαρνς:
Ζούμε στην επιφάνεια της γης κι όμως –γι αυτό– οι βλέψεις μας είναι υψιπετείς. (...) Όταν όμως πετάς ψηλά μπορεί και να τσακιστείς. Λίγες είναι οι ομαλές προσγειώσεις. Μπορεί να βρεθείς να σκας στο έδαφος με ορμή που τσακίζει κόκαλα ή να σε παρασύρει ο σιδηρόδρομος σε ράγες ξένης χώρας. Κάθε ερωτική ιστορία είναι εν δυνάμει μια ιστορία ψυχικής οδύνης. Κι αν όχι στην αρχή, τότε αργότερα. Κι αν όχι για τον έναν, τότε για τον άλλο. Μερικές φορές και για τους δυο.

Απώλεια βάθους με αναπόφευκτη απώλεια ύψους
Αν το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου είχε χαρακτήρα ιστορικό-δοκιμιακό και το δεύτερο κεφάλαιο λογοτεχνικό, το τρίτο κεφάλαιο με τον τίτλο «Η απώλεια του βάθους», έχει χαρακτήρα προσωπικής μαρτυρίας. Κι αν είχα χαρακτηρίσει το πρώτο κεφάλαιο παρελκυστικό, υπό την έννοια ότι καθυστερούσε με θεωρητικά τεχνάσματα την έλευση της κεντρικής ερωτικής ιστορίας, το δεύτερο κεφάλαιο θα το χαρακτηρίσω εκ των υστέρων παραπειστικό. Εδώ, καθώς αρχίζουμε να διαβάζουμε το τρίτο κεφάλαιο, καταλαβαίνουμε πως ο συγγραφέας για τη δική του ιστορία θέλει να μας μιλήσει. Για τη δική του πτήση που κατέληξε σε συντριβή. Για τη δική του οριστική και αμετάκλητη απώλεια, μια απώλεια που ενώ μέλλεται να τη γνωρίσουν οι περισσότεροι, μια που πάντα ο ένας απ'τους δυο πεθαίνει πρώτος, δεν παύει ο επιζών να τη βιώνει με την οδυνηρή σφραγίδα του μοναδικού.


Βέβαια, ο Τζούλιαν Μπαρνς και στα τρία κεφάλαια δεν παύει να στοχάζεται. Εδώ όμως, στο τελευταίο και ειλικρινά σπαρακτικό (όχι όμως γι αυτό και λιγότερο σπινθηροβόλο) κεφάλαιο ο Μπαρνς στοχάζεται πάνω στην απώλεια χωρίς όμως να απομακρύνεται από αυτήν, να υψώνεται πάνω από αυτή για να τη μελετήσει. Αυτό το σπάνιο κατόρθωμα το είχα συναντήσει παλιότερα και σε ένα άλλο, πολύ αγαπητό μου βιβλίο, τα Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου, του Ρολάν Μπαρτ. Χωρίς η γλώσσα του Μπαρνς να πλησιάζει τη σημειολογική υφή αυτής του Μπαρτ, συνάντησα και στα δυο βιβλία τη διάθεση να μιλήσει και να αναλύσει ένα φαινόμενο αυτός ο οποίος το υφίσταται. Στο βιβλίο του Μπαρτ, ο συγγραφέας υιοθετεί τη γλώσσα του ερωτευμένου, μιλάει από τη σκοπιά του, ξεδιπλώνει όλα τα συμπτώματα της παράξενης και κοινής αυτής ασθένειας. Με την ίδια διάθεση, ο Μπαρνς δεν χορταίνει να μιλάει για την απώλεια. Τα λόγια του έχουν την αιχμηρή ευφυΐα όσων δεν δέχονται να υποτάξουν το πάθος τους στη γλώσσα των πολλών, να το καταχωρήσουν κι έτσι να το κατευνάσουν. Τα λόγια του δεν προσβλέπουν στην αναδίφηση του πόνου ή στην εύκολη συγκίνηση ή συμπάθεια από μέρους του αναγνώστη. Διαβάζοντας, είχα την αίσθηση πως ο συγγραφέας μου έπαιρνε το δάχτυλο για να το βυθίσει σ'ένα κενό, λέγοντάς μου: «Εκεί ήταν».
Άλλωστε αυτή δεν είναι και η λειτουργία της φωτογραφίας της γυναίκας του στο αυτί του βιβλίου κάτω από τη δική του; «Αυτή ήταν» είναι σαν να μας λέει, όπως άλλωστε μας λέει η κάθε φωτογραφία μιας και έχει αιχμαλωτίσει μόνο ένα είδωλο, μια στιγμή που έχει για πάντα χαθεί.

Γιατί όμως, διερωτάται ο Μπαρνς, να προσβλέπουμε μονίμως στον έρωτα, μια που με τον έναν ή άλλο τρόπο πρόκειται πάντα να χαθεί; Θα απαντήσω με τα ίδια του τα λόγια, που τόσο επιδέξια δένουν τα τρία κεφάλαια μεταξύ τους: Διότι ο έρωτας είναι το σημείο συνάντησης της αλήθειας με τη μαγεία. Της αλήθειας, όπως αυτής της φωτογραφίας, με τη μαγεία, όπως αυτής της πτήσης με αερόστατο.

Αυτά δεν είναι τα τελευταία λόγια του βιβλίου. Περιέργως πώς, τα τελευταία λόγια του βιβλίου αυτού που μιλάει για το αναπόδραστο της απώλειας του έρωτα, είναι με τον τρόπο τους ανάλαφρα. Κλείνοντάς το ένιωσα αυτή τη μελαγχολική ευφορία που νιώθεις όταν βλέπεις ένα μπαλόνι να φεύγει απ'τα χέρια του παιδιού και ν'ανυψώνεται στον ουρανό

[ΠΗΓΗ: Ελένη Μαρούτσου, Απώλεια καθ’ ύψος και εις βάθος, κριτική παρουσίαση βιβλίου ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ του Τζούλιαν Μπαρνς, εκδόσεις Μεταίχμιο 2014  στο BOOKPRESS: http://www.bookpress.gr/ ]

Αν όμως δεν μας ψεκάζουν; Αν τα βλέπουμε απαθείς χωρίς χημική υποβοήθηση, όλα όσα συμβαίνουν τα τελευταία 4 χρόνια;

$
0
0
Αν είμαστε λωτοφάγοι από μόνοι μας, άνευ άσπρων άγνωστων γραμμών; Είναι να σε πιάνει ένας τρόμος εσωτερικός, τόσο για τον εαυτό σου όσο και για τους συμπολίτες σου. Να σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο. Και να ετοιμάζεσαι για συμβόλαιο σε ζωολογικό κήπο ή σε τσίρκο... Μακάρι να μας ψεκάζουν λοιπόν… Γιατί αν δεν μας ψεκάζουν, τότε έχουμε χοντρό πρόβλημα!

ΓΙΑ ΝΑ ΕΞΗΓΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ
Καλά να μας ψεκάζουν. Άμα δεν μας ψεκάζουν όμως, τότε τί γίνεται; Αυτή είναι η απορία η δικιά μου, η ερώτηση που τριβελίζει το μυαλό μου εδώ και χρόνια. Από τότε, για την ακρίβεια, που ταξίδεψε (business υποθέτω...) ο Γιώργος Παπανδρέου ως το Καστελόριζο και ανακοίνωσε στους εμβρόντητους Έλληνες πολίτες ότι το πάρτι τελείωσε. Δη πάρτι ιτσ οβιρ, που είπε κι ο Σιούφας, ήρθε η ώρα να πληρώσετε τα σπασμένα αγαπούλες. 

Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από τότε κι εξέγερση δεν είδα. Υπάρχει βεβαίως το μεγαλειώδες έπος των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα, αλλά περισσότερο με σχολική εκδρομή έμοιαζε παρά με γαλλική επανάσταση. Περάσαμε ωραία, ακούσαμε ένα σωρό υπέροχα πράγματα, χαρήκαμε παρέες και σχετικώς παράνομες απολαύσεις με φόντο τον Άγνωστο Στρατιώτη, φιληθήκαμε κάτω από τον ίσκιο της Μεγάλης Βρετανίας, τι να σας πω μια κούκλα, μια κουκλίτσα. Αλλά ξεσηκωμό δεν είδα.

Ούτε καν φέτος δεν ύψωσε ανάστημα ο Έλλην (και η Ελληνίς, μην ξεχνιόμαστε) που υποτίθεται ότι άλλο δεν άντεχε ο τράχηλός του. Μπήκε ο χειμώνας, βγήκε ο χειμώνας, στη θέση τους παρέμειναν και η Βαστίλη και οι Βερσαλλίες. Εντάξει έκανε το σχετικό σαματά το ΠΑΜΕ, οκέι μερικές φορές κουνήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα αναστέναξαν οι συνταξιούχοι, μη μου πείτε όμως ότι είδατε κανένα κουρνιαχτό να ζυγώνει τη Βουλή. Ούτε περιστεράκι δεν πέταξε, ούτε σπουργίτι δεν κουτσούλησε...

Οπότε μας ψεκάζουν ή δεν μας ψεκάζουν; Μακάρι να μας ψεκάζουν, απαντώ. Έτσι θα εξηγιότανε η αδράνεια, η χαλαρότητα, ο ζαμανφουτισμός των Ελλήνων. Άσπρες άγνωστες γραμμές στον ουρανό, που λέγανε και στις ερωτήσεις τους στη Βουλή ο Μάκης Βορίδης και ο Φώτης Κουβέλης, και πάρ'το κάτω το μαχητικό πνεύμα. Το φανταράκι της Αλβανίας, η γυναίκα της Πίνδου, κρύβονται έξαφνα κάτω απ'το στρώμα, μέσα στη ντουλάπα, πάνω στη σοφίτα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, θα τους δικαιολογούσα. Ξέρεις τι είναι εκεί που περπατάς, να δέχεσαι τον ψεκασμό στην κεφάλα; Σε κάνει άλλο άνθρωπο! Βλέπεις τον Παπανδρέου με φόντο τις βαρκούλες να αναγγέλλει τον θάνατο του ελληνικού κράτους και αντί να ανεβάσεις σφυγμούς, αντί να κατεβάσεις καντήλια, έρχεσαι απλώς και σκας ένα ειρωνικό χαμόγελο. Ως άλλος χίπστερ στην πλατεία Αγίας Ειρήνης, που βρίσκει τον κόσμο kinda cool, you know.
Αν όμως δεν μας ψεκάζουν; Αν τα βλέπουμε απαθείς χωρίς χημική υποβοήθηση, όλα όσα συμβαίνουν στη χώρα τα τελευταία τέσσερα χρόνια; Αν είμαστε λωτοφάγοι από μόνοι μας, άνευ άσπρων άγνωστων γραμμών; Είναι να σε πιάνει ένας τρόμος εσωτερικός, τόσο για τον εαυτό σου όσο και για τους συμπολίτες σου. Να σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο. Και να ετοιμάζεσαι για συμβόλαιο σε ζωολογικό κήπο ή σε τσίρκο... Μακάρι να μας ψεκάζουν λοιπόν…

Γιατί αν δεν μας ψεκάζουν, τότε έχουμε χοντρό πρόβλημα!


[ΠΗΓΗ: Χρήστος Ξανθάκης, Μακάρι να μας ψεκάζουν (για να εξηγήσουμε την απάθεια του Έλληνα), http://provocateur.gr/]

Η πολιτική ως showbiz και υποψήφιοι ευρωβουλευτές αστέρες του lifestyle

$
0
0
Δεν είναι καινοφανές το φαινόμενο τα κόμματα να προτείνουν υποψηφίους για τις εκλογές άτομα που έχουν τόσο σχέση με την πολιτική όση ο… φάντης με το ρετσινόλαδο. Στην επιλογή των υποψηφίων λαμβάνονται υπόψη κυρίως τρεις παράγοντες στην εποχή μας, από τα επιτελεία των κομμάτων. Ο ένας είναι ο «παραδοσιακός»: η κομματική επετηρίδα (η οποία βεβαίως στην εκπαίδευση καταργήθηκε, αλλά στην πολιτική εξακολουθεί να ισχύει). Ο δεύτερος είναι ο «εισαγόμενος», να είναι δηλαδή αναγνωρίσιμοι, άτομα συνήθως που αν τύχει και έχουν κάψει και «τηλεοπτικές φλάντζες» στα παραθυρόφυλλα, τόσο το καλύτερο για τα ψηφοδέλτια των κομμάτων (δεν είναι βέβαια σίγουρο ότι το ίδιο ισχύει και για την πολιτική). Και ο τρίτος (ο ολοένα και λιγότερο στην εποχή μας αναγκαίος), να έχουν σχέση με το αντικείμενο της επιστήμης που καλούνται να υπηρετήσουν.

Αν συντρέχουν και οι τρεις παράγοντες, έχει καλώς. Συνήθως βέβαια συντρέχουν οι δύο πρώτοι. Ηπολιτική εξάλλου, όπως πλέον ασκείται,είναι η μόνη επιστήμη ή τέχνη (όπως την ήθελε ο Πλάτων) που θεωρείται ότι όλοι μπορούν να την ασκήσουν χωρίς προηγούμενη ειδίκευση (και δεν εννοούμε βεβαίως τη συμμετοχή στα κοινά, που είναι απαραίτητος όρος ύπαρξης κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος). Και όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι: ο γιατρός, η πορνοστάρ, ο ηθοποιός, ο τραπεζίτης, ο ποδοσφαιριστής, ο αστροναύτης, ο μετεωρολόγος, ο φαρμακοποιός, ο ξενοδοχοϋπάλληλος, ο οδοντοτεχνίτης, η τηλεπαρουσιάστρια, ο αγρότης, ο μάγειρας, ο τραγουδιστής, ο δύτης (ο περιορισμένος χώρος του άρθρου δεν μας επιτρέπει να αναφερθούμε σε όλες τις συντεχνίες, όπως απαιτεί το savoir vivre της λαϊκής αντιπροσώπευσης). Που δεν χρειάζεται προηγουμένως να την έχει σπουδάσει κανείς, αρκεί να έχει ταλέντο, χωρίς όμως και αυτό να είναι πια απαραίτητο! Κάτι σαν τη μαγειρική δηλαδή (αν και στη μαγειρική εάν δεν έχει σπουδάσει κανείς σήμερα δεν προσλαμβάνεται σε κάποιο κεντρικό restaurant, άντε το πολύ-πολύ σε κανένα συνοικιακό να βρει δουλειά με αποκλειστικό εφόδιο το ταλέντο του). Δεν ισχύει τουλάχιστον το ίδιο και για την πολιτική -να προτείνονται δηλαδή και να εκλέγονται στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, άτομα που γνωρίζουν τα της περιοχής τους, ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους- γιατί προφανώς το διακύβευμα της επαγγελματικής γνώσης του αντικειμένου της μαγειρικής είναι σοβαρότερο από το αντίστοιχο διακύβευμα της γνώσης της πολιτικής.

Τι γίνεται επομένως όταν τα κόμματα προτείνουν για υποψηφίους για την κεντρική πολιτική σκηνή, και ακόμη χειρότερα για την ευρωπαϊκή, άτομα άσχετα με το αντικείμενο; Της showbiz προφανώς!

Η πολιτική ως showbιz μπορεί βεβαίως να ξεκίνησε από την Αμερική, βρήκε όμως μιμητές -και σε αυτό τον τομέα της πολιτικής επικοινωνίας- σε όλη την Ευρώπη. Για παράδειγμα, οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2004 έγιναν αφορμή για την ανάδειξη επώνυμων υποψηφίων με πολιτικές φιλοδοξίες σε όλη την Ευρώπη. Από δημοσιογράφους, όπως ο γνωστός τηλεοπτικός αστέρας του BBC, Robert Kilroy-Silk, έως αθλητές, όπως ο Σλοβάκος μύθος του χόκεϊ επί πάγου Peter Stastny. Από την πιο δημοφιλή τηλεπαρουσιάστρια της Ιταλίας, Lilli Gruber, η οποία κέρδισε περισσότερες ψήφους ακόμη και από τον Μπερλουσκόνι, έως αστροναύτες, όπως ο Τσέχος κοσμοναύτης Vladimir Remek, ή ο Γάλλος νικητής του ράλι Παρί-Ντακάρ, Ari Vatanen. Στην Πορτογαλία ο βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Jose Saramago δεν είχε καταφέρει να εκλεγεί (Greene, 2004).
Τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της άνθησης του φαινομένου των μετεγγραφών από άλλους χώρους στο χώρο της πολιτικής θεμελιώνονται στην εμφανή δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος έναντι των παραδοσιακών επαγγελματιών της πολιτικής, στην επιθυμία ενός υψηλότερου βαθμού αντιπροσωπευτικότητας της λαϊκής εκπροσώπησης και στην ελπίδα για ένα «φρέσκο αεράκι» στην πολιτική -τόσο σε ό,τι αφορά τα περιεχόμενα όσο και τα πρόσωπα. Μια άποψη που κέρδισε έδαφος τις τελευταίες δεκαετίες παγκοσμίως, χωρίς όμως εκ του αποτελέσματος να επιβραβευθεί, καθώς τα μεγάλα προβλήματα που έρχεται να διαχειριστεί η «τέχνη του εφικτού» τα τελευταία χρόνια επιδεινώθηκαν αντί να επιλυθούν.

Το «φρέσκο αεράκι» αποδείχθηκε εν πολλοίς «αέρας κοπανιστός», καθώς το έλλειμμα επαγγελματισμού και η περιορισμένη γνώση του αντικειμένου της πολιτικής δυσχέρανε αντί να βοηθήσει στην αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων των πολιτών. Διότι όπως στην ιατρική επιστήμη δεν υποκαθιστάς το επάγγελμα του γιατρού με «πρακτικούς», επειδή υπάρχουν κακοί γιατροί ή γιατροί που χρηματίζονται, αλλά αντικαθιστάς τους συγκεκριμένους επίορκους με άλλους επιστήμονες, τοιουτοτρόπως θα έπρεπε να ισχύει και στο χώρο της πολιτικής.

Όσο για τον αντίλογο περί της σημερινής κρίσης και της ευθύνης των πολιτικών προσώπων, να επισημάνουμε απλώς ότι δεν ήταν εν πολλοίς πολιτικοί -με την έννοια τουλάχιστον του όρου που μας άφησε κληρονομιά ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός- αυτοί που τη δημιούργησαν και αυτοί που τη διαχειρίστηκαν παγκοσμίως, αλλά τεχνοκράτες της οικονομίας και ανδρείκελα των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που έχουν από τη συνθήκη του Μάαστριχτ και εντεύθεν εκτοπίσει από την κεντρική πολιτική σκηνή λήψης αποφάσεων τους αληθινούς πολιτικούς και την πραγματική έννοια της πολιτικής.


 [ΠΗΓΗ: Πολιτική, τέχνη του «εφικτού» ή τέχνη του «ανειδίκευτου», ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑΔΟΥ καθηγήτρια, διδάκτωρ Πολιτικής Επικοινωνίας – δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 27-04-2014]

Ντάριο Φο, Να προσπαθείς να βρεις την ισορροπία στο μέγιστο της συστηματικής αστάθειας

$
0
0
…η τέχνη, όπως το θέατρο, πρέπει να είναι πάντα ένα μέσο και ποτέ ο αυτοσκοπός. Ένα εκπληκτικό εφαλτήριο για να φτάσεις σε κάτι άλλο: στην επιστήμη, στη γνώση, στην αλήθεια. Σε όλη μου τη ζωή δεν έγραψα τίποτα με μόνο σκοπό τη διασκέδαση, πάντα επιδίωκα να συμπεριλάβω στα κείμενά μου τις ρωγμές εκείνες που θα ήταν σε θέση να ταρακουνήσουν τις βεβαιότητες, να αμφισβητήσουν παγιωμένες απόψεις, να προκαλέσουν θυμό, να ανοίξουν λιγάκι το μυαλό του κόσμου. Όλα τα υπόλοιπα, η ομορφιά για την ομορφιά, η τέχνη για την τέχνη, δεν μ’ ενδιαφέρουν. [σ. 53]


Άθεος και όμως γεμάτος περιέργεια για τα ιερά και τα όσια, αγωνιστής για έναν πλανήτη λιγότερο βίαιο και για πόλεις ανθρώπινες, πολέμιος κάθε μισαλλοδοξίας και τρομοκρατίας, αντίπαλος κάθε εξουσίας που αγωνίζεται να μην χάσει την καρέκλα της, δωρεοδόχος του πολυτιμότερου δώρου: του σαρκασμού και του αυτοσαρκασμού – των όπλων που τον βοήθησαν να απολαύσει τη ζωή του χωρίς να την πάρει υπερβολικά στα σοβαρά, ο Φο μας διηγείται τα θαυμαστά και τα άγρια ενός ακοίμητου βίου, τη ζωή του ως ακούραστου συγγραφέα, ηθοποιού, πολιτικού αγωνιστή.
Μπορεί ο Φο να βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή του αγώνα, δίπλα σε κάθε αδικημένο, ουδέποτε όμως γράφτηκε σε κάποιο κόμμα, ούτε ένιωσε ποτέ την ανάγκη να έχει μια ταυτότητα στην τσέπη. Επιθυμούσε πάνω απ’ όλα να είναι απελευθερωμένος από κάθε γραμμή, από κάθε έλεγχο των κεντρικών επιτροπών. Οι ηγεσίες, τα διευθυντήρια και οι κορυφές δεν ήταν του γούστου του: Οι εκκλησίες δεν είναι για μένα, ούτε εκείνες της Δεξιάς ούτε εκείνες της αριστεράς. Ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τους «συντρόφους θεληματάρηδες του αφεντικού» αλλά και στα μολυβένια χρόνια της Ιταλίας που έκλεισαν οριστικά την ελπιδοφόρα περίοδο της πολιτισμικής αναγέννησης. Εκείνη η περίοδος, από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, θρυμματίστηκε από τις παρεκκλίσεις της τρομοκρατίας, - που απερίφραστα καταδικάζει το ζεύγος Φο – Ράμε, στρατευμένοι στην άκρα Αριστερά -, αλλοιώθηκε από τις μυστικές υπηρεσίες και λερώθηκε με αθώο αίμα.

Ποια είναι η σχέση του αιρετικού ξεκαρδιστή με τα θεία και τα όσια; Μπορεί να κάνει πλάκα με τους αγίους, να κοροϊδεύει τους μεγαλοκληρικούς και να περιγελά την υποκρινόμενη Εκκλησία αλλά είναι ένας μέγας αναγνώστης των ευαγγελίων, όχι όμως μόνο των Επίσημων αλλά και τον Απόκρυφων, ένας παθιασμένος λάτρης της θρησκευτικής τέχνης. Ειδικά τα Απόκρυφα Ευαγγέλια αποτελούν μερικές από τις πιο ζωντανές μαρτυρίες από τα πρώτα στάδια του χριστιανισμού, κείμενα που παραποιήθηκαν ελάχιστα. Στις αρχικές χριστιανικές κοινότητες η γυναικεία παρουσία έπαιζε μεγάλο ρόλο, μέχρι να τεθεί στο περιθώριο από τον Απόστολο Παύλο και αργότερα τον Αυγουστίνο. Η συνέχεια είναι γνωστή: η αναγκαιότητα της διατήρησης της υποταγής τους επινόησε τις μάγισσες, την σατανικότητα των έξυπνων ή μορφωμένων γυναικών, την Ιερά Εξέταση ως δολοφόνο των «δαιμονικών» αυτών πλασμάτων.Πόσες σκοτωμένες και κακοποιημένες γυναίκες έχει στη συνείδησή της η Εκκλησία;

Ο Φο απολαμβάνει να ξαναδιαβάζει με αντιθρησκευτικό και ανευλαβές μάτι την ζωγραφική τέχνη του χριστιανισμού. Αξέχαστη έμεινε η παράσταση που έδωσε στο προαύλιο του Καθεδρικού της Μόντενα, ενός ναού κατάφορτου από ιερά και ανίερα τέρατα, που φτιάχτηκε από την κοινή βούληση των μελών όλης της πόλης. Αυτό το έργο τέχνης που γεννήθηκε από μια ευρεία συλλογικότητα περιλαμβάνει όλα όσα επέλεξαν οι απλοί άνθρωποι, εκείνοι που πάντα χαρακτηρίζονταν ως απλοϊκοί και ανόητοι· εδώ έχουν θέση πρόσωπα και θέματα ακόμα κι από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια και κάθε άλλη έκφραση της δικής τους κουλτούρας.
Για τον Φο το θέατρο είναι η απόλυτη ράμπα όπου μπορεί να αφηγηθείς την Ιστορία και τις ιστορίες, να προκαλέσεις φρενίτιδες και προβληματισμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι η εξουσία φοβάται όποιον ανεβάζει στη σκηνή το σκοτεινό της πρόσωπο. Ένα δυνατό γέλιο τη σωστή στιγμή μπορεί πράγματι να τους θάψει όλους,λέει και ξαναλέει. Όταν φοράς της μάσκα δεν μπορείς να είσαι ψεύτικος. Το να μπορείς να κρύψεις την ταυτότητά σου και να αποκτήσεις προσωρινά και άλλη είναι ένα εκπληκτικό θαύμα: σου επιτρέπει μια ελευθερία που δεν μπορείς να έχεις με άλλο τρόπο· η μάσκα αποκαλύπτει το οικουμενικό και το ανομολόγητο.
Είναι ιδιαίτερα απολαυστικός ο τρόπος με τον οποίο ετούτος ο προφορικώς αυτοβιογραφούμενος επανέρχεται στα βήματα της θεατρικής δημιουργίας. Το να κάνεις θέατρο σημαίνει να ξέρεις να επικοινωνείς, αυτό όμως προϋποθέτει την πυροδότηση της περιέργειας και της συνενοχής στους θεατές, συνεπώς την διέγερση της φαντασίας τους και την προσωπική τους εισχώρηση στην υπόθεση, ενώ την ίδια στιγμή οφείλεις να θέτεις διαρκώς υπό αμφισβήτηση τις απόψεις σου, ή να τους προσκαλέσεις να τις τροποποιήσουν ή να τις επαληθεύσουν. Κανένα έργο δεν θεωρεί ολοκληρωμένο, τα πάντα είναι ανοιχτά σε συνεχείς διαφοροποιήσεις και όλα αποτελούν υλικό ρευστό και προσαρμόσιμο ανά τόπο και συνθήκες.
Με κάθε ευκαιρία ο Φο ανατρέχει στις επιρροές του (το επαναστατικό πνεύμα του Τόλερ, τον εξπρεσιονισμό, την γαλλική γκροτέσκ φάρσα, τις διδαχές των Ζαρύ, Ιονέσκο και Μπέκετ, τις προσταγές του μπουλβάρ, του Φεϋντό και του Λαμπίς) αλλά κυρίως τους δασκάλους του (το PiccoloTeatro και τα μέλη του, Στρέλερ και Γκράσι) και τους απόλυτους εμπνευστές της γραφής του, τους παραμυθάδες του τόπου του, τους οποίους και παραδέχεται πως κατέκλεψε. Εδώ μοιράζεται και μια εκπληκτική ιστορία πως βρήκε μπροστά του το «κλειδί» για να πυροδοτήσει τον Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικούαλλά και μια πλήρη αντιστροφή, πώς δηλαδή ενώ στην αρχή ο ίδιος αντλούσε από τα νομικά και δικαστικά δεδομένα της υπόθεσης, στη συνέχεια οι ίδιοι οι νομικοί έρχονταν στην παράσταση για να αντιληφθούν τις άλλες εκδοχές του εγκλήματος!
Η πορνογραφία του πόνουαναφέρεται στη πολιτιστική μας εκπαίδευση με υπερβολικές δόσεις αστυνομικού δελτίου, ώστε να αναπληρωθούν οι συγκινήσεις που οι περισσότεροι αδυνατούν να νιώσουν. Η Ευρώπη του υποτιθέμενου πολιτισμού έχει πλούσιο παρελθόν – θυμηθείτε την παπική Ρώμη με τον ενημερωμένο με όλες τις λεπτομέρειες κατάλογο των δημόσιων εκτελέσεων! Μήπως σήμερα βρισκόμαστε ακόμα στην ίδια ρωμαϊκή αρένα; Όμως και εδώ διαθέτουμε την δυνατότητα της απόλυτης αντίστασης: το θανατηφόρο όπλο του γέλιου. Η κουλτούρα του γέλιου δείχνει και την ποιότητα ενός λαού. Υπάρχουν αυτοί που χαχανίζουν, αυτοί που ξεκαρδίζονται, αυτοί που έχουν την αίσθηση της ειρωνείας. Στο χέρι μας είναι να ξεφύγουμε από τους πρώτους και να ενταχθούμε στους άλλους, έχοντας το γέλιο και την ειρωνεία ως νέος τρόπος απάντησης και κριτικής σε εκείνους που ακυρώνουν τις ζωές μας.

Ο λόγος του Φο μετατρέπεται σε απόσταγμα ενός αξιοζήλευτου βίου που ρέει καταρρακτωδώς και αναφέρεται στα πάντα: στους γονείς του (τον σοσιαλιστή σταθμάρχη πατέρα του, την διαισθαντική μητέρα του), την Φράνκα Ράμε (χωρίς εκείνη δεν θα κέρδιζα), τον πατέρα της (προοδευτικό «παπαδοφάγο» κωμικό που διέθετε τις εισπράξεις της βραδιάς σε απεργούς εργάτες), το Νόμπελ (που έκανε τους Ιταλούς να σκυλιάσουν και τον ίδιο να κάνει για πρώτη φορά την σουηδική ακαδημία να ξεκαρδιστεί στα γέλια), μια ταινία με τον Παζολίνι που δεν έγινε ποτέ, το ανοιχτό τους σπίτι σε οποιονδήποτε επισκέπτη, την μανία για του για τις καλές τέχνες, τα σχέδια που πάντα τον βοηθούν να σκέφτεται και να λύνει τα προβλήματα της πλοκής – δείγμα των οποίων διανθίζει το βιβλίο.

Ο Ντάριο Φο παραμένει αισιόδοξος ακόμα και μέσα στην πιο αγιάτρευτη ασθένεια, την ηλικία. Χτυπημένος από το εγκεφαλικό, με όραση λειψή και με μνήμη που ξεγλιστράει, μαθαίνει πεισματικά να ζωγραφίζει και απολαμβάνει την μέγιστη ειρωνεία των γηρατειών: την ελευθερία. Όταν γερνάς, λέει, δεν έχεις πια τίποτα να αποδείξεις σε κανέναν, δείχνεις το αληθινό σου πρόσωπο, είσαι ο εαυτός σου. Ούτως ή άλλως το μεγάλο στοίχημα της ζωής του πάντα ήταν ένα: Να προσπαθείς να βρεις την ισορροπία στο μέγιστο της ανισορροπίας, στη ρευστότητα, στη συστηματική αστάθεια….


[ΠΗΓΗ: Ντάριο Φο, Ο Κόσμος μου, Εκδ. Καστανιώτη, 2014, μτφ. Ανταίος Χρυστοστομίδης, σελ. 171 [Dario Fo, Il mondo second Fo, 2007]. Με σχέδια του συγγραφέα – η συζήτηση αυτή με την Τζουσεσίνα Μανίν  αναρτήθηκε στο ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ:http://pandoxeio.com/

Ο στραβός γιαλός που αρμενίζουμε και το ζαβό το ριζικό μοιραίων ψηφοφόρων

$
0
0
Δαγκωτό ΟΧΙ στον άδικο λόγο της εξουσίας με λέξεις από φώσφορο και με το χέρι στην καρδιά (σ’ ένα δάσος από κυματίζουσες γαλανόλευκες σημαίες αρχηγοί κομμάτων μηρυκάζουν εκνευριστικά ξύλινα συνθήματα («όλα κρατάνε πολύ λίγο σαν την αθωότητα») μήπως και πλανέψουν μια τελευταία φορά τηλεοπτικά πλήθη που αποκοιμήθηκαν στους καναπέδες: «πόσους θυρωρούς έχει η Κόλαση και πόσες πουτάνες ένας «οίκος ανοχής»; Καθώς στην ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ συννεφιασμένης Κυριακής, οι κομματικοί αγκιτάτορες και οι επαγγελματίες σωτήρες, υπόσχονται ασφαλείς διελεύσεις από τη νεκρά θάλασσα της καθημαγμένης οικονομίας που οι ίδιοι δημιούργησαν, κολλημένο στην καρδιά αληθινό διαμάντι δύο αστέρων κι ενός μονάχα πεπρωμένου: ΟΧΙ!



Λεζάντα: Το κοινό καλό σε μια πάσχουσα δημοκρατία:
«το να έχεις δίκιο είναι πολύ λίγο»

επικεφαλής (από)στροφή]:
Παραμυθάς είναι αυτός που μπορεί
να μηχανεύεται τοπία,να τα αρμόζει
κι όλα να γίνονται για μια στιγμή μοχλοί
που κινούν το έργο,
είναι αυτός που είχε φτιάξει με τα χέρια του
μια χάρτινη πεταλούδα,
κι η πεταλούδα τριγύρισε μέσα στο δωμάτιο
κι ύστερα βγήκε μέσα απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα…

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ποιητική ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ….
«Προσωπικά, αισθάνομαι να καταπιέζομαι από τις εξουσίες. Αν αυτό είναι αναρχισμός, τότε είμαι αναρχικός. Όχι βέβαια με την έννοια να βάζω μπόμπες. Αλλά να μην ανέχομαι με κανένα τρόπο
να με διαθέτουν κατά τη βούλησή τους, χωρίς τη συγκατάθεσή μου, οι τρίτοι, οι άσχετοι, οι σωτήρες.
Και αυτό είναι ένα αίσθημα που ολοένα και περισσότερο  κυριεύει σήμερα μερικές συνειδήσεις.  Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού ή ζώου ταπεινωμένου.  Και βέβαια κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα τόσο γρήγορα που ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω βάσανα μου ιερά, ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ. Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα που είναι το ίδιο, ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή… Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα Τα Πέραν και τα Μέλλοντα(Οδυσσέας Ελύτης)

Και ένας ψηφοφόρος… χορηγός: «Μια μέρα θα γίνω ο μέγας κηπουρός που θα ’χω το σπίτι μου σ’ ένα σύννεφο και θα ανάβω τα όνειρά μου με τον ήλιο»

Απ’ όταν, το 1887, ο Παλαμάς έγραψε το διήγημα ΕΝΑΣ ΨΗΦΟΦΟΡΟΣδε μας χωρίζουν μόνο 125 χρόνια, όπως προκύπτει από μια απλή αφαίρεση. Από τον 19οαιώνα στον 21οη διαφορά δεν είναι αριθμητική. Πολλά από τότε έχουν αλλάξει, σχεδόν όλα – έτσι τουλάχιστον φαίνεται. Πρώτα-πρώτα, τα σφαιρίδια έχουν αντικατασταθεί προ πολλού από χάρτινα ψηφοδέλτια, οπότε η έννοια «δαγκωτό» δεν μπορεί να ισχύει παρά μόνον μεταφορικά. Επιπλέον η σχέση πολιτευτή – ψηφοφόρου έχει αλλάξει πολύ κι αυτή (!!!). Το πελατειακό σύστημα,στην εποχή που γράφει ο Παλαμάς, λειτουργεί μ’ ένα άγαρμπο τρόπο, πολιτικά πρωτόγονο θα έλεγα, καθώς οι κομματαρχαίοιείχαν το ελεύθερο και τη δύναμη να λύνουν και να δένουν και οι ταλαίπωροι ψηφοφόροι ήταν αναγκασμένοι να στοιχίζονται πίσω τους μ’ ανταλλάγματα είτε τη χρηματική αμοιβή είτε κάποια εκδούλευση είτε το ρουσφέτι,που κείνες τις εποχές «έδινε κι έπαιρνε».

Βέβαια, από τότε τα πράγματα άλλαξαν, το πελατειακό σύστημα, το ρουσφέτι κι οι τρόποι εκμαυλισμού των ψηφοφόρων εκσυγχρονίστηκαν, και μένει να μας θυμίζουν τις παλιότερες τραγελαφικές εκλογικές καταστάσεις που έζησαν οι πρόγονοί μας οι υπέροχες ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες με πρωταγωνιστές το Διονύση Παπαγιαννόπουλο – Γκόρτσο, το Λάμπρο Κωνσταντάρα- Μαυρογιαλούρο ή τον πολιτευόμενο Ανδρέα Μπάρκουλη.

Ας δούμε όμως, περιληπτικά, τι γράφει στο διήγημά του ο Παλαμάς, του οποίου η συνόψιση διευκολύνεται από την κάποια σχηματικότητά του, αποτυπωμένη και στο όνομα των δύο αντίπαλων πολιτικών: Αριστάρχηςο ένας, Χρύσηςο άλλος. Ο Αντωνάτσοςείναι ο ψηφοφόρος, ταπεινός άνθρωπος, ψαράς από μια παραλιακή πόλη της Ελλάδας.
Χρόνια και χρόνια ο Αντωνάτσοςψήφιζε τον Αριστάρχη «επειδή ήταν λεβέντης, λαμπρός άνθρωπος, και τον έχει μέσα στην καρδιά του».Τον άλλο, τον Χρύση, που «τον στήριζε η δύναμη του παρά, δεν τον χωνεύει, τον έχει στο στομάχι του».
Τα πολιτικά παιχνίδια όμως του τοπικού κομματάρχη, του «παντοδύναμου πληρεξούσιου», του αγαπημένου του Αρίσταρχου, φέρνουν τα «πάνω κάτω» για τον Αντωνάτσο. Ο τοπικός κομματάρχης του στερεί το μόνο που ζητούσε από τον αρχηγό του, να τον μεταφέρει αυτός με τη δική του βάρκα στον τόπο της εκλογικής συγκέντρωσης. Η μεγάλη του αυτή επιθυμία δεν έγινε δεκτή, κι ο Αντωνάτσος «πήρε ανάποδες». Και στο θυμό του επάνω, αποφασίζει να γίνει κι αυτός ένας από τους «εκλεχτικούς»,όπως «είχανε βαφτίσει με σαρκαστικήν ευφημίαν όσους πουλούσανε την ψήφο τους». Πουλάει, λοιπόν, την ψήφο του στον αντίπαλο, στον αχώνευτο Χρύση, στο κόμμα του παρά και αποζημιώνεται με «εβδομήντα ψωροδραχμές».
Αλλά τελικά δεν αντέχει την προδοσία, η καρδιά του και το στομάχι του συνεργάζονται γι άλλη μια φορά και τον γλυτώνουν από την «απόχη του ρουσφετιού».

«Για την υπόληψή του» αρνείται τελικά τη δωροδοκία, αψηφά τα τάλαρα και ψηφίζει το λεβέντη του, τον Αρίσταρχο.
Ο Παλαμάς τα γράφει αυτά στα τέλη 19ουαιώνα, κατά συνέπεια θα μπορούσε να ειπωθεί ότι όσα αφηγείται έχουν για μας λαογραφικό ενδιαφέρον και μόνο, όχι πολιτικό ή ιδεολογικό. Ή μήπως όχι; Μήπως κάποια από τα γνωρίσματα του πολιτικού μας βίου, από τα πιο άθλια μάλιστα, πέρασαν αλώβητα, αν όχι ενισχυμένα, και στον 20οαιώνα,γεγονός άλλωστε που είχε οδηγήσει τον Παλαμά να αστράψει και να βροντήσει σε ένα από τα Σατιρικά Γυμνάσματάτου, εναντίον και των ρουσφετλήδων και των κομματαρχαίων:
Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,
οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,
κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες,
και της γραμματικής οι μανταρίνοι,
και της πολιτικής οι φασουλήδες,
ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι…
Ρωμαίικο, να! Με γεια σου, με χαρά σου.

Μήπως τα ίδια ζοφερά γνωρίσματα, που μειώνουν τη δημοκρατία και αποκαλύπτουν πως είναι απλός μύθος η «ανόθευτη και αβίαστη ψήφος του λαϊκού φρονήματος», πέρασαν άθικτα και στο λαμπρό 21οαιώνα μας;
Και μήπως διακρίνονται με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια στη δράση των εξουσιαζόντων πολιτιών, οι οποίοι διατείνονται με υπέρμετρο πάθος ότι νεωτερίζουν ενόσω προσπαθούν, με τους πολλούς πανίσχυρους μηχανισμούς που διαθέτουν, να κρατήσουν το σκηνικό με τα χρώματα του 19ουαιώνα;
Όσες «ανανεώσεις» και «ανακαινίσεις» κι αν έχουν εξαγγελθεί στο πέρασμα των χρόνων και των κυβερνώντων κομμάτων, το πελατειακό σύστημα μένει άθικτο και η παλαμική «απόχη του ρουσφετιού» αποτελεσματικότατη.

Επίλογος επί ασπαλάθων (μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)
Πάλι τι κανιβαλισμός αυτή την Άνοιξη
λουλούδια καταβρόχθισαν τις μέλισσες
πουλιά τους’ φάγαν τα εντόσθια τα γεράκια
το τριαντάφυλλο έμεινε ολομόναχο
κι ο μενεξές μεταμορφώθη σε κηδεία

Δεν έχω άλλα λουλούδια να σου φέρω
όμως μια μέρα θα γίνω ο μέγας κηπουρός
φυτεύω θα κλαδεύω θα ποτίζω
θα ’χω το σπίτι μου πάνω σ’ ένα σύννεφο
θ’ ανάβω τα όνειρά μου με τον ήλιο.

Σήμερα ακόμα είμαι ένας πλοηγός
συνένοχος για τις λάσπες τα λεμόνια
τους  τενεκέδες στο νερό μεσ’ το λιμάνι
τρελαίνω τη σειρήνα σπέρνω το αίμα μου
φορώ γυαλιά από πέτρα και με λένε Πέτρο
(Μίλτος Σαχτούρης)

Τώρα μετράει το βιος του, πόσα χαράματα, πόσες αφιλόξενες νύχτες, πόση ξενιτιά και πόση αντίδωρη αγάπη χάθηκε στη ζωή του (Μάρκος Μέσκος)

(κατακλείδα): ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ, Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου (προεκλογική ανάρτηση με ΚΛΙΚ στο παρακάτω παράθεμα)


Λοιπόν, ο καθένας μπορεί να γίνει ο Μάγος των φόβων του!

$
0
0
Μια φορά κι έναν καιρό, μόνο μια φορά, σε κάποια χώρα του κόσμου μας, ζούσε κάποιος που όλοι φώναζαν Μάγο των Φόβων… - Πίσω από κάθε φόβο, υπάρχει ένας πόθος, μία επιθυμία. Πάντα υπάρχει ένας πόθος κάτω από κάθε φόβο, όσο μικρός ή όσο τρομακτικός κι αν είναι αυτός! Πάντα υπάρχει ένας πόθος, να το ξέρεις. Το στόμα του ήταν πολύ κοντά στο αυτί μου και μοσχομύριζε επιβεβαίωσε το παιδί. Μου είπε ακόμα: Όλη μας τη ζωή κρύβουμε τους πόθους μας, γι’ αυτό και υπάρχουν τόσοι φόβοι στον κόσμο. Μόνη μου δουλειά και μοναδικό μου μυστικό, είναι να επιτρέπω στον καθένα να τολμάει να ξαναβρίσκει, να τολμάει ν’ ακούει και να τολμάει να σέβεται τον πόθο που υπάρχει μέσα του, κάτω από κάθε φόβο του»



Αυτό το μικρό «παραμύθι»  μιλάει για τον φόβο, αυτό το δύσκολο, και θα επέλεγα να το πω, οδυνηρό συναίσθημα. Για κάθε αναγνώστη μπορεί να κάνει διαφορετικό νόημα αυτό που θα διαβάσει, μπορεί, ίσως, να ρίξει λίγο φως γι’ αυτό που κρύβεται πίσω από κάποιους φόβους του και μπορεί κάτι να έχει να του πει, μπορεί πάλι όχι. Οι φόβοι που μας διακατέχουν συνιστούν ένα από τα ισχυρότερα δηλητήρια της ζωής μας. Έχουμε απίστευτη ικανότητα να δημιουργούμε νέους φόβους, να συντηρούμε τους παλιούς, να ανανεώνουμε και να ενημερώνουμε το αστείρευτο απόθεμα των φόβων μας. Επειδή οι φόβοι μας είναι μια από τις μορφές έκφρασης που χρησιμοποιούν περισσότερο τα παιδιά, όσο και τα πρώην παιδιά, επινόησα αυτό το μικρό παραμύθι…

Μια φορά κι έναν καιρό, μόνο μια φορά, σε κάποια χώρα του κόσμου μας, ζούσε κάποιος που όλοι φώναζαν Μάγο των Φόβων. Αυτό που πρέπει να ξέρετε, πριν πούμε περισσότερα, είναι ότι όλες οι γυναίκες, όλοι οι άνδρες και όλα τα παιδιά ετούτης της χώρας διακατέχονταν από αμέτρητους φόβους.
Φόβους πανάρχαιους, προερχόμενους από τα βάθη της ιστορίας της ανθρωπότητας, τότε που οι άνθρωποι δε γνώριζαν ακόμα το γέλιο, την εγκατάλειψη, την εμπιστοσύνη και την αγάπη. Φόβους πιο πρόσφατους, βγαλμένους από την παιδική ηλικία του καθενός, τότε που η αθωότητα ενός βλέμματος, η απορία μιας κουβέντας, ο θαυμασμός μιας χειρονομίας ή το ξόδεμα ενός χαμόγελου προσέκρουαν στην ακατανόητη πραγματικότητα.
Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι όλοι τους, μόλις άκουγαν να γίνεται λόγος για το Μάγο των Φόβων, δε δίσταζαν καθόλου να κινήσουν για ένα μακρύ ταξίδι με σκοπό να τον συναντήσουν.
Με την ελπίδα να μπορέσει να εξαφανίσει ή να διαλύσει τους φόβους που κουβαλούσαν στο σώμα τους, στο κεφάλι τους ή που απλώς συνόδευαν τη ζωή τους. Κανείς τους δε γνώριζε πώς θα εξελισσόταν η συνάντηση. Όσοι γύριζαν από το ταξίδι έδειχναν μεγάλη συστολή προκειμένου να μοιραστούν την εμπειρία τους. Γεγονός είναι πάντως ότι το ταξίδι του γυρισμού ήταν πάντα πολύ μακρύτερο από τον πηγαιμό.
Κάποια μέρα, ένα παιδί μαρτύρησε το μυστικό του Μάγου των Φόβων. Αλλά αυτό που είπε φάνηκε τόσο απλό, τόσο απίστευτα απλό, που δεν το πίστεψε κανείς. «Ήρθε κοντά μου, είπε το παιδί, πήρε τα δυο μου χέρια στα δικά του και μου ψιθύρισε:

- Πίσω από κάθε φόβο, υπάρχει ένας πόθος, μία επιθυμία. Πάντα υπάρχει ένας πόθος κάτω από κάθε φόβο, όσο μικρός ή όσο τρομακτικός κι αν είναι αυτός! Πάντα υπάρχει ένας πόθος, να το ξέρεις. Το στόμα του ήταν πολύ κοντά στο αυτί μου και μοσχομύριζε επιβεβαίωσε το παιδί. Μου είπε ακόμα:
- Όλη μας τη ζωή κρύβουμε τους πόθους μας, γι’ αυτό και υπάρχουν τόσοι φόβοι στον κόσμο. Μόνη μου δουλειά και μοναδικό μου μυστικό, είναι να επιτρέπω στον καθένα να τολμάει να ξαναβρίσκει, να τολμάει ν’ ακούει και να τολμάει να σέβεται τον πόθο που υπάρχει μέσα του, κάτω από κάθε φόβο του»

Λέγοντας όλα αυτά, το παιδί ένιωθε ότι δεν το πίστευε κανείς. Κι έτσι άρχισα ξανά να αμφιβάλλει για τους ίδιους του τους πόθους. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να ξαναβρεί την ελευθερία να τους ακούει και να τους αποδέχεται μέσα του, μα αυτή είναι πάλι μια άλλη ιστορία.
Ωστόσο, κάποια μέρα, ένας άνδρας αποφάσισε να φέρει το Μάγο των Φόβων σε δύσκολη θέση. Μάλιστα, ήθελε να κάνει να ζήσει μια αποτυχία. Ταξίδεψε, έφτασε κοντά στο Μάγο των Φόβων, κι ανακοίνωσε το φόβο του:

- Φοβάμαι τους πόθους μου!
Ο Μάγος των Φόβων τον ρώτησε:
- Μπορείς να μου πεις τον πιο τρομακτικό σου πόθο;
- Ποθώ να μην πεθάνω ποτέ, ψιθύρισε ο άνδρας.
- Πράγματι, τρομερός και φοβερός ο πόθος σου.
Αργότερα, μετά από μακριά σιωπή, ο Μάγος των Φόβων μίλησε:
- Και ποιος φόβος κρύβεται μέσα σου, πίσω από αυτόν τον πόθο; Διότι πίσω από κάθε πόθο κρύβεται επίσης ένας φόβος, πολλές φορές και περισσότεροι.
Ο άνδρας είπε μονομιάς:
- Φοβάμαι μήπως δεν προλάβω να ζήσω όλη μου τη ζωή.
- Και ποιος είναι ο πόθος αυτού του φόβου;
- Θα επιθυμούσα να ζήσω κάθε στιγμή της ζωής μου όσο πιο έντονα, πιο ζωντανά, πιο χαρούμενα γίνεται, χωρίς να σπαταλήσω τίποτα…

- Ιδού λοιπόν ο τρομερότερός σου πόθος, ψιθύρισε ο Μάγος των Φόβων. Άκουσέ με καλά. Φρόντισέ τον αυτόν τον πόθο, είναι ένας πόθος πολύτιμος, μοναδικός. Το να ζούμε κάθε στιγμή της ζωής μας όσο γίνεται πιο έντονα, πιο ζωντανά, πιο χαρούμενα… χωρίς να σπαταλάμε τίποτα είναι ένας πολύ ωραίος πόθος.

Αν σέβεσαι αυτόν τον πόθο, αν του παραχωρήσεις μια πραγματική θέση μέσα σου, δε θα φοβάσαι πια το θάνατο. Πήγαινε τώρα, μπορείς να γυρίσεις πίσω.
Αλλά εσείς που με διαβάζετε, που με ακούτε ίσως, αμέσως θα μου πείτε:
- Λοιπόν, ο καθένας μπορεί να γίνει ο Μάγος των φόβων του!
- Βεβαίως, γίνεται, αν ο καθένας από μας φροντίσει να ανακαλύψει, να κατονομάσει ή να προτείνει τους φόβους του. Υπό έναν όρο: να δεχτεί ότι δε θα εκπληρωθούν όλοι του οι πόθοι. Όλοι πρέπει να μάθουν τη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα πόθο και στην πραγματοποίησή του.
- Δηλαδή, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν όλοι οι πόθοι, ακόμα και αν το επιθυμούμε;
- Όχι δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν όλοι οι πόθοι, μερικοί μόνο. Και κανένας δε γνωρίζει εκ των προτέρων ποιος από τους πόθους του απλώς θα ακουστεί, ποιος θα εκπληρωθεί, ποιος θα απορριφθεί, ποιος θα μεγεθυνθεί ως το γέλιο των αστεριών».
Ιδού το μεγάλο μυστικό της ζωής. Η ζωή είναι απρόβλεπτη, πάντα αδάμαστη και, ταυτόχρονα, απείρως ανοιχτή και γενναιόδωρη απέναντι στους πόθους των ανθρώπων. Διότι υπάρχουν πόθοι που για να εκπληρωθούν απολύτως, έχουν ανάγκη να παραμείνουν στο στάδιο του πόθου.

Διαδίδεται ότι ο Μάγος των Φόβων μπορεί να περάσει κάποια μέρα από τα μέρη μας…


[ΠΗΓΗ: Απο το βιβλιο του Ζακ Σαλομε, Μυθοι που θεραπευουν -Μυθοι που εκπαιδεύουν]

Κωστής Παπαγιώργης, Θα γείρουμε μεθυσμένοι στο έρημο βουνό, ο ουρανός κι η γη στρωσίδι μας και προσκεφάλι

$
0
0
Ωστόσο γνώριζε πολύ καλά ο Όμηρος ότι ένα σκαλοπάτι πάνω ή κάτω από την ωφελιμότητα αρχίζει η βλάβη. Γιατί το μέτρο εδώ δεν αφορά μόνο τον κόρο ή τη γνωστική ικανοποίηση της ανάγκης. Σε ριζική αντίθεση με τα άλλα τρόφιμα και τα ποτά που σχετίζονται με τις ισόβιες απολαύσεις της γαστέρας, ο οίνος κρύβει ένα βαθύ μυστικό – και ό,τι βαθύ επικίνδυνο. Δεν θεραπεύει απλά τη δίψα, αλλά σε μεγάλη ποσότητα είναι ικανός να σαλέψει τα ανθρώπινα φρένα. Μοιάζει δηλαδή και με άλλους κινδύνους: με τα φάρμακα που γιατρεύουν, αλλά σε μεγάλη ποσότητα σκοτώνουν, με το φως που φωτίζει, αλλά και τυφλώνει, με τη φωτιά που θερμαίνει, αλλά και αποσβολώνει.

Αυτό είναι το σκάνδαλο για το οποίο ο πολιτισμός δεν μπορεί να κάνει καμιά σωτήρια σκέψη. Το μόνο που γνωρίζει είναι να μη δείχνει το δρόμο, αλλά την απατηλή παράκαμψη, να μην προσφέρει τον ύπνο αλλά το κρεβάτι, να δίνει βιβλία αλλά όχι την αλήθεια. Ολόκληρος συγκροτεί ένα ζωτικό και μείζον ψεύδος. Και ο ανά τους αιώνας ταξιδιώτης δεν βρίσκει πού να ξεκουράσει τον ίσκιο του (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου ΠΕΡΙ ΜΕΘΗΣ του Κωστή Παπαγιώργη)

Η άτη (αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο του ΠΕΡΙ ΜΕΘΗΣ βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη)
Η έχθρα που δείχνει ο Όμηρος για τη μέθη  έρχεται σε συστηματική αντίθεση με την εύνοια που χαρακτηρίζει τις αναφορές του στο κρασί.Παρότι συνδέονται με μια φανερή σχέση αιτίας-αποτελέσματος, οίνος και μέθη αντιμετωπίζονται σαν πράγματα ολότελα διαφορετικά. Και βέβαια δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι μέσα από αυτή την υπερτονισμένη διαφορά αντλεί κάτι από το ήθος του ο ομηρικός ήρωας.


Μέσα στην ΙΛΙΑΔΑ και ειδικά στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, μολονότι προκαλεί τη μέθη των ανθρώπων άρα και την πλάνη τους, ο οίνος κρατάει έναν προνομιούχο ρόλο. Η προσφορά του εκφράζει συντροφική εγκαρδιότητα, ευωχία, φιλική διάθεση απέναντι στον ναυαγό ή στον ταξιδιώτη και ακόμα, ως σπονδή, αποτελεί σιωπηλή επίκληση του θείου. Κρασί δέχεται ο Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων, στο νησί της Καλυψώς, στο ταπεινό καλύβι του Εύμαιου. Αντίθετα στους φοβερούς τόπους όπου τον στέλνει η μοίρα του, όπως στη χώρα των Λαιστρυγόνων που θεωρούν εχθρό κάθε ξενόφερτο, ο βασιλιάς της Ιθάκης φτάνει και φεύγει άοινος. Μόνο μια φορά –στην περίπτωση του Κύκλωπα- το κρασί θα υπηρετήσει όχι τη φιλία αλλά τη δολιότητα. Αντί να δεχθεί την καθιερωμένη προσφορά τροφής και κρασιού, ο ξένος ποτίζει τον τερατώδη Πολύφημο με οίνον για να του θολώσει για να του θολώσει τα «φρένα»
Με εξαίρεση το ένοχο γεύμα των συντρόφων του Οδυσσέα που γεύτηκαν ακράσωτα τα βόδια του Ήλιου, καμιά άλλη ομηρική συνεστίαση δε γίνεται χωρίς κρασί. Στις μάχες, στα παλάτια ή καταμεσής του πελάγου, ο οίνος αποτελεί το πρώτο φάρμακο. Ακόμα και στη μικρή σχεδία όπου βάζουν οι θεοί τον Οδυσσέα για να επιστρέψει στο νησί του, οι ασκοί με το κρασί δεν λείπουν. Περισσότερο από πότης του νερού –που μολονότι χρησιμεύει για την κράση του οίνου (εξ ου και η λέξη κρασί), σαν αυτόνομο ποτό απουσιάζει από τα ομηρικά δείπνα- ο θνητός είναι πότης του οίνου. Οινοπότης παρά υδροπότης.
Όποιος απέχει από ψωμί και κρασί δεν μπορεί να είναι θνητός, δεν μπορεί να τρέχει αίμα στις φλέβες του, συνεπώς ανήκει στους θεούς. Γεύεται δηλαδή το νέκταρ και την αμβροσία που δεν έχουν σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες. Η στυγερή γαστέρα που γεννάει στον άνθρωπο αναρίθμητα βάσανα, είναι συνάμα και το πιο χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Όχι μόνο σαν έλλειψη –γιατί το ίδιο συμβαίνει και στα ζώα- αλλά κυρίως σαν απόλαυση. Οι θνητοί δεν τρώνε απλώς, αλλά πάντα –σε αντίθεση με τα ζώα- πίνουν. Αυτό ακριβώς δηλώνει η πασίγνωστη επωδός: αυτάρ επεί πόσιος και εδητύος εξ έρον έντο= αφού τη τη δίψα και την πείνα κόρεσαν. Σκέψη κοινότατη και συχνή σαν την ανάγκη, ηδονική άρα στην επανάληψή της, όπως την ακούμε από το στόμα του Διομήδη, που χαρακτηρίζει το ποτό και το φαγητό δύναμη του ανθρώπου.
Όντως το κρασί χαρίζει δύναμη. Το πίνουν μέρα και νύχτα. Οι Αχαιοί μάλιστα συμβαίνει να το πίνουν και πριν από τη μάχη. Σε ποια ποσότητα όμως; Εφόσον κάθε ανάγκη έχει τα μέτρα της, στην περίπτωση του κρασιού, ποτού δαιμονικού και επικίνδυνου, η αγωγή του μέτρου, όπως εξηγεί ο Αγαμέμνονας στον Ιδομενέα, έχει τον πρώτο λόγο. Οι πολεμιστές πίνουν με συγκρατημό. Διαφορετικά όλη η δύναμη που κρύβεται στο κρασί μεταπίπτει θλιβερά σε αδυναμία. Μη μου δίνεις να πιω, λέει ο Έκτορας στην Εκάβη, γιατί μπορεί να χάσω την αλκή μου.
Ολόκληρο το ομηρικό διαιτολόγιο είναι υποταγμένο στο μέτρο. Σε μια ηθική δηλαδή που, επειδή αφορά τις πράξεις, ελέγχει ακόμα και τις απόμακρες αιτίες τους – τα τρόφιμα. Κατά τον Αθηναίο ο Όμηρος διαμόρφωσε ζωή λιτή και αυτάρκη, γιατί γνώριζε ότι οι επιθυμίες και οι ηδονές κορώνουν από τα φαγητά και τα ποτά. Έτσι οι ήρωες του, εύποροι ή θύματα της ανάγκης, απέχουν από κάθε μαγειρική μαγγανεία.
Εν ονόματι της απλότητας, σχολιάζει ο Πλάτωνας, οι ομηρικοί ήρωες δεν τρώνε ψάρια και βραστά κρέατα, παρά μόνο ψητά που δεν απαιτούν ιδιαίτερη προετοιμασία. Ακόμα και στους ασύδοτους μνηστήρες η ομηρική αισθητική δεν επιτρέπει να τρώνε ψάρια, πουλιά και μελίπληκτα. Κάθε άνθρωπος με ευγενή καταγωγή αποδεικνύει την ευγένεια του παντού, άρα και στα δείπνα. Γι’ αυτό και ο Πρίαμος μαλώνει τους γιους του επειδή έτρωγαν ανεπίτρεπτα φαγητά και σε άλλη στιγμή, για να φανεί η υγεία της τακτικής ζωής, ο Νέστορας προσφέρει στο γιατρό Μαχάονα οίνον, προσφορά καθαρά θεραπευτική: συ μεν πίνε καθήμενος.
Ωστόσο γνώριζε πολύ καλά ο Όμηρος ότι ένα σκαλοπάτι πάνω ή κάτω από την ωφελιμότητα αρχίζει η βλάβη. Γιατί το μέτρο εδώ δεν αφορά μόνο τον κόρο ή τη γνωστική ικανοποίηση της ανάγκης. Σε ριζική αντίθεση με τα άλλα τρόφιμα και τα ποτά που σχετίζονται με τις ισόβιες απολαύσεις της γαστέρας, ο οίνος κρύβει ένα βαθύ μυστικό – και ό,τι βαθύ επικίνδυνο. Δεν θεραπεύει απλά τη δίψα, αλλά σε μεγάλη ποσότητα είναι ικανός να σαλέψει τα ανθρώπινα φρένα. Μοιάζει δηλαδή και με άλλους κινδύνους: με τα φάρμακα που γιατρεύουν, αλλά σε μεγάλη ποσότητα σκοτώνουν, με το φως που φωτίζει, αλλά και τυφλώνει, με τη φωτιά που θερμαίνει, αλλά και αποσβολώνει.
Ως γνώστης αυτής της απειλής μιλάει ο Οδυσσέας όταν, απευθυνόμενος στον Εύμαιο, αποκαλεί το κρασί παλαβό και το θεωρεί ικανό να κάνει τον πιο φρόνιμο να τραγουδά, να ξεσπά σε χάχανα, να παραδίδεται στο χορό και τέλος, μέσα στη σύγχυσή του, να λέει λόγια που καλύτερα να μην είχε ξεστομίσει. Το συναρπαστικό εδώ είναι ότι ο Οδυσσέας παραδέχεται πως μιλάει σπρωγμένος από το κρασί αλλά όχι ως μεθυσμένος. Η ανωτερότητα του ομηρικού ήρωα φαίνεται στο ότι μπορεί να παίζει με τη φωτιά – άφοβα όμως.
Και βέβαια δε χρειάζεται ιδιαίτερη αγχίνοια για να διαπιστώσουμε μέσα στις ομηρικές περιγραφές μια θαυμαστή επιμονή στο ζήτημα της αντοχής απέναντι στον επίδραση του οίνου. Το ζήτημα δεν αφορά την οργανική αντοχή των ηρώων, όσο την ηθική τους υπόσταση. Το ζήτημα δεν αφορά την οργανική αντοχή των ηρώων, όσο την ηθική τους υπόσταση. Παρατηρούμε με άλλα λόγια μια σοφή στη γραφικότητά της και εξακολουθητική προσπάθεια να διαχωριστεί ο οινοπότης από τον οινοβαρή (όπως αλλού ο γενναίος από το δειλό) με τελική συνέπεια τη σχεδόν θριαμβευτική απόσπαση του οίνου από τη μέθη. Με αυτό τον πανούργο δαμασμό το κρασί θυμίζει ανώδυνα τη μέθη, όπως η γάτα θυμίζει ανώδυνα την τίγρη.
Μέσα στην εξιδανίκευσή της η πλήρης επιβολή του ομηρικού ήρωα πάνω στην αιτία που θολώνει τα ανθρώπινα φρένα, κρύβει πολύ παροιμιώδη φόβο απέναντι στην υπερβολή. Η παραφορά, ο αλλαπαρμός, η αφροσύνη, η κατάσταση δηλαδή του ανθρώπου που απώλεσε τη θεϊκή επιστασία του νου και αφήνεται στη διαλυτική επίδραση του κρασιού, δεν μπορούσε παρά να γίνει αντικείμενο απαγόρευσης. Ο μεθυσμένος πατάει στα ίχνη του τρελού… Και κάτι χειρότερο. Βρίσκεται έξω από τα ήθη, έξω από το σεβασμό, αψηφά τις πατροπαράδοτες τελετουργίες της κοινότητας. Είναι ένα πρόσωπο ολωσδιόλου αντικοινωνικό και διασαλεύει κάθε είδους τάξη. Ανθρώπινη αλλά και θεία. Δεν πρέπει λοιπόν να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι τα σαλεμένα φρένα αποτελούν για την ομηρική αρετολογία βαρύτατη κατάσταση…
Πώς να επιτραπεί στο κρασί - ποτό που, όπως τα τρόφιμα, προορίζεται για την κοιλιά- να επιδράσει τόσο πολύ πάνω στον άνθρωπο ώστε να γκρεμίσει αυτό το θεϊκό οχύρωμα; Φρουρός του οχυρού, ο ομηρικός ήρωας αντλεί το μοναδικό του κύρος από την ικανότητα να δέχεται την επίδραση του οίνου, χωρίς όμως να του επιτρέπει να κατακτήσει την ακρόπολη της ψυχής του. Ποια άλλη έγνοια είχε ο Πλάτωνας όταν ήθελε τους φύλακες της πόλης του με ατρεμές φρόνημα και ψυχή άτεγκτη στην ύπουλη ηδονή της ψυχοφθόρας μέθης;
Κάθε πότος είναι θεμιτός στο μέτρο – και το μέτρο δηλώνει άμεσα την ποιότητα - που ο ομηρικός ήρωας δε νιώθει να κινδυνεύει η αντοχή του διαφράγματος. Συνεπώς έχει ειδική σημασία να δούμε σε ποιους ήρωες επιτρέπει ο Όμηρος να παραδοθούν στην κραιπάλη. Δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε την απάντηση – σε κανέναν απολύτως!
Μπορεί ο Αχιλλέας πάνω στην οργή του να αποκαλεί τον Αγαμέμνονα μέθυσο, πουθενά όμως δεν έχουμε το θέαμα ενός γενναίου νικημένου από την απατηλή δύναμη του οίνου. Η γνώση ότι η γνώση θολώνει το μυαλό ή ότι προκαλεί καυγάδες είναι οπωσδήποτε πρώτη αρχή συγκρατημού, το κύριο φρένο όμως το βρίσκουμε στο θυμό μέσα στα στήθη του πολεμιστή ο οποίος, από ανωτερότητα και μόνο, απεχθάνεται την κατάσταση της χαμέρπειας. Γι’ αυτό όταν χρειαστεί να περιγράψουν την κατάσταση της μέθης, τα ομηρικά έπη θα επιλέξουν τερατώδεις στιγμές, στιγμές αδυναμίας και σύγχυσης ή πάθη άνομα και συνεπώς καταδικαστέα.
Ένα ον, ανθρωποφαγικό, έξω από νόμο και ήθος, τι άλλο μπορεί να είναι από έκδοτο στη μέθη; Αυτός ήταν ο Πολύφημος. Μολονότι ανυπολόγιστα πιο δυνατός από τον Οδυσσέα, θα νικηθεί ρώτα από το κρασί και ύστερα από το ίδιο το χέρι του νηφάλιου Ούτινος. Η θλιβερή του τύχη, η τύφλωση, αναλογεί σιωπηρά με το θέαμα που παρουσιάζει μέσα στη σπηλιά. Αφού πρώτα χορτάσει με ωμές ανθρώπινες σάρκες και δυνατό κρασί από την Ίσμαρο, πέφτει ανάσκελα για να κοιμηθεί, ενώ από τα σαγόνια του βγαίνουν κρέατα, κρασόζουμα και ξερατά.
Άθλια και αποκρουστικά φερσίματα όλα αυτά, που δεν μπορεί να ταιριάζουν σε άνθρωπο και μάλιστα ομηρικό, γι’ αυτό και ο δεύτερος μεθυσμένος των ομηρικών επών – ο Εύρυτος ο Κένταυρος- είναι άλογο με κεφάλι ανθρώπου. Πίνοντας άμετρα μέσα στο σπίτι του Πειρίδου έφτασε σε τέτοια παραφορά ώστε η τιμωρία του ήταν μια βάναυση γελιοποίηση. Ό,τι πόλεμο κι αν στήσει ο μεθυσμένος δεν υπάρχει ελπίδα τιμημένης έκβασης. Όταν λοιπόν οι Λαπίδες είδαν τον Εύρυτο σε αυτή την αλλόφρονα κατάσταση του έκοχαν μύτη κι αυτιά και έτσι αξιολύπητο και κολοβό τον πέταξαν έξω από την αυλόθυρα.
Το ζωώδες όμως και το τερατώδες, που στην περίπτωση του Πολύφημου και του Εύρητου φαίνεται να ταιριάζουν με την παραζάλη της μέθης, τι σχέση μπορεί να έχουν με το χαμό –από κρασί κι αυτή τη φορά- του Ελπήνορα; Ο Όμηρος κρίνει αναγκαίο να τον παρουσιάσει μικρό, άπραγο στην τέχνη του πολέμου και χωρίς ιδιαίτερη οξύνοια. Μόνο ένα παρόμοιο άσημο ανδράριο θα υπέκυπτε στη μέθη και θα έχανε τη ζωή του όχι στο πεδίο της μάχης, όχι στην πάλη με τα φυσικά στοιχεία, αλλά άδοξα πέρα για πέρα πέφτοντας από την ταράτσα της Κίρκης.
Για τους ίδιους λόγους  η περιγραφή των μνηστήρων δεν θα μπορούσε να είναι επιεικέστερη.Τους αποκαλεί βέβαια αγήνορας –όπως απαιτεί το ομηρικό τυπικό για κάθε άνθρωπο με ευγενή καταγωγή- αλλά οι άνομες βουλές τους βρίσκονται έξω από κάθε έννοια δικαιοσύνης. Ένας τέτοιος όμιλος ανθρώπων, έκρυθμος στη συμπεριφορά του και απαράδεκτος καθ’ όλα, πρώτο σύμβουλο δεν μπορεί να έχει παρά μόνο το κρασί. Παρότι λοιπόν δεν απολαμβάνουμε το θέαμα ενός μνηστήρα ολότελα μεθυσμένου, τα κύπελλα δεν φεύγουν ποτέ από τα χέρια τους. Όταν δε πέσουν, θα είναι στιγμές σημαδιακές. Αυτό θα συμβεί τη μια φορά με την παρέμβαση της Αθηνάς και την άλλη, την τελειωτική, με την τρομερή μνηστηροφονία του Οδυσσέα.
Η ντροπή ενός ομηρικού ήρωα όταν σκοτωθεί χωρίς να κρατάει τα όπλα, γίνεται εξευτελισμός όταν τη στιγμή του θανάτου του δεν κρατάει ξίφος αλλά μια κούπα κρασί. Είναι ο καθ’ όλα ταιριαστός θάνατος που θα βρει ο Αντίνοος. Καθώς ο Οδυσσέας τον σκοπεύει με το τόξο του, εκείνος απλώνει να πιάσει μια κούπα, την οποία παίζει στα χέρια του χωρίς να υποψιάζεται τη βαριά σκιά του θανάτου που τον έχει κιόλας τυλίξει. Και πώς να την υποψιαστεί αφού είναι μεθυσμένος, μακριά από δικαιοσύνη και φρόνηση; Άνθρωποι νικημένοι από την αφροσύνη του οίνου δεν μπορεί να περιμένουν βοήθεια από κανέναν. Συνεπώς εξαιρούνται από κάθε ανώτερη μοίρα……………
Οι συμφορές των θνητών για να μετέχουν σ’ ανώτερη μοίρα, πρέπει να οφείλονται στην Άτη, στην τρομερή θυγατέρα του Δία και της Έριδας.Από το χέρι της σπέρνεται η πλάνη αι η παραφορά. Ο Όμηρος την παρουσιάζει να περπατά πάνω απ’ τα κεφάλι των θνητών, σαλεύοντάς τους τα φρένα και προκαλώντας όλα τα δεινά τους. Αυτήν αναλογίζεται ο Ατρείδης με πλήρη επίγνωση της αδυναμίας του. Αλλά πρόκειται για μια τιμωρία που, επειδή ακριβώς αφορά τη σχέση του θνητού με τους αθάνατους, εξυψώνει τις γενιές που φυλλοροούν. Όχι μόνο γιατί τις καθιστά άξιες να τιμωρηθούν από τους θεούς, αλλά και γιατί με την τιμωρία τους δίνει την ευκαιρία να συνετιστούν.
Το χαρακτηριστικό είναι ότι από πρόσωπο η Άτη καταλήγει να γίνει σημάδι οποιασδήποτε ταραγμένης ψυχικής κατάστασης που σχετίζεται με τη σύγχυση των φρενών. Η άτη πλήττει τον Αγαμέμνονα, όταν τον σπρώχνει να πάρει το ταίρι του Αχιλλέα. Η άτη χαρίζει τον απατηλό ύπνο στον Οδυσσέα, για να βρουν την ευκαιρία οι σύντροφοί του να σφάξουν τα ιερά βόδια.
Χωρίς να ταυτίζονται πλήρως, Μοίρα και Άτη εκφράζουν την ίδια θεμελιώδη ιδέα. Κάθε ζωή βιώνεται σαν ελευθερία η οποία δεν γνωρίζει αν είναι δώρο ή δόλος. Μια διαυγής απόφαση μπορεί κάλλιστα να κρύβει την πιο σκοτεινή πράξη εν αγνοία του ήρωα. Αναγκαστικά λοιπόν φτάνουμε στο ερώτημα: αφού η άτη θολώνει τα φρένα, γιατί να μην αναγνωρίσουμε και στις δύο καταστάσεις την ίδια μοίρα; ……………..
Μέσα σ’ έναν κόσμο πλήρη θεών, οι ήρωες διαβάζουν την τύχη τους γραμμένη στον ουρανό. Πρόκειται για τον «ευρύν ουρανόν» που, σαν αινιγματική παλίμψηστο, αφήνει να χαράζονται πάνω του και να σβήνονται ατελεύτητα τα πεπρωμένα των θνητών. Όσο για τους ανθρώπους της μέθης, τους ισόβια σκυμμένους προς την γη, θα πρέπει να περιμένουν έναν άλλον κόσμο, σαν το δικό μας, από τον οποίο έχουν αποχωρήσει οριστικά πια οι θεοί, για να προλάβει κάποιο βαθύτερο νόημα η στάση τους.

[Ο λάθος δρόμος είναι ο σωστός, αφού για να γράψεις σωστά πρέπει να έχεις ζήσει λάθος. Ο Παπαγιώργης πήρε τη ζωή του λάθος και το ομολογεί με μια ειλικρίνεια ασυνήθιστη: «Αν δεν πάθεις δεν μαθαίνεις. Οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο. Με τον πόνο οι χαρακτήρες εξευγενίζονται, αντίθετα τα στραβόξυλα εξαχρειώνονται». Υπεράριθμος, παιδί του Καιάδα, σύμφωνα με τη δική του ομολογία, τον καιρό που βούιζε ο Μάης του ’68 γύρω του, αυτός κλείστηκε σε μια σοφίτα και διάβασε μανιωδώς φιλοσοφικά συγγράμματα, που «απαλλοτρίωνε» από τα βιβλιοπωλεία. Κάπως έτσι, ο λάθος δρόμος, βύζαξε το σημαντικότερο δοκιμιογράφο που έβγαλαν τα ελληνικά γράμματα τα τελευταία πενήντα χρόνια]

Και η κουτσή Μαρία υποψήφια δημοτική σύμβουλος…

$
0
0

–«Θέλεις να τα φτιάξουμε;», –«Δεν μπορώ, σε βλέπω σα δημοτικό σύμβουλο!». Τις τελευταίες μέρες, αστεία σαν αυτό έχουν πλημμυρίσει τα social media. Τα διαβάζουμε, τα αναπαράγουμε στους «τοίχους» μας, διαλέγουμε τα καλύτερα, σκεφτόμαστε καινούργια, τα συζητάμε με τους φίλους μας πίνοντας καφέ. Η παραγωγή αυτή, βέβαια, αποτελεί αντίδραση στην υπερπροσφορά υποψηφίων και (προσωπικού) προεκλογικού υλικού. Στις φετινές αυτοδιοικητικές εκλογές μοιάζει να κατεβαίνουν υποψήφιοι οι πάντες, πολλοί εκ των οποίων προσπαθούν να εκμεταλλευτούν, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τις δυνατότητες που τους προσφέρουν τα νέα μέσα, μαζί με παλιές δοκιμασμένες πρακτικές όπως οι προσωπικές κάρτες και τα φυλλάδια — άλλοτε με περισσότερο και άλλοτε με λιγότερο αξιοπρεπή αισθητικά αποτελέσματα.


Σ’ αυτό το σύντομο σχόλιο θέλω να σταθώ, ωστόσο, στη χιουμοριστική κριτική που ανέφερα στην αρχή κι όχι στο ίδιο το φαινόμενο, επισημαίνοντας μόνο ένα πράγμα γι’ αυτό: Λέξη-κλειδί για την Αριστερά είναι η συλλογικότητα. Η προσωπική προβολή του κάθε υποψηφίου, λοιπόν, είναι χρήσιμη και γόνιμη στο μέτρο που συμβάλλει στην ενίσχυση της συλλογικής προσπάθειας, και όχι στην ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών και την αυτοπροβολή — κάτι που ενίοτε φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα, εκθέτοντας τη συλλογικότητα.
Μπαίνω, λοιπόν, στο θέμα μου. Το καλό (ή το κακό) χιούμορ, ο σαρκασμός, ο αυτοσαρκασμός είναι, πιστεύω, όχι μόνο θεμιτά αλλά και απαραίτητα στοιχεία άσκησης πολιτικής. Μια ζωογόνα και δημιουργική πρακτική ζύμωσης, σύγκρουσης, κριτικής και αυτοκριτικής. Και ως τέτοια πρακτική, βέβαια, το χιούμορ δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ουδέτερο: από τον πιο κραυγαλέο χαβαλέ μέχρι τις λεπτότερες, υπαινικτικές και πιο ευφάνταστες μορφές του, το χιούμορ που κάνουμε εκφράζει μια πολιτική θέση και στάση.

Ένα παράδειγμα: Χιουμοριστικοί τίτλοι όπως «Η κουτσή Μαρία υποψήφια δημοτική σύμβουλος» συνοδευόμενοι από την ανάλογη εικονογράφηση, ανεξάρτητα απ’ το αν το αποτέλεσμα είναι διασκεδαστικό ή όχι, εκφράζουν, για μένα, μια σαφώς συντηρητική (ή και αντιδραστική) πολιτική θέση. Δηλώνουν, συνειδητά ή μη, ότι η πολιτική –ακόμα και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης– δεν είναι μια διαδικασία στην οποία μπορεί (και πρέπει) να συμμετέχει ο καθένας, αλλά ένα προνόμιο για λίγους, υψηλά καταρτισμένους και μάλλον λευκούς, ετεροφυλόφιλους, αρτιμελείς και άντρες. Η Αριστερά, ωστόσο, διεκδικεί το αντίθετο: την εκπροσώπηση και τη συμμετοχή στην πολιτική όσο το δυνατόν περισσότερων (αριθμητικά και ποιοτικά) κοινωνικών κατηγοριών, με έμφαση στους πιο αδύναμους και αποκλεισμένους από τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη ζωή τους.

Η κουτσή Μαρία, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι μια ιδεώδης υποψήφια. Όχι επειδή –ούτε παρά το ότι– είναι μια γυναίκα με κινητικά προβλήματα. Αλλά επειδή –αν υποθέσουμε πως υπολείπεται από άλλους σε σπουδές και διοικητική εμπειρία– έχει οργανώσει και οργανωθεί σε δομές αλληλεγγύης, νοιάζεται και φροντίζει για τη γειτονιά της, έχει την ενέργεια, τη διάθεση και την ικανότητα να συμμετέχει στις συλλογικές αποφάσεις και να αγωνιστεί για να γίνουν πράξη. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους δηλαδή που η εκλογή της ως δημοτικού συμβούλου δεν θα είναι γι’ αυτήν η μόνη συνθήκη για να συνεχίσει να ενδιαφέρεται για την πόλη και τους ανθρώπους της· και ως εκ τούτου, δεν έχει ανάγκη από προσωπικές εκλογικές καμπάνιες σαν να μην υπάρχει αύριο.

[Μάνος Αυγερίδης, αναρτήθηκε στα ΕΝΘΕΜΑΤΑ: http://enthemata.wordpress.com/ ]

(Εν όψει των εκλογών) Μαδώντας τη μαργαρίτα: να τους ψηφίσω ή να τους μαυρίσω;

$
0
0
«Έτσι κι άλλως, για να το πούμε Καβαφικώς, όλοι βλάπτουν την Ελλάδα εξ ίσου. Πάρε ως παράδειγμα τη σύνταξή σου»… Μα είναι δυνατόν σήμερα να μην ξέρει κανείς τι να πράξει: να φθάσει προ της κάλπης ή περιφρονητικά να της γυρίσει την πλάτη; Γνωρίζω το σκεπτικιστικό σλόγκαν που επικαλούνται οι οπαδοί της αποχής, και το οποίο σλόγκαν φθέγγεται τα έξης: «Μην πάτε να ψηφίσετε· οι ίδιοι θα βγούνε». Γνω­ρίζω, όμως, και το οικολογικό: «Μη ρυπαίνετε το περιβάλ­λον. Ρίχτε την ψήφο σας στην κάλπη». Ωστόσο, για να σοβαρευτούμε, αυτοί οι εξυπνακισμοί που είχαν πέραση επί δεκαετίες στην εκάστοτε νεολαία, μας οδήγησαν στο καθεστώς των ιδίων κομμάτων και προσώπων. Ή,  κι αν αλλάζουν τα πρόσωπα, να τα διαδέχονται φεουδαρχικώς οι κλώνοι τους. Ακόμη κι όταν εμφανίζονται νέ­οι πολιτικοί σχηματισμοί, αποτελούνται -κατά κανόνα- από αποδασμούς (= μέλη) άλλων κομμάτων ή σχημάτων. Έτσι ο πολιτικός μας χώρος μοιάζει με καλειδοσκόπιο. Δεν θεωρώ τις εκλογές πανάκεια. Αλλ’ ούτε τις υποτιμώ. Θαρρώ ότι το λάθος δεν  βρίσκεται στα πολιτικά κόμματα (καλά η κακά) αλλά στους ψηφοφόρους. Όχι διότι αυτοί τα επέλεξαν, αλλά διότι αυτοί επέλεξαν λάθος πρόσωπα


Ακόμη δεν  είχαν σβήσει τα πρώτα χαμόγελα της άνοιξης. Ο Ευθύφρων, όχι ο αρχαίος μάντις και μαθητής του Σωκράτη, παλαιός και ομήλικος φίλος περιπατούσε στο αλσύλλιο της γείτονας περιοχής εν μέσω αυτοφυών εαρινών ανθέων. Κρα­τούσε λευκή μαργαρίτα, την όποια μαδούσε μετά προσοχής και υποτονθόρυζε (= κρυφομουρμούριζε) μονοτόνως, όπως οι Ινδοί τη λέξη «ομ», «ομ», κάποιον ασαφή ρηματικό τύπο.
Πέρασε από το μυαλό μου αμαρτωλός ο υποτοπασμός (υπόνοια): «Βρε μπας: Και σ’ αυτή την ηλικίαν;». Αλλά κα­τά το παροιμιακόν. «ρως χρόνια δέν κοιτ».
Και θυμήθηκα τον «σεβντά» του 80χρονου Γκαίτε προς καλλίμορφον νεανίδα και του ημέτερου Παλαμά προς την μουσόληπτον Ραχήλ. Και να ’ταν μόνον αυτοί; Επλησίασα ακρονυχί τον Ευθύφρονα. του είπα περιγελαστικά:
- «Δεν αισχύνεσαι. ω τυμβογέρον, σε αυτή την ηλικία, που κανονικά θα έπρεπε να προπονείσαι για πτώμα και να παίρνεις μέτρα για κάσσα, να μαδάς τη μαργαρίτα και να διερωτάσαι σαν νεανίσκος, αν σ’ αγαπά ή σε απατά η δίμετρη Ουκρανέζα που σε υπηρετεί; Αυτή, για να στο πω αρχαϊστί είναι “κάσσα” σωστή. Όλη η γειτονιά το ξέρει».
Πιθανώς, αυτό που δεν  ξέρει ο αναγνώστης είναι πως στην αρχαία αργκό «κάσσα» λεγόταν η γυναίκα ευτελών ηθών και ευτελούς τιμής!
Ο Ευθύφρων με κοίταζε με το βλακώδες ύφος των χοντρών αγαλμάτων του Βούδδα:
- «Προς Θεού, εψέλλισε, πώς έβαλες τέτοιες βέβηλες σκέψεις στο μυαλό σου; Η αμηχανία μου δεν  είναι ερωτι­κή, είναι πολιτική. Τρεις μαργαρίτες έχω μαδήσει και τις ρωτώ: να πάω, να μην πάω;».
Τον διαβεβαίωσα ότι ο πηγαιμός του στον κάτω ή στον πολύ πάνω κόσμο δεν  απόκειται στη δική του βούληση, αλλά στις βουλές του Υψίστου, οι όποιες εν πολλοίς μας είναι άγνωστες. Έμεινα, όμως, με την απορία: σε τι συνί­σταται η πολιτικότητα μιας μεταβάσεως στα Τάρταρα ή στα ουράνια; Και ζήτησα, όπως θα έκανε διά της μαιευ­τικής μεθόδου ο Σωκράτης, εξηγήσεις.
Ο Ευθύφρων, ωσάν να είχε μπροστά του εξομολογητή, διέλυσε τις απορίες μου. Το δίλημμά του, να πάει ή να μην πάει, υπό στενή πολιτική έννοια, αφορούσε στις μέλλου­σες εκλογές. Να πάει ή να μην πάει να ψηφίσει;

«Έτσι κι άλλως, μου είπε Καβαφικώς, όλοι βλάπτουν την Ελλάδα εξ ίσου. Πάρε ως παράδειγμα τη σύνταξή σου».

Η σύνταξή μου, μικροτέρα λακωνικής επιστολής, ελάχι­στα με απασχολεί. Με έβαλε όμως σε σκέψεις η στάση του φίλου μου. Καθότι ο Ευθύφρων, ως ευθύφρων, είχε ευθέα φρονήματα. Σταθερές αρχές. Πώς ήταν δυνατόν αυτός ο βα­θύτατα πολιτικός, να περιήλθε στην κατάσταση του Όνου του Μπουριντάν και να μην ξέρει τι να πράξει: να φθάσει προ της κάλπης ή περιφρονητικά να της γυρίσει την πλάτη;
Γνωρίζω το σκεπτικιστικό σλόγκαν που επικαλούνται οι οπαδοί της αποχής, που σ’ ένα δοκίμιό μου τους έχω ονομάσει «απέχηδες», και το οποίο σλόγκαν φθέγγεται τα έξης: «Μην πάτε να ψηφίσετε· οι ίδιοι θα βγούνε». Γνω­ρίζω, όμως, και το οικολογικό: «Μη ρυπαίνετε το περιβάλ­λον. Ρίχτε την ψήφο σας στην κάλπη».
Ωστόσο, για να σοβαρευτούμε, αυτοί οι εξυπνακισμοί που είχαν πέραση επί δεκαετίες στην εκάστοτε νεολαία, μας οδήγησαν στο καθεστώς των ιδίων κομμάτων και προσώπων. Ή,  κι αν αλλάζουν τα πρόσωπα, να τα διαδέχονται φεουδαρχικώς οι κλώνοι τους. Ακόμη κι όταν εμφανίζονται νέ­οι πολιτικοί σχηματισμοί, αποτελούνται -κατά κανόνα- από αποδασμούς (= μέλη) άλλων κομμάτων ή σχημάτων. Έτσι ο πολιτικός μας χώρος μοιάζει με καλειδοσκόπιο.
Δεν θεωρώ τις εκλογές πανάκεια. Αλλ’ ούτε τις υποτιμώ. Θαρρώ ότι το λάθος δεν  βρίσκεται στα πολιτικά κόμματα (καλά η κακά) αλλά στους ψηφοφόρους. Όχι διότι αυτοί τα επέλεξαν, αλλά διότι αυτοί επέλεξαν λάθος πρόσωπα.
Ας μην πάμε στις ελάχιστες μονοεδρικές περιοχές όπου η επιλογή είναι περιορισμένη. Ας σταθούμε στις πολυεδρικές και συγκεκριμένα στη Β΄ Περιφέρεια Αθηνών. Είναι δυνατόν όλοι οι υποψήφιοι να ήσαν σκάρτοι; Δεν υπήρχαν καλοί, ικα­νοί, με επαρκή γνώση των πολιτικών, των οικονομικών και των πολιτιστικών θεμάτων; Ποιο, όμως, ήταν το κριτήριο της επιλογής: η ικανότητα ή αναγνωρισιμότητ;
Μπροστά μας έχουμε Δημοτικές εκλογές και εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο, όπου λαμβάνονται όλες οι μεγά­λες αποφάσεις. Ας αφήσουμε προς το παρόν τις Δημοτικές και ας περιορισθούμε στις «ευρωεκλογές».
Φέτος για πρώτη φορά έχουμε το δικαίωμα της σταυροδοσίας. Είναι μία κατάκτηση που, αν την αξιοποιήσου­με, μπορεί να φέρει επανάσταση μέσα στα κόμματα. Τα οποία, θέλοντας μη θέλοντας, θα προσφύγουν και σε πρό­σωπα με στοιχεία φερεγγυότητας και σοβαρότητας. Να γνωρίζουν τα ευρωπαϊκά θέματα, αλλά και τα δικά μας εθνικά θέματα· να γνωρίζουν τουλάχιστον δύο ξένες γλώσσες και επαρκώς την Ελληνική στη διαχρονία της,  επίσης ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία, τέχνη και λογο­τεχνία, ώστε να αποτελούν τους καλύτερους πρεσβευτές της χώρας μας στο εξωτερικό.
Φυσικά, στα ψηφοδέλτια έχουν περιληφθεί διασημό­τητες της στιγμής (αθλητές, ηθοποιοί, αοιδοί και οι γνω­στοί θαμώνες των καναλιών). Η αναγνωρισιμότητα εξα­κολουθεί να έχει βαρύτητα, διότι συμπλέει με την πολιτι­κή ανωριμότητα.
Προσωπικά, δεν  θα υποδείξω ποιο κόμμα να ψηφισθεί ή να καταψηφισθεί. Το αυτό πράττω και για τους υποψή­φιους δημάρχους και περιφερειάρχες. Μια τέτοια υπόδει­ξη απάδει προς την πνευματική μου αποστολή. Αυτό που συνιστώ είναι μελέτη των προτάσεων και των προτεινομέ­νων προσώπων. Δεν είναι δυνατόν μέσα στο πλήθος των πολλών να μην υπάρχει ούτε ένας καλός.
Τέτοια περίπου είπα στον Ευθύφρονα που δεν  τόλμησε να μαδήσει τέταρτη μαργαρίτα. Τόλμησε, όμως, να με ερωτήσει:
- «Εσύ θα πας να ψηφίσεις;». Του υπενθύμισα την απάντηση που έδωσε ο Σοπενάουερ, που είχε ταχθεί υπέρ της αυτοκτονίας, όταν ρωτήθηκε από κάποιον, γιατί ο ίδιος δεν  αυτοκτονεί:

- «Αγαπητέ, είπε, όταν με ερωτούν να τους δείξω ένα δρόμο, τον δείχνω, αλλά δεν  είμαι υποχρεωμένος να τον ακολουθήσω».
Ευφυής απάντηση, αλλ’ οι ευφυείς απαντήσεις δεν αποτελούν και ευφυείς υποδείξεις.

[ΠΗΓΗ: Σαράντος Καργάκος, Ιστορικός, συγγραφέας αναρτήθηκε στο Ιστολόγιο του :  http://www.sarantoskargakos.gr/ ]

ΚΑΝΕ ΑΛΜΑ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΟ ΑΠΟ ΤΗ ΦΘΟΡΑ…

$
0
0
... πιστεύοντας ότι ίσως ΔΕΝ ΕΓΕΝΝΗΘΗΚΕΝ ΑΚΟΜΗ Ο ΜΑΓΕΛΛΑΝΟΣ ΕΝΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ (Οδυσσέας Ελύτης)

Με τούτο το μεστό σε περιεχόμενο στίχο από το σκηνικό ποίημα «Μαρία Νεφέλη», αν ζούσε σήμερα ο μελωδός του νέου Ελληνισμού, ο Οδυσσέας Ελύτης, θα μας προέτρεπε να αντιμετωπίσουμε την αδυσώπητη πραγματικότητα που βιώνουμε και την οδυνηρές της συνέπειες. Και θα απέτρεπε τους Ταρτούφους της πολιτικής, όλους αυτούς τους ημιμαθείς που τους απολείπει το ακατάβλητο της ψυχής και το πολιτικό θάρρος, από το ύψος της αναίδειας και της κυνικής θρασύτητας τους, να «λειαίνουν» τον ξύλινο λόγο τους χρησιμοποιώντας ρήσεις του.

Και πρώτιστα θα το απαγόρευε στον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος μάλιστα σε περίοπτη θέση στο γραφείο του επιδεικνύει μια φωτογραφία του με τον μεγάλο, ποιητή, όταν τον είχε συναντήσει την εποχή της... πολιτικής του νιότης. 

Και θα τους απέτρεπε να χρησιμοποιούν τους στίχους και τις ρήσεις του, γιατί οι ρήσεις γενικώς των μεγάλων ανδρών, οι οποίοι υπήρξαν μάρτυρες αλήστων αληθειών του λαού τους, είναι μαρτυρίες που στέφουν και κραταιώνουν την ανθρώπινη δημιουργία. Και η ποιητική μαρτυρία του Οδυσσέα Ελύτη είναι μουσικός ύμνος και αναπαλμός των συγκινητικότερων στιγμών της συνείδησης, γιατί εκφράζει το μεταρσιωμένο λόγο των πραγμάτων και των βιωματικών καταστάσεων. Καθιστά δε την αντίληψη του χωροχρόνου ρυθμική και μουσική διάρκεια. Περιρρέει τη συνειδησιακή αμεσότητα με τα αειθαλή νήματα της μούσας και αποδεικνύει ότι η ποίηση είναι πραγματικά ύψιστη λειτουργία ζωής!

Με τον μελωδό του νέου Ελληνισμού θα ασχοληθεί σήμερα τούτη η γραφίδα, δύο μέρες πριν την πρώτη εκλογική αναμέτρηση, χωρίς να αγνοεί τις επιφατικές πολιτικές εξελίξεις και τους προεκλογικούς διαξιφισμούς, τα εκβιαστικά πολιτικά διλήμματα και τις αντιδράσεις των «γελωτοποιών» της πολιτικής, που όμως ανήκουν στη δικαιοδοσία της ευφάνταστης γραφίδας ενός επιθεωρησιογράφου. 

Ο Ελύτης δεν είναι μελωδός του νέου Ελληνισμού, γιατί ζωγραφίζει ποιητικά το νεοελληνικό χώρο και τα μυστικά του. Αυτό δεν αρκεί. Εγκλείει και αγγέλλει συχνά το ιστορικό Ελληνισμό, αφού επικαλείται τον Όμηρο, τους Χριστιανούς υμνωδούς, το εορτολόγιο, τη μακραίωνη παράδοση της πατρίδας του. Ωστόσο, δεν φιλοσοφεί, ούτε και απαιτείται κάτι τέτοιο για να καταξιωθεί ο ποιητικός λόγος. Ό,τι προηγείται όμως αγγέλλει και βεβαιώνει καταξιωμένη θέα, διαθλάται ως ποιητική μαρτυρία με αξιοπρόσεκτη φορά.

Το λυρικό τραγούδι του Ελύτη είναι πλέρια ελληνικό. Ολόδροσο, με παιδική και στίλβουσα χάρη, συνομιλεί με τους αέρηδες, σκηνώνει αδιάστατα στο Αρχιπέλαγος, προσλαμβάνει τους ιριδισμούς των άφθονων χρωμάτων και αποχρώσεων και πεζεύει στην ηπειρωτική πατρίδα μετά το πότε νηφάλιο και πότε μεθυσμένο αρμένισμα στα αγαπημένα νησιά του Αρχιπέλαγους. Δεν του αρκεί όμως ο περίπλους, όσο γοητευτικός και ποιητικός κι αν είναι, κατασιγάζει για να ακούσει τους Ολύμπιους, ακροάζεται τους απόηχους του Τρωικού πολέμου, μελλίζει κάποιες αινιγματικές φράσεις Ελλήνων φιλοσόφων της Μικρασίας, στηθοσκοπεί το μήνυμα του αρχαίου Ελληνισμού.

Στο μεταίχμιο του ενθάδε και του επέκεινα, του εδώθε και του εκείθε, ο ποιητικός λόγος του Ελύτη στήνει την πρόσκαιρη σκηνή του γιατί, το ξέρει, σε λίγο, θα μετοικίσει. Ωστόσο, το τοπίο, οι ήχοι, τα χρώματα, οι φωνές, οι σάρκες και η παιδεία μυρίζουν Ελλάδα, με την οποία ο Ελύτης δένεται συνεχώς. Κι όμως, πέρα από το λυρισμό και από τις εξάρσεις υπάρχει κάτι σημαντικότερο, κάτι που καταξιώνει την ποίηση του Ελύτη και ουσιαστικά: Ο ποιητής γνωρίζει τη φωνή της πατρίδας και στις δύσκολες ώρες και στιγμές της, στο μέτωπο, στον πόνο, στο σπαραγμό, στη δοκιμασία. Και εκεί βρίσκει τη δύναμη να την υμνήσει, γιατί τη βλέπει μαχόμενη, ζωντανή, μεταρσιωμένη. Μελωδός του νέου Ελληνισμού, χωρίς ωστόσο να είναι ποιητής διθυράμβων ή ραψωδός, έδωσε ωραιότατους στίχους που κρατύνουν το φρόνημα και αναγεννούν μακάριους και γλυκοιμισμένους πόθους...

Υπάρχει όμως και η άλλη φωνή του ποιητή, η οποία νεύει, σιγοπροβάλλει, αλλά δεν προφταίνει να μιλήσει. Τα ρόδα, οι άνεμοι και οι γαλάζιες ακτές την πνίγουν ή μάλλον την καθιστούν λυγερή, έτοιμη να ντυθεί το μανδύα του λυρισμού. Γι'αυτό ακριβώς η τραγικότητα, όσο κι αν φαίνεται στον κόσμο του ποιητή, είναι ισχνή, σχεδόν απούσα, πέρα από τις υποσχόμενες νύξεις της. Αν βέβαια βαθύνουμε στο απώτερο μήνυμα του Ελύτη, θα δούμε πως προσέλαβε τόσο έντονα τον Ελληνισμό και ιδιαίτερα το σύγχρονο, που αυτή η πρόσληψη προσφέρει στην ποίηση του αυτοδυναμία και την κάνει θαυμαστή μαρτυρία.
Ο ποιητής δεν είναι μόνο ηλιοπότης, είναι επόπτης της μεταφυσικής της αίσθησης. Είναι ποιητής κι αυτό σημαίνει πως συγκλονίζεται από τα ιστορικό συμβαίνον, χωρίς να ξεχνιέται στις απλές λυρικές περιχύσεις. Είναι άξιος της ποιητικής ακροβασίας!

Εκλογές την Κυριακή, κι ας «συγκλονιστούμε» κατά το ελάχιστον από το «ιστορικό συμβαίνον». Κι ας μας διαπεράσει η ρήση του Ελύτη, που εικονογραφεί τούτο το κείμενο και αποτελεί την πλέον δυναμική προτροπή, για την απαλλαγή από την πολιτική «βαρβαρότητα». Όλα πλέον είναι στο χέρι μας, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, δικαιολογώντας τα αδικαιολόγητα ως απότοκο της απάθειας και του Μυθριδατισμού μας, ως πρόσχημα για τη φοβική μας στάση...

Ας κάνουμε επιτέλους άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά, διότι αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ’ τη Γη ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της

[ΠΗΓΗ: Στυλιανός Σύρμογλου, από τη σελίδα του στο Facebook- η ανάγνωση μπορεί να συνοδεύεται με τους ήχους από τα ΜΑΘΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ του Λουκιανού Κηλαηδόνη: http://youtu.be/yuW2ObkntzI ]

Το δικαίωμα των δικαιωμάτων: τι χαριτωμένο πράγμα είναι να είσαι άνθρωπος

$
0
0
Τα δικαιώματα όμως συνυφαίνονται με ισομεγέθεις ευθύνες. Να λογαριάζεσαι (από τους άλλους και από τον εαυτό σου) σαν άνθρωπος δεν είναι μόνο δικαίωμα, αλλά και ευθύνη. Το πρώτο μάς αρέσει, το δεύτερο αποφεύγουμε να το ομολογούμε. Το «ως χαρίεν άνθρωπος» του αρχαίου ποιητή, έχει δύο όψεις, τη μια φανερή, την άλλη αφανή: -Τι χαριτωμένο πράγμα είναι να είσαι άνθρωπος!- Αλλά και τι βαρύ, τι ασήκωτο πράγμα είναι να είσαι άνθρωπος



[...] Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι γνωρίζουμε αυτό τον τύπο, ξέρουμε ποιο είναι αυτό το «δικαίωμα των δικαιωμάτων». Μας το έχει παραδώσει ένας μεγάλος φιλόσοφος των νεωτέρων χρόνων, o Εμμανουήλ Kant, σε μια κλασική για τη λιτότητά της διατύπωση. Κοίταξε -μας είπε- να ενεργείς και να αισθάνεσαι έτσι, ώστε ποτέ να μη μεταχειρίζεσαι τον άνθρωπο ως μέσο αλλά πάντοτε να τον έχεις σκοπό στις προθέσεις και στις πράξεις σου. Δεν έχω συναντήσει ως τώρα πιο υψηλόφρονη προτροπή, που να δείχνει τέτοιαν εμπιστοσύνη και τόσο σεβασμό στον άνθρωπο σαν άνθρωπο. Εάν τη μεταφέρουμε στο σχήμα του ορισμού [του ανθρώπου] και τη συσχετίσουμε με την παραπάνω ανάλυσή μας, θα έχουμε την εξής απλή και συνάμα βαρυσήμαντη φόρμουλα: «Άνθρωπος είναι το μοναδικό μέσα στο γνωστό μας σύμπαν ον που έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να λογαριάζεται πάντοτε ως σκοπός και ποτέ ως μέσον». Αυτή -θα παραδεχτούμε- είναι η γλώσσα του γνήσιου ουμανισμού. Κανένας «σκοπός», όσο ψηλά κι αν τον τοποθετήσουμε, με όσην αίγλη κι αν τον περιβάλουμε, δεν μπορεί να δικαιολογήσει εκείνον που θα χρησιμοποιήσει τον άνθρωπο ως μέσον για την πραγματοποίησή του. «Μέσα για κάποιο σκοπό» μπορούν (και στην ανάγκη, επιβάλλεται) να γίνουν όλα τα όντα εκτός από ένα: τον άνθρωπο. Αυτός οφείλει να είναι, και δικαιούται να απαιτήσει να είναι, μόνο σκοπός. Η αξία του δεν αντικατασταίνεται με τίποτα. Δεν μπορεί να αποτιμηθεί με καμιάν άλλη. Είναι το μέτρο των άλλων αξιών. Εκείνος λοιπόν που τον κατεβάζει από το υψηλό επίπεδο του απόλυτου «σκοπού» στο χαμηλό επίπεδο του σχετικού «μέσου», ή αυτός που αυτοκαταδικάζεται (από βλακεία ή ανανδρία) σε «μέσον προς άλλο σκοπό», αναιρεί, καταλύει, «σκοτώνει» τον άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο. Μεγαλύτερη βλασφημία, βαρύτερο έγκλημα δεν υπάρχει.  [Ε. Π. Παπανούτσος]
Viewing all 535 articles
Browse latest View live