Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all 535 articles
Browse latest View live

ΕΚΑΝΑ ΕΝΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΟ, ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΒΗΜΑ ΕΓΡΑΨΑ ΒΛΗΜΑ (τι νόημα έχουν όλα αυτά;):

$
0
0
Δυσκολεύομαι να σκηνοθετήσω μια ένθεη: Η Μπλανς Επιφανί χαμογέλασε από εκεί που τις παρακολουθούσε. Παρθένος και γυμνή, ως συνήθως, πηδιόταν με έναν πύραυλο βανίλια-σοκολάτα. «Είναι αυτό που λέμε λιώσε», σκέφτηκε μουρμουρίζοντας μια μουσική του Μάνου Χατζιδάκι…Χτες τη νύχτα, γύρω στις τρεις παρά, δεν είχα ύπνο. Πήγα και βρήκα το Γιώργο που ήταν κι αυτός ξύπνιος και με μετέφερε σε μια σκηνή όπου ήταν μεσημέρι. Αρχίσαμε να κάνουμε αεροπλανάκι κατεβαίνοντας την πλευρά ενός λόφου που κατέληγε σε μια λίμνη. Απόρησαμε την ελαφρότητα των σωμάτων μας. Παρόλο που τρέχαμε ήταν σαν να πετάμε. Μετά ανακαλύψαμε μια συναυλία του Νίκου Παπάζογλου, στην οποία μπήκαμε συνεχίζοντας το αεροπλανάκι. Ήταν ωραία, μόνο που ο Νίκος έλεγε όλα τα τραγούδια μισά…  Βρίσκω πως οι φωτογραφίες του Araki είναι ό, τι πιο εκλεπτυσμένο υπάρχει στο χώρο της ερωτικής φωτογραφίας παγκοσμίως: Κορίτσια με σκοινιά, αγόρια εν στύσει, αγοροκόριτσα εν εξάρσει. Λουλούδια!.. Μετά φύγαμε από την εικόνα που έκανε μεσημέρι και γυρίσαμε σπίτι, όπου… [σκόρπιες αποστροφές από το Ιστολογιο ΤΡΕΙΣ ΕΥΧΕΣ και ΚΑΤΑΙΔΡΩΜΕΝΕΣ - ART by ARAKI]



ΟΠΟΥ ΑΡΧΙΣΑ ΝΑ ΤΡΩΩ ΚΑΤΙ ΠΙΤΣΕΣ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΨΩΝΙΣΕΙ Η ΒΟΥ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΒΡΑΔΙΝΟ
3.Κατά τις τρεις και, αφού τελείωσε η βόλτα, με θέρισε η πείνα. Σκέφτηκα να σηκωθώ και να πάω να φάω μακαρόνια με κιμά. Για αντιπερισπασμό με έβαλα να σκεφτώ πώς φτιάχνεται ο κιμάς βήμα προς βήμα κι έτσι δεν σηκώθηκα. Ο αυτοεκβιασμός είναι πολύ μεγάλο πράγμα.

5.Ένα καλοκαίρι, Αύγουστος μάλλον, βρισκόμουν στο σπίτι των γονιών μου. Εκείνοι ήταν στην αυλή και συζητούσαν με κάτι θείους μου. Ήταν η εποχή που δεν είχαν χτυπήσει ακόμα οι συμφορές και όλα ήταν ωραία. Μια ξαφνική ημικρανία με έκανε να διπλωθώ στα δύο. Η μάνα μου έλεγε πως ήταν μάτι και μου έκανε βουντού. Εγώ είχα μεταμορφωθεί σε Τζακ Νίκολσον με το τσεκούρι, μέχρι που στο τέλος το τσεκούρι προσγειώθηκε στο κεφάλι μου και έγινα ο τσακισμένος Τσακ. Τίποτα καλύτερο για τις ημικρανίες από έναν βαθύ, κενό ύπνο.

7.Το τέλος του κόσμου θα έρθει όταν θα αρχίσει να μετατοπίζεται η Αυστραλία στο χάρτη. Εκείνη την ώρα θα βρίσκομαι σε ένα ζαχαροπλαστείο και θα ψωνίζω αμυγδαλωτά. Η πωλήτρια θα μου λέει πόσο συμπαθητική με βρίσκει ενώ κάτω από τα πόδια μας θα έχουν ήδη αρχίσει να κυλάνε τα νερά του Ινδικού ωκεανού.

8.«Έχω ξεμείνει από φαντασιώσεις», είπε η κοπέλα στην τσατσά κι εκείνη βάλθηκε να την συνετίσει. «Υπάρχει κάτι πιο διεγερτικό από το να πηδιέσαι σε ένα μπουρδέλο;», την ρώτησε αυστηρά και της έριξε μια ξυλιά στον κώλο.
10.Τι νόημα έχουν όλα αυτά κανείς δεν ξέρει

Οι λέξεις που έντυσαν την εικόνα των στοχασμών είναι από το ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ 3 ευχές και καταϊδρωμένες: http://thethreewishes.wordpress.com/ με μια εικαστική σύνθεση ανάμεσα στις λέξεις να εγκιβωτίζει ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ΟΥΡΑΝΟΥ  


Ο ΛΑΘΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΩΣΤΟΣ (αφού για να γράψεις σωστά πρέπει να έχεις ζήσει λάθος):

$
0
0
Αυτό είναι το σκάνδαλο για το οποίο ο πολιτισμός δεν μπορεί να κάνει καμιά σωτήρια σκέψη. Το μόνο που γνωρίζει είναι να μη δείχνει το δρόμο, αλλά την απατηλή παράκαμψη, να μην προσφέρει τον ύπνο αλλά το κρεβάτι, να δίνει βιβλία αλλά όχι την αλήθεια. Ολόκληρος συγκροτεί ένα ζωτικό και μείζον ψεύδος. Και ο ανά τους αιώνας ταξιδιώτης δεν βρίσκει πού να ξεκουράσει τον ίσκιο του… Κι ο Κωστής Παπαγιώργης είχε πάρει τη ζωή του λάθος και το ομολογούσε με μια ειλικρίνεια ασυνήθιστη: «Αν δεν πάθεις, δεν μαθαίνεις! Οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο. Με τον πόνο οι χαρακτήρες εξευγενίζονται, αντίθετα τα στραβόξυλα εξαχρειώνονται»… Κάπως έτσι, ο λάθος δρόμος, βύζαξε το σημαντικότερο δοκιμιογράφο που έβγαλαν τα ελληνικά γράμματα τα τελευταία πενήντα χρόνια… (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου ΠΕΡΙ ΜΕΘΗΣ του Κωστή Παπαγιώργη- ακολουθεί κείμενο του Δημοσθένη Κούρτοβικ για τον Κωστή Παπαγιώργη – ARTbySkevaArtemisandPavloStamatiadis)


ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΩΣΤΑ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΖΗΣΕΙ ΛΑΘΟΣ: Ένα κείμενο του Δημοσθένη Κούρτοβικ για το Κωστή Παπαγιώργη


Έχω μια προκατάληψη που, όπως υποψιάζομαι, μοιράζομαι με τον Κωστή Παπαγιώργη: πιστεύω πως για να γράψεις σωστά, πρέπει να έχεις ζήσει λάθος. Φυσικά, δεν υπάρχει κανένα λογικό επιχείρημα υπέρ μιας τόσο απόλυτης θέσης. Είπαμε, για προκατάληψη πρόκειται. Ωστόσο, ακόμη περιμένω από την παρατήρηση να άρει τη δυσπιστία μου όχι μόνο για τις εκφραστικές ικανότητες, αλλά και για το ψυχικό βάθος ανθρώπων που τους ήρθαν όλα δεξιά στη ζωή τους, που έκαναν πάντα τις σωστές επιλογές, που είχαν πάντα δίκιο, που διαπλάστηκαν μόνο με εκλεκτές εμπειρίες. Ως τότε, θα προσυπογράφω την άποψη του Παπαγιώργη ότι «Αν δεν πάθεις δεν μαθαίνεις. Οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο. Με τον πόνο οι χαρακτήρες εξευγενίζονται, αντίθετα τα στραβόξυλα εξαχρειώνονται».

Ο Παπαγιώργης πήρε τη ζωή του λάθος και το ομολογεί με μια ειλικρίνεια ασυνήθιστη, σχεδόν μοναδική για Έλληνα διανοούμενο, αν και δεν θα κινδύνευε να κατηγορηθεί για αυτοεπιείκεια αν πρόσθετε ότι πολύ συχνά οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι εξαρχής για τέτοια λάθη. Εν πάση περιπτώσει, η καλή μέρα δεν φαίνεται από το πρωί, αλλά ήδη από τα χαράματα, όταν ακόμη αντικρίζουμε τον κόσμο αγουροξυπνημένοι: «φιλάσθενο, μίζερο, προβληματικό παιδί», όπως λέει ο ίδιος, με το αίσθημα (που το απολάμβανε κιόλας) ότι είναι «υπεράριθμος, παιδί του Καιάδα», φοβερά ανορθόγραφος (μολονότι γιος αυστηρού δάσκαλου), αριστερόχειρας, που πλήρωσε την καταναγκαστική στροφή στη δεξιοχειρία με βραδυγλωσσία. Φοιτητής στο Παρίσι, αργότερα, ενώ γύρω του βουίζει ο Μάης του '68, κλείνεται σε μια σοφίτα και διαβάζει μανιωδώς φιλοσοφικά συγγράμματα, που «απαλλοτριώνει» από τα βιβλιοπωλεία. «Τόσο πιεστικά και τόσο άγονα δεν ξαναδιάβασα ποτέ στη ζωή μου», λέει σήμερα. Καρπός αυτής της φάσης θα είναι δυο μελέτες, για τον Πλάτωνα και τον Χάιντεγκερ, τις οποίες έχει εδώ και καιρό αποκηρύξει, γιατί, όπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Διαβάζω, «όταν διάβασα το βιβλίο [για τον Χάιντεγκερ] και κατάλαβα ότι εγώ απουσίαζα, πήρα όρκο ότι θα μετανοήσω».

H μετάνοιά του, αλλά περισσότερο ίσως το αίσθημα ότι «απουσίαζε» γενικά, διαλύεται στο αλκοόλ, που τον απαλλάσσει και από το πρόβλημα της βραδυγλωσσίας, τον φέρνει όμως, κοντά στα σαράντα του, ένα βήμα από τον τάφο. Και τότε όλα αλλάζουν. Ο Παπαγιώργης κέρδισε τελικά τη μάχη για τη ζωή (μα, τον ακούω να λέει, ποιος κέρδισε ποτέ τελικά αυτή τη μάχη;) και τα ελληνικά γράμματα κέρδισαν τον σημαντικότερο δοκιμιογράφο που έβγαλαν τα τελευταία πενήντα χρόνια. Τρόπος του λέγειν «έβγαλαν», γιατί τον συγγραφέα Παπαγιώργη δεν τον βύζαξαν τα ελληνικά γράμματα, αλλά τα παθήματά του, ο λάθος δρόμος που λέγαμε.
Ο σωστός δρόμος που βρήκε ο Παπαγιώργης για να εκφραστεί είναι η μακριά σειρά των ανθρωπολογικών δοκιμίων του, που αρχίζει, χαρακτηριστικά, με το Περί μέθης (1987), ίσως το γνωστότερο βιβλίο του, αν και πολλοί θεωρούν ότι το καλύτερο είναι, εξίσου χαρακτηριστικά, η μελέτη του για τον Ντοστογέφσκι. Όλα αυτά τα βιβλία είναι γραμμένα με συναρπαστικό τρόπο, γιατί ο συγγραφέας τους ακολουθεί μια αρχή την οποία διατυπώνει τέλεια στη συνέντευξή του στο Διαβάζω: «Δεν υπάρχει κάποιο πνευματικό ζήτημα που να μην μπορεί να εκτεθεί δραματικά - ακόμα και ένα πρόβλημα γεωμετρίας». Δραματικό δεν είναι μόνο το σχέδιο ανάπτυξης, αλλά και το ύφος: ο Παπαγιώργης αποφεύγει σχολαστικά την ξεθυμασμένη φρασεολογία του κοινόχρηστου λόγου, άλλο τόσο σχολαστικά όμως αποφεύγει την αφηρημένη, πομπώδη αλλά άσαρκη ακαδημαϊκή ορολογία, και η γλώσσα του έχει πολύ συχνά μια διαβρωτική λαϊκή εκφραστικότητα. Με τέτοια εκθαμβωτικά συγγραφικά προσόντα, βέβαια, ήταν μάλλον επόμενο να προσεχτεί λιγότερο ο «σκληρός πυρήνας» της σκέψης του Παπαγιώργη.

H οποία σκέψη επικεντρώνεται στις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, στην «ανάποδη των ανθρώπων». Οι ίδιοι οι τίτλοι ή υπότιτλοι των πρώτων «γνήσιων» έργων του είναι ενδεικτικοί: Περί μέθης, Το πάθος της ζηλοτυπίας, Οι ξυλοδαρμοί ή Μισανθρωπίας προλεγόμενα. Ουσιαστικά ο Παπαγιώργης βυθοσκοπεί το Κακό, και καλά κάνει. Όπως λέει ο ίδιος, «η ευτυχία δεν έχει βαθύτητα», γι\'αυτό η σημαντική λογοτεχνία δεν ασχολείται μαζί της (κάτι για το οποίο παραπονιόταν, άδικα όμως, προς το τέλος της ζωής του ο αγαπημένος φίλος του Παπαγιώργη Χρήστος Βακαλόπουλος). Οι ανομολόγητες, οι αθέμιτες παρορμήσεις της ανθρώπινης ψυχής κρύβουν βασικότερες, συμπαγέστερες και σταθερότερες αλήθειες για τη φύση της, όσο δυσάρεστο και αν είναι αυτό. Ο λάθος δρόμος στη ζωή είναι ευεργετικός για τη δουλειά του συγγραφέα επειδή περνάει ακριβώς μέσα από τέτοιες αλήθειες, τις οποίες η ρηχή συνείδηση αγνοεί και η αχρεία συνείδηση δεν μπορεί να δει, γιατί τις ενσαρκώνει.

O Παπαγιώργης, όμως, μοιάζει να το πάει πιο μακριά. «Ποτέ δεν πίστεψα», λέει, «ότι ένας άνθρωπος εννοεί πράγματι αυτό που λέει, ή ότι αισθάνεται πράγματι αυτό που αισθάνεται. H συνείδηση δεν έχει ουδεμία σχέση με την ευθύτητα». Σ'αυτό αναγγέλλεται όχι απλώς μια δυσπιστία, αλλά μια σχεδόν ιδεοληπτική άρνηση της δυνατότητας για επικοινωνιακή ειλικρίνεια, η πεποίθηση ότι πίσω από κάθε τι που φαίνεται θετικό και ευγενές κρύβεται κάτι αρνητικό και ευτελές, ότι το Κακό είναι η μόνη αλήθεια στον κόσμο και όλα τα άλλα αποτελούν «παρελκυστικές κινήσεις, ψυχικά μασκαρέματα».

Από εδώ ως τον κυνισμό δεν μένει παρά ένα βήμα. Έγραψα παλιότερα ότι στον Παπαγιώργη διακρίνει κανείς έναν κάποιο κυνισμό και μια αφ'υψηλού αντιμετώπιση της ανθρώπινης αγωνίας. Κομμάτι σοφότερος στο μεταξύ κι εγώ, αποσύρω εκείνο το «αφ'υψηλού» κ.λπ., γιατί ένας πονεμένος άνθρωπος (ο Παπαγιώργης είναι πολύ πονεμένος) δεν βλέπει ποτέ αφ'υψηλού τους άλλους, κι επιμένω για τον κυνισμό, διευκρινίζοντας όμως ότι το βήμα του Παπαγιώργη προς αυτόν μένει μετέωρο. Ο κυνικός είναι ένας απελπισμένος που θέλει να εκδικηθεί την πραγματικότητα προσπαθώντας να φαίνεται χειρότερός της. Ο Παπαγιώργης, για την ώρα, κάνει απλώς πως δέχεται τους όρους της: συμπεριφέρεται συμβατικά.
Δεν θέλω, ούτε είμαι σε θέση, να κάνω το ψυχογράφημά του (άλλωστε, ελάχιστα τον γνωρίζω προσωπικά). Υποπτεύομαι, όμως, πως εδώ βρίσκεται, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, η εξήγηση της παράδοξης, για έναν άνθρωπο με τέτοια φιλοσοφία, προσήλωσής του στις παρέες και στις εξωστρεφείς διασκεδάσεις. Έτσι τείνω να εξηγήσω επίσης την, όχι λιγότερο παράδοξη, στροφή του προς τον ελληνικό «αυτοχθονισμό», η οποία εγκαινιάζεται συγγραφικά το 1997, με τη μελέτη του για τον Παπαδιαμάντη, και συνεχίζεται με τα δύο πρόσφατα δοκίμιά του για την Ελληνική Επανάσταση.

Εκείνο που τράβηξε τον Παπαγιώργη στον Παπαδιαμάντη δεν είναι η ορθοδοξία, αλλά το πνεύμα της μικρής κοινότητας, όπως την περιγράφει ο Σκιαθίτης. Μιας κοινότητας όπου οι μικρές ανθρώπινες αδυναμίες αντιμετωπίζονται με επιείκεια και κατανόηση, ενώ οι μεγάλες αμαρτίες είναι αδιανόητες, γιατί είναι άγνωστη η ύβρις της εξατομικευμένης συνείδησης, της απομάκρυνσης από το κοινοτικό ήθος. Ο Παπαγιώργης πιστεύει, μαζί με τον Τέλλο Άγρα, ότι ο Παπαδιαμάντης ήθελε έναν «ελληνισμό χωρίς εθνισμό», δηλαδή μια ιθαγενή ταυτότητα χωρίς εθνική ιδεολογία. H Επανάσταση του 1821 υπήρξε μια καταστροφή (ιστορικά αναπόφευκτη), γιατί, με μοχλό το ιδεολόγημα της αποκατεστημένης επαφής με τον πολιτισμό των «αρχαίων ημών προγόνων», προώθησε στη θέση του υγιούς ιθαγενούς κοινοτισμού ένα κράτος κακέκτυπο των δυτικών εθνικών κρατών και στη θέση του αυθεντικού ντόπιου ανθρώπου έναν τύπο Έλληνα που ήταν και παραμένει καρικατούρα του Ευρωπαίου πολίτη.

Εδώ ο Παπαγιώργης μπερδεύεται κάπως, ακριβώς επειδή παραείναι έξυπνος και σκεπτικιστής για να μην υποψιάζεται πως και αυτή η θέση αποτελεί ιδεολόγημα. Αν ο ιθαγενής κοινοτισμός ήταν τόσο υγιής, γιατί ήταν ιστορικά αναπόφευκτο να σαρωθεί; Ο Παπαγιώργης οργίζεται μεν για την απαξιωτική στάση που διαμορφώθηκε απέναντι σε κάθε τι το ντόπιο, για την περιφρόνηση προς τον «ρωμιό» ως άνθρωπο πέμπτης κατηγορίας, ως τουρκομαθημένο υπάνθρωπο. Αλλά όταν ο Κωνσταντίνος Θέμελης τον ρωτάει μήπως αυτή είναι η αλήθεια για τον ρωμιό, απαντάει: «Πιθανότατα».

Προσθέτει, βέβαια, ότι «τότε με ευρωπαϊκά εμβόλια και καταβολάδες δεν φτιάχνεις κοινωνία». Τι γίνεται, όμως, αν πρέπει να τη φτιάξεις, γιατί δεν έχεις άλλη ιστορική επιλογή; Με τέτοιες καταβολάδες και με αντίστοιχα ιδεολογήματα φτιάχτηκαν αρκετά άλλα έθνη που προχώρησαν περισσότερο από εμάς, τόσο ώστε να μην έχουν πια ανάγκη τη διαρκή αναφορά στους ιδρυτικούς μύθους τους. Ο ίδιος ο Παπαγιώργης, μιλώντας στο Διαβάζω για τον προτεσταντισμό, λέει ότι ήταν μια επανάσταση ανυπολόγιστα μεγαλύτερη από τη γαλλική, διότι «στρέφει τον άνθρωπο προς την εργασία και του χαρίζει ένα αχανές αυτεξούσιο, [οπότε] αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε γιατί οι προτεστάντες πρόκοψαν τόσο πολύ, ενώ οι ορθόδοξοι της Ανατολής - στη Ρωσία για παράδειγμα - παγιδεύτηκαν». Όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στην Ελλάδα του Παπαδιαμάντη.

Πρόκειται ακριβώς για το πρόβλημα που συνειδητοποίησε ο Στέλιος Ράμφος, και προσπαθεί από τότε να βρει στην ορθόδοξη παράδοση στοιχεία που θα μπορούσαν να ευνοήσουν έναν επαναστατικό πνευματικό αναπροσανατολισμό ανάλογο εκείνου που επέφερε ο προτεσταντισμός. Ο Παπαγιώργης αντιλαμβάνεται πολύ καλά το δίλημμα, όπως δείχνουν οι αντιφατικές δηλώσεις του που παρέθεσα. Αλλά ανάμεσα σε δύο ιδεολογήματα, ένα εκσυγχρονιστικό κι ένα παραδοσιοκρατικό, προτιμά εκείνο που δεν αφήνει περιθώρια για επικίνδυνες περιπλανήσεις μιας ξεμοναχιασμένης συνείδησης, από τις οποίες τόσα και τόσα τράβηξε ο ίδιος. Αυτό είναι το σημείο συμβολής της προσωπικής περιπέτειάς του με τις περιπέτειες των ιδεών στη σύγχρονη Ελλάδα.


Το είπα και πρόσφατα, με αφορμή αυτό το βιβλίο: σημασία δεν έχει τόσο τι λένε οι άνθρωποι όσο γιατί το λένε. Οι απαντήσεις που δίνει ο Παπαγιώργης έχουν λιγότερη σημασία από τη γενεαλογία των ερωτήσεων τις οποίες αναγκάστηκε να θέσει στον εαυτό του. Και κανένας Έλληνας στοχαστής δεν μίλησε ως τώρα με τόση παρρησία, τόση διεισδυτικότητα και τόση μαεστρία για ένα τόσο πολύπλοκο και τόσο ερεβώδες θέμα

Το ΔΟΥΡΕΙΟΝ ΘΗΛΥ (που όχι μόνο ξύλινο δεν ήταν, αλλά με σάρκα ρόδινη, βελούδινη, κρουστή ένα βασίλειο μόνη της εκπορθεί)

$
0
0

Η αγάπη κάστρα καταλεί, μπεντένια ρίχνει κάτου και παλικάρια του σπαθιού τα ρίχνει του θανάτου (Αγνώστου)


Ήτανε κάποτε δύο βασιλιάδες που βασίλευαν σε όμορα βασίλεια και, όπως συνήθως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ήθελαν και οι δυο να καταργήσουν τα μεταξύ τους σύνορα, όχι για να συμβασιλέψουν σε ένα μεγαλύτερο βασίλειο, αλλά για να γίνει ο ένας από τους δύο, αφού θα εξολόθρευε τον άλλον , μεγαλύτερος βασιλιάς μεγαλύτερου βασιλείου.

Επόμενο ήταν λοιπόν να βρίσκονται, σχεδόν διαρκώς, σε εμπόλεμη κατάσταση και να διεξάγουν μάχες, που ωστόσο έληγαν πάντα με ισοπαλία, καθότι, καθώς φαίνεται, οι δυο στρατοί τους ήταν ισοδύναμοι. Λέω «σχεδόν διαρκώς» γιατί υπήρχαν και κάποιες περίοδοι ανακωχής ή, αν θέλετε, ειρήνης, όταν αμοιβαίως εξαντλούνταν οι οικονομικοί πόροι και το ανθρώπινο δυναμικό, δηλαδή όταν δεν υπήρχαν πλέον θησαυροί στα θησαυροφυλάκια και στρατιώτες στους στρατώνες των δύο αυτών επιφανών και φιλόδοξων βασιλέων.

Εδώ ωστόσο πρέπει να κάνω μια παρένθεση, για να πληροφορήσω τους αναγνώστες (πράγμα που έπρεπε να είχε γίνει από την αρχή) ότι τα δύο εν λόγω βασίλεια βρίσκονταν στην έξω και μακριά από εμάς εσπερία και στην ακόμη εξώτερη Νήσο Αλβιόνα, άκουγαν δε, το ένα στο όνομα Horn και το άλλο στο όνομα Corn.
Η πληροφορία δόθηκε, η παρένθεση έκλεισε, η ιστορία συνεχίζεται.

Σε μια λοιπόν από αυτές τις περιόδους ανακωχής ή, αν θέλετε, ειρήνης ο επιφορτισμένος με τη στρατολόγηση παλλακίδων αυλικός, κόμης Pander, περιπλανώμενος, εν υπηρεσία, με την ακολουθία του, στην κομητεία της Χορνουάλης, έπεσε πάνω σε μια χωριατοπούλα εκπάγλου ωραιότητος, που, με ανασκουμπωμένα μανίκια, μεσοφόρια και φουστάνια, έπλενε μ’ έναν κόπανο στην όχθη ενός ποταμού, ξεμπράτσωτη, γυμνοπόδαρη και ξαναμμένη, σκουτιά, βελέντζες και κιλίμια. Το όνομα αυτής Mayflower 
Σκουτιά, βελέντζες και κιλίμια τα πήρε ο ποταμός και την ωραία κόρη Mayflower την πήρε ο κόμης Pander, δώρο για να την πάει στον αφέντη του, τον βασιλιά του Horn, που, όταν τη ρίξανε στα πόδια του, ημίγυμνη, έχασε το μυαλό του απ'τα κάλλη της. Δεν το ’χασε ωστόσο εντελώς, γιατί ήταν πονηρός κι αμέσως είδε ότι στα χέρια του είχε, επιτέ¬λους, το όπλο που θ'αφάνιζε τον μισητό εχθρό του, τον βασιλιά του Corn. Χωρίς λοιπόν ούτε στιγμή να χάσει, φώναξε τις κυρίες των τιμών και τους παρέδωσε αυτό το αγριολούλουδο, με τη ρητή εντολή να το μεταμορφώσουνε σε τζοβαϊρι, άξιο να στολίζει στέμμα εστεμμένου. Δήλωσε δε, μαγαλοφώνως, ότι αυτή θα ήταν στο εξής, η ευνοούμενή του και όποιος ή όποια (και τόνισε ιδιαίτερα αυτό το όποια, γιατί στων θηλυκών τα μάτια είδε να λάμπει κιόλας του φθόνου η φλόγα) επιχειρούσε να πειράξει έστω και μια τρίχα της κεφαλής της, έστω και το πιο μικρό νυχάκι του πιο μικρού δαχτύλου των ποδιών της, θα αντιμετώπιζε την μήνιν της μεγαλειότητος του και την εσχάτη των ποινών.

Ωσάν βρεγμένες γάτες απεχώρησαν, πισωπατώντας, οι κυρίες των τιμών κι οδήγησαν στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της την καινούργια του στέμματος ευνοούμενη.
Την άλλη κιόλας μέρα, άρχισε η μεταμόρφωσή της από αγριολούλουδο σε τζοβαΐρι, άρχισε δηλαδή η διαπαιδαγώγησή της και, επειδή δεν ήταν μόνο πανωραία αλλά και πανέξυπνη, μέσα σ’ ένα χρόνο μόνο έμαθε να μιλά και να συμπεριφέρεται σαν γεννημένη σε παλάτι, να παίζει μαντολίνο, να άδει μαδριγάλια και, πάνω σε καμβά, περίτεχνα, πουλιά, λουλούδια κι ελάφια να κεντά με σταυροβελονιά. Διδάχτηκε επίσης κι αφομοίωσε (πράγμα πολύ σημαντικό για τους απώτερους σκοπούς του βασιλιά) την τοπική διάλεκτο του Corn.

Ολόκληρο το διάστημα αυτό, επί τριακόσιες δηλαδή εξήντα πέντε νύχτες μόνο μ’ αυτήν κοιμότανε ο βασιλιάς και, την τριακοσιοστή εξηκοστή και έκτη μέρα μάτωσε η καρδιά του όταν, εις ένδειξιν φιλίας και καλών προθέσεων, την έστειλε πεσκέσι στον βασιλιά του Corn. Έτσι 'ναι, βλέπετε, οι βασιλιάδες πάντοτε βάζουν το κοινό συμφέρον πά¬νω απ'την προσωπική τους ευτυχία.

Ο βασιλιάς του Corn, σαν είδε το θεσπέσιο θηλυκό, ένιωσε να του λύνονται τα γόνατα και την καρδιά του σαν τρελή να πεταρίζει. Ο ακαριαίος έρωτας τόσο πολύ τον τύφλωσε, ώστε ούτε στιγμή δεν πέρασε από το κεραυνόπληκτο μυαλό του η σκέψη ότι οι προθέσεις του αντιπάλου του μπορεί να μην ήταν τόσο καθαρές. Δεν ήξερε, ο άμοιρος, δεν είχε ως τότε μάθει πως η μεγάλη ομορφιά χέρι με χέρι με το θάνατο βαδίζει. Έτσι, ανυποψίαστος, άνοιξε και στους δυο την αγκαλιά του.  

Λόγια πολλά για να μη λέμε και χρόνο να μη κλέβουμε από την αιωνιότητα, μόλις η Mayflower διάβηκε σαν αερικό του παλατιού την πύλη, άλλαξε η τάξη των πραγμάτων κι ήρθαν τα πάνω κάτω στο βασίλειο του Corn. Ο βασιλιάς έπαψε να ασχολείται με τη διακυβέρνηση της χώρας κι άλλο δεν έκανε παρά να διοργανώνει γλέντια, τσιμπούσια και χορούς για χάρη της χαράς του, για της καρδιάς του την καρδιά, όπως ονόμαζε τη νέα ερωμένη του. Στο μεταξύ, αφού τόσο οι στρατηγοί όσο και οι λοιποί αξιωματικοί παίρνανε μέρος στα όργια, εγκατέλειπαν οι φρουροί τα πόστα τους και τα στρατόπεδα οι φαντάροι, σκότωναν οι αγρότες τους φοροεισπράκτορες και οι ληστές σκότωναν τους αγρότες κι άδειαζαν τα κελάρια τους. Όπως καταλαβαίνετε, σύντομα, πολύ σύντομα, είχανε γκρεμιστεί οι τέσσερις πυλώνες που στηρίζουνε συνήθως μια ευνομούμενη κοινωνία: ησυχία τάξη, ασφάλεια και οικονομία.

Ο βασιλιάς του Horn, σαν έμαθε από τους κατασκόπους του, που είχε στείλει επιτόπου, ότι το αχλάδι ήταν έτοιμο να σωριαστεί, με ένα «Αχ!», στο χώμα, εισέβαλε, με έναν μόνο λόχο, στο βασέιλιο του Corn κι έφτασε, δίχως ν’ ανοίξει ούτε ρουθούνι, ως τα ανάκτορα.

Είχε μόλις αρχίσει να χαράζει και, καθώς τις πόρτες τις ξεμπάρωτες άνοιγαν οι στρατιώτες, αντίκρισε ο βασιλιάς στου θρόνου την τεράστια σάλα πάνω σε πάγκους, σε ανάκλιντρα και σε τραπέζια, αλλά και καταγής, κορμιά ανδρών και γυναικών, γυμνά και ημίγυμνα, ατάκτως απ’ τη μέθη και τον ύπνο ερριμένα. Ο χώρος όλος έζεχνε κρασίλα, ξερατά, σπέρμα…

Πήρε μαζί του δυο ακολούθους και, δρασκελώντας τα ημιθανή κορμιά, για το βασιλικό τράβηξε κοιτώνα. Σαν έφτασε εκεί, άφησε έξω, ως φρουρούς, τους άνδρες του, μπήκε αθόρυβα μες το δωμάτιο, αθόρυβα έκλεισε την πόρτα πίσω του και αθόρυβα πλησίασε την κλίνη όπου, ντυμένοι μόνο με τη γύμνια τους, κείτονταν ο βασιλιάς του Corn  και η ωραία Mayflower. Δίχως κανένα δισταγμό, χωρίς να πει ούτε μια λέξη, σαν έτοιμος από καιρό, σήκωσε το σπαθί το φονικό και, κατεβάζοντάς το με ορμή πάνω στου κοιμισμένου εχθρού του το λαιμό, αξύπνητο τον έστειλε στον Άδη.

Από το γδούπο που ’κανε η κομμένη κεφαλή, καθώς στο δάπεδο έπεφτε, ξύπνησε αλαφιασμένη η καλλονή. Δεν κράτησε πολύ ωστόσο η ταραχή της… Όταν κατάλαβε τι είχε γίνει, χαμογέλασε, μ’ εκείνο το χαμόγελο που ’λυνε γόνατα και είπε: «Τα καταφέραμε, αγάπη μου, έτσι δεν είναι; Έκανα ό,τι μου ’πες και τα καταφέραμε, έτσι δεν είναι;»

«Ναι , έτσι ακριβώς, αλλά είσαι πόρνη, κεράτωσες το βασιλιά σου, εμένα, το βασιλιά του Horncorn!» της αποκρίθηκε αυτός και ξανασήκωσε το αμείλικτο σπαθί του.

 [«Το Δούρειον Θήλυ» από τη συλλογή διηγημάτων του Αργύρη Χιόνη ΕΧΩΝ ΣΩΑΣ ΤΑΣ ΦΡΕΝΑΣ και άλλες τρελές ιστορίες, εκδ. Κίχλη με τίτλο «Έχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες» - ART by ZANCAN Cinnamon Breath]

ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΝΟΥ και (αντιστικτικά) ο ΞΕΝΙΣΤΗΣ της Άννας Αφεντουλίδου (αφιερωμένος σ’ αυτόν):

$
0
0

Στο «Απομεσήμερο ενός Φαύνου», μια από τις… τρελές ιστορίες (όπως χαρακτηρίζονται στον υπότιτλο του βιβλίου του Αργύρη Χιόνη ΕΧΩΝ ΣΩΑΣ ΤΑΣ ΦΡΕΝΑΣ) ο αφηγητής, με παιγνιώδη και ενίοτε παρωδιακή διάθεση, θέλοντας να σατιρίσει το παράλογο της ύπαρξης και την ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής, αναφέρεται στο φόβο του επερχόμενου γήρατος και στην οδυνηρή παραδοχή της απώλειας της λίμπιντο εκ μέρους του αφηγητή τη στιγμή που επιτείνεται από τη σύγκριση «του οικείου χειμώνος με το παρακείμενο θαλερό θέρος» της νεαρής ερωμένης του. Πίσω από τον απλό μύθο προβάλλει ένα πυκνά υφασμένο δίχτυ αναφορών, οι οποίες αναδεικνύουν την αρχετυπικότητα του θέματος. Εκτός από τις ρητές αναφορές στον Μαλλαρμέ, τον Ντεμπυσσυ και το μεσαιωνικό, θαυμάσια «μετατονισμένο», ποίημα «Συζυγική ζωή», υπάρχουν και κάποιες λιγότερο εμφανείς. Για παράδειγμα, η στάση του αφηγητή που «ξύπνιος και γερμένος στο πλάι» περιεργάζεται το κορμί της νεαρής κοπέλας ανακαλεί τον εικονογραφικό τύπο του Σατύρου, που, γερμένος στο πλάι, κοιτάζει με λαγνεία την κοιμωμένη Αφροδίτη ή νύμφη. Παρόμοια στάση παίρνει και ο γέρος σύζυγος στο ιδιαιτέρως ποιητικό απόσπασμα από τη «Συζυγική ζωή»… Η παρουσία, στο τέλος του αφηγήματος της γνωστής επωδού «Ποτέ –ποτέ πια» από Το Κοράκι του Ε.Α. Πόε λειτουργεί αντιστικτικά προς το θέμα της γεροντικής λαγνείας… Το ίδιο θέμα αλλά ιδωμένο από την πλευρά της νεαρής κοπέλας διαπραγματεύεται με το δικό της ξεχωριστό τρόπο στην ιστορία της με τίτλο ΞΕΝΙΣΤΗΣ (αφιερωμένο Στο απομεσήμερο ενός Φαύνου του Αργύρη Χιόνη)  


πρώτη ιστορία: ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΣΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΝΟΥ του Αργύρη Χιόνη:  

Αυτή μόλις είχε κλείσει τα είκοσι τρία, αυτός πλησίαζε τα εξήντα. Αυτή είχε μόλις εκδώσει την πρώτη ποιητική συλλογή της, αλλά ανυπομονούσε ήδη για αναγνώριση, για καταξίωση. Αυτός, αφού είχε φτύσει αίμα και περάσει δια πυρός και σιδήρου, εθεωρείτο πλέον καταξιωμένος ποιητής και κριτικός.

Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο του Ιουλίου και ήσαν ξαπλωμένοι, ολόγυμνοι, επάνω στο κρεβάτι του. Πριν από λίγο, είχανε κάνει έρωτα, αυτή με βαθιούς στεναγμούς και πνιχτές καρυαγές «ηδονής», αυτός με ιδρώτα και άγχος για τη λειψή στύση του.

Αυτή είχε αποκοιμηθεί, αυτός, ξύπνιος και γερμένος στο πλάι, ρπος το μέρος της, άκουγε την ήσυχη, αμέριμνη ανάσα και περιεργαζόταν το κορμί της. Ο ύπνος την είχε κερδίσει σε ύπτια στάση, αλλά τα στήθη της δεν κρέμονταν δεξιά και αριστερά. Σφιχτά σαν λεμόνια, σημάδευαν με ρώγες όρθιες το ταβάνι. Τα μπράτσα ήσαν αλαβάστρινα, στομάχι και κοιλιά καμπύλωναν προς τα μέσα, χωρίς ωστόσο να εκθέτουν τα παϊδια του υπερκείμενου θώρακα. Το τρίχωμα του εφηβαίου κατάμαυρο, πυκνοϋφασμένο βελούδο, οι μηροί, κρουστοί, δεν ξεχέιλωναν πάνω στο στρώμα, το ίδιο και οι γάμπες. Τα γόνατα διακριτά και τέλεια σμιλευμένα. Όσο για τα πόδια –αχ, τα πόδια!- δυο κομψοτεχνήματα, με λεπτουργημένους αστραγάλους, τέλεια του πέλματος καμπύλη και ακροδάχτυλα σαν ρόδινες, στριφτές καραμελίτσες που σου ’ρχονταν να τις γλείφεις μέχρι να λίωσουν μες στο στόμα σου.

Απ’ τα δροσάτα πόδια της, στα μαραμένα τα δικά του πέρασε το βλέμμα του και, από κει, στις αχαμνές του γάμπες ανηφόρισε, στ’ αρθριτικά του γόνατα και στους σακουλιασμένους του μηρούς. Στο σμίξιμό τους, αντίκρισε, με δέος, τα τζούφια αρχίδια του, σταφανωμένα από γκρίζες γουρονότριχες, και λίγο πιο ψηλά, τη χαλαρή κοιλιά που, όπως ήτανε γερτός στο πλάι, πάνω στο στρώμα είχε κυλήσει. Μίσος και αηδία τον κατέλαβε για το παρηκμασμένο του κορμί. Η σύγκριση του οικείου χειμώνος με το παρακείμενο θαλερό θέρος τον τζάκιζε και, αφού ο ύπνος δεν έστεργε, ως παρατηρητήε, τα μάτια να του κλείσει, το χέρι άπλωσε κι απ’ τη βιβλιοθήκη πλάι στο κρεβάτι, ένα βιβλίο ανέσυρε, στην τύχη και στην τύχη (τι φρικτή, Θεέ μου τύχη!) στην εβδομηκοστή ένατη σελίδα το άνοιξε σελίδα κι άρχισε να διαβάζει: 

«Πάει κιόλας χρόνος από τότε που ο Φαρίντ πήρα τη Νάαμα γυναίκα, και κάθε πρωινό το αντρόγυνο κάτω απ’ τις αλέες τριγυρνά, που οι φυλλωσιές τους το ξανάνιωμα του έρωτα θροϊζουν.
Όμως εκείνοι προχωρούν, ο ένας πλάι στον άλλο, αργά-αργά, λες και ξεπροβοδίζουνε νεκρό στο μνήμα, λες και τη μουσική δεν αγρικούν των δένδρων, δίχως να λεν μια λέξη, δίχως ούτ’ ένα βλέμμα ν’ ανταλλάζουν.
Μέρα τη μέρα, της Νάαμας τα μάτια βαθουλώνουν, χλωμιάζουνε τα μάγουλά της.
Κι εγώ φαντάζομαι με πόση ηδονή θα αφουγκράζεται, μες τη σιωπή της νύχτας, πλαγιασμένη πλάι στον Φαρίντ, ολόγυμνη, το αργό, μα σταθερό έργο του θανάτου στου γέροντα το σώμα, το τρίξιμο το σιγανό που κάνουν οι κλειδώσεις του, καθώς μία προς μία, τις θρυμματίζει ο χρόνος, το αδιάκοπο της ύπαρξής του ξεχαρβάλωμα.
Όμως, το γλυκοχάραμα, όταν την παίρνει ο ύπνος, εκείνος γέρνει απάνω απ’ το κεφάλι της ομορφονιάς και, σαν θεριό που το μυαλό της λείας του ρουφά, τα χαρωπά της όνειρα ταράζει…»

Του ήρθε σκοτοδίνη, του ήρθε να σκοτώσει άνθρωπο. Σκότωσε μόνο ένα κουνούπι που’χε την ατυχία πάνω στην επίμαχη σελίδα να προσγειωθεί, την ίδια ακριβώς στιγμή που έκλεινε με πάταγο και καταγής πετούσε το βιβλίο.

Το λαχταριστό στο πλάι του κορμί λαχτάρισε, σήκωσε το κεφάλι από το μαξιλάρι και τρομαγμενο, ρώτησε: «Τι έγινε, αγάπη μου, τι έπαθες;» Τότε, αυτός την άρπαξε από τα μαλλιά, τα υπέροχα μεταξωτά μαλλιά της, και δυο απανωτά της έριξε σκαμπίλια, φωνάζοντας: «Μα πώς τολμάς, μα πώς τολμάς να είσαι τόσο νέα, τόσο ωραία;!». Ύστερα, πριν προλάβει ν’ αρθρώσει λέξη, φόρεσε ένα πανταλόνι, ένα πουκάμισο κι ένα ζευγάρι εσπαντρίλιες και πήρε τους δρόμους, να την αφήσει μόνη, να μην τη δει να φεύγει, να τον αφήσει, επιτέλους, μόνο.

Επέστρεψε μετά από μια ώρα. Το σπίτι ήταν άδειο. Ο Παίκτης Δίσκων Συμπαγών έπαιζε ακόμη το ψ. Πάντα στην επανάληψη το έβαζε εκείνο το κομμάτι, κάθε φορά που έκανε έρωτα. Ενίσχυε την ελλειπή του στύση, την έκανε πιο συμπαγή. Έτσι νόμιζε. Τώρα, ωστόσο, πλησίασε τη συσκευή και, μουρμουρίζοντας με κάποια θλίψη, είναι αλήθεια, αλλά με πιο πολλή ανακούφιση, «Ποτέ –ποτέ πια», την έκλεισε.


δεύτερη ιστορία: ΞΕΝΙΣΤΗΣ της Άννας Αφεντουλίδου (στον Αργύρη Χιόνη για το Απομεσήμερο ενός Φαύνου)

  
Ήταν η ενσάρκωση του αναγεννησιακού ιδανικού του Καθολικού Ανθρώπου. Τόσες γνώσεις, σε τόσα θέματα! Και τι ρητορική ικανότητα! με εκείνη την αξιοζήλευτη άρθρωση που λιαίνει τα σύμφωνα και στρογγυλεύει τα φωνήεντα! Αλλά και Δάσκαλος, πάντα πρόθυμος να μεταλαμπαδεύσει στους νέους ανθρώπους τις γνώσεις του. Και όχι μόνον αυτό! Ήταν επιπλέον η ενσάρκωση και του αρχαίου πνεύματος της φιλοξενίας. Συνεχώς φιλοξενούσε στο αρχοντικό του κάποιαν νέα από την επαρχία που δεν είχε πού να μείνει, για να μπορέσει να επωφεληθεί τόσο από τις πολύτιμες διαλέξεις, που συχνά πυκνά έδινε σε κάποιο Πανεπιστημιακό Ίδρυμα, όσο και από τις ανιδιοτελείς υψηλές γνωριμίες του

Είχε λοιπόν προσκαλέσει με μεγαθυμία και εμαυτήν, αμέσως μόλις του έστειλα το Βιογραφικό μου και μιαν ολόσωμη φωτογραφία, όπου ανέπτυσσα όλα τα πνευματικά μου ενδιαφέροντα… Σίγουρα ένας προστατευόμενος των Μουσών και του Ξενίου Διός! Ίσως γι’ αυτό του πήγαιναν όλα δεξιά και όχι γιατί ανένηψε της αριστεράς ιδεολογίας, όπως υπαινίσσονταν κάποιοι άσπονδοι φίλοι.
- Ζήλια! Καθαρή ζήλια, φιλτάτη μου κορασίς! έλεγε κι εγώ παρακολουθούσα καθηλωμένη τα δαχτυλίδια του καπνού, που συντρόφευαν τις λέξεις του, να πλαισιώνουν τα λευκά του μαλλιά… ενώ εκείνος με μεγαλοψυχία χάιδευε πατρικά τους στρογγυλούς μου ώμους, την απαλή σάρκα του λεπτού μου λαιμού…

Διήγον την τρίτην ημέραν φιλοξενούμενη στο αρχοντικό του. Με είχε περιηγήσει σε όλες τις αναρίθμητες κάμαρες, όπου φυλάσσονταν πολυάριθμοι πίνακες και γλυπτά, επεξηγώντας επί ώρες τα πώς και τα γιατί της αμύθητης καλλιτεχνικής τους αξίας και αφήνοντάς με άφωνη με την ευρυμάθεια και την εμβρίθειά του. Μου είχε δείξει με άπειρη προσοχή κι ευλάβεια όλα τα οικογενειακά κειμήλια, τόσο του ιδίου όσο και της συζύγου του, μεταδίδοντάς μου την συγκίνησή του καθώς διέκρινα δάκρυα να λαμπυρίζουν στις ρυτιδιασμένες άκρες των κάπως θολών του ματιών. Κατόπιν μου επέτρεψε με γενναιοδωρία να αγγίξω σαγηνευμένη το χέρι του, ενόσω με έσφιγγε με οδύνη πάνω του, ώσπου να ασφυκτιά το πλούσιο στήθος μου με πόνο…

Εκείνο το βράδυ, μετά το ασκητικό μας δείπνο, χαρακτηριστικό των ανθρώπων με αριστοκρατικές καταβολές, λόγω της Παιδείας τους βεβαίως και ουχί των προγόνων, με οδήγησε στο μόνο δωμάτιο, όπου δεν μου είχε επιτρέψει έως τότε να μπω, στο Άδυτο των Αδύτων, στο Γραφείο του. Βαρύτιμοι δερματόδετοι τόμοι γεμάτοι με τη σοφία αιώνων ανθρώπινου πολιτισμού κάλυπταν τους πανύψηλους τοίχους απ’ άκρη σ’ άκρη. Είχα μείνει εκστατική. Με άφησε να ξεφυλλίσω με τρεμάμενα από το δέος χέρια κάποιους τόμους της αρεσκείας μου, ωσότου εκείνος έψαχνε στη μεγάλη σύγχρονη βιβλιοθήκη του Διαδικτύου∙ με την άκρη του ματιού μου διέκρινα τη σκυμμένη του φιγούρα μπροστά στον Ηλεκτρονικό Υπολογιστή, το μοναδικό δείγμα του τεχνολογικού πολιτισμού του τελευταίου αιώνα, ο οποίος δέσποζε πάνω στο δρύινο έπιπλο στο κέντρο του δωματίου. Διάβαζα και κρατούσα σημειώσεις χαϊδεύοντας αφηρημένη την δεξιά μου γάμπα με το αριστερό μου χέρι… ανεβάζοντάς το ανεπαισθήτως εκεί ψηλά στην κρυφή κόχη των ιδρωμένων μου μηρών…

-Για την προσφιλήν μου απασχόλησιν, όπως διευκρίνισε ο ίδιος δείχνοντάς μου, μισολαχανιασμένος, την φωτισμένη οθόνη… στο λιγοστό χρόνο των διαλειμμάτων από την επίπονη μελέτη, στη μόνη ξεκούραση που επεφύλασσε εις εαυτόν.
Έπειτα από αρκετή ώρα με κάλεσε κοντά του.
-Πώς σας φαίνεται αυτό, αγαπητή μου; Με ρώτησε βαριανασαίνοντας, καθώς μού έδειχνε συμπλέγματα αντρών και γυναικών σε ανόσιες στάσεις.

Έχω δει και καλύτερα, σκέφτηκα αλλά έδιωξα μετά βδελυγμίας την ασεβή σκέψη και προσπάθησα να εντρυφήσω στις εικόνες που εναλλάσσονταν με ταχύτητα μπροστά στα μάτια μου, επιδιώκοντας το βαθύτερο φιλοσοφικό υπόστρωμα αυτών των αναζητήσεων, ούσα βεβαία πως επρόκειτο για κάτι ασύλληπτο για την ανολοκλήρωτόν μου παιδείαν, εξ ου και η φριχτή βαριεστιμάρα μου την ιερή εκείνη ώρα.

Μόλις ένιωσα το χέρι του που χάιδευε στοργικά τα μακριά μου μαλλιά να σπρώχνει το κεφάλι μου στο σκοτεινό άνοιγμα του παντελονιού του κατελήφθην από την ιδέα πως ο σοφός μου γέρος δεν ήταν παρά ένας φτωχός άντρας, τον οποίο η ταπεινή γυναικεία μου φύσις ποτέ δεν θα μπορούσε να καταλάβει ή να αποδεχθεί.
Γιατί, ακόμη και μετά από την πολυήμερη κοπιαστική μου μύηση στα Άδυτα της ανθρώπινης γνώσης, εγώ εξακολουθούσα να προτιμώ τη μικρή Νεράιδα… με την μορφή της νεαράς οικιακής βοηθού, με την οποία στριμωχνόμασταν στο μικρό κουζινάκι, για να εφαρμόσουμε εμπράκτως την επισωρευομένη μόρφωσιν του Διαδικτύου, τα μεσημέρια της παραμονής μου στο επιβλητικό εκείνο αρχοντικό… σιχτιρίζοντας ομού κι αυτόν και την αλαζονική σοφία του και το ανόητο σινάφι του.

ΟΝΕΙΡΑ, Η ΠΡΟΝΟΜΙΟΥΧΟΣ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ, ΟΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ (εκείνες που ποτέ δεν ικανοποιούνται):

$
0
0
Τη νύχτα ανασυνθέτεις τον εαυτό σου, παλεύεις με τα φαντάσματά σου, βουλιάζεις στη άβυσσό σου, δεν ελέγχεις τίποτα, είσαι αδύναμος και μόνος -εσύ και η μοναξιά σου. Βρίσκεσαι κοντά στον θάνατο, μόνο που δεν το συνειδητοποιείς, βρίσκεσαι σε έναν άλλο κόσμο, όπου οι επιθυμίες σου βγαίνουν στον αφρό και όπου τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά σου, φανερώνονται…Οι νυχτερινές ώρες. Ύπνος και ξαγρύπνια. Ύπνος με όνειρα όπου προβάλλει το υποσυνείδητο, όνειρα που παγιδεύουν, ξαφνιάζουν, πανικοβάλλουν. Όνειρα που «κυκλοφορούν» ανεξέλεγκτα. Ξαγρύπνια που βασανίζει, φέρνει σκέψεις, κρίσεις πανικού, αλλά και σουρεαλιστικές καταστάσεις στην κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου όταν αντί να «μετράς προβατάκια», μπορεί τα “προβατάκια” να μετράνε εσένα.«Μια κραυγή μπαίνει από το παράθυρο. Αν την αφήσω να βγει, θα με ξαναενοχλήσει. Κατεβάζω βιαστικά τα ρολά και διαπραγματεύομαι μαζί της. Της προτείνω να κραυγάζει ελεύθερα εκτός των ωρών κοινής ησυχίας. Εκείνη δείχνεται ολιγαρκής Εγώ γενναιόδωρη. Ωστόσο η συμβίωσή μας αποδεικνύεται αδύνατη. Τελικά, το να κοιμάσαι κάθε βράδυ με μια καταπιεσμένη κραυγή είναι σωστός πονοκέφαλος» [Ana Maria Shua -ΑΝΑ ΜΑΡΙΑ ΣΟΥΑ, η βασίλισσα του μικροδιηγήματος 250 μικροδιήγηματα, γεμάτα χιούμορ και φαντασία, σουρεαλιστική διάθεση, που φλερτάρουν με τη λογοτεχνία του Φανταστικού. Μονόλογοι μιας γυναίκας που ονειρεύεται ή που δεν μπορεί να κοιμηθεί. Μικρές τηλεγραφικές ιστορίες της νύχτας ενός ανθρώπου που παγιδεύεται μέσα στα όνειρα του και γράφει π.χ. για έναν άνδρα ο οποίος ονειρεύεται έναν άλλο άνδρα. Αυτός με τη σειρά του αποτελεί το όνειρο ενός τρίτου, που ίσως να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Μπροστά στην ευθύνη του ονειρευτή, ο συγγραφέας μοιάζει να αποθυμεί την τελική αθωότητα του ήρωα!... Ιστορίες που ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ υπό την μουσική υπόκρουση του Suenos του τιτάνα Astor Piazzolla ARTbyZWOLAK temawork]



ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΕ ΝΕΡΑΪΔΕΣ
Τα μικρά παιδιά αποκοιμιούνται ακούγοντας παραμύθια για νεράιδες. Οι μεγάλοι αποκοιμιούνται βλέποντας τηλεόραση. Έτσι λοιπόν, οι άνθρωποι θεωρούν ότι αφήνοντας μια ιστορία στη μέση πριν κοιμηθούν, εξασφαλίζουν το ξύπνημα. Τόσο τυφλά εμπιστεύονται τη φιλοπεριέργεια του θανάτου.

ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΟΝΕΙΡΟ
Στην ουρά, ο κόσμος εξαγριώνεται. Κάποιοι καταφέρονται εναντίον της κυβέρνησης και άλλοι της ακυβερνησίας. Στον γκισέ ο υπάλληλος, ατάραχος. Μα αυτός ο άνθρωπος κοιμάται, εξάπτεται ένας καραφλός κύριος μπροστά μου. Όχι, κύριε, αυτοί που κοιμούνται είμαστε εμείς, του εξηγεί μια κυρία όσο πιο χαμηλόφωνα μπορεί (όποιος ξυπνάει χάνει τη σειρά του). Ώρες αργότερα, δίνω το όνομά μου στον γκισέ, μόνο και μόνο για να διαπιστώσω ότι περιμένω σε λάθος όνειρο…

Η ΤΡΙΣΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΡΑΒΙΝΟΥ:
Πολλοί Καβαλιστές κατείχαν τη γνώση για να φτιάξουν ένα Γκόλεμ, λίγοι όμως μπορούσαν να κάνουν το Γκόλεμ να τους υπακούσει. Λέγεται πως ένα ανυπότακτο Γκόλεμ, το οποίο είχε δημιουργήσει ένας ραβίνος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του, εκμεταλλεύτηκε τούτη τη φανερή ομοιότητα παίρνοντας τη θέση του Δημιουργού του. Η ιστορία αυτή, αν και πέρα για πέρα αληθινή, είναι παντελώς άγνωστη, μιας και ουδείς αντιλήφθηκε τη διαφορά εκτός φυσικά από την τρισευτυχισμένη γυναίκα του ραβίνου, η οποία αποφάσισε να αποσιωπήσει το γεγονός
 ΦΙΛΑ ΤΟ ΒΑΤΡΑΧΟ ΣΟΥ
Αυτό είναι το παραμύθι για έναν πρίγκιπα μεταμορφωμένο σε βάτραχο που ξανάγινε πρίγκιπας χάρη στο φιλί μιας πριγκίπισσας με την οποία παντρεύεται μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι αυτή – αχ, αυτές οι γλυκές εκπλήξεις της συζυγικής ζωής! – έχει την παράξενη συνήθεια να πιάνει μύγες με την μακριά της γλώσσα, ή το παραμύθι για ένα βάτραχο μεταμορφωμένο σε πριγκίπισσα που ξανάγινε βάτραχος, αφού την εγκατέλειψε ένας άπονος πρίγκιπας, όλα εξαρτώνται σε τελευταία ανάλυση από την πλευρά που βλέπει κανείς τα πράγματα…

ΕΝΑΣ ΘΑΝΑΤΟΣ  ΠΥΚΝΟΫΦΑΣΜΕΝΟΣ ΜΕ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ:
Ένας άντρας δέχεται επίθεση. Αντιστέκεται. Τραυματίζεται βαριά και πιάνεται αιχμάλωτος. Αυτό συμβαίνει στα όνειρά του. Για πολλές απανωτές νύχτες ο άντρας αγωνιά. Ένα βράδυ, ο θάνατος έρχεται πριν το ξύπνημα. Κατά τη διάρκεια της μέρας, ο άντρας συνεχίζει να παίζει, να εργάζεται, να ερωτεύεται, σαν να ήταν πέρα για πέρα ζωντανός, ωστόσο οι νύχτες του είναι έκτοτε κενές, αμνήμονες. Πολλά χρόνια αργότερα, ο άντρας πεθαίνει επίσης σ'αυτή την πλευρά του σύμπαντος και εισέρχεται σ'ένα θάνατο πυκνοϋφασμένο με παράξενα όνειρα.

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΒΑΦΟΝΤΑΙ
Οι γυναίκες βάφονται πριν πέσει η νύχτα. Στα μάτια, στη μύτη, τα χέρια, την ιγνυακή κοιλότητα, τα δάχτυλα των ποδιών. Βάφονται με εισαγόμενα καλλυντικά, με τέμπερες, με μαρκαδόρους τσόχας. Την αυγή δεν υπάρχουν πια. Καθώς περνά η νύχτα και οι άνδρες, σιγά-σιγά σβήνουν [Άνα Μαρία Σούα, από τον τόμο ΒΓΑΛΕ ΕΝΑ ΦΥΛΟ, ανθολογία ισπανικού ερωτικού μικροδιηγήματος]

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
«Μάινα το φλόκο» διατάζει ο καπετάνιος. «Μάινα το φλόκο»! επαναλαμβάνει ο δεύτερος. «Όρτσα δεξήνεμα» κραυγάζει ο καπετάνιος. ‘Όρτσα δεξήνεμα» επαναλαμβάνει ο δεύτερος!.. «Προσοχή το μπομπρέσο!» κραυγάζει ο καπετάνιος. «Το μπομπρέσο», επαναλαμβάνει ο δεύτερος. «Ρίξε τη μετζάνα», κραυγάζει ο καπετάνιος!.. «Τη μετζάνα», επαναλαμβάνει ο δεύτερος. Εντωμεταξύ η θύελλα δυναμώνει και οι ναύτες τρέχουνε αλλόφρονες από τη μια μεριά του καταστρώματος στην άλλη. Αν δεν βρούμε γρήγορα ένα λεξικό, θα βουλιάξουμε το δίχως άλλο.

ΤΑΤΟΥΑΖ 

Σ’ ένα απόκρυφο μέρος του σώματος, η Ιεζάβελ υπέμεινε τον πόνο ενός περίτεχνου τατουάζ. Πολλοί είναι αυτοί που πληρώνουν για να το δουν. Όσοι έχουν καταφέρει να το περιγράψουν, χάρη στα πλούτη ή την ευλυγισία τους, μιλάνε για ένα χάρτη με απαλά χρώματα, φτιαγμένα από ένα μίγμα μελανιών στο φυσικό χρώμα του δέρματος. Πάνω στο χάρτη είναι σχεδιασμένα το σημείο όπου βρίσκεται ο παρατηρητής και η διαδρομή προς την έξοδο. Βλέπε επισυναπτόμενο αρχείο:



ΠΗΓΗ: : AnaMariaShua, (ΑΝΑ ΜΑΡΙΑ ΣΟΥΑ, η βασίλισσα του μικροδιηγήματος) είναι μια από τις πιο αξιόλογες και δημοφιλείς συγγραφείς της Αργετνινής και της Λατινικής Αμερικής. Έχει εκδώσει περισσότερα από 40 βιβλία: μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, θεατρικά κ.ά. Η λογοτεχνική φόρμα στην οποία ωστόσο έχει καταξιωθεί είναι η μικρομυθοπλασία και όχι άδικα θεωρείται βασίλισσα του είδους. Το έργο της έχει κατ’ επανάληψη βραβευτεί και χαίρει παγκόσμιας αναγνώρισης με μεταφράσεις σ’ όλο τον κόσμο. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει η συλλογη μικροδιηγημάτων ΟΝΕΙΡΟΠΑΓΙΔΑ. Η φαντασία της Σούα είναι αστείρευτη, τα μικροδιηγήματά της, άλλοτε χιουμοριστικά κι άλλοτε πικρά, έχουν πάντα σκοπό να διεγείρουν τη σκέψη, να προκαλέσουν, να συγκινήσουν. Κάθε μικροδιήγημα είναι μια μαγική σφαίρα που μας φανερώνει θραύσματα μιας άλλης πραγματικότητας: ένας λυκάνθρωπος παίρνει κουράγιο για την επίσκεψη στον οδοντογιατρό, ένας ποιητής ναυαγεί πάνω στον πλανήτη γη, γκέισες που δεν είναι γυναίκες, τα πάντα είναι εφικτά στο συγγραφικό σύμπαν της Άνα Μαρία Σούα.   

ΔΙΑΝΥΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ, ΧΑΜΕΝΟΙ ΜΕΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ:

$
0
0

Πάντα ζήλευα τους ανθρώπους που γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν στον ίδιο τόπο, στο ίδιο σπίτι, στην ίδια οδό, χωρίς να μετακινηθούν ποτέ, ούτε κατά έναν αριθμό, προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Είναι οι άνθρωποι που ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τη φράση: «Όταν έμενα στην οδό τάδε…», είναι αυτοί που ποτέ δεν τους έχασαν οι φίλοι, οι δικοί τους ή οι διάφορες  δημόσιες υπηρεσίες. Ποτέ επιστολές που απευθύνονταν προς αυτούς δεν επεστράφησαν στον αποστολέα με την ένδειξη «Αγνώστου Διευθύνσεως», γιατί ήταν πάντα εκεί, αμετακίνητοι, πιστοί στην ιδιότητα του παραλήπτη. Είναι οι άνθρωποι που λένε, με κάποιο κρυφό καμάρι: «Αυτό είναι το πατρικό μου σπίτι»… Εγώ, ελλείψει πατρικού σπιτιού και βιοτικής σταθερότητος, έγινα συλλογέας διευθύνσεων. Στα συρτάρια της μνήμης μου συνωστίζεται ένα πλήθος από οδούς και λεωφόρους, rues και  avenues, strassen και lanen, streets και avenues, vie και viali, calles και avenidas…   [Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ μια από τις τρελές ιστορίες του Αργύρη Χιόνη, από το βιβλίο του ΕΧΩΝ ΣΩΑΣ ΤΑ ΦΡΕΝΑΣ, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ 2016 – ART by RANLINDE and Frederico Hurtatdo]


ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ

Όλες αυτές οι διαρκείς μετακινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα να καταστεί ο δρόμος σύμβολο σταθερό στη ζωή μου και στην ποίησή μου, και να φτάσω κάποτε στο ακραίο σημείο να ταυτίζομαι μαζί του. Ως παράδειγμα, παραθέτω την τελευταία στροφή από το ποίημα «Διασπορά» (Σχήμα απουσίας, 1973):
Στο δρόμο, πάλι στο δρόμο,
κουβαλώντας μέσα μας το δρόμο,
οδοιπόροι και πορείες,
διανύοντας τον εαυτό μας,
χαμένοι μες τον εαυτό μας

Εν προκειμένω, δεν πρέπει να παρεξηγηθεί το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Το ποίημα έχει γραφεί για τη δική μου σχέση με το δρόμο, αλλά οι ποιητές, αδύναμα άτομα, συχνά αναζητούν συντρόφους στην περιπέτειά τους. Η μοναξιά γίνεται έτσι λιγότερο ανυπόφορη, αφού δεν είναι δυνατό να εξαλειφθεί εντελώς.
Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με το επόμενο μικρό πεζοποίημα, το VIIαπό τις «Δώδεκα σπουδές» (Λεκτικά Τοπία, 1983). Εδώ, ο ποιητής, ως υποκριτής που είναι, υιοθετεί το δεύτερο ενικό πρόσωπο, θέλοντας να δείξει ότι έχει πάρει, δήθεν, τις αποστάσεις του και παρακολουθεί, σαν απλός παρατηρητής, την τραγική ταύτιση κάποιου άλλου με τον δρόμο:
Ο δρόμος ξεκίναγε από μέσα του, τον τύλιγε σφιχτά ένα γύρο σαν φίδι και ξαναγύρναγε μέσα του. Αυτός έμενε ακίνητος. Πού να πάω, έλεγε, τόσο μεγάλη απόσταση πώς να τη διανύσω, έλεγε.

Βέβαια, σε κάθε ερωτική σχέση, επέρχονται ενίοτε ρήξεις και συγκρούσεις και αμφισβητήσεις… Σε μια τέτοια λοιπόν φάση της σχέσεώς μου με τον δρόμο (αν θυμάμαι καλά, ήταν μια εποχή που νόμιζα ότι κάπου είχα ριζώσει), και χωρίς να ξέρω τι ακριβώς σκεφτόταν αυτός για μένα, προσπάθησα να τον αντιμετωπίσω ψυχρά και αντικειμενικά, φτάνοντας μέχρι του σημείου να αμφισβητήσω ακόμη και την ύπαρξη του. Έτσι προέκυψε το ποίημα Ι’ (Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη, 1986):
Ο δρόμος από κάπου αρχινά, κάπου τελειώνει. Όσοι τον διανύουν πάνε κάπου, ο ίδιος πουθενά δεν πάει. Όσοι τον διανύουν ξέρουν την αρχή και το τέλος του!.. Η αρχή του δρόμου δεν ξέρει το τέλος του, ποτέ  δεν έφτασε έως εκεί. Το τέλος του δρόμου δεν ξέρει την αρχή του, ποτέ δεν ξεκίνησε απ’ αυτήν.
«Παίρνω το δρόμο», λέμε, αλλά ποτέ δεν πάρθηκε κανένας δρόμος.
«Χάνω το δρόμο», λέμε, αλλά ποτέ δεν χάθηκε κανένας δρόμος.
«Γυναίκα του δρόμου», «Παιδί του δρόμου», λέμε, αλλά ποτέ δεν είχε ούτε γυναίκα ούτε παιδί ο δρόμος.
Παράξενο αλήθεια…  Αναφερόμαστε σ’ αυτόν σαν να ’ταν κάποιο πρόσωπο ή ζώο ή πράγμα… Λες να φοβόμαστε στο βάθος ότι δεν υπάρχει δρόμος, ότι δεν υπάρχουν παρά σπίτια ή χωράφια ή δάση δεξιά κι αριστερά από μιαν έμμονη ιδέα που τη λέμε δρόμο;

Γράφοντας αυτό το ποίημα, νόμιζα ότι απομυθοποιούσα επιτέλους το δρόμο, ότι τερμάτιζα μιαν άρρωστη σχέση που μάλλον οδύνη παρά ηδονή μου ’χε προσφέρει. Φρούδες ελπίδες… Αμέτρητες φορές ξανακύλησα κι άλλες τόσες επεχείρησα εκ νέου την ίαση, για να ξανακυλήσω, μέχρι που έκοψα με το μαχαίρι τα ταξίδια κι έχτισα ένα σπίτι στο πουθενά, μακριά από πόλεις, οδούς και αριθμούς, μακριά ακόμη κι από χωριά, σ’ ένα απλό τοπίο. Μοναδική πρόσβαση στο σπίτι αυτό ένα μονοπάτι που τελειώνει στην αυλή μου, ένα αδιέξοδο. Έχω πια γλιτώσει, έχω λυτρωθεί από τη μανία της μετακίνησης, από τη σχιζοφρένεια της ταύτισής μου με το δρόμο. Ωστόσο, κάθε σοβαρή αρρώστια, ακόμη κι όταν περνάει, αφήνει πάντα κάποιο κουσούρι, όπως, ας πούμε, η βαριά  πνευμονία ένα επίμονο βηχαλάκι. Έτσι, πιάνω, πού και πού, τον εαυτό μου ν’ αναρωτιέται:
Ο δρόμος που τελειώνει σε αδιέξοδο
ονειρεύεται άραγε μακρινές αποστάσεις;

Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές, ψιθυρίζω, σαν ξόρκι, τον στίχο του Γιαπωνέζου ποιητή Καμιμούρα Γιουτάκα: Μείνε ακίνητος, αφού, όπου κι αν πας, στο ίδιο μέρος θα βρεθείς ή εκείνον του δικού μας, του Ηράκλειτου: οδός άνω κάτω μία και ωυτή.

[ΠΗΓΗ: Αργύρης Χιόνης, Έχων Σώας τας Φρένας και άλλες τρελές ιστορίες, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ, 2016-  ARTWORK: RANLINDE and Frederico Hurtatdo]



ΣΚΥΒΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΗΜΝΗΣ ΠΛΑΓΙΑΣ ΕΝΙΩΣΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ:

$
0
0

Πείθομαι όλο και περισσότερο ότι ο κόσμος θέλει να μου πει κάτι, να μου στείλει μηνύματα, αγγέλματα, σήματα… Νωρίς το πρωί πήγα στο μετεωρολογικό παρατηρητήριο, ανέβηκα στο ξύλινο βάθρο και έμεινα εκεί όρθιος, ν’ ακούω το τικ τακ των διάφορων οργάνων σαν να ήταν μια ουράνια μουσική. Ο άνεμος διαπερνούσε τον πρωινό ουρανό παίρνοντας μαζί του ελαφρά συννεφάκια. Τα συννεφάκια έπαιρναν τη μορφή θυσάνων, ύστερα σωρειτών. Γύρω στις εννιάμισι ξέσπασε μια βροχή και το βροχόμετρο σημείωσε κάποια εκατοστόλιτρα. Ακολούθησε ένα σύντομο, μικρό ουράνιο τόξο, μετά ο ουρανός σκοτείνιασε ακόμα μια φορά, ο δείχτης του βαρόμετρου άρχισε να κατεβαίνει και να σχεδιάζει στο χαρτί μια σχεδόν κάθετη γραμμή. Ύστερα βούιξε μια βροντή και άρχισε να πέφτει χαλάζι. Εγώ, εκεί πάνω στην κορυφή, ένιωθα σαν να κρατούσα στο χέρι μου τα ξαστερώματα και τις καταιγίδες, τους κεραυνούς και τις αντάρες: όχι σαν ένας θεός, μη με νομίζετε τρελό, δεν ένιωθα σαν το νεφεληγερέτη Δία, αλλά κάτι σαν διευθυντής ορχήστρας που έχει μπροστά του μια ήδη γραμμένη παρτιτούρα, και ξέρει ότι οι ήχοι που βγαίνουν από τα διάφορα όργανα συμφωνούν μ’ ένα σχέδιο του οποίου αυτός είναι ο μόνος προστάτης και θεματοφύλακας. Η λαμαρίνα της στέγης αντηχούσε όπως αντηχεί ένα ταμπούρλο κάτω από  καταιγισμό χτυπημάτων. Το ανεμόμετρο στροβιλιζόταν… τούτο το σύμπαν, το γεμάτο ξεσπάσματα κι εκρήξεις μπορούσε να μεταφραστεί σε αριθμούς που καταχωρούσα στα κατάστιχα. Μια υπέρτατη γαλήνη κυριαρχούσε στο γενικό κατακλυσμό. Σ’ εκείνη τη στιγμή της ολοκλήρωσης και της αρμονίας ένα τρίξιμο μ’ έκανε να χαμηλώσω το βλέμμα μου. Κουλουριασμένος ανάμεσα στα σκαλιά του βάθρου και τις κολόνες του υπόστεγου, ήταν ένας αξύριστος άνδρας, ντυμένος με μια χοντροκομμένη ριγέ στολή μουσκεμένη απ’ τη βροχή. Με κοίταξε μ’ ένα καθαρό, σταθερό βλέμμα.
-Δραπέτευσα, είπε. Μη με καρφώνετε. Θα πρέπει να πάτε να ειδοποιήσετε ένα άτομο. Θέλετε; Βρίσκεται στο ξενοδοχείο τοθ Θαλάσσιου Κρίνου. Αμέσως ένιωσα ότι σ’ εκείνη την τέλεια αρμονία του σύμπαντος είχε ανοίξει ένα ρήγμα, ένα αγεφύρωτο χάσμα [αποσπάσματα από το βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο ΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ… εκδόσεις Αστάρτη 1982. Η ατμόσφαιρα αυτού του βιβλίου είναι χιλιάδες βιβλία μαζί. Όσο για τους ήρωες του… μα είσαι εσύ, αναγνώστη κι εσύ, αναγνώστρια που ζείτε την ερωτική περιπέτεια της ανάγνωσης και τη μυθιστορηματική περιπέτεια του έρωτά σας - ART WORK: Quint-Buchholz]:




Ο ΑΔΙΟΡΑΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ (αποσπάσματα από το 4οκεφάλαιο)
Το διάβασμα είναι πάντα η ίδια υπόθεση: υπάρχει κάτι που είναι εκεί, ένα πράγμα φτιαγμένο από γραφή… και μέσα από αυτό το πράγμα έρχεσαι ν’ αναμετρηθείς με κάτι άλλο

Το διάβασμα, λέει ο καθηγητής, είναι πάντα η ίδια υπόθεση: υπάρχει κάτι που είναι εκεί, ένα πράγμα φτιαγμένο από γραφή, ένα στερεό, υλικό αντικείμενο που κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει, και μέσα από αυτό το πράγμα έρχεσαι ν’ αναμετρηθείς με κάτι άλλο που δεν είναι μπροστά σου, κάτι διαφορετικό που ανήκει στο μη υλικό, στον αδιόρατο κόσμο, έναν κόσμο που υπάρχει μονάχα στο μυαλό μας, στη φαντασία μας ή έναν κόσμο που ίσως κάποτε να υπήρξε και τώρα πια δεν υπάρχει γιατί χάθηκε, γιατί είναι απλησίαστος, εκεί στη χώρα των νεκρών…

Ίσως όμως να μην βρίσκεται μπροστά μας γιατί ακόμα δεν υπάρχει, γιατί είναι κάτι το επιθυμητό, κάτι που φοβόμαστε, κάτι το πιθανό ή το απίθανο– λέει η Λουντιμίλα – γιατί το διάβασμα είναι η συνάντηση με κάτι που πρόκειται να υπάρξει, αλλά ακόμα κανείς δεν ξέρει αν τελικά θα υπάρξει… (Να, τώρα βλέπεις την Αναγνώστρια απασχολημένη ν’ αγναντεύει, πέρα από τα περιθώρια της τυπωμένης σελίδας, τα πλοία των σωτήρων ή των κατακτητών να ξεπροβάλουν στον ορίζοντα, στις τρικυμίες…). Το βιβλίο που τώρα θα ήθελα να διαβάσω είναι ένα μυθιστόρημα όπου κανείς θα νιώθει την ιστορία που έρχεται σαν ένα θολό μπουμπουνητό, σαν την ιστορία του ανθρώπινου πεπρωμένου, ένα μυθιστόρημα που θα σου δίνει την αίσθηση ότι ζεις μια ταραχή που ακόμα δεν έχει όνομα, δεν πήρε σχήμα…

ΤΕΤΑΡΤΗ ΒΡΑΔΥ. Κάθε βράδυ περνώ τις πρώτες ώρες της νύχτας γράφοντας αυτές τις σελίδες που δεν ξέρω αν θα διαβάσει ποτέ κανένας. Ο γυάλινος γλόμπος του δωματίου μου στο Πανδοχείο φωτίζει τη ροή της γραφής μου που είναι ίσως υπερβολικά νευρική για να μπορέσει ποτέ να τη διαβάσει ένας μελλοντικός αναγνώστης. Ίσως αυτό το ημερολόγιο να ξαναβγεί στο φως πολλά και πολλά χρόνια μετά το θάνατό μου, όταν η γλώσσα μας θα έχει υποστεί ποιος ξέρει πόσες αλλαγές, και κάποιες λέξεις και εκφράσεις που εγώ χρησιμοποιώ σωστά, θα ακούγονται περίεργα και δεν θα τις χρησιμοποιεί κανείς. Όποιος, πάντως, βρει το ημερολόγιο μου θα έχει μια σίγουρη υπεροχή σε σχέση μ’ εμένα: από μια ήδη γραμμένη γλώσσα μπορεί πάντοτε, ο οποιοσδήποτε να εκμαιεύσει ένα λεξιλόγιο και μια γραμματική, ν’ απομονώσει φράσεις, να τις μεταγράψει ή να τις παραφράσει σε μια άλλη γλώσσα, ενώ εγώ προσπαθώ να διαβάσω, στην ακολουθία των πραγμάτων που καθημερινά παρουσιάζονται μπροστά μου, τις προθέσεις του κόσμου για τον εαυτό μου, και προχωρώ ψηλαφητά ξέροντας πως δεν μπορεί να υπάρξει κανένα λεξιλόγιο ικανό να μεταφράσει σε λέξεις το βάρος των σκοτεινών υπαινιγμών που σφραγίζει τα πράγματα. Θα ήθελα αυτό το φτερούγισμα των προαισθήσεων και των αμφιβολιών να φτάσει σε όποιον θα με διαβάσει όχι σαν ένα τυχαίο εμπόδιο στην κατανόηση όσων γράφω αλλά σαν η ίδια η ουσία. Κι αν η πορεία των σκέψεών μου φανεί φευγαλέα σε όποιον προσπαθήσει να την ακολουθήσει ξεκινώντας από ριζικά διαφορετικές διανοητικές συνήθειες, το σημαντικό είναι να του γίνει κατανοητή η προσπάθεια που κάνω για να διαβάσω πίσω από τις γραμμές των πραγμάτων τη σημασία των μελλούμενων, μια σημασία που ακόμα μου διαφεύγει.

[Απελευθερώνεσαι με γρήγορα ζιγκ ζαγκ, και με ένα πηδηματάκι μπαίνεις στην ακρόπολη των Καινούργιων Βιβλίων Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Σε Ελκύουν. Αλλά και στο εσωτερικό αυτού του οχυρού μπορείς να προκαλέσεις ρήγματα ανάμεσα στα στίφη των υπερασπιστών του, χωρίζοντας αυτούς τους τελευταίους σε Καινούργια Βιβλία Των οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Δεν Είναι Νέα (για σένα, βέβαια, ισχύει μονάχα το διαζευκτικό ή) και σε Καινούργια Βιβλία Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Είναι Εντελώς Άγνωστα(τουλάχιστο σε σένα), και να προσδιορίσεις ακριβώς την έλξη που αυτά εξασκούν πάνω σου, στη βάση των επιθυμιών σου και των αναγκών σου για το καινούριο και για το όχι καινούριο (για το καινούριο που ψάχνεις να βρεις στο όχι καινούριο και για το όχι καινούριο που ψάχνεις να βρεις στο καινούριο).]

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ, ΚΟΝΤΟΦΘΑΛΜΟΙ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΕΣ ή ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ ΙΠΠΟΤΕΣ ΠΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥΝ ΤΙΣ ΧΙΜΑΙΡΕΣ ΤΟΥΣ…

$
0
0

Φρονιμότατε Σεϊτ Χαμίτ, Μάθε πως ο Δον Κιχώτης γεννήθηκε και για μένα. Ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Τούτο διότι επέδειξε μια ακραία αδυναμία της φαντασίας. Έχει ανάγκη τη δράση για να εκπληρωθούν οι βαθύτεροι πόθοι της. Εγώ, αντιθέτως, δεν βγήκα ποτέ από τη βιβλιοθήκη μου. Ζω απομονωμένος, φέρνοντας στο φως τους ήρωες των αναγνωσμάτων μου. Διαχειρίζομαι την έκσταση μόνο με το νου, το πνεύμα μου και μόνο καλπάζει, εγώ, ο ιππότης της ανάγνωσης. Στα σύννεφα έχτισα την επικράτεια μου και χάρισα ένα νησί στον υπηρέτη μου. Θλίβομαι για τη γελοιοποίηση στην οποία τον έχετε υποβάλει τόσα χρόνια. Και όμως δεν θα είχε ανάγκη τους κακόβουλους μάγους να σώσουν τα προσχήματα, αν είχε το σθένος να μην επιχειρήσει την έξοδον από το χωριό μου, να μη ζητήσει άλλη εκπλήρωση πλην αυτή της φαντασίας του. Αυτό που ζω είναι αυτό που ονειροπολώ  [Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ αυτή ήταν μια ιστορία για τον ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ του Φερ¬νάν¬το Κα¬έ¬ι¬ρο από τις πολλές και διαφορετικές ΙΣΤΟΡΙΕΣ σε (λιγότερες από) 150λέξεις με τον ήρωα του Θερβάντες, όπως αναρτήθηκαν στο ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ  -ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ, ένα ιστολόγιο για το μικρό Διήγημα. Κεντρική ιδέα των μικροδιηγημάτων θα μπορούσε να είναι το ποίημα του Καρυωτάκη με τον ίδιο τίτλο.
Μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι να μείνουνε
καθώς τα περιστέρια που σκορπούν
οι ναυαγοί στην τύχη
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός… [ART by Vorsin del arte]


ΣΑΝΤΣΟ; 

Σήμερα μου έφεραν έναν νέο τρόφιμο. «Δον Κιχώτης». Η καρτέλα του λέει «Ήρεμος και αβλαβής» (όσο κι αν μοιάζει νούμερο παλιάς επιθεώρησης, υπάρχουν στα νοσοκομεία μας και Ναπαολέοντες και Μεγαλέξανδροι…).
Έμοιαζε με τον παραδοσιακό Δον Κιχώτη, όπως τον ζωγράφισε ο Ντορέ. Ψηλός, ξερακιανός, με μούσι τράγου.
«Ο αγώνας συνεχίζεται», μου είπε εμπιστευτικά. Τα μάτια του ήταν γαλανά, ξεπλυμένα.
«Είμαστε πολλοί –κι ας μη φαινόμαστε», συνέχισε. «Θα τον αλλάξουμε τον κόσμο».
Σώπαινα. Τι να πω;  
Μετά με έπιασε από τους ώμους και κοιτώντας με στα μάτια, μου εξήγησε το πρόβλημά του. «Για να πετύχουμε, όμως, χρειαζόμαστε πιστούς υπηρέτες. Πάντα εμείς οι ιππότες βασιζόμασταν στους υπηρέτες. Ο Σαντσο Πάντσα τάιζε και ξύστριζε τον Ροσινάντε, ετοίμαζε καιτο δικό μου φαγητό. Χωρίς αυτόν είμαι άχρηστος. Έχετε μήπως κανέναν εδώ;  
Τι να τουπω; Ότι τριάντα χρόνια ψυχίατρος είχα δει α ρκετούς Δον Κιχώτες, αλλά ούτε έναν Σάντσο; [Νίκος Δήμου]

ΟΛΟΝΥΧΤΙΣ ΑΚΙΝΗΤΟΣ, ΦΙΓΟΥΡΑ ΨΙΛΟΛΙΓΝΗ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΣ, Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ:

Τον εξεγέλασε η Μαριτόρνες πως τάχα η κυρά της στέργει να φιλήσει το γενναίο του μπράτσο. Ανέβη ορθός στη σέλα, το ’χωσε στο φεγγίτη. Να δει πόσο δυνατοί οι μύες, πώς φουσκώνουν οι φλέβες. Το παλιογύναιο έδεσε τη χείρα του με το καπίστρι από το μάνταλο της θύρας, τον αφήκε να νομίζει πως μάγια του ’χουν κάνει. Ήταν να κουνηθώ ρούπι; Ξημερωθήκαμε έτσι. Θα άντεχα κι άλλες το μαρτύριο εγώ το άλογό του ο Ροθινάντε, αν δεν με πλησίαζε φοράδα βαρβατωμένη. Κουνήθηκα να τη μυρίσω, να χαϊδευτούμε. Και τότες εκρεμάστη μια πιθαμή από το έδαφος, μούγκρισε ο καημένος. Σωριάστη καταγής σαν του ’κοψε τα δεσμά η υπηρέτρα. Μα τα δεσμά του μυαλού για μάγια και ιπποσύνες ποιος θα του κόψει; Ή μήπως όχι; Καλύτερα έτσι, φευγάτος από τα ψέματα του κόσμου του αχρείου;
[Κώστας Ακριβός, Ο δον Κιχότε δέσμιος όχι μόνον από έρωτα]

Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΤΡΕΛΑΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΙΠΠΟΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ:  

Πετάχτηκα στον ύπνο μου από τη φασαρία. Φόρεσα τις παντόφλες και πήγα στο σαλόνι. Ο ένας πετούσε βιβλία στον άλλο! Τα μισά βιβλία μου πεταμένα στο πάτωμα!
-Τι συμβαίνει; Πάλι τα ίδια;
-Αυτός άρχισε πρώτος»!
-Δεν τον αντέχω άλλο! Τη μια με βάζει να ξιφομαχώ με τουλούμια γεμάτα κρασί, την άλλη να ορμώ με το δόρυ μου σε ανεμόμυλους, την Τρίτη να κυνηγάω λευκές φάλαινες στα πέρατα της γης… Δεν υποφέρεται πια! Εμένα βρήκε να κοροϊδέψει;»
Και συνέχισαν το βιβλιοχαμό!!!      
Τους πήρα και τους δύο και τους πέταξα απ’ το παράθυρο κατευθείαν απέναντι στον ανοιχτό κάδο ανακύκλωσης. 
Τους Τόμους!!!
[ΔΙΠΟΝΤΟ του Π. Ενιγουεϊ]

Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ  

Ακούς πρώτα τα πέταλα του αλόγου στην άσφαλτο, κοιτάζεις απ’ το παράθυρο, απίστευτο, ο Δον Κιχώτης, ο ήρωας των παιδικών σου χρόνων, στέκεται εκεί, στο πεζοδρόμιο και περιμένει να του ανοίξεις. Σκουπίζεις γρήγορα τα δάκρυα, κατεβαίνεις με τις παντόφλες, ήρθες την κατάλληλη στιγμή, γενναίε ιππότη, δεν αντέχω άλλο, ο διευθυντής μου με κάνει κάθε μέρα σκουπίδι, τα ξέρω όλα ευγενέστατη δέσποινα, ας μην χάνουμε  καιρό!.. Να ’μαστε κιόλας στο γραφείο του, Ποιος είστε κύριε; οι Απόκριες αργούν ακόμα, τα λόγια στην περίπτωσή σου περιττεύουν καταραμένο κάθαρμα, το σπαθί του ιππότη κατεβαίνει με δύναμη, χαρτιά αιωρούνται και διασκορπίζονται στο πάτωμα, ο διευθυντής πέφτει αιμόφυρτος απ’ την καρέκλα, πλήρωσε και με το παραπάνω την απαίσια συμπεριφορά του, αγκαλιάζεις τον ιππότη γεμάτη ευγνωμοσύνη, ανεβαίνετε και οι δυο στον Ροσινάντη, δεν καλπάζει,  πετάει, τα πόδια του ίσα που αγγίζουν τις κεραίες των πολυκατοικιών, άδικα στεναχωριόσουν, η λύση ήταν τελικά τόσο απλή!..  Μια ιστορία της Γαλήνης Σαουλίδου όπως αναρτήθηκε στο  ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ  -ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ (ένα ιστολόγιο για το μικρό Διήγημα)

ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΝΙΑ ΔΟΥΛΤΣΙΝΕΑ

Τους το είχε ψιθυρίσει ο άνεμος που τα μαρτυράει όλα κι από εκείνη τη μέρα δεν έβρισκαν ησυχία. Πρώτη φορά είχαν ν’ αντιμετωπίσουν έναν τόσο φοβερό κίνδυνο, αλίμονο, η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Γιατί μπορεί να γνώριζαν χίλια δυο πράγματα, μπορεί να σήκωναν βουνά με τα χέρια τους, να έλιωναν πόλεις στο πάτημά τους, αλλά δεν είχαν μάθει ποτέ ν’ αγαπούν. Ήταν γίγαντες. Δεν ήξεραν τα τερτίπια του έρωτα, δεν είχαν αισθανθεί ποτέ τις βουτιές του, τα ρίγη του, τα χτυποκάρδια του. Πώς ν’ α ντιμετωπίσεις κάτι που δεν γνωρίζεις; Στην αρχή ένιωσαν το ζεστό αέρα στο πρόσωπό τους, ύστερα μια λόγχη, ένα βέλος, μια αιχμή άρχισε να τους τρυπάει έναν-έναν. Κουνούσαν μ’ απελπισία τα χέρια τους καθώς έβλεπαν τα πόδια  τους να ριζώνουν στη γη. Δυνατά τα ξόρκια. Άνιση μάχη. «Για τη Δόνια Λουλτσινέα»!.. ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσαν πριν μεταμορωθούν σε ανεμόμυλους. [Ιωάννα Αμπατζή]  

ΜΙΑ ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΠΛΗ

Ο κόσμος γέμισε τρελούς. Άλλοι νομίζουν τους εαυτούς τους θεόσταλτους, άλλοι τραβούν προς νότο να κουρσέψουν τον κόσμο και μερικοί αναγγέλλουν τη Δευτέρα Παρουσία. Μια φορά ένα από τους θεοπάλαβους που κυκλοφορούν στην ύπαιθρο ήρθε έξω από το μύλο μου και χτυπούσε τα φτερά του, φωνάζοντας ότι σκοτώνει γίγαντες. Εγώ έμεινα μέσα, είχα σιτάρι να αλέσω. Αν όμως μου έκανε ζημιά, θα τον κυνηγούσα με το φτυάρι. Το σκεφτόμουν και γέλαγα. 
Μα τώρα δεν μπορώ πια να γελάσω. Το κακό της τρέλας χτύπησε και το σπιτικό μου. Η μονάκριβη κόρη μου, η Χουάνα, άρχισε να βλέπει πνεύματα και νεκρούς που της λένε να κατέβει στην Αίγυπτο και να ζήσει σαν τον Άγιο Αντώνιο, μέσα σε τάφους και πηγάδια, παλεύοντας τους πειρασμούς. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Στις μέρες μας, κανένας πλέον δεν ορέγεται μια  ευτυχία απλή, όλοι θέλουν να γίνουν άγιοι, ήρωες και βασιλιάδες. [Άννα Γρίβα]  

και μια ιστορία αδέσποτη του Αντώνη Αντωνάκου: ΔΟΛΩΜΑ ΓΙΑ ΝΥΦΙΤΣΕΣ 

Ο Δον Κιχώτης έχωσε το κεφάλι στη μασχάλη κι άρχισε να τρίβει τα ρουθούνια του.
Ανέμελος στην ησυχία της νύχτας, σχεδόν υπνωτισμένος και ελεύθερος σαν μεθυσμένος νεκροθάφτης, ξαπλωμένος στην ταφόπλακα δίπλα στην υγρασία και τη μούχλα, κοντά στους ποντικούς που ροκανίζουν τα κιβούρια, μύριζε πάνω του το άρωμα της Δουλσινέας.
Ερεθισμένος απ’ την αψιά μυρουδιά που έμοιαζε με άρωμα αγριόχηνας γαρνιρισμένης με ελιές και κρεμμύδια.
Μύριζε την μεθυστική μασχάλη της.
Μύριζε τον ιδρώτα όλων των γυναικών και όλων των ανθρώπων απ’ την παιδική ηλικία ως τα γεράματα, ακολουθώντας την διαδρομή που τον οδηγούσε απ’ την ξινίλα του χυμένου γάλακτος στο δέρμα του βρέφους στη λιγότερο στυφή και πιο γλυκανάλατη ξινίλα των γηρατειών.
Μονάχα ο Σάντσο Πάντσα θα μπορούσε να τον ξυπνήσει απ’ το λήθαργο.
Μα ο Σάντσο Πάντσα ήταν ήδη νεκρός και μόνος κάτω απ’ την κρύα γη, κρατώντας σφιχτά το σπάγκο με το κεφάλι του πετεινού [από τον προσωπικό ιστολόγιο του Αντώνη Αντωνάκου Ο ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ ΣΚΥΛΟΣ]


ΤΩΡΑ ΟΛΑ ΟΣΑ ΜΕ ΠΕΡΙΤΡΙΓΥΡΙΖΟΥΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ ΚΑΤΑΦΕΡΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΝΑ ΓΙΝΩ ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ:

$
0
0
Η μελέτη, η σκέψη: κάθε διανοητική δραστηριότητα με παραπέμπει στους καθρέφτες. Σύμφωνα με τον Πλωτίνο η ψυχή είναι ένας καθρέφτης που δημιουργεί τα υλικά πράγματα αντανακλώντας τις ιδέες της ανώτερης λογικής. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που εγώ, για να σκεφτώ, έχω ανάγκη από καθρέφτες: δεν μπορώ να συγκεντρωθώ παρά μόνο αν έχω μπροστά μου εικόνες που αντανακλούνται, λες και η ψυχή μου έχει ανάγκη, κάθε φορά που θέλει να βάλει σε κίνηση τη διανοητική της δεινότητα, να μιμείται ένα πρότυπο… Μόλις πλησιάσω το μάτι μου σ’ ένα καλειδοσκόπιο νιώθω ότι το μυαλό μου, ακολουθώντας τούτη τη συγκέντρωση και τη σύνθεση των ετερογενών χρωματιστών και γραμμικών κομματιών σε κανονικές φιγούρες, βρίσκει αμέσως ποια διαδικασία πρέπει ν’ ακολουθήσει: έστω κι αν πρόκειται για την προσωρινή και σαθρή αποκάλυψη μιας εντυπωσιακής κατασκευής που σωριάζεται με το παραμικρό χτύπημα των νυχιών στα τοιχώματα του σωλήνα, για να αντικατασταθεί από μια  άλλη στην οποία τα ίδια ακριβώς στοιχεία συγκλίνουν σ’ ένα ανόμοιο σύνολο!..    [Ιταλό Καλβίνο, αποσπάσματα από το έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου ΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ, εκδόσεις Αστάρτη 1982 -  στη φωτογραφία η περίληψη από το οπισθόφυλλο]


ΣΕ ΕΝΑ ΔΙΚΤΥΟ ΓΡΑΜΜΩΝ ΠΟΥ ΤΕΜΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ ΚΙ ΑΚΟΜΑ ΠΑΡΑΠΕΡΑ:
Είναι η εικόνα  μου αυτή που θέλω να πολλαπλασιάσω, όχι από ναρκισσισμό ή μεγαλομανία, όπως πολύ εύκολα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς: αντίθετα, για να κρύψω ανάμεσα στα διάφορα ουτοπικά φαντάσματα του εαυτού μου, το πραγματικό εγώ που τα κινεί. Γι’ αυτό, αν δε φοβόμουν μην παρεξηγηθώ, δεν θα είχα καμιά δυσκολία να συνοικοδομήσω στο σπίτι μου το ολοκληρωτικά φοδραρισμένο με καθρέφτες δωμάτιο, μέσα στο οποίο θα έβλεπα τον εαυτό μου να περπατά στην οροφή με το κεφάλι κάτω και να εκτοξεύεται προς τα πάνω από το βάθος του πατώματος.

Τούτες οι σελίδες που γράφω θα έπρεπε κι αυτές να μεταδίδουν τη ψυχρή λαμπερότητα μιας στοάς γεμάτης καθρέφτες, όπου ένας περιορισμένος αριθμός μορφών διαθλάται και ανατρέπεται και πολλαπλασιάζεται. Αν η δική μου μορφή διαθλάται σε όλες τις κατευθύνσεις  και πολλαπλασιάζεται σ’ όλες τις γωνίες, είναι για να αποθαρρύνω εκείνους που θέλουν να με καταδιώξουν. Είμαι ένας άνθρωπος με πολλούς εχθρούς, από τους οποίους πρέπει συνεχώς να ξεφεύγω. Έτσι, μόλις θα πιστέψουν  ότι με βρήκαν, θα χτυπήσουν μόνο μια  γυάλινη επιφάνεια στην οποία εμφανίζεται και διαχέεται ένα από τα πολλά είδωλα της πανταχού παρούσας ύπαρξής μου. Είμαι επίσης ένας άνθρωπος που καταδιώκει τους πολλούς εχθρούς του: κάνω την επίθεσή μου πέφτοντας πάνω τους και κινητοποιώντας αδυσώπητες φάλαγγες και μπλοκάροντας όλους τους δρόμους διαφυγής. Σ’ έναν κόσμο γεμάτο κάτοπτρα, ακόμα και οι εχθροί μου μπορούν να πιστεύουν ότι με περικυκλώνουν από παντού, αλλά μονάχα εγώ γνωρίζω τη διάταξη των καθρεφτών, και μπορώ να γίνω άφαντος ενώ εκείνοι θα συγκρούονται και θα φαγώνονται μεταξύ τους…
Από τότε που ξεκαθαρίστηκε  μέσα μου ότι η απαγωγή της αφεντιάς μου θα ήταν η πιο βολική λύση όχι μόνο για διάφορες ειδικευμένες συμμορίες αλλά και για τους πιο σημαντικούς συνέταιρους και ανταγωνιστές μου στον κόσμο των μεγαλοεπιχειρήσεων, κατάλαβα ότι μόνο αν πολλαπλασιαζόμουν, αν πολλαπλασίαζα τον εαυτό μου, την παρουσία μου, τις εξόδους από το σπίτι και τις επιστροφές μου σ’ αυτό, με λίγα λόγια όλες τις ευκαιρίες για μια ενέδρα, θα μπορούσα να μην πέσω στα χέρια των εχθρών μου. Παράγγειλα τότε πέντε Μερσεντές ίδιες με τη δική μου που μπαινοβγαίνουν από τη θωρακισμένη είσοδο της βίλας μου όλες τις ώρες με τη συνοδεία μοτοσικλετιστών της σωματοφυλακής μου, και τοποθέτησα σε κάθε αμάξι μια μαυροντυμένη και μεταμφιεσμένη σκιά που θα μπορούσε να είναι δική μου ή σκιά ενός οποιοδήποτε σωσία  μου. Οι εταιρίες που διευθύνω είναι απλοί τίτλοι χωρίς τίποτα πίσω τους και εδρεύουν σε άδεια, εναλλασσόμενα σαλόνια, οι συσκέψεις, επομένως, στις οποίες λαβαίνω μέρος μπορούν να γίνονται σε διαφορετικές κάθε φορά διευθύνσεις που, για ακόμη μεγαλύτερη ασφάλεια, την τελευταία στιγμή δίνω εντολή ν’ αλλάξουν. Πολύ πιο σοβαρά προβλήματα μου δημιουργεί η εξωσυζυγική σχέση που διατηρώ με μια διαζευγμένη κυρία είκοσι εννέα χρονών ονόματι Λόρνα, αφού αναγκάζομαι να της αφιερώνω δυο και μερικές φορές τρεις εβδομαδιαίες συναντήσεις των δύο ωρών και τριών τετάρτων λεπτών κάθε φορά. Για την προστασία της Λόρνα αρκούσε να καταστήσω αδύνατο τον εντοπισμό της, και το σύστημα στο οποίο κατέληξα είναι εκείνο της οργάνωσης  πολλών ερωτικών ραντεβού την ίδια ώρα, έτσι ώστε οι άλλοι να μην καταλαβαίνουν ποιες είναι οι ψεύτικες ερωμένες μου και ποια η αληθινή. Κάθε μέρα, εγώ και οι σωσίες μου επισκεπτόμαστε, σε διαφορετικές πάντα ώρες, γκαρσονιέρες σπαρμένες σ’ όλη την πόλη που κατοικούνται από ευπαρουσίαστες γυναίκες. Αυτό  το δίκτυο των ψεύτικων ερωμένων μου επιτρέπει να κρύβω τις πραγματικές μου συναντήσεις με τη Λόρνα ακόμα  και από τη σύζυγό μου Ελφρίντα, στην οποία παρουσίασα όλη αυτή τη σκηνοθεσία σαν ένα συνηθισμένο μέτρο ασφαλείας. Όσο γι’ αυτή την τελευταία, την Ελφρίντα, οι συμβουλές μου –να δώσει δηλαδή τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα στις μετακινήσεις της για να αποπροσανατολίσει κάθε πιθανό εγκληματικό σχέδιο- πάνε χαμένες: η Ελφρίντα τείνει να κρύβεται όπως ακριβώς τείνει να αποφεύγει και τους καθρέφτες της συλλογής μου, λες και φοβάται μήπως η εικόνα της κατακερματιστεί και καταστραφεί: μια συμπεριφορά, δηλαδή, της οποίας μου διαφεύγουν οι βαθύτερες αιτίες και λιγάκι μ’ ενοχλεί.

Θα ήθελα όλες αυτές οι λεπτομέρειες που γράφω να είναι σε θέση να δώσουν την αίσθηση ενός μηχανισμού υψηλής πιστότητας αλλά ταυτόχρονα και της εκτυφλωτικής λάμψης που παραμένει έξω από την ακτίνα όρασής μας. Γι αυτό δεν πρέπει να αμελώ να παρεμβάλλω κάθε τόσο κάποια τσιτάτα από ένα αρχαίο κείμενο, για παράδειγμα ένα απόσπασμα από το Demagianaturaleτου Τζιοβάνι Μπατίστα Ντέλα Πόρτα, εκεί όπου λέει  ότι ο μάγος, δηλαδή ο "ιερέας της φύσης"πρέπει να ξέρει "τας αιτίας λόγω των οποίων οι οφθαλμοί εξαπατώνται κάτω από το νερό και εις τους ποικίλων μορφών καθρέφτας, τας αιτίας αι οποία ενίοτε στέλλουν τας εικόνας έξω απ'τους καθρέπτας, να αιωρούνται εις την ατμοσφαίραν, και τον τρόπο με τον οποίον δύναται τις να ίδει καθαρά όσα συμβαίνουν μακριά»

Δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι η αβεβαιότητα που δημιουργούσε το πήγαινε έλα των πανομοιότυπων αυτοκινήτων μου, δεν αρκούσε για να εξουδετερώσει τον κίνδυνο κάποιων εγκληματικών ενεργειών: σκέφτηκα τότε να εφαρμόσω την πολλαπλασιαστική δύναμη των κατοπτρικών μηχανισμών ενάντια στους ίδιους τους ληστές, οργανώνοντας ψεύτικες απαγωγές σε βάρος κάποιου από τους ψεύτικους εαυτούς μου και στη συνέχεια ψεύτικες ελευθερώσεις μετά την καταβολή ψεύτικων λύτρων. Γι’ αυτό χρειάστηκε να μπω στον κόπο να στήσω μια παράλληλη εγκληματική οργάνωση, συσφίγγοντας όλο και πιο πολύ τις στενές επαφές με τον υπόκοσμο. Κατάφερα έτσι να έχω στη διάθεσή μου ένα μεγάλο αριθμό πληροφοριών για τις απαγωγές που ετοιμάζονταν, ώστε να μπορών να επεμβαίνω πάντα τη σωστή στιγμή, τόσο για να προστατέψω τον εαυτό μου όσο και για να εκμεταλλευτώ τις δυσκολίες των επαγγελματικών μου αντιπάλων.    

Στο σημείο αυτό η διήγηση θα μπορούσε να υπενθυμίσει ότι ανάμεσα στις διάφορες αρετές των κατόπτρων που τα αρχαία βιβλία πραγματεύονται, περιλαμβάνεται και η ικανότητα των κατόπτρων να δείχνουν τα μακρινά και σκοτεινά πράγματα. Οι Άραβες γεωγράφοι του Μεσαίωνα, στις περιγραφές που κάνουν για το λιμάνι της Αλεξάνδρειας θυμίζουν την κολόνα που ορθώνεται στο νησί του Φάρου και φιλοξενεί στην κορυφή της έναν ατσάλινο καθρέφτη που δείχνει από μια τεράστια απόσταση τα πλοία που έρχονται από την Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη και όλες τις χώρες των Ρωμαίων. Τα κοίλα κάτοπτρα μπορούν να συλλάβουν τα πάντα συγκεντρώνοντας τις ακτίνες. «Ο ίδιος ο Θεός, του οποίου κανείς δεν μπορεί να δει ούτε το σώμα ούτε την ψυχή -γράφει ο Πορφύριος- αφήνεται να θαυμάσει τον εαυτό του σ’ ένα καθρέφτη» Μαζί με τη φυγόκεντρη δέσμη ακτινών που προβάλλει την εικόνα μου σε όλες τις δυνατές διαστάσεις του χώρου, θα ήθελα τούτες οι σελίδες να δίνουν και την αντίθεση κίνηση με την οποία καταφτάνουν  σ’ εμένα από τους καθρέφτες οι εικόνες που η συνηθισμένη όραση δεν μπορεί ν’ αγκαλιάσει. Από καθρέφτη σε καθρέφτη -να τι συμβαίνει συχνά να ονειρεύομαι- το σύνολο των πραγμάτων, ολόκληρο το σύμπαν, η θεία γνώση, θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν τις φωτεινές τους ακτίνες σ’ ένα μοναδικό καθρέφτη. Ή ίσως η γνώση όλων αυτών είναι θαμμένη στην ψυχή, κι ένα σύστημα καθρεφτών που θα πολλαπλασίαζε την εικόνα μου στο άπειρο και θα αποκαθιστούσε την πεμπτουσία του σε μία και μοναδική εικόνα, θα μπορούσε να μου αποκαλύψει την ψυχή όλων των πραγμάτων που κρύβονται στη δική μου ψυχή.

Το σχέδιο της απαγωγής μου ήταν το εξής: ανάμεσα στις μοτοσικλέτες Χόντα της σωματοφυλακής μου και το τεθωρακισμένο αυτοκίνητο στο οποίο θα ταξίδευα θα έπαιρναν θέση τρεις μοτοσικλέτες Γιαμάχα με τρεις ψευτοαστυνομικόυς  που θα φρέναραν απότομα πριν τη στροφή. Σύμφωνα με το δικό μου σχέδιο αντιπερισπασμού, αντίθετα, τρεις μοτοσικλέτες Σουζούκι θα ακινητοποιούσαν τη Μερσεντές μου πεντακόσια μέτρα πιο πριν, για μια ψεύτικη απαγωγή. Όταν όμως είδα να σταματάνε το αυτοκίνητό μου τρεις μοτοσικλέτες Καβασάκι σε μια διασταύρωση πολύ πιο πριν από τις άλλες δύο προβλεπόμενες διασταυρώσεις, τότε κατάλαβα ότι το αντισχέδιο μου είχε βγει ματ από ένα άλλο αντι-σχέδιο του οποίου αγνοούσα τους εντολοδόχους.
Όπως σ’ ένα καλειδοσκόπιο, οι υποθέσεις που θα ήθελα να καταχωρίσω σε τούτες εδώ τις γραμμές διαθλώνται και αποκλίνουν, έτσι ακριβώς πέρναγε κομμάτια-κομμάτια μπροστά από τα μάτια μου ο χάρτης της πόλης που είχα αποσυνθέσει σε μικρά τμήματα για να εντοπίσω τη διασταύρωση όπου, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, θα μου έστηναν ενέδρα, και για να ορίσω το σημείο από το οποίο θα μπορούσα να αιφνιδιάσω τους εχθρούς μου ώστε να μεταστρέψω προς όφελός μου το σχέδιό τους. Όλα τώρα πιο μου φαίνονταν σίγουρα, ο μαγικός καθρέφτης συγκέντρωνε όλες τις δυνάμεις του κακού και τις έβαζε στην υπηρεσία μου. Δεν είχα λογαριάσει βέβαια ένα τρίτο σχέδιο απαγωγής μελετημένο από αγνώστους. Ποιοι ήταν, όμως αυτοί;

Προς μεγάλη μου έκπληξη, οι απαγωγείς με οδηγούν, αντί σε μια μυστική κρυψώνα, στο σπίτι μου και με κλείνουν στην αίθουσα με τους καθρέφτες που είχα φτιάξει με τόση φροντίδα με βάση τα σχέδια  του Αθανάσιου Κίρτσερ. Οι καθρέφτινοι τοίχοι αναπαρήγαγαν αμέτρητες φορές την εικόνα μου. Με είχε άραγε, απαγάγει ο ίδιος ο εαυτός μου; Μήπως μία από τις διάφορες εικόνες που είχα προβάλει στον κόσμο, είχε πάρει τη θέση μου και με απομόνωνε τώρα στο ρόλο του απλού ειδώλου; Μήπως είχα πραγματικά καλέσει το Θεό του Σκότους κι αυτός είχε παρουσιαστεί με τη δική μου μορφή;
Στον καθρέφτη του πατώματος βρίσκεται πεταμένο ένα δεμένο γυναικείο σώμα. Είναι η Λόρνα. Κάθε φορά που επιχειρεί μια κίνηση, η γυμνή της σάρκα επαναλαμβάνεται  σε όλους τους καθρέφτες. Πέφτω πάνω της για να την απελευθερώσω από τα σκοινιά και το φίμωτρο, για να την αγκαλιάσω. Εκείνη όμως στρέφεται εναντίον μου, σε έξαλλη κατάσταση.
-Νομίζεις ότι τώρα μ’ έχεις στο χέρι σου; Κάνεις λάθος!, λέει και μπήγει τα νύχια της στο μούτρο μου. Είναι φυλακισμένη μαζί μου; Είναι δική μου φυλακισμένη; Μήπως είναι αυτή η ίδια η δική μου φυλακή;

Στο μεταξύ έχει ανοίξει μια πόρτα. Η Ελφρίντα κάνει μερικά βήματα προς το μέρος μου.
-Γνώριζα τον κίνδυνο που σε απειλούσε και τα κατάφερα να σε σώσω, λέει, ίσως το σύστημα ήταν λίγο βάναυσο, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Τώρα όμως δε βρίσκω πια την πόρτα αυτού του κλουβιού με τους καθρέφτες. Πες μου, γρήγορα, πώς θα βγω από δω μέσα;
Ένα μάτι κι ένα φρύδι της Ελφρίντα, ένα πόδι χωμένο μέσα σε εφαρμοστές μπότες, η γωνία του στόματός της με τα λεπτά χείλη και τα υπερβολικά άσπρα δόντια της, ένα χέρι με βέρα που σφίγγει ένα ρεβόλβερ, επαναλαμβάνονται γιγαντωμένα στους καθρέφτες, κι ανάμεσα σ’ αυτά τα θρύψαλα ανθρώπινης μορφής παρεμβάλλονται κομματάκια από το δέρμα της Λόρνα, σαν μικρά τοπία από κρέας. Ήδη δεν είμαι πια σε θέση μα διακρίνω τι ανήκει στη μια και τι ανήκει στην άλλη, χάνομαι, νιώθω ότι έχω χάσει τον εαυτό μου, δεν βλέπω την εικόνα μου αλλά μονάχα τη δική της. Σ’ ένα απόσπασμα του Νοβάλις, ένας μύστης που καταφέρνει να βρει τη μυστική κατοικία της Ίσιδος, σηκώνει το πέπλο της θεάς… Τώρα μου φαίνεται ότι όλα όσα με περιτριγυρίζουν  είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου, ότι εγώ επιτέλους κατάφερα να γίνω όλος ο κόσμος.

Το ΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ… του Ιταλό Καλβίνο είναι ένα μυθιστόρημα με θέμα την ευχαρίστηση που νιώθουμε όταν διαβάζουμε μυθιστορήματα. Πρωταγωνιστής είναι ο Αναγνώστης που αρχίζει δέκα φορές να διαβάζει ένα βιβλίο και που λόγω κάποιων γεγονότων ανεξάρτητων από τη βούλησή του, δεν κατορθώνει να τελειώσει ποτέ. Χρειάστηκε επομένως να γράψω την αρχή δέκα μυθιστορημάτων γραμμένων υποτίθεται από δέκα συγγραφείς που όλοι κατά κάποιο τρόπο ήταν διαφορετικοί από μένα και διαφορετικοί μεταξύ τους… Με τα λόγια αυτά ο Ιταλό Καλβίνο παρουσίασε το εν λόγω μυθιστόρημα, που ξάφνιασε, συζητήθηκε και τελικώς αγαπήθηκε όσο κανένα από τα έργα του. Το ΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ, υπήρξε όχι μόνο μια αξεπέραστη σπονδή στο λογοτεχνικό είδος του μυθιστορήματος αλλά και το έργο που άνοιξε νέους δρόμους για τη λογοτεχνία του 21ου Αιώνα 


Ο ΚΑΙΑΔΑΣ ΤΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ, ΤΟΣΟ ΚΟΝΤΑ

$
0
0
Τι σημαίνει να είναι κανείς Γάλλος, Έλληνας, Ιάπωνας, και πώς γίνεται το ένα ή το άλλο; Κι όποιος «γεννιέται» Έλληνας ή Ιάπωνας έχει ευγενέστερη ελληνικότητα ή ιαπωνικότητα από όποιον επιλέγει να γίνει Έλληνας ή Ιάπωνας; Παρεμπιπτόντως, ο Ζαν Μωρεάς τι είναι, Ελληνας ή Γάλλος; Και ο λιγότερο γνωστός Λευκάδιος Χερν, που γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1850 από πατέρα Ιρλανδό και μητέρα Ελληνίδα, πολιτογραφήθηκε Ιάπωνας και με το όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι έγινε ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιαπωνίας, τι είναι: Ελληνας, Ιρλανδός, Ιάπωνας ή πολίτης του κόσμου, αν μετρηθούν και τα χρόνια του σε Γαλλία και ΗΠΑ;  Αν λοιπόν οι Ολυμπιακοί της Βραζιλίας έθεσαν –εκ νέου– το ερώτημα τι σημαίνει έθνος και εθνικότητα, οι Παραολυμπιακοί που ακολούθησαν μας έφεραν μπροστά σε σοβαρότερα και ακανθωδέστερα ερωτήματα: Υπάρχουν άραγε πλάσματα πλήρως ανθρώπινα και άλλα μερικώς ανθρώπινα; Με ποιον βαθμό αναπηρίας κρίνεσαι ανεκτός από την κοινωνία των «ακεραίων», των «αρτιμελών», και με ποιον απορριπτέος στον Καιάδα; Και η ψυχή, υπολογίζεται άραγε η ψυχή σαν μέλος, όπως το χέρι ή το πόδι έστω; Κι αν αυτή είναι μαραγκιασμένη, δηλητηριασμένη και δηλητηριώδης, εξακολουθείς να συναριθμείσαι στους «αρτιμελείς»; [Ο ΚΑΙΑΔΑΣ ΤΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ, ΤΟΣΟ ΚΟΝΤΑ, κι άλλα αποσπάσματα από άρθρο του Παντελή Μπουκάλα στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25/09/2016 με ΚΛΙΚ εδώ]


Παρακάτω: Θεωρούμε εθνικό θρίαμβο και τις παραολυμπιακές νίκες, κι αν ναι, γιατί το χρυσό του Δημοσθένη Μιχαλεντζάκη στην κολύμβηση το ανέδειξαν πρωτοσέλιδα μόνο 2 από τις 12 ημερήσιες αθλητικές εφημερίδες και μόνο μία από τις 16 πολιτικές; Τέλος, πόσους πιστούς συνεχίζουν να έχουν (στις τάξεις της υγειολάγνας ακροδεξιάς, αλλά δυστυχώς και ευρύτερα) οι «ριζικές λύσεις» του Χίτλερ, που δεν αφορούσαν μόνο Εβραίους και Ρομά, αλλά και ανάπηρους, «ελλειμματικούς», «σημειωμένους», ψυχικά ασθενείς – κάθε είδους «κατσαρίδες» και «ποντίκια» δηλαδή, στη ναζιστική ορολογία;

Έχει ακόμα χρήστες η ορολογία αυτή. Έχει δηλαδή θιασώτες η (απάνθρωπη) λογική και η ιδεολογία (του εκκαθαριστικού μίσους) που αποτυπώνεται στη συγκεκριμένη ορολογία. Ένας από αυτούς είναι ο κ. Αρτέμης Σώρρας, που φιλοδοξεί να σώσει την Ελλάδα, αποπληρώνοντας τα χρέη της με τα «αμύθητα πλούτη» που λέει ότι διαθέτει. Τα οποία μάλιστα έχουν την ιδιότητα να αλλάζουν πηγή προέλευσης κάθε δεύτερο μήνα. Πότε είναι από μετοχές της «Τράπεζας της Ανατολής» που κατέχει, πότε από τα κέρδη που απέσπασε πουλώντας μυστικά στον Μπαράκ Ομπάμα «υπερτεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων», με την οποία ένα ταξίδι στη Σελήνη, αλέ-ρετούρ, δεν κοστίζει ούτε δεκαδόλαρο κ.ο.κ. Ο κ. Σώρρας λοιπόν, που ήδη βρήκε αρκετούς πιστούς ώστε να ιδρύσει ανά την Ελλάδα 184 παραρτήματα του κόμματός του «Ελλήνων Συνέλευσις» (ένα ακόμη ακροδεξιό κατασκεύασμα, τυπικά αρχαιοκαπηλικό, όπως όλα εκείνα που οι ιδρυτές τους είναι πεπεισμένοι ότι αν γράψουν τα παλιά τριτόκλιτα σε -ις γίνονται περισσότερο Έλληνες), καθύβρισε χυδαιότατα τους αθλητές των Παραολυμπιακών. Τους αποκάλεσε «υβρίδια, ζώα, καθάρματα, μη κανονικούς ανθρώπους» και ό,τι άλλο σκαιό κατέβασε ο φιλάνθρωπος νους του. Και απεφάνθη πως η Παραολυμπιάδα «είναι ύβρις για τους Ολύμπιους Αγώνες» και «μεγάλη προσβολή για τον άνθρωπο». Φοβάμαι ότι όλα αυτά τα προδήλως ρατσιστικά δεν του στέρησαν ούτε έναν οπαδό.

Φίλος της Χ.Α. ο κ. Σώρρας, όπως καταγγέλλουν δημοσιογράφοι που παρακολουθούν εξαρχής τη δράση του, ή όχι, η αλήθεια είναι πως οι επίσημοι εκφραστές του καθ’ ημάς νεοναζισμού (που θαυμάζουν τη Σπάρτη αποκλειστικά για τον Καιάδα της, είτε θρύλος είναι είτε αλήθεια, και απλώς μασκαρεύονται για να παραστήσουν τους λάτρεις του Λεωνίδα) προσέχουν κάπως τη γλώσσα τους, τουλάχιστον στις δημόσιες εμφανίσεις τους, και όσο κρατάει η βαλτωμένη δίκη της Χ.Α. για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Αποφεύγουν λοιπόν να μιλήσουν ευθέως για κατσαρίδες και εντομοκτόνα. Όταν όμως τους δίνεται η ευκαιρία, κάπως μακριά από τα πολλά φώτα, ξεδιπλώνουν χειρωνακτικά και προπηλακιστικά όλο το μεγαλείο της μαύρης ψυχής τους. Όπως στη Χίο, μέσα του μηνός, όταν χρυσαυγίτες και παλιοί υποψήφιοι του ΛΑΟΣ είχαν βγει «πατριωτική» παγανιά κατά προσφύγων και μεταναστών. Και ουρλιάζοντας «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», έδερναν όποιον διαμαρτυρόταν έστω και με το βλέμμα του. Και εκτός από δημοσιογράφους καθύβρισαν και χτύπησαν και τον Χιώτη παραολυμπιονίκη της δισκοβολίας Παντελή Καλόγερο, που η τετραπληγία τον έχει καθηλώσει σε αμαξίδιο. Δεν τον αναγνώρισαν; Χιώτες τον Χιώτη, τον πολυβραβευμένο Χιώτη, που μετέχει μάλιστα ενεργά στα κοινά; Φυσικά και τον αναγνώρισαν. Απλώς, δεν τον συγκαταλέγουν στους «πλήρεις» ή «κανονικούς» ή «σωστούς» Έλληνες. Τι είπε ο ίδιος; «Το οξύμωρο είναι ότι κάποιοι από αυτούς κρατούσαν και την ελληνική σημαία, και πιθανόν να πανηγύρισαν τα μετάλλια που έχω φέρει στην πατρίδα». Ξέρουμε βέβαια πως οι «πατριώτες» αυτού του φυράματος κρατούν τη σημαία όχι για το γαλανόλευκο πανί της, αλλά για το κοντάρι της. Απαραίτητο στις σωφρονιστικές επιθέσεις τους κατά αλλοδόξων και αλλοφύλων.

[ΠΗΓΗ: Παντελής Μπουκάλας, Καθημερινή της Κυριακής, 25 Σεπτεμβρίου 2016]

ΓΙΝΗΚΕ ΚΑΨΑ ΓΙΝΗΚΕ ΔΙΨΑ ΚΑΙ ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΤΡΕΛΑ ΚΑΙ ΠΕΘΥΜΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ (κι έτσι ξεκίνησαν όλα)

$
0
0
  ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Μη με πιστεύετε!..  Ήταν Ιούλιος που πήγα στα πράσινα νερά· ίσαμε τότε τα έβλεπα από μακριά κι όλο έλεγα, να πάω, να πάω στα πράσινα νερά – μα δεν πήγαινα. Ώσπου κάποτε ήρθε ένα χάραμα που ξεκίνησα.Μη με πιστεύετε…Μπήκα γυμνός στη θάλασσα κι άρχισα να πηγαίνω· και μέσα μου μια αγωνία με κεντούσε, πως τα πράσινα νερά θα βγούνε ένα ακόμη ψέμα, μια φενάκη κοντά στις άλλες. Και μαζί με τούτη την αγωνία με γέμιζε και μια βουβή λαχτάρα, ότι στο τέλος θα συναντιόμασταν. Μη με πιστεύετε…Κολύμπαγα για ώρες, πόσες δεν ξέρω. Κι όλο και περισσότερο κυριευόμουν από αυτό που ήθελα – κι όλο θάμπωνε ο γύρω μου κόσμος. Τα πράσινα νερά, τα πράσινα νερά – αυτό είχα στο νου μου μονάχα…Κάποτε γίναν ήσυχα τα νερά – σαν λάδι. Έβαλα τα μάτια μου πάνω στην ακμή τους – η μισή κόρη ήταν στο νερό κι η μισή έξω από αυτό. Κι έβλεπα αυτή την ανύπαρκτη γραμμή, τόσο που μπήκα μέσα της…Μη με πιστεύετε…Μπορεί να ήταν ύπνος, μπορεί θάνατος, μπορεί το τίποτε – δεν ξέρω. Μονάχα ένιωσα μια τρομερή επιθυμία – που θέριευε όλο και περισσότερο. Και προσπάθησα να φωνάξω, να βογκήξω, να σπαρταρίξω. Μα δεν μπορούσα… Μη με πιστεύετε. Μη με πιστεύετε. Μη με πιστεύετε…Κι έξαφνα κατάλαβα πως είχα τόσο πυρώσει, που θα έσβηνα. Κι είδα τον εαυτό μου να σβήνει, όπως σβήνουνε τα αστέρια μέσα στη νύχτα. Κι άνοιξα τότε τα μάτια μου: ήμουνα στα πράσινα νερά. Κι ακόμη: δεν ήμουν μόνος…  Κολυμπούσε μπροστά μου – τα μαλλιά της άπλωναν μέσα στο νερό. Ήτανε πράσινα τα μάτια της – σαν το νερό. Κι άκουγα τα πάντα – ακόμη και το βλέμμα της πάνω μου. Υπήρχα, λοιπόν.Έκανα να πάω προς το μέρος της – κάποτε βγήκαμε σε μια ξέρα. Ήμασταν ο ένας απέναντι στον άλλον. Έξαφνα κοίταξα γύρω μου τα νερά – είχαν γεμίσει σπασμένα ρόδια με μπλε σπόρια. Και στο κέντρο κάθε ροδιού χτυπούσε μια ανθρώπινη καρδιά. Ο κόσμος ήταν ανάποδος πια – το ίδιο και ο χρόνος.Γύρισα τότε προς την κοπέλα και της είπα:Εσύ είσαι το τέλος…(Έχει μικρό δέλτα και ξελέει την αλήθεια).Αχ, μαζί σου να ζήσω την παλιά ιστορία με τα μελένια λεμόνια.Γέλασε τότε η γυμνόστηθη κόρη – γύρω της ταράχτηκαν τα πράσινα νερά. Κι έπιασε κατόπιν τα βυζιά της και μου είπε: άσε στην άκρη τα λόγια –τούτα εδώ είναι τα μελένια λεμόνια!.. Τούτα εδώ είναι τα μελένια λεμόνια…  Μη με πιστεύετε [αποσπάσματα από ΤΑ ΜΕΛΕΝΙΑ ΛΕΜΟΝΙΑ…    του Θανάση Τριαρίδη]




ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: Η ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΗ – ΜΙΑ ΑΝΑΓΚΗ 1. Η Αιματοβαμμένη 
         Γράφω για την Αιματοβαμμένη δίχως να ξέρω τι πράττω, κι αν υπηρετώ την αγάπη· νιώθω όμως πως έχουν περισσέψει τα ψέματα – το χειρότερο, έχουν περισσέψει οι φωτιές που ανάβουνε στο όνομα της αγάπης. Και καθώς έτυχε να φτάσει στα αφτιά μου μαρτυρία που κρατάει από εκείνους που περπάτησαν μαζί με τον Ραββουνί, την εξομολογούμαι προτού θαφτώ κι εγώ στη στάχτη των ψεμάτων. Γιατί γι'αυτήν την Αιματοβαμμένη γεννήθηκε ο Ιησούς και όχι για όσα είπανε. Και τέλειωσε μαζί της – μαζί με τη Γεθσημανή, η οποία δεν ήτανε κήπος μα ζωντανό πλάσμα που δώριζε τρόμο κι ελευθερία. Και το όνομά της, δεν σήμαινε, βέβαια, τον τόπο που βγάζουν το λάδι από τις ελιές, μα εκείνην που κάνει τις ελιές να ματώσουν
κι έπειτα πίνει το αίμα και τρέφεται από αυτό.
         Για τη Γεθσημανή έγραφαν από αιώνες τα μυστικά βιβλία των προφητών –αυτά που τώρα έχουν εξαφανιστεί. Είχε κεφάλι και στήθη γυναίκας, σώμα και πόδια λέαινας και κατακόκκινα φτερά αετού. Είχε γεννηθεί από το αίμα δύο δίδυμων αδελφιών, αγοριού και κοριτσιού, που είχαν ερωτευτεί αναμεταξύ τους. Όταν το κατάλαβε ο πατέρας τους, τους αποκεφάλισε την ώρα του ύπνου με τον πέλεκυ, για να αποτρέψει την αδελφομιξία. Όμως το αίμα του κοριτσιού έκανε ρυάκι ως το δωμάτιο του αγοριού και ενώθηκε με το δικό του.  Μια σταγόνα από αυτό το σμιγμένο αίμα την πήρε λευκός αετός με τη φτερούγα του και την έσταξε στη γαστέρα μιας λέαινας. Ήταν μια λέαινα που δεν τη ζευγάρωναν τα λιοντάρια καθώς ήταν τόσο άγρια που τους ξερίζωνε την καρδιά. Κι από την κοιλιά της λέαινας γεννήθηκε εκείνη η Γεθσημανή, που ήταν γυναίκα και τέρας και φάντασμα και απέθαντο στοιχειό του κόσμου.
         Η Γεθσημανή μεγάλωσε μαζί με τα λιοντάρια – γρήγορα όμως το ένιωσε πως ήταν πλάσμα διαφορετικό. Κάποτε αποφάσισε να φύγει με τον άνεμο για να βρει τη λαχτάρα της· άρχισε να πετά με τα κατακόκκινα φτερά της πάνω από τα βουνά, τα δάση και τους κάμπους. Σε μια χαράδρα άκουσε μια θεσπέσια μουσική– ήτανε ένας βοσκός που έπαιζε φλογέρα πλάι σε έναν ποταμό. Κατέβηκε ερεθισμένη και τον ζύγωσε· στη θωριά της η φλογέρα μουγγάθηκε – ο βοσκός μαγεύτηκε τόσο από την ομορφιά εκείνου του πλάσματος που δεν μπορούσε να φυσήξει τον αέρα από τα πνευμόνια του. Της μίλησε με μάτια θολά παλεύοντας να βρει τα λόγια του: «Κόρη, που υπάρχεις μονάχα στα όνειρα, αγκάλιασέ με». Τότε θέριεψε η λαχτάρα μέσα στη Γεθσημανή και όρμησε και τον αγκάλιασε. Με ένα φιλί στο στήθος του του κατασπάραξε την καρδιά. Και με το τρομερό αγκάλιασμά της τον έκανε χίλια κομμάτια. Γέμισε ο ποταμός με αίματα.
         Ήτανε η αρχή· από τότε η Γεθσημανή άρχισε να γυρίζει τον κόσμο και να σμίγει με τους ανθρώπους. Κι ήτανε τόσο έξαλλο το αγκάλιασμά της που έτρωγε την καρδιά τους και τους διαμέλιζε, σκορπώντας τα κομμάτια τους πέρα-δώθε. Κι ήτανε τόσο όμορφη και τόσο ποθητή, που όποιος την έβλεπε, μόλο που ήξερε τι τον περίμενε, ξεχνούσε τα πάντα και γύρευε να αγκαλιαστεί μαζί της. Κι αυτή πετούσε στους τόπους και στους αιώνες με τα τρομερά φτερά της – και την υπηρετούσαν τρεις τυφλοί, οι μόνοι που δεν μπορούσαν να δουν την ομορφιά της και να θελήσουν το χαμό τους.  Είχε γίνει ο τρόμος μα και η κρυφή ελπίδα των ανθρώπων: το αντάμωμα μαζί της ήτανε μαζί κατάρα και ευχή.  Άντρες και γυναίκες τρέμανε πως θα δούνε την Αιματοβαμμένη – όμως όταν τη βλέπανeελευθερώνονταν από τον φόβο. Κι έτσι την ξέρανε στα πέρατα του κόσμου. Στην Ελλάδα την ονόμασαν Σφίγγα· μα και εκεί οι ποιητές έγραψαν τα πράγματα διαφορετικά από ό,τι γίνανε – για να κρατούνε σκλάβους τους ανθρώπους.
         Κάποτε ο Θεός έστειλε τον πρώτο του άγγελο, τον Εωσφόρο, να σκοτώσει την Γεθσημανή, που μάγευε τους ανθρώπους και τους έκανε να ξεχνούνε τον Κύριό τους – να της κόψει το κεφάλι με τη σπάθα του. Κι αυτός, αόρατος και ταχύτερος από τις ηλιαχτίδες, ξεκίνησε να εκτελέσει την εντολή του. Μα μόλις είδε την αιματοβαμμένη Γεθσημανή, έχασε τον νου του από την ομορφιά της. Αντί να της κόψει το κεφάλι, πέταξε τη σπάθα του στο κέντρο της θαλάσσης και όρμησε να αγκαλιαστεί μαζί της. Μα, άγγελος καθώς ήταν, δεν είχε καρδιά και σώμα να του σπαράξει το τέρας. Κι έτσι, μην έχοντας άλλη διέξοδο, ζήτησε από τον Θεό να του δώσει σάρκα, για να αγκαλιαστεί μαζί της – κι ας πέθαινε. Μα ο Θεός, έξαλλος από την ανυπακοή του, του το αρνήθηκε. Και τότε εκείνος, ο πρώτος άγγελος, κήρυξε ανυπακοή στον Κύριό του· γύρεψε το πιο βαθύ και πιο μαύρο πηγάδι του κόσμου και χώθηκε για πάντα εκεί, για να μείνει μονάχος με την ανεκπλήρωτη λαχτάρα του. Αυτή ήταν η αληθινή αιτία που έφυγε ο Εωσφόρος από τον Θεό κι όχι τα άλλα που λέγονται.
         Από τούτο το γεγονός φαίνεται πως γεννήθηκε και η παμπάλαια προφητεία: πως ο Θεός θα γίνει απόλυτος κυρίαρχος του σύμπαντος κόσμου, μονάχα όταν αφανιστεί η Γεθσημανή. Και πολλοί ανακήρυξαν τους εαυτούς τους στρατιώτες του Θεού και βάλθηκαν να σκοτώσουν τη Γεθσημανή. Και φορούσαν πανοπλίες και δέναν τα μάτια τους για να μη λωλαθούν από την ομορφιά της, και ξαμολιούνταν στις φοβερές νύχτες και τις ακατονόμαστες σκοτεινιές, για να τη βρουν απέναντί τους και να τη ρημάξουν με τα σιδερένια όπλα τους. Μα όταν την έβρισκαν και στέκονταν μπροστά της, οι άνεμοι σφύριζαν και τα σίδερα έλιωναν και τα τόξα τους έσπαζαν και λυνόταν το πανί από τα μάτια τους. Και οι άνθρωποι απομέναν γυμνοί και αγκαλιάζονταν με την Αιματοβαμμένη.
         Τότε φάνηκαν καινούργιες προφητείες: πως ήταν κοντά η βασιλεία του Θεού – άρα ήταν κοντά και ο αφανισμός του τέρατος. Και πως, για να πεθάνει το τέρας, έπρεπε να της αρνηθεί θνητός το σμίξιμο μαζί της. Τότε, έλεγε η προφητεία, μην έχοντας άλλον να κομματιάσει, θα κομμάτιαζε τον ίδιο της τον εαυτό. Κι έτσι θα τέλειωνε, θα αφανιζόταν από το πρόσωπο της γης. Αυτό έλεγαν οι παλιές προφητείες, άρα αυτό ήταν το σχέδιο του Θεού για εκείνον που θα χαλούσε την Αιματοβαμμένη.
         Για να τον γεννήσει διαλέχτηκε η γυναίκα ενός μαραγκού – μια ονειροπαρμένη παιδούλα· ένας άγγελος γεμάτος φοβερό φως τη διέταξε να μυρίσει τον λευκό κρίνο με το σπέρμα του Θεού. Κι έπειτα γεννήθηκε ο γιος του: εκείνος που ήταν και Θεός και άνθρωπος. Και που γινόταν να έχει σάρκα και να μην έχει. Αυτός, λοιπόν, θα γινόταν ο Ραββουνί και θα γιάτρευε τους τυφλούς και θα παρηγορούσε τους απελπισμένους. Και νομίζοντάς τον για δικό της, η Γεθσημανή θα ζητούσε να σμίξουνε. Μα την κρίσιμη ώρα, εκείνος θα γινόταν ασώματος, μια άδεια σκιά, και θα την άφηνε να κομματιαστεί. Κι έτσι θα την αφάνιζε. Αυτό ήτανε το θεϊκό σχέδιο – για αυτό γεννήθηκε ο γιος της Μαρίας.
         Ό,τι διαβάζετε, λοιπόν, για εκείνον τον Ραββουνί και για το τέλος του να ξέρετε πως γράφτηκε για να κουκουλώσει την αλήθεια. Με ψέματα ντύνουν την λεμονιά κυπαρίσσι και κόβουν τα μελένια λεμόνια και τα σφάζουνε και τα βάζουν στη φωτιά. Και λένε ότι εκείνος δίδασκε πως όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου, ενώ στην πραγματικότητα εκείνος γύρευε να σμίξει μαζί με αυτούς που δεν ήταν μαζί του. Κι αν κάποιος γράψει άλλα από αυτά που αποφάσισαν, τον σκοτώνουν και εξαφανίζουν το γραπτό του – κι αν δεν μπορούν να το εξαφανίσουν, κόβουν όσα δεν επιτρέπουν. Και χουγιάζουν τους ανθρώπους με τελικές κρίσεις και διαβόλους και πύρινες λίμνες, για να τους έχουν σκλάβους τους και να τους κάνουν μαστιγωτές. Και αποκαλούν τέρας ό,τι δεν υπακούει στις εντολές και τις οδηγίες τους. Και τρέμουν των ανθρώπων το παράφορο αίμα. Και τρέμουν άμα κάποιος αναρωτιέται για το τι συνέβη και πώς.
         Γιατί ο Ραββουνί συναντήθηκε με την Αιματοβαμμένη, και τα πράγματα δεν έγιναν όπως ήταν το σχέδιο του Θεού, μα αλλιώτικα…

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
         Ήταν ένα βράδυ που έσκασαν τα λευκά τριαντάφυλλα κι είδα στην καρδιά  τους το αίμα του Θεού. Το περίμενα να είναι θαμπό χρυσό, παχύρρευστο σαν τον υδράργυρο – όμως όχι. Ήτανε μοβ και κάπως διάφανο, μύριζε θεσπέσια –όπως στις παλιές ιστορίες. Κι άρχισα να τρέχω ανάμεσα στα σκασμένα ρόδα, θαρρώντας πως είχε έρθει η ώρα να ενωθώ με τον Θεό.
         Κι από τα σκασμένα τριαντάφυλλα άρχισε να αναβλύζει το μοβ αίμα – να γίνεται άγριος ασταμάτητος ποταμός. Και, δίχως να καταλάβω το πότε, γέμισε τον μισό κόσμο. Μια μοβ θάλασσα που ευωδίαζε – ίδια η αθανασία. Ναι, είχε έρθει η ώρα να πνιγώ.
         Τότε άκουσα έναν ήχο και γύρισα προς την άλλη πλευρά. Κι είδα μια θεσπέσια κόρη που έβηχε αίμα. Περπατούσε προς το μέρος μου. Στα πενήντα μέτρα σταμάτησε και μου φώναξε: «Δες τα, λοιπόν, δες τα όλα».
         Και είδα. Πρώτα ήρθαν η δελφίνα κι ο δέλφινας που είχαμε δει στ'ανοιχτά της Μακραφού. Τους είχανε κομματιασμένους στο βράχο με τα πέτρινα σπαθιά. Κι όλοι είπαν πως, για να αυτοκτονήσουν δυο π'αγαπιούνται, θα πρέπει να δαιμονίστηκαν. Κι όταν πήγαμε την άλλη μέρα το πρωί για να τους θάψουμε, δεν τους βρήκαμε πάνω στα βράχια. Να τους είχε πάρει πίσω η θάλασσα, δεν γινότανε. Άρα κάποιος τούς είχε κλέψει - ίσως κανένας σταλμένος με φτερά.
         Κι όμως, τόσα χρόνια μετά, ξαναφάνηκαν κι οι δυο τους· πετάχτηκαν από το πουθενά – ή μήπως μέσα απ'το στήθος μου.  Με ένα φοβερό άλμα έπεσαν στη γη. Είχανε να σπαρταρήσουν μιαν ακόμη φορά, πριν να πεθάνουν οριστικά. Και σε τούτο το στερνό σπαρτάρισμα βγήκε από το στόμα τους το μαύρο αίμα. Και το αίμα αυτό έγινε λίμνη. Και τότε ήρθαν άνθρωποι πολλοί, αναρίθμητοι, αγόρια και κορίτσια στεφανωμένα με φίδια. Ήσαν γυμνοί και στάθηκαν γύρω από τη λίμνη του μαύρου αίματος. Και μπρουμύτισαν κι ήπιαν από το αίμα αυτό.
         Κι έπειτα εκείνοι οι φιδοστεφανωμένοι άρχισαν να αγκαλιάζονται και να χαϊδεύονται και να σμίγουνε. Και να φωνάζουν ελελεύ και να βγάζουν κραυγές χαράς.        Και τότε φάνηκαν οι δολοφόνοι. Ήταν ατέλειωτη σειρά· έρχονταν μπροστά μου και μου γλείφαν τα χέρια. Κι έπειτα πετούσαν τα ρούχα τους και έμπαιναν μέσα στους φιδοστεφανωμένους. Κι εκείνοι τους υποδέχονταν με χλωρά διαμάντια, μαλακά σαν φύλλα μολόχας.
         Τότε η φυματική κόρη μού είπε τη στερνή της κουβέντα: «Από το βήχα των τεράτων ανασαίνουν οι άνθρωποι»… Τότε ήταν που ακούστηκε ο μεγάλος κρότος από ψηλά. Σαν να χαλούσε ο ουρανός. Κι ήρθαν άγγελοι με καλοακονισμένα σπαθιά στα χέρια – κι έλαμπαν τόσο πολύ, που το κατάλαβα πως ετοίμαζαν θανατικό. Και στάθηκαν σε παράταξη μάχης, απέναντι στους φιδοστεφανωμένους.
         Και περίμενα να ακουστεί σάλπιγγα και να αρχίσει επίθεση. Και φοβόμουνα. Μα αντί για σάλπιγγα άκουσα μια μυριόστομη φωνή από τους γυμνούς που είχαν τα φίδια στα μαλλιά: «Η αρχόντισσά μας, η Γοργώ, η ελευθερώτρια Μέδουσα. Ελελεύ!»  Και κάτι σαν στρόβιλος φάνηκε ανάμεσά τους. Αμέσως έκλεισα τα μάτια.
         Την ένιωσα να έρχεται προς το μέρος μου. Άπλωσα τα χέρια μου, άγγιξα τα δικά της. Και τότε κατάλαβα πως οι ψεύτες είπαν ότι πετρώνει τούτη η Μέδουσα – στην πραγματικότητα ελευθερώνει. Κι άνοιξα τα μάτια κι άνοιξα τα χείλη για να φιληθούμε. Είχαμε φτάσει τόσο κοντά.
         Τότε κατέβηκε από ψηλά ο ξανθός αρχάγγελος. Ήταν πανέμορφος κι είχε γαλάζια άδεια μάτια· και βαστούσε με τα δυο χέρια την ατσαλένια σπάθα – ήταν η σπάθη της δικαιοσύνης. Σήκωσε, λοιπόν, τούτη τη σπάθη και μεμιάς έκοψε το κεφάλι της Μέδουσας. Μισή ανάσα να αργούσε θα 'χαμε φιληθεί.
         Κι η Γοργώ έπεσε με τα φίδια της και τις μέσα της φλόγες στη μαύρη λίμνη. Έπειτα άρχισε το μακελειό. Οι άγγελοι με τις σπάθες –που καθεμιά τους ήταν η σπάθη της δικαιοσύνης– άρχισαν να σφάζουν τους γυμνούς φιδοστεφανωμένους. Κόβανε κεφάλια, λαιμούς, καρωτίδες, χέρια, πόδια και ορθωμένους φαλλούς, σχίζαν κοιλιές και πετούσαν εντόσθια στον αέρα. Και οι γυμνοί σμίγανε και χαϊδεύονταν και γαμιόντουσαν, και οι άγγελοι τους πετσόκοβαν. Μέχρι που τους έσφαξαν όλους. Κι όλο το αίμα των σφαγμένων πήγε στη μαύρη λίμνη. Και η λίμνη έγινε θάλασσα. Μια μαύρη θάλασσα πλάι στη μοβ.
         Και τότε ήρθε μπροστά μου ο ξανθός αρχάγγελος – ο αρχισφαγιαστής. Και κρατώντας τη ματωμένη σπάθη, άνοιξε τα χέρια και μου είπε: «Από εδώ είναι ο Παράδεισος, από εκεί η Κόλαση». Και για Παράδεισο μου έδειξε με τη ματωμένη σπάθα τη μοβ θάλασσα.
         Κοίταξα γύρω-γύρω. Στ'αλήθεια ο κόσμος είχε γίνει δυο θάλασσες. Μια που 'χε γεννηθεί από το αίμα του Θεού και μια που 'χε γεννηθεί από το αίμα των δελφινιών, της Γοργώς και των φιδοστεφανωμένων ανθρώπων.
         Κι ήμουν ολομόναχος – πατούσα πια σ'έναν ελάχιστο βράχο. Κι όλο το νερό ανέβαινε και ζύγωνε τις φτέρνες μου. Γύρισα στον ουρανό να δω τα πουλιά. Μα πάνωθέ μου δεν υπήρχε ουρανός. Ένα διάφανο κενό – τίποτε άλλο.
         Και τότε κατάλαβα πως ήμουν στο απόλυτο ενδιάμεσο. Από τη μια η διάφανη μοβ θάλασσα· από την άλλη η πηχτή και μαύρη. Ο βράχος μου βούλιαζε. Έπρεπε να διαλέξω: το μοβ αίμα ή το μαύρο αίμα – σαν το αρχαίο παραμύθι με τους δυο δρόμους.
         Σκέφτηκα πως έπρεπε να διαλέξω το αίμα του Θεού· οι μαστιγωτές λένε πως τούτο το αίμα είναι ο λόγος και ο σκοπός της ύπαρξής μας. Μέσα στο μοβ διάφανο θα έβλεπα πού πατάω, θα πρόσεχα τις κοφτερές πέτρες – κυρίως στο μοβ διάφανο δεν είχε αχινούς, σμέρνες και καρχαρίες. Ω ναι: πια δεν θα με λύσσαγαν όλες εκείνες οι φαρμακερές τις αμαρτίες που τρύπωναν την ψυχή μου. Κι η μυρωδιά ήταν υπέροχη· σαν να 'χε ανθίσει η θάλασσα. Θα έκανα μιαν απλωτή και θα ήμουν πια σίγουρος – κανένας πονηρός δεν θα με κέρδιζε. Δεν θα ξαναγινόμουν δολοφόνος.
         Κι έτσι αθάνατος θα έπλεα μέσα στην καλοσύνη. Η άλλη θάλασσα είχε την αποφορά του σφαγείου. Ήταν πηχτό κι απειλητικό σαν πίσσα – θα με ρουφούσε μέσα του. Τι κι αν εκεί χάθηκαν η δελφί να κι ο δέλφινας – τι κι αν βούλιαξε εκεί η φυματική κόρη; Πώς θα μπορούσα να μπω μέσα στο ατέλειωτο μαύρο αίμα των στεφανωμένων με φίδια ανθρώπων; Εκεί οι φαρμακεροί αχινοί, κι οι σμέρνες κι οι καρχαρίες κι ο διάβολος. Εκεί όλα.
         Ήμουν στη μέση του κόσμου και αποφάσιζα. Προσπάθησα να δω τον ορίζοντα της μοβ διάφανης θάλασσας. Εκεί στέκονταν οι ξανθοί άγγελοι· βαστούσαν άρπα στο ένα χέρι και στο άλλο τη ματωμένη σπάθη της δικαιοσύνης. Αυτοί θα επέβλεπαν την καλοσύνη. Έπειτα γύρισα να δω τον ορίζοντα της μαύρης θάλασσας. Μα δεν υπήρχε ορίζοντας. Μονάχα το σκοτάδι.
         Και τότε σκέφτηκα τον στερνό λόγο της κόρης. Από το βήχα των τεράτων ανασαίνουν οι άνθρωποι. Και μου  φάνηκε πως άκουσα ξανά εκείνον το βήχα. Κι άκουσα σφύριγμα φιδιών. Κι άκουσα ρόγχο μάταιης αγάπης. Και λαχανιάσματα.
         Κι ο νους μου πήγε στο λόφο με τις ελιές. Εκεί που όλο λένε λένε τα τυφλά ετοιμοθάνατα πουλιά. Πως κάποιος πήγε κόντρα στον Ουρανό: «Ανήκω μονάχα στων ανθρώπων το παράφορο αίμα». Έτσι λένε λένε.
         Κι έπειτα έβαλα τη γλώσσα στα χείλη μου. Μου 'λειπε το φίλημα της Γοργώς.
         Με μιαν απλωτή ανοίχτηκα κι έγινα ένα με τη θάλασσα που είχα διαλέξει.


ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ: Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΔΙΨΑ 
 Η νύχτα ήταν παγερή, σφύριζαν άγριοι αέρηδες,οι άντρες έφτασαν στο σπίτι του Ζαχαρία με χίλιες-δυo προφυλάξεις,οι υπηρέτες είχανε πάρει εντολή να φύγουν για μια μέρα,κάποτε μαζεύτηκαν όλοι κι άρχισαν.Με νευρικότητα μεγάλη έγινε τούτη τη φορά η προσευχή,κατόπιν μπήκαν απευθείας σε αυτό που τους έκαιγε,το πρόβλημά τους ήτανε –φυσικά– εκείνη η Γιουδήθ.
         Είχε δυο μήνες κιόλας στην πόλη, γυρνούσε κι έλεγε όσα έλεγε κι αντί οι χριστιανοί να την πάρουν με τις πέτρες την άθλια γραία, κάθονταν σαν ηλίθιοι και την άκουγαν. Και, το χειρότερο, μόλις τέλειωνε τα παραληρήματά της κάμποσοι πήγαιναν και της ζητούσαν την ευλογία της – ζητούσαν δηλαδή να μαγαρίσουν το σώμα τους και την ψυχή τους. Κι έτσι άπλωναν σαν τη γάγγραινα τα πρόστυχα τα παραμύθια της μες στο μαντρί τους, κάτω απ'την ίδια τους τη μύτη.
         Τι έλεγε ετούτη η Γιουδήθ: άρχιζε με αυτό που λένε όλοι οι ψεύτες πως πριν από πενήντα-εξήντα χρόνια είχε βρεθεί μαζί με τον Ιησού – ναι, μιλούσε για τον δικό τους τον Ιησού, τον Κύριό τους...  Κι έπειτα συνέχιζε με τα δικά της: ούρλιαζε πως ο Χριστός κυβερνιότανε από τη λαχτάρα της σαρκός, πως ήτανε άντρας και γυναίκα μαζί κι έσμιγε σε όργια με άντρες και γυναίκες, πως διόλου δεν λογάριαζε τον Πατέρα Θεό, πως μεταμορφωνόταν σε ό,τι τον πρόσταζε η γκάβλα του.
         Κι έλεγε ακόμη πως έσμιγε με αρρώστους και τους γιάτρευε, κι έσμιγε με πεθαμένους και τους ανάσταινε όσο για να χύσουν για μια στερνή φορά, κι όταν τον σταύρωσαν έσμιξε και με τους ίδιους τους σταυρωτές του. Κι έπειτα, έλεγε, πως πήραν το κορμί του οι γυναίκες  –ανάμεσά τους κι εκείνη η ίδια– κι άρχισαν να τρίβονται πάνω του και να γκαβλώνουν κι έτσι τον ανέστησαν για μια τελευταία χυσιά· γιατί αυτό είναι η ανάσταση των νεκρών,  μια στερνή χυσιά. Τέτοια διηγούνταν και ξεσήκωνε τα μυαλά του κόσμου.
         Φυσικά είχανε στείλει κι ανθρώπους τους να την ακούσουν κι οι περισσότεροι γυρνούσαν παραλογισμένοι από τα ψέματά της – αφήνανε οικογένεια και πίστη κι ανεβαίνανε νύχτα σε λόφους πορνικούς να βρούνε τους ομοίους τους. Στα σίγουρα η γριά ήταν καλά δασκαλεμένη από τον αφέντη της τον Σατανά: είχε στα λόγια της το φαρμάκι του που θάμπωνε τους ανθρώπους, μιλούσε για τη χυδαία σάρκα, με ύπουλες λέξεις που ερέθιζαν το νου,κι όταν έφτανε στις κορυφώσεις καμώνονταν πως τάχα ξαναζούσε τους σπασμούς της ηδονής, όπως και τότε...
         Ήταν, λοιπόν, τόσο σαθρή η πίστη τους; Ήταν, λοιπόν, τόσο σαθρά όσα φτιάχνανε για πενήντα χρόνια και μια υπηρέτρια του Διαβόλου θα τους τα σύντριβε; Τόσος αγώνας, τόση προσπάθεια,  τόση πίστη, τόσοι σφαγμένοι από τους Ρωμαίους θα πήγαιναν στο βρόντο;
         Αυτά είχαν να πουν οι χριστιανοί της Δαμασκού εκείνο το παγερό βράδυ που μαζεύτηκαν στο σπίτι του Ζαχαρία. Και, χωρίς πολλά-πολλά, όλοι το συμφώνησαν πως ο Διάβολος τους είχε στείλει έναν εχθρό του Χριστού τους, πως τους είχε στείλει ένα φαρμακερό φίδι – κι άμα φαρμακωθούν οι άνθρωποι με παραμύθια κι άμα αρχίσουν να  δ ι ψ ο ύ ν άντε μετά να τους μαζέψεις. Α, ήθελε σύντριμμα στο κεφάλι τούτο το φίδι, αλλιώς γρήγορα το δηλητήριο θα έφτανε στην καρδιά, αυτά είπαν.
         Τότε πετάχτηκε ένας νεαρός, τον έλεγαν Συμεών, ένα παλικαράκι ήταν, με μάτια που έλαμπαν και κόκκινα μάγουλα· πήρε το λόγο με το έτσι θέλω κι είπε όσα είπε, σχεδόν φώναζε:
         «Έχω κι εγώ παραφυλάξει τη γριά στην αγορά, την έχω δει να μιλάει και να πέφτει σε έκσταση, την έχω δει πώς λάμπουν τα μάτια της από τη δίψα – από τότε βασανίζομαι μέρες και νύχτες αν ο Ιησούς μας ήτανε αυτός που εκείνη λέει, αν έτσι ανάσταινε νεκρούς, με έξαλλα χαϊδέματα της σάρκας, αν πράγματι η ανάσταση των νεκρών είναι μια στερνή χυσιά, τότε εμείς ποιον πάμε να συντρίψουμε;»
         Αυτά είπε ο Συμεών και τα λόγια του γέννησαν σ'άλλους μεγάλη ταραχή και σε άλλους οργή.  Τα μάτια όλων γύρισαν στον γέροντα Θεόφιλο·  ήταν σχεδόν τυφλός, σχεδόν παράλυτος, μα τον λογαριάζαν για σοφότερο από όλους. Λέγανε πως κάποτε ήτανε μάγος με το όνομα Σολομών και πως είχε δει Εκείνον τη μέρα που έμπαινε στα Ιεροσόλυμα πάνω σε γαϊδουρι, πως είχε βαφτιστεί χριστιανός από τον ίδιο τον Πέτρο λίγο μετά τα γεγονότα. Κι ακόμη λέγανε πως είχε απομείνει στα χέρια του εκείνο το παλιό μαχαίρι του Κηφά – εκείνο που 'κοψε το αυτί του δούλου...
         Μιλούσε σπάνια εκείνος ο Θεόφιλος, μα όταν μιλούσε ήτανε πάντοτε ο τελευταίος. Συνήθιζε να είναι σιβυλλικός, να λέγει μια σκοτεινή κουβέντα, μια φράση το πολύ κι έπειτα να σωπαίνει απόμακρος· όμως ετούτη τη φορά άρχισε και δεν σταματούσε – κι έλεγε κι έτρεμε κι ολοένα κοκκίνιζε και ξεφυσούσε, κι όλη του η οργή ήταν για κείνη τη Γιουδήθ…  
         Και παρακάτω: ετούτη η Γιουδήθ πρέπει να πάψει – βρείτε ένα σούρουπο ή ένα χάραμα, ξεμοναχιάστε την και κόψτε της τη γλώσσα, σφάξτε την, πετάξτε την σε ένα πηγάδι… 
         Σταμάτησε ο γέρος ο Θεόφιλος, πήρε βαθιά ανάσα, κοίταξε γύρω του τα πρόσωπα των άλλων που έχασκαν με κάποια έκπληξη, με κάποια σαστιμάρα, κι έπειτα, αυτός ο τόσο λιγομίλητος, συνέχισε -  ήτανε, φαίνεται, να μην πάρει μπρος.

         «Αυτά σάς λέω για την Ανάσταση του Κυρίου ημών και βέβαια αδιάκοπος θα είναι ο αγώνας. Έχουμε να φτιάξουμε ακόμη πολλά για Εκείνον, τι είπε και τι έκανε και ποιους μισεί, ποιους βάζει στα δεξιά και ποιους στα αριστερά του ποιος είναι μαζί του, ποιος εναντίον του – φυσικά και μιαν Αποκάλυψη που θα σώζει με πολλές σάλπιγγες, να στήσουμε ζυγαριές σ'ένα τρανό Imperium της Αγάπης, να φτιάξουμε στρατό που να φορά τον Σταυρό Του, να σηκώσουμε φωτιές για όσους μιλούν ανάποδα.

         »Μα όλα ετούτα θα γίνουν εν καιρώ·

[δύο μικρά αποσπάσματα από ΤΑ ΜΕΛΕΝΙΑ ΛΕΜΟΝΙΑ, τη Διαθήκη των Γκαβλωμένων ανθρώπων,  του Θανάση Τριαρίδη. Και μια σημείωση του συγγραφέα για την ηλεκτρονική τους έκδοση: «Από το 1989 έγραφα ένα βιβλίο που ήθελα να ήταν μια διαθήκη – διαθήκη, δηλαδή συμφωνία, σε αντιστοιχία με αυτές που λογαριάζονται για «ιερές». Και ήθελα ετούτη, η δική μου διαθήκη, να μην είχε κεφαλαίο Δ, μήτε και να οριζόταν από κάποιον Θεό: θα ήθελα να ήταν μια διαθήκη (δηλαδή συμφωνία) των ανθρώπων αναμεταξύ τους. Για χρόνια (από το 1991) έκρυβα κομμάτια της διαθήκης αυτής μέσα στα βιβλία μου και στα κείμενα που δημοσίευα. Συγκεκριμένα γεγονότα της ζωής μου και συνεπακόλουθες αναζητήσεις στα χρόνια 2000-2004 με οδήγησαν στη μορφή που σήμερα παραδίδεται στους αναγνώστες. Και στην τελευταία ανάγνωση, μετά τις διορθώσεις, ένιωσα αυτό που γράφω στην προμετωπίδα: πως δεν υπάρχει καμιά διαθήκη. Τι υπάρχει, λοιπόν; Αυτό ας το αποφασίσει ή ας το νιώσει (αν το νιώσει) ο αναγνώστης


ΑΚΟΜΑ ΕΝΑΣ ΙΕΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ: Για την πρωινή προσευχή, για το βιβλίο των Θρησκευτικών, για το «σχέδιο αφανισμού της Ορθοδοξίας και του ελληνισμού…

$
0
0
Σ​​το λυσάρι που χρησιμοποιούν τα κόμματα για να ερμηνεύουν τα πολιτικά πράγματα δίχως τον κόπο της πρωτότυπης σκέψης, περίοπτη θέση έχουν οι έννοιες «αντιπερισπασμός» και «επιχείρηση παραπλάνησης/ αποπροσανατολισμού/ εξαπάτησης του λαού». Χρησιμοποιούνται και οι δύο σαν πασπαρτού, ικανό να αποκαλύψει κάθε σατανικό σχέδιο κάθε διαβολικής κυβέρνησης. Το γεγονός ότι τα «ερμηνευτικά» σχήματα αυτής της ποιότητας προϋποθέτουν μια κοινωνία αγελαία, ανώριμη, άνετα παραπλανήσιμη, ικανή μόνο να καταπίνει αμάσητο ότι της προτείνουν, δεν ενοχλεί τους καθ’ έξιν συνωμοσιολόγους. Μηρυκάζουν την ίδια στιγμή ένα άλλο κλισέ, υμνητικό της σπουδαίας κρίσης του λαού, και συνεχίζουν να πορεύονται με τις αντιφάσεις τους. Δεν ξένισε λοιπόν το γεγονός ότι και οι αλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών εξηγήθηκαν με τη συνήθη αντιπολιτευτική επιδερμικότητα σαν ένα επιπλέον σχέδιο αντιπερισπασμού, ώστε να φύγουν, λέει, τα σοβαρά προβλήματα από το κέντρο του δημόσιου διαλόγου (αν υποθέσουμε πως οι κραυγές και οι ατάκες συνιστούν διάλογο). Πού, όμως, το αντιχριστιανικό και το ανθελληνικό, ω άνδρες Φαρισαίοι; [για την απάντηση δες τε το άρθρο του Παντελή Μπουκάλα: ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΙ με ΚΛΙΚ εδώ - ARTbyMUNCH scream]:



Για σκεφτείτε το: Ενώ μετράς και ξαναμετράς πώς θα τα βγάλεις πέρα με τον ΕΝΦΙΑ και την εφορία, με τον μισθό σου να χάνει το 1/5 του σε πέντε χρόνια· ενώ αγωνιάς μήπως ο καιρός πάει ανάποδα στις καλλιέργειές σου· ενώ οι μόνες σελίδες που βρίσκεις λόγο να διαβάζεις αφορούν την αναζήτηση εργασίας, αφού έκλεισες χρόνο ή και τριετία άνεργος· ενώ αγχώνεσαι με το παιδί, που κι αυτό είναι άνεργο, παρά τα ντοκτορά του, και σκέφτεται να ξενιτευτεί· ενώ δηλαδή ο πραγματικός βίος σε ζορίζει αγρίως, εσύ ξυπνάς αχάραγα, ακούς την ατζέντα επικαιρότητας που ορίζουν οι πρωινές εκπομπές, ρίχνεις μια ματιά στο εκθετήριο εφημερίδων του ψιλικατζίδικου και, αρματωμένος, τσακώνεσαι στο σπίτι, στην παρέα, στη δουλειά, στο καφενείο για το αν τα Θρησκευτικά πρέπει να είναι ομολογιακό μάθημα ή θρησκειολογικό. Πέφτεις, δηλαδή, θύμα της επιχείρησης αντιπερισπασμού. Βλακωδώς.

Υποτίθεται, λοιπόν, ότι ξέσπασε ένας ακόμα «ιερός πόλεμος». Για την πρωινή προσευχή, για το βιβλίο των Θρησκευτικών, για το «σχέδιο αφανισμού της Ορθοδοξίας και του ελληνισμού», όπως φωνάζουν όσοι ασπάζονται κάποια εκδοχή «ελληνοχριστιανισμού», πεπεισμένοι ότι ο Χριστός, αν δεν ήταν Έλληνας, ήταν σίγουρα φιλέλληνας. Για ν’ αρχίσουμε από την προσευχή, αν οι ιεράρχες ήθελαν να εφαρμοστούν (και από τους ίδιους) έστω οι δευτερεύουσες ευαγγελικές εντολές, θα ’πρεπε να ζητήσουν μόνοι τους να καταργηθεί. Όταν τα αγουροξυπνημένα παιδιά επαναλαμβάνουν μηχανικά το «Πάτερ ημών», με την έξω γλώσσα τους, όχι με την πιο μέσα ψυχή τους, κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι ότι, έστω και χωρίς να καταλαβαίνουν όλες τις λέξεις («ο εντίς ουρανίς», αυτό ακούνε πολλά), νιώθουν ότι συμβαίνει κάτι σοβαρό. Ο Ιησούς πάντως την εννοούσε αλλιώς την προσευχή: «Συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμιείον σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου εν τω κρυπτώ». Το «ταμιείον» εδώ είναι το πιο απόμερο δωμάτιο, όχι το γνωστό ταμείο.

Κι αφού μιλάμε για τη σημασία των λέξεων, δεν μπορεί, κάποιο νόημα θα έχει η γενική «Θρησκευμάτων» στον τίτλο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Κάτι θέλει να πει με τον πληθυντικό της, που υπάρχει από παλιά, δεν είναι τωρινή εωσφορική επινόηση. Αν είναι να αυτοκαταργηθεί η πολιτεία, πάντοτε άτολμη ως προς τον πλήρη διαχωρισμό της από την Εκκλησία, και πάντα έτοιμη να υποχωρήσει, διά τον φόβον των εκλογέων και όχι των Ιουδαίων, ας παραδώσει τα κλειδιά και τη στρογγυλή σφραγίδα του υπουργείου στην Ιερά Σύνοδο. Να αποφασίσει αυτή τι θα διδάσκονται τα παιδιά σε κάθε βαθμίδα. Όχι μόνο στα Θρησκευτικά αλλά και στη Βιολογία (επ, πώς ξεφύτρωσε αυτός ο Δαρβίνος;), και στα Αρχαία (εκάς ο Αριστοφάνης, δεν τον ενέκρινε ο Μέγας Βασίλειος), και στην Κοσμολογία (τι; εξωγήινοι; και το «θεϊκό σχέδιο» με τη Γη σαν μοναδική κιβωτό ζωής στο νεκρό σύμπαν;).

Ας αναλάβει ο άγιος Καλαβρύτων, ο άγιος Πειραιώς, τόσοι εν ζωή άγιοι... Κι ας πάρουν στην υπηρεσία τους τον (συγκυβερνήτη, αλίμονο) κ. Καμμένο, τον κ. Στυλιανίδη κι όποιον άλλο θεωρεί ανοσιούργημα, τι; Το ότι, όπως θύμιζε την περασμένη Κυριακή στην «Κ» ο κ. Νίκος Αλιβιζάτος, «καμιά διάταξη του Συντάγματος δεν αφαιρεί από την κυβέρνηση την αποκλειστική αρμοδιότητα εκείνη να καθορίζει την εκπαιδευτική πολιτική της χώρας και να προσδιορίζει, με τη συνδρομή των αρμόδιων οργάνων της, το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων». Απλό είναι. Παρατηρούσε και κάτι άλλο σοβαρό ο κ. Αλιβιζάτος: «Η σχετική πρωτοβουλία δεν είναι μια επιπολαιότητα της στιγμής, που η σημερινή κυβέρνηση επιχειρεί για τις εντυπώσεις και μόνο. Εδώ και τρία χρόνια, πολύ προτού δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβει στην εξουσία, έχει γίνει πολλή δουλειά στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, με ευθύνη ενός άξιου εκπαιδευτικού, του Στ. Γιαγκάζογλου, και συμμετοχή πολλών ακόμη έγκριτων θεολόγων». Απλούστατο. Όσοι θεωρούν πως ο χριστιανισμός πρέπει να είναι υποχρεωτικός, και πως το σχολείο οφείλει να λειτουργεί σαν συνέχεια του κατηχητικού, προσβάλλουν κατ’ αρχάς τον ίδιο τον χριστιανισμό: Δεν εμπιστεύονται την πνευματικότητά του (την πνευματικότητα των ιδρυτικών κειμένων του, όχι όσων τα κηρύσσουν με συχνά βαρύ φαρισαϊσμό) και τον εννοούν σαν μια στολή που απλώς τη φοράμε για να δειχτούμε. Τους αρκεί το φαίνεσθαι, και η εξουσία που τους αποφέρει αυτό το φαίνεσθαι. Αντίθετα, όσοι δέχονται πως η θρησκευτική γνώση είναι –ή μπορεί να γίνει– «εργαλείο κατανόησης της πραγματικότητας», καταλήγουν σε σκέψεις όπως η εξής, που την αντλώ από σχετικό Υπόμνημα όχι κάποιου Ομίλου Αντιχρίστων αλλά του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης:

«Το Μάθημα των Θρησκευτικών επιδιώκει την εξοικείωση των μαθητών με την εκφραστική ποικιλία του θρησκευτικού φαινομένου και, κυρίως, με τις εκφράσεις του εκείνες που ιστορικά και γεωγραφικά συνδέονται με την ιστορία και τη σύγχρονη πραγματικότητα αυτού του τόπου, όπως για παράδειγμα ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ. Αυτή η γνώση [...] συμβάλλει στην αμοιβαία γνωριμία και προάγει το αίτημα της ειρηνικής συμβίωσης μελών διαφορετικών θρησκευτικών παραδόσεων. [...] Το αίτημα αυτό καθίσταται εξαιρετικά επιτακτικό ιδιαίτερα σήμερα, εξαιτίας της αναβίωσης ολοκληρωτικών, ρατσιστικών και ξενοφοβικών ιδεολογιών και συμπεριφορών, καθώς επίσης και εξαιτίας της συνεχούς ροής και εγκατάστασης στη χώρα μας μεταναστών και προσφύγων με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές».
Πού το αντιχριστιανικό και το ανθελληνικό, ω άνδρες Φαρισαίοι; 


[ΠΗΓΗ: Παντελής Μπουκάλας Είναι το Σύνταγμα, ευλογημένοι, Άρθρο στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 2/10/2016 - ARTbyMUNCH scream] 

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΑ ΙΔΙΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ (κι άλλες ιστορίες από τη Μέση και Κάτω, γιατί καμιά φορά η τρέλα μπαίνει στα δωμάτια ξαφνικά):

$
0
0
Για μια τέλεια φράση θα έπεφτα στα γόνατα;


Ερωτηματικά εισπνέοντας, θαυμαστικά εκπνέοντας, ψάχνω τη στιγμή. Διάβαζα χθες την ιστορία του Χουάτζια Χασάν Ελ Χαμπάλ, του φτωχότερου ανάμεσα στους φτωχούς, που όλο του το βιος ήταν ένα κομμάτι μολύβι. Ο γείτονάς του ο ψαράς το χρειαζότανε για βαρίδι στα δίχτυα του, κι όταν του το έδωσε πρόθυμα, εκείνος του υποσχέθηκε την πρώτη ψαριά από το μεγάλο ποτάμι. Μα όταν έριξε τα δίχτυα, έβγαλε ένα μοναδικό ψάρι, ως έναν πήχη μακρύ και μία πιθαμή χοντρό. Τι κι αν τα έριξε πάλι και πάλι και γέμιζαν μέχρι να σπάσουν, στον Χουάτζια Χασάν Ελ Χαμπάλ αναλογούσε εκείνο το πρώτο ψάρι. Το πήρε ευλογώντας τον Θεό και το έδωσε στη γυναίκα του, που κι αυτή απόρησε βλέποντας μόνον ένα και τέτοιο ψάρι. Καθώς το έξυνε όμως στην κουζίνα, βγήκε μέσα από την κοιλιά του ένα πετράδι τόσο μεγάλο και λαμπερό που εκείνη τη νύχτα φώτισε ολόκληρη την κάμαρα. Σε ποια νερά μαύρα και κρύα κολυμπάει το ψάρι μου; Η μήπως είναι πράσινα και διάφανα και στον πάτο μού κρύβεται κάποιας λίμνης; Τρέχει και κρύβεται ανάμεσα σε κοφτερά βράχια, τρέχει και τρέμει γιατί είμαι η μοίρα του. Γι'αυτό όλοι του οι δρόμοι οδηγούν σε μένα. Ακόμα και μέσα σε μια λακούβα με νερό της βροχής έχω διακρίνει την ουρά του. Δεν έχω ούτε αγκίστρι ούτε μαχαίρι, αλλά κι αν μπορούσα να το αρπάξω με γυμνά χέρια, μόλις το ένιωθα να σπαρταράει, θα το πετούσα πίσω στο νερό. Ούτε πάνω σε πέτρες μπορώ να το χτυπήσω, είναι μυστήριο που δεν μπορώ να το λιώσω με τα χέρια μου και να κάνω την αγωνία του διαμάντι, και να κάνω την ασφυξία του αεράκι που να φυσάει μέσα από τις αράδες, φέρνοντας τις λέξεις πίσω μπρος για να διηγηθούν, έτσι μόνες τους, την ιστορία μου. Την ιστορία κάποιου που δε θέλει, που δεν μπορεί να σκοτώσει με τα χέρια του κι όμως σκοτώνει συνεχώς με τη σκέψη του την ίδια πάντα γυναίκα. 
[Μαρία Μήτσορα, από τη συλλογή διηγημάτων ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΩ, εκδόσεις Πατάκη 2014]

Oι άνθρωποι βλέπουν τα ίδια όνειρα μόνο στα παραμύθια.
Βλέπει ένα όνειρο. Μια μαύρη μεταλλική γέφυρα ενώνει τις δύο όχθες ενός ποταμού, κάνοντας στον αέρα μία παράξενη στροφή. Εκεί ψηλά στέκεται μαζί με την αγαπημένη του, που τώρα είναι γοργόνα, κοιτάζουν κι απορούνε με τόσα χασάπικα παραταγμένα στην κοντινή τους όχθη. Οι μεγάλες επιγραφές τους διαλαλούν κάθε είδος κρέατος: τίγρης, ελαφιού, λιονταριού, φιδιού, αντιλόπης. Αυτοκίνητα σταματούν κι ανθρώπινες φιγούρες γεμίζουν βιαστικά τα πορτ μπαγκάζ, ενώ άλλα αυτοκίνητα πίσω τους κορνάρουν με ανυπομονησία. Κι όλα τα φώτα, μεγάλα και μικρά, είναι ένα πένθιμο μωβ. Εκείνος νιώθει βαθιά απελπισμένος, σκύβει από πάνω της κι η αφή του τρέχει πριν από τα χέρια του να την αγκαλιάσει, κι η όσφρηση πριν από τη μύτη του χώνεται μέσα στα μακριά της μαλλιά. Όμως τίποτα επάνω της δεν του είναι γνώριμο, ακόμα κι η γεύση του λαιμού της είναι σαν καρβουνιασμένη κι η όσφρηση τού μιλάει και τού λέει – ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει. Η αφή του τη μισεί, κάνει τα χέρια του να τη χτυπάνε αλύπητα. Τη βλέπει με το σαγόνι χαλαρό, με το λακκάκι που τον τρελαίνει, γεμάτο με μια βουλίτσα αίμα. Τη σηκώνει και δεν ξέρει πώς να την ξεφορτωθεί. Κάποιο από τα χασάπικα, σκέφτεται, θα την πάρει γι'ανθρώπινο κρέας από τη μέση κι επάνω. Κατεβαίνει τα σκαλιά της γέφυρας κουβαλώντας τη στα μπράτσα του, και σε κάθε σκαλί το βάρος της γίνεται και πιο ελαφρύ, κι ό,τι άδειο έχει μείνει πια από εκείνη γίνεται και πιο πολύτιμο.
Χτυπάνε όλα μαζί τα κουδούνια της κόλασης. Εγκαταλείποντας την άψυχη γοργόνα στα σκαλοπάτια του ύπνου, ξεσκεπάζει το κεφάλι του. Από το παράθυρο βλέπει ότι η νύχτα είναι ακόμα βαθιά. Συνεχίζει να χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας. Η Βίκυ στέκεται και τρεμοσβήνει στο χαμηλό φως του διαδρόμου... Αμήχανοι κι οι δύο, όρθιοι στην κουζίνα, εκείνος φτιάχνει καφέ. «Με χτύπησε» ψελλίζει η Βίκυ κι είναι σίγουρος ότι παράκουσε –τώρα θα του πει 'με χτύπησες αλλά δεν με σκότωσες, γι'αυτό ήρθα'–, όμως οι άνθρωποι βλέπουν τα ίδια όνειρα μόνο στα παραμύθια. Η Βίκυ, που στηρίζεται στο τραπέζι της κουζίνας, με τα μάτια καρφωμένα στο ράφι με τα μπαχαρικά, λέει τώρα πιο δυνατά και καθαρά «ψιθύριζα τ'όνομά σου στον ύπνο μου, του τα είπα όλα και με χτύπησε». Τώρα καταλαβαίνει. Ενάμιση χρόνο τη μισούσε επειδή δεν άφηνε τον άντρα της, κι ήρθε επιτέλους στο σπίτι του για να ζήσουν μαζί. Ακόμα ζαλισμένος, διπλοκλειδώνει το ημιτελές μυθιστόρημά του στο συρτάρι του γραφείου.
Τις επόμενες δέκα μέρες η Βίκυ φοράει τα ρούχα του, καθαρίζει και μαγειρεύει ψάρι. Μέσα από το σκοτεινό συρτάρι, το μυθιστόρημα κρυφά διαμαρτύρεται. Στην κρεβατοκάμαρα όμως, ελπίζει ακόμα να βρει βαθιά μέσα στην κοιλιά της το πετράδι του Χουάτζια Χασάν Ελ Χαμπάλ. Κι έπειτα, την ενδέκατη μέρα, γυρίζοντας αργά στο σπίτι από τη δουλειά, «Έκπληξη!» του λέει ανοίγοντας την πόρτα. Φοράει ένα μαύρο κολλητό φουστάνι και γύρω από τον λαιμό της έχει τυλίξει μια πορτοκαλιά εσάρπα. Στο καθιστικό, τα ρούχα, τα παπούτσια της είναι πεταμένα παντού. «Να βγούμε έξω να το γιορτάσουμε! Ήξερα ότι σήμερα αυτός θα έλειπε από την Αθήνα, μπήκα στο σπίτι και πήρα τα πράγματά μου». Η έκπληξη βρίσκεται αλλού – πλάι στο γραφείο του, έχει εγκαταστήσει ένα ενυδρείο φωτισμένο, στο διάφανο πράσινο νερό κολυμπάει ένα μεγάλο μαύρο ψάρι με πορτοκαλιά χαίτη. «Απορώ που το τάιζε, που το βρήκα ζωντανό» λέει η Βίκυ, «το προηγούμενο, σε μία έκρηξη ζήλιας, το είχε δολοφονήσει με βραστό νερό... μερικές φορές το μέλλον τρέχει καταπάνω μας, πριν να σε γνωρίσω το είχα ήδη βαφτίσει κρυφά με τ'όνομά σου». Υπνωτισμένος κοιτάζει το συνονόματο ψάρι να ξεπροβάλλει ανάμεσα από δύο κοφτερά βράχια. Ανοιγοκλείνοντας το στόμα, με ακατάληπτες φυσαλίδες, ποια τέλεια φράση του υπαγορεύει; Η φωνή της Βίκυς σηκώνει κύματα που θολώνουν το παρόν, ρωτάει, ξαναρωτάει ποια παπούτσια να φορέσει, βιάζεται να πάνε για χορό. Το ψάρι υποχωρεί στα φύκια για να κρυφτεί. Η τυφλή θεά τον κορόιδεψε, δεν θα τελειώσει το μυθιστόρημα ποτέ.

Καμιά φορά η τρέλα μπαίνει στα δωμάτια ξαφνικά

[Ιστορίες από τη συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Μήτσορα, ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΩ, εκδόσεις Πατάκη 2014: 15 διηγήματα γυαλιστερά (ακόμα κι αν είναι σκοτεινή η λάμψη τους). Οι πρωταγωνίστριες κι οι πρωταγωνιστές πάντα στο σταυροδρόμι του Τυχαίου με το Προδιαγεγραμμένο, καμιά φορά τραβάνε την ουρά του Κέρβερου. Παίζουν με τη ζωή παίζοντας τη ζωή τους. Στο τέλος θα σπάσουν τα δεσμά των φράσεων και θα τρέξουν να κρυφτούν πάλι μέσα στους καθρέφτες]

Μανούσος Φάσσης: Έλληνες πάρτε τ’ άρματα τσακίστε τα καθάρματα (άσχετο αλλά τόσο επίκαιρο πάντα)

$
0
0
Αν είναι να πεθάνουμε για την πατρίδα και να διώξουμε τη ξένη ακρίδα, εν οίδα ότι ουδέν οίδα, ω Άγγλε ευπατρίδα!!!  Κι όμως ο Μανούσος Φάσσης δεν ήταν διόλου τυχαία περίπτωση. Την εποχή που εμείς ασχολούμασταν με τις συλλογές αστέρων και ποδοσφαιριστών και αγοράζαμε μετά μανίας καραμέλες «Σαρλώ- Κατσούρα», την εποχή εκείνη, λοιπόν, ο Μανούσος διάβαζε Νέα Εστία και Μακεδονικές Ημέρες και είχε δει Τα Δημιουργηθέντα Συμφέροντα του Υάκινθου Μπεναβέντε στο Βασιλικό Θέατρο… Φυσικά σε μας δεν έλεγαν και σπουδαία πράγματα όλα αυτά… Πρέπει να ήταν εκεί γύρω στα 1938 που ανακάλυψε την καταπληκτική του ευχέρεια να σκαρώνει στίχους, να πλέκει ταιριαστές ομοιοκαταληξίες και να συναρμολογεί στο άψε-σβήσε ένα ποίημα για τη γραβάτα κάποιου καθηγητή μας, για τη γιορτή της αποταμιεύσεως ή για μια νίκη των τσικό του ΠΑΟΚ… Εκμεταλλευόμενος το τάλαντό του αυτό, έφτασε, ο διάβολος, στο μάθημα των νεοελληνικών να μη γράφει έκθεση αλλά να ξεπετά τρία-τέσσερα τετράστιχα και να τελειώνει σε δέκα λεπτά, εκεί που εμείς ιδροκοπούσαμε μια ώρα… Όλα όμως είχαν ξεκινήσει από μια 25η Μαρτίου, όπου έπρεπε μετά τον καθηγητή που θα μας ταλαιπωρούσε με τον καθιερωμένο δεκάρικο της ημέρας να εκφωνήσει κι ένας μαθητής ένα σύντομο λογύδριο, σύμφωνα με τις πρωτοποριακές αντιλήψεις του σχολείου μας, στο οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, είχε γυμνασιαρχεύσει ένας Αλέξανδρος Δελμούζος… Να πω εγώ ένα ποίημα, προσφέρθηκε ο Μανούσος όταν προέκυψε πρόβλημα επιλογής του ομιλητή… Φυσικά, δεν νομίζω ότι ο αναγνώστης θα έχει την αξίωση να θυμηθώ λέξη προς λέξη, το επίμαχο εκείνο, μακροσκελέστατο άλλωστε, στιχούργημα, αλλά κάποιοι στίχοι επιπολάζουν ακόμη στο τέλμα των χρόνων:
Και μπρος στα τείχη στέκεται
-ξενάκι είναι και βρέχεται –
ο ποιητής ο Βύρων
φλεγματικός και είρων.
-Έλληνες, πάρτε τ’ άρματα
τσακίστε τα καθάρματα.
Και ηγούμενος σαράντα ανδρών
ο ηγούμενος Παλιαών Πατρών
του λέει:
-Αν είναι να πεθάνουμε για την πατρίδα
και να διώξουμε την ξένη ακρίδα
εν οίδα ότι ουδέν οίδα
ω Άγγλε ευπατρίδα!
Και το αποκορύφωμα, που έκανε το Γυμνασιάρχη μας να σηκωθεί από τη θέση του πελιδνός και εκτός εαυτού να κραυγάζει: «Ε!, όχι πλέον και μέχρις εκεί»:
Κι αυτός φωνάζει: «Δέσποτα
παρ’ τα σκυλιά τ’ αδέσποτα»
Αλλά έχω έτοιμο κι άλλο αριστούργημα… Άκου μονάχα τους τελευταίους στίχους για να καταλάβεις:
Και οι κοπελιές οι άπονες
ερωτεύτηκαν τους Ιάπωνες
δεν μπόρεσε να τους δονήσει η
φωνή που βγάζαν οι Ινδονήσιοι!..

[εισαγωγική ενότητα από το δοκιμιακό σχεδίασμα του ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ «Ο Ποιητής Μανούσος Φάσσης, Η ζωή και το έργο του – μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης – εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ 1987 – με ΚΛΙΚ η συνέχεια του σχετικού πονήματος – ARTbySebastianGuerrini]



Ο Μανούσος δεν δίσταζε να λέει τη γνώμη του φανερά, να επαινεί ή να θάβει, αλλά συνηθέστατα απαντούσε με το γνωστό του εύσχημο τρόπο: αντί επιστολής ένα στιχούργημα. Ανθολογώ μόνον ένα δείγμα, σταλμένο στο νεαρό τότε και παραδειγματικά σεμνό ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου, σαν απάντηση στη συλλογή του ΑΙΧΜΕΣ:
Ω Ποιητή και ω Εραστη σε κράζω
ως κράζει η λέαινα τον άγριο σκύμνο.
Στο στίχο το γρανίτινο υψώνω ύμνο,
στην Παναγιά της Λούρδης κεριά τάζω

Λόχμες, αιχμές, αχμάκηδες, χαχόλοι,
σ’ αχαμνά χαχάμηδων χαμψίνια,
αχρείοι χάνοι και χολερικά χαμίνια.
Μες στο χαμάμ των χανούμ χάσκουν οι κώλοι.

Άσε τους κίναιδους και τον πολλά χεσμένο
λαό σου, βάρδε της δόλιας ρωμιοσύνης.
Τσάρε του στίχου, λιοντάρι της Ασίνης,
δωρικό μπουζούκι στο σπέρμα βαφτισμένο.

Όρθια ΑΙΧΜΗ στη μήτρα κάθε δούλου
περνά και βόγκει ο Μέγας Τηλεβόας:
Άρατε πύλας τσόγλανοι! Κράζει ο βόας,
ο κροταλίας, ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ.
Παραθέτω αποσπάσματα κι από το ποίημα ΧΑΙΡΕ Ω ΧΑΙΡΕ που ο Μανούσος έγραψε για τον ποιητή του ΦΡΕΑΤΟΣ με τις ΦΟΡΜΙΓΓΕΣ Δημήτρη Παπαδίτσα, αποδεικτικό της μεγάλης εκτίμησης και του θαυμασμού που έτρεφε ανέκαθεν γι’ αυτόν:
Γεια σου Δημήτρη,
Εσύ της πόρνης ποίησης στίψε το σάπιο χυμό
και σπάσε τα διάφανα κρούσταλα
με το γρανίτη της φωνής σου!
……………………………..
Ακόμη της ίδιας εποχής είναι κι ένα του ποίημα αφιερωμένο σε μένα, που γι’ αυτό βέβαια δεν το κρίνω ανθολογήσιμο, αλλά για ορισμένους λόγους δεν μπορώ να μην μεταφέρω εδώ μερικούς στίχους:
Μανόλαρε, Μανόλαρε
τ’ άγριο σου λάσο αμόλαρε
Αν είσαι εσύ Κρητίκαρος
κι εγώ μικρή πεταλουδίτσα,
αχ τόση δα, αχ τόση δα,
με μαδημένα τα φτερά
από τον Παπαδίτσα,
υπήρξα κάποτε κι εγώ του στίχου Ίκαρος.
Λίγα αποσπάσματα και από την ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΙΜΕΡΩΝ, που είναι μια ολόκληρη σειρά ελεγείων αφιερωμένων στον ποιητή του ΜΑΞ Τάκη Σινόπουλο και αναδύουν εκ περισσού μιαν αδιαφιλονίκητη εκτίμηση στο έργο και την πολιτεία του τόσο σημαντικού αυτού νεοέλληνα ποιητή:

Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΙΜΕΡΩΝ (Άσμα πρώτον)
Πώς θα περάσουν πάλι κι άλλα καλοκαίρια
στου Σβίγγου, στο Μαρούσι, στη Ναζλή.
Α, τέτοια ατέρμονη καμπύλη πλέον ας λει-
ψει, μες τη ρουφιανιά και τη μιζέρια.

Χρόνια ταξίδεψες διψώντας κάποιο γράμμα
από τον άγνωστο Μεγάλο Αποστολέα
και τώρα που ’χεις παρακάμψει το Μαλέα
κείτεσαι μες τη λήθη – άχρηστο πράμα

(ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ – ΗΡΩΙΚΗ και ΗΜΙΠΕΝΘΙΜΗ)
Σκαρφάλωσα στο Μύτικα
κι είπα τραγούδια εαμίτικα
(άλλο να γράφεις Canto
κι άλλο να σου λένε: κάν’ το)

Δεν έχει για μας Ύδρα ή Μυκήνες,
δεν σχεδιάζεις πια κεφάτες κρουαζιέρες
(στου δωματίου σου τις κάτω εταζέρες
τα ριμιφόν με τις στρεπτομυκίνες)

Χιλιάδες όνειρα σαν κομφετί λιωμένα.
Ψάχνεις τη στάχτη: φίλε μου τι βρήκαμε;
Μια τακτοποίηση έντιμη στο ΙΚΑ με
χιλιάδες ένσημα στο βιβλιάριο κολλημένα.

(ΠΑΡΟΔΟΣ – ΕΙΣΟΔΟΣ ΨΥΧΑΜΟΙΒΩΝ)
Τουίνγκη – Τουίγκη
σε θέλω δίχως ξύγκι

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Και τώρα που η στερνή ώρα σιμώνει
(το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη)
θα πεις: εντ γκουντ ολ γκουντ – ή βερυ φάνυ
μ’ αξιοπρέπεια πάντα κρατώντας το τιμόνι

Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΙΜΕΡΩΝ (Άσμα δεύτερον)
Πάλι στο στίχο και στη λύρα – αδέλφια δίδυμα-
θ’ αφήσω την καρδιά μου να ξεσπάσει:
για τον ποιητή του Πύργου που ’χει χάσει
δέκα κιλά στην κατοχή από πείνης οίδημα.

Αχ, πόσο νέοι, σχεδόν παιδιά, και χρόνια δύστυχα,
στων συνοικιών να σεργιανούμε τα σοκάκια,
να ερωτευόμαστε το Μαρικάκι και την Κάκια
να στέλνουμε στα επαρχιακά τα φύλλα δίστιχα.

Τι Πύργος τάχα και τι Περισσός; Και ποια είναι η Ιθάκη;
«Το ωραίο ταξίδι σ’ έδωσε…». Α, τι ειρωνεία!
Ξέφτια τα νιάτα σου στα βρωμερά τα καφενεία
παρέα με κάποιον Αργυρίου κι έναν Μουζάκη.

ΕΠΙΚΛΗΣΗ
Σινόπουλε, Σινόπουλε
πάμε στην Τρίπολη όπου λε-
λέκια τραγουδούνε στα άγια χώματα
με τον Σαββόπουλο και με την Χωματά

Να φύγω που; Να πάω που; -Γαμώτο!
Δε συνεχίζεται η ζωή με μισό αρχίδι.
Στερνή χαρά: να γίνω υποσημείωση, στου Σαββίδη
κάποια παράδοση, με κάποιο στίχο μου για μότο.

Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΙΜΕΡΩΝ (Χορικό)
Πόσα χρόνια πέρασα
κι άσπρισα και γέρασα
μέσα στο συνοικισμό
με των λογίων τον εσμό

Γνώρισα και γνώρισα
κι αγάπησα και χώρισα
και μηδενικά κι αξίες
-κίναιδους και αιδοιολειξίες.

Γλέντησα και γάμησα
-μα τώρα φτάνω στα μισά-
κι απ’ την πολλή κατάχρηση
έβγαλα και τη χρυσή.

Ποιητές δε ζήμιωσα.
Πόνεσα απ’ τους γυμνοσα-
λιάγκαρους τους κριτικούς
και του Αργυρίου τα κους-κους

Έπαψα πια να βαυκα-
λίζομαι με Πάουντ και Κάφκα.
Ήρθε ο καιρός του κορεσμού
γυρνάω κι εγώ στις ρίζες μου.

Το ’ριξα πια στον μπεζαχτά
πλακώνουν χρόνια δίσεχτα
ΙΚΑ, ΤΕΒΕ και ΟΓΑ
(κι έκοψα τα βρωμόλογα)

Γεια και χαρά σας φίλοι μου,
σ’ αυτά τα χρόνια του λιμού.
Πάλι από μια ζήση μέτρια
κάλλιο Βακαλό κι Ερέτρια

«Ο άνθρωπος φεύγει, το Έργο μένει». Η αδυσώπητη αυτή αλήθεια, που μέσα σε τέσσερις μόνο λέξεις σμίλεψε η μεγαλοφυΐα του Σαίξπηρ, μου έρχεται αναπόφευκτα στο νου, τώρα που ήρθε η ώρα  να μιλήσω και για το έργο του Μανούσου Φάσση… Μιλώντας γενικά, θα ’λεγα ότι το ποιητικό έργο του Φάσση είναι όχι μόνο έξω από το περιρρέον κλίμα της εποχής μας, αλλά θεληματικά, προκλητικά θα ’λεγα, το σνομπάρει όταν δεν το χλευάζει ή δεν το λοιδωρεί.

Για μένα η Ποίηση είναι η Κορυφαία Εκδήλωση της Ανθρώπινης Πραγματικότητας. Είναι το θείο δώρο, το προορισμένο από την ανθρώπινη φύση για εκλεκτούς και σπάνιους εκπροσώπους του είδους Άνθρωπος, που με τη σειρά τους προορίζονται να παρηγορήσουν την Ανθρωπότητα, να γίνουν οι ταγοί της, οι σεισμογράφοι των καιρών τους… Τι έχει άραγε υποπτευθεί απ’ όλα αυτά ο Μανούσος Φάσσης; Τι έχει διδαχθεί; Τι έχει αφομοιώσει; Θα ’λεγα, με το χέρι στην καρδιά: τίποτε απολύτως…

Σαν παράδειγμα προς αποφυγήν θα παραθέσω εδώ μια τριλογία με το γενικό τίτλο ΤΟ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ – ένα σουξέ της εποχής, που βόλεψε συναισθηματικά το μεγαλύτερο μέρος της τάξης μας και εμένα ειδικότερα με βοήθησε αποφασιστικά στην ερωτική μου πρόσβαση προς μια πανέμορφη εβραιοπούλα:

Το ρομαντικό τρίπτυχο –Ι-
Θα ’ρθει μια μέρα που θα κλαις δίχως να ξέρεις το γιατί
Δίχως να θες θα σε καλεί πίσω του χρόνου η τύψη
Κι ίσως μου γράφεις κάποτε για τη φιλία μας αυτή
Και για το πόσο την πικρή καρδιά μου είχεις θλίψει.

Θα μου θυμίσεις τις καλές μέρες που ζήσαμε μαζί
Τα λόγια που δεν είπαμε κι ας χτύπαγε η καρδιά μας
Και μες στην κρύα σου κάμαρα το είναι σου όλο θ’ αναζεί
Το σούρπο που χωρίσαμε και τη στερνή ματιά μας.

Κι εγώ, που τόσο απέραντα σ’ αγάπησα κι αθώα πολύ
Δίχως ποτέ, γυναίκα ωραία, τίποτα να ζητήσω
Θα προσπεράσω αθόρυβα κι ας η καρδιά μας αναπολεί
Όσα περάσαν κι έσβησαν στο θρο του χρόνου πίσω.
–ΙΙ-
Μια μέρα θα φύγω μακριά σου και τίποτε πια δεν θα μείνει
Μονάχα η βουβή νοσταλγία πως κάποτε σ’ είχα αγαπήσει.
Η μνήμη των χρόνων εκείνων που αστόχαστα τόσο πέρασαν
Όλα θα σβήσουνε μόνα τους σαν να μην τα είχαμε ζήσει.

Έτσι περνούνε κι οι μέρες, τα χρόνια περνούνε και φεύγουν
Θα ’ρθουνε κι άλλα φθινόπωρα κι άλλοι χειμώνες θα ’ρθουνε.
-Γιατί να πιστέψεις μια λέξη σε κάποιο μεθύσι μια νύχτα
Το ξέρεις τα λόγια τα μάταια πόσο φριχτά ξεγελούνε.

Όμως εγώ πια θα φύγω, ντυμένος μια θλίψη καινούργια
-Τα χείλη σου απόψε, τ’ αφίλητα, τα ’χω βαθιά μου ποθήσει….
–ΙΙΙ-
Έτσι μχωρίσαμεν απλά κι ανώδυνα ένα βράδυ
Δυο σιωπηλοί, ρεμβαστικοί κι αμέριμνοι εραστές.
Τα φύλλα πέφτανε χλωμά στου Νοέμβρη το σκοτάδι
Κι ήτανε ευγενική η στιγμή κι ήρεμη όσο ποτές

Της έπιασα τα χέρια αβρά, την κοίταα στα μάτια
Ένα παράπονο πικρό στα χείλη είχε ανεβεί.
Δυο λόγια ίσως να τραύλισα για ζήλιες για γινάτια
Μα είχε κι αυτή ως τα μέσα της πολύ συγκινηθεί.

Έριξε με μια κίνηση τα ωραία μαλλιά της πίσω
Κι εγώ τους ώμους σήκωσα μ’ αδιαφορία τρελή
Κι έναν σκοπό εσφύριξα δίχως πια να γυρίσω.
Ίσως κι αυτή δεν έστρεψε κι ας το ’θελε πολύ.

Ήταν καιρός, αληθινά, τα πάντα να τελειώναν
Κι ας ξέραμε πως τώρα πια μέναμε μοναχοί
Και μας προσμένει η σκοτεινιά, το ρίγος του χειμώνα
Κι ο δρόμος με τη σιγανή νοεμβριανή βροχή.
……………………………..
(Θε μου, τι φάρσα πάμφθηνη! Πόση φιλολογία!
Να, λίγοι στίχοι γύρναγαν στο νου μου περιττοί.
Ποιος ξέρει; Ίσως αρέσουνε σε καμιά αβρή κυρία
Μα, τούτο το τετράστιχο, βέβαια, ας μη διαβαστεί)
Κι ενώ όλοι σχεδόν οι ποιητές της εποχής του, αργά ή γρήγορα επιδόθηκαν στον ελεύθερο ή νεωτερικό στίχο, ο Μανούσος συνέχισε ως το τέλος της ζωής του να λιμνάζει στα τελματώδη νερά της ομοιοκαταληξίας και της έρρυθμης εκφορά του ποιητικού λόγου. Ιδού, εν κατακλείδι, ένα τελευταία δείγμα:

ΜΙΜΗΣΗ
Στο κάτω- κάτω της γραφής και μες τα δάκρυα να ταφείς
δε θα μπορείς τόσο βαθιά τη Μοίρα σου να θάψεις.
Κι ούτε και πρέπει ν’ απορείς –ξεκίνησες πολύ νωρίς-
κι όλα τώρα πιο δύσκολα, όσο πολύ κι αν κλαψεις.

Στο κάτω-κατω της γραφής, είναι κι αστείο να κλαίει κανείς
για ένα χαμένο του όνεειρο, για μιας ελπίδας ράκη
εκτός αν θες τόσο πολύ, ο πόνος σου ν’ αναπολεί
-με μια μικρή δόση χαράς- ίσως τον Καρυωτάκη


 [ΠΗΓΗ: από το δοκιμιακό σχεδίασμα του ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ «Ο Ποιητής Μανούσος Φάσσης, Η ζωή και το έργο του – μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης – εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ 1987]

ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΛΕΞΕΩΝ και ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ (συν)ΓΡΑΦΗΣ:

$
0
0
Κάνω πράξεις αριθμητικές μόνο και μόνο να γεννιούνται πάνω στο χαρτί ψηφία κι αναπάντεχοι αριθμοί που το νόημά τους μου διαφεύγει – και μετά κάθομαι κι ονειρεύομαι… Ένα ωραίο πρωί μου ’ρθε η έμπνευση πως, αν ήξερα να γράφω, θα μπορούσα να πω άλλα πράγματα από κείνα που σκεφτόμουνα, κι αμέσως άρχισα την προσπάθεια μ’ ό,τι μου είχε μείνει αποτυπωμένο στη μνήμη, γράμματα, συλλαβές, λέξεις. Μέσα σε πολύ μικρό διάστημα έκανα τεράστιες προόδους, γιατί δεν μου κρατούσανε πια το χέρι αλλά χρησιμοποιούσα το μολύβι για ό,τι μου κατέβαινε, χώνοντας ανθρωπάκια ή ψάρια ανάμεσα στα γράμματα, δένοντας χαρταετούς στην άκρη των λέξεων μ’ ένα μεγάλο σπάγκο όλο ζιγκ-ζαγκ. Περιττόν ειπείν ότι, αν κάποιος τρίτος – και κυρίως οι θειάδες μου – έβλεπε αυτά που έφτιαχνα, θα σήκωνε τους ώμους του, δε θα ’ξερε να με διαβάσει. Η σκέψη αυτή δε μου προκαλούσε αγανάχτηση, αλλά περηφάνια. Σιγά-σιγά άρχισα να πείθομαι ότι ο σκοπός της γραφής δεν ήτανε καθόλου αυτός που πίστευαν οι μεγάλοι (και τον οποίο η ομιλία θα τον κάλυπτε μια χαρά), αλλά το να καταγράφεις ιδέες που προορίζονται για τον εαυτό σου. Να σημειώνεις μυστικά. Τη μέρα που το σκέφτηκα αυτό ταράχτηκα τόσο πολύ, που άρχισα να γράφω κρυφά πάνω σ’ οτιδήποτε, πάνω στο χαρτί, πάνω στους τοίχους, με άγριο πάθος. Μου τραβήξανε τ’ αυτιά, μου ρίξανε χαστούκια, τίποτα εγώ. Κι όταν με ρωτήσανε: «τι είναι τούτες οι φρικτές μουντζούρες που κάνεις παντού και λερώνεις τα τραπεζομάντιλα, τις τουαλέτες, τα ντουλάπια μας;», εγώ συνέχισα τη δουλειά μου με περισσότερο ζήλο. Έπαιζα με τα μυστικά, αυτό κανένας δεν μπορούσε να το καταλάβει. Ήταν ένα παιχνίδι που με ξετρέλαινε – πρώτα-πρώτα γιατί μ’ ανάγκαζε να έχω μυστικά. Ύστερα να τους δίνω μορφή, σα να είχα σύντροφο, ένα φίλο, που μόνο εκείνος θα ήταν σε θέση ν’ αποκρυπτογραφήσει τα γερογλυφικά μου… [Αντέγραψα το κείμενο ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΜΑΘΑ ΝΑ ΓΡΑΦΩ του πολυγραφότατου, πολυτάλαντου και πολύτροπου υπερρεαλιστή Louis Aragon από το περιοδικό Η ΛΕΞΗ. Τη μετάφραση του κειμένου είχε κάνει ο Αντώνης Φωστιέρης, ο οποίος στο εισαγωγικό του σημείωμα υπογράμμιζε: «ο Louis Aragon προσπάθησε να συνδυάσει την παράδοση με το μοντερνισμό, το λυρισμό με το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, το παράλογο με την κριτική στάση. Με ΚΛΙΚ στην εικόνα του Anakinη συνέχεια της γλαφυρής αφήγησης ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΓΡΑΦΩ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤA):





ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΓΡΑΦΩ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ (από το περιοδικό Η ΛΕΞΗ τεύχος 9)
Το ξεκίνημα το δικό μου… Πολύ γρήγορα έμαθα να διαβάζω – σύμφωνα με το απλοϊκό περιεχόμενο που δίνουμε σ’ αυτό το ρήμα. Δηλαδή ν’ αναγνωρίζω τα γράμματα, να τα συνδυάζω, να ξεχωρίζω τις λέξεις, να βγάζω κάποιο νόημα, να καταλαβαίνω τι λέει το γραφτό και να το ανακοινώνω στους άλλους, πράγμα που προκαλούσε έκπληξη και σε μένα τον ίδιο. Όταν όμως μου βάλανε ένα μολύβι στο χέρι και προσπαθήσανε να μου δείξουνε πώς να το κρατάω, πώς να τραβάω γραμμές, κι όλα τα σχετικά, τότε επαναστάτησα.

     Αρνιόμουν να δεχτώ τη σκοπιμότητα αυτών των ασκήσεων, μου ήταν αδύνατο να συμβιβαστώ με την ιδέα πως, επειδή διάβαζα - με δυσκολία ακόμα, είν’ αλήθεια – ό,τι έγραφε κάποιος άλλος κι ένοιωθα περήφανος που μπορούσα να διακρίνω ένα λιοντάρι να βγαίνει από 8 γράμματα, κάτι τέτοιο σήμαινε αυτόματα πως έπρεπε ν’ απαντήσω οπωσδήποτε στο γραφτό με γραφτό, πως έπρεπε να γράψω κι εγώ. Βάλανε τα δυνατά τους να μου εξηγήσουν το γιατί, αλλά εμένα μου φαινότανε παράλογο, τη στιγμή μάλιστα που μπορούσα να μιλήσω, να πω τη λέξη ΛΙΟΝΤΑΡΙ, ακόμα και να μιμηθώ τις κινήσεις, τη βιαιότητα και το μούγκρισμα του λιονταριού, όπως το ’χα δει μια φορά στο ζωολογικό κήπο. Ποιος ο λόγος να το γράψω, αφού το ήξερα ήδη;

     Αυτό ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο που βρίσκανε μπροστά τους όσοι θέλανε να με διδάξουνε γραφή. Εμπόδιο σχεδόν αξεπέραστο- τόση ήταν η επιμονή μου. Όλους εκείνους που κάνανε το κουφό σε ό,τι τους έλεγα (πράγματα αυτονόητα για μένα), τους θεωρούσα ηλίθιους. Έκρυβα τα μολύβια μου ή τα πετούσα απ’ το παράθυρο. Στο τέλος παραιτηθήκανε απ’ την προσπάθεια και η μητέρα μου έλεγε πως η κατάσταση είναι τρομερή: ήμουν ένα παιδί που δε θα μάθαινε ποτέ να γράφει! Εγώ δεν έδινα σημασία. Καθόμουν και υπαγόρευα στις δυο θειάδες μου ό,τι μου πέρναγε απ’ το μυαλό, κι έβλεπα πως τα ορνιθοσκαλίσματά τους μπορούσανε να δώσουνε μετά σ’ έναν τρίτο με μεγάλη ακρίβεια όσα είχα πει. Έτσι, η προφορική κουβέντα μου φαινότανε πως αρκούσε.

     Όταν σταματήσανε να με πιέζουν για το γράψιμο, άρχισα να περνάω ατέλειωτες ώρες μοναχός μου, νιώθοντας να με βαραίνει η απόρριψη και η θλίψη των άλλων. Βρήκα την ευκαιρία να σκέφτομαι και να λέω μεγαλόφωνα τις σκέψεις μου, όταν δεν βρισκόταν κανένας γύρω να με ακούσει. Θυμάμαι πόσο θαυμάσια μου φαινότανε η ταύτιση αυτών που ήθελα να πω μ’ εκείνα που έλεγα, πράγμα που μεγάλωνε την περιφρόνησή μου για το γράψιμο. Μιλώντας με τον εαυτό μου συνήθισα να του κάνω ερωτήσεις και να μου δίνει απαντήσεις. Πολλές φορές οι ερωταποκρίσεις μου ήταν παράξενες, κι αυτό μου άρεσε. Γιατί – σας ρωτάω -, ποιος ο λόγος να λέμε αυτά που ξέραμε και πριν να τα πούμε; Έτσι μου ήρθε η ιδέα να εφευρίσκω τις απαντήσεις. Θα ’μουν τότε 6 χρονώ.

     Κατά τον ίδιο τρόπο μου γεννήθηκε ένα είδος περιφρόνησης για τις θειάδες μου, που καταγράφανε με απόλυτη πιστότητα όσα τους έλεγα, αντί να γράφουν άλλα πράγματα – όπως θα ’κανα εγώ στη θέση τους, αν ήξερα δηλαδή να γράφω. Λόγου χάρη, αν τους έλεγα ότι χάθηκε το μικρό άσπρο σάλι της γιαγιάς, αυτές οι ανόητες δε θα περνούσε ποτέ απ’ το μυαλό τους να γράψουνε το μικρό κόκκινο σάλι ή το μεγάλο πράσινο σάλι. Όχι, αυτές δεν βλέπανε πιο πέρα απ’ την άκρη της γλώσσας μου. Ένα ωραίο πρωί μου ’ρθε η έμπνευση πως, αν ήξερα να γράφω, θα μπορούσα να πω άλλα πράγματα από κείνα που σκεφτόμουνα, κι αμέσως άρχισα την προσπάθεια μ’ ό,τι μου είχε μείνει αποτυπωμένο στη μνήμη, γράμματα, συλλαβές, λέξεις. Μέσα σε πολύ μικρό διάστημα έκανα τεράστιες προόδους, γιατί δεν μου κρατούσανε πια το χέρι αλλά χρησιμοποιούσα το μολύβι για ό,τι μου κατέβαινε, χώνοντας ανθρωπάκια ή ψάρια ανάμεσα στα γράμματα, δένοντας χαρταετούς στην άκρη των λέξεων μ’ ένα μεγάλο σπάγκο όλο ζιγκ-ζαγκ. Περιττόν ειπείν ότι, αν κάποιος τρίτος – και κυρίως οι θειάδες μου – έβλεπε αυτά που έφτιαχνα, θα σήκωνε τους ώμους του, δε θα ’ξερε να με διαβάσει. Η σκέψη αυτή δε μου προκαλούσε αγανάχτηση, αλλά περηφάνια. Σιγά-σιγά άρχισα να πείθομαι ότι ο σκοπός της γραφής δεν ήτανε καθόλου αυτός που πίστευαν οι μεγάλοι (και τον οποίο η ομιλία θα τον κάλυπτε μια χαρά), αλλά το να καταγράφεις ιδέες που προορίζονται για τον εαυτό σου. Να σημειώνεις μυστικά. Τη μέρα που το σκέφτηκα αυτό ταράχτηκα τόσο πολύ, που άρχισα να γράφω κρυφά πάνω σ’ οτιδήποτε, πάνω στο χαρτί, πάνω στους τοίχους, με άγριο πάθος. Μου τραβήξανε τα’ αυτιά, μου ρίξανε χαστούκια, τίποτα εγώ. Κι όταν με ρωτήσανε: «τι είναι τούτες οι φρικτές μουντζούρες που κάνεις παντού και λερώνεις τα τραπεζομάντιλα, τις τουαλέτες, τα ντουλάπια μας;», εγώ συνέχισα τη δουλειά μου με περισσότερο ζήλο. Έπαιζα με τα μυστικά, αυτό κανένας δεν μπορούσε να το καταλάβει. Ήταν ένα παιχνίδι που με ξετρέλαινε – πρώτα-πρώτα γιατί μ’ ανάγκαζε να έχω μυστικά. Ύστερα να τους δίνω μορφή, σα να είχα σύντροφο, ένα φίλο, που μόνο εκείνος θα ήταν σε θέση ν’ αποκρυπτογραφήσει τα γερογλυφικά μου. (Το σωστό είναι, βέβαια, ιερογλυφικά. Αλλά η μητέρα μου έλεγε ιερογλυφικά κι εγώ άκουγα γερογλυφικά, όπως τη λέξη ξενοδοχείο μέχρι 12 χρονώ την έγραφα ξένο δοχείο. Παραγκωνισμένη ποίηση της γλώσσας. «Μονοπάτια» της δημιουργίας των λέξεων). Γι αυτό το φίλο λοιπόν που έγραφα τα μυστικά μου και που μόνο εκείνος θα μπορούσε να μου απαντήσει, έβαλα τα δυνατά μου να μάθω να φτιάχνω καλά σχέδια. Αυτά τα σχέδια τα ’δειχνα στους καθρέπτες, όπου ένας άλλος εαυτός μου έκανε πως τα διάβαζε. Μια μέρα ο θείος μου, που τον αντιπαθούσα για τα μουστάκια του, βούτηξε ένα χαρτί που το ’χα μουντζουρώσει και φώναξε: «Αυτό το παιδί γράφει! Πότε έμαθε;»

     Τώρα, το τι έγραφα, πώς το έγραφα και τι μπορούσε κανείς να καταλάβει απ’ ό,τι έγραφα, αυτό είναι μια άλλη υπόθεση… Σήμερα όμως που το ξανασκέφτομαι, μου φαίνεται πως πράγματι είχα αρχίσει να γράφω, για να σημειώνω διάφορα «μυστικά» που φοβόμουν μη τα ξεχάσω. Ή μάλλον, όχι τόσο για να τα σημειώνω, όσο για να τα ξετρυπώνω, να προκαλώ μυστικά για γράψιμο. Βέβαια, τότε δε συνειδητοποιούσα τα πράγματα με τον τρόπο που τα λέω τώρα. Αυτό έγινε αργότερα, πολύ αργότερα μάλιστα, αν και νομίζω πως είναι κάτι που είχε αρχίσει να γίνεται μέσα μου από πολύ τρυφερή ηλικία και σήμερα είναι κάτι που το πιστεύω. Πιστεύω ακόμα πως η σκέψη ξεκινάει από κείνο που γράφουμε, όχι αντίστροφα. Αυτό ισχύει τουλάχιστον για τους ανθρώπους του δικού μου τύπου, έστω κι αν υπάρχουν κάποιοι άλλοι που κάνουνε προσθέσεις κι αφαιρέσεις για να δουν τι πρέπει να πληρώσουνε ή τι μπορούνε ν’ απαιτήσουν σαν αντάλλαγμα απ’ τη δουλειά τους. Εγώ, πάντως, κάνω πράξεις αριθμητικές μόνο και μόνο για να βλέπω να γεννιούνται πάνω στο χαρτί ψηφία κι αναπάντεχοι αριθμοί που το νόημά τους μου διαφεύγει – να κάθομαι μετά να ονειρεύομαι.
Μ’ αυτό τον τρόπο γράφω μυθιστορήματα

[LOUISARAGONΠοτέ δεν έμαθα να γράφω, περιοδικό Η ΛΕΞΗ τεύχος 8] 

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΝΗ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΜΑΚΡΙΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΤΑ ΑΣΤΡΑ:

$
0
0
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν τη ζώνη του Γαλαξία μας «η γέφυρα του χρόνου» και κατά κάποιον τρόπο δεν είχαν καθόλου άδικο. Επειδή απαιτείται η παρέλευση κάποιου χρόνου, για να φτάσει μέχρις εμάς το φως από τα απόμακρα άστρα και τους γαλαξίες, όταν κοιτάζουμε στο διάστημα, βλέπουμε τις εικόνες των διαφόρων ουράνιων αντικειμένων, όπως ήταν στο παρελθόν και όχι όπως είναι την στιγμή που τα κοιτάμε. Οι αστρονόμοι αποκαλούν το φαινόμενο αυτό «χρόνο παρέλευσης», που σημαίνει ότι όλα όσα βλέπουμε στον ουρανό ανήκουν στο παρελθόν. Το άστρο Αλντεμπαράν στον αστερισμό του Ταύρου, για παράδειγμα, απέχει 68 έτη φωτός από τη Γη μας. Έτσι, όταν φτάσετε στα 68 σας γενέθλια, θα μπορέσετε να δείτε τον Αλντεμπαράν όπως ήταν την ημέρα που γεννηθήκατε. Λίγο πιο δω από τον Αλντεμπαράν βρίσκεται το γιγάντιο άστρο Μπετελγκέζ στον αστερισμό του Ωρίωνα που βρίσκεται 500 έτη φωτός μακριά μας. Το φως που θα φτάσει απόψε στη Γη μας από τον Μπετελγκέζ άρχισε το ταξίδι του αυτό πριν από 500 χρόνια, όταν ο Κολόμβος έκανε το ταξίδι του στην Αμερική. Ο Ρίγκελ είναι 900 έτη φωτός μακριά μας, γι` αυτό απόψε τον βλέπουμε όπως ήταν τον 11ο αιώνα, την εποχή που ο Λιφ Έρικσον ανακάλυπτε την Αμερική… Τώρα σκεφτείτε το εξής: το ανθρώπινο σώμα (ενός ανθρώπου 70 κιλών για παράδειγμα) αποτελείται από 7.000 τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων άτομα. Ψηφιακά ο αριθμός αυτός είναι ίσος με το 7 ακολουθούμενο από 27 μηδενικά. Από τον τεράστιο αυτόν αριθμό ατόμων το 67% είναι υδρογόνο, ένα χημικό στοιχείο που γεννήθηκε (μαζί με το μεγαλύτερο ποσοστό ηλίου) τη στιγμή της γέννησης του Σύμπαντος πριν από 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια. Γεγονός που σημαίνει ότι τα δύο τρίτα των ατόμων που αποτελούν το σώμα καθενός από εμάς έχουν ηλικία 13,8 δισεκατομμυρίων ετών. Ένας μεγάλος αστρονόμος είχε πει κάποτε ότι «ο άνθρωπος είναι το μέσο για το Σύμπαν να γνωρίσει τον εαυτό του», και ίσως αυτό να αποτελεί και τον καλύτερο προσδιορισμό μας γιατί είμαστε πράγματι παιδιά του Σύμπαντος. Γιατί είμαστε όλοι μας αστρόσκονη, και κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουμε στα άστρα [Διονύσης Σιμόπουλος - ARTbyKarin Rosental]

Πριν από μερικές ημέρες ένας φίλος μου έστειλε μια επεξεργασμένη φωτογραφία από το Διαστημικό Τηλεσκόπιο Χαμπλ που κατέγραφε την εικόνα ενός ασυνήθιστου είδους σουπερνόβα έκρηξης στον γαλαξία Μ81 προς την κατεύθυνση του αστερισμού της Μεγάλης Αρκτου και σε απόσταση 11 εκατ. ετών φωτός από τη Γη. Μία έκρηξη σουπερνόβα ανακοινώνει στο Σύμπαν τον θάνατο ενός άστρου που διαλύεται κυριολεκτικά στα «εξ ων συνετέθη», και παρ’ όλο που εκρήξεις σουπερνόβα συμβαίνουν κάπου στο Σύμπαν κάθε δευτερόλεπτο, εντούτοις η μελέτη τους είναι ιδιαίτερα σημαντική στην κατανόηση των διαδικασιών εκείνων που οδηγούν ένα γιγάντιο άστρο στον θάνατο. Η φωτογραφία αυτή αλλά και άλλες παρόμοιες που καταγράφουν τα λείψανα κατεστραμμένων άστρων με έβαλε σε σκέψεις.

Γιατί όσο κι αν σας φανεί παράξενο, είναι πλέον γεγονός ότι το όνειρο της ανθρωπότητας να φτάσει στα άστρα και να τα ψηλαφήσει με τα ίδια του τα χέρια, ή ακόμη και να επιστρέψουμε πίσω στις πρώτες στιγμές της γέννησης του Σύμπαντος, γίνεται καθημερινά πραγματικότητα εδώ πάνω στον δικό μας πλανήτη. Σκεφτείτε το εξής: το ανθρώπινο σώμα (ενός ανθρώπου 70 κιλών για παράδειγμα) αποτελείται από 7.000 τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων άτομα. Ψηφιακά ο αριθμός αυτός είναι ίσος με το 7 ακολουθούμενο από 27 μηδενικά. Από τον τεράστιο αυτόν αριθμό ατόμων το 67% είναι υδρογόνο, ένα χημικό στοιχείο που γεννήθηκε (μαζί με το μεγαλύτερο ποσοστό ηλίου) τη στιγμή της γέννησης του Σύμπαντος πριν από 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια. Γεγονός που σημαίνει ότι τα δύο τρίτα των ατόμων που αποτελούν το σώμα καθενός από εμάς έχουν ηλικία 13,8 δισεκατομμυρίων ετών.


Όλα τα υπόλοιπα 90 χημικά στοιχεία γεννήθηκαν στο εσωτερικό των άστρων, στις θερμοπυρηνικές τους αντιδράσεις και στις επιθανάτιες αστρικές τους εκρήξεις. Οπότε εάν κόψετε κάποιο λουλούδι, ή αν δοκιμάσετε ένα φρούτο, ή αν χαϊδέψετε το πρόσωπό σας, ακουμπάτε κάποιο άστρο. Γιατί όλα αυτά, κι οτιδήποτε άλλο υπάρχει γύρω μας, είναι κομμάτια κάποιου άστρου. Ο Ήλιος μας, η Γη μας και τα πάντα πάνω της δημιουργήθηκαν από αστροϋλικά που εκτοξεύθηκαν πριν από δισεκατομμύρια χρόνια από κάποια καταστρεφόμενη αστρική έκρηξη σουπερνόβα. Όλη η ύλη στα σώματά μας (εκτός φυσικά από το υδρογόνο) φτιάχτηκε στην «κόλαση» τέτοιων αστρικών θανάτων. Είμαστε δηλαδή αστράνθρωποι που δημιουργηθήκαμε από χημικά στοιχεία φτιαγμένα στις θανατηφόρες εκρήξεις υπεργιγάντιων άστρων. Χωρίς τις εκρήξεις των σουπερνόβα δεν θα υπήρχαν πλανήτες και δορυφόροι. Χωρίς τις σουπερνόβα δεν θα υπήρχε η Γη, δεν θα υπήρχαν βράχια και βότσαλα, δεν θα υπήρχαν φυτά και ζώα. Χωρίς τις εκρήξεις των σουπερνόβα, δεν θα υπήρχε ο άνθρωπος.

Αλλά κι εμείς ακόμη, όταν πεθάνουμε, τα χημικά στοιχεία από τα οποία αποτελούνται τα σώματά μας θα διασκορπιστούν παντού γύρω μας ενώ ορισμένα απ’ αυτά θα ενσωματωθούν σε άλλα είδη ζωής. Ήδη καθένας από εμάς αναπνέει καθημερινά αρκετές δεκάδες μόρια που είχαν εισπνεύσει πριν από εμάς ο Σωκράτης, ο Ιππαρχος, ο Νεύτων ή ο Κολοκοτρώνης.
Όπως μας λένε σήμερα οι σύγχρονοι βιολόγοι, το πρώτο ζωντανό κύτταρο στη Γη εμφανίστηκε πριν από περίπου 4 δισ. χρόνια και οι απευθείας απόγονοί του είναι διάσπαρτοι σε ολόκληρο το σώμα μας με τη μορφή των κυττάρων του αίματος που διατρέχουν τις φλέβες και τις αρτηρίες μας. Καθένας από εμάς περιλαμβάνει μέσα του 370 τρισ. κύτταρα εκ των οποίων το 90% ΔΕΝ είναι ανθρώπινα αλλά ξένοι μικροοργανισμοί και βακτήρια. Κι όμως, τα σώματά μας αποτελούν μιαν ολάκερη κοινωνία, και χωρίς όλους αυτούς τους άλλους μικροοργανισμούς δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε ούτε μία στιγμή, ούτε ένα δευτερόλεπτο.

Και κάτι ακόμη. Καθένα από τα ανθρώπινα κύτταρα διαθέτει 400 δισ. μόρια, τα οποία εκτελούν εκατομμύρια διαφορετικές δραστηριότητες ανάμεσα στα τρισεκατομμύρια των ατόμων από τα οποία αποτελούνται. Οι βιολόγοι υπολογίζουν ότι εκτελούνται ένα τρισεκατομμύριο τρισεκατομμυρίων δραστηριότητες κάθε στιγμή που περνάει. Αριθμητικά μιλάμε για έναν αριθμό ο οποίος αποτελείται από τη μονάδα ακολουθούμενη από 24 μηδενικά. Σκεφτείτε το για λίγο! Σ’ ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου το σώμα μας εκτελεί δέκα φορές περισσότερες δραστηριότητες απ’ όσα είναι τ’ άστρα που υπάρχουν στο Σύμπαν. Αισθάνεστε καθόλου το τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο εσωτερικό του σώματός σας; Αισθάνεστε καθόλου το ένα τρισεκατομμύριο, τρισεκατομμυρίων δράσεις που συμβαίνουν ταυτόχρονα κάθε στιγμή που περνάει; Κι όμως, το σώμα σας δραστηριοποιείται τόσο καλά ώστε καθένας από εσάς να μένει απερίσπαστος στην καθημερινότητά του!

Ένας μεγάλος αστρονόμος είχε πει κάποτε ότι «ο άνθρωπος είναι το μέσο για το Σύμπαν να γνωρίσει τον εαυτό του», και ίσως αυτό να αποτελεί και τον καλύτερο προσδιορισμό μας γιατί είμαστε πράγματι παιδιά του Σύμπαντος. Γιατί είμαστε όλοι μας αστρόσκονη, και κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουμε στα άστρα.


[ΠΗΓΗ: Διονύσης Σιμόπουλος, επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 11-01-2015 -ARTbyKarin Rosental]

ΜΟΝΑΧΑ ΟΣΟΙ ΔΕΝ ΑΝΕΒΗΚΑΝ ΠΟΤΕ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΟΦΙΑ ΠΕΡΝΟΥΝ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΕΝΟΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ:

$
0
0
Το σήμερα είναι το Αύριο του παρελθόντος μας!.. Μην κλείνεις τα μάτια στο απολύτως προφανές: μπορείς να απολαύσεις μονάχα το παρόν, έστω κι αν το παρόν είναι η πύλη απ’ την οποία μπαίνει ο πόνος των σημερινών απογοητεύσεων ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ: «Κανείς δεν ήξερε πως το πρόσωπό μου δεν ήταν αληθινό, και με πόση πανουργία (κι άλλα ταπεινά τεχνάσματα) συγκράτησα αυτή την αμφίβολη προσωπίδα, γιατί απ’ την πρώτη μέρα είχαμε χάσει κιόλας το πιο σημαντικό, κι ήμασταν πάντα τόσο λίγο εδώ, σαν τα χέρια των ζητιάνων που επιστρέφουν τη νύχτα στον παλιό τους κάτοχο, φυσικά, το σπίτι ήταν πάντα κλειδωμένο, μα κι ο άλλος είχε μπει πολύ πριν, «πρέπει να βγω, σκέφτηκα, αλλιώς είμαι χαμένος», κι ίσως να το κατόρθωνα, αν δε με πρόδινε το βήμα μου, αυτό το προσεκτικό βήμα των φτωχών, σαν να θέλουν ν’ αποφύγουν το χειρότερο, τόσο σαστισμένο, που ακόμα κι αν δεν υπήρχε ουρανός εμείς εκεί θα πηγαίναμε…» [Τάσος Λειβαδίτης, Σκοτεινή Πράξη (χορικό) 1974 και με ΚΛΙΚ στην εικόνα ROMANCEWORKSbyCarolCavalarisάφησε την κραυγή]:
«Θάλαττα,  θάλαττα» και Ουρανό γαλάζιο (γιατί οι όμορφες μικρές στιγμές, τι άλλο μπορεί να σημαίνουν;) ΑΔΡΑΞΕ ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΟΦΙΑΣ:

Πολλές φορές στη ζωή σου θα φτάνεις στο ίδιο σταυροδρόμι. Και κάθε φορά θα έχεις να επιλέξεις ανάμεσα στο σεβασμό προς τους άλλους και το σεβασμό προς τον εαυτό σου. Μακάρι να διαλέγεις πάντα το καλύτερο για σένα. Θα είναι μια στάση συνεπής, έστω κι αν φαίνεται στους άλλους ανακόλουθη. «Ένας άνθρωπος που ψάχνει, ξέρει καλά πόσα πολλά δεν ξέρει». 

(υστερόγραφο) Για πολύ καιρό, υπερασπιζόμουν το δικαίωμα να είμαι αντιφατικός.
Έλεγα ότι ήταν λογικό κι αναμενόμενο ν’ αλλάζεις γνώμη, κι ότι σημασία δεν είχε η αντίφαση από μόνη της, αλλά η συνέπεια.
Διαβάζοντας και ακούγοντας τους δασκάλους, έμαθα ότι «συνέπεια» σημαίνει τη «συνέχεια του λόγου», την «κληρονομιά». Μ’ άλλα λόγια, συνεπής σημαίνει πιστός στο παρελθόν, πιστός σ’ αυτό που άλλοι έβαλαν μέσα του.
Τώρα πια δεν πασχίζω να είμαι συνεπής με τη λογική…

Αυτό που θα ήθελα, θα ήταν να εναρμονιστώ, στο μέτρο του δυνατού, με τη λογική και, αν γίνεταιΑν είμαστε συνεπείς προς το παρελθόν μας, τότε είμαστε υποχρεωτικά δεμένοι πάνω του, κι αυτό σημαίνει ότι ζούμε όπως κάποιος απ’ το παρελθόν, κάποιος που υπήρξε κάποτε και μας άφησε τα αχνάρια του.
Ναι, αλλά ίσως τότε εγώ, να μην είμαι πια εγώ

Αν επιμένω να είμαι συνεπής, τότε επιμένω να ζω μια συνεχώς επαναλαμβανόμενη ιστορία, κι αυτό σημαίνει ότι δεν επιτρέπω στη ζωή να μου προσφέρει τίποτα καινούργιο, κι ούτε κι εγώ προσφέρω ποτέ κάτι καινούργιο.
Ο γνώστης είναι κάποιος που ξέρει ποιος είναι ο ίδιος, κι όμως παραδέχεται χωρίς ντροπή ότι δεν μπορεί να προβλέψει τις μελλοντικές του πράξεις, ούτε διαθέτει τα κριτήρια για να αξιολογήσει σωστά τι θα συμβεί στο μέλλον και πως θα αντιδράσει στα γεγονότα.

Η Μάρθα Μόρις διασώζει αυτές τις παραδοσιακές συμβουλές:
Αν μένεις ακίνητος, δεν είσαι πια ποτάμι,
γίνεσαι βάλτος,
και η ζωή δεν κυλά μέσα από σένα.
Τα λουλούδια πάντα θα ανοίγουν την άνοιξη,
αλλά αν δεν ανοίξεις το παράθυρό σου
ποτέ δεν θα μυρίσεις το άρωμά τους.
Τα πουλιά πάντα θα γυρίζουν μετά το χειμώνα,
όμως, αν δε σηκώσεις το βλέμμα σου στον ουρανό,
ούτε που θα το πάρεις χαμπάρι.
Ο ήλιος, σίγουρα, θα βγει αύριο το πρωί,
όμως αν αφήσεις τις πόρτες σου κλειστές
οι ακτίνες ποτέ, μα ποτέ…
δεν θα φωτίσουν το δωμάτιό σου.

Η ζωή είναι μια πάλη ανάμεσα στην επιθυμία μας και την πραγματικότητα που μας επιβάλλεται, αλλά είναι και μια πάλη ανάμεσα στη δική μας συνεπή ταυτότητα και την αυθεντική αυθόρμητη ύπαρξη

[Τάδε έφη ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ στο βιβλίο του Από την Άγνοια στη Σοφία – ARTbyROMANCEWORKSbyCarolCavalaris]

ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ: «Εδώ μέσα είναι η Ποίηση που επιθυμείς, αλλά μη στεναχωρηθείς, αν δεν βρεις το ευεργέτημα που περιμένεις!..

$
0
0
Ντίνο Μπουτζάτι (DinoBuzzati), ένας σπουδαίος συγγραφέας του φανταστικού. Οι ήρωες του πάσχουν από υπαρξιακή αγωνία… ή αυτό το κάτι που είναι απαραίτητο για να είναι ευτυχισμένοι..  Για παράδειγμα ο Καμ, ο ήρωας του πρώτου αφηγήματος, ένας πετυχημένος επιχειρηματίας που έχει αποκτήσει στη ζωή του τα πάντα, αισθάνεται δυστυχισμένος που δεν έχει την ικανότητα να γράφει ποιήματα, όπως ένας νεαρός ποιητής που ακούει να μιλούν συνέχεια γι’ αυτόν!..  Αλλά, ο κόσμος μας, ως γνωστόν, είναι παράλογος γι’ αυτό και οι ήρωες πεθαίνουν εντελώς μόνοι, χωρίς να περιμένουν βοήθεια, αγάπη ή κατανόηση, εξαπατημένοι από τους άλλους, αλλά κυρίως από τον ίδιο τους τον εαυτό. Έτσι, κι ο Καμ, από αμέλεια δική του δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί το Δώρο της Ποίησης που του χαρίζεται απλόχερα!.. Αλληγορία;    Στο δεύτερο αφήγημα πάντως η Σοφία, μια πολλή όμορφη μαθήτρια, έχει τα φόντα να διαπρέπει σ’ όλα τα μαθήματα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, αλλά στα μαθηματικά κάτι της λείπει!..   (αντιγραφή κι επικόλληση από το ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ – Ιστορίες Μπονζάι).



ΣΤΟ ΚΑΛΑΘΙ ΤΩΝ ΑΧΡΗΣΤΩΝ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ του Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati)
Στο κατάστρωμα της θαλαμηγού του, ο Τζόρτζιο Καμ, ιδιοκτήτης μεταλλείων, είχε την ευκαιρία να σώσει έναν νεαρό που πάλευε με τα κύματα. Ήταν ένας νεαρούλης εξαιρετικής ομορφιάς, που προέκυψε ότι ήταν παιδί του Θεού. Αυτός, επειδή του ήταν υποχρεωμένος, έστειλε να τον φωνάξουν και τον ρώτησε τι ανταμοιβή ήθελε.

«Αισθάνομαι ευγνώμων», απάντησε ο ιδιοκτήτης μεταλλείων, «αλλά, γιατί μου κάνεις αυτή την προσφορά με τόσο επιτιμητικό τρόπο;»
«Στη θέα πλουσίων του είδους σου χαλιέμαι λίγο, αλλά μη δίνεις σημασία!.. Όλοι έχουμε τις ιδιοτροπίες μας. Πες μου καλύτερα μια επιθυμία σου. Όσο δύσκολος κι αν είμαι, θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ»
Ο Καμ, που περνιόταν για διανοούμενος και προσκαλούσε συχνά στις δεξιώσεις του φιλοσόφους, συγγραφείς, ζωγράφους, μουσικούς, θέλησε να κάνει καλή εντύπωση:
-Θα ήθελα να μου κάνεις δώρο την Ποίηση!..
-Τι είδους ποίηση;
-Την ποίηση του Γουόλτερ Τριμπολάντι. Τον τελευταίο καιρό είχε ακούσει να μιλούν πολύ γι’ αυτόν το νεαρό ποιητή, κι ο ίδιος τον είχε διαβάσει, αλλά χωρίς ωστόσο να καταλάβει τίποτα.
-Αυτό δεν είναι τίποτα, είπε ο Θεός. Τα ποιήματα του Τριμπολάντι πουλιούνται σε όλα τα βιβλιοπωλεία, αν θυμάμαι καλά, για χίλιες πεντακόσιες λίρες το ένα.
-Δεν εννοούσα αυτό. Θα επιθυμούσα να μου χαρίσεις την απόλαυση που ορισμένοι φίλοι μου ορκίζονται ότι αντλούν απ’ αυτούς τους στίχους, και που εγώ προσπάθησα μάταια ν’ αποκτήσω.
Ο Θεός κούνησε το κεφάλι του:
-Δεν είναι πράγματα αυτά για σένα, πίστεψέ με. Άλλο δώρο θα σου ταίριαζε.
-Τι άλλο να ζητήσω; απάντησε ο μεγιστάνας. Όλα τα άλλα τα έχω ήδη. Μόνο η ποίηση μου λείπει!..
-Αφού επιμένεις, είπε ο παντοδύναμος, θα σε ικανοποιήσω με αυτήν. Κι έβγαλε απ’ το μανδύα του ένα μικρό πακέτο τυλιγμένο με γαλανό χαρτί και δεμένο με μια χρυσαφιά κορδέλα.
-Εδώ μέσα είναι η ποίηση που επιθυμείς. Αλλά μη στενοχωρηθείς, αν δεν μπορέσεις να βρεις το ευεργέτημα που περιμένεις.
Ο Καμ, αφού έκανε πρώτα μια υπόκλιση, έφυγε με το πακέτο του που ήταν τόσο ελαφρύ σαν να ήταν άδειο. Ανέβηκε στο αυτοκίνητο και πήρε το συνηθισμένο του δρόμο. Λόγω της θεϊκής πρόσκλησης είχε αναβάλλει πολλές επείγουσες υποθέσεις.

Πράγματι, μόλις μπήκε στο γραφείο του, από μια πόρτα ήρθε βιαστικά ο γραμματέας κρατώντας μια στοίβα από έγγραφα και την ίδια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και τον πληροφόρησαν για μια κατολίσθηση στο φρεάτιο νούμερο 27 –όπου θα ήταν καλύτερα να σπεύσει αμέσως για να ρίξει μια ματιά. Από κει στην αίθουσα αναμονής 1, εδώ και μια ώρα, περίμενε ο Θάντεους Φαντούσκα που είχε έρθει από την Πράγα για να του υποβάλλει ένα σχέδιο για συγχώνευση επιχειρήσεων. Στην αίθουσα αναμονής 2 έτρεμε από ανυπομονησία άλλος ένας αναστατωμένος άνθρωπος: Ο Μομπίλιο Σατούρπ –πληρεξούσιος των συνδικαλιστικών οργάνων- και στον δερμάτινο χαρτοφύλακα του υπήρχαν όλα όσα είχαν να κάνουν με το ξέσπασμα μιας ανελέητης, πενταετούς απεργίας.
Έτσι ο Καμ, αφού πρώτα έχωσε το πακέτο με την ποίηση σ’ ένα συρτάρι του γραφείου του, αφέθηκε να παρασυρθεί από την τρομερή καταιγίδα που ο ίδιος είχε προκαλέσει την ημέρα που, όντας φτωχός μεταλλωρύχος, είχε εξορύξει από τη βαθιά γη ένα τεράστιο διαμάντι. 

Οι υποχρεώσεις οι συζητήσεις τα τηλεφωνήματα οι συναντήσεις οι διαπραγματεύσεις οι συνομιλίες τα αεροπλάνα από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο οι δεξιώσεις τα συμβόλαια τα ραντεβού τα τηλεφωνήματα οι συναντήσεις τα τηλεφωνήματα ολοένα αυξάνονται και μπανγκ! ηαφνικά τον ξαναβρίσκουμε στο προεδρικό του γραφείο: ασπρομάλλης και κουρασμένος κοιτάει γύρω του σαστισμένος. Γιατί σήμερα αυτός είναι ο πιο ισχυρός επιχειρηματίας του πλανητικού συστήματος. Ωστόσο αναστενάζει βαθιά σαν να ήταν (συγχωρέστε με!) δυστυχισμένος. Από την υπόθεση της ποίησης, ύστερα από τόσα σημαντικά πράγματα που έχουν απασχολήσει το μυαλό του, δεν έχει μείνει ούτε η πιο αμυδρή ανάμνηση…
Τότε, ψάχνοντας ένα ενεργειακό αμερικάνικο χάπι που χρησιμοποιεί εδώ και κάμποσο καιρό, ανοίγει το δεύτερο συρτάρι δεξιά. Το χέρι του συναντά κάτι: ένα πακέτο!.. Είναι αρκετά σκονισμένο, τυλιγμένο με γαλάζιο χαρτί. Το ζυγιάζει στο δεξί του χέρι –δισταχτικός- και δε βρίσκει στα εγκεφαλικά του αγγεία την παραμικρή αναφορά γι’ αυτό. Καταλήγει: «ποιος ξέρει ποιος έχωσε αυτό το σκουπίδι εδώ μέσα»; Και το εκσφενδονίζει στο καλάθι των αχρήστων!..


Η ΠΟΛΛΗ ΟΜΟΡΦΗ ΜΑΘΗΤΡΙΑ και οι ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΗΣ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ του Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati)
Ο γιατρός Τούλιο Ραμπέσκι, καθώς έβγαινε από το αυτοκίνητο μπροστά στο σπίτι ενός ασθενούς του, κοντοστάθηκε για να παρατηρήσει μια έξοχη νεαρή κοπέλα που πλησίαζε. Είχε μήνες να δει τέτοιο λουλούδι! Εκείνο το πρόσωπο που διατηρούσε ακόμα τα αγνά χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας αλλά ήδη ακτινοβολούσε μυστηριώδεις προσδοκίες, του έφερνε στο νου κάτι αόριστο. «Κι όμως δεν την έχω ξαναδεί» αναλογίστηκε. Εκείνη τη στιγμή το κορίτσι πέρασε από μπροστά του και τον  χαιρέτησε φιλικά. «Σοφία», αποκρίθηκε αυτός, αναγνωρίζοντας επιτέλους την κόρη του παλιού του φίλου Στάτσι, η οποία μέχρι χθες του φαινόταν κοριτσάκι. Και κοκκίνισε εξαιτίας κάποιας ακαθόριστης ταραχής.

Η νεαρή, ποιος ξέρει γιατί, κοκκίνισε κι αυτή. «Το ξέρεις» είπε αυτός «πως δεν σε ανεγνώρισα; Έγινες κιόλας ολόκληρη δεσποινίδα. Και το σχολείο; Τι τάξη πας φέτος;» «Δευτέρα Λυκείου». «Διάολε!.. Και πώς τα πας;», ρώτησε ο Ραμπέσκι, ενθυμούμενος τα παράπονα του φίλου του για την αργόστροφη και τεμπέλα κόρη του φίλου του, που δεν έλεγε με τίποτα να διαβάσει.  «Ναι, βέβαια» απάντησε αυτή με έξαψη «φέτος τα πάω πολύ καλύτερα» «Άρχισε επιτέλους να διαβάζεις ε;» (Στο μεταξύ σχηματιζόταν μέσα του ένα παράξενο κουβάρι από σκέψεις: τι εντυπωσιακή μεταμόρφωση, έχανες το μυαλό σου μ’ αυτό το πλάσμα, ε και να ήμουνα είκοσι πέντε χρόνια νεότερος, έχανες το μυαλό σου μ’ αυτό το πλάσμα, ε και να ήμουνα είκοσι πέντε χρόνια νεότερος, βέβαια μικρό κοριτσάκι ακόμα, αλλά μ’ εκείνη τη λεπτή και ταυτόχρονα προκλητική πτυχή στα χείλη, εκείνο το λείο και σφριγηλό λαιμό… Και τα υπόλοιπα; Όλα εκείνα που μπορούσε κανείς να φανταστεί κάτω απ’ το ανάλαφρο φόρεμα, και που σχεδόν του έκοβαν την ανάσα;  «Όχι», είπε η Σοφία. «όχι ακριβώς. Δε διαβάζω, και μάλιστα φέτος λιγότερο απ’ ό,τι συνήθως. Κι όμως…» «Θα έχεις πιο επιεικείς καθηγητές». «Όχι βέβαια, οι καθηγητές είναι πάντα οι ίδιοι». «Και τότε πώς το εξηγείς;». «Δεν ξέρω. Είναι βέβαιο πως φέτος έχω μια τύχη…». «Σε όλα τα μαθήματα;» «Εκτός από τα μαθηματικά»!.. «Στοιχηματίζω», είπε ο Ραμπέσκι μ’ ένα μελαγχολικό χαμόγελο, «Στοιχηματίζω πως στα μαθηματικά έχεις καθηγήτρια». «Ναι, καθηγήτρια» και γέλασε. «Μα εσείς πώς το μαντέψατε;»    


Πηγή: από τη συλλογή διηγημάτων του Ντίνο Μπουτζάτι ΟΙΔΥΣΚΟΛΕΣΝΥΧΤΕΣσεμετάφρασητουΠέτρουΦούρναρηόπωςαναρτήθηκανστιςΙστορίεςΜπονζάι, ΗΑισθητικήτουΜικρού, έναΙστολόγιογιατομικρόδιήγηματουλογοτεχνικούπεριοδικούΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

Μια ΙΣΤΟΡΙΑ για έναν συγγραφέα που κρατείται από τρεις άνδρες που του ζητούν να τους διηγηθεί μια ΙΣΤΟΡΙΑ

$
0
0
Ένας συγγραφέας κρατείται όμηρος από τρεις άνδρες. Δεν θέλουν να τον ληστέψουν, αλλά ούτε και να τον σκοτώσουν. Αυτό που απαιτούν είναι να τους διηγηθεί μια ιστορία. Κι αυτός θα αποπειραθεί να ικανοποιήσει την παράδοξη απαίτησή τους λέγοντάς τους μια ιστορία για έναν συγγραφέα ο οποίος κρατείται από τρεις άνδρες που του ζητούν να τους διηγηθεί μια ιστορία. «Αυτή δεν είναι μια ιστορία. Αυτή είναι μια μαρτυρία. Είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Ακριβώς αυτό που προσπαθούμε να αποφύγουμε.. Χρησιμοποίησε τη φαντασία σου, φίλε, δημιούργησε, επινόησε, φτάσε μέχρι το τέρμα», θα του πει ένας από αυτούς και ο συγγραφέας - φανταστικός και πραγματικός - θα τον ακούσει… Η παραπάνω ιστορία θα μπορούσε να αποτελεί ένα άτυπο μανιφέστο των συγγραφικών προθέσεων του Έτγκαρ Κέρετ, ισραηλινού συγγραφέα, λάτρη της μικρής φόρμας και θιασώτη του αλλόκοτου.Στα διηγήματά του ο Κέρετ επιλέγει να μας μιλήσει όχι για αυτό που εκλαμβάνεται ως πραγματικό, αλλά για το φανταστικό, για το απίθανο, για αυτό που ξεφεύγει από το ασφυκτικό πλαίσιο της όποιας αντικειμενικότητας. Αυτό που πρέπει να κάνω, λέει,  είναι να πατήσω το γκάζι και να αφήσω το τιμόνι από τα χέρια μου. Αν τρακάρω, ίσως να καταλήξω κάπου που θα υπάρχει ενδιαφέρον, αλλά αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω εξαρχής. Έτσι, ο Κέρετ καταφέρνει να θίξει με τρόπο έμμεσο και καυστικό θέματα όπως ο έρωτας, οι ανθρώπινες σχέσεις, η φιλία, οι οικογενειακοί δεσμοί, η θρησκεία, η τρομοκρατία, η παιδικότητα, το (καίριο για τους Ισραηλινούς) ζήτημα της ταυτότητας. ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2012  είναι μια επιλογή από τα καλύτερα διηγήματά του. Σ’ αυτό, μεταξύ άλλων παρακολουθούμε  την κάθοδο των ολύμπιων θεών στη γη με σκοπό να εργαστούν, έναν άνδρα ο οποίος έχει την ικανότητα να ακινητοποιεί τους ανθρώπους γύρω του απλώς φωνάζοντας «Ακίνητοι», μια γυναίκα η οποία μαθαίνοντας ότι κάποιος ανακάλυψε ένα φάρμακο κατά της μοναξιάς αποφασίζει να παρατήσει τον σύντροφό της προτού αυτός την απατήσει, έναν άνθρωπο ο οποίος σπρώχνει από μια ταράτσα στο κενό τον φύλακα-άγγελό του, για να μείνει έκπληκτος στη συνέχεια βλέποντάς τον να συνθλίβεται στο έδαφος αντί να πετά… [με ΚΛΙΚ στην εικόνα τρεις από τις Ιστορίες του Βιβλίου «ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ»:  Τίποτα (για εκείνη που αγαπούσε έναν άνδρα φτιαγμένο από τίποτα), Χαρούμενα Χρώματα (για τον Νταν που πάντα μα πάντα ζωγράφιζε τους κρυμμένους και τους χαμένους με χαρούμενα χρώματα) και Θρεπτική Αξία του Ονείρου (για κάποιον που ξυπνάει τρομαγμένος μέσα στη νύχτα και βρίσκει το φίλο του να τρώει το όνειρο στο οποίο είχε ονειρευτεί την αγαπημένη του!..- ART by Helena Georgiou




ΤΙΠΟΤΑ (αγαπούσε ένα άνδρα φτιαγμένο από τίποτα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο άνδρα, φτιαγμένο από ύλη)
Κι εκείνη αγαπούσε έναν άνδρα φτιαγμένο από τίποτα. Μερικές ώρες χωρίς αυτόν και ήδη της έλειπε, καθόταν στο γραφείο περικυκλωμένη από πολυαιθυλένιο και μπετόν και τον σκεφτόταν. Κάθε φορά που έβραζε νερό για να φτιάξει καφέ στο γραφείο της στο ισόγειο, άφηνε τους ατμούς να ξεπλύνουν το πρόσωπό της, ενώ φανταζόταν πως είναι εκείνος που χαϊδεύει τα μάγουλά της, έκλεινε τα μάτια, περίμενε να περάσει ημέρα, για να μπορέσει ξανά ν’ ανέβει τα σκαλιά του σπιτιού της, να γυρίσει το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας, να τον βρει να την περιμένει ήσυχος και γυμνός μέσα στα σεντόνια του άδειου κρεβατιού της.
Δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο που μπορούσε να την κάνει πιο ευτυχισμένη από το να κάνει έρωτα μαζί του όλη τη νύχτα, να γεύεται ξανά τα ανύπαρχτα χείλη του, να αισθάνεται το ανεξέλεγκτο τρέμουλο που τον διαπερνούσε, το κενό που απλωνόταν στο κορμί της. Δεν ήταν ο πρώτος της άνδρας, υπήρξαν πολλοί πριν απ’ αυτόν, που ίδρωσαν και βόγκηξαν στο κρεβάτι της, να την πονάνε με τα αγκαλιάσματά τους, με τη σαρκώδη τους γλώσσα στο στόμα της στο λαιμό της, σχεδόν να την πνίγουν. Διάφοροι άνδρες, από διάφορα υλικά: από σάρκα και αίμα, από φοβίες, από τις πιστωτικές κάρτες του μπαμπά, από απιστία, από πόθο για κάποια άλλη… Αυτά όμως ήταν τότε, τώρα έχει αυτόν. Μερικές φορές, αφού έκαναν έρωτα, έβγαιναν να περπατήσουν στους υγρούς νυχτερινούς δρόμους. Αγκαλιασμένοι, ένα πανωφόρι και για τους δυο τους, αδιάφοροι για τους ανέμους και τη βροχή, λες και το άγγιγμά τους τους δυνάμωνε. Εκείνος αγνοούσε τα σχόλια τριγύρω τους κι εκείνη έκανε πως δεν ακούει. Κι όλα τα κουτσουμπουλιά και οι κακίες δεν άγγιζαν το δικό τους κόσμο, όπως αυτές οι σταγόνες υγρασίας.
Εκείνη ήξερε πως οι γονείς της δεν ήταν ευχαριστημένοι με τον αγαπημένο της, παρόλο που το έκρυβαν. Κάποτε μάλιστα άκουσε τον πατέρα της να παρηγορεί κρυφά τη μητέρα της: «Καλύτερα απ’ το να έβγαινε με κανέναν Άραβα ή ναρκομανή». Θα ήταν σίγουρα χαρούμενοι αν, αντί γι’ αυτόν, έβγαινε με έναν ικανό γιατρό ή μ’ έναν νεαρό δικηγόρο. Οι γονείς θέλουν να νιώθουν υπερήφανοι για την κόρη τους και κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να συμβεί μ’ ένα άνδρα φτιαγμένο από τίποτα. Ακόμα κι αν αυτός ο άνδρας έχει κάνει την κόρη τους ευτυχισμένη, έχει δώσει νόημα στη ζωή της περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε οποιοσδήποτε άνδρας φτιαγμένος από ύλη.
Μπορούσαν να περάσουν μαζί ώρες, αγκαλιασμένοι, χωρίς να λένε λέξη, να είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι γυμνοί, χωρίς να ερωτοτροπούν ή ν’ αλλάζουν θέση. Κι όταν το ρολόι την πίεζε να σηκωθεί, ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί από τον πρωινό καφέ, από το πλύσιμο του προσώπου, για να κερδίσει μερικές στιγμές ακόμα μαζί του. Κι όσο ώρα κατέβαινε τη σκάλα, περίμενε το λεωφορείο, ήταν στο χώρο εργασίας της, περίμενε τη στιγμή που θα ξαναγύριζε κοντά του, θα γυρνούσε το κλειδί στην πόρτα κι εκείνος θα ήταν εκεί. Καμία αμφιβολία ή υποψία δεν φώλιαζε μέσα της. Ήταν σίγουρη για την αγάπη τους. Αυτή, που είχε πονέσει ήδη από πολλές απογοητεύσεις, ήξερε πως αυτή η αγάπη δεν θα την προδώσει ποτέ. Τι θα μπορούσε άλλωστε να την απογοητεύσει ξεκλειδώνοντας την πόρτα; Το άδειο διαμέρισμα; Η στείρα βουβαμάρα; Το τίποτα μέσα στα σεντόνια του ανάκατου κρεβατιού;

ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΧΡΩΜΑΤΑ
Ο Ντάνι ήταν έξι χρονών όταν ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την Παιδική Ζωγραφιά της Εβδομάδας. Τα παιδιά καλούνταν να βοηθήσουν το θείο Ιτσχάκ να βρει την πίπα του που είχε χάσει και να τη βάψουν με χαρούμενα χρώματα. Βρήκε την πίπα, τη χρωμάτισε με χαρούμενα χρώματα και μάλιστα κέρδισε το βραβείο που κληρώθηκε ανάμεσα σε όσους είχαν βρει τη σωστή λύση: την Εγκυκλοπαίδεια Τοπία της Πατρίδας μας. Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Ο Ντάνι βοήθησε τον Γιοάβ να βρει το σκύλο του, τον Ήρωα, τη Γιαέλ και την Μπιλά να βρουν τη μικρή τους αδελφή, τον Αβνέρ τον αστυνομικό να βρει το περίστροφό του που είχε εξαφανιστεί, τον Αμίρ και τον Άμι, που έκαναν την ετήσια εκπαίδευση στο στρατό, να βρουν το τζιπ περιπολίας, και πάντοτε φρόντιζε να ζωγραφίζει με χαρούμενα χρώματα.
Βοήθησε τον Γιαϊρ τον κυνηγό να βρει την αλεπού που κρυβόταν, τους Ρωμαίους στρατιώτες να βρουν τον Ιησού, τον Τσαρλς Μάνσον να βρει τη Σάρον Τέιτ, που είχε κρυφτεί στην κρεβατοκάμαρα, τον Σούκι και τον Ζιβ από τις Ειδικές Δυνάμεις της Αστυνομίας να ξετρυπώσουν τον Χέρτσελ Αβιτάν, κι όλα αυτά χωρίς να ξεχάσει να χρωματίσει τον καθένα απ’ αυτούς με χαρούμενα χρώματα.
Ήξερε πως πίσω από την πλάτη του τον έλεγαν «χαφιέ», αλλά δεν τον ένοιαζε. Συνέχισε να βοηθάει. Βοήθησε τον Τζορτζ να βρει τον κρυμμένο Νοριέγκα, τους ναζί στρατιώτες ν’ ανακαλύψουν την Άννα Φρανκ, τον ρουμάνικο λαό να ξετρυπώσει τον φυγάδα Τσαουσέσκου, και πάντα μα πάντα ζωγράφιζε τους κρυμμένους με χαρούμενα χρώματα.
Οι τρομοκράτες και οι μαχητές της ελευθερίας ανά τον κόσμο άρχισαν να σκέφτονται πως δεν υπήρχε λόγος να κρύβονται. Μερικοί από αυτούς, από τη μεγάλη τους απελπισία βάφτηκαν από μόνοι τους με χαρούμενα χρώματα. Έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι άνθρωποι έπαψαν να πιστεύουν πως μπορούσαν να παλέψουν ενάντια στην καθορισμένη μοίρα τους και η Γη μετατράπηκε σ’ έναν τόπο καταθλιπτικό. Ακόμα και ο ίδιος ο Ντάνι δεν ήταν και τόσο ευτυχής. Η διαδικασία της έρευνας και του βαψίματος δεν τον ενδιέφερε πλέον, συνέχιζε μόνο χάρη στη δύναμη της συνήθειας. Εκτός από αυτά, δεν είχε μέρος ν’ αποθηκεύσει τα επτακόσια είκοσι οχτώ αντίτυπα της εγκυκλοπαίδειας Τοπία της Πατρίδας μας. Μονάχα τα χρώματα παρέμειναν χαρούμενα.

Η ΘΡΕΠΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ:
Ξύπνησα μέσα στη νύχτα και βρήκα τρομαγμένος τον Έγκστερναχ να τρώει το όνειρο στο οποίο σε είχα ονειρευτεί. Πήδηξα απ’ το κρεβάτι μου οργισμένος και του έκοψα τη μύτη μ’ όλη μου τη δύναμη. Ο Έγκστερναχ παράτησε τα υπολείμματα του ονείρου, εγώ όμως δεν υποχώρησα και συνέχισα να τον βαράω. Ακόμα κι όταν σύρθηκε κάτω από το κρεβάτι και έχασε την αισθητή μορφή του, δεν σταμάτησα να χτυπώ τη ρευστή πλέον σιλουέτα. Στο τέλος σταμάτησα. Εξαντλημένος και ιδρωμένος μάζεψα τα υπολείμματα του ονείρου. Δεν είχε αφήσει και πολλά, μόνο το μαύρο αθλητικό παντελόνι που φορούσες, το άτολμο χαμόγελό σου και μια κάποια επαφή μεταξύ μας, δεν ξέρω ποια – ίσως μια αγκαλιά.  Ο Έγκστερναχ είχε φάει τα πάντα γύρω-γύρω και είχε αφήσει μονάχα αυτή, απογυμνωμένη. Απέμεινα ξαπλωμένος στο πάτωμα φορώντας μόνο το εσώρουχό μου, κάθιδρος, απελπισμένος και σιωπηλός. Ώρες υπομονετικού ύπνου, περιμένοντας να έρθει το όνειρο. Και τώρα –τίποτα, χειρότερα κι από τίποτα, μία και μόνο υποψία γεύσης, που πέφτει στο στόμα μου από μία ανύπαρκτη γρανίτα. Κάτω απ’ το κρεβάτι ακούγεται ένα τρομερό κλάμα. Ήταν ο Εγκεστερναχ. Αρχικά νόμισα ότι ήταν κλάμα πόνου –είχα άλλωστε καταφέρει φοβερά χτυπήματα στη σιλουέτα, δεν υπήρχε όμως ούτε ίχνος πόνου στο δυνατό λυγμό. Δοκίμασα τα δάκρυα του Έγκστερναχ που κυλούσαν στο πάτωμα του δωματίου και η γεύση τους μου φάνηκε γλυκιά – ο Έγκστερναχ έκλαιγε από ευτυχία και τα δάκρυά του μου περιέγραφαν την υπέροχη γεύση του ονείρου, που είχε επιφέρει ρίγη σε κάθε κομμάτι του ανύπαρκτου κορμιού του. Ο λυγμός του μου αποκάλυψε όλες εκείνες τις μακριές νύχτες που περίμενε κάτω απ’ το κρεβάτι μου, τρεφόμενος απ’ τα κομμάτια των ονείρων μου. Όνειρα πληκτικά και απαθή, που προκαλούσαν αηδία, τα οποία μασούσε αργά, δίχως δυνατότητα επιλογής, όνειρα πόνου, εγκατάλειψης και φόβου, τα οποία προσπαθούσε να αφανίσει εντελώς για να ελευθερώσει τον ύπνο μου, και τα οποία τόσο συχνά παρέμεναν σφηνωμένα στο λαιμό του κάνοντάς τον να υποφέρει. Κάθε νύχτα ο Έγκστερναχ κατάπινε επί ώρες απάθεια και πόνο, αφήνοντας τον ύπνο μου ήρεμο και σκοτεινό, κι απόψε επιτέλους ανταμείφθηκε, χόρτασε την άγρια πείνα του και για λίγο ήρθε σ’ επαφή με μια εναλλαγή στο κενό. Το σώμα του γνώρισε κάτι πέρα απ’ το τίποτα. Η ανατολή είχε σχεδόν φτάσει και η σκιώδης παλάμη του συντρόφου μου γλίστρησε έξω απ’ το κρεβάτι, δείχνοντας το κέντρο του δωματίου, τα κομμάτια του ονείρου που μου είχαν απομείνει: τη φόρμα, το χαμόγελο, τη μεθυστική επαφή που δεν γνώριζα τη φύση της, τα χλομά δάχτυλά της που έμοιαζαν να λένε: «Να, φίλε μου, άφησα κάτι καλό και για σένα» [από το βιβλίο με μικρά διηγήματα του Έτγκαρ Κέρετ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2012]

Μπορούσαν να περάσουν μαζί ώρες, αγκαλιασμένοι, χωρίς να λένε λέξη, να είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι γυμνοί, χωρίς να ερωτοτροπούν ή ν’ αλλάζουν θέση. Κι όταν το ρολόι την πίεζε να σηκωθεί, ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί από τον πρωινό καφέ, από το πλύσιμο του προσώπου, για να κερδίσει μερικές στιγμές ακόμα μαζί του. Κι όσο ώρα κατέβαινε τη σκάλα, περίμενε το λεωφορείο, ήταν στο χώρο εργασίας της, περίμενε τη στιγμή που θα ξαναγύριζε κοντά του, θα γυρνούσε το κλειδί στην πόρτα κι εκείνος θα ήταν εκεί. Καμία αμφιβολία ή υποψία δεν φώλιαζε μέσα της. Ήταν σίγουρη για την αγάπη τους. Αυτή, που είχε πονέσει ήδη από πολλές απογοητεύσεις, ήξερε πως αυτή η αγάπη δεν θα την προδώσει ποτέ. Τι θα μπορούσε άλλωστε να την απογοητεύσει ξεκλειδώνοντας την πόρτα; Το άδειο διαμέρισμα; Η στείρα βουβαμάρα; Το τίποτα μέσα στα σεντόνια του ανάκατου κρεβατιού; - από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου


ΔΩΡΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ και η ΠΟΛΥΤΡΟΠΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΜΙΑΣ ΕΙΔΗΣΗΣ (με προφανείς επικοινωνιακούς στόχους):

$
0
0
Η επανάσταση που έφερε ο Χέμινγουεϊ στη γραφή ήταν ότι απάλλαξε το πεζό λόγο από τα επίθετα και κάθε είδους καλλωπιστικό στοιχείο. Σε αντίθεση με τους βαβυλωνιακούς ναούς που έστηνε ο Τζόις, κάθε φράση του Έρνεστ ήταν δωρική. Αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό –ιδίως αν δεν έχεις τη μεγαλοφυΐα του Χέμινγουεϊ- ούτε αρέσει σε όλους. Για παράδειγμα: δεν προσπαθούσε να παρασύρει συναισθηματικά τους αναγνώστες του γράφοντας για την «αποπνικτική θλίψη που ένιωσα όταν είδα την Ντόρις, όμορφη όσο ποτέ, αν και τόσο κοντά στο θάνατο, να φεύγει, και μια μαύρη τούφα που δραπέτευε από το μαντήλι της μου θύμισε όλα αυτά που δεν προλάβαμε να ζήσουμε και όλα εκείνα που είχαμε ζήσει».Ο Χέμινγουεϊ έγραφε: «Η Ντόρις έφυγε. Λίγες μέρες μετά σκοτώθηκε». Έτσι άφηνε τον αναγνώστη να νιώσει όπως εκείνος ήθελε. Αν ο Χέμινγουεϊ ζούσε σήμερα και ερχόταν στην Ελλάδα ως πολεμικός ανταποκριτής –π.χ. ανήμερα της επετείου για το Πολυτεχνείο - θα έγραφε για την πραγματικότητα που θα συναντούσε:  «Η βία γεννάει τη βία»Έτσι απλά, απέριττα και δωρικά… Η βία γεννάει τη βία -χωρίς επίθετα και προσδιορισμούς, χωρίς συναισθηματικές παραχωρήσεις, ρομποτικά. Για να καταλάβετε όμως πόσο σημαντική είναι η έλλειψη επιθέτων θα κάνουμε το ακόλουθο λογοτεχνικό- ψυχολογικό πείραμα για τις χιλιάδες αποχρώσεις με τις οποίες μπορεί να μεταδοθεί μια είδηση της οποίας ο τίτλος θα μπορούσε να είναι Η ΒΙΑ ΓΕΝΝΑΕΙ ΤΗ ΒΙΑ (και οι στόχοι των παραλλαγών προφανείς – ARTbyOLBINSKI Rafal)



Λογοτεχνικό-ψυχολογικό πείραμα για την ποικιλομορφία μετάδοσης των ειδήσεων (και τους προφανείς επικοινωνιακούς στόχους):
Στη φράση:
«Η ..................(1) βία γεννάει τη ..................(2) βία»
μπορείτε να προσθέσετε κατά το δοκούν επίθετα από την ακόλουθη λίστα:
(ωμή, κρατική, παρακρατική, διακρατική, οικονομική, κοινωνικοοικονομική, πολιτικοοικονομική, ένοπλη, έννομη, έκνομη, ένδικη, άδικη, τρομοκρατική, αντιτρομοκρατική, αστυνομική, ρατσιστική, επαναστατική, αντεπαναστατική, αναμενόμενη, τυφλή, κανονική, αντικανονική, αντικοινωνική, συνταγματική, αντισυνταγματική, ταξική, αταξική, οικοκυρική, παθητική, δημοκοπική, δολοφονική, ξαφνική, στρατιωτική, ιμπεριαλιστική, απελευθερωτική, σεξιστική, φαλλοκρατική, ψυχολογική, τηλεοπτική, υιική, γονική, παιδική, εφηβική, σχολική, επαγωγική, παραγωγική, ατομική, ομαδική, μπολσεβικική, μενσεβικική, σταλινική, μαοϊκή, ναζιστική, μακιαβελική, γκεμπελική, μεταβατική, τελική, ολική, βολική, ποδοσφαιρική, τραμπουκική, διπολική, πολεμική, βρόμικη, παλινδρομική, πριτοναφική, θεσμική, πολιτισμική, ηθική, εθνική, μασονική, νατοϊκή, γκανγκστερική, εωσφορική, ληστρική, πραγματική, πειραματική, παραδειγματική, υποδειγματική, δογματική, πραξικοπηματική, κομματική, διακομματική, μικροκομματική, εξωκομματική, πολιτική, απολιτική, παραπολιτική, γεωπολιτική, αποτελεσματική, αναποτελεσματική, οχλοκρατική, πλουτοκρατική, φυλετική, κυβερνητική, βαρυποινίτικη, εκατοχρονίτικη, λογοκριτική, εκλεκτική, διαλεκτική, αποτρεπτική κλπ κλπ)

Ανάλογα με τις πεποιθήσεις σας μπορείτε να διαλέξετε το «επίθετο που σας ταιριάζει» και η φράση αλλάζει ολοσχερώς νόημα.
Μπορεί να την ακούσετε από το στόμα τηλεδημοσιογράφου, να τη διαβάσετε στην προκήρυξη οργάνωσης (επαναστατικής ή τρομοκρατικής, τo επίθετo πάλι κατά το δοκούν), να την πει ο πρωθυπουργός στη δημόσια ομιλία του, να την ξεφωνίσει ο αναρχικός.
Εξαρτάται πάντα από το επίθετο που θα τοποθετήσουμε μπροστά από τη βία (1 ή 2).
Αν όμως ακολουθήσουμε τη μέθοδο του Χέμινγουεϊ, και αφαιρέσουμε τα επίθετα, τότε η φράση σκάει στα μούτρα όλων, δικαίων και αδίκων, δυνατών και αδύναμων, με τη δυναμική μιας σφαίρας που δεν ρωτάει: «Εσύ είσαι με τους καλούς ή με τους κακούς;»

Η ίδια φράση, «η βία γεννάει τη βία», αλλάζει νόημα αν χρησιμοποιήσουμε την –ας την πούμε- «μέθοδο Στανισλάβσκι».
Αυτό θα το καταλαβαίνατε καλύτερα αν το βλέπατε επί σκηνής, ειδικά από μια ομάδα σωματικού θεάτρου όπως η “fractals”, αλλά θα κάνω μια απόπειρα να το αποδώσω γραπτά.
Ο ηθοποιός μπορεί να πει με χίλιους-δύο τρόπους την ίδια φράση, χωρίς καν τη χρήση επιθέτων -και αυτό είναι το προτέρημα του θεάτρου σε σχέση με τη γραφή.
Μπορεί να χρησιμοποιήσει την παύση:
«Η βία... γεννάει τη βία» Ή «Η βία γεννάει... τη βία»
Μπορεί να χρησιμοποιήσει την ένταση της φωνής.

Αν πει, ψιθυριστά (πείτε το, ψιθυριστά): «Η βία γεννάει τη βία», τότε θα σας μεταδώσει το συναίσθημα του φόβου.
Αν πει, με στεντόρεια φωνή και τις κατάλληλες χειρονομίες (κάντε το): «Η βία γεννάει τη βία», τότε θα νομίσετε ότι ακούτε κάποιον πολιτικό.

Αν ουρλιάξει (κάντε το, εκτός κι αν κοιμάται το μωρό στο διπλανό δωμάτιο): «Η βία γεννάει τη βία», τότε θα ανατριχιάσετε γιατί θα νιώσετε σαν να ακούτε το επαναστατικό είδωλο της εφηβείας σας (Καραϊσκάκη, Γκεβάρα, Χίτλερ, Μπακούνιν, Λεωνίδα, Γκόλντμαν, Πάμπλο, Στάλιν, Μόρισον, Μητσοτάκης, Τσίπρας -εδώ διαλέγετε ΠΡΟΣΩΠΑ κατά το δοκούν).
Ο ηθοποιός μπορεί να μεταδώσει διαφορετικό νόημα τονίζοντας μία λέξη:
«Η βία γεννάει τη ΒΙΑ.» ή «Η βία ΓΕΝΝΑΕΙ τη βία.» ή «Η ΒΙΑ γεννάει τη βία.»

Ο ηθοποιός μπορεί να δώσει διαφορετικό νόημα στη φράση χρησιμοποιώντας το δικό του συναίσθημα:
Κλαίγοντας: «Η βία γεννάει τη βία».
Γελώντας: «Η βία γεννάει τη βία»
Με θυμό: «Η βία γεννάει τη βία»
Με φόβο (όπως και ψιθυρίζοντας): «Η βία γεννάει τη βία»
Με απάθεια: «Η βία γεννάει τη βία»
Με έκπληξη (αυτό που οι δημοσιογράφοι αποκαλούν «σοκ και δέος»): «Η βία γεννάει τη βία».

Η φράση αποκτάει διαφορετικό νόημα ακόμα και από ένα εύρημα του σκηνοθέτη ή του ηθοποιού.
Αν ο ηθοποιός έχει ένα τικ όσο λέει: «Η βία γεννάει τη βία.»
Αν ο ηθοποιός ξύνει τα γεννητικά του όργανα όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία.»
Αν ο ηθοποιός κοιτάει το κοινό στα μάτια, κοιτάει αλλού ή έχει τα μάτια κλειστά (αυτό ειδικά, το να έχει τα μάτια κλειστά, λέει περισσότερα από την ίδια τη φράση) όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία.»

Ο σκηνοθέτης μπορεί να διαφοροποιήσει εντελώς το σημαίνον από το σημαινόμενο, κατά το δοκούν.
Ο ηθοποιός να είναι στραμμένος προς το κοινό όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία».
Ο ηθοποιός να έχει γυρισμένη την πλάτη στο κοινό ή να είναι κουλουριασμένος στην εμβρυακή στάση όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία».
Ο ηθοποιός να είναι αλυσοδεμένος όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία»
Ο ηθοποιός να κάθεται στο βασιλικό του θρόνο όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία»
Ο ηθοποιός να κάθεται στην τουαλέτα, με κατεβασμένα τα παντελόνια, όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία». (Γεια σου, δάσκαλε Μπέκετ, μέντορα όλων των γελωτοποιών…)

Και, φυσικά, ο φωτισμός, η μουσική, οι υπόλοιποι υποκριτές, τα σκηνικά, το κινητό του μπροστινού που χτυπάει όταν ακούγεται η φράση: «Η βία γεννάει τη βία»
Αλλά, πάνω από όλα, αν δεν το έχετε καταλάβει ακόμα, είναι πως θέλει το κοινό να ερμηνεύσει τη φράση που ακούει: «Η βία γεννάει τη βία.»
Λάθος! Όχι «το κοινό», αλλά ο καθένας, ο κάθε ένας, που ακούει, διαβάζει, βλέπει αυτή τη φράση –με και χωρίς επίθετα: «Η βία γεννάει τη βία»
Και δε θυμάμαι αν σας το είπα ήδη, γι’ αυτό θα σας το πω, χωρίς επίθετα και προσδιορισμούς, χωρίς σκηνικά και ευρήματα, και σας αφήνω να το ερμηνεύσετε κατά το δοκούν:
«Η ΒΙΑ ΓΕΝΝΑΕΙ ΤΗ ΒΙΑ»

[ΠΗΓΗ: ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ, παλιότερο  άρθρο που μικρές αλλαγές προσαρμόστηκε στην τρέχουσα επικαιρότητα – η εικόνα που συνοδεύει το άρθρο υπογράφεται από OLBINSKI Rafal]
Viewing all 535 articles
Browse latest View live