Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all 535 articles
Browse latest View live

Ο ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣ ΜΥΘΟΣ ή Ο ΑΚΕΦΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (αυτά τα πράγματα συμβαίνουν παρά τη θέλησή μας)

$
0
0
Ένα πρωί, ο κύριος Ταλμούδης - Δαβίδ Ιωακείμογλου Ταλμούδης – ξύπνησε χωρίς κεφάλι. Έσπασε το κεφάλι του να θυμηθεί που είχε αφήσει το κεφάλι του. Στάθηκε αδύνατον. «Θα με αποκεφαλίσανε ενόσω κοιμόμουνα» είπε μέσα του – και σηκώθηκε να πλύνει τα μούτρα του και τα δόντια του. Είχε ξεχάσει πως δεν είχε, ούτε δόντια ούτε πρόσωπο. «Να πάρει η οργή, σκέφτηκε, άτιμο πράμα η συνήθεια». Στη σκάλα επάνω συνάντησε την καμαριέρα, που μόλις τον είδε λιποθύμησε πριν βγάλει άχνα. «Αυτό παραπάει» σκέφτηκε ο Ταλμούδης, «πρέπει κάτι να κάνω» Μα δεν ήξερα τι να κάνει. Στο τέλος σκέφτηκε πως το καλύτερο θάτανε να πάει στο γιατρό, να ζητήσει τη συμβουλή του. Βγήκε, λοιπόν, να πάρει το λεωφορείο να πάει στο γιατρό. Στο λεωφορείο κανένας δεν τόλμησε να πει τίποτα, γιατί όλα νομίσανε ότι είχαν τρελαθεί. Άμα ζήτησε εισιτήριο από τον εισπράκτορα, εκείνος του το έδωσε χωρίς να πάρει λεφτά – από την πολλή ταραχή… Μια γυναίκα που πήγαινε ν’ ανέβει στο λεωφορείο μόλις τον είδε να κατεβαίνει πάτησε μια στριγκλιά κι έπεσε ανάσκελα. Ήταν μια γεροντοκόρη, που όλη της ζωή όνειρό της ήταν ν’ αποκεφαλίσει έναν άνδρα. Η συγκίνησή της ήταν τόσο μεγάλη που αναγκάστηκαν να της κάνουν αέρα για μιαν ολόκληρη ώρα, ώσπου να συνέλθει…[ΕΡΓΑ και ΗΜΕΡΑΙ, το πρώτο κεφάλαιο από την ιστορία για τον ΑΚΕΦΑΛΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη Ο ΟΜΙΛΩΝ ΠΙΘΗΚΟΣ ή ΠΑΡΑΜΥΘΟΛΟΓΙΑ. Στο δεύτερο κεφάλαιο μια νόστιμη νοσοκόμα τον προτρέπει να πάει στο γραφείο απολεσθέντων αντικειμένων, αφού, φως φανάρι κάποια γυναικοδουλειά ήταν στη μέση που τον έκανε να χάσει το κεφάλι του!.. Και πριν προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα του, άλλωστε δεν είχε πια στόμα, του το ’κλεισε μ’ ένα φιλί, στο τρίτο κεφάλαιο, όπου μαθαίνουμε ότι ο κ. Ταλμούδης σιχαινόταν τα υπονοούμενα. Του άρεσε το ένα κι ένα κάνουν δύο, γι’ αυτό πριν χάσει το κεφάλι του δεν έκανε παρέα με ύποπτα αντικείμενα. Δραματικό απρόοπτο στο τέταρτο κεφάλαιο: η κυρία Μαργαρίτα Ιωακείμογλου-Ταλμούδη γυρίζοντας στο σπίτι της από μια επίσκεψη και διαπιστώνοντας την απουσία του άνδρα της λέει από μέσα της «κάτι κακό θα συμβαίνει, γιατί δεν βγαίνει ποτέ το πρωί. Ασφαλώς θα ’χει χάσει πάλι το κεφάλι του!.. Φυσικά ψάχνοντας λιγάκι βρίσκει το κεφάλι του κάτω απ’ το κρεβάτι, το χώνει σ’ ένα ψυγείο για να μην χαλάσει έως ότου γυρίσει ο άνδρας της!.. Όλως παραδόξως όλες οι εφημερίδες δεν έλεγαν απολύτως τίποτε. Και μόνο το «Τζάκι», η σκανδαλοθηρική εφημερίδα της πόλης έγραφε: «Φαίνεται ότι κυκλοφορεί πάλι η φήμη ότι ο Ακέφαλος άνθρωπος εμφανίστηκε για δεύτερη φορά εφέτος στην πόλη μας. Αυτοί που διαδίδουν αυτές τις ανοησίες θα ’χουν ασφαλώς χάσει οι ίδιοι τα κεφάλια τους και δεν το είχαν αντιληφθεί. Η κουταμάρα κόβει καθημερινά περισσότερα κεφάλια και η ευπιστία θερίζει τον όχλο με το δρεπάνι του θεριστή. Το επαναλαμβάνουμε μια για πάντα. Ο ακέφαλος άνθρωπος δεν υπάρχει, ούτε υπήρξε, ούτε θα υπάρξει…». Μεσολαβεί στο έκτο κεφάλαιο η εφήμερη περιπέτεια με τη νόστιμη νοσοκόμα, αλλά τι κάνανε στη γκαρσονιέρα του θα μείνει μυστήριο!.. Έξοδος κι αναγνώριση στο έβδομο κεφάλαιο της ιστορίας όπου ο κ. Ταλμούδης, σαν βρεμένο σκυλί, έβαλε το κεφάλι στη θέση του, ξέροντας ότι θα περιμένει πολύ καιρό ώσπου να το ξαναχάσει. Αφού ποτέ κανείς δεν έχασε θεληματικά το κεφάλι του!..  ΚΛΙΚ στην εικόνα για όλες τις γαργαλιστικές  λεπτομέρειες του Καθημερινού Μύθου του Ακέφαλου Ανθρώπου – ARTbyTommy Inbreg and Kirkaratic]



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ:  Ασφαλώς κάποια γυναικοδουλειά ήταν στη μέση
Εν τω μεταξύ ο κύριος Ταλμούδης, έφτασε στο σπίτι του γιατρού. «Ο γιατρός δεν δέχεται σήμερα», του λέει η νοσοκόμα, και διόλου δεν σάστισε. Ήτανε, βλέπετε, συνηθισμένη από κάτι τέτοια. «Γαμώτο», είπε μέσα του ο κύριος Ταλμούδης, «και τώρα τι θα κάνω;». «Να πάτε μάλλον στο γραφείο απολεσθέντων αντικειμένων, να δηλώσετε πως χάσατε το κεφάλι σας, αν ήρθατε γι’ αυτό ο γιατρός δεν μπορεί να σας κάνει τίποτα. Ασφαλώς κάποια γυναικοδουλειά είναι στη μέση», πρόσθεσε η νοσοκόμα «και σας έκανε να χάσετε το κεφάλι σας». Κατεβαίνοντας τη σκάλα, ο κύριος Ταλμούδης σκέφτηκε, πως η νοσοκόμα ήταν πολύ αυθάδης και αναιδής, ν’ ανακατεύεται στην προσωπική του ζωή, και ξανανέβηκε να της υπενθυμίσει να κοιτάζει άλλη φορά τη δουλειά της. Η νοσοκόμα όμως που ήταν νόστιμη και νέα, πριν προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα του, άλλωστε δεν είχε πια στόμα, του το ’κλεισε μ’ ένα φιλί και είπε πως θα τον βοηθούσε η ίδια «να ξαναβρεί το κεφάλι του» και του έδωσε ραντεβού για το ίδιο βράδυ στις οκτώ, να βγούνε μαζί να ψάξουνε, κι έτσι ο κύριος Ταλμούδης έφυγε ικανοποιημένος απ’ την επίσκεψή  του στο γιατρό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Ένα και ένα κάνουν δύο
Ο κύριος Ταλμούδης σιχαινόταν τα υπονοούμενα. Του άρεσε το ένα κι ένα κάνουν δύο. Γι’ αυτό πριν χάσει το κεφάλι του, δεν έκανε παρέα με ύποπτα υποκείμενα που περνάνε ολόκληρη τη μέρα τους στα καφενεία. Αγόρασε μάλιστα και μια εφημερίδα και προσπάθησε να διαβάσει. Αλλά όμως πώς να διαβάσει αφού δεν είχε πια μάτια. Του κάκου προσπαθούσε να στερεώσει τα γυαλιά του στην ανύπαρχτη μύτη του και πάνω στ’ αυτιά του. Αναγκάστηκε τέλος να τα βαστάει στο χέρι του, και γρήγορα άφησε την ανάγνωση για άλλο καιρό. Στο γκαρσόνι,  που νόμιζε ότι ονειρευότανε, κι έτριβε τα μάτια του, για να δει αν ήταν ξύπνιος ή κοιμισμένος, παράγγειλε ένα σάντουιτς με ζαμπόν. Όταν του το έφερε όμως, είδε πως δεν είχε και δόντια για να μασήσει κι αναγκάστηκε να το ρίξει μέσα στο λαιμό του όπως ήταν. Αυτό τον ενοχλούσε πολύ και για ώρα αισθανόταν το σάντουιτς στο στομάχι του. Ορκίστηκε να μην ξαναβάλει τίποτα στερεό στο στόμα του πριν βρει το κεφάλι του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Φυσικά, ψάχνοντας λιγάκι, βρήκε το κεφάλι του άνδρα της κάτω απ’ το κρεβάτι
Όταν η κυρία Μαργαρίτα το γένος Καστάλη, Ιωακείμογλου Ταλμούδη, γύρισε στο σπίτι από μια επίσκεψη σε μια εξαδέλφη της στην εξοχή, και όταν δεν βρήκε εκεί τον άνδρα της, τον Δαβίδ Ιωακείμογλου-Ταλμούδη, ανησύχησε. «Περίεργο», είπε μέσα της, «κάτι θα συμβαίνει, γιατί δεν βγαίνει ποτέ το πρωί. Ασφαλώς θα ’χει χάσει πάλι το κεφάλι του».
Η πολύπειρη συζυγική ζωή, είχε κάνει τη Μαργαρίτα Ταλμούδη να μαντεύει κάθε κίνηση του άνδρα της, που ο ίδιος αυτός ακόμη δεν την υποπτευότανε. Φυσικά, ψάχνοντας λιγάκι, βρήκε το κεφάλι του κάτω απ’ το κρεβάτι. Το έχωσε σ’ ένα πανέρι και το ’βαλε στο ψυγείο για να μη χαλάσει και περίμενε να γυρίσει ο άνδρας της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έχανε ο κεφάλι του κι έτσι η κυρία Ταλμούδη άρχισε να πλέκει κάλτσες για το γιο της που βρισκότανε στο στρατό, κείνο τον καιρό, κι έκανε τη στρατιωτική του θητεία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: Ο Ακέφαλος Άνθρωπος δεν υπάρχει κι όσοι διαδίδουν αυτές τις ανοησίες θα ’χουν προ πολλού χάσει οι ίδιοι τα κεφάλια τους
Ο κύριος Ταλμούδης ήταν πεπεισμένος πως ήταν μεγαλοφυΐα, όπως άλλος είναι μεγαλοβιομήχανος, ή μεγαλοεφοπλιστής. Ήταν βέβαιος ότι οι εφημερίδες σ’ ολόκληρο τον κόσμο το γράφανε και το λέγανε, κι ας μην το πίστευε κανένας, και δημοσιεύανε τη φωτογραφία του. Τώρα μάλιστα που είχε διαβαστεί πως ήταν ο μόνος Ακέφαλος άνθρωπος σ’ ολόκληρη τη γη, τα πράγματα θα πηγαίνανε πολύ καλά. περίμενε με ανυπομονησία την απογευματινή έκδοση της εφημερίδας μη τυχόν και μιλούσαν γι’ αυτόν. «Ο Βραδυνός Αστήρ» δεν έλεγε τίποτα – ούτε «ο Απογευματινός Άνθρωπος», ούτε το «Εσπερινό Φως». Μια μόνο ελπίδα του ’μενε. Το «Τζάκι», που δεν άφηνε να του ξεφύγει ένα τέτοιο «κάζο». Την άνοιξε με τρεμάμενα χέρια και διάβασε: «Φαίνεται ότι κυκλοφορεί πάλι η φήμη ότι ο Ακέφαλος άνθρωπος εμφανίστηκε για δεύτερη φορά εφέτος στην πόλη μας. Αυτοί που διαδίδουν αυτές τις ανοησίες θα ’χουν ασφαλώς χάσει οι ίδιοι τα κεφάλια τους και δεν το είχαν αντιληφθεί. Η κουταμάρα κόβει καθημερινά περισσότερα κεφάλια και η ευπιστία θερίζει τον όχλο με το δρεπάνι του θεριστή. Το επαναλαμβάνουμε μια για πάντα. Ο ακέφαλος άνθρωπος δεν υπάρχει, ούτε υπήρξε, ούτε θα υπάρξει ποτέ εκτός αν μερικοί εννοούν πίσω από αυτό το εύσχημο σχήμα φάντασμα τον Καζάν = (το) Τζάκι»
Υπάρχω! Ο Ακέφαλος Άνθρωπος
«Αν αμφιβάλλετε στείλτε αύριο έναν δημοσιογράφο σας, στο καφενείο το ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΟΣΧΗΜΑ. Θα είμαι εκεί και θα του δώσω συνέντευξη. Να είναι κι ο φωτογράφος παρακαλώ μαζί

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ: μια περιπέτεια με τη νόστιμη νοσοκόμα
Κατά τις οκτώ πέρασε η νοσοκόμα.
-Δεν το βρήκατε ακόμα, του λέει.
-Όχι, της λέει, σας περίμενα.
-Πού να ψάξουμε;
-Δεν ξέρω!..
-Τότε γιατί θέλατε να με συναντήσετε;
-Για να πάμε μαζί στο θέατρο!..
-Τι παίζει;
-Μπορούμε να δούμε το νέο έργο που παίζει το ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ: «Πήγε η γάτα στο χορό και δεν χόρεψε καλά και της κόψαν την ουρά»…
-Πολύ καλή ιδέα! Να πάμε…
-Μήπως θέλετε να φάμε πρώτα;
-Ας τσιμπήσουμε πρώτα κάτι!..
Φάγανε το καταπέτασμα, τι κοτόπουλα, τι ψάρια, τι αστακούς, τι χαβιάρια. Ο κύριος Ταλμούδης είχα αποφασίσει να το ρίξει έξω. Ήτανε δα και νηστικός απ’ το πρωί. Το θέατρο άμα πήγαν ήταν κλειστό.
-Τρίτη σήμερα, είπε φιλοσοφικά ο κ. Ταλμούδης, το είχα ξεχάσει.
-Πού πάμε τώρα, ρώτησε η νοσοκόμα…
-Στην γκαρσονιέρα μου να πιούμε κάτι, είπε ο κ. Ταλμούδης
-Ποτέ των ποτών, απάντησε η νοσοκόμα, κάνοντας δήθεν τη φρόνιμη –ενώ ήξερε πολύ καλά ότι θα καταλήγανε εκεί, από την αρχή.
-Καλά, είπε ο κ. Ταλμουδης, αδιάφορος, άλλη φορά.
-Όχι άλλη φορά ή τώρα ή ποτέ.
-Πώς να σας πείσω;
-Να με πείσετε, να με πάρετε δια της βίας.
-Μα, αφού δεν θέλετε…
-Έτσι κάνω, βρε κουτέ, πως δε θέλω, στο βάθος ψοφάω, αλλά δεν μπορώ να το δείξω. Ντρέπομαι, τι θα πείτε κατόπιν για μένα στους φίλους σας;
-Δεν έχω φίλους, είπε ο κ. Ταλμούδης. Έχω μια γυναίκα, μια κόρη κι ένα γιο.
Πήγανε, αλλά τι κάνανε θα μείνει μυστήριο. Το ταξί ζήτησε διπλή ταρίφα, γιατί ο πελάτης δεν είχε κεφάλι.
-Το νου σου μη χάσεις καμιά φορά το κεφάλι σου για καμιά μικρούλα όπως έχασα σήμερα το δικό μου, του λέει ο Ταλμούδης
-Δεν βαριέσαι αδελφάκι, τι είναι ένα κεφάλι. Εγώ τα πουλάω και τ’ αγοράζω αυτά.
-Πόσο, του λέει ο Ταλμούδης
-Τι πόσο;
-Πόσο τ’ αγοράζετε. Γιατί αν τ’ αγοράζετε να μου πείτε πού τα πουλάνε αυτά για να πάω ν’ αγοράσω.
-Έτσι το ’λεγα, του λέει ο σοφέρ –με πίστεψες; Δεν μπορεί να κάνει κανείς κι ένα χωρατό τούτο τον καιρό –και σε παρεξηγούνε. Τι παλιόκαιρος, αναστέναξε κι έφυγε αφού τσέπωσε τα διπλά λεφτά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: ποτέ κανείς δεν έχασε θεληματικά το κεφάλι του
Το βράδυ άμα γύρισε ο Ταλμούδης στο σπίτι του, η γυναίκα του τον κοίταξε καλά-καλά.
-Είσαι λίγο χλωμός, του λέει!.. Τι έκανες πάλι; Αταξίες;
-Όοοοχι κόμπιασε ο Ταλμούδης… Τίπππποτα (με τη γυναίκα του πάντα ψεύδιζε λιγάκι. Η κυρία Ταλμούδη κούνησε το δάχτυλό της.
-Πού πήγες κι έχασες το κεφάλι σου πάλι;
-Δεν ξέρω ππππού, είπε σαν παραπονιάρικο παιδί ο κύριος Ταλμούδης.
-Αν δεν ήμουν εγώ να στο βρίσκω, τι θα ’κανες; Και του σερβίρει το κεφάλι του στο καλάθι…
-Βάλτο γρήγορα πριν σε δει κανείς, του λέει.
Σαν βρεμένο σκυλί ο Ταλμούδης έβαλε το κεφάλι του στο σώμα του, όπως άλλοι βάζουν το καπέλο τους. Θεέ μου, σκέφτηκε, αύριο το «Τζάκι» θα θριαμβεύσει πάλι εις βάρος μου…
Γιατί μιας και το βρήκε το κεφάλι του έπρεπε να περιμένει πολύ καιρό ώσπου να το ξεναχάσει. Αφού ποτέ κανείς δεν έχασε θεληματικά το κεφάλι του.

Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν πάντοτε «παρά τη θέλησή μας»!..

Φρίντα Κάλο: «ΖΩΓΡΑΦΙΖΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΜΟΝΗ και ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ»

$
0
0
Όταν ο Λόρκα βρέθηκε δολοφονημένος κάποιος ρώτησε τους φασίστες του Φράνκο γιατί είχαν σκοτώσει τον ποιητή, αφού εκείνος δεν πολεμούσε. Και ο στρατηγός είχε απαντήσει: «Αυτός με τα ποιήματα του μας έκανε μεγαλύτερη ζημιά απ’ ό,τι άλλοι με τα όπλα τους» Ο επαναστατημένος άνθρωπος δεν είναι μόνο αυτός που βγαίνει στους δρόμους –ή στα βουνά- με ένα όπλο. Η επανάσταση είναι καταρχήν η αντίθεση στον κομφορμισμό. Είναι η άρνηση των κανόνων, του τρόπου ζωής που σου επιβάλλουν ή σε παροτρύνουν να ακολουθήσεις. Και μπορεί να γίνει ακόμα και με ένα πινέλο. Ας εμπνευστούμε, λοιπόν, από μια γυναίκα που δεν άφησε κανέναν κανόνα όρθιο,  τη Magdalena Carmen Frieda Kahlo Calderon: την πρώτη γυναίκα στην ιστορία της τέχνης που αντιμετώπισε με απόλυτη και ασυμβίβαστη εντιμότητα, ίσως και με εμπαθή σκληρότητα, όλα όσα αφορούν τη γυναίκα. Η Φρίντα έκανε κάτι που κανείς άλλος ζωγράφος, άντρας ή γυναίκα, δεν είχε κάνει ως τότε: Παρουσίασε το γυναικείο σώμα όχι χωρίς ρούχα, αλλά χωρίς δέρμα. Το γυναικείο σώμα όχι ως όχημα ηδονής για τους άντρες, αλλά ένα αυθύπαρκτο σώμα με φλέβες, αίμα και πόνο. Αποκαθήλωσε τη θηλυκότητα και παρουσίασε την σκληρή πραγματικότητα του θηλυκού γένους, του ανθρώπινου γένους [μια σύντομη περιήγηση στη ζωή και το έργο της με ΚΛΙΚ στο αυτοπορτρέτο της  - το κείμενο αναρτήθηκε στο Ιστολόγιο Sanejokerκαι το υπογράφει ο Γελωτοποιός]


Η Magdalena Carmen Frieda Kahlo Calderonγεννήθηκε στις 6 Ιουλίου 1907, αλλά εκείνη πάντα έλεγε ότι γεννήθηκε το 1910. Δεν το έκανε επειδή ήθελε να κρύβει την ηλικία της. Το 1910 ξεκίνησε η Μεξικανική επανάσταση, με αρχηγό τον Εμιλιάνο Ζαπάτα, και η Φρίντα ταυτίστηκε με την εθνεγερσία του Μεξικάνικου λαού. Ήθελε να λέει ότι γεννήθηκε όταν «γεννήθηκε» και το Μεξικό.
Από μικρή ήταν αντικομφορμίστρια. Κυκλοφορούσε με αντρικά ρούχα στις κομμουνιστικές συγκεντρώσεις, σοκάροντας όχι μόνο τους γονείς της, αλλά και τους συναγωνιστές της. Το 1922 ήταν μία από τις πρώτες τριάντα πέντε γυναίκες (σε σύνολο 2000 μαθητών) που ξεκίνησαν την προετοιμασία στην EscuelaNacionalPrepatoriaγια να κάνουν πανεπιστημιακές σπουδές. Μέχρι τότε οι γυναίκες δε γίνονταν δεκτές στα Μεξικάνικα πανεπιστήμια και η Φρίντα ήθελε να είναι μέρος αυτής της πρωτοπορίας. Σκόπευε να γίνει γιατρός, η πρώτη Μεξικάνα γιατρός. Ζωγράφιζε ήδη, αλλά δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό της να γίνει ζωγράφος.

Τρία χρόνια μετά όλα της τα σχέδια ανατράπηκαν. Γυρνώντας με το λεωφορείο από τη σχολή συνέβη ένα ατύχημα που λίγο έλειψε να της στερήσει τη ζωή –και ουσιαστικά της έδωσε τη ζωή που έζησε. Το λεωφορείο συγκρούστηκε με τραμ και υπήρξαν αρκετοί νεκροί. Οι γιατροί είχαν ξεγράψει και τη Φρίντα, αλλά εκείνη τους διέψευσε: Βγήκε ζωντανή, αλλά με σοβαρά τραύματα στη σπονδυλική στήλη και στο δεξί πόδι. Θα περνούσε όλη της τη ζωή με ισχυρούς πόνους και επαναλαμβανόμενα χειρουργεία.
Καθηλωμένη στο κρεβάτι για αρκετό καιρό ξεκίνησε να ζωγραφίζει με πάθος και απόγνωση. Στον «ουρανό» του κρεβατιού είχε προσαρμόσει έναν καθρέφτη για να έχει ένα ζωντανό μοντέλο –τον εαυτό της. Ίσως γι’ αυτό έκανε τόσες πολλές αυτοπροσωπογραφίες. Η ίδια έλεγε: «ζωγραφίζω τον εαυτό μου γιατί είμαι πολύ συχνά μόνη και γιατί είναι το θέμα που γνωρίζω καλύτερα.»

Η Φρίντα έκανε κάτι που κανείς άλλος ζωγράφος, άντρας ή γυναίκα, δεν είχε κάνει ως τότε: Παρουσίασε το γυναικείο σώμα όχι χωρίς ρούχα, αλλά χωρίς δέρμα. Το γυναικείο σώμα όχι ως όχημα ηδονής για τους άντρες, αλλά ένα αυθύπαρκτο σώμα με φλέβες, αίμα και πόνο. Αποκαθήλωσε τη θηλυκότητα και παρουσίασε την σκληρή πραγματικότητα του θηλυκού γένους, του ανθρώπινου γένους.
Όπως έγραψε και ο Ντιέγκο Ριβέρα, ο μεγαλύτερος ως τότε Μεξικάνος ζωγράφος και σύζυγος-δαίμονας της Φρίντα, «ήταν η πρώτη γυναίκα στην ιστορία της τέχνης που αντιμετώπισε με απόλυτη και ασυμβίβαστη εντιμότητα, ίσως και με εμπαθή σκληρότητα, όλα αυτά που αφορούν τη γυναίκα». (Δεν τόλμησε να παραδεχτεί ότι «όλα αυτά» αφορούσαν τον άνθρωπο).  Ο Ντιέγκο Ριβέρα ήταν παγκοσμίου φήμης ζωγράφος. Η σχέση του με τη Φρίντα θα είναι πιο επεισοδιακή και από ολόκληρο κύκλο αμερικάνικης σαπουνόπερας, καθότι ο Ντιέγκο (παρά την ασχήμια του) ήταν μεγάλος καρδιοκατακτητής.

Τότε η Φρίντα έκανε κάτι που ίσως να μην έχει τόσο μεγάλη σημασία όσο η ζωγραφική της, αλλά δείχνει πόσο μπροστά ήταν από την εποχή της: Ανακάλυψε το έθνικ ντύσιμο. Όταν όλες οι γυναίκες είχαν ενθουσιαστεί με τη λιτή φόρμα του μεσοπολέμου και τα ρούχα της Σανέλ, η Φρίντα φορούσε μεξικάνικες φορεσιές και κοσμήματα που έλκυαν την καταγωγή τους από τον προκολομβιανό πολιτισμό. Θα περνούσαν εβδομήντα χρόνια μέχρι να αρχίσουν οι μόδιστροι να προωθούν αυτή την έθνικ αντίληψη της ενδυμασίας. Ακόμα και τα φαρδιά φρύδια της (που πλέον είναι κάτι σαν σήμα κατατεθέν για τη Κάλο) ερχόντουσαν σε αντίθεση με το λεπτό ή τελείως βγαλμένο φρύδι της Μάρλεν Ντίτριχ και της εποχής της.  Ερχόντουσαν σε αντίθεση με την εικόνα της «πλαστικής» γυναίκας που τότε είχε αρχίσει να γίνεται μέρος του πολιτισμού μας.

Παντρεύτηκε το Ριβέρα και μαζί βρεθήκανε στη χώρα των γκρίνγκος, τις ΗΠΑ. Εκεί η Φρίντα εντυπωσιάστηκε από τα τεχνολογικά επιτεύγματα των Αμερικάνων, αλλά αντιπάθησε τον πολιτισμό τους. «Η υψηλή κοινωνία εδώ», γράφει, «με αηδιάζει και αισθάνομαι οργή με όλους αυτούς τους πλούσιους τύπους που κάνουν πάρτι μέρα και νύχτα, ενώ έξω χιλιάδες και χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα... Βρήκα μια Αμερική χωρίς καμιά ευαισθησία.»

Το 1934 η Φρίντα με το PCMπιέζουν τη Μεξικανική κυβέρνηση να χορηγήσουν άσυλο στο Λέων Τρότσκι, ο οποίος είχε εκδιωχτεί και από την Νορβηγία, μετά από πιέσεις των Σοβιετικών. Η Φρίντα θα φιλοξενήσει για δύο χρόνια τον Τσότσκι στο «Μπλε Σπίτι» της και μεταξύ τους θα δημιουργηθεί ένα ειδύλλιο.
Το 1937 γίνεται στην Αμερική η πρώτη ατομική έκθεση της Φρίντα. Όλοι οι πίνακες της πωλούνται το πρώτο βράδυ και ξαφνικά γίνεται διάσημη ζωγράφος. Οι κριτικοί αναγνωρίζουν το ταλέντο της και τη διαφοροποιούν αμήχανα από τους σουρεαλιστές, κατατάσσοντας ‘την στον “naive” σουρεαλισμό.

Εκείνηδίνειένανπολύ"μαγικό"ορισμότουσουρεαλισμού: «Surrealism is the magical surprise of finding a lion in a wardrobe where you were sure of finding shirts».
Το 1939 η Φρίντα βρίσκεται στο Παρίσι. Εκεί συγχρωτίζεται με τους σουρεαλιστές και δη τον «πάπα» του σουρεαλισμού, τον Αντρέ Μπρετόν, και... τους απομυθοποιεί. «Είναι τόσο κουλτουριάρηδες και σάπιοι που δεν μπορώ να τους αντέξω», γράφει. «Τώρα καταλαβαίνω γιατί η Ευρώπη σαπίζει. Αυτοί οι άνθρωποι –που τίποτα καλό δεν μπορούν να κάνουν- είναι η αιτία για όλους τους Χίτλερ και τους Μουσολίνι της Γηραιάς Ηπείρου.»…

Η μέθοδος διδασκαλίας της ήταν τόσο ανορθόδοξη που ξάφνιασε πολλούς από τους φοιτητές. Δεν τους πατρονάριζε, αλλά προσπαθούσε να τους μεταδώσει το όραμα της: Αυτοανάπτυξη και αυτοκριτική. Ποτέ δεν προσπάθησε να τους υποδείξει πως θα ζωγραφίζουν ή οτιδήποτε που να έχει να κάνει με το στυλ ζωγραφικής. Τους έδινε τα ερεθίσματα, τους κέντριζε τη φαντασία και τους άφηνε ελεύθερους να δημιουργούν. «Αυτό που μας έμαθε», είπε ένας μαθητής της, «ήταν η αγάπη για τον άνθρωπο και μια γεύση από τη λαϊκή τέχνη.»
«Μουτσάτσος», τους έλεγε η δασκάλα, «κλεισμένοι εδώ μέσα δε θα κάνετε τίποτα. Βγείτε έξω και ζωγραφίστε τη ζωή στο δρόμο.»
Το 1951 η Φρίντα κάνει ένα ακόμα χειρουργείο. Οι γιατροί ακρωτηριάζουν το δεξί της πόδι από το γόνατο. Στην αρχή καθηλώνεται σε αναπηρικό καροτσάκι, ελπίζοντας στο θάνατο και μόνο. Σύντομα ξεπερνάει την κατάθλιψη και μαθαίνει να περπατάει με το προσθετικό της μέλος. Τότεγράφειστο art-journal τηφράση:

«Why do i need feet when i have wings to fly?»

Πρινπεθάνειέγραφε:
«Women are still undervalued. It is very hard to be a woman painter»
Και ακόμα είναι.

[αντιγραφή και επικόλληση από το ιστολόγιο του ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΥ] 

ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ή ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ; (η σιωπή είναι το αντάλλαγμα της αγάπης ή το αντίθετο;)

$
0
0
Χορός χρωμάτων: τα παιχνίδια τους έχουν τη δική τους ιστορία… Στο ξύλινο τραπέζι κάνουν παρέλαση τα γράμματα. Σε ένα ροζ μαξιλάρι, δύο εν τη γενέσει τους νύχτες. Δεξιά και αριστερά, λέξεις που μυρίζουν καλοκαίρι. Ένα ραντεβού στο σκάσιμο του κύματος… Στο μέρος που έζησε μαζί του πριν πάει. Όλες τις υγρές νύχτες του καλοκαιριού. Είκοσι χρόνια πίσω. παλινδρομική κίνηση μιας ελπίδας που θέλει να ζει. Τώρα. Μετά. Εκεί. Ξανά μαζί. Με το ίδιο όνομα να ταξιδεύει στο διηνεκές. Μέσα του κυρίως!.. Βλέμματα καρφιά, χείλη με γεύση αλμύρας…  Όταν χαράξει, τα σημάδια του κύματος θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της! [Μαρία Χρονιάρη, από το βιβλίο της ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ, εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ – ART by Andy Hixon Wallpaper]


ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: 

Βράδυ Δευτέρας. Ακροβατεί. Μια θάλασσα χωρισμένη στα τρία. Διαφορετική υφή. Χορός χρωμάτων. Ο πεζόδρομος, νοητή γραμμή μιας αλλόκοτης γεωγραφίας. Το παλιό τραίνο χορεύοντας της κλείνει το μάτι. Ένα καρουζέλ ασάλευτα στημένο απέναντί της με όλα τα καθαρόαιμα να χτυπούν τα πέταλά τους. Πλησιάζει. Το αγγίζει. Τα δάχτυλά της βουλιάζουν. Ακινησία. Της στιγμής. Γλείφει τα νύχια της. Σουφλέ σοκολάτας. Με παγωτό. Στη μέση. Ο στενός καναπές έχει πάρει το σχήμα του. Την φοράει. Δεύτερο ρούχο. Της αλητείας. Σκισμένο τζιν σε λευκή επιδερμίδα. Ένα ευμέγεθες κτίριο στα δεξιά της. Επιγραφή της Εθνικής. Παλιγγενεσίας; Του βγάζει τη γλώσσα και προσπερνά καρφώνοντας το πέτρινο οδόστρωμα.
Τα παιχνίδια έχουν τη δική τους ιστορία. Τα ταΐζουν στρογγυλά μέταλλα για να τα καλοπιάσουν. Απόψε κανείς δεν θα τα πάρει σπίτι του. Στο ξύλινο τραπέζι κάνουν παρέλαση τα γράμματα. Σε ένα ροζ μαξιλάρι, δύο εν τη γενέσει τους νύχτες. Δεξιά και αριστερά, λέξεις που μυρίζουν καλοκαίρι. Ένα ραντεβού στο σκάσιμο του κύματος.
Γράφει πάνω στα μάτια της. Στο λιμάνι περιμένει ένα άλογο. Μπαλαρίνα που αλλάζει παπούτσια στο ενδιάμεσο των χορών. Μέχρι την ώρα της λήξης. Θα το σκοτώσουν όταν γεράσει; Αυτός σιωπηλά παρακολουθεί την εξέλιξη. Μιας γυναίκας. Μοιάζει ευχαριστημένος. Συμφιλιώθηκε. Έκανε την ειρήνη βραχιόλι και την έδεσε στο χέρι του.
Ο κόσμος πηγαινοέρχεται. Έτσι όπως στοιχίζονται μοιάζουν με στρατιώτες την ώρα της πρωινής αναφοράς. Φόρα το μπουφάν σου. Δεν έχει φώτα και φοβάμαι. Το γκάζι ξεχάστηκε σήμερα και άναψε φωτιά. Δρόμοι αλυκές συνοδεύουν την πορεία. Το σκοτάδι μυρίζει ιώδιο. Ο αέρας τρυπάει τις βλεφαρίδες της. Στη στροφή των Αγίων ακούγεται μια ησυχία. Οι ρόδες συλλέγουν τα απολιθώματα.
Ένας σκορπιός σκαρφαλώνει στο αυτί της. Θα με τσιμπήσει; Δυο ινδιάνικες καρδιές, δόλωμα για το δηλητήριο του. Φυτρώνουν λουλούδια στις πέτρες; Οι ανθοί γεννήθηκαν για να τροφοδοτούν το κεντρί. Ένα σμήνος για κάθε βασίλισσα.
Στο νούμερο εννιά έχει ξαπλώσει ένα κρεβάτι. Η σιωπή είναι το αντάλλαγμα της αγάπης ή η αγάπη της σιωπής; Χέρια που έγιναν σιδερότυπα στιγμών. Στο μέρος που έζησε μαζί του πριν πάει. Όλες τις υγρές νύχτες ενός καλοκαιριού. Είκοσι χρόνια πίσω. Παλινδρομική κίνηση μιας ελπίδας που θέλει να ζει. Τώρα. Μετά. Εκεί.
Ξανά μαζί. Με το ίδιο όνομα να ταξιδεύει στο διηνεκές. Μέσα του. Κυρίως.
Βλέμματα καρφιά, χείλη με γεύση αλμύρα και δυο κορμιά. Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή.
Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.
[ΠΗΓΗ: Μαρία Χρονιάρη, από το βιβλίο «Επειδή μαζί», εκδόσεις Απόπειρα]


ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΙΝ ΕΑΥΤΟΥ:
Είμαι σχεδόν διάφανη. Οι άνθρωποι με αγγίζουν χωρίς να με ακουμπούν. Και τις φορές που μ’ ακουμπούν, δίχως να το γνωρίζουν, εισρέουν μέσα μου χιλιάδες «εγώ». Εκχύνουν ζωές που εν δυνάμει μου μοιάζουν. Γίνομαι αμέτρητοι άλλοι. Μετουσιώνω ευχές, μέρες και νύχτες. Υποδύομαι εκείνα που νομίζουν πως είναι. Παίζω τους ρόλους τους τόσο καλά, που στο τέλος θα θέλουν να μου μοιάσουν. Κανείς άνθρωπος δεν αποδέχεται πλήρως τον εαυτό του. Το απόλυτο της αδυναμίας του. Το μηδενικό της δύναμής του. Πάντα κάνει το λάθος να γνωρίζει λάθος πράγματα για τον εαυτό του. Να ενεργεί παράνομα. Κατά παράβασιν εαυτού. Κι όμως, αυτό είναι που τους βοηθά να συνεχίζουν να ζουν, ανενόχλητα άλλοι μες στη ζωή τους. Κι αν καμιά φορά το σκεφτούν, δεν αλλάζουν τροχιά. Αλλάζουν τη μάσκα. Για να μπορούν να υποφέρουν εκείνα που βλέπουν πως δεν είναι. Που κάποτε θέλησαν και τώρα πια δεν αντιστοιχούν. Όλοι έχουμε ένα ειδικό βάρος. Αυτό που μας κάνει ορατούς δια γυμνού οφθαλμού. Κι όμως, το αόρατο οφείλουμε να βλέπουμε. Εκείνο που περιβάλλει την ύπαρξη και την κάνει να είναι. Στιγμές – στιγμές, όταν ανοίγω τα παράθυρα ν’ ακουμπήσω το φως, είναι σαν κάποιος να τρυπάει το κορμί μου. Μυριάδες βελόνες φωτός που απειλούν την διαφάνειά μου. Αντανακλώ τον εαυτό μου χιλιάδες φορές. Γυρίζω γύρω από μένα, γιατί δεν έχω που να πάω. Δεν υπάρχει κανείς να μ’ απορροφήσει. Κι έτσι επιστρέφω σε μένα. Γιατί από μένα εκπορεύομαι. Ο Σταύρος Σταυρόπουλος σε ένα βιβλίο του («Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν») έχει γράψει: «Είμαι τα γεγονότα μου».  Πόσο ακριβές και βαρύ και δίκαιο είναι αυτό. Μόνο που εγώ, γενόμενη διαρκώς άλλοι, είμαι και τα γεγονότα τους. Πως γίνεται να επωμίζεσαι τις ζωές των άλλων; Δεν ξέρω. Αλήθεια, δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως εκείνο που αντέχεται, είναι να προσπαθείς να βρεις το τέρμα που θα σε φέρει πιο κοντά σ’ ό, τι είσαι προορισμένος να γίνεις. Και να ψάχνεις βαθιά μέσα σου, να βρίσκεις διαρκώς τα κομμάτια που σε συνθέτουν… Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας ανεξάντλητος ωκεανός, γεμάτος από ανεξάντλητες νησίδες φωτός, που οδηγούν πάντα στο ίδιο σημείο: το εντός του βάθος!.. Αλλά τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο ισχυρό, από τη στιγμή που θα αποφασίσεις να είσαι και να μπορείς τα γεγονότα σου!..  [Μαρια Χρονιάρη Κατά παράβασιν εαυτού]

ΑΥΤΗ, ΣΤ’ ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ:

$
0
0

Έκανε ζέστη κι όπως με ξέντυνε, δροσίστηκα. Ώσπου άναψα πάλι, καθώς ένιωθε με την ανοιχτή παλάμη του μια μια τις καμπύλες μου, περίμενα να χαθώ στους μόνους τόπους που επιτρέπουν στη σκέψη να ξαποσταίνει, αλλά μου μίλησε –βραχνή, λαχανιασμένη η φωνή του- ρωτούσε για το δέρμα μου, γιατί τόσο απαλό, εγώ απλώς ανάσαινα βαριά –η μόνη δυνατή απόκριση. Επέμενε, μάλιστα άναψε το μικρό λαμπατέρ, μήπως το φως δώσει τη λύση στην τυχαία απορία του. Ζαλισμένη εγώ συνέχισα να σιωπώ, μα, αυτουνού τα μάτια γυάλιζαν ολοένα σα να έβλεπε οράματα πρωτόφαντα, ενώ η παλάμη του εξερευνούσε κάθε λακκούβα, χαράδρα, βουνοκορφή επάνω μου, ώσπου η φωνή του μαλάκωσε και θλίφτηκε κι άρχισε να ρωτάει για την αρχή του κόσμου (μου) για τότε που το δέρμα είχε παντού χρώμα ομοιόμορφο, τότε που οι δυνάμεις της φύσης δεν είχαν προλάβει να το γευτούν (ήλιος, βοριάς, αλατισμένο κύμα) με μάλαζε και αναστέναζε και ζήλευε ό,τι με άγγιξε πριν απ’αυτόν  χρειάστηκε να του πω σιγανά στ’αυτί χίλιες και μία ξεχασμένες ιστορίες για να τον ησυχάσω. Εκείνη με το κλεμμένο κλαδί ανθισμένης μυγδαλιάς που κάθισε στον αριστερό μου μηρό, τότε που σκόνταψα στον κατήφορο και το πετραδάκι επέμεινε να αφήσει αποτύπωμα στον αγκώνα μου, μέχρι και για την καυτή εξάτμιση που σημάδεψε τη μέσα μεριά του δεξιού μου αστραγάλου. Κατάλαβε άραγε πως το δέρμα μου δεν είναι εγώ; Πως τα τυχαία συμβάντα ξεχνιούνται μόλις έρθει η επόμενη άνοιξη; Ή τάχα αρκεί που κατάλαβα εγώ την επιφάνεια των αισθημάτων του; Σκεπάστηκα με το σεντόνι και κοιμήθηκα βαθειά, τόσο βαθειά που δεν τον άκουσα (να φεύγει) [ΓΥΑΛΟΧΑΡΤΟ της Ζηνοβίας Αντιδώρου και άλλες παρόμοιες ιστορίες με ΚΛΙΚ στην Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη – ART by   Kerstin Stephan]


Να αισθανθώ τον άνεμο να με μπατσίζει με μια ανεπαίσθητη ειρωνική απόχρωση στα χάδια
 Ανεβαίνω στο ποδήλατο με έναν ενδόμυχο φόβο αντίθετο στον παράτολμο χαρακτήρα μου. Ή ίσως εξαιτίας του –θα αναπτύξω ταχύτητα, να αισθανθώ τον άνεμο να με μπατσίζει, μήπως έχω επιλογή στα χάδια; Ό,τι κινείται δεξιά κι αριστερά, πίσω μου και μπρος θα εξαφανίζεται φουριόζο, με τη σιγουριά της σωφερίστικης μαεστρίας του οδηγού του. Σταματάνε αυτόματα πια τα οχήματα, ας όψονται τα νέα συστήματα ανίχνευσης εμποδίων. Φοβάμαι λίγο την αυτοματοποίηση· λες να με καταπιεί η ασυνείδητη ορμή της;
Πελώριος ο φόβος χωράει στο αριστερό μου ρουθούνι, μαζί και στο δεξί, εμποδίζει την αναπνοή σα στριμμένο ματωμένο μπαμπάκι. Ο γιατρός το είπε, το διάφραγμα έχει σιγμοειδές σχήμα, στραβό εκατέρωθεν. Όχι μόνο δυσχεραίνει τη σωστή οξυγόνωση, αλλά επιπλέον αυξάνει τις πιθανότητες πρόκλησης φλεγμονής των ιγμορείων άντρων· επιβαρυμένο ποινικό μητρώο παιδιόθεν
Χαλασμένα φρένα, κορόϊδευαν άκαρδα τ’ αλητάκια στον περίβολο της εκκλησίας. Τότε η ανέκφραστη όψη γινόταν ασπίδα προστασίας κι άλλοτε μαγικός χιτώνας που με έκανε αόρατη. Τώρα όμως; Οι καλύτεροί μου φίλοι λένε με παρρησία πως αυτοί εκεί έξω θα με φάνε λάχανο κι εγώ μπερδεύομαι, θέλω χείρα βοηθείας ή μήπως απαγχονισμό; Ακύρωση του είμαι, του επιλέγω να είμαι, του θέλω να μην παίζω τους ρόλους που πλασάρονται τυλιγμένοι σε χρυσόχαρτο που κοσμεί η μούρη μιας μικροσκοπικής, τσαλακωμένης Τζοκόντα – μειδιώντας γριφωδώς συναινεί ασταμάτητα με τον προλαλήσαντα, ε, όχι, αυτό σας το δώρο από καρδιάς δε θα το δεχτώ, ευχαριστώ, ναι, ξέρω, η ευχαρίστησις όλη δική σας.
Άλλοι μιλούν για τον εξόφθαλμα δημόσιο κίνδυνο της περιφέρειας Αττικής, ένα λεπτοκαμωμένο μαυροτσούκαλο που περνάει σα σίφουνας· τα φρένα του ποδηλάτου δεν πιάνουν. Τα χτυπημένα γόνατα δίνουν αέρα μαχητικό στα πιτσιρίκια κι όλοι εσείς απολαμβάνετε άρτον και θεάματα.
Ήταν μια ευγενική προσφορά της σκλήρυνσης κατά πλάκας
Η συνταγή ήταν δυσεύρετη, όπως τόσα άλλα. Σαν την αγάπη, ας πούμε, ή σαν το πηχτό κακάο στο σπίτι της RueHenriVII. Κόσμος και κοσμάκης μιλούσε γι’ αυτή -όχι θετικά, ούτε αρνητικά, μόνο με έναν τόνο διστακτικό. Άλλοτε με μια ανεπαίσθητη ειρωνική απόχρωση.
Περπατούσαν νύχτα, φορούσαν μαϊμούδες για ζεστασιά και αλεξίσφαιρα γιλέκα. Μια φορά, που σκοτείνιασε γρήγορα, πάτησαν πάνω σε κάτι κολλώδες και γλιστερό. «Να, ‘ναι κι αυτό μέρος των πειραμάτων;», αναρωτήθηκε. Είχε ακούσει για τη συνταγή που φιλοδοξούσε να αναμίξει πρώτη ύλη με φύρα και να την μετατρέψει σε ήλιον, να γεμίζουν τα μπαλόνια στα πανηγύρια και να κάνουν τις φωνές τους να μοιάζουν με του Μίκυ Μάους
Ό,τι έφερνε τεχνητούς καταρράχτες ή καλοραμμένα ταγέρ την έκανε να ξεχνιέται, όπως ακριβώς το ήλιον τους υπόλοιπους. Αχρείαστη η αλήθεια. Η συνταγή για το χάσιμο είχε εφευρεθεί κάθε μικρή, απειροελάχιστη στιγμή αστάθειας των παιδικών της χρόνων. Κάθε φορά που της έλεγαν “εσύ δεν είσαι κόρη του Ωνάση”, για να δικαιολογηθούν για τσιγκουνιά ή αδικαιολόγητη σκληρότητα, το μυαλό της σταματούσε να βράζει. Σταθεροποιούταν. Λύση πρώτων βοηθειών ήταν πάντα η υγρή βενζίνη, αυτή που καθάριζε τα ρούχα από τις λαδιές. Πόσο ωραία εξατμιζόταν. Στο ντους. Οι υδρατμοί πάχαιναν και έκρυβαν την ασκήμια του τώρα -ακόμη καλύτερα με κλειστά μάτια.
Μ’ αρέσουν τα πυροτεχνήματα. Άκρως εξεζητημένη συνταγή, δουλεύει όμως. Απαστράπτουσες τεχνητές πυγολαμπίδες, καλά εκπαιδευμένες να εκτοξεύονται φορώντας κοστούμια μιούζικαλ. Παύει για λίγoη σκέψη. Η σήψη ξαποσταίνει. 
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ
Στο Παρίσι δεν προσευχήθηκα ποτέ, γιατί δε τις σήκωνε τις προσευχές μου. Ήταν αγέρωχο και μύριζε μπαρούτι. Από την εποχή της γκιλοτίνας και του Ροβεσπιέρου. Απ’ όταν η αδερφή μου έχασε το αεροπλάνο του γυρισμού στο Σαρλ ντε Γκωλ. Έκλαψα μέχρι που πλάνταξα στο γκισέ και ο κόπος μου ανταμείφθηκε. Μου έταξαν να με βάλουν δωρεάν στην επόμενη πτήση. «Εχμ, όχι εμένα», είπα, «την αδερφή μου». Γούρλωσαν τα μάτια σα να μην καταλάβαιναν. «Τι σημασία έχει, τα δάκρυα χύθηκαν, ασχέτως από ποιανού αδένες», απάντησα βουβά.
Έτρωγα κρουασάν κάνοντας βόλτες στο Σηκουάνα. Τσούγκριζα πλαστικά ποτήρια σαμπάνιας στα Ηλύσια Πεδία. Σκαρφάλωνα στον Πύργο του Άιφελ και βροντοφώναζα «Κοπέλες του Άουσβιτς, του Νταχάου κοπέλες», γιατί ήταν το αγαπημένο μου τραγούδι. Πώς αλλιώς, αφού το Παρίσι μύριζε μπαρούτι. Μια Πρωτοχρονιά μάλωσα με την Αναστασία, γιατί πήρε το μέρος ενός αστυνομικού που τηρούσε την τάξη στη πλημμυρισμένη Μητροπολιτική Γραμμή του κέντρου. Είχα σπρώξει τον αστυνομικό, γιατί δε μας άφησε να μπούμε στο τελευταίο μετρό. Η Αναστασία με είπε τρελή, όπερ σήμαινε εσχάτη προδοσία. Εγώ έβγαλα τη νύχτα στην κεντρική πλατεία του Κλισύ και η Αναστασία που τότε την έλεγαν Νατάσα χαμένη σε μια άλλη πολύβουη μεριά. Κάναμε μήνες να μιλήσουμε. Το κεντρικό συμβάν επαναλήφθηκε στο Βερολίνο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
«Τι ωραίος προορισμός για ερωτευμένα ζευγάρια που είναι το Παρίσι!» Παρότι μυρίζει έντονα μπαρούτι. Κάτι τέτοιο θα σκέφτηκε ο Ζυλ όταν έκλεινε εισιτήρια. Μόνο που λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο: εβδομάδες πάσχιζα να τον πείσω ότι δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Με ακατάσχετο πόνο από το δεξί φρονιμίτη που μου είχε ξεριζώσει κακήν-κακώς οδοντίατρος λάτρης της ιππασίας πριν με χώσει να κλάψω με την ησυχία μου σε ένα σκοτεινό δωμάτιο μακριά από την αίθουσα αναμονής για να μην κατατρομάξω τους εύπορους πελάτες του, προσπάθησα να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις του ρόλου. Έβαλα τακούνια, χαριεντίστηκα, έκανα ακροβατικά. «Το ξέρεις ότι όταν θα φτάσουμε πίσω δε θα είμαστε πια ζευγάρι;» Του ανακοίνωσα στο τραίνο του γυρισμού. Ανοιγόκλεισε το στόμα αρκετές φορές, σαν ψάρι, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι κάθε ήχος θα ήταν ανώφελος και λούφαξε.
«Ξυπνάτε χωριανοί, το Παρίσι καίγεται», είπε ο ψεύτης βοσκός και δεν κουνήθηκε κανείς. Ήρθε ο καιρός να το πιστέψετε: το Παρίσι πάντα μύριζε μπαρούτι. Ο κόσμος όλος μύριζε μπαρούτι, μονάχα που εκεί το αντιλαμβάνονται περισσότεροι, λόγω όξυνσης των αισθήσεων.
Όλοι εσείς, θυμηθείτε τις ευχές σας όταν ανάβατε κερί στην Παναγία των Παρισίων; Ευχηθήκατε «ειρήνη υμίν» ή «ειρήνη ημίν»; Γιατί, έχει διαφορά, αμαρτωλοί. Σταματήστε πια να κλαίγεστε για το Παρίσι. Λυπηθείτε καλύτερα για ετούτο τον κόσμο που πηγαίνει κατά διαόλου. Κι αν δε σας κάνει κόπο, βάλτε ένα χεράκι να σώσουμε ό,τι προλαβαίνουμε.

ΟΔΙΚΗ ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ
Η χώρα μου είναι μπλε και μυρίζει τυρόπιτα. Η χώρα μου είναι πολυλογού και κουτσομπόλα –όλα, θέλει να τα ξέρει όλα. Η χώρα μου εστιάζει κυρίως στην παθητική φωνή παρά στην ενεργητική. Ποιός να ενεργήσει και προς ποιά κατεύθυνση, άγνωστο.
«Πηγαίνετε προς τα πίσω, άδειο είναι», λέει η χώρα μου με στόμφο, αλλά κανείς δεν κουνιέται, γιατί θέλουν όλοι την άνεσή τους. «Εγώ πάντως ψήφισα Χρυσή Αυγή», λέει η χώρα μου με τη μορφή χοντρού κυρίου με κόκκινο σβέρκο που κρατάει μπλε πλαστική σακκούλα. «Έχουμε γεμίσει Αλβανούς, Γεωργιανούς και Νιγηριανούς. Χρυσή Αυγή για να σωθούμε». Η κυρία που μοιάζει να έχει έρθει από το Κονγκό σιωπά, το ίδιο και ο κύριος από τις φτωχές αραβικές χώρες, η κυρία από τις Φιλιππίνες ομοίως. «Εσείς να προσέχετε να μην πάθετε κανένα έμφραγμα», ανταπαντάει η χώρα μου με τη μορφή μεσόκοπης κυρίας με ημίμακρη κουπ και ξανθές μες. «Από κάτι τέτοιους πλαισιώνεται η χώρα, γι’ αυτό είμαστε εκεί που είμαστε, λέει εμφατικά έτερος χοντρός κύριος με καρώ πουκάμισο και πράσινο βαμβακερό παντελόνι με σηκωμένα μπατζάκια. «Ξέρετε εσείς από ποιούς πλαισιώνεται η χώρα;», τον κόβει φουρκισμένη η κυρία με τις ξανθές μες. «Εμένα το αίμα μου είναι κόκκινο», αντιδρά αναμαλλιασμένος ασπρομάλλης με πάθηση στα μάτια –είναι τόσο υγρά, έτοιμα να κλάψουν.
«Απαγορεύονται τέτοιες συζητήσεις ημέρα εκλογών! Θα καλέσω εισαγγελέα», βάζει το λιθαράκι της υπέρ της ελευθερίας του λόγου η γνωστή κυρία με τις μες. «Χρυσή Αυγή για να σωθούμε», έχει κολλήσει η βελόνα του εξίσου γνωστού χοντρού κυρίου. «Εσύ ή στον εισαγγελέα θα πας ή στο ψυχιατρείο», τον αποπαίρνει η ενεργή πολίτης με τις μες, εν μέσω χαχανητών της ομήγυρης. «Δε με νοιάζει», λέει αυτός, «Χρυσή Αυγή για να σωθούμε. Ά, ρε Παπαδόπουλε!».
«Δε μιλώ για μια νύχτα εγώ, για όλη τη ζωή μας εγώ μιλώ», τραγουδάει η αοιδός και η κουρτίνα ξεσκαλώνει και ρολάρει προς τα πάνω και το λεωφορείο λούζεται στο φως. Η χώρα μου κάνει πολιτικό διάλογο εκτός καφενέ και πάνελ.
Σταθερά, αδυνατεί να βγάλει το παραμικρό συμπέρασμα. «Όλοι θα φύγουνε», ακούγεται, «όλοι όσοι έχουνε τη δυνατότητα θα φύγουνε, να γλιτώσουνε τα παιδιά τους», και η φωνή συνεχίζει, για να μας διηγηθεί αντιστικτικά την ελπιδοφόρα ιστορία ενός νευροχειρούργου παίδων που ενώ του προσφέρουν τετραπλάσιο μισθό στην Αμερική, επιμένει ελληνικά, γιατί θα πεθάνουν δεκάδες παιδιά, λέει, αν φύγει και δε θέλει να έχει το κρίμα στο λαιμό του.
Μια νόστιμη παχουλή είναι απορροφημένη στην εξιστόριση της γνωριμίας της με έναν «ωραίο, δε μπορώ να πω» στο κινητό, ενώ κάτι τουρίστες στη στάση ρωτάνε τον οδηγό αν πηγαίνει Σούνιο.
Η χώρα μου αναπνέει ακόμα. Η χώρα μου ερωτεύεται. Η όψη και η κόψη της χώρας μου είναι ξακουστή στα πέρατα της οικουμένης –περιπατητές καταφτάνουν να την καμαρώσουν και αμέσως ξαναφεύγουν. Όρια Δήμου Κρωπίας γράφει η ταμπέλα, ενώ η χώρα μου τρέχει ανέμελη στην παραλιακή κάτω από τα στιβαρά χέρια οδηγού που φοράει κομποσκοίνι και είναι ωραίος σαν Έλληνας. Κανείς δεν ξέρει πού θα φτάσει, αλλά μοιάζει αποφασισμένη να φτάσει κάπου, κι αυτή η επισφαλής αποφασιστικότητα ευχόμαστε όλοι να είναι, για την ώρα, αρκετά

ΙΣΤΟΡΙΕΣ της Ζηνοβίας Αντιδώρου, που, σύμφωνα με το βιογραφικό της, σπούδασε θέατρο, κινηματογράφο και διαχείριση του πολιτισμού, αντικείμενα ολίγον ελιτίστικα. Εσχάτως άρχισε να ντρέπεται γι ’αυτό. Για να εξιλεωθεί, ζει απομονωμένη σε μοναστηριακό δώμα στο Όρος Άθως μεταμφιεσμένη σε άντρα. Μετράει τουλάχιστον οχτώ θλιμμένους κόμπους την ημέρα. Τρέφεται με λουκούμια, τάρτες κυδώνι και μαρμελάδα μύρτιλλο. Δημοσιεύει ιστορίες, όπως οι παραπάνω, στην ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

ΜΙΑ ΑΠΟΡΙΑ ΜΟΝΟ ΕΧΩ Ο ΘΕΟΣ ΤΙ ΟΝΟΜΑ ΕΧΕΙ;

$
0
0
«Όταν φιλοσοφώ ή κοιτάζω τον Ουρανό, σκέφτομαι ήρεμη πως εγώ, και Παράδεισο θα πάω, και όλα τα έχω προβλέψει και εξασφαλίσει, και τη συνείδηση μου την έχω αποκατεστημένη, δεν έχω αμφιβολίες. Μια απορία μονάχα έχω: ο Θεός τι όνομα έχει; Πώς τόνε λένε; Εμένα με λένε Ραραού, τον άλλο Χαράλαμπο, ο Θεός πώς ονομάζεται; Αυτό το θέμα ήθελα να ξεδιαλύνω εκείνο το βράδυ που δεν επιθυμούσα να μπω σπίτι μου... Ο ουρανός είναι ζωντανός. Είναι θηρίο ζωντανό. Κι εμείς δεν το είχαμε καταλάβει, διότι είναι θηρίο γαλάζιο και μένει ακίνητο. Όλη την ημέρα. Ακίνητο να μας παραμονεύει. Και μόλις νυχτώσει και δεν μπορούμε να τον δούμε, το θηρίον ο Ουρανός αρχίζει να έρπει και να κατέρχεται προς εμένα. Κατέρχεται σαν κρίνος. Εμένα βέβαια τιμή μου, δεν λέω, πλην Κρίνος και Ευαγγελισμός σε μένα; Μεγάλη γυναίκα, τώρα, με δυο συντάξεις; Τώρα που αδυνατώ να συλλάβω;» μονόλογος παραλήρημα της ηρωίδας του Παύλου Μάτεσι από το μυθιστόρημα Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ, εκδόσεις Καστανιώτη 1990 - στη φωτογραφία λεπτομέρεια από την αφίσα της παράστασης όπου την ηρωίδα Ραραού ή Ρουμπίνη υποδύεται μοναδικά η Δήμητρα Χατούπη)

Ένα αριστοτεχνικό μυθιστόρημα, ένας θρίαμβος της τέχνης της αφήγησης αλλά και της πλοκής. Αφηγητής και ηρωίδα η Ρουμπίνη Μέσκαρη ή Ραραού, ένα πλάσμα από αυτά τα κακόμοιρα, που μας αφηγείται την ζωή της, από την παιδική της ηλικία στην Κατοχή (όπου η μάνα της αναγκάστηκε να κοιμάται με Ιταλούς για να τους θρέφει), μέχρι την εφηβεία της, τα νιάτα της και τα γεράματά της. Η Ραραού είναι ένα «αγαθό» αν και κουτοπόνηρο πλάσμα, δεν ξέρεις ποτέ αν σου λέει την αλήθεια ή παραλλάσσει την ιστορία κατά το συμφέρον της, πάλι δεν της το χεις ότι μπορεί να σου λέει και ψέματα. Διηγείται «τέρατα» με τον πιο καθημερινό τρόπο, κι όλα φιλτράρονται από την ανάγκη της να υπάρξει σε έναν κόσμο δύσκολο, που γίνεται ακόμα δυσκολότερος για ανθρώπους σαν κι αυτή.

Ευτυχώς είμαι ευτυχής [μικρά αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ, Εκδόσεις Καστανιώτη 1990]
Λέγε με Ραραού καλύτερα. Ρουμπίνη βέβαια είναι το βαφτιστικό μου, πλην ουσιαστικώς βαφτίστικα Ραραού όταν βγήκα στο Θέατρο και με αυτό το όνομα έφτασα όπου έφτασα και στο βιβλιάριο του ΙΚΑ έχω προσθέσει «Δεσποινίς Ραραού, Ηθοποιός». έτσι θα με γράψουν και στο επιτύμβιο μου. Τη Ρουμπίνη την έχω διαγράψει… και λέω, μετά από δύο, τρεις αιώνες όταν και η πουλακίδα μου κι εγώ θα έχουμε γίνει δύο σκόνες αμέριμνες, μπορεί (μια ελπίδα μου λέω), μπορεί να μας ανασηκώσει μια μέρα το ίδιο αεράκι, και να μας ενώσει για λίγο, στον αέρα. Δύο στιγμές παρέα.


Γεννήθηκα στις επάλξεις. Πρωτεύουσα κι αυτή, αλλά επαρχίας.Έφυγα ετών δεκαπέντε, με τη μάνα μου και τρεις φέτες ψωμί, κάτι μήνες μετά τη διαπόμπευσή της, όταν εορταζόταν ακόμα η λεγόμενη Απελευθέρωση. Και δεν θα επιστρέψω εκεί ποτέ. Ούτε η μάνα μου θα επιστρέψει εκεί ποτέ. Την έχω ενταφιάσει εδώ, στας Αθήνας, η μόνη πολυτέλεια που μου ζήτησε, αντί διαθήκης. «Παιδί μου, τώτα που θα πεθάνω, απαιτώ μια πολυτέλεια: να με θάψεις εδώ. Μην γυρίσω ποτέ εκεί κάτω. (Δεν ξαναείπε ποτέ τη λέξη «Επάλξεις», αν και γενέτειρά της). Κάμε νόμο τρόπο να μου αγοράσεις τάφο ισόβιο. Άλλο δεν σου απαίτησα ποτέ. Μην επιστραφούν εκεί κάτω ούτε τα κόκαλά μου»

Κι έτσι αγόρασα τον τάφο, όχι πολυτελείας βέβαια, και της πηγαίνω επίσκεψη μία τόσο.Της πάω δώρο κανένα άνθος, μία σοκολάτα, της ρίχνω και λίγη απ’ την κολόνιά μου –αυτό το κάνω επίτηδες διότι όσο ζούσε δεν με άφηνε, τις θεωρούσε πολυτέλειες αμαρτωλών, μόνο μία φορά έβαλα κολόνια, μου είχε πει, στο γάμο της. Τώρα τη ραίνω κι αν μπορεί σας φέρει αντίρρηση. Τη σοκολάτα της την πηγαίνω επειδή ήταν, μου έλεγε, το όνειρό της επί τέσσερα έτη της Κατοχής: να φάει μια σοκολάτα όλη δική της. Μετά την Κατοχή, πικράθηκε με υψηλή πίκρα και έκτοτε δεν επιθύμησε σοκολάτα ποτέ.

Έχω και το διαμερισματάκι μου, δυο δωμάτια και αντρέ, και τη σύνταξη, κόρη ήρωος θανόντος εν Αλβανία,περιμένω και τη σύνταξή μου ως ηθοποιός μόλις συμπληρώσω τα απαιτούμενα ένσημα, και γενικώς είμαι ευτυχής και τυχερή. Άνθρωπο δεν έχω να φροντίσω, ν’ αγαπήσω ή να πενθήσω, έχω και πικάπ, πλάκες, αριστερά τραγούδια κυρίως. Εγώ, βασιλόφρων είμαι, αλλά τα τραγούδια της Αριστεράς με σαγηνεύουν. Ευτυχώς είμαι ευτυχής.

Ο πατέρας μου ήταν αντεράς το επάγγελμα, αλλά δεν το μαρτυράγαμε.Πήγαινε στα σφαγεία, έπαιρνε τα άντερα και τα έπλενε, τα γύριζε ένα-ένα το μέσα έξω, για να κάνουν γαρδούμπες ή πλεξίδες στη θράκα. Τον θυμάμαι πολύ νέον, κάπου είκοσι τεσσάρων χρονών θα ’ταν. Δηλαδή από γαμήλια φωτογραφία του 1932, διότι προσωπικώς δεν τον θυμάμαι πολύ. Το 1940 που πήγε φαντάρος στην Αλβανία, είχαμε γεννηθεί εγώ και τα δυο αδέλφια μου, αγόρια αυτά, ο ένας μεγαλύτερός μου, κάπου θα ζει ακόμη, νομίζω.

Τον πατέρα μου τον θυμάμαι μόνο σαν έγινε η επιστράτευση και τον ξεπροβοδίσαμε, η μητέρα μου κι εγώ. Πηγαίναμε στον σταθμό, μπροστά εκείνος γιατί βιαζόταν μη χάσει το τρένο, πίσω η μητέρα μου έκλαιγε, πολύ νωρίς να ντρέπεται τον κόσμο, και με τραβολογούσε θυμάμαι. Θυμάμαι τον πατέρα μου μέσα στο βαγόνι, πήγαινε στον πόλεμο και είχαμε στο σπίτι μας όλο κι όλο ένα εικοσάφραγκο, κέρμα ήταν. Η μητέρα μου του το έδινε, αυτός πού να το πάρει. Μετά, στο τρένο, του το πέταξε απ’ το παράθυρο μέσα, εκείνος έκλαιγε κι άρχισε τις χριστοπαναγίες, της το πέταξε πάλι έξω, η μητέρα μου το σήκωσε απ’ το χώμα και το πέταξε με φόρα πολλή, οι άλλοι κληρωτοί να γελάνε, το κέρμα έπεσε μέσα, τότε με τράβηξε και φύγαμε τρεχάτες, μην προλάβει ο πατέρας μου και το ξαναρίξει έξω. Τώρα, το πήρε, του το ’φαγαν οι άλλοι, ούτε μάθαμε. Και αυτή ήταν η τελευταία φορά που θυμάμαι να είδα τον πατέρα μου, και στη φάτσα, διότι όλο σκυφτόν και πλάτη τον θυμάμαι, να πλένει άντερα. Κι έτσι, διατηρώ επαφή με τη φάτσα σου μόνο από τη γαμπριάτικη φωτογραφία. Τους νεκρούς και τους εξαφανισθέντες, αυτούς που εξέρχονται από τη ζωή μου, τους ξεχνάω, το σουλούπι τους δηλαδή. Ξέρω μονάχα ότι λείπουν. Ακόμη και τη μάνα μου. Πέθανε άνω των εβδομήντα πέντε, αλλά μάλλον δεν ευκαίρησα ποτέ να την παρατηρήσω, κι έτσι διατηρώ επαφή μαζί της μέσον της νυφικής φωτογραφίας, που ήταν είκοσι τριών χρονών κορίτσι, σαράντα χρόνια μικρότερή μου. Κι έτσι δεν την ντρέπομαι πια, αφού τώρα είναι σαν κόρη μου, στην ηλικία δηλαδή…………………………..

Τονέρωτα τονθεωρούσα λιγάκι σαν εγχείρηση στο κρεβάτι, κι ας πλαντάζει ο αρσενικός απάνω μου.
Η μητέρα μου δεν έλεγε να βγει από το σπίτι.Εκτός από κανένα βραδάκι, όταν τη φώναζε η κυρία Κανέλλω να κάνουν λίγη παρέα, είτε να τη βοηθήσει στην μπουγάδα, ξέβγαλμα. Στο μεταξύ είχανε χαλαρώσει τα αυστηρά μέτρα, ο κατακτητής είχε καταλάβει πως ήμαστε υπάκουοι κατεχόμενοι και η κυκλοφορία επιτρεπόταν μέχρι τα μεσάνυχτα. Ο κινηματόγραφος άρχισε πάλι, βέβαια όλο γερμανικές οπερέτες με τη Μαρίκα Ρεκ και ουγγαρέζικα κοινωνικά με τον Πωλ Γιαβόρ και την Καταλίνα Καράντυ βάζανε, και κάτι λίγα ιταλικά.

Στον κινηματόγραφο πήγαινα με τον Φάνη μας,μας έμπαζε τζάμπα ο κύριος Βιττόριο, της Καραμπινερίας και αυτός, αντικαταστάτης του κυρ Άλφιο, που είχε γυρίσει στην πατρίδα του τότε. Το εισιτήριο ήτανε φτηνό, γενική είσοδος πέντε εκατομμύρια, πολύ φτηνό αν σκεφτείς πως ένα κουτί σπίρτα είχε τρία εκατομμύρια, αλλά εμείς πού να τα βρούμε. Γέμιζα σταφίδα την τσέπη του Φάνη μας και πηγαίναμε πέντε μ’ εφτά. Προτού μπούμε ρωτούσαμε τον μπάρμπα-Γρηγόρη στην είσοδο, φαΐ έχει; Και μπαίναμε.

Διότι διαλέγαμε έργα όπου έδειχναν φαγητό.Στα κοινωνικά, δεν τρώγανε. Στις οπερέτες όμως είχε πάντα σκηνές με επίσημα δείπνα, τραπέζι φορτωμένο φαγιά, και οι πρωταγωνιστές όλο να μιλάνε και να μην τρώνε καθόλου. Αφού μια μέρα ένας θεατής φωνάζει του Βίλλυ Φριτς στην οθόνη, φάτε και τίποτα μωρέ! Ο κόσμος παρακολουθούσε και αναγλειφόταν με τα φαγιά, κι έβαλε τα γέλια μόλις τ’ άκουσε αυτό. Όμως ένας Γερμανός φαντάρος που έβλεπε το έργον νόμισε πως του βρίσανε την πατρίδα του και τον εξέρανε στις μπουνιές τον ανθρωπάκο που το φώναξε.

Μ’ αυτά τα έργα χορταίναμε, γιατί είχε και δεύτερη σκηνή φαγητού, όταν ο αστέρας πήγαινε την πρωταγωνίστρια σε εστιατόριο,ή σε σεπαρέ, για να την αποπλανήσει. Στην αρχή όλο έπιναν και το κοινό θύμωνε. Μετά όμως ερχόταν και το φαγητό. Πολύ άνοστα πράματα έμοιαζαν, όλο στρείδια, χαβιάρια, εγώ από τότε σιχαίνομαι τα θαλασσινά. Φασολάδα ή ψητό, είτε κεφαλάκι στον φούρνο, δεν τρώγανε ποτέ. Σ’ ένα έργο μόνο φάγανε κάτι αυγά. Πολλές φορές, όταν τέλειωναν οι σκηνές με τα φαγιά, με τραβολογούσε ο Φάνης να φύγουμε, γιατί μετά όλο ερωτικές σκηνές και σαλιαρίσματα είχε, από τότε φαίνεται καταδίκασα γενικώς τον έρωτα· γενικώς τον θεωρούσα λιγάκι σαν εγχείρηση στο κρεβάτι, κι ας πλαντάζει ο αρσενικός απάνω μου, ακόμα και σήμερα δηλαδή…………………….

Πατρίδα μου ήταν ένα κοριτσάκι ονόματι Ρουμπίνα, που είχε ένα περιβολάκι κάτω απ’ το κρεβάτι της και είχε πιστή φίλη της μια χρωματιστή κοτούλα
Ε, η πρόοδος βλέπεις. Οι κάτοικοι των επάλξεων μετακόμισαν οι πιο πολλοί στας Αθήνας.  Κι όλοι καλοπερνούν. Λαχειοπώλες, θυρωροί, η μάνα της Αφροδίτης με ιδιόκτητο πολυβολείο, μια κούκλα το ’χει φτιάξει τώρα. Κι όλο πλέκει. Κοντεύει τα ογδόντα, πλην όλο μαζεύει χρήμα, τι το θέλει στην ηλικία της, ήμαρτον!
Δεν λέω, κι εγώ παλιότερα είχα ξεκινήσει ενέργειες για ένα οικοπεδάκι, αλλά δεν τα κατάφερα. Έλεγα, τι το θες μωρέ Ραραού το οικόπεδο. Χώμα είναι. Αδύνατο να εννοήσω τι το ήθελα το οικόπεδο.

Και τότε που με συνόδεψε πάλι αστυφύλακας στο σπίτι μου, εγώ αρνήθηκα να του πω πού μένω.Αυτός μου άνοιξε την τσάντα να βρει ταυτότητα για να δει τη διεύθυνσή μου, ηλικία πάντως δεν πρόφτασε να δει ο αγενής. Κι όσο περίμενα στο Τμήμα να ευκαιρήσει ο αστυφύλαξ να με συνοδέψει σπίτι μου, αυτός της υπηρεσίας με ρωτούσε όνομα και ποια η καταγωγή μου και η πατρίδα μου. Και τα θυμήθηκα
-Πατρίδα μου, του είπα, ήταν ένα κοριτσάκι ονόματι Ρουμπίνα. Που είχε ένα περιβολάκι κάτω απ’ το κρεβάτι της και είχε πιστή φίλη της μια χρωματιστή κοτούλα.

Και τότε αμέσως κατάλαβα γιατί όλοι οι άνθρωποι έχουμε σέβας και φιλία προς το χώμα και επιθυμία για γη: επειδή η γη είναι φτιαγμένη από τάφους.Και αυτό δεν είναι λυπητερό, γιατί να είναι λυπητερό; φυσικό πράμα είναι. Φυσικό είναι που η μητέρα μου απέβαλε την ομιλία. Κι ούτε με ταράζει πια που άρχισα να λησμονάω τη ματιά της μητέρας μου. Ξέχασα και ποιο χεράκι του Φάνη μας είναι το χαλασμένο. Ούτε και τι χρώμα μαλλιά είχε ο Φάνης μας θυμάμαι. Ξεχνάω και να λυπηθώ. Αυτό, λιγάκι με μελαγχολεί. Που ξεβάφουνε οι λύπες μου. Τι να κάνουμε…

Έχω όμως να θυμάμαι την πουλακίδα μου.Κι άμα με πιάσει κρίση σε ώρα κοινής ησυχίας, έχω μάθει το κόλπο πλέον: δαγκάνω ένα μαντήλι κι έτσι δεν με ακούνε οι συγκάτοικοι, κόλπο ξεσηκωμένο από το κινηματογράφο θα μου πεις, αλλά τέλος πάντων.
Μάλιστα, γιατρέ μου. Όμως, και η κρίση όλο και αραιότερα πλέον με επισκέπτεται.
Έχω την πουλακίδα μου να θυμάμαι, γιατρέ μου. Πολύχρωμη, και πέθανε από ασιτία στο πατρικό μου σπίτι. Και λέω, αυτή ήταν η μόνη συντροφιά που απόχτησα στο ζην μου. Γύρισε, και κοίταξε εμένα πριν γείρει και πεθάνει.
Εγώ; Ποιον θα κοιτάξω;
Δεν πειράζει.
Τώρα πλέον, το ζωντανούλι μου θα έχει γίνει χώμα.
Κι εγώ θα γίνω χώμα. Εν καιρώ.


Λέω, μετά από δύο, τρεις αιώνες, όταν και η πουλακίδα μου κι εγώ θα έχουμε γίνει δύο σκόνες αμέριμνες, μπορεί (μια ελπίδα μου λέω), μπορεί να μας ανασηκώσει μία μέρα το ίδιο αεράκι, και να μας ενώσει για λίγο, στον αέρα. Δύο στιγμές παρέα.


Μια γυναίκα τιμωρήθηκε. Το αποδέχεται. Και μετατρέπει μόνη της την τιμωρία σε ισόβια: την «ακινησία». Μια γυναίκα-«στάσις». Και γύρω της η βουή και τα πάθη, να τα ριπίζει η τρέλα μεταμφιεσμένη σε αμέριμνο πουλί. Η κόρη της, ως επανάσταση για την τιμωρία, μεταμφιέζει με ψευδώνυμο την πόλη που αδίκησε τη μητέρα της, επιθέτει ψευδώνυμο και στον εαυτό της, βαφτίζεται "Ραραού"και καταφεύγουν πρόσφυγες στην πρωτεύουσα. Θύμα, και όχι ηρωίδα του βιβλίου αυτού, η Ραραού εγκαθίσταται στο Μελόδραμα και στο Κωμικό. Την ανάγκασαν να πιστέψει ότι δεν της επιτρέπεται να είναι τραγική, τα πάθη της δεν ανέρχονται σε επίπεδο μεγαλοπρέπειας. Τελικά, όμως, η Τραγωδία, έστω και με σπασμένη κόθορνο, την επισκέπτεται και τη μυρώνει. Γύρω στις δύο γυναίκες, θολή στο βάθος μια χώρα αδέσποτη. Και πρόσωπα πολλά, που πιστεύουν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε ως πρόσχημα για να γίνουν βιβλία τα δικά τους πάθη. Κατά τη διαδρομή του βιβλίου, οι λοιποί κάτοικοί του βαθμιαία ευτυχούν και εγκαταλείπουν ησυχασμένοι και το βιβλίο και τη Ραραού. Η χώρα παραμένει θολή και ακίνητη στο περιθώριο του βιβλίου. Το οποίο βιβλίο δεν αντέχει να παρακολουθήσει τη Ραραού ως το τέλος της: λιποταχτεί, την εγκαταλείπει να συνεχίσει μόνη της. Τελικώς, λάθος μου που την αποκάλεσα θύμα. Αφού άλλωστε μόνη της δηλώνει ευτυχής και επιτυχημένη. Δεν γνωρίζω τι απέγινε η Ραραού

Παύλος Μάτεσις, Δραματουργός με ταλέντο θεατή που ήξερε να γελάει αλλά ήξερε και να μη χειροκροτεί

 «Όταν φύγω, θα προτιμούσα να έχουν καεί όλα τα βιβλία μου. Με ενδιαφέρουν τα έργα μου όσο ζω εδώ. Όταν δεν θα υπάρχω, θα προτιμούσα να μην υπάρχουν, να καούν»... Αυτή ήταν η -ευτυχώς, ανεκπλήρωτη- επιθυμία του Παύλου Μάτεσι, όπως την εξομολογούνταν στον Γιώργο Χρονά για τη «Βιβλιοθήκη» της «Ε» στις αρχές του 2010…
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ/ εργογραφία: Από τους σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, πεζογράφος και διακεκριμένος μεταφραστής, ο Παύλος Μάτεσις γεννήθηκε στη Δίβρη της Ηλείας το 1933 (κατά άλλους το 1929) κι από μικρός στράφηκε προς την τέχνη και τα γράμματα. Με σπουδές στο βιολί και την υποκριτική και κάτοχος τριών ξένων γλωσσών, αποφάσισε στα 33 του ν'αφοσιωθεί αποκλειστικά στη λογοτεχνία. 
Το παρθενικό θεατρικό του έργο ήταν το μονόπρακτο «Ο σταθμός» και ακολούθησε «Η τελετή» που ανέβηκε στο Θέατρο Νέας Ιωνίας και στο Εθνικό, το 1967 και το 1969 αντίστοιχα. Αν και στα πρώτα του θεατρικά ο Μάτεσις απομυθοποίησε το νεοελληνικό μικροαστισμό σαρκάζοντάς τον αλύπητα, με το «Φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο» (1974) στράφηκε προς μια γραφή που παραπέμπει στο θέατρο του παραλόγου, με σαφείς αναφορές στον Μπέκετ…. Άλλα γνωστά έργα του, «Λύκε-λύκε», «Εξορία», «Περιποιητής φυτών», «Ενοικιάζεται φύλακας άγγελος». 
Στην πεζογραφία πρωτοεμφανίστηκε το '87 με το σύντομο μυθιστόρημα «Αφροδίτη», όπου μια μεσόκοπη καταπιεσμένη λαϊκή γυναίκα οδηγείται στην ψύχωση και την παιδοκτονία. Ψυχωσική ήταν και η δημοφιλέστερη μυθιστορηματική ηρωίδα του Μάτεσι, η περίφημη Ραραού με το τραυματικό κατοχικό παρελθόν, η πρωταγωνίστρια της πολυμεταφρασμένης «Μητέρας του σκύλου» (Καστανιώτης, 1990), που θέλησε να μεταφέρει στο σινεμά, χωρίς αποτέλεσμα ώς τώρα, ο Εμίρ Κουστουρίτσα. Ενα μυθιστόρημα έντονα επηρεασμένο από το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή, με εξαιρετικό ιδεολογικό ενδιαφέρον, σύμφωνα με τον κριτικό Δημοσθένη Κούρτοβικ, στο μέτρο που ο Μάτεσις αντιπαραβάλλει με απόλυτο τρόπο «τον αυθόρμητο μεσογειακό ανθρωπισμό με το στυγνό ορθολογισμό και την αναλγησία του πραγματικού βιαστή της ελληνικής συνείδησης: του δυτικού πολιτισμού». 
Στα πεζογραφικά του έργα συγκαταλέγονται ακόμη «Ο Παλαιός των Ημερών», το «Πάντα καλά», η συλλογή διηγημάτων «Υλη δάσους», καθώς και το «Graffito», που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του: μια πολιτικο-κοινωνική παρωδία με κέντρο αναφοράς ένα θανατηφόρο ιό, ο οποίος πλήττει όλους τους κρατικούς και εθνικούς θεσμούς που μας έφεραν στο σημερινό αδιέξοδο

ΚΑΙ ΟΙ… ΑΓΓΕΛΟΙ ΕΧΟΥΝ ΨΥΧΗ (και τη στιγμή του υπερκόσμιου οργασμού τους ριγούν, σείονται, εκρήγνυνται και ο έρωτάς τους πέφτει σαν καταιγιστική βροχή πάνω στον κόσμο):

$
0
0

Ένα από τα πιο λυπηρά κενά πληροφόρησης που έχουν ταλανίσει άνδρες και γυναίκες όλων των εποχών σχετίζεται με την ερωτική πράξη των αγγέλων. Το στοιχείο, που ποτέ δεν έχει επιβεβαιωθεί, ότι οι άγγελοι δεν κάνουν έρωτα, ίσως να σημαίνει ότι δεν κάνουν έρωτα με τον ίδιο τρόπο όπως οι θνητοί. Άλλη εκδοχή, επίσης ανεπιβεβαίωτη, αλλά πιο αληθοφοανής, υποστηρίζει ότι μπορεί μεν οι άγγελοι να μην κάνουν έρωτα με τα σώματά τους (για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχουν…) τον απολαμβάνουν όμως με λέξεις, εννοείται με τις κατάλληλες. Ιδού πώς… Κάθε φορά που ο Άγγελος και η Αγγέλα συναντιούνται στο σταυροδρόμι δυο διαφανειών, αρχίζουν να κοιτάζονται, να ξελογιάζονται και να μπαίνουν σε πειρασμό ανταλλάσσοντας βλέμματα τα οποία, ασφαλώς, είναι αγγελικά!.. Μέχρι εδώ όλα καλά. Τι γίνεται όμως μετά; Ο Άγγελος για να πυροδοτήσει την κατάσταση λέει: «Σπόρος» και η Αγγέλα για να τον φουντώσει, απαντάει: «Αυλάκι»… Αν σας τρώει η περιέργεια, ΚΛΙΚ στην εικόνα και γι’ άλλα… προκαταρκτικά [Οι Άγγελοι και το σεξ από το βιβλίο του Μαριο Μπενεντέτι Βγάλε ένα φύλλο – ART by   NAGSOTO heart of misery]


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΕΡΩΤΩΝ:       

Εκείνος λέει: «Χιονοστιβάδα» κι εκείνη τρυφερά: «Άβυσσος»! Οι λέξεις διασταυρώνονται με ιλιγγιώδη ρυθμό σαν μετεωρίτες ή στοργικές σαν νιφάδες! 
Ο Άγγελος λέει: «Κορμός». Και η Αγγέλα: «Σπηλιά»!
Κάπου εκεί κοντά φτεροκοπούν ένας Φύλακας Άγγελος, μισογύνης κι αθόρυβος κι ένας άγγελος του Θανάτου, χήρος και ζοφερός. Αλλά το ζευγάρι των εραστών δεν σταματάει, συνεχίζει να τον έρωτά του.  
Εκείνος λέει: «Πηγή». Και εκείνη: «Κοιλάδα»!..
Οι συλλαβές διαποτίζονται με δροσοσταλίδες και, εδώ και εκεί, ανάμεσα σε κρυστάλλους χιονιού, κυκλοφορούν ο αέρας και οι προσδοκίες τους. Ο άγγελος λέει: «Σπαθί» και η Αγγέλα, απαστράπτουσα: «Πληγή». Εκείνος λέει: «Κωδωνοκρουσία» κι εκείνη: «Συναγερμός».
Και τη στιγμή ακριβώς του υπερκόσμιου οργασμού, οι θύσανοι και οι σωρείτες, τα στρώματα και οι μελανίες, ριγούν, σείονται, εκρήγνυνται και ο έρωτας των αγγέλων πέφτει σαν καταιγιστική βροχή πάνω στον κόσμο!

Πηγή: Μάριο Μπενεντέτι (Mario Benedetti: Ουρουγουανός πεζογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές της λογοτεχνικής γενιάς του ’45 στην πατρίδα του): ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ και ΤΟ ΣΕΞ, από τον τόμο ΒΓΑΛΕ ΕΝΑ ΦΥΛΛΟ, ανθολογία ισπανόφωνου ερωτικού διηγήματος

ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ ΕΝΑΝ ΠΟΙΗΤΗ, ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ, ΟΤΑΝ ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΜΟΥ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΟΤΙ ΑΚΟΥΩ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΕΣ ΦΩΝΕΣ…

$
0
0
 Ακριβώς απέναντι, κεραίες, απειλητικά δάχτυλα επίκρισης, ψυχρές επιταγές σιωπής. Τριγύρω τους σκόρπια δέντρα απλώνουν απελπισμένα κλαδιά μνήμης, ζητώντας να ξυπνήσω τη λήθη τους. Παράθυρα κλειστά, κοιμούνται ακόμα. Ρούχα πολύχρωμα απλωμένα. Ταράτσες παλιές ξεφτισμένες. Η βεράντα μου σαν πάρκο του μεσοπολέμου. Παγκάκια, κούνιες, φανοστάτες και πέργκολες, ξύλινοι φράχτες με κισσούς, ο ουρανός ελεύθερος σε κοιτάζει με δέος, με θλίψη καμιά φορά και με συμπόνια. Κάποιος... Σσσς! Ακούτε; Ροκανίζει τα σπλάχνα μου… Αυτός ο θόρυβος της σιωπής μ’ εμποδίζει ν’ ακούσω… Βοηθήστε με! [ΘΕΡΑΠΕΙΑ, διήγημα της Άννας Αφεντουλίδου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΘΡΑΚΑ τευχος 5-6 –και ακολουθεί Ο ΞΕΝΙΣΤΗΣ μια ιστορία αφιερωμένη στον Αργύρη Χιόνη για το Απομεσήμερο ενός Φαύνου – ARTby Anna Silivonchik and SCHIELE Egon )


Μόλις είχε βγει από το γραφείο του νέου της ψυχοθεραπευτή. Ήταν τυχερή. Ήταν σίγουρα αρκετά έμπειρος. Καθόταν διακριτικά απέναντί της προσέχοντας οι κινήσεις του να είναι αδιόρατες. Κάθε που εκείνη πήγαινε να δακρύσει, έστρεφε το βλέμμα του αλλού, για να μην της προκαλεί αμηχανία. Το κουτί με τα χαρτομάντιλα ήταν ήδη στο γραφείο, σε απόσταση που να μπορεί εύκολα να το φτάσει, μόλις το χρειαζόταν. Το αδιαφανές ντουλάπι στη βιβλιοθήκη πίσω του έκρυβε μπουκαλάκια με νερό, υγρά χαρτομάντιλα, πλαστικά ποτήρια. Ήταν σίγουρα ένας προνοητικός και προβλεπτικός ψυχοθεραπευτής. Ήταν ό,τι αυτή χρειαζόταν.
     Τα ρούχα του συνηθισμένα, να μην παγιδεύουν τα βλέμματα, τα μάτια του φιλικά κι ευγενικά, οι τρόποι του κάπως απόμακροι, ώστε να μην υπάρχει φόβος για κάποια δύσκολη οικειότητα. Κι όμως. Από την πρώτη ήδη φορά είχε παραβιάσει την ως είθισται διαδικασία. Τον είχε αναγκάσει πολύ πρώιμα να της κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις. Μόνο δύο, είναι η αλήθεια. Αλλά από εκείνες τις πιεστικές ερωτήσεις που κάνουν τον ασθενή να κουμπωθεί ξανά, τη στιγμή που η ψυχή του μόλις έχει αρχίσει δειλά δειλά να φαίνεται μέσα από τα ρήγματα μιας αβέβαιης και διστακτικής αφήγησης. Γεγονός ασυγχώρητο για έναν ειδικό. Την επόμενη φορά το βλέμμα του σταμάτησε λίγο περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε μπροστά, στο σημείο όπου ανεπαίσθητα άνοιγε η μπλούζα της στο ύψος του στήθους. Σαν το πιασμένο στα δίχτυα αγρίμι παλεύεις να πάρεις ανάσα κι αυτά τα μάτια είναι μια ελπίδα ότι μπορεί κάποιος να σε ελευθερώσει. Αυτός νόμιζε πως κατέγραφε τις αντιδράσεις της και κρατούσε σημειώσεις στο επαγγελματικό του ντοσιέ. Αλλά ήταν εκείνη που τον μελετούσε. Άγγιξε με τα δάχτυλά της απαλά το γραφείο κατά μήκος της κόψης του αμμοβολισμένου γυαλιού. Ήταν παγωμένο. Η κίνησή της αυτή τον έκανε να καθυστερήσει λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε, για να βρει την ημερομηνία στο επόμενό τους ραντεβού. Ίσως απλώς να ήταν πολύ νέος για ψυχοθεραπευτής.

Είχε κάνει εύκολα τη διάγνωσή του. Επρόκειτο για μια κλασική περίπτωση διπολικής διαταραχής. Χρειάζονταν, στην πρώτη φάση τουλάχιστον, ισχυρά αντικαταθλιπτικά, με την συνδρομή ίσως υπνοαγωγών ή τουλάχιστον αγχολυτικών φαρμάκων. Ήταν πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Αν και η καινούρια του ασθενής ώρες-ώρες τον έκανε να αισθάνεται κάπως άβολα. Έδιωξε βιαστικά αυτή του τη σκέψη. Δεν ήθελε να βασανίζεται άσκοπα. Όλα θα πήγαιναν μια χαρά. Είχε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν.
Ήταν πάντα πολύ μελετηρή. Το τελευταίο διάστημα, κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, διάβαζε εγχειρίδια κλινικής ψυχιατρικής, δοκίμια ψυχαναλυτικής θεωρίας, πραγματείες ιατρικών ερευνών. Κανείς δεν απορούσε για τα καινούργια της ενδιαφέροντα. Με τον πυρετό του ενθουσιασμού. Με το πάθος μιας ένθεης μανίας. Ο καινούριος της στόχος ήταν ένας ειδικός. Αδαής αν και γνώστης. Αφελής αν και έξυπνος. Άντρας. Αρκετό καιρό μετά την πρώτη τους συνεδρία, χαμογελούσε ευχαριστημένη σχεδόν ειρωνικά. Με τον σαρκασμό μιας πολύ βαθιάς γνώσης, που μπορεί να βασίζεται μόνο στην προσωπική εμπειρία. Στην ίδια τη ζωή που ανάσαινε με δυσκολία μέσα της. Είχε πονέσει πολύ. Αλλά τώρα ήξερε.
      Έπρεπε να του αφήσει λίγη ώρα, για να παρατηρήσει το πρόσωπό της και ταυτόχρονα να δείξει τον αναμενόμενο δισταγμό για μια πολύ προσωπική διήγηση. Εξάλλου, δεν βιαζόταν. Είχε μάθει πια καλά πως η αδημονία μπορεί να χαλάσει αστραπιαία ό,τι με πολύ κόπο έχτιζες για καιρό. Κοίταξε, λοιπόν, στρέφοντας αργά το βλέμμα έξω από το παράθυρο. Γνώριζε πως χρειαζόταν αυτό ακριβώς το στοχαστικό βλέμμα. Κισσοί σκαρφάλωναν πάνω στους τοίχους. Το ιατρείο του έβλεπε στην πίσω αυλή μιας παλιάς μονοκατοικίας.
  —Θέλω να σας ρωτήσω για τη δραματοθεραπεία. Του είπε όλο αθωότητα.
 —Τι ακριβώς θέλετε; 
 —Ποια είναι η γνώμη σας;
  —Γνωρίζω πως σε αρκετές περιπτώσεις είναι πολύ αποτελεσματική, της είπε.
 —Ωραία. Θα θέλατε να το δοκιμάσουμε μαζί; 
—Έχω παρακολουθήσει αρκετά σεμινάρια ανάλογου περιεχομένου, αλλά δεν είχα πολλές κλινικές περιπτώσεις όπου…
 —Δεν πειράζει, απάντησε. Έχω παρακολουθήσει κι εγώ κάτι παρόμοιο και υπάρχει ένα θεατρικό κείμενο που νομίζω πως μπορεί να βοηθήσει.
—Δεν έχω ιδιαίτερη εμπειρία. Δίστασε. Υπάρχουν συνάδελφοι που έχουν ασχοληθεί συστηματικά και θα μπορούσα να σας παραπέμψω σε κάποιον που…
 —Όχι. Τον έκοψε. Θα με αναγκάσετε να περάσω όλη αυτή τη διαδικασία της εκμυστήρευσης από την αρχή; Εξάλλου, για όλους, κάποτε είναι η πρώτη φορά. Καιρός να βελτιώσετε κι εσείς τη θεατρική σας παιδεία, δεν νομίζετε; Του είπε κάπως σκληρά και αμέσως αναρωτήθηκε μήπως το είχε παρακάνει.
 —Έχω πολύ καλή θεατρική παιδεία, είπε ελαφρώς πειραγμένος.
—Και βέβαια, δεν ήθελα να σας προσβάλω, του είπε γλυκά.
—Πολύ καλά, ας προσπαθήσουμε.
 —Σύμφωνοι, είπε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Θα σας φέρω το κείμενο την επόμενη φορά να το διαβάσουμε μαζί. Ξέρετε πως είναι κάτι πολύ εύκολο.
Ανατρίχιασε υποψιαζόμενος πως έπρεπε να είχε πει κάτι άλλο. Αμέσως μετά σκέφτηκε πως πολλοί θεωρητικοί λένε πως το «θεατρικό παιχνίδι» μπορεί να βοηθήσει δραστικά στην αντιμετώπιση ψυχικών διαταραχών κάθε είδους. Ήταν, λοιπόν, καθησύχασε τον εαυτό του, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, να τη δοκιμάσει.
     Την επόμενη φορά η ασθενής του πήγε με μιαν ομιλητικότητα ασυνήθιστη. «Ωραία», σκέφτηκε ο Θεραπευτής, «έχει αρχίσει να χαλαρώνει». 
—Ξεκινάμε; είπε προσπαθώντας να φαίνεται αμέριμνη. Εσείς θα υποδυθείτε τον Α. και εγώ τη Γ. Διαβάζω δυνατά την ταυτότητα των προσώπων. Και του έτεινε το δικό του αντίτυπο του κειμένου. 
«Γ(υναίκα): Γυναίκα γύρω στα 40. Ούτε όμορφη ούτε άσχημη. Αφανώς “περιποιημένη”. Ντύνεται με απλά, αλλά ακριβά ρούχα. Από αυτές που δεν σταματά το βλέμμα σου πάνω τους, παρά μόνο γιατί έχεις την εντύπωση ότι κάπου την ξέρεις και δεν μπορείς να θυμηθείς από πού. Έχει ακουστικές παραισθήσεις, χωρίς να πάσχει από σχιζοφρένεια. Ακούει φωνές, αποσπασματικούς διαλόγους που την έχουν αποδιοργανώσει. Δεν τους έχει ζήσει, δεν πρόκειται δηλαδή για αναμνήσεις, ωστόσο αναγνωρίζει ανάμεσα στις φωνές και τη δική της. Έχει δοκιμάσει διάφορες ψυχοθεραπευτικές μεθόδους και κοκτέιλ φαρμάκων, αλλά μάταια. Απεγνωσμένη καταφεύγει σε έναν ψυχοθεραπευτή που χρησιμοποιεί τη μέθοδο της ύπνωσης. Η ίδια υπέρμαχος της επιστημονικής βεβαιότητας θεωρεί την ύπνωση “επιστημονικοφανή τσαρλατανισμό”, γι’ αυτό και αισθάνεται πως έφτασε ως την έσχατη ταπείνωση, αλλά είναι πραγματικά απελπισμένη.
»Α(ντρας): Ψυχοθεραπευτής. Γύρω στα τριάντα πέντε. Αρχικά, φαίνεται να του αρέσει –ή τουλάχιστον συνηθίζει– να κουρεύεται σαν στρατιωτικός. Ντύνεται σαν αντιπρόσωπος φαρμακευτικής εταιρείας, σακάκι, καλογυαλισμένα παπούτσια, άψογα κουμπωμένα όλα, γιακάς, μανσέτες, ζώνη. Φοράει γυαλιά τα οποία βγάζει συχνά, για να πιέσει τη βάση της μύτης του και να τρίψει τα φρύδια του, λες και θέλει κάτι να θυμηθεί ή να ξεχάσει. Στην αρχή το γραφείο του είναι εντελώς απρόσωπο. Σα χειρουργική αίθουσα. Σε κάθε συνεδρία με τη Γυναίκα κάτι αλλάζει. Προστίθεται μια φωτογραφία, μια μολυβοθήκη, ένα επιτραπέζιο φωτιστικό, ένα μισάνοιχτο βιβλίο. Κάθε φορά και ο ίδιος αλλάζει. Λίγο πιο αχτένιστα τα μαλλιά του, ξεκούμπωτο το πουκάμισο στο λαιμό, αθλητικά παπούτσια που η εμφάνισή τους δείχνει πως περπάτησε πολλή ώρα και όχι σε άσφαλτο.
    Η σκηνή διαδραματίζεται στο ιατρείο του. Βρισκόμαστε στη μέση μιας συνεδρίας.»
Την κοίταξε ενοχλημένος.
—Μήπως… θα έπρεπε…
—Λοιπόν, ξεκινάμε; Τον ρώτησε επιτακτικά.
Ένιωσε τον δισταγμό του και τον εξουδετέρωσε προτού δυναμώσει. Το ήξερε καλά πως έπρεπε να πνίξει κάθε του ενδοιασμό όσο ήταν ακόμα καιρός. Έγνεψε αναποφάσιστα αλλά καταφατικά.
 «Γ: Ξέρετε, από τότε που αγάπησα έναν Ποιητή, κάθε πρωί, όταν ανοίγω το παράθυρό μου αισθάνομαι χιλιάδες εγκλωβισμένες σκέψεις, φωνές ανθρώπων που περιμένουν, πώς να τις ακούσω; Ακριβώς απέναντι, κεραίες, απειλητικά δάχτυλα επίκρισης, ψυχρές επιταγές σιωπής. Τριγύρω τους σκόρπια δέντρα απλώνουν απελπισμένα κλαδιά μνήμης, ζητώντας να ξυπνήσω τη λήθη τους. Παράθυρα κλειστά, κοιμούνται ακόμα. Ρούχα πολύχρωμα απλωμένα. Ταράτσες παλιές ξεφτισμένες. Η βεράντα μου σαν πάρκο του μεσοπολέμου. Παγκάκια, κούνιες, φανοστάτες και πέργκολες, ξύλινοι φράχτες με κισσούς, ο ουρανός ελεύθερος σε κοιτάζει με δέος, με θλίψη καμιά φορά και με συμπόνια. Κάποιος... Σσσς! Ακούτε; Ροκανίζει τα σπλάχνα μου… Αυτός ο θόρυβος της σιωπής μ’ εμποδίζει ν’ ακούσω… Βοηθήστε με!
Α: Μη φοβάστε. Θα σας βοηθήσω να βρείτε αυτό που ψάχνετε.
Γ: Είμαι σίγουρη. Γι’ αυτό και σας το αφιερώνω. Ακούστε το.
(απαγγέλλει με στόμφο) 
Ενδιαφέρον επ’ αμοιβή 
οι ώρες σου 
Δώρο σου κάνω
μια βόλτα στων ποιητών την πόλη
(Να ξεγελάσω τη νύχτα πως με νοιάστηκες)
Α: Ακούω αυτά που θέλετε να μου πείτε… Λοιπόν;
Γ: Λοιπόν σκεφτόμουν πως εσείς ξέρετε πάρα πολλά για μένα και εγώ –νομίζετε πως– δεν ξέρω τίποτα για σας.
Α: Τι εννοείτε;
Γ: Μπορώ πολύ εύκολα να υποθέσω ποιος, στην πραγματικότητα, είστε. Ήσασταν καλός μαθητής, όχι όμως Ο άριστος... Έχετε αναμνήσεις δυσαρέσκειας από καθηγητές που σας αδίκησαν. Δεν ήσασταν δημοφιλής στους συμμαθητές σας. Κάποιοι σας πείραζαν, γεγονός που σας ενοχλούσε ιδιαίτερα, αλλά καταφέρνατε να μη το δείχνετε και να το “ξεπερνάτε με αξιοπρέπεια”. Αγαπούσατε τη μητέρα σας, αλλά αρκετές φορές νιώθατε να σας “πνίγει”...
Α: Δεν πρέπει να με εμπλέκετε προσωπικά. 
Γ: Γιατί; Μήπως φοβάστε; 
Α: Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα και το ξέρετε πολύ καλά.
Γ: Είστε σίγουρος;
Α: Αρνούμαι να παίξω αυτό το παιχνίδι μαζί σας.
Γ: Πολύ καλά. Εσείς το θελήσατε.
(Η γυναίκα σηκώνεται πάνω απότομα, σχεδόν θυμωμένη ή απλά αποφασισμένη.)»
Σηκώθηκε σύμφωνα με τις σκηνικές οδηγίες του κειμένου κάπως απότομα, αλλά επειδή είδε πως αυτός ξαφνιάστηκε, άλλαξε ύφος και του εξήγησε σιγά καθησυχαστικά, σχεδόν ψιθυριστά.
 —Ας δώσουμε μια μικρή αληθοφάνεια. Στο κάτω κάτω θέατρο είναι…
Του γύρισε την πλάτη και συνέχισε.
«Γ: Ο πρώτος σας έρωτας ήταν τραυματικός, αλλά το αντέξατε. Όταν γδύνεστε, ποτέ δεν “πετάτε” τα ρούχα σας όπως να ’ναι. Τα τακτοποιείτε, έτσι ώστε να μην τσαλακώνονται. Ποτέ δεν μιλάτε όταν κάνετε έρωτα. Είστε σιωπηλός σαν ψάρι. Όταν φτάνετε σε οργασμό σχεδόν το κρύβετε, ιδιαίτερα, όταν είναι νωρίτερα απ’ ό,τι θα ήθελε η σύντροφός σας (γελώντας). Από το ύφος σας καταλαβαίνω πως “έπεσα μέσα”. Να σας πω και τι σκέφτονται –είμαι σίγουρη– οι ερωμένες σας εκείνη την ώρα;
Α: Ξεπερνάτε τα όρια! Θα με αναγκάσετε να διακόψουμε!
Γ: Συγγνώμη, συγγνώμη, έχετε δίκιο… Με ποιο δικαίωμα; Σας παρακαλώ... σας χρειάζομαι, μη μ’ εγκαταλείπετε κι εσείς. Ξέρετε τη Νίνα από τον Γλάρο του Τσέχοφ; Ήρθε κάποιος και επειδή δεν είχε τι να κάνει σκότωσε τον γλάρο. Αν είμαι κι εγώ κάπως έτσι;  
(Ξαπλώνει αργά, κουρασμένα στο ανάκλιντρο του ιατρείου. Φαίνεται σαν να βυθίζεται σε ύπνωση.)»
Έστρεψε το βλέμμα του ερωτηματικά, μουδιασμένα επάνω της, με τόσην ένταση που το αισθάνθηκε σαν χτύπημα.
     —Σ’ αυτό το σημείο, του εξήγησε απαλά, γίνεται η διαδικασία της ύπνωσης, για να μπορέσει να ολοκληρωθεί η θεραπεία της Γυναίκας. Να συνεχίσουμε; Ρώτησε με γλυκιά  φωνή. Κούνησε σαστισμένα αλλά και με κρυφή έξαψη το κεφάλι του. Αυτή βυθίστηκε αργά στην πολυθρόνα της ευχαριστημένη. Ήταν ολοφάνερο. Είχε αναστατωθεί.
«Α: Για πείτε μου, τώρα, πού βρίσκεστε;
Γ: Ένα βαρύ, γκρίζο, χιονισμένο τοπίο μου πλακώνει την ψυχή. Ταξίδι μοναχικό, γεμάτο από τις θορυβώδεις σιωπές των ανθρώπων. Ο δρόμος, παράξενο, είναι καθαρός από χιόνι, γεμάτος από την γλιστερή λάσπη της βροχής, θρυμματισμένος καφετί πάγος τρυπάει τ’ αυτιά, τα μάτια, τα κόκαλα.  
Α: Και εκεί τι κάνετε;
Γ:(σχεδόν απελπισμένα) Σε ψάχνω και σε ψάχνω κι εσύ λείπεις με το βλέμμα καρφωμένο στο άνοιγμα της μπλούζας μου. Κάνεις πως διαβάζεις βαρύγδουπα, ξενόγλωσσα βιβλία κι εγώ σε κολακεύω ελπίζοντας πως επιτέλους θα σπάσεις τα δεσμά, και θα φανείς να… (με προσδοκία) Θα έρθει όμως πάλι ο Ποιητής μου. Τόσο γλυκά, αθώα φιλιά. Θα με ταξιδέψει στο όνειρο. Θα με αγαπήσει.
Α: (αλλάζοντας ύφος, λες και ξαφνικά επηρεασμένος κι αυτός από τη διαδικασία της ύπνωσης “έγινε” κάποιος άλλος) Κι εσύ τι κάνεις; Του στέλνεις ερωτικές επιστολές γεμάτες δηλητήριο να τον πονάς. Κι αυτός σε συγχωρεί. Σε συγχωρεί. Σε συγχωρεί.
Γ: Δεν θέλω να με συγχωρούν! Να με ποθούν θέλω! Να με θυμούνται! Με μίσος. Με φθόνο. Με πικρία. Αδιάφορο! Γιατί μόνο έτσι θα είμαι. Θέλω να πεθάνω… Χρόνια το σχεδιάζω. Τι ηδονή στη σκέψη αυτή… Αν δε βρω το κουράγιο για κάτι πιο σκληρό, απλά θα πηδήξω από το μπαλκόνι. Αυτό είναι πιο εύκολο, είναι μια στιγμή, δεν προλαβαίνεις να πονέσεις ή να δειλιάσεις.
(σηκώνεται απότομα, σαν να «ξύπνησε»)
    »Εμπρός! Διαφωνήστε! Προσπαθήστε να με πείσετε! Για την αξία της ζωής, για την παθολογία της απόφασής μου, για το ότι αποτελεί απόρροια της ασθένειας. Αν δεν ήμουν άρρωστη, δεν θα έπαιρνα μια τέτοια απόφαση; Ίσως. Τότε καλύτερα που είμαι άρρωστη, γιατί μου είναι πιο εύκολο. Δεν μπορείτε να καταλάβετε. Όλα ήταν ένα λάθος. Πολύ αργά να γυρίσω πίσω. Τίποτα, ποτέ δεν θα είναι όπως πριν. Πιστέψατε πως μπορείτε να με θεραπεύσετε. Το πίστεψα κι εγώ. Είναι όμως πια αργά. Λυπάμαι.»
Τον είδε έκπληκτη να σηκώνεται από την θέση του και να την πλησιάζει απειλητικά υψώνοντας τον τόνο της φωνής του. Αντιδρούσε πιο έντονα απ’ ό,τι κι αυτή η ίδια περίμενε.    
«Α: Γιατί μου τα λες όλα αυτά; Ξέρεις ότι θα εναντιωθώ. Μήπως κατά βάθος θέλεις να σε αποτρέψω; Μήπως απλώς κοροϊδεύεις τον εαυτό σου; Ή μήπως εκδικείσαι έτσι έναν άντρα ακόμα; Να τον κάνεις να αισθανθεί ότι απέτυχε: Μια ασθενής μου θα αυτοκτονήσει. Θα προσπαθήσω, αλλά δεν θα μπορέσω να την σώσω.
Γ: Υποκριτή! Τα ήξερες όλα! Από την αρχή! Σπουδαίος Θεραπευτής! (μιμούμενη τη φωνή του Α) “…Οι φωνές που ακούτε είναι, εντέλει, η συνείδηση του εσώτερου εγώ σας, που δεν συμβιβάζεται ηθικά με τις ερωτικές σας επιθυμίες…” (ειρωνικά) Κι εγώ είμαι δυστυχισμένη, γιατί είμαι ανίκανη να πετύχω ένα πήδημα με έναν αληθινό Άντρα.
(Ο Α ορμάει πάνω στη Γ ταρακουνώντας την απ’ τους ώμους)
Α: Ποια νομίζεις ότι είσαι; Τι θέλεις από μένα; Να είμαι ο εραστής που θα σε πηδήξει και θα σε παρατήσει; Κι εσύ θα σκοτώσεις τα παιδιά και τη γυναίκα μου; Τότε θα είσαι ευχαριστημένη;
(Την αρπάζει από το λαιμό και πλησιάζει το στόμα του στο δικό της, για να την φιλήσει)
Ή με θέλεις σύζυγο να σε πνίγει η αγάπη του;
(Την αρπάζει από την βουβωνική περιοχή)
Μήπως με προτιμάς τον γιο που θα σκοτώσεις, γιατί θα αρνηθεί να τρέφεσαι απ’ τη νιότη του; 
Γ: Ποτέ δεν είχα την πολυτέλεια να διαλέξω...
Α: Ψέματα! 
(Την ξαπλώνει στο ανάκλιντρο βίαια)
Γ: Αυτό μπορεί να είναι η καταστροφή σου…
Α: Και η δική σου…»

Η γυναίκα τον απώθησε δυνατά και τότε ο Θεραπευτής συνειδητοποίησε πως κρατούσε ακινητοποιημένη την ασθενή του πάνω στο γραφείο και την φιλούσε βίαια στο στόμα. Και το χειρότερο. Δεν το μετάνιωνε. Εκείνη συνέχιζε να τον απωθεί σταθερά.
     —Η παράσταση τελείωσε. Του είπε με μια περίεργα ήρεμη φωνή.
Ανασηκώθηκε, πήγε κοντά στο παράθυρο, το άνοιξε, οι κισσοί σκαρφάλωναν επεκτατικοί σε όλους τους τοίχους. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Έβγαλε το σακάκι της, του οποίου άλλα κουμπιά ήταν ήδη ξεκούμπωτα και άλλα μισοξηλωμένα μετά την τόση παραφορά της «πρόβας» τους. Κάτω απ’ το σκούρο της σακάκι ήταν ολότελα γυμνή. Μια λευκόχροη επιδερμίδα, σχεδόν διάφανη. Ο άντρας την κοίταζε αποσβολωμένος. Οι ωμοπλάτες της ριγούσαν παράξενα. Τα κόκαλα φούσκωναν αφύσικα, λες και ζητούσαν να διαρρήξουν το εύθραυστό της κορμί. Ξαφνικά δυο γωνίες πετάχτηκαν σκίζοντας το λεπτό της δέρμα. Εκείνη έσκυψε ελαφρά στενάζοντας με ηδονή. Δυο γκριζωπά κολλώδη φτερά ξεπρόβαλλαν πάνω στην πλάτη της. Ανασηκώνοντας αργά το σώμα της, γύρισε και τον κοίταξε σιωπηλά.
     Αυτός πάγωσε αντικρίζοντας τη νέα της μορφή. Είχε αποκτήσει μεγάλα αχνογάλαζα, σχεδόν άσπρα, μάτια, ολόλευκο πρόσωπο και κατακόκκινα χείλη. Το στήθος της μικρό και σφιχτό, με θηλές ροδαλές κι ολοστρόγγυλες. Τον πλησίασε περπατώντας αργά και ανάλαφρα πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Ο άντρας πισωπάτησε τρομαγμένος. Άπλωσε το χέρι της και τον άγγιξε απαλά. Ένιωσε το άρωμά της να τον ναρκώνει γλυκά. Τα χείλη της τον πλησίαζαν φέρνοντας στη μνήμη του το φιλί της. Εκείνη, λίγο πριν αγγίξει τα χείλη του, έστρεψε απότομα κάπως δεξιότερα το πρόσωπό της και κάρφωσε τα δόντια της στο λαιμό του. Τον αγκάλιασε σφιχτά τυλίγοντάς τον με τα γκρίζα φτερά της, καθώς τα χέρια της χάιδευαν τα μαλλιά του. Έπειτα από λίγο χαλάρωσε τη θανάσιμη αγκαλιά της κι αυτός γλίστρησε άψυχος στο πάτωμα μπροστά στο γραφείο του. Ανασαίνοντας βαθιά σκούπισε τα χείλη της με την ανάστροφη του χεριού της, μάζεψε αργά τα φτερά της και φόρεσε προσεκτικά το σακάκι κουμπώνοντας δύο μόνο κουμπιά. Έριξε μιαν αδιάφορη ματιά στο σώμα του άντρα και μάζεψε από κάτω την τσάντα της. «Περίεργο!» σκέφτηκε. «Δεν αντιστάθηκε καθόλου! Ακριβώς όπως ο Αστέριος. Τελικά όλα τα Τέρατα ίδια είναι!», μουρμούρισε. Και χαμογέλασε ειρωνικά κλείνοντας αθόρυβα πίσω της την πόρτα.
[ΘΕΡΑΠΕΙΑ, διήγημα της Άννας Αφεντουλίδου που δημοσιεύτηκε στο 5-6 τεύχος του περιοδικού ΘΡΑΚΑ]


ΞΕΝΙΣΤΗΣ (στον Αργύρη Χιόνη για το Απομεσήμερο ενός Φαύνου) 
Ήταν η ενσάρκωση του αναγεννησιακού ιδανικού του Καθολικού Ανθρώπου. Τόσες γνώσεις, σε τόσα θέματα! Και τι ρητορική ικανότητα! με εκείνη την αξιοζήλευτη άρθρωση που λιαίνει τα σύμφωνα και στρογγυλεύει τα φωνήεντα! Αλλά και Δάσκαλος, πάντα πρόθυμος να μεταλαμπαδεύσει στους νέους ανθρώπους τις γνώσεις του. Και όχι μόνον αυτό! Ήταν επιπλέον η ενσάρκωση και του αρχαίου πνεύματος της φιλοξενίας. Συνεχώς φιλοξενούσε στο αρχοντικό του κάποιαν νέα από την επαρχία που δεν είχε πού να μείνει, για να μπορέσει να επωφεληθεί τόσο από τις πολύτιμες διαλέξεις, που συχνά πυκνά έδινε σε κάποιο Πανεπιστημιακό Ίδρυμα, όσο και από τις ανιδιοτελείς υψηλές γνωριμίες του.
Είχε λοιπόν προσκαλέσει με μεγαθυμία και εμαυτήν, αμέσως μόλις του έστειλα το Βιογραφικό μου και μιαν ολόσωμη φωτογραφία, όπου ανέπτυσσα όλα τα πνευματικά μου ενδιαφέροντα… Σίγουρα ένας προστατευόμενος των Μουσών και του Ξενίου Διός! Ίσως γι’ αυτό του πήγαιναν όλα δεξιά και όχι γιατί ανένηψε της αριστεράς ιδεολογίας, όπως υπαινίσσονταν κάποιοι άσπονδοι φίλοι.
- Ζήλια! Καθαρή ζήλια, φιλτάτη μου κορασίς! έλεγε κι εγώ παρακολουθούσα καθηλωμένη τα δαχτυλίδια του καπνού, που συντρόφευαν τις λέξεις του, να πλαισιώνουν τα λευκά του μαλλιά…ενώ εκείνος με μεγαλοψυχία χάιδευε πατρικά τους στρογγυλούς μου ώμους, την απαλή σάρκα του λεπτού μου λαιμού…
Διήγον την τρίτην ημέραν φιλοξενούμενη στο αρχοντικό του. Με είχε περιηγήσει σε όλες τις αναρίθμητες κάμαρες, όπου φυλάσσονταν πολυάριθμοι πίνακες και γλυπτά, επεξηγώντας επί ώρες τα πώς και τα γιατί της αμύθητης καλλιτεχνικής τους αξίας και αφήνοντάς με άφωνη με την ευρυμάθεια και την εμβρίθειά του. Μου είχε δείξει με άπειρη προσοχή κι ευλάβεια όλα τα οικογενειακά κειμήλια, τόσο του ιδίου όσο και της συζύγου του, μεταδίδοντάς μου την συγκίνησή του καθώς διέκρινα δάκρυα να λαμπυρίζουν στις ρυτιδιασμένες άκρες των κάπως θολών του ματιών. Κατόπιν μου επέτρεψε με γενναιοδωρία να αγγίξω σαγηνευμένη το χέρι του, ενόσω με έσφιγγε με οδύνη πάνω του, ώσπου να ασφυκτιά το πλούσιο στήθος μου με πόνο…
Εκείνο το βράδυ, μετά το ασκητικό μας δείπνο, χαρακτηριστικό των ανθρώπων με αριστοκρατικές καταβολές, λόγω της Παιδείας τους βεβαίως και ουχί των προγόνων, με οδήγησε στο μόνο δωμάτιο, όπου δεν μου είχε επιτρέψει έως τότε να μπω, στο Άδυτο των Αδύτων, στο Γραφείο του. Βαρύτιμοι δερματόδετοι τόμοι γεμάτοι με τη σοφία αιώνων ανθρώπινου πολιτισμού κάλυπταν τους πανύψηλους τοίχους απ’ άκρη σ’ άκρη. Είχα μείνει εκστατική. Με άφησε να ξεφυλλίσω με τρεμάμενα από το δέος χέρια κάποιους τόμους της αρεσκείας μου, ωσότου εκείνος έψαχνε στη μεγάλη σύγχρονη βιβλιοθήκη του Διαδικτύου∙ με την άκρη του ματιού μου διέκρινα τη σκυμμένη του φιγούρα μπροστά στον Ηλεκτρονικό Υπολογιστή, το μοναδικό δείγμα του τεχνολογικού πολιτισμού του τελευταίου αιώνα, ο οποίος δέσποζε πάνω στο δρύινο έπιπλο στο κέντρο του δωματίου. Διάβαζα και κρατούσα σημειώσεις χαϊδεύοντας αφηρημένη την δεξιά μου γάμπα με το αριστερό μου χέρι…ανεβάζοντάς το ανεπαισθήτως εκεί ψηλά στην κρυφή κόχη των ιδρωμένων μου μηρών…
-Για την προσφιλήν μου απασχόλησιν, όπως διευκρίνισε ο ίδιος δείχνοντάς μου, μισολαχανιασμένος, την φωτισμένη οθόνη… στο λιγοστό χρόνο των διαλειμμάτων από την επίπονη μελέτη, στη μόνη ξεκούραση που επεφύλασσε εις εαυτόν.
Έπειτα από αρκετή ώρα με κάλεσε κοντά του.
-Πώς σας φαίνεται αυτό, αγαπητή μου; Με ρώτησε βαριανασαίνοντας, καθώς μού έδειχνε συμπλέγματα αντρών και γυναικών σε ανόσιες στάσεις.
Έχω δει και καλύτερα, σκέφτηκα αλλά έδιωξα μετά βδελυγμίας την ασεβή σκέψη και προσπάθησα να εντρυφήσω στις εικόνες που εναλλάσσονταν με ταχύτητα μπροστά στα μάτια μου, επιδιώκοντας το βαθύτερο φιλοσοφικό υπόστρωμα αυτών των αναζητήσεων, ούσα βεβαία πως επρόκειτο για κάτι ασύλληπτο για την ανολοκλήρωτόν μου παιδείαν, εξ ου και η φριχτή βαριεστιμάρα μου την ιερή εκείνη ώρα.
Μόλις ένιωσα το χέρι του που χάιδευε στοργικά τα μακριά μου μαλλιά να σπρώχνει το κεφάλι μου στο σκοτεινό άνοιγμα του παντελονιού του κατελήφθην από την ιδέα πως ο σοφός μου γέρος δεν ήταν παρά ένας φτωχός άντρας, τον οποίο η ταπεινή γυναικεία μου φύσις ποτέ δεν θα μπορούσε να καταλάβει ή να αποδεχθεί.
Γιατί, ακόμη και μετά από την πολυήμερη κοπιαστική μου μύηση στα Άδυτα της ανθρώπινης γνώσης, εγώ εξακολουθούσα να προτιμώ τη μικρή Νεράιδα… με την μορφή της νεαράς οικιακής βοηθού, με την οποία στριμωχνόμασταν στο μικρό κουζινάκι, για να εφαρμόσουμε εμπράκτως την επισωρευομένη μόρφωσιν του Διαδικτύου, τα μεσημέρια της παραμονής μου στο επιβλητικό εκείνο αρχοντικό… σιχτιρίζοντας ομού κι αυτόν και την αλαζονική σοφία του και το ανόητο σινάφι του. [ΞΕΝΙΣΤΗΣ, Άννα Αφδεντουλίδου]
και μια ιστορία για την Πεταλούδα που έχασε τα φτερά της με ΚΛΙΚ εδώ:

ΔΕΝΔΡΟ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ: Γενναίο δένδρο, συ που κηρύττεις στους ανθρώπους πράξεις υπεράνθρωπες

$
0
0
Δεν ήξερα πως δεν ξέρω τι είμαι, είπε το δένδρο. Να πάω πού; Εδώ τουλάχιστον, κάποιος μπορεί να θυμηθεί μιαν άκρη… Όμως το δένδρο που δεν ήταν δένδρο, το δένδρο που ’ψαχνε να γίνει άνθρωπος, είχε ακόμα το χυμό να ανεβοκατεβαίνει, είχε το μέσο και την εκλογή, είχε αυτόν τον πόθο, πάνω απ’ όλα, να δει πώς συναντιόνται τα μέσα και τα έξω, πού η εικόνα του είναι και δεν είναι αληθινή, πού ξεκινάει εκείνος ο παλμός, που σπρώχνει το σώμα του να τρέφει μάτια [Μπίλη Βέμη, Το Δένδρο που το φέραν στο Μουσείο, εκδόσεις Μπιλιέτο 2003 – ARTbyamirapspTreeoflife]

Το τελευταίο δένδρο, τοποθετημένο σαν έκθεμα στο Μουσείο, ξεσηκώνεται. Κουράστηκε να καθορίζεται ο ρόλος του από τη βούληση και τη ματιά των άλλων. Ανακαλύπτει όμως, πως το βλέμμα τους έχει ήδη αλλοιώσει ακόμη και την εξωτερική του εμφάνιση. Ποιος είναι ο εαυτός του; Στις διαδοχικές του αποκαλύψεις τον καθοδηγεί η πεισματάρα μνήμη ενός βαλσαμωμένου πουλιού (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου της Μπίλης Βέμη «ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΠΟΥ ΤΟ ΦΕΡΑΝ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ», Εκδόσεις Μπιλιέτο, 2003)

- Βαρέθηκα να είμαι σύμβολο, είπε το δένδρο,
μέσα στη Βίβλο και τα γραπτά σας…


Θέλω να βγω να περπατήσω
-      Πού πας, είπε το βαλσαμωμένο πουλί από την κόχη,
θα σε βαλσαμώσουν!

Το δένδρο κοιτάχθηκε δεξιά, αριστερά, κοίταξε τα μέλη του στον απέναντι καθρέφτη.

-      Δεν ξέρω πώς έγινε και μοιάζω έτσι με άνθρωπο, είπε.
Πώς έγινε τόσα χρόνια να καθρεπτίζομαι εγώ στα μάτια τους, αντί εκείνοι στα κλαδιά μου. Τι απλοϊκό να πιστεύω πως η εικόνα μου είναι αιώνια!

-      Ξέχασες την κίνηση, είπε το βαλσαμωμένο πουλί, που το μόνο που είχε, ήταν μια πεισματάρα μνήμη.
-      Την κίνηση προς τα πού, ρώτησε αφηρημένα το δένδρο, χωρίς καλά-καλά να ξέρει γιατί ρωτά.
-      Δεν έχει σημασία, είπε το πουλί πίσω απ’ τα γυάλινα μάτια του. Εξαρτάται προς τα πού κοιτάς. Η κίνηση είναι ίδια.
-      Θυμάμαι είπε το δένδρο, τους χυμούς ν’ ανεβοκατεβαίνουν. Θυμάμαι την κίνηση με τις εποχές. Μα δε θυμάμαι να κοίταξα πουθενά.
-      Ποια η ανάγκη έκανε το πουλί. Αφού τότε δεν έμοιαζες με άνθρωπο. Τότε ήσουνα.Ήταν αρκετό.
-      Καθρεπτιζόμουνα στα μάτια τους, είπε, ψηλαφίζοντας τις αναμνήσεις του, το δένδρο. Δεν κοίταζα ακριβώς, αλλά κάτι εκεί μες στον καθρέπτη, μ’ άρεσε.
-      Ξεχάστηκες μες στον καθρέφτη, είπε το πουλί, που αν και τυφλό, παρακολουθούσε τα πάντα, από τα μέσα. Ξεχάστηκες και πέρασες ολόκληρο από την άλλη μεριά. Είναι κι αυτή μια κίνηση.
-      Έπεσα μέσα στην τρύπα των ματιών τους, κατάλαβε το δένδρο. Και δε βγήκα πουθενά.
-      Πήρες την όψη τους από αδράνεια… κι ακόμα σε βόλευε που ήσασταν πολλοί μαζί και ίδιοι. Ήσουν το τελευταίο δένδρο κι η μοναξιά σε λύγιζε.
-      Δεν ξέρω τι είμαι μέσα τι είμαι έξω, είπε το δένδρο και άρχιζε να υποφέρει που ένιωθε πως είχε χάσει όλα τα παλιά του νήματα και δεν είχε καινούρια. Θέλω να θυμηθώ πώς ήμουνα τότε που ήμουνα.
-      Τι απλά που φαίνονται όλα στα λόγια, είπε το πουλί πού ’χε το χάρισμα να μένει ακίνητο κι όμως όλα να τα παρακολουθεί, από τα μέσα. Κάνεις σα να ζητάς μια συνταγή.
-      Θέλω να θυμηθώ τη μέρα που μ’ έφεραν στο μουσείο, έψαχνε το δένδρο. Να δω πώς μ’ έχασε το βλέμμα τους… να δω πού άρχιζα να αλλάζω.
-      Νόμιζα πως ήθελες να φύγεις, απάντησε αλλού, το πουλί.
-      Δεν ήξερα πώς δεν ξέρω τι είμαι, είπε το δένδρο. Να πάω πού; Εδώ, τουλάχιστον, κάποιος μπορεί να θυμηθεί μιαν άκρη.
-      Σωστά. Δεν είναι ο αέρας που λείπει εδώ, παρατήρησε το πουλί κι ένιωσε για πρώτη φορά, πως ο ρόλος του δεν ήταν και τόσο άχαρος. Δεν είναι ούτε ο αέρας, ούτε ο τόπος που λείπει. Είναι το ίδιο επικίνδυνα με έξω. Ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο.

Το δένδρο άκουγε το πουλί σαν παραμιλητό καθώς τώρα χανόταν στη δική του αναζήτηση. Καθώς κατέβαινε αργά και ψάχνοντας προς τις ρίζες του, όλοι οι ήχοι απομακρύνονταν και βάθαινε μονάχα η επιθυμία του, για κάτι άγνωστο ακόμα, που του φαινόταν όμως πως το ξέρει, πως κάποτε άλλοτε είχε από κει διαβεί, κάτι που η γεύση του θάτανε σίγουρα οικεία, μα βρισκόταν κρυμμένο κάτω από πενηνταεννέα στρώματα ύπνου, όπως το μπιζέλι του παραμυθιού. Οι ψίθυροι του πουλιού συνόδευαν ακόμη σαν ψιλή βροχή αυτήν την τρομερή του επιστροφή στον πιο εσωτερικό δαχτύλιο του κορμού του κι ως τις ρίζες. Καθόλου δεν είχε πια καιρό κι ούτε έπρεπε, να κοντοστέκεται για του πουλιού το λόγια, γιατί, μην το ξεχνάμε, το πουλί είχε ξεραθεί. Δεν του απόμενε τίποτα άλλο παρά μονάχα η πεισματάρα μνήμη. Όμως το δένδρο που δεν ήταν δένδρο, το δένδρο πούψαχνε να γίνει άνθρωπος, είχε ακόμα το χυμό να ανεβοκατεβαίνει, είχε το μέσο και την εκλογή, είχε αυτόν τον πόθο, πάνω απ’ όλα, να δει πώς συναντιόνται τα μέσα και τα έξω, πού η εικόνα του είναι και δεν είναι αληθινή, πού ξεκινάει εκείνος ο παλμός, που σπρώχνει το σώμα του να τρέφει μάτια.

Συνημμένα η σύνθεση του Στέφανου Κορκολή το τραγούδι του Δάσους «Ιερό Δέντρο» από την συναυλία «ΜΟΥΣΙΚΑ ΘΡΟΪΣΜΑΤΑ στο Μουσείο  Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας:


ΣΑΝ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟ ΑΓΡΙΜΙ Η ΜΝΗΜΗ ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΤΑΙ ΘΑΜΠΩΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΤΖΑΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΧΝΩΤΟ ΤΗΣ:

$
0
0

Η ώρα που αισθάνομαι πιο μόνος, που περισσότερο λυπάμαι, που ντρέπομαι και φοβάμαι γι’ αυτόν τον κόσμο, είναι αργά μετά τα μεσάνυχτα. Όταν τα πάντα έχουν ησυχάσει στις παρυφές της πόλης και από μακριά ακούγεται ο διαπεραστικός κρότος από τις εξατμίσεις και τ’ αδέσποτα να γαυγίζουν αγριεμένα. Βγαίνω τότε και κάθομαι στο μπαλκόνι. Κάθομαι με τα πόδια απλωμένα στα κάγκελα, κοιτάζοντας απέναντι χωρίς να βλέπω. Έχω μαζί μου το βάρος της μέρας που πέρασε, την καύτρα απ’ το τσιγάρο μου και το σκοτάδι, μια-μια όλες τις απουσίες, όλα τα λάθη και τις απορίες μου, τις σκέψεις, τα μπερδεμένα συναισθήματά μου. Όλη τη μέρα με πυροβολούσαν αλύπητα από τις γυάλινες οθόνες, από το τυπωμένο χαρτί, από γωνιές και δρόμους και πλατείες. Όλη τη μέρα κι όλη τη ζωή μου, ναι. Έτσι, με τραύμα πάνω στο τραύμα, τραύμα παλιό και τραύμα καινούριο, έχω ζωτική ανάγκη να ξεφύγω, να δραπετεύσω και να ξεχάσω, να γλείψω τις πληγές μου, κάπως να παρηγορηθώ. Έστω για λίγο, έστω για μια βραδιά. [ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΟΛΕΣ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, το εισαγωγικό αφήγημα, που προλογίζει τα ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ του Τόλη Νικηφόρου  που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Μανδραγόρας με τίτλο ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΟΥ. Ένα βιβλίο όπου ο συγγραφέας ανοίγοντας τους μυστικούς κρουνούς της μνήμης  ξετυλίγει μπροστά μας ιστορίες από το παρελθόν του απόλυτα αληθινές που μπορεί να μοιάζουν με  παραμύθια έτσι όπως ξεπηδούν από τη διψασμένη φαντασία του, μπορεί να εκτοπίζουν την πραγματικότητα του σήμερα δίνοντας φτερά στην προοπτική του ονείρου, διεκδικούν όμως και κυριεύουν ένα χώρο που φαίνεται να τους ανήκει και, παράλληλα, κατακυριεύουν κι εκείνον που φαίνεται ότι τους ανήκει!.. Γι’ αυτό, παρουσιάζοντας ο ίδιος αυτές τις ιστορίες αναρωτιέται «Υπήρξαν όλα αυτά ποτέ; Υπήρξαν τα παιδιά της γειτονιάς, τα χίλια δυο παιχνίδια στο δρόμο και την πλατεία; Υπήρξε Ευτυχία;»!.. Για να το διαπιστώσει ένας δρόμος υπάρχει: Να διηγηθεί τις ιστορίες του. Από το τέλος. Ή μάλλον χρόνια πολλά μετά το τέλος  τους.  Έτσι, όπως ο ίδιος ομολογεί, «αρχίζει μια επιστροφή, συχνά οδυνηρή αλλά και λυτρωτική, με μιαν αναδρομή, με μια βουτιά στο κάποτε άπαν και τώρα τίποτα. Που μπορεί να ενδιαφέρει κάποιους και άλλους να τους αφήνει αδιάφορους. Δεν έχει σημασία. Οι ιστορίες θα γραφτούν, έστω κι αν ο αφηγητής μονολογεί ή απευθύνεται στο κενό. Έτσι κι αλλιώς για το κενό και στο κενό μιλάμε όλοι μας, για το τίποτα της κοινής μας μοίρας». Ο Τόλης Νικηφόρου το ξέρει καλά ότι μόνο έτσι, με την αφήγηση αυτών των ιστοριών  θα είναι ελεύθερος και χωρίς κανέναν περιορισμό να φτάσει στην άκρη του κόσμου. Άκρη του κόσμου δεν είναι η παιδική μας ηλικία;]


Λένε πως η επιστροφή στα χρόνια της αθωότητας και της παιδικής μας ηλικίας, όταν αυτά ο συγγραφέας θέλει να τα αποδώσει λογοτεχνικά, κρύβουν αρκετούς σκοπέλους και παγίδες. Μία από αυτές είναι ο αφηγητής να εξοκείλει σε μια γλυκερή και ανούσια νοσταλγία. Μια άλλη παγίδα, πάλι, είναι οι μνήμες και οι αναμνήσεις να έχουν ξεθυμάνει και να έχουν χάσει την ένταση και το νεύρο τους, λόγω της χρονικής απόστασης του αφηγούμενου από τη στιγμή που συνέβησαν τα γεγονότα. Και μία τρίτη, είναι οι αναμνήσεις να είναι κοινότυπες και τετριμμένες και, αντί να συγκινούν, να αφήνουν αδιάφορο τον αναγνώστη. Ο Νικηφόρου, ισοδύναμα καλός ποιητής και πεζογράφος, ξεπέρασε με χαρακτηριστική άνεση όλες τις παραπάνω παγίδες. Βουτώντας στην οδύνη αλλά και στη μαγεία της παιδικής του ηλικίας, με αφηγηματική δεινότητα και ποιητικότητα, ενάργεια και ειλικρίνεια, έδωσε ένα σημαντικό πεζογραφικό βιβλίο μικρής φόρμας, που πείθει, συγκινεί και γοητεύει. Το ταξίδι αυτό για τον ίδιο (αλλά και για όσους έχουν τα κότσια να επιχειρήσουν κάτι παρόμοιο) είναι αλγεινό και βασανιστικό, αλλά οδηγεί, τελικώς, σε λιμάνια ακύμαντα. Βυθίζεσαι στο παρελθόν, θυμάσαι, πονάς, στοχάζεσαι, αναστοχάζεσαι και, εντέλει, βρίσκοντας ξανά το χαμένο νήμα της ζωής σου, συνειδητοποιείς, επαναπροσδιορίζεσαι και γαληνεύεις [απόσπασμα από την παρουσίαση του Παναγιώτη Γούτα]

ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΜΑΣ ΗΛΙΚΙΑ;
Ανοίγουν τότε μυστικοί κρουνοί και εισρέουν στο μυαλό μου ιστορίες. Ιστορίες απόλυτα αληθινές ως και την τελευταία λεπτομέρεια που τώρα μου φαίνονται σαν παραμύθια, σαν να ξεπήδησαν από τη διψασμένη φαντασία μου. Ιστορίες για άγνωστους τόπους και μυστηριώδεις εποχές, για πλάσματα φανταστικά, μεθυστικά, πλάσματα ανθρώπινα. Ιστορίες που εκτοπίζουν την πραγματικότητα του σήμερα, αποδιώχνουν την προοπτική του ονείρου, διεκδικούν και κυριεύουν, σαν να ’ναι κάτι απλό και φυσικό, ένα χώρο που φαίνεται να τους ανήκει. Κατακυριεύουν εκείνον που φαίνεται ότι τους ανήκει.


Αγνώστου Στρατιώτου και Πλατεία Δικαστηρίων, Μητσαίων και Φιλίππου… Λουτρά Παράδεισος και Άγιος Νικόλαος, Παναγία Χαλκέων… Υπήρξαν όλα αυτά ποτέ;  Υπήρξε ο Νίκος, η Αριστούλα, ο Γιώργος; Ο μπαμπάς, η μαμά, ο μεγάλος μου αδελφός; Οι άγνωστοι στρατιώτες που έπεσαν στη μάχη της ζωής; Υπήρξαν τα παιδιά της γειτονιάς, τα χίλια δυο παιχνίδια στο δρόμο και την πλατεία; Υπήρξε η Ευτυχία;

Ευτυχία! Καταλαβαίνω τη στιγμιαία χαρά αλλά ποτέ μου δεν κατάλαβα τι ακριβώς σημαίνει αυτή η λέξη. Αν υπάρχει καν ευτυχία και για ποιους. Ακόμη και οι λίγοι τυχεροί σίγουρα δεν θα θεωρούσαν ευτυχισμένα τα δικά μου παιδικά χρόνια. Πώς θα μπορούσαν να είναι με τον Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή, με τον ξεσπιτωμό μας και τη ζωή στο ημιυπόγειο, με έναν εμφύλιο; Πώς θα μπορούσαν να είναι με διαλυμένη οικογένεια και χωρίς μητέρα; Κι ύστερα με την πτώχευση του πατέρα μου;
Φαίνεται όμως ότι ξαναγυρίζω εκεί γιατί τα χρόνια εκείνα υπήρξαν ένα καταφύγιο. Ένας χώρος δικός μου, προσωπικός και απρόσβλητος. Μια εποχή της πρώτης ανακάλυψης του κόσμου μέσα στην ομίχλη που παραμένει μέσα μου ανεκτίμητη. Μια εποχή αθωότητας και ελπίδας, μια εποχή που η κάθε μέρα ήταν μια ολόκληρη ζωή μια αιωνιότητα.

Έλα λοιπόν, μου ψιθυρίζει η παλιά μου γειτονιά, αρκετά κουράστηκες, δεν πρέπει άλλο να βασανίζεσαι σ’ αυτή την ξένη χώρα. Με αγγίζει κι εξαφανίζονται οι πόνοι και τα τραύματα, με παίρνει από το χέρι, σαν να μην είμαι ούτε πέντε χρονών και με ταξιδεύει. Με παίρνει και με οδηγεί στο κάπου και το κάποτε, σε μια πατρίδα που τώρα δεν υπάρχει. Χάθηκαν για πάντα τα παιδικά μου χρόνια κι έτσι μπορώ άνετα να ταυτιστώ μαζί τους, μπορεί άνετα να λάμψει η πατρίδα μου με όλες τις μυρωδιές  της κι όλα τα χρώματα.
Αναλογίζομαι ταυτόχρονα ότι αυτή η χαμένη γειτονιά είναι κι άλλων η πατρίδα. Εξόριστων στο θάνατο, εξόριστων και στη ζωή. Συγγενών και φίλων, ίσως ακόμη και αγνώστων. Κι όταν εμφανιστεί μπροστά τους, από κει που είναι βαθιά κρυμμένη, θα την αναγνωρίσουν αμέσως. Θα ’χω λοιπόν καλή παρέα στο ταξίδι. Θα πω τις ιστορίες μου όπως τις λέω στον εαυτό μου, ακόμη κι αν κανείς δεν με  πιστέψει. Ακόμη κι αν κανείς δεν μπορέσει να ξεχωρίσει το παραμύθι από την κάποτε πραγματικότητα. Θα είμαι ελεύθερος και χωρίς κανέναν περιορισμό να φτάσω στην άκρη του κόσμου. Άκρη του κόσμου δεν είναι η παιδική μας ηλικία;

Η μεγάλη πολιτεία των προσφύγων αναδύεται μέσα από τη θάλασσα. Όπως η ζωή, όπως ο καθένας μας κι όλοι μαζί. Αναδύεται από τη θάλασσα αμφιθεατρικά χτισμένη και ανηφορίζει προς τα κάστρα, ανηφορίζει προς τον ουρανό. Κάπου εκεί στο κέντρο της, στην πυρίκαυστη καρδιά της, υπάρχει με τεράστια γυμνή πλατεία, μια πλατεία γεμάτη παιδιά, που πετάνε χαρταετούς. Περιτριγυρισμένη από τριώροφες ως πενταώροφες οικοδομές. Στην κάτω αριστερά πλευρά της βρίσκεται πνιγμένη στα λουλούδια, η μισή μέσα στο χώμα, μια εκκλησούλα των χαλκωματάδων με τους απαλούς της τρούλους. Στη δεξιά γωνία, έξω από το πάρκο, δίπλα στα λουτρά και τα αρχαία ερείπια, βρίσκονται σειρά οι φωτογράφοι με τις μεγάλες  τετράγωνες μηχανές τους πάνω στους τρίποδες. Λίγο πιο κάτω μισοκρύβεται αθόρυβη η μικρούλα εκκλησιά του προστάτη των ναυτικών, στο σημείο που μόλις φτάνει η μπάλα των παιδιών, όπως ένα χειμωνιάτικο κύμα που έχασε τη δύναμή του και ξεθυμαίνει.

Αυτά κι άλλα πολλά έχω να πω και να περιγράψω. Γιατί κάπως έτσι αρχίζουν όλες οι ιστορίες. Από το τέλος. Ή μάλλον χρόνια πολλά μετά το τέλος τους. Χρόνια πολλά μετά χαρές και λύπες, πολέμους και καταστροφές, ζωή και θάνατο. Αρχίζουν με μια επιστροφή, συχνά οδυνηρή αλλά και λυτρωτική, με μιαν αναδρομή, με μια βουτιά στο κάποτε άπαν και τώρα τίποτα. Που μπορεί να ενδιαφέρει κάποιους και άλλους να τους αφήνει αδιάφορους.  Δεν έχει σημασία. Οι ιστορίες θα γραφτούν, τα παραμύθια πλάι στη σόμπα του χειμώνα, έστω κι αν ο αφηγητής μονολογεί ή απευθύνεται στο κενό. Έτσι κι αλλιώς για το κενό και στο κενό μιλάμε όλοι μας, για το τίποτα της κοινής μας μοίρας.

Το βιβλίο  του Τόλη Νικηφόρου ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, είναι μία συλλογή αυτοβιογραφικών κειμένων, κάποια εκ των οποίων είχαν δημοσιευτεί παλαιότερα σε διάφορα έντυπα. Ο τίτλος του βιβλίου έχει να κάνει με την Οδό Αγνώστου Στρατιώτου, που βρίσκεται στην Πλατεία Δικαστηρίων, όπως τη λένε οι παλαιότεροι, ή Αρχαία Αγορά, όπως την ξέρουν οι νεώτεροι. Ο κόσμος του συγγραφέα όταν ήταν παιδί (στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια) εκτείνονταν από την Παναγία Χαλκέων έως την Αγίου Δημητρίου και από την Καρμπολά έως την Αμύντα και τη Μητσαίων. Μία περιοχή, που πριν κάποια χρόνια ήταν γεμάτη με «μέγαρα», μερικά εκ των οποίων ήταν αρχιτεκτονικά στολίδια και λίγα απομένουν έως τις μέρες μας. Εκτός από την περιγραφή της γειτονιάς του, των φίλων του, των παιχνιδιών και των άλλων δραστηριοτήτων, ο Νικηφόρου στις αφηγήσεις του μιλάει πολύ για την οικογένειά του, ακόμη και για θέματα, που πολλοί ίσως δεν θα ήθελαν να μιλήσουν. Πρόκειται όμως για γεγονότα τα οποία σίγουρα τον έχουν στιγματίσει και φαντάζομαι θα έπαιξαν και ρόλο στη λογοτεχνική πορεία του συγγραφέα. Η Θεσσαλονίκη και πιο συγκεκριμένα η γειτονιά του Νικηφόρου παρουσιάζεται με μια νοσταλγία, που όπως και σε άλλα παρόμοια κείμενα, αφορά όχι μόνο τον τόπο, αλλά κυρίως την παιδική ηλικία, με τις λιγότερες σκοτούρες και την αθωότητα μιας εποχής… [αποσπάσματα από την παρουσίαση στο ιστολόγιο τ του Γιώργου Μπασαγιάννη: Vivlioniki]


ΦΥΣΙΚΑ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΠΗΡΕ ΔΡΟΜΟ (μεταφορικά, κυριολεκτικά, ανακούρκουδα, ανφάς, προφίλ και ασκαρδαμυκτί)

$
0
0

Η δεσποινίς Δενκαταλαβαίνωτιμουλεςγίνεπιοσαφήςσεπαρακαλώ και ο Δημήτρης  ο Πολιορκητής που παρουσιάζεται μόνο μέσω ονείρων και κρυσταλλομαντείας… Δρόμο, της είπα. Δηλαδή πάρε δρόμο, ξεκουμπίσου, άμε στο διάβολο, πνίξου, κάνε χαρακίρι, εξαφανίσου, άει σιχτίρ. Αυτά της είπα. Δηλαδή της είπα δρόμο, αλλά έτρεμα από σύγχυση, φαινόταν, ήταν γελοίο να θεωρήσει την έκφραση κυριολεκτική-να νομίσει, για παράδειγμα, πως εννοώ να πάρει το δρόμο αγκαλιά ή να αγοράσει ένα δρόμο ή να κάνει σεξ στο δρόμο. Γελοία πράγματα. Όταν λέμε δρόμο, η έκφραση γίνεται μεταφορική, και του δημοτικού να είσαι καταλαβαίνεις. Αυτή όμως εκεί. Να επιμένει πως δεν ήμουν σαφής, πως δεν κατάλαβε τη μεταφορική έννοια και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Φυσικά στο τέλος πήρε δρόμο μεταφορικά, κυριολεκτικά, ανακούρκουδα, ανφάς, προφίλ και ασκαρδαμυκτί. Πήρε δρόμο, ξεκουμπίστηκε, εξατμίστηκε, εξαερώθηκε, μου άδειασε τη γωνιά, μάζεψε κάτι λαχανάκια Βρυξελλών που κόντευαν να σαπίσουν, μια σακούλα κονσέρβες, μια κούτα βιβλία, το κίτρινο αδιάβροχο που αγοράσαμε στις εκπτώσεις, οδοντόβουρτσα, πετσέτες, κάτι βρακιά, έναν Βούδα, κάτι ληγμένα και τρεις φωτογραφίες του σκατόψυχου- στη μία να λιάζεται, στην άλλη να ξύνεται στην παράλη να χτενίζεται. Μπήκε στο πρώτο ταξί.  Bγήκα στη βεράντα και κρυφόβλεπα, της έπεφταν πακέτα, κόρναραν, ήταν και πρωί-πρωί, κίνηση, να πάει ο κόσμος στη δουλειά του ήθελε, δεν είχαν όρεξη να βλέπουν τις κυλόττες της, δηλαδή να βλέπουν τη συγκεκριμένη μαντάμ να μαζεύει τις κυλόττες που έπεφταν απ’ τις σακούλες και να τους κάνει και νόημα να περιμένουν-έλεος. Πήρε δρόμο κι ήταν ακόμα οκτώ και κάτι, ο σκυλοκαυγάς ξεκίνησε αξημέρωτα, δεν είχα όρεξη, ψόφησα, φώναζα , τσίτωσα, τώρα ήθελα να κοιμηθώ εκατόν πενήντα χρόνια και διακόσιες εικοσιεφτά ημέρες - τόσο με εξόντωσε η δεσποινίς Δενκαταλαβαίνωτιμουλεςγίνεπιοσαφήςσεπαρακαλώ…

.

Όταν ξύπνησα ήταν μαύρη νύχτα. Σκόνταψα για τις παντόφλες, πίσσα, αραπιά, έψαχνα τον διακόπτη, δεν τον έβρισκα, σα να είχα ξυπνήσει σ’ άλλο σπίτι. Κατευθείαν έφτιαξα καφέ-άνοιξα και καινούργιο πακέτο, είχα αφήσει το γυρισμένο με την ευχή κάπου αλλά εξαφανίστηκε ,τίποτε δεν ήταν στη θέση του, άτιμη μέρα, της εξοντώσεως. Στο τρίτο τσιγάρο θυμήθηκα και το όνειρο. Ήμουν, λέει, στο μανάβικο της γωνίας, αγόραζα κάτι ξινόμηλα εισαγωγής, πέρασε από μπροστά ο Πολιορκητής, κρατούσε μια Ελευθεροτυπία, πήγα να δαγκώσω τη γλώσσα μου γιατί ήταν πολύ όμορφος κι ήθελα να ουρλιάξω και να τον μυρίσω και να τον γλείψω εκεί μπροστά στους πάγκους κι αυτός ήρθε δήθεν αμέριμνα, μου ’κλεισε το δρόμο, δεν μπορούσα να στρίψω, ήταν και τα καφάσια με τα καρπούζια αριστεροδέξια, με λένε Δημήτρη μου ψιθύρισε στ΄αυτί, σταμάτα να με λες Πολιορκητή, εγώ κοκκίνισα, μου ’πεσαν τα μήλα, κάτι κυριούλες έκαναν τσσσσσσς, ο μανάβης αγρίεψε, πάρτε δρόμο γκάριζε, έπεσαν και τα καρπούζια, τρέχαμε, τρέχαμε ώσπου βγήκαμε μπροστά στο μετρό της Πανόρμου. Ψιλοβλακεία όνειρο, δεν είχε ούτε φιλιά, ούτε τίποτε το αισθησιακό, ούτε σεξ, ούτε. Είχε πάλι δρόμο, όμως. Αυτός μου έκλεισε το δρόμο, ο μανάβης μας διέταξε να πάρουμε δρόμο, εμείς τρέχαμε στους δρόμους. Πολύς δρόμος, σήμερα, σκεφτόμουνα και κάπνιζα και δεν ήξερα πώς να σκοτώσω την ώρα και ήμουν μόνη καλοκαιριάτικα με την καλύτερη μου φίλη να ’χει πάρει δρόμο και τον κύριο Πολιορκητή να παρουσιάζεται μόνο μέσω ονείρων και κρυσταλλομαντείας.
Βγήκα στο δρόμο με τις σαγιονάρες και το νυχτικό. Ήθελα τσιγάρα και ντεπόν. Ήθελα να με περιμαζέψουν τίποτε καλές κυρίες, να με πάρουν σπίτι τους, να μου φτιάξουν ζεστό γάλα με κουλουράκια βουτύρου, να μου πoύνε ότι είμαι πολύ γλυκό κορίτσι και δεν πρέπει να γυρίζω τέτοια ώρα στους δρόμους με το νυχτικό και τις παντόφλες και να με βάλουν για ύπνο και τα σεντόνια να μυρίζουν αύρα ωκεανού κι εγώ να τους δώσω το τηλέφωνο του Πολιορκητή και να τον ξυπνήσουν και να έρθει αλαφιασμένος να με πάρει και να τις ευχαριστήσει πολύ τις καλές κυρίες που βοήθησαν το κορίτσι του και κάτι τέτοιο στο περίπου . Για την άλλη ούτε λόγος. Δεν την ήθελα ούτε στα σενάρια, ούτε στα όνειρα, ούτε μέσα στο σπίτι μου-έπρεπε να πάρει δρόμο από καιρό, από τότε που την έπιασα να σκαλίζει τα γράμματα του και να φοράει τα σουτιέν μου. Περπατούσα, το λοιπόν, περπατούσα, οι δρόμοι άδειοι, ούτε καλές κυρίες, ούτε ναυτοπρόσκοποι, ούτε επιδειξίες, ούτε ανώμαλοι, ούτε μάρτυρες του Ιεχωβά. Κανείς. Σα να βρέθηκα σε άλλη πόλη. Σε άλλη χώρα. Ακόμη και οι δρόμοι, τα ονόματα των δρόμων δεν μου θύμιζαν τίποτε. Οδός Γιατρού Ινεότη, οδός Γαργαλίδη-Λεοναρδόπουλου, οδός Γενιάς του Ιδιωτικού Οράματος, οδός Γενιάς του ‘70, οδός Φιλοθεάμονος κοινού, οδός Στήλης για τη μουσική εφημερίδος Ελευθεροτυπίας, οδός Οικογενείας Στουπάθη, Οδός Ντιριντάουα, Οδός Διακοπών Χωρίς Πτώμα, οδός Βασιλίσσης Φρίκης. Δεν ήμουν στα καλά μου, προφανώς.
Στο περίπτερο, ο τύπος κοιμόταν. Ψιτ, ψιτ, τον σκούντηξα κανά δυο φορές, τζίφος. Ήθελα να βάλω τα κλάματα. Όλα στραβά Τριγύρω κανείς. Άνοιξα το πορτάκι, μπήκα, πήρα μια κούτα άφιλτρα και τρεις αναπτήρες με μουσική. Αν μ’ έπιαναν δεν θα ’ξερα τι να πω, δεν ξυπνούσε όμως με τίποτε, τι μπορούσα να κάνω; Έπιασα το παγκάκι προς το σιντριβάνι κι άκουγα μουσική απ’ τους αναπτήρες. Οι δύο έπαιζαν το Xάπυ Mπέρθντει του γιού, ο άλλος το Κόπα Καμπάνα. Είχαν πλάκα, μου ’φτιαξαν τη διάθεση, ήταν σαν πάρτι πριβέ, ξέχασα και τους έρημους δρόμους και τους δρόμους που πήρα και τους δρόμους που άφησα, τα ξέχασα σχεδόν όλα και κάπνιζα από την κλεμμένη κούτα και ανοιγόκλεινα τους αναπτήρες κι ήταν πολύ σούπερ και στο διάβολο να πάει κι η καλύτερη μου φίλη κι ο Πολιορκητής που δεν θέλει να τον λέω Πολιορκητή αλλά Δημήτρη και τα τρία νοίκια που χρωστούσα και το βράδυ της Ανάστασης που μ’ έστησε με τη λαμπάδα και τα κόκκινα αυγά και το άλλο βράδυ που μ’ έβγαλε απ’ το μπαλκόνι και ζήτω του περιπτερά και ζήτω σ’ αυτόν που ανακάλυψε τους μουσικούς αναπτήρες και ζήτω σ’ όλους τους πολεοδόμους και τους αρχιτέκτονες και στους εργάτες και στις γυναίκες τους και στα παιδιά τους και στο σόι τους όλο. Άρχισα να κρυώνω και δεν περνούσε κανείς να με σφάξει, να με βιάσει, να με συλλάβει, να με ψήσει για καμιά αίρεση, να μου απαγγείλει τον Θούριο του Ρήγα, να με καλέσει στη γκαρσονιέρα του για καλούα με τριμμένο πάγο και καμιά ανωμαλία στα πεταχτά. Ο ύπνος πρέπει να με πήρε με το τσιγάρο αναμμένο.
Ο ήλιος έκαιγε κάθετα και ξύπνησα απότομα. Το στόμα μου κολλούσε. Ήθελα νερό, καφέ, περίθαλψη, ήθελα να γυρίσω γρήγορα σπίτι. Δεν είχα ρολόι, αλλά απ’ το θόρυβο κατάλαβα ότι περνούσαν τα πρώτα λεωφορεία. Η κούτα εξαφανισμένη. Είχα παρέα το βράδυ, σκέφτηκα κατηφορίζοντας την Κεφαλληνίας, Οι δρόμοι γεμάτοι. Κόσμος με σακούλες, κόσμος χωρίς σακούλες ,κόσμος αγκαζέ, κόσμος μόνος του. Κανείς δεν μου έδινε σημασία. Περπατούσα με το ροζ νυχτικό και τις σαγιονάρες και τους τρεις μουσικούς αναπτήρες στο χέρι, χωρίς τσιγάρα, αλλά χαλάλι του σ’ όποιον τα πήρε, να τα καπνίσει και να τα χαρεί και να τον χαίρεται η μανούλα του. Περπατούσα, περπατούσα κι ήμουνα κομμάτι του μεγάλου δρόμου κι όλων των δρόμων οριζοντίως και καθέτως κι αυτών που περπάτησα κι αυτών που θα περπατούσα κι αυτών που θα κατάπινα κι αυτών που θα με κατάπιναν.
Στάθηκα στη βιτρίνα με τα ηλεκτρικά. Χρειαζόμουν επειγόντως ένα μιξεράκι. Καλές τιμές, θα ξαναπερνούσα. Πάτησα τον ανάπτηρα με το Χάππυ Μπέρθντει -να να να να να να,να να να να να να-τα γενέθλια μου ήθελαν καμία δεκαριά μήνες ακόμη αλλά δεν ήταν κακή ιδέα να παραγγείλω μια τούρτα για το βραδάκι.

[Γλυκερία Μπασδέκη,  Η μέρα που η καλύτερή μου φίλη πήρε δρόμο,  αναρτληθηκε στην Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη]

ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑ ΧΩΡΑ (σχέδιο ενός προφητικού μυθιστορήματος)

$
0
0

Όσοι άκουσαν τον προεδρικό λόγο (γιατί δεν ήταν λίγοι εκείνοι που γύρισαν το κουμπί), ξεστόμισαν τις χειρότερες βρισιές και για τον πρόεδρο και για το λόγο του και για τη χώρα, παρακινώντας ακόμα και τα μικρά παιδιά να επαναλαμβάνουν ρυθμικά τα βρισίδια χτυπώντας όλοι μαζί παλαμάκια. Γριές που είχαν δει αμέτρητες φορές παρόμοια γεγονότα, που είχαν ζήσει σφαγές αλώσεις, προσφυγές, επιδρομές κάθε λογής βαρβάρων ή πολιτισμένων, διωγμούς και εξανδραποδισμούς, πόλεις ακμαίες και φουντωμένα δάση και κάμπους μεστωμένους να καίγονται σαν τα δαδιά και να μη μένει τίποτα όρθιο από τους μόχθους γενεών και γενεών, να στήνονται πενήντα πενήντα μπροστά σε εκτελεστικά αποσπάσματα μόνο και μόνο για να αφανιστεί ο σπόρος της ζωής μέσα τους, και τα νερά να γίνονται κόκκινα σαν το τριαντάφυλλο απ’ το αίμα, κι ανθρώπους να τρελαίνονται απ’ τις αβάσταχτες συμφορές και να τρέχουν κατάμαυροι απ’ τα δάκρυα από δω κι από κει ουρλιάζοντας σαν τα τσακάλια και σχίζοντας τα μάγουλά τους μέσα στον αδυσώπητο ίλιγγο της αποκάλυψης του πύρινου κενού της ζωής και στον εφιάλτη της υπέρβασης εκείνου του ορίου που την κάνει τόσο ανυπόφορη όσο και μια χούφτα αναμμένα κάρβουνα χωμένα μες στο στόμα, γριές που ούτε κι αυτές οι ίδιες δεν ήξεραν να πουν την ηλικία τους και μεταφέρονταν σαν ιερά λείψανα προαιώνιων κι ανώνυμων αγίων πάνω στ’ αυτοκίνητα, αντί να σηκώνουν το χέρι τους και να σταυροκοπηθούν ακούγοντας τις αγωνιώδεις εκκλήσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, έφτυσαν στην παλάμη τους κι έκαναν όλες μαζί, κουνώντας με νόημα το κεφάλι, την κίνηση που κάνουν οι άνδρες, μικροί και μεγάλοι, με το δεξί τους χέρι (απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Δημήτρη Δημητριάδη ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑ ΧΩΡΑ –εκδόσεις ΑΓΡΑ 1978 -, για το οποίο, προλογίζοντας το ο Δ.Ν. Μαρωνίτης, έγραψε: «Αυτός ο άνθρωπος, ο Δημήτρης Δημητριάδης, έκλεισε συμβόλαιο με την Αριάδνη: μπαίνει βγαίνει στο Λαβύρινθο, δίχως να χάνεται. Δρόμοι, σταθμοί, στενά, πτυχές της γης, η Γη κουνιέται και στις ρωγμές της φυτρώνουν αποσιωπητικά. Έτσι, άναψε ένα βράδυ όλα τα φώτα του μυαλού του και έφτιαξε μιαν έκρηξη, που θα μπορούσε να είναι και δική μας, αν είχαμε περισσότερη τόλμη –δίχως εντόσθια στο κεφάλι και εγκεφαλικά κύτταρα στην κοιλιά – ARTby GORDIN MISHA be simple]




Οι λέξεις απόκτησαν μια πρωτοφανή ένταση κι έτσι όλοι σκέφτονταν πολύ ποιες θα χρησιμοποιήσουν, γιατί ορισμένες μπορούσαν τώρα να κάψουν ανεπανόρθωτα τη γλώσσα

α] ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ ΤΗΣ ΜΗΤΡΑΣ: πυρπολισμοί δημοσίων κτιρίων, καταστροφές μνημείων και εθνικών συμβόλων, δολοφονικές επιθέσεις εναντίον προσώπων που τα θεωρούσαν υπεύθυνα για το κακό που τους είχε βρει…

 (…) Τη χρονιά εκείνη, καμιά γυναίκα δεν έπιασε παιδί. Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, μέχρι που συμπληρώθηκε γενιά χωρίς καμιά γενιά καινούργια γενιά να ’ρθει στον κόσμο (…) Εκτός από ολιγάριθμες εξαιρέσεις βίαιων αντιδράσεων σ’ αυτή τη ξεθεμελιωτική συμφορά που πολύ αργότερα ονομάστηκε Μεσαίωνας της Μήτρας…

το σώμα δεν άντεχε πια να σηκώνει το βάρος εκείνου του άλλου σώματος, του πολυκέφαλου και αξεδίψαστου, του αΐδιου και άναρχου και ενικού, που χτυπιέται μέσα σε κάθε σώμα με εξωφρενικές και άσπλαχνες διαθέσεις (…) Γιατί ο πόλεμος που, με σύντομα διαλείμματα παραπλανητικής εκεχειρίας, κρατούσε πάνω από χίλια χρόνια, είχε πάρει τους τελευταίους μήνες μια τελεσίδικη τροπή
Κι όταν ένα πρωί μαθεύτηκε η αυτοκτονία δύο στρατηγών συγχρόνως, του ενός μάλιστα μπροστά στους στρατιώτες του την ώρα της πρωινής επιθεώρησης, δεν αμφέβαλλε κανείς πια ότι ο εχθρικός στρατός θα περνούσε απ’ ώρα σε ώρα τα σύνορα και θα ’κλεινε με αυτόν τον τρόπο μιαν υπόθεση που κρατούσε σε εκκρεμότητα έναν ολόκληρο λαό εξουθενωμένο απ’ την πλέξη της ίδια του της ιστορίας κι ανίκανο πια ν’ αντισταθεί στα πιεστικά κελεύσματα μιας ενστικτώδους εγωπάθειας και μιας ανεξέλεγκτης αλλά συνειδητής περιφρόνησης προς καθετί που συνεργούσε στην επιβίωση του έθνους…

Θα νόμιζε κανείς ότι από τη μια στιγμή στην άλλη (είχε κρατήσει όμως αιώνες αυτή η διαδικασία) κάποια ριζική και αμετάκλητη αλλαγή είχε συντελεστεί στον φυλετικό πυρήνα όλου αυτού του κόσμου μετά την αναγγελία πως κατέρρευσε το νότιο μέτωπο, επιβεβαίωση που επισφραγίστηκε με το λόγο του Προέδρου της Δημοκρατίας – σε τόνο αυστηρό και δήθεν μεγαλοπρεπή (: ένας πρώην αυτοκράτωρ που δείχνει με ψωραλέα έπαρση τη ρημαγμένη του παράγκα αποκαλώντας την Ιμπέριουμ ενώ χιλιάδες κοπρόσκυλα κάθε λογής τραβάνε με τα δόντια τους τη σκατωμένη του πορφύρα γρυλίζοντας εν χορώ τον τέως εθνικό ύμνο της Βασιλίδος που τώρα ξετσίπωτα –μια σκάρτη Ανδρομάχη- περνάει από κρεβάτι σε κρεβάτι νιώθοντας αχόρταγα μέσα στο γανωμένο κόλπο της τη σιδερένια βάλανο των νέων κυρίαρχων της Γης), υπενθύμισε για μια ακόμα φορά την υποχρέωση του καθενός να παραμείνει πιστός στην παρακαταθήκη του παρελθόντος, και την εθνική ανάγκη να περισωθεί τουλάχιστον η αξιοπρέπεια της χώρας.

β] Εκείνες τις στιγμές δεν υπήρχαν παρά μόνο κοινά αισθήματα
(…) Εντωμεταξύ, τίποτε πια δεν μπορούσε να μείνει κρυφό, και μολονότι τα νέα που έφταναν ήταν αντιφατικά και συγκεχυμένα προκαλώντας αλληλοαναιρούμενες εξάρσεις στα πλήθη ποτέ δεν έφερναν έναν αέρα αισιοδοξίας το αντίθετο, οι ελπίδες όλο λιγόστευαν, (τις στιγμές εκείνες, τίποτε δεν υπήρχε πιο αόριστο από τη λέξη ελπίδα και τίποτε πιο σκοτεινό απ’ το νόημά της),ώσπου μαθεύτηκε πως είχε καταρρεύσει και το ανατολικό μέτωπο, κι αυτό έκανε τον κόσμο να επιταχύνει την κίνησή του προς τα βόρεια. Μέσα στο γενικό χάος, η κίνηση αυτή είχε τη θέση της γιατί ήταν μια κίνηση καθαρής απελπισίας με τάσης συγχρόνως αυτοκαταστροφής κι αυτοσυντήρησης αφού η χώρα ήταν κυκλωμένη απ’ όλες βέβαια τις μεριές μα είχε και τις βουνοκορφές της στα βόρεια που πρόσφεραν για λίγο την αυτοανακουφιστική ψευδαίσθηση του απόρθητου καταφύγιου, όμως, καθώς δεν είχε καμιά διέξοδο προς τη θάλασσα, το αίσθημα της ασφυξίας ξαφνικά και του αδιέξοδου, της παγίδευσης, της περίσφιγξης, του κλοιού, του πνιγμού, έκανε τα πλήθη, κι εκείνα που είχαν παραμείνει στις πόλεις κι εκείνα που είχαν κατακλύσει όλα τα περάσματα προς τα βουνά, να στριφογυρίζουν αφανώς γύρω από τον εαυτό τους μέχρι που κάποια στιγμή όλοι ανεξαιρέτως σταμάτησαν και περίμεναν, σαν ένας άνθρωπος που δεν τον παίρνει ο ύπνος κι οργώνει προς όλες τις κατευθύνσεις το κρεβάτι του προσπαθώντας ν’ αποφύγει το αίτιο της αϋπνίας, αλλά συνεχώς ανακαλώντας το με τους ανεπαρκέστατους, τους τραγικά ατελέσφορους εξορκισμούς του, ώσπου ξεθεωμένος, λαχανιασμένος, στέκεται δέσμιος του μπερδεμένου νήματος της ανημπόριας του, σαν να τον έδεσε αυτή η ίδια
και τότε έρχεται σαν ευαγγελισμός εκείνο που θα ’ρχόταν πιο νωρίς, στην ώρα του, αν δεν είχε καταβληθεί τόση ξέφρενη προσπάθεια να γλυτώσει η ψυχή το μεσονύκτιο μαρτύριό της προτού δοκιμαστεί μέχρις εσχάτων απ’ αυτό (…)

Εκείνες τις στιγμές, δεν υπήρχαν παρά μόνο κοινά αισθήματα. Όλοι μαζί, σα μια ψυχή, ένιωθαν την ανάγκη ν’ αφεθούν σε κάτι που θα χιμούσε απάνω τους και θα τους χάραζε με ανεξίτηλα σημάδια, ένιωθαν την ανάγκη ν’ αλλαξοπιστήσουν, να περάσουν σε μιαν άλλη διάσταση, να υποστούν μια ολοκληρωτική μεταμόρφωση, ν’ απαρνηθούν τη γλώσσα τους, να κυλιστούν στην ντροπή και στον εξευτελισμό, να ξεγυμνωθούν μπροστά σε όλους και ν’ αρχίσουν νε λένε και να κάνουν αυτά που πριν θα τα αποκαλούσαν φοβερά,
……………………………………………………………………….
Και όπως μαραζώνει, φτύνοντας αίμα, μια ψυχή και εκλιπαρεί στις ώρες της διαύγειας της, να την ποτίσουν με κάτι πολύ δυνατό για να ξεχάσει το μαρτύριο της να μην το νιώθει, ή να τη βοηθήσουν να ξοφλήσει μια ώρα αρχύτερα για να πάρουν τέλος τα σεκλέτια της γιατί δεν είναι αυτό ζωή, έτσι ακριβώς και η χώρα ολόκληρη ένιωθε να εισβάλει μέσα της, με τη διεισδυτική ικανότητα πολιορκητικού πέους, ο ξένος στρατός σα μια δύναμη ικανή να τη γλιτώσει από τον βραχνά που ήταν για την ίδια ο εαυτός της, σα μια βίαιη κι ακαριαία επέμβαση γιατρών πάνω στο σώμα που χτυπιέται από τους πόνους…
όταν επέρχεται ο στιγμιαίος κορεσμός με τη χαλάρωση της ζώνης του απόλυτου και τυφλού πόθου αλλά προσμένει δίπλα τους ο άνδρας ή ο Θεός έτοιμος, έπειτα από τη συγκλονιστική κρίση, για την επόμενη προσφορά της αβυσσαλέας δύναμής του που μόνο με μια εξοντωτική απουσία συγκρίνεται.

Όποιος δεν έχει δει ανθρώπους να πεθαίνουν σφυροκοπημένοι από αόρατο χέρι στους δρόμους, δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει και τι είναι ο θάνατος μιας χώρας, όπως δεν μπορεί να καταλάβει κι εκείνος που δεν έχει νιώσει το ίδιο το κορμί του ανύπαρκτο ανενεργό, ανυπόληπτο, ανεπιθύμητο, ανυπόστατο κι ανύπανδρο, με την περιβόητη κινητήρια δύναμή του κομμένη σύρριζα και ξεκομμένη απ’ το εσώτατο πυρ της συγκίνησης. Μα και το ν’ αντικρίζεις έναν τόσο πλατύ θάνατο σαν αυτό το σύσσωμο του έθνους, ισοδυναμεί με το να εξαντλείς ολόκληρη τη ζωή, τη ζωή της μέρας όμως, γιατί η άλλη ζωή, εκείνη που ξεκινάει ασύλληπτα, ανεννόητα απ’ την ασύλητη μήτρα της νύχτας, είναι το ανεξάντλητο, ο βαθύς θάνατος, αυτό που μπορεί να παρομοιαστεί με την υπερθετική στίλβη της ομορφιάς ενός ώριμου εφήβου σε διαρκή σύγκορμη, μέσα κι έξω, στύση που δεν αφήνει σε ησυχία καμιά ανθρώπινη καρδιά, οδηγεί σε απονενοημένες πράξεις, σε εθνικά μποτιλιαρίσματα, διασαλεύσεις των εθνικών πλαισίων και σε κραυγές του είδους:
…………………………………………………………….
γ] Η αθανασία είναι οι λέξεις. Η βασιλεία των ουρανών είναι μια ψυχή ομιλούσα αχαλίνωτα
(…) Ήταν τόσες πολλές οι λιποταξίες απ’ τα δύο μέτωπα που είχαν καταρρεύσει, τόσες πολλές οι περιπτώσεις ριψάσπιδων ή απλώς «δειλών» αλλ’ αποφασισμένων να μη θυσιάσουν ούτε μια σταγόνα απ’ το αίμα τους, ούτε ένα δευτερόλεπτο απ’ τη ζωή τους για την πατρίδα: -ώστε έπειτα απ’ την πρώτη απορία, διαμαρτυρία κι αγανάκτηση του άμαχου πληθυσμού που κατά βάθος ένιωθε μιαν ανείπωτη αγαλλίαση μπροστά σ’ αυτή την ηθική ανατροπή, το ρίξανε όλοι στο καλαμπούρι κι άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορα βλάστημα ανέκδοτα που περνούσαν όλη την Ιστορία και τους δαφνοστεφείς πρωταγωνιστές της γενεές δεκατέσσερις και προκαλούσαν με τις εύστοχες και ωμές περιγραφές τους ακατάσχετα γέλια.

Εκείνες τις ώρες πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά η μετάβαση απ’ τον έναν κύκλο στον άλλο, αμετάκλητα. Με το γέλιο. Έτσι, κανέναν απολύτως δε βρήκε απροετοίμαστο η είδηση πως όπου να ’ναι θα υποχωρούσαν και τ’ άλλα δύο μέτωπα, έφταναν μάλιστα από παντού λιποτάχτες, βρώμικοι, κουρελιασμένοι, με γένια πολλών εβδομάδων, θεονήστικοι κι αγριεμένοι, ξεζουμισμένοι απ’ τη βδέλλα της εμπόλεμης ζωής, πατικωμένοι απ’ το πέλμα του πολέμου, που, χωρίς να κρύβουν την πράξη τους, ίσα ίσα διαλαλώντας την χωρίς μισόλογα, εξιστορούσαν διάφορα περιστατικά, με ύφος ήρωα, για την, «εκατό τοις εκατό δικαιολογημένη», όπως έλεγαν, χεζούρα και αηδία των στρατιωτών ……………

κυρίως όμως είχαν να λένε για τη ψυχική διάλυση που επικρατούσε σε όλες τις γραμμές, για τους φόνους που γίνονταν μέρα μεσημέρι για ένα πιάτο παλιοφαϊ ή για τις τσούπρες των διπλανών χωριών που, λες και ήταν βαλτές οι κουφάλες, έσπερναν τη διχόνοια ανάμεσα στους στρατιώτες και την αντιζηλία πηγαίνοντας, οι λιμασμένες, πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο
……………………………………………………………………..
(Γιατί ο κόσμος των πεθαμένων είναι το υπέρλαμπρο και ζοφερό ναυάγιο που, πολλές χιλιάδες οργιές κάτω απ’ την ασημένια λουρίδα του νερού, μας κρατάει κλειδωμένους στην κοιλιά του και μας παρέχει, σε ώρες δυσβάσταχτης κι αδιέξοδης οδύνης, τη δυνατότητα να σκαρώνουμε παρομοιώσεις που με τον ακραιφνώς εικονικό τους χαρακτήρα ανακουφίζουν το αίμα από το μανιασμένο παφλασμό του πάνω στα έρημα γυμνά τους κόκαλα…
Τι άλλο είναι ο παράδεισος, τουλάχιστον για εκείνους που υφίστανται την απάτη και τον μαγνητισμό της ύλης συνειδητά, παρά τον πολυπόθητο και σπανιότατα κατορθωτό πέρασμα της ψυχής από την αφασία της γλώσσας στο παλλόμενο, γεώδες, αχειρότμητο κι αλάξευτο βασίλειο των λέξεων, εν ζωή; Η αθανασία είναι οι λέξεις. Η βασιλεία των ουρανών είναι μια ψυχή ομιλούσα αχαλίνωτα) (…)

Θα χρειαζόταν πολλοί τόμοι για να χωρέσουν τα όνειρα και οι παραισθήσεις όλων εκείνων των στρατιωτών, που μόλις έβγαιναν από τον παροξυσμό των κρίσεων τους, κάθονταν και λέγανε ο ένας στον άλλο τι τράβηξαν, με τη λαχτάρα του ανθρώπου που θέλει να μεταγγίσει στου άλλου την ψυχή εκείνο που βαραίνει τη δική του.
Απ’ τις πιο συχνές (γιατί υπήρχε μια κοινότητα ονείρων και παραισθήσεων) ήταν η περίπτωση που ο φαντάρος ένιωθε το ζωστήρα του ν’ αρχίζει ξαφνικά ν’ ανεβαίνει απ’ τη μέση στο λαιμό του και να τον σφίγγει τόσο δυνατά που ορισμένοι κόντευαν στ’ αλήθεια να σκάσουν κι έβγαζαν ξύπνιοι απάνθρωπα ουρλιαχτά σφαδάζοντας καταγής, «ώσπου να φύγει, όπως έλεγαν, η μαύρη γάτα από άνω τους» Άλλοι πάλι, εκεί που κάπνιζαν, έβλεπαν το ίδιο τους το χέρι να υψώνεται με μια ακαταμάχητη κίνηση σα να το κινούσε μια χθόνια δύναμη, να πλησιάζει με τη σιγουριά μοιραίου κακού στο πρόσωπό τους και να σβήνει το τσιγάρο μες στο μάτι τους.
……………………………………………………………………….
Δεν ήταν λίγοι κι εκείνοι που περίμεναν με φρίκη τη νύχτα γιατί κάποια στιγμή, γύρω στα βαθιά μεσάνυχτα, φούντωνε πίσω απ’ τα κόκαλα του κρανίου τους ένα βουβό κύμα κι ένιωθαν τον ουρανό να συσπειρώνεται ολόκληρος μέσα τους κάνοντας το κεφάλι τους να σφύζει από γαλαξίες κι αχανείς εκτάσεις που η διαπεραστική τους σιωπή τους πίεζε να βγάζουν άναρθρες κραυγές και να χτυπιούνται στα κρεβάτια τους σε σεληνιασμένοι. (…)

Γενιές ολόκληρες φαντάρων αποδεκατίστηκαν από τα ίδια όλοι όνειρα που έρχονταν και ξαναέρχονταν με το πείσμα της απελπισμένης προσπάθειας που καταβάλλει μια ερωτευμένη καρδιά για να σταλάξει σε μια άλλη ακατάδεκτη καρδιά τον έρωτά της, κι έβλεπες αμούστακα φανταράκια ν’ αφηγούνται τα ίδια όνειρα που είχαν δει πριν από πολλά χρόνια, και τα ’βλεπαν ακόμα, γέροι φαντάροι, αιωνόβιοι, που είχε λιώσει το χακί επάνω τους κι αυτοί είχαν λιώσει μέσα στο χακί: έβλεπαν πως τους κυνηγούσε ολόκληρο το χωριό τους κι αυτοί έτρεχαν να κρυφτούν κι έτρεχαν και το χωριό έτρεχε από πίσω τους κι όλο τους έφτανε κι όλο του ξέφευγαν κι ήταν σα να έτρεχαν χωρίς να τρέχουν, με μια υπέρτατη αγωνία μες στο στήθος, και κάποια στιγμή, μ’ ένα ξαφνικό πέρασμα που μόνον η φρίκη το πετυχαίνει, έπεφταν όλοι οι συγχωριανοί τους πάνω τους και τους ξεσκίζανε κι έπαιρναν ο καθένας από ένα κομμάτι και πετούσαν τα κόκαλα στα σκυλιά κι έβλεπαν πια μόνο τα κόκαλα μέσα στο στόμα τω σκυλιών κι αυτά τα στόματα γεμάτα με τα ίδια τους τα κόκαλα τους έκανε να τινάζονται αλαφιασμένοι μες στον ύπνο τους με δύσπνοια και με την αίσθηση του ροκανίσματος του σκελετού τους μες στο ίδιο τους το στόμα.

Ή εκείνο το άλλο πως ήταν καθισμένοι μες στην τάξη του σχολείου κι ο δάσκαλος τους έκανε μάθημα ιστορίας κρατώντας ένα τεράστιο μαχαίρι ανάμεσα στα πόδια του, και το παράθυρο το σκέπαζε το ταλαντευόμενο σώμα ενός απαγχονισμένου μαθητή που η ρεύση του έτρεχε ακόμα απ’ την άκρη του λασπωμένου παπουτσιού του και ξαφνικά άνοιγε η πόρτα κι έμπαινε μια πανύψηλη γυναίκα που τα βυζιά της κρέμονταν ως κάτω στα σάπια σανίδια και πλησίαζε έναν έναν τους μαθητές και τους φιλούσε παράφορα στο στόμα κόβοντας με τα πριονωτά της δόντια ένα μεγάλο κομμάτι από τη γλώσσα τους που μετά το έφτυνε σκουπίζοντας τα αίματα με μια σημαία που είχε δεμένη στη μέση της κι όταν τελείωνε τα φιλιά, γύριζε στο δάσκαλο, το πρόσωπό της τότε γινόταν σαν από θειάφι, το σώμα της έκαιγε σαν το πυρωμένο σίδερο μα και βρωμούσε σαν ψοφίμι, έπαιρνε το μαχαίρι που κρατούσε ανάμεσα στα πόδια του, τον έβαζε να γονατίσει του ’κοβε το κεφάλι και, πιάνοντάς το απ’ τα μαλλιά, το σήκωνε τόσο ψηλά που γκρεμιζόταν το ταβάνι και τα μάτια του αποκεφαλισμένου σπίθιζαν τόσο διαπεραστικά που σου άναβαν τα μάτια, κι ύστερα εκείνη έχωνε το κεφάλι μες στο στόμα της κι άρχιζε να το μασάει και να το μασάει, μ’ έναν αβάσταχτα γλοιώδη τρόπο… (…)

Πολλοί τρελάθηκαν. Πολλοί έπεσαν σε ανίατο μαρασμό που τους έκανε να σέρνονται σαν ξεβιδωμένες ψυχές ανάμεσα στα σκουριασμένα τανκς και στις τέντες με τα ανύπαρκτα πυρομαχικά. Οι απόπειρες αυτοκτονίας δεν είχαν πια σταματημό, κανείς δεν ήταν πια σε θέση να υπολογίσει τον αριθμό τους. Δίπλα σε κάθε στρατόπεδο, μικρό ή μεγάλο, είχε με τον καιρό σχηματιστεί κι από ένα νεκροταφείο που δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα βαθύ σκάμμα όπου πετούσαν κάθε τόσο τα καινούργια πτώματα σκεπάζοντάς τα με μερικές φτυαριές χώμα, μόνο και μόνο για το φόβο των ορνέων ……………………………..

Οι λέξεις είχαν ξεφύγει οριστικά απ’ τη δικαιοδοσία των πολιτικών και των στρατιωτικών που δεν ήξεραν πια με τι να καμουφλάρουν μια πραγματικότητα που πρώτα αυτούς τους ίδιους άρχισε να τρομάζει σπέρνοντας σ’ αυτές τις αδυσώπητες, αδίσταχτες, αδιάντροπες, αδάκρυτες καρδιές τον υπονομευτικό φόβο του απείρου, της μοναξιάς και του θανάτου, κι έκαναν την εμφάνισή τους κρούσματα

πρωθυπουργών και υπουργών που δεν έπεφταν για ύπνο αν δεν ήταν βέβαιοι πως όλη τη νύχτα θα τους κρατούσε το χέρι ο καμαριέρης τους και λέρωναν το βρακί τους την ώρα των συνεδριάσεων του υπουργικού συμβουλίου επειδή έβλεπαν μπροστά τους ξαπλωμένο πάνω στο μακρύ γυαλιστερό τραπέζι το ίδιο τους το πτώμα σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης, ντυμένο με την απροκάλυπτη γύμνια της απόλυτης εκμηδένισης, ή κρούσματα αξιωματικών, κυρίως ανωτέρων, που δεν μπορούσαν πια να μένουν μόνοι τους σ’ ένα άδειο δωμάτιο, έτρεμαν το σκοτάδι κι άνοιγαν συνεχώς συζητήσεις πάνω στο θέμα της διαλυόμενης, όπως έλεγαν, σκόνης στην οποία θα καταλήγαμε «μέσα σε μια αιωνιότητα αμείωτου κενού». (…)

δ] Μεταφυσικές του Δόγματος σε μια αιωνιότητα αμείωτου κενού της Συνειδητής πολυσχιδούς Σχιζοφρένειας
(…) Και τη χρονιά εκείνη που καμιά γυναίκα δεν έπιασε παιδί κι οι άνδρες στέκονταν δυο δυο στους δρόμους και τα καφενεία κι έφτυναν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου σα να ’φτυναν όμως ο καθένας το δικό του πρόσωποκι έπειτα φεύγανε αγκαλιασμένοι και ζευγάρωναν μεταξύ τους σε σκοτεινά υπόγεια ή χλιαρά πλυσταριά όπου δεν μπορούσαν να τους ανακαλύψουν οι ξέφρενες γυναίκες με την επιδημία της ακαρπίας σφηνωμένη στα σπλάχνα τους – τους έψαχναν στα μπορντέλα και τα μπαρ, κι αυτό το ψάξιμο το μάταιο τις έκανε ακόμα πιο όμορφες, πιο λιμπιστερές, πιο μαγνητικές, πιο γυναίκες, πιο ικανές να προκαλέσουν ξέφρενους έρωτες, πιο απαλές, τύλιγε τις ανιχνευτικές κινήσεις τους με μια μαρμαρυγή απελπισίας που χαραζόταν στο μυαλό του θεατή και δεν έφευγε ποτέ, γιατί με αυτό το ψάξιμο οι γυναίκες κατάλαβαν πως υπάρχουν πολλών ειδών απελπισίες και πως ένα είδος τους ανήκει αποκλειστικά και στους αιώνες –
τη χρονιά εκείνη έγιναν οι περισσότερες συνωμοσίες στα ανώτατα κρατικά κλιμάκια, κοπάδια βουλευτών εξαγοράζονταν και προχωρούσαν κορδωμένοι στην ακριβώς αντίθετη παράταξη μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν προσωπικές ή οικογενειακές φιλοδοξίες (ένας, λένε, δέχθηκε να γίνει υπουργός για να δώσει μια τελευταία χαρά στην ετοιμοθάνατη γριά μητέρα του γιατί την είχε φάει το μαράζι που ο γιος της είχε γεράσει βουλευτής), οι φανατικοί πατριώτες κι εθνικόφρονες φυγάδευσαν περιουσίες ολόκληρες στο εξωτερικό με τη βοήθεια των αλληλοκαθρεφτιζόμενων καθεστώτων που ορισμένοι από αυτούς τα κρατούσαν με τα λεφτά τους και τις διασυνδέσεις τους στην εξουσία, (…)

οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη μ’ ένα πυρετώδη ρυθμό αλληλουχίας αποτυχιών, εγκλημάτων κι αναρίθμητων μορφών ανικανότητας που έφτανε στα όρια της πνευματικής παραλυσίας, φρενιασμένοι οπαδοί πεθαμένων πολιτικών αρχηγών τους έβγαλαν από τους τάφους τους και κρατώντας τους ψηλά στα λασπωμένα φέρετρά τους, τους περιέφεραν στους δρόμους ζητώντας με εξτρεμιστικά συνθήματα την επαναφορά τους στην ενεργό πολιτική γιατί υποστήριζαν πως μόνο αυτοί θα γλίτωναν τη χώρα απ’ την ολοκληρωτική της εξαφάνιση, (…)
φανατισμένοι λόγιοι έβγαιναν στα μπαλκόνια τους και παρακινούσαν τα σαστισμένα πλήθη ν’ απαρνηθούν τη ζωή, να τρέφονται μόνο με ρίζες και ν’ αναπαράγονται πλαγιάζοντας με ακρωτηριασμένα αγάλματα, μέσα σε μια συναισθηματική κι ιδεολογική παράκρουση όμοια μ’ εκείνων που προσπαθούσαν να επέμβουν στην καυτή πραγματικότητα για να την αλλάξουν ριζικά εφαρμόζοντας πολιτικά προγράμματα που ήταν επινοήσεις άλλων εποχών…
Επικράτησε το δίκαιο των μελαγχολικών. Άρχισαν να νομοθετούν οι σιωπηλοί και οι μοναχικοί.Όλοι άκουγαν με θρησκευτική ευλάβεια τη γνώμη εκείνων που πριν τους είχαν κατατάξει στην κατηγορία των ανωμάλως διακειμένων. (…) Δημιουργήθηκαν νέες παρανομίες των ενστίκτων, ενώ οι προαιώνιες έπαψαν πια ν’ αποτελούν αιτίες χλεύης κι αναγορεύτηκαν σε στυλοβάτες της κρατικής πολιτικής, εσωτερικής και εξωτερικής. (…) Νομιμοποιήθηκε πια το έγκλημα αποτελώντας πια τον άξονα κάθε δημόσιας και πάνδημης εκδήλωσης. (…) Πολλαπλασιάστηκαν τα κρούσματα των παράφορων ερώτων και των απροκάλυπτων ιλιγγιωδών ερωτικών εξομολογήσεων και προσφορών. (…) Όλοι ανακηρύχθηκαν άγιοι κι άρχισαν ν’ αλληλολατρεύονται.

Οι λέξεις απόκτησαν μια πρωτοφανή ένταση κι έτσι όλοι σκέφτονταν πολύ ποιες θα χρησιμοποιήσουν, γιατί ορισμένες μπορούσαν τώρα να κάψουν ανεπανόρθωτα τη γλώσσα

Μια προσευχή: «Ω ανθρώπινο σπέρμα, εσύ που είσαι η πηγή όλων των ζωτικών εκλύσεων και βεβηλώσεων, ω σάλιο που μοσχομυρίζεις σάρκες ριγηλές με τις αιχμές της ανατρεπτικής ομορφιάς και της ερωτικής μανίας, ω σώμα που ένα σώμα σφύζον σαν εσένα θα ’θελα να ’ναι το τελικό μου φέρετρο για να ανασαίνει γύρω μου το αίμα σου και η λαχτάρα της κατάκτησής σου να γίνει το απόγειο κι η στέψη του θανάτου μου, κι ω λαβύρινθε  της αχανούς πολύκλαδης ψυχής μου που με παιδεύει με τ’ αδηφάγα πλήθη της, ως πότε, ζώο ριζοφάγο, γεωχαρές, βορβορόφιλο, θα κλείνεσαι μες τη σαπίλα και στη δίνη των ρηχών ανταποδόσεων, ως πότε θα με εμποδίζεις εκουσιακούσια να πατήσω σ’ εκείνο το σημείο απ’ όπου θα ’χω πια την αντοχή να δίνω σ’ όλα τα πρόσωπα φωνή, πρόσωπο σ’ όλες τις φωνές; Ω σιωπή μεγάλη σαν το βαθύ λαμπύρισμα των άστρων, σώσον με…»

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΗΤΤΑΣ: Το όνομα της χώρας άλλαξε. Το νέο δε θύμιζε σε τίποτε το παλιό
Έχει φάει σαν καρκίνος τα βυζιά μου, τα μυαλά μου, τα έντερά μου, έχει κατεβάσει όλες της τις πέτρες στα νεφρά μου και τα ’χει ρημάξει, έχει μαγαρίσει όλες τις πηγές απ’ όπου θα ’τρεχε το γάλα μου, έχει μαζέψει όλο της το χώμα μες στις φλέβες μου και μου ’χει σαπίσει το αίμα, έχει κάτσει όλη πάνω στην καρδιά μου και την έχει κουρελιάσει απ’ τα εμφράγματα και τις εμβολές, κάθε θεσμός της κι ένα έμφραγμα, κάθε νόμος της και μια εμβολή, τα ήθη της μου ’χουν σμπαραλιάσει τα πνευμόνια, η ιστορία της με κάνει και τρέμω συνεχώς ολόκληρη σα να έχω προσβληθεί από την πάρκινσον, ο πολιτισμός της μ’ έχει ξεπατώσει, μ’ έχει ξεθεώσει, δεν πάει άλλο, η θέση της η γεωγραφική είναι το άσθμα μου, ολόκληρο το σχήμα της άλλοτε απλώνεται πάνω στο σώμα μου σα γιγαντιαίος έρπης ζωστήρ και με τρελαίνει, κι άλλοτε παίρνει τη μορφή τσουγκράνας και μπήγεται στα μάτια μου, τεράστιας βελόνας και μου τρυπάει το κρανίο, βράχου ολόκληρου που κρέμεται από την άκρη των μαλλιών μου και με παρασέρνει σε μια θάλασσα πικρών δακρύων…

Ο κάθε πόρος της είναι και μια τσέτα, κάθε γωνιά της κι ένα λάζο, κάθε χιλιοστό της και μια τσάκα, είναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου και κοφτερούς σουγιάδες, άντρο φονιάδων, απατεώνων και ηλιθίων, λημέρι άνανδρων γαμιάδων και ανίκανων σωματεμπόρων, μας πατάει το κεφάλι μέσα στα σκατά της, μας δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στ’ αρχίδια, μας λιώνεις, μωρή, μας στραγγίζεις, μας ρημάζεις, μας διχάζεις, μας πνίγεις, μας καταδικάζεις, μας πεθαίνεις, μας πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη ψειριάρα, φαρμακοδόντρα, λύκαινα, γύφτισσα, αιμομίχτρα, που όλο μαϊμουδίζεις και παπαγαλίζεις, κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δε σε μπορώ, δεν την μπορώ, τη δολοφόνα, την παιδοκτόνα, τη ζαβή, τη χολεριασμένη, τη στραβοκάνα, τη γκαβή, το τσόκαρο, την παλιόγρια, την παλιόγρια, που κακοχρόνο να ’χει, δεν αντέχω πια τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τη μισώ, τη μισώ, τη μισώ
αχ, αχ, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ, θα πεθάνω, τέρας, και θα εξακολουθώ να σε μισώ, ναι, το μίσος βράζει μέσα μου, θέλω να γράψω τους ανάποδους ύμνους απ’ αυτούς που γράφτηκαν ως τώρα γι’ αυτήν, λέξη προς λέξη να την τουφεκίσω και να την παραχώσω σαν σκυλί με τα ίδια μου τα χέρια…

Δεν είμαι πια γυναίκα… Ούτε κι εσύ πια είσαι άνδρας… Μας τα πήρε όλα αυτή… Τι θα μείνει όμως από αυτήν χωρίς εμάς; Τι θα είναι αυτή όταν δεν θα ’χει μείνει τίποτα από μας;… Το χώμα της έχει πάρει το σχήμα μου… Το σώμα μου έχει πια τις διαστάσεις της… Έχω μέσα μου τη μοίρα της… Πεθαίνω σα χώρα. (…) 

ΟΝΕΙΡΑ, Η ΠΡΟΝΟΜΙΟΥΧΟΣ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ, ΟΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

$
0
0
Τη νύχτα ανασυνθέτεις τον εαυτό σου, παλεύεις με τα φαντάσματά σου, βουλιάζεις στη άβυσσό σου, δεν ελέγχεις τίποτα, είσαι αδύναμος και μόνος -εσύ και η μοναξιά σου. Βρίσκεσαι κοντά στον θάνατο, μόνο που δεν το συνειδητοποιείς, βρίσκεσαι σε έναν άλλο κόσμο, όπου οι επιθυμίες σου βγαίνουν στον αφρό και όπου τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά σου, φανερώνονται…Οι νυχτερινές ώρες. Ύπνος και ξαγρύπνια. Ύπνος με όνειρα όπου προβάλλει το υποσυνείδητο, όνειρα που παγιδεύουν, ξαφνιάζουν, πανικοβάλλουν. Όνειρα που «κυκλοφορούν» ανεξέλεγκτα. Ξαγρύπνια που βασανίζει, φέρνει σκέψεις, κρίσεις πανικού, αλλά και σουρεαλιστικές καταστάσεις στην κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου όταν αντί να «μετράς προβατάκια», μπορεί τα «προβατάκια» να μετράνε εσένα.«Μια κραυγή μπαίνει από το παράθυρο. Αν την αφήσω να βγει, θα με ξαναενοχλήσει. Κατεβάζω βιαστικά τα ρολά και διαπραγματεύομαι μαζί της. Της προτείνω να κραυγάζει ελεύθερα εκτός των ωρών κοινής ησυχίας. Εκείνη δείχνεται ολιγαρκής Εγώ γενναιόδωρη. Ωστόσο η συμβίωσή μας αποδεικνύεται αδύνατη. Τελικά, το να κοιμάσαι κάθε βράδυ με μια καταπιεσμένη κραυγή είναι σωστός πονοκέφαλος» [Ana Maria Shua -ΑΝΑ ΜΑΡΙΑ ΣΟΥΑ, η βασίλισσα του μικροδιηγήματος... Μονόλογοι μιας γυναίκας που ονειρεύεται ή που δεν μπορεί να κοιμηθεί. Μικρές τηλεγραφικές ιστορίες της νύχτας ενός ανθρώπου που παγιδεύεται μέσα στα όνειρα του και γράφει π.χ. για έναν άνδρα ο οποίος ονειρεύεται έναν άλλο άνδρα. Αυτός με τη σειρά του αποτελεί το όνειρο ενός τρίτου, που ίσως να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Μπροστά στην ευθύνη του ονειρευτή, ο συγγραφέας μοιάζει να αποθυμεί την τελική αθωότητα του ήρωα!... Ιστορίες που ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ υπό την μουσική υπόκρουση του Suenos του τιτάνα Astor Piazzolla κι άλλες παρόμοιες μικροιστορίες με ΚΛΙΚ στην εικόνα  byZWOLAK temawork]



ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΕ ΝΕΡΑΪΔΕΣ
Τα μικρά παιδιά αποκοιμιούνται ακούγοντας παραμύθια για νεράιδες. Οι μεγάλοι αποκοιμιούνται βλέποντας τηλεόραση. Έτσι λοιπόν, οι άνθρωποι θεωρούν ότι αφήνοντας μια ιστορία στη μέση πριν κοιμηθούν, εξασφαλίζουν το ξύπνημα. Τόσο τυφλά εμπιστεύονται τη φιλοπεριέργεια του θανάτου.

ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΟΝΕΙΡΟ
Στην ουρά, ο κόσμος εξαγριώνεται. Κάποιοι καταφέρονται εναντίον της κυβέρνησης και άλλοι της ακυβερνησίας. Στον γκισέ ο υπάλληλος, ατάραχος. Μα αυτός ο άνθρωπος κοιμάται, εξάπτεται ένας καραφλός κύριος μπροστά μου. Όχι, κύριε, αυτοί που κοιμούνται είμαστε εμείς, του εξηγεί μια κυρία όσο πιο χαμηλόφωνα μπορεί (όποιος ξυπνάει χάνει τη σειρά του). Ώρες αργότερα, δίνω το όνομά μου στον γκισέ, μόνο και μόνο για να διαπιστώσω ότι περιμένω σε λάθος όνειρο…

Η ΤΡΙΣΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΡΑΒΙΝΟΥ:
Πολλοί Καβαλιστές κατείχαν τη γνώση για να φτιάξουν ένα Γκόλεμ, λίγοι όμως μπορούσαν να κάνουν το Γκόλεμ να τους υπακούσει. Λέγεται πως ένα ανυπότακτο Γκόλεμ, το οποίο είχε δημιουργήσει ένας ραβίνος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του, εκμεταλλεύτηκε τούτη τη φανερή ομοιότητα παίρνοντας τη θέση του Δημιουργού του. Η ιστορία αυτή, αν και πέρα για πέρα αληθινή, είναι παντελώς άγνωστη, μιας και ουδείς αντιλήφθηκε τη διαφορά εκτός φυσικά από την τρισευτυχισμένη γυναίκα του ραβίνου, η οποία αποφάσισε να αποσιωπήσει το γεγονός
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ και ΠΡΟΦΗΤΕΣ
Τα λόγια του είχαν τόση απήχηση ώστε η αποστολή του απέτυχε: η προφητεία ακούστηκε με προσοχή και λήφθηκε υπόψη. Οι άνθρωποι άλλαξαν τον αμαρτωλό τρόπο ζωής και κατά συνέπεια δεν ρίχθηκε πυρ και θειάφι από τον ουρανό ούτε έπεσε πάνω τους τρόμος και πανικός. Η βροχή του θανάτου δεν έπνιξε τον κόσμο όλον. Έτσι, λοιπόν, μιας και δεν έγινε ο κατακλυσμός, αυτός δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει το βαθμό του προφήτη και ο Θεός δεν μπόρεσε να επιδείξει την παντοδυναμία του. Από τότε, ο Θεός στέλνει μόνο προφήτεςανιαρούς ή κεκέδες, που δεν κατέχουν την τέχνη της ρητορικής, μεγάλη η χάρη τους»
 ΦΙΛΑ ΤΟ ΒΑΤΡΑΧΟ ΣΟΥ
Αυτό είναι το παραμύθι για έναν πρίγκιπα μεταμορφωμένο σε βάτραχο που ξανάγινε πρίγκιπας χάρη στο φιλί μιας πριγκίπισσας με την οποία παντρεύεται μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι αυτή – αχ, αυτές οι γλυκές εκπλήξεις της συζυγικής ζωής! – έχει την παράξενη συνήθεια να πιάνει μύγες με την μακριά της γλώσσα, ή το παραμύθι για ένα βάτραχο μεταμορφωμένο σε πριγκίπισσα που ξανάγινε βάτραχος, αφού την εγκατέλειψε ένας άπονος πρίγκιπας, όλα εξαρτώνται σε τελευταία ανάλυση από την πλευρά που βλέπει κανείς τα πράγματα…

ΕΝΑΣ ΘΑΝΑΤΟΣ  ΠΥΚΝΟΫΦΑΣΜΕΝΟΣ ΜΕ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ:
Ένας άντρας δέχεται επίθεση. Αντιστέκεται. Τραυματίζεται βαριά και πιάνεται αιχμάλωτος. Αυτό συμβαίνει στα όνειρά του. Για πολλές απανωτές νύχτες ο άντρας αγωνιά. Ένα βράδυ, ο θάνατος έρχεται πριν το ξύπνημα. Κατά τη διάρκεια της μέρας, ο άντρας συνεχίζει να παίζει, να εργάζεται, να ερωτεύεται, σαν να ήταν πέρα για πέρα ζωντανός, ωστόσο οι νύχτες του είναι έκτοτε κενές, αμνήμονες. Πολλά χρόνια αργότερα, ο άντρας πεθαίνει επίσης σ'αυτή την πλευρά του σύμπαντος και εισέρχεται σ'ένα θάνατο πυκνοϋφασμένο με παράξενα όνειρα.

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΒΑΦΟΝΤΑΙ
Οι γυναίκες βάφονται πριν πέσει η νύχτα. Στα μάτια, στη μύτη, τα χέρια, την ιγνυακή κοιλότητα, τα δάχτυλα των ποδιών. Βάφονται με εισαγόμενα καλλυντικά, με τέμπερες, με μαρκαδόρους τσόχας. Την αυγή δεν υπάρχουν πια. Καθώς περνά η νύχτα και οι άνδρες, σιγά-σιγά σβήνουν

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
«Μάινα το φλόκο» διατάζει ο καπετάνιος. «Μάινα το φλόκο»! επαναλαμβάνει ο δεύτερος. «Όρτσα δεξήνεμα» κραυγάζει ο καπετάνιος. ‘Όρτσα δεξήνεμα» επαναλαμβάνει ο δεύτερος!.. «Προσοχή το μπομπρέσο!» κραυγάζει ο καπετάνιος. «Το μπομπρέσο», επαναλαμβάνει ο δεύτερος. «Ρίξε τη μετζάνα», κραυγάζει ο καπετάνιος!.. «Τη μετζάνα», επαναλαμβάνει ο δεύτερος. Εντωμεταξύ η θύελλα δυναμώνει και οι ναύτες τρέχουνε αλλόφρονες από τη μια μεριά του καταστρώματος στην άλλη. Αν δεν βρούμε γρήγορα ένα λεξικό, θα βουλιάξουμε το δίχως άλλο.

ΑΠΟΜΙΜΗΣΕΙΣ
Αναμφίβολα δεν πρόκειται για πραγματικό οίκο και οι γκέισες δεν είναι ακριβώς γιαπωνέζες. Σε περιόδους κρίσης τις βλέπει κανείς να εργάζονται χωρίς κιμονό στο λιμάνι. Δεν ονομάζονται πια Άνθος του Λωτού και Γαλήνιο Φεγγάρι, μα ούτε Μόνικα και Βανέσα είναι το πραγματικό τους όνομα. Επομένως γιατί να σκανδαλιζόμαστε όταν δεν είναι καν γυναίκες αυτές που στον εν λόγω οίκο προσποιούνται την ηδονή κι άλλοτε την αγάπη (με περισσότερα λεφτά), εφόσον τηρούν τους κανόνες υγιεινής!.. Γιατί να σκανδαλιζόμαστε που δεν είναι καν τραβεστί, εφόσον πληρώνουν τακτικά τους φόρους τους, που δεν έχουν αφαλό εφόσον οι πελάτες δεν δυσαρεστούνται από τούτη την ανηλεή έλλειψη στις λείες  τους κοιλιές, τις τόσο απάνθρωπα λείες.

ΠΟΙΗΤΕΣ (άδοξοι που ’ναι) ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ («όρθιοι και μόνοι μες την ερημία του πλήθους»)
Ναυαγός σε τούτο τον αλαργινό κόσμο, απ’ όπου ποτέ δεν περνούν και ποτέ δεν θα περάσουν τα διαστημόπλοιά μας, χαμένος πάνω σ’ αυτόν τον κόκκο σκόνης, μακριά από κάθε εμπορική ρότα του σύμπαντος, είμαι καταδικασμένος να μοιραστώ τη μύχια μοναξιά των κατοίκων του, που είναι ανίκανοι να επικοινωνήσουν μ’ άλλον τρόπο παρά μόνο με την αδέξια και αδιάγνωστη γλώσσα τους. Εγώ τη χρησιμοποιώ για να στέλνω κωδικοποιημένα μηνύματα τα οποία μόνο οι άλλοι ναυαγοί μπορούν να καταλάβουν. Οι άνθρωποι τους ονομάζουν ποιητές.


ΠΗΓΗ: : AnaMariaShua, (ΑΝΑ ΜΑΡΙΑ ΣΟΥΑ, η βασίλισσα του μικροδιηγήματος) είναι μια από τις πιο αξιόλογες και δημοφιλείς συγγραφείς της Αργετνινής και της Λατινικής Αμερικής. Έχει εκδώσει περισσότερα από 40 βιβλία: μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, θεατρικά κ.ά. Η λογοτεχνική φόρμα στην οποία ωστόσο έχει καταξιωθεί είναι η μικρομυθοπλασία και όχι άδικα θεωρείται βασίλισσα του είδους. Το έργο της έχει κατ’ επανάληψη βραβευτεί και χαίρει παγκόσμιας αναγνώρισης με μεταφράσεις σ’ όλο τον κόσμο. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει η συλλογη μικροδιηγημάτων ΟΝΕΙΡΟΠΑΓΙΔΑ. Η φαντασία της Σούα είναι αστείρευτη, τα μικροδιηγήματά της, άλλοτε χιουμοριστικά κι άλλοτε πικρά, έχουν πάντα σκοπό να διεγείρουν τη σκέψη, να προκαλέσουν, να συγκινήσουν. Κάθε μικροδιήγημα είναι μια μαγική σφαίρα που μας φανερώνει θραύσματα μιας άλλης πραγματικότητας: ένας λυκάνθρωπος παίρνει κουράγιο για την επίσκεψη στον οδοντογιατρό, ένας ποιητής ναυαγεί πάνω στον πλανήτη γη, γκέισες που δεν είναι γυναίκες, τα πάντα είναι εφικτά στο συγγραφικό σύμπαν της Άνα Μαρία Σούα.   

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΗΜΕΝΗ ΩΡΑ (πέφτοντας από τα σύννεφα):

$
0
0
Αν ήξερε τι θα συνέβαινε μετά, θα είχε πάει κομμωτήριο και θα είχε αγοράσει ένα τολμηρό φόρεμα για να το βάλει για πρώτη φορά χθες, πριν πέσει στο κενό από τον εκατοστό τρίτο όροφο του τεράστιου ουρανοξύστη, καθώς προσπαθούσε να πιάσει ένα χαρτί που ο αέρας σήκωσε από το γραφείο της και το έσπρωξε προς τα έξω. Όταν βρέθηκε στο κενό, όλα προμήνυαν ένα αδιαμφισβήτητο στραπάτσο αλλά, 


στο ύψος του τεσσαρακοστού δεύτερου ορόφου, το σώμα της έπεσε στην αγκαλιά ενός θεόσταλτου νέου, εμφανίσιμου  και γεροδεμένου  που φορούσε εφαρμοστή στολή από μπλε και κόκκινη λύκρα και μια μπέρτα ασορτί, πολύ κομψή, που ανέμιζε όπως και το όμορφο μαύρο τσουλούφι του. Από εκεί και ύστερα, η κάθοδος ήταν μια απολαυστική βόλτα μέχρι που έφτασαν στο δρόμο, όπου εκείνος ο γόης την αποχαιρέτησε ευγενικά και πέταξε στα ύψη, αφού προηγουμένως της είπε πως σήμερα θα μπορούσαν να ξαναβρεθούν στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα. Και σήμερα εκείνη φοράει καινούριο φόρεμα, σκόπιμα επιλεγμένο, και φτιάχνεται επιμελώς για να πάει στο ραντεβού με το μυστηριώδη σωτήρα της. Και τη συμφωνημένη ώρα ρίχνεται άφοβα από το παράθυρο του γραφείου της και αξιοποιεί την πτώση παράλληλα με την πρόσοψη του κτιρίου, για να βάλει τις τελευταίες πινελιές στο μακιγιάζ της. Αλλά αυτή τη φορά κανείς δεν την περιμένει μπροστά από τον τεσσαρακοστό δεύτερο όροφο. Και μόλις φτάνει στον δέκατο τέταρτο, πεπεισμένη ότι την έστησαν, αναγκάζεται να παραδεχθεί πως, αν είναι σκληρό και μόνο να πέσεις από ένα σύννεφο και να ακουμπήσεις με τα  πόδια στο έδαφος, πιο σκληρό θα είναι να πρέπει να το κάνεις με το κεφάλι!..    
  

 [ΠΗΓΗ: Πέδρο Ερέρο Αμορός, ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ, μικροδιηγήματά του έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες - Πρώτη δημοσίευση ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ, η αισθητική του μικρού, ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα από το λογοτεχνικό περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ – ARTbyANGELBEARZS come with me]

ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΝΟΥ και (αντιστικτικά) ο ΞΕΝΙΣΤΗΣ της Άννας Αφεντουλίδου (αφιερωμένος σ’ αυτόν):

$
0
0
Στο «Απομεσήμερο ενός Φαύνου», μια από τις… τρελές ιστορίες (όπως χαρακτηρίζονται στον υπότιτλο του βιβλίου του Αργύρη Χιόνη ΕΧΩΝ ΣΩΑΣ ΤΑΣ ΦΡΕΝΑΣ) ο αφηγητής, με παιγνιώδη και ενίοτε παρωδιακή διάθεση, θέλοντας να σατιρίσει το παράλογο της ύπαρξης και την ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής, αναφέρεται στο φόβο του επερχόμενου γήρατος και στην οδυνηρή παραδοχή της απώλειας της λίμπιντο εκ μέρους του αφηγητή τη στιγμή που επιτείνεται από τη σύγκριση «του οικείου χειμώνος με το παρακείμενο θαλερό θέρος» της νεαρής ερωμένης του. Πίσω από τον απλό μύθο προβάλλει ένα πυκνά υφασμένο δίχτυ αναφορών, οι οποίες αναδεικνύουν την αρχετυπικότητα του θέματος. Εκτός από τις ρητές αναφορές στον Μαλλαρμέ, τον Ντεμπυσσύ και το μεσαιωνικό, θαυμάσια «μετατονισμένο», ποίημα «Συζυγική ζωή», υπάρχουν και κάποιες λιγότερο εμφανείς. Για παράδειγμα, η στάση του αφηγητή που «ξύπνιος και γερμένος στο πλάι» περιεργάζεται το κορμί της νεαρής κοπέλας ανακαλεί τον εικονογραφικό τύπο του Σατύρου, που, γερμένος στο πλάι, κοιτάζει με λαγνεία την κοιμωμένη Αφροδίτη ή νύμφη. Παρόμοια στάση παίρνει και ο γέρος σύζυγος στο ιδιαιτέρως ποιητικό απόσπασμα από τη «Συζυγική ζωή»… Η παρουσία, στο τέλος του αφηγήματος της γνωστής επωδού «Ποτέ –ποτέ πια» από Το Κοράκι του Ε.Α. Πόε λειτουργεί αντιστικτικά προς το θέμα της γεροντικής λαγνείας… Το ίδιο θέμα αλλά ιδωμένο από την πλευρά της νεαρής κοπέλας διαπραγματεύεται με το δικό της ξεχωριστό τρόπο στην ιστορία της με τίτλο ΞΕΝΙΣΤΗΣ (αφιερωμένο Στο απομεσήμερο ενός Φαύνου του Αργύρη Χιόνη – Όσοι πιστοί στη διακειμενικότητα ακονίστε τα μαχαίρια σας)  

πρώτη ιστορία: ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΣΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΝΟΥ του Αργύρη Χιόνη: 
Αυτήμόλις είχε κλείσει τα είκοσι τρία, αυτόςπλησίαζε τα εξήντα. Αυτή είχε μόλις εκδώσει την πρώτη ποιητική συλλογή της, αλλά ανυπομονούσε ήδη για αναγνώριση, για καταξίωση. Αυτός, αφού είχε φτύσει αίμα και περάσει δια πυρός και σιδήρου, εθεωρείτο πλέον καταξιωμένος ποιητής και κριτικός.

Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο του Ιουλίου και ήσαν ξαπλωμένοι, ολόγυμνοι, επάνω στο κρεβάτι του. Πριν από λίγο, είχανε κάνει έρωτα, αυτή με βαθιούς στεναγμούς και πνιχτές καρυαγές «ηδονής», αυτός με ιδρώτα και άγχος για τη λειψή στύση του.
Αυτήείχε αποκοιμηθεί, αυτός, ξύπνιος και γερμένος στο πλάι, ρπος το μέρος της, άκουγε την ήσυχη, αμέριμνη ανάσα και περιεργαζόταν το κορμί της. Ο ύπνος την είχε κερδίσει σε ύπτια στάση, αλλά τα στήθη της δεν κρέμονταν δεξιά και αριστερά. Σφιχτά σαν λεμόνια, σημάδευαν με ρώγες όρθιες το ταβάνι. Τα μπράτσα ήσαν αλαβάστρινα, στομάχι και κοιλιά καμπύλωναν προς τα μέσα, χωρίς ωστόσο να εκθέτουν τα παϊδια του υπερκείμενου θώρακα. Το τρίχωμα του εφηβαίου κατάμαυρο, πυκνοϋφασμένο βελούδο, οι μηροί, κρουστοί, δεν ξεχέιλωναν πάνω στο στρώμα, το ίδιο και οι γάμπες. Τα γόνατα διακριτά και τέλεια σμιλευμένα. Όσο για τα πόδια –αχ, τα πόδια!- δυο κομψοτεχνήματα, με λεπτουργημένους αστραγάλους, τέλεια του πέλματος καμπύλη και ακροδάχτυλα σαν ρόδινες, στριφτές καραμελίτσες που σου ’ρχονταν να τις γλείφεις μέχρι να λίωσουν μες στο στόμα σου.

Απ’ τα δροσάτα πόδια της, στα μαραμένα τα δικά του πέρασε το βλέμμα του και, από κει, στις αχαμνές του γάμπες ανηφόρισε, στ’ αρθριτικά του γόνατα και στους σακουλιασμένους του μηρούς. Στο σμίξιμό τους, αντίκρισε, με δέος, τα τζούφια αρχίδια του, σταφανωμένα από γκρίζες γουρονότριχες, και λίγο πιο ψηλά, τη χαλαρή κοιλιά που, όπως ήτανε γερτός στο πλάι, πάνω στο στρώμα είχε κυλήσει. Μίσος και αηδία τον κατέλαβε για το παρηκμασμένο του κορμί. Η σύγκριση του οικείου χειμώνος με το παρακείμενο θαλερό θέρος τον τζάκιζε και, αφού ο ύπνος δεν έστεργε, ως παρατηρητήε, τα μάτια να του κλείσει, το χέρι άπλωσε κι απ’ τη βιβλιοθήκη πλάι στο κρεβάτι, ένα βιβλίο ανέσυρε, στην τύχη και στην τύχη (τι φρικτή, Θεέ μου τύχη!) στην εβδομηκοστή ένατη σελίδα το άνοιξε σελίδα κι άρχισε να διαβάζει:

«Πάει κιόλας χρόνος από τότε που ο Φαρίντ πήρα τη Νάαμα γυναίκα, και κάθε πρωινό το αντρόγυνο κάτω απ’ τις αλέες τριγυρνά, που οι φυλλωσιές τους το ξανάνιωμα του έρωτα θροϊζουν.
Όμως εκείνοι προχωρούν, ο ένας πλάι στον άλλο, αργά-αργά, λες και ξεπροβοδίζουνε νεκρό στο μνήμα, λες και τη μουσική δεν αγρικούν των δένδρων, δίχως να λεν μια λέξη, δίχως ούτ’ ένα βλέμμα ν’ ανταλλάζουν.
Μέρα τη μέρα, της Νάαμας τα μάτια βαθουλώνουν, χλωμιάζουνε τα μάγουλά της.
Κι εγώ φαντάζομαι με πόση ηδονή θα αφουγκράζεται, μες τη σιωπή της νύχτας, πλαγιασμένη πλάι στον Φαρίντ, ολόγυμνη, το αργό, μα σταθερό έργο του θανάτου στου γέροντα το σώμα, το τρίξιμο το σιγανό που κάνουν οι κλειδώσεις του, καθώς μία προς μία, τις θρυμματίζει ο χρόνος, το αδιάκοπο της ύπαρξής του ξεχαρβάλωμα.
Όμως, το γλυκοχάραμα, όταν την παίρνει ο ύπνος, εκείνος γέρνει απάνω απ’ το κεφάλι της ομορφονιάς και, σαν θεριό που το μυαλό της λείας του ρουφά, τα χαρωπά της όνειρα ταράζει…»

Του ήρθε σκοτοδίνη, του ήρθε να σκοτώσει άνθρωπο. Σκότωσε μόνο ένα κουνούπι που’χε την ατυχία πάνω στην επίμαχη σελίδα να προσγειωθεί, την ίδια ακριβώς στιγμή που έκλεινε με πάταγο και καταγής πετούσε το βιβλίο.

Το λαχταριστό στο πλάι του κορμί λαχτάρισε, σήκωσε το κεφάλι από το μαξιλάρι και τρομαγμενο, ρώτησε: «Τι έγινε, αγάπη μου, τι έπαθες;» Τότε, αυτός την άρπαξε από τα μαλλιά, τα υπέροχα μεταξωτά μαλλιά της, και δυο απανωτά της έριξε σκαμπίλια, φωνάζοντας: «Μα πώς τολμάς, μα πώς τολμάς να είσαι τόσο νέα, τόσο ωραία;!». Ύστερα, πριν προλάβει ν’ αρθρώσει λέξη, φόρεσε ένα πανταλόνι, ένα πουκάμισο κι ένα ζευγάρι εσπαντρίλιες και πήρε τους δρόμους, να την αφήσει μόνη, να μην τη δει να φεύγει, να τον αφήσει, επιτέλους, μόνο.

Επέστρεψε μετά από μια ώρα. Το σπίτι ήταν άδειο. Ο Παίκτης Δίσκων Συμπαγών έπαιζε ακόμη το ψ. Πάντα στην επανάληψη το έβαζε εκείνο το κομμάτι, κάθε φορά που έκανε έρωτα. Ενίσχυε την ελλειπή του στύση, την έκανε πιο συμπαγή. Έτσι νόμιζε. Τώρα, ωστόσο, πλησίασε τη συσκευή και, μουρμουρίζοντας με κάποια θλίψη, είναι αλήθεια, αλλά με πιο πολλή ανακούφιση, «Ποτέ –ποτέ πια», την έκλεισε.



δεύτερη ιστορία: ΞΕΝΙΣΤΗΣ της Άννας Αφεντουλίδου (στον Αργύρη Χιόνη για το Απομεσήμερο ενός Φαύνου)
  
.
Ήταν η ενσάρκωση του αναγεννησιακού ιδανικού του Καθολικού Ανθρώπου. Τόσες γνώσεις, σε τόσα θέματα! Και τι ρητορική ικανότητα! με εκείνη την αξιοζήλευτη άρθρωση που λιαίνει τα σύμφωνα και στρογγυλεύει τα φωνήεντα! Αλλά και Δάσκαλος, πάντα πρόθυμος να μεταλαμπαδεύσει στους νέους ανθρώπους τις γνώσεις του. Και όχι μόνον αυτό! Ήταν επιπλέον η ενσάρκωση και του αρχαίου πνεύματος της φιλοξενίας. Συνεχώς φιλοξενούσε στο αρχοντικό του κάποιαν νέα από την επαρχία που δεν είχε πού να μείνει, για να μπορέσει να επωφεληθεί τόσο από τις πολύτιμες διαλέξεις, που συχνά πυκνά έδινε σε κάποιο Πανεπιστημιακό Ίδρυμα, όσο και από τις ανιδιοτελείς υψηλές γνωριμίες του. 

Είχε λοιπόν προσκαλέσει με μεγαθυμία και εμαυτήν, αμέσως μόλις του έστειλα το Βιογραφικό μου και μιαν ολόσωμη φωτογραφία, όπου ανέπτυσσα όλα τα πνευματικά μου ενδιαφέροντα… Σίγουρα ένας προστατευόμενος των Μουσών και του Ξενίου Διός! Ίσως γι’ αυτό του πήγαιναν όλα δεξιά και όχι γιατί ανένηψε της αριστεράς ιδεολογίας, όπως υπαινίσσονταν κάποιοι άσπονδοι φίλοι.

- Ζήλια! Καθαρή ζήλια, φιλτάτη μου κορασίς! έλεγε κι εγώ παρακολουθούσα καθηλωμένη τα δαχτυλίδια του καπνού, που συντρόφευαν τις λέξεις του, να πλαισιώνουν τα λευκά του μαλλιά… ενώ εκείνος με μεγαλοψυχία χάιδευε πατρικά τους στρογγυλούς μου ώμους, την απαλή σάρκα του λεπτού μου λαιμού…

Διήγον την τρίτην ημέραν φιλοξενούμενη στο αρχοντικό του. Με είχε περιηγήσει σε όλες τις αναρίθμητες κάμαρες, όπου φυλάσσονταν πολυάριθμοι πίνακες και γλυπτά, επεξηγώντας επί ώρες τα πώς και τα γιατί της αμύθητης καλλιτεχνικής τους αξίας και αφήνοντάς με άφωνη με την ευρυμάθεια και την εμβρίθειά του. Μου είχε δείξει με άπειρη προσοχή κι ευλάβεια όλα τα οικογενειακά κειμήλια, τόσο του ιδίου όσο και της συζύγου του, μεταδίδοντάς μου την συγκίνησή του καθώς διέκρινα δάκρυα να λαμπυρίζουν στις ρυτιδιασμένες άκρες των κάπως θολών του ματιών. Κατόπιν μου επέτρεψε με γενναιοδωρία να αγγίξω σαγηνευμένη το χέρι του, ενόσω με έσφιγγε με οδύνη πάνω του, ώσπου να ασφυκτιά το πλούσιο στήθος μου με πόνο…

Εκείνο το βράδυ, μετά το ασκητικό μας δείπνο, χαρακτηριστικό των ανθρώπων με αριστοκρατικές καταβολές, λόγω της Παιδείας τους βεβαίως και ουχί των προγόνων, με οδήγησε στο μόνο δωμάτιο, όπου δεν μου είχε επιτρέψει έως τότε να μπω, στο Άδυτο των Αδύτων, στο Γραφείο του. Βαρύτιμοι δερματόδετοι τόμοι γεμάτοι με τη σοφία αιώνων ανθρώπινου πολιτισμού κάλυπταν τους πανύψηλους τοίχους απ’ άκρη σ’ άκρη. Είχα μείνει εκστατική. Με άφησε να ξεφυλλίσω με τρεμάμενα από το δέος χέρια κάποιους τόμους της αρεσκείας μου, ωσότου εκείνος έψαχνε στη μεγάλη σύγχρονη βιβλιοθήκη του Διαδικτύου∙ με την άκρη του ματιού μου διέκρινα τη σκυμμένη του φιγούρα μπροστά στον Ηλεκτρονικό Υπολογιστή, το μοναδικό δείγμα του τεχνολογικού πολιτισμού του τελευταίου αιώνα, ο οποίος δέσποζε πάνω στο δρύινο έπιπλο στο κέντρο του δωματίου. Διάβαζα και κρατούσα σημειώσεις χαϊδεύοντας αφηρημένη την δεξιά μου γάμπα με το αριστερό μου χέρι… ανεβάζοντάς το ανεπαισθήτως εκεί ψηλά στην κρυφή κόχη των ιδρωμένων μου μηρών…
-Για την προσφιλήν μου απασχόλησιν, όπως διευκρίνισε ο ίδιος δείχνοντάς μου, μισολαχανιασμένος, την φωτισμένη οθόνη… στο λιγοστό χρόνο των διαλειμμάτων από την επίπονη μελέτη, στη μόνη ξεκούραση που επεφύλασσε εις εαυτόν.

Έπειτα από αρκετή ώρα με κάλεσε κοντά του.
-Πώς σας φαίνεται αυτό, αγαπητή μου; Με ρώτησε βαριανασαίνοντας, καθώς μού έδειχνε συμπλέγματα αντρών και γυναικών σε ανόσιες στάσεις.
Έχω δει και καλύτερα, σκέφτηκα αλλά έδιωξα μετά βδελυγμίας την ασεβή σκέψη και προσπάθησα να εντρυφήσω στις εικόνες που εναλλάσσονταν με ταχύτητα μπροστά στα μάτια μου, επιδιώκοντας το βαθύτερο φιλοσοφικό υπόστρωμα αυτών των αναζητήσεων, ούσα βεβαία πως επρόκειτο για κάτι ασύλληπτο για την ανολοκλήρωτόν μου παιδείαν, εξ ου και η φριχτή βαριεστιμάρα μου την ιερή εκείνη ώρα.

Μόλις ένιωσα το χέρι του που χάιδευε στοργικά τα μακριά μου μαλλιά να σπρώχνει το κεφάλι μου στο σκοτεινό άνοιγμα του παντελονιού του κατελήφθην από την ιδέα πως ο σοφός μου γέρος δεν ήταν παρά ένας φτωχός άντρας, τον οποίο η ταπεινή γυναικεία μου φύσις ποτέ δεν θα μπορούσε να καταλάβει ή να αποδεχθεί.

Γιατί, ακόμη και μετά από την πολυήμερη κοπιαστική μου μύηση στα Άδυτα της ανθρώπινης γνώσης, εγώ εξακολουθούσα να προτιμώ τη μικρή Νεράιδα… με την μορφή της νεαράς οικιακής βοηθού, με την οποία στριμωχνόμασταν στο μικρό κουζινάκι, για να εφαρμόσουμε εμπράκτως την επισωρευομένη μόρφωσιν του Διαδικτύου, τα μεσημέρια της παραμονής μου στο επιβλητικό εκείνο αρχοντικό… σιχτιρίζοντας ομού κι αυτόν και την αλαζονική σοφία του και το ανόητο σινάφι του.

Το Κομμάτι που Λείπει συναντά το Μεγάλο Ο (γιατί με τις ιστορίες κοιμούνται οι μικροί και ξυπνούν οι μεγάλοι)

$
0
0
Η ιστορία μιλά για τη μοναξιά και την ανάγκη να ανήκεις. Την ανάγκη να βρεις αυτό που σε συμπληρώνει, ώστε να «κυλήσεις» στη ζωή μαζί του. Μιλά για την εναγώνια αναζήτηση αυτού του άλλου, που θα έρθει ως «από μηχανής θεός», να κλείσει το μέσα μας κενό, να δώσει νόημα στη ζωή μας. Αυτό το άλλο, που πιστεύουμε, ότι θα μας αναγνωρίσει και θα το αναγνωρίσουμε «μαγικά». Στη διάρκεια αυτής της αναζήτησης θα κάνουμε πολλά: θα μασκαρευτούμε, θα τρομάξουμε, θα μπερδευτούμε, θα γελοιοποιηθούμε, θα ελπίσουμε... Και τελικά, κάποτε, θα βρούμε το ιδανικό μας άλλο, αυτό που μας χωρά και το χωράμε. Και ευτυχώς θα αρχίσουμε επιτέλους να «κυλάμε»...να ζούμε...Τι κρίμα μόνο, που κανείς δεν μας είπε και εμείς ποτέ δεν σκεφτήκαμε, ότι κυλώντας...αλλάζεις! Και έτσι αυτό που ξεκίνησε σαν απόλυτο ταίριασμα, στην πορεία αρχίζει να μας στενεύει και να το στενεύουμε...Και μετά τι.... Μετά πάλι από την αρχή: προσμονή και μοναξιά... Μέχρι τη στιγμή που θα εμφανιστεί κάτι, κάποιος, που τίποτα δεν ζητά και τίποτα δεν του λείπει, (ένα Μεγάλο, ολοστρόγγυλο, πλήρες Ο), για να μας κάνει την απλή ερώτηση: «Γιατί δεν κυλάς μόνο σου;» -«Μόνο μου; ένα Κομμάτι-που-λείπει (τριγωνικής μορφής) δεν μπορεί να κυλήσει μόνο του» [ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ και ΕΥΤΥΧΙΑ, όμως, είναι πρωτίστως μια προσωπική υπόθεση – Πώς και γιατί; Απολαύστε το βίντεο με τα σχόλια που το συνοδεύουν με ΚΛΙΚ στην εικόνα - ART by ARTSAMI how do i live without you]



Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ:  

«Γιατί δεν κυλάς μόνο σου;» «Μόνο μου; ένα Κομμάτι-που-λείπει (τριγωνικής μορφής) δεν μπορεί να κυλήσει μόνο του»
«Αλήθεια, προσπάθησες ποτέ;» ρώτησε το Μεγάλο Ο.
«Οι γωνίες μου είναι πολύ μυτερές» είπε το Κομμάτι-που-Λείπει. «Δεν είμαι φτιαγμένο για να κυλάω μόνο μου!»
«Οι γωνίες και τα σχήματα αλλάζουν» είπε το Μεγάλο Ο...
«Αλλάζουν»;

Σιωπή...
Περισυλλογή...
Απόπειρα....
Προσπάθεια....
Κίνηση....
Και επιτέλους αρχίζει το ταξίδι... η μεταμόρφωση...η ζωή...

«Το Κομμάτι που Λείπει συναντά το Mεγάλο Ο», μιλά απλά και αληθινά για αυτό που όλοι ξέρουμε, αλλά ελάχιστοι κατανοούμε και ακόμα ελαχιστότεροι κάνουμε πράξη στη ζωή μας: η ολοκλήρωση και ευτυχία μας, είναι πρωτίστως μια προσωπική υπόθεση. Κανείς δεν μπορεί να μας την επιβάλει ή ακόμα και να μας τη χαρίσει «έξωθεν». Και ίσως δεν γίνεται αλλιώς: για να συν-υπάρξουμε κάποτε με κάποιον ή κάτι, πρέπει πρώτα να υπάρξουμε σαν αυτοκαθοριζόμενες οντότητες. Η συν-ύπαρξη χρειάζεται δυο... όχι δυο μισά, αλλά δυο ολόκληρα. Δυο Μεγάλα ολοστρόγγυλα Ο, που τίποτα δεν χρειάζονται και τίποτα δεν τους λείπει... Δύο ολόκληρα που συμπορεύονται από καθαρή αγάπη. Όχι από ανάγκη ούτε από συμφέρον. Δυο ολόκληρα που τα ενώνει η επιλογή. Όχι η ελπίδα, ούτε ο φόβος.... Αν έτσι αντικρίσουμε τη ζωή μας, ίσως πάψουμε να μεμψιμοιρούμε, να τα βάζουμε με τους άλλους, να είμαστε απαθής ή μοιρολάτρες. Αν δεν περιμένουμε την ευτυχία να μας χτυπήσει την πόρτα, αλλά τραβήξουμε εμείς κατά κει, αν μη τι άλλο, σίγουρα στο τέλος, όποιο κι αν είναι, θα έχουμε κάνει ένα πολύ ενδιαφέρον ταξίδι!
(λοιπόν;)
Η ολοκλήρωση και ευτυχία μας, είναι πρωτίστως μια προσωπική υπόθεση (απόλαυσε το βίντεο…)


ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΙΝΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ και ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΜΑΖΙ ΤΗΣ;

$
0
0
Ποια είναι, λοιπόν, η Σκοτεινή Κυρία, που έβαλε στον τίτλο ενός ποιήματός του ο Αργύρης Χιόνης; Είναι η έμπνευση τάχα ή το αποτέλεσμα; Είναι η Μούσα της ποίησης ή η ίδια η Ποίηση, που τιμά με την αυτοπρόσωπη παρουσία της τον ποιητή; Υπάρχει μια χαριτωμένη ρήση που ταιριάζει στην περίπτωση: «δεν περιμένω την έμπνευση για να γράψω. Πηγαίνω ο ίδιος να τη συναντήσω, καλύπτοντας περισσότερο από το μισό της διαδρομής». Ο τίτλος του ποιήματος του Χιόνη δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στην ίδια την Ποίηση. Αυτή είναι η Σκοτεινή Κυρία, που επισκέπτεται τον ποιητή, και την ονομάζει «Σκοτεινή» όχι για τα ρούχα που φορεί αλλά  «γιατί είναι σκοτεινές και δόλιες οι προθέσεις της» καθότι  «είναι ντυμένη φόνο και ηδονή  και κάτω απ’ τη νεκρή βιζόν  φορεί τα ασπαίροντα βυζιά της»… Για χάρη τίνος λοιπόν υπάρχει η ποίηση; Για χάρη του «ανάμεσα» ή για χάρη των «μερών»; Και, τελικά, ποια είναι η σχέση του ποιητή με την ποίηση; Είναι έρμαιό της ή είναι ο ίδιος που κατευθύνει τη «σκοτεινή» δύναμή της; Ή είναι το έρμαιο μιας σκοτεινής δύναμης που κατευθύνει ο ίδιος; Μήπως η ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μορφή που δίνει ο ποιητής στον εαυτό του; Ή ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει; [ερωτήματα – ερεθίσματα για πολλές και διαφορετικές προεκτάσεις μ’ αφορμή τη Σκοτεινή Κυρία του Αργύρη Χιόνη και τα αμφιλεγόμενα συναισθήματά του γι’ αυτήν τη μυστηριώδη κυρία: «όταν με επισκέπτεται η Σκοτεινή Κυρία, νιώθω ότι μπορώ να στήσω σκάλα και να φτάσω άστρα και ουρανό, όταν μ’ εγκαταλείπει η Σκοτεινή Κυρία κάτω απ’ τη σκάλα κουλουριάζομαι, σκυλί δαρμένο κι ορφανό» - ARTby brooke shaden]



Η ΤΕΧΝΗ ΥΠΑΡΧΕΙ  ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΑΤΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΕΚΠΛΗΡΩΝΕΙ:
«Όταν με επισκέπτεται η Σκοτεινή Κυρία»: αυτή είναι η εναρκτήρια φράση του ποιήματος, φράση που εισάγει άλλες τέσσερες στροφές και μέσα από αυτή την επαναλαμβανόμενη επίσκεψη διαμορφώνεται μια παράδοξη, μια «αποτρόπαια ωραία» σχέση επιθυμίας και αποστροφής, «κραυγών χαράς» και «γόων τάφου», όπου ο ποιητής παραδίνεται αμαχητί στην επικίνδυνη έλξη της και στις σαρκοβόρες, βίαιες της διαθέσεις, εισπράττοντας ως αντάλλαγμα, και εν είδει δικής του ηδονής «ένα δύο στίχους αμφίβολης ποιότητας» κι αυτούς…
Το ποίημα στριφογυρνά επίμονα γύρω από τον εαυτό του και ο ορίζοντας του περιβάλλοντός του, καθώς και ο χρονικός του ορίζοντας, εκτείνονται ανάμεσα στις επισκέψεις της Σκοτεινής Κυρίας και στην εναγώνια προσμονή τους. Όμως, για χάρη ποιας από τις δύο υπάρχει η ποίηση;

Αν η παρουσία νοείται ως η ποιητική εκπλήρωση, η προσμονή είναι αυτή που διατηρεί ζωντανή και διαρκώς παρούσα την επιθυμία της. «Η τέχνη υπάρχει για να κρατά ζωντανή την επιθυμία και όχι για να την εκπληρώνει», υποστηρίζει ο Κάρλος Φουέντες. Και μένει να αποδειχθεί, αν πράγματι ό,τι είναι να συμβεί συμβαίνει ανάμεσα στην αποχώρηση της Σκοτεινής Κυρίας και στην επόμενη εμφάνισή της.

Κατά τον Χιόνη, αυτό ακριβώς το «ανάμεσα» πλέκει και συνδέει τις ψυχικές διακυμάνσεις του ποιητή, τις όποιες αντιφάσεις και αυτό-αναιρέσεις των αισθημάτων του. Ό,τι πικρό ό,τι απειλητικό και δόλιο ό,τι οδυνηρό και σκοτεινό, αλλά και ότι ηδονικό εκτυλίσσεται σε κάθε συνάντηση, είναι αυτό που στο «ανάμεσα» επιζητεί ο ποιητής, αυτό που αμφίθυμος περιμένει και ελπίζει να συμβεί. Είναι αυτό που, εν τέλει, υπάρχει ως ύπαρξή του:

Προσμένοντας τη Σκοτεινή Κυρία, χτενίζω με τα μάτια τον ορίζοντα…
Προσμένοντας τη Σκοτεινή Κυρία, φορώ μαύρο επίσημο κοστούμι…
Προσμένοντας τη Σκοτεινή Κυρία διώχνω τα σύννεφα απ’ τον ουρανό…
Όταν με επισκέπτεται η Σκοτεινή Κυρία, ξαναφτιάχνει πράγματι τον κόσμο απ’ την αρχή, αλλά τι κόσμο, Θεέ μου! Έναν κόσμο όπου στη θέση των αμπελώνων απλώνονται νεκροταφεία, στη θέση των κυπαρισσιών υψώνονται λόγχες που απειλούν τον ουρανό, έναν κόσμο γεμάτο δράκους και λίμνες αίματος, εκεί όπου πριν υπήρχαν παπαρούνες. Αυτό τον άγριο κόσμο μου προσφέρει, λέγοντας μου ειρωνικά: αν είσαι ποιητής αληθινός, θα τον εξημερώσεις…»

Για χάρη τίνος λοιπόν υπάρχει η ποίηση; Για χάρη του «ανάμεσα» ή για χάρη των «μερών»; Και, τελικά, ποια είναι η σχέση του ποιητή με την ποίηση;
Είναι έρμαιό της ή είναι ο ίδιος που κατευθύνει τη «σκοτεινή» δύναμή της; Ή είναι το έρμαιο μιας σκοτεινής δύναμης που κατευθύνει ο ίδιος; Μήπως η ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μορφή που δίνει ο ποιητής στον εαυτό του; Ή ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει;
Όταν αργεί να με επισκεφτεί και ανυπομονώ, προσφεύγω στον καθρέφτη και συνομιλώ με τη μορφή που βλέπω μέσα στο γυαλί, που είμαι εγώ και είναι αυτή…
Όταν με επισκέπτεται η Σκοτεινή Κυρία, νιώθω ότι μπορώ να στήσω σκάλα και να φτάσω άστρα και ουρανό
Όταν με εγκαταλείπει η Σκοτεινή Κυρία κάτω απ’ τη σκάλα κουλουριάζομαι, σκυλί δαρμένο κι ορφανό


[ΠΗΓΗ: Σταύρος Ζαφειρίου, Η σκοτεινή Κυρία του Αργύρη Χιόνη: επανωτά ερωτήματα για την ποίηση – αποσπάσματα από κείμενο που δημοσιεύτηκε στο ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ τεύχος 97]

ΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ ΟΔΗΓΗΘΕΙ ΤΕΛΙΚΑ ΣΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ:

$
0
0
«ΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ», η ατμόσφαιρα αυτού του βιβλίου είναι χιλιάδες βιβλία μαζί. Ο συγγραφέας του, ο Ίταλο Καλβίνο, στήνει ένα καθρέφτη απέναντι στη φύση κι ύστερα μας γράφει για τον καθρέφτη. Ως συγγραφείς αλλά και ως αναγνώστες, είμαστε τα βιβλία που αγαπάμε και το έργο μας είναι, σχεδόν πάντα, παλίμψηστο των κειμένων που θα θέλαμε να είχαμε γράψει. Στην περίπτωση του ΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ έχουμε ένα παράξενο φαινόμενο:  αντί για τα δόλια τεχνάσματα που μετέρχονται συνήθως οι συγγραφείς για να μας κάνουν να ξεχάσουμε, όσο διαβάζουμε, ότι διαβάζουμε, βλέπουμε την απόφαση του συγγραφέα να γράψει ένα βιβλίο κάνοντας μυθοπλασία την ίδια την ηδονή της ανάγνωσης ενός βιβλίου. «Μην εκπλήσεστε αν βλέπετε τα μάτια μου να ταξιδεύουν. Αυτός είναι ο δικός μου τρόπος να διαβάζω και μονάχα έτσι η ανάγνωσή μου αποβαίνει καρποφόρα. Αν ένα βιβλίο μ’ ενδιαφέρει πραγματικά, δεν καταφέρνω να το παρακολουθήσω παρά για λίγες μόνο γραμμές: το μυαλό μου αρπάζει μια σκέψη ή ένα συναίσθημα ή ένα ερωτηματικό ή μια εικόνα που το ίδιο το κείμενο προτείνει, και ξεχνιέται στα ύψη πηδώντας από σκέψη σε σκέψη, από εικόνα σε εικόνα, σε μια διαδρομή γεμάτη συλλογισμούς και φαντασίες, μια διαδρομή που νιώθω την ανάγκη να διανύσω μέχρι το τέλος αφήνοντας παράμερα το βιβλίο μέχρι να το χάσω από τα μάτια μου. Το κέντρισμα της ανάγνωσης –και μάλιστα μιας ουσιαστικής ανάγνωσης – μου είναι απαραίτητο, αν και από κάθε βιβλίο δεν καταφέρνω να διαβάσω παρά μερικές μονάχα σελίδες. Μα κι αυτές οι λίγες σελίδες κλείνουν για μένα μέσα τους ολόκληρους κόσμους, κόσμους που επίσης δεν τους μαθαίνω ως το βάθος. Μύθοι και μυστήρια αποκτούν έτσι τη μορφή μικρών μη-ψηλαφητών κόκκων, σαν της γύρης που μένει στα πόδια μιας πεταλούδας. Μονάχα όποιος έχει καταλάβει αυτό το πράγμα, μπορεί να περιμένει αποκαλύψεις και φωτισμένες αλήθειες. Γι’ αυτό η ανάγνωση ενός βιβλίου δεν πρέπει να τελειώνει ποτέ: διαβάζω και ξαναδιαβάζω ψάχνοντας να βρω την επιβεβαίωση μιας νέας ανακάλυψης ανάμεσα στις πτυχές των διάφορων φράσεων….  ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ, Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, εκδόσεις ΑΣΤΑΡΤΗ 1982  - ακολουθούν επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο)


κεφάλαιο πρώτο (αποσπάσματα)
Είσαι έτοιμος ν’ αρχίσεις να διαβάζεις το νέο μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο, ΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ.Χαλάρωσε. Συγκεντρώσου. Διώξε από πάνω σου κάθε άλλη σκέψη. Άσε τον κόσμο που σε περιβάλλει να διαλυθεί στην ασάφεια.Την πόρτα είναι καλύτερα να την κλείσεις. Από την άλλη μεριά, είναι πάντα αναμμένη η τηλεόραση. Πες το αμέσως στους άλλους: «Όχι, δεν θέλω να δω τηλεόραση»! Ύψωσε τη φωνή σου, ειδάλλως δεν θα σ’ ακούσουν: «Διαβάζω! Δε θέλω να μ’ ενοχλήσει κανείς»! ίσως δε σε άκουσαν, με όλη αυτή τη φασαρία. Πες το πιο δυνατά, φώναξε: «Αρχίζω να διαβάζω το νέο μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο»! Ή αν πάλι δε θες, μην το φωνάξεις. Ας ελπίσουμε πως θα σε αφήσουν στην ησυχία σου.
Πάρε την πιο αναπαυτική στάση:καθισμένος, πλαγιασμένος, κουλουριασμένος, ξαπλωμένος. Ξαπλωμένος ανάσκελα, στο ένα πλευρό, μπρούμυτα. Σε πολυθρόνα, σε ντιβάνι, σε κουνιστή καρέκλα, σε σαιζ-λονγκ, σε πουφ. Σε μια αιώρα, αν έχεις βέβαια μια αιώρα. Πάνω στο κρεβάτι ή και κάτω από τα σεντόνια. Μπορείς, ακόμα, να βολευτείς με το κεφάλι κάτω, σε θέση γιόγκα. Με το βιβλίο αντεστραμμένο, εννοείται.
Βέβαια, κανένας ακόμα δεν μπόρεσε να βρει ποια είναι η ιδανικότερη στάση για διάβασμα.Κάποτε ο κόσμος διάβαζε όρθιος, μπροστά σε ένα αναλόγιο. Είχε συνηθίσει να μένει όρθιος, όρθιος και ακίνητος. Όταν κουράζονταν να πηγαίνουν με το άλογο, οι άνθρωποι ξεκουράζονταν έτσι. Κανένας ποτέ δεν σκέφτηκε να διαβάσει πάνω σε ένα άλογο. Κι όμως, σήμερα, η ιδέα να διαβάζεις καθισμένος στη σέλα, με το βιβλίο ακουμπισμένο στη χαίτη του αλόγου, ίσως στηριγμένο με μια ειδική ιπποσκευή στ’ αυτιά του αλόγου, σου φαίνεται ελκυστική. Με τα πόδια στους αναβατήρες θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά αναπαυτικά για διάβασμα. Άλλωστε ο πρώτος όρος για να απολαύσει κανείς το διάβασμα είναι να σηκώσει τα πόδια του πάνω από το έδαφος.
Ωραία! Τι περιμένεις, λοιπόν:άπλωσε τα πόδια σου, ακούμπησέ τα, αν θέλεις, πάνω σ’ ένα μαξιλάρι, σε δυο μαξιλάρια, στα μπρατσόλια του ντιβανιού, στη ράχη της πολυθρόνας, στο τραπεζάκι που πίνεις τσάι, στο γραφείο σου, στο πιάνο, στην υδρόγειο σφαίρα. Βγάλε, όμως, πρώτα τα παπούτσια, αν θέλεις α ακουμπήσεις κάπου τα πόδια σου. Ειδάλλως ξαναφόρεσέ τα. Τώρα μη στέκεσαι εκεί, μα τα παπούτσια στο ένα χέρι και το βιβλίο στο άλλο…..
Όχι πως περιμένεις τίποτα το ιδιαίτερο από αυτό ειδικά το βιβλίο.Είσαι ένας που, από λόγους αρχής, δε περιμένει πια τίποτα από το τίποτα. Υπάρχουν τόσο, πιο νέοι από σένα ή λιγότερο νέοι, που περνούν τις μέρες τους περιμένοντας να ζήσουν εκπληκτικές εμπειρίες από τα βιβλία, από τους ανθρώπους, από τα ταξίδια, από τα γεγονότα, απ’ ό,τι τους επιφυλάσσει το αύριο. Εσύ όχι. Εσύ ξέρεις ότι το καλύτερο που μπορεί να περιμένει κανείς, είναι να αποφύγει το  χειρότερο. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο έχεις καταλήξει, στην προσωπική σου ζωή όπως και στα γενικότερα προβλήματα, ακόμα και σ’ αυτά που συγκεντρώνουν το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Και με τα βιβλία; Ακριβώς επειδή την έχεις αποκλείσει σε όλα τα άλλα επίπεδα, σου φαίνεται σωστό να επιτρέπεις στον εαυτό σου εκείνη τη νεανική ευχαρίστηση της αναμονής σε ένα χώρο καλά περιχαρακωμένο, όπως είναι ο κόσμος του βιβλίου, όπου μπορεί να σου πάει καλά ή άσχημα, αλλά ο κίνδυνος της απογοήτευσης, τουλάχιστο, δεν είναι πολύ σοβαρός.

Είδες, λοιπόν, σε μια εφημερίδα ότι κυκλοφόρησε το ΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ, το νέο βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο που δεν δημοσίευσε τίποτα εδώ και μερικά χρόνια. Πέρασες από το βιβλιοπωλείο και αγόρασες αυτό το βιβλίο. Έκανες πολύ καλά.

Ήδη στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου εντόπισες το εξώφυλλο με τον τίτλο που ζητούσες.Ακολουθώντας αυτό το οπτικό χνάρι, προχώρησες στο μαγαζί μέσα από το πυκνό δίχτυ των Βιβλίων Που Δεν έχεις Διαβάσεικαι που σε κοιτάζουν συνοφρυωμένα από τους πάγκους και τα ράφια, προσπαθώντας να σε φοβίσουν. Εσύ, όμως, ξέρεις πως δεν πρέπει να εντυπωσιαστείς, πως ανάμεσά τους είναι παραταγμένα στη σειρά τα Βιβλία Που Δεν Είναι Ανάγκη Να Διαβάσεις, τα Βιβλία Που Φτιάχτηκαν Για Άλλες Χρήσεις Και Όχι Για Να Διαβαστούν, τα Βιβλία Που Ήδη Διάβασες Χωρίς Να Κάνεις Τον Κόπο Να Τα Ανοίξεις Γιατί Ανήκουν Στην Κατηγορία Των Ήδη Διαβασμένων Πριν Ακόμα Γραφούν. Κι έτσι ξεπερνάς τον πρώτο τείχος των επάλξεων. Τώρα σου επιτίθεται η στρατιά των Βιβλίων Που Αν Μπορούσες Να Ζήσεις Περισσότερες Ζωές Θα Διάβαζες Ευχαρίστως Αλλά Δυστυχώς Οι Μέρες Που Σου Απομένουν Να Ζήσεις Είναι Αυτές Που Είναι. Με μια γρήγορη κίνηση τα προσπερνάς και φτάνεις στις φάλαγγες των Βιβλίων Που Έχεις Πρόθεση Να Διαβάσεις Αλλά Πρώτα Έχουν Σειρά Κάποια Άλλα, των Βιβλίων Που Είναι Πολύ Ακριβά Και Που Μπορείς Να Περιμένεις Να Αγοράσεις Μισοτιμής, των Βιβλίων Που Επίσης Περιμένεις Να Αγοράσεις Όταν Θα Επανεκδοθούν Στις Οικονομικές Σειρές, των Βιβλίων Που μπορείς Να Ζητήσεις Από Κάποιον Να Σου Δανείσει, των Βιβλίων Που Όλοι Πια Έχουν Διαβάσει Και Άρα είναι Σαν Να Τα Έχεις Διαβάσει Κι Εσύ. Αποκρούοντας όλες αυτές τις εφόδους, φτάνεις κάτω από τους πύργους του οχυρού όπου αντιστέκονται
τα Βιβλία Που Εδώ Και Πολύ Καιρό Έχεις Στο Πρόγραμμα Να Διαβάσεις,
τα Βιβλία Που Ψάχνεις Χρόνια Και Δεν Βρίσκεις,
τα Βιβλία Που Αφορούν Κάτι Με Το Οποίο Ασχολείσαι Αυτή Την Περίοδο,
τα Βιβλία Που Θέλεις Να Αγοράσεις Για Να Τα Έχεις Στη Διάθεσή Σου Για Κάθε Περίσταση,
τα Βιβλία που Θα Μπορούσες Να Βάλεις Κατά Μέρος Για Να Τα Διαβάσεις Ίσως Το Καλοκαίρι,
τα Βιβλία Που Σου Λείπουν Για Να Τα Βάλεις Δίπλα Σε Άλλα Στη Βιβλιοθήκη Σου,
τα Βιβλία Που Σου Εμπνέουν Μια Ξαφνική Φρενιασμένη Και Όχι Εύκολα Δικαιολογημένη Περιέργεια.
Ορίστε, λοιπόν, που μπόρεσες να μειώσεις τον απεριόριστο αριθμό των εχθρικών δυνάμεων σε ένα σύνολο, αρκετά, βέβαια, μεγάλο, αλλά που μπορεί, τουλάχιστο, να υπολογιστεί με ένα συγκεκριμένο αριθμό, αν και αυτή η σχετική σου ανακούφιση δεν σε γλιτώνει από τις παγίδες των Βιβλίων Που Διάβασες πριν Από Πολλά Χρόνια Και Ήρθε Πια Ο Καιρός Να Ξαναδιαβάσεις, και των Βιβλίων Που Πάντα Έλεγες Ότι Έχεις Διαβάσει Και Ήρθε Πια Ο Καιρός Να Διαβάσεις Αληθινά.
Απελευθερώνεσαι με γρήγορα ζιγκ ζαγκ, και με ένα πηδηματάκι μπαίνεις στην ακρόπολη των Καινούργιων Βιβλίων Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Σε Ελκύουν. Αλλά και στο εσωτερικό αυτού του οχυρού μπορείς να προκαλέσεις ρήγματα ανάμεσα στα στίφη των υπερασπιστών του, χωρίζοντας αυτούς τους τελευταίους σε Καινούργια Βιβλία Των οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Δεν Είναι Νέα (για σένα, βέβαια, ισχύει μονάχα το διαζευκτικό ή) και σε Καινούργια Βιβλία Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Είναι Εντελώς Άγνωστα(τουλάχιστο σε σένα), και να προσδιορίσεις ακριβώς την έλξη που αυτά εξασκούν πάνω σου, στη βάση των επιθυμιών σου και των αναγκών σου για το καινούριο και για το όχι καινούριο (για το καινούριο που ψάχνεις να βρεις στο όχι καινούριο και για το όχι καινούριο που ψάχνεις να βρεις στο καινούριο).
Όλα αυτά για να πούμε ότι, αφού έριξες μια γρήγορη ματιά στους τίτλους των τόμων που βρίσκονται παρατεταγμένοι στο βιβλιοπωλείο, οδήγησες τα βήματά σου προς το μέρος όπου βρίσκεται ο φρεσκοτυπωμένος σωρός του ΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ. Πήρες στα χέρια σου ένα αντίτυπο και το πήγες στο ταμείο για να επισημοποιήσεις το δικαίωμα ιδιοκτησίας σου πάνω σ’ αυτό…
…………………………………………………………………………
Είναι ιδιαίτερη η ευχαρίστηση που σου προσφέρει ένα βιβλίο που μόλις εκδόθηκε.Φεύγοντας, δεν παίρνεις μαζί σου μονάχα ένα βιβλίο αλλά και την καινοτομία του, που μπορεί να είναι απλά και μόνο η καινοτομία ενός αντικειμένου που μόλις πριν από λίγο βγήκε από το εργοστάσιο, η ομορφιά του καινούριου που διαρκεί ως τη στιγμή που το εξώφυλλο αρχίσει να κιτρινίζει… Όχι, εσύ ελπίζεις πάντα να πέσεις πάνω σε κάτι πραγματικά καινούριο, σε κάτι που θα παραμείνει για πάντα καινούριο. Διαβάζοντας ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε, κάνεις δικό σου αυτό τον αέρα του καινούριου από την πρώτη κιόλας στιγμή, χωρίς να χρειαστεί να τον ακολουθήσεις αργότερα από πίσω, να τον κυνηγήσεις. Θα είναι, άραγε, τούτη, η καλή φορά; Κανένας δεν ξέρει ποτέ τι γίνεται. Ας δούμε πώς αρχίζει.

κεφάλαιο δεύτερο: Σκύβοντας στην άκρη της απόκρημνης πλαγιάς ένιωσα την τέλεια αρμονία του σύμπαντος. Έτσι, πείθομαι όλο και περισσότερα ότι ο κόσμος θέλει να μου στείλει μηνύματα (αποσπάσματα)

Δεν μπορεί να υπάρξει κανένα λεξιλόγιο ικανό να μεταφράσει σε λέξεις το βάρος των σκοτεινών υπαινιγμών που σφραγίζει τα πράγματα.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΒΡΑΔΥ. Κάθε βράδυ περνώ τις πρώτες ώρες της νύχτας γράφοντας αυτές τις σελίδες που δεν ξέρω αν θα διαβάσει ποτέ κανένας.Ο γυάλινος γλόμπος του δωματίου μου στο Πανδοχείο φωτίζει τη ροή της γραφής μου που είναι ίσως υπερβολικά νευρική για να μπορέσει ποτέ να τη διαβάσει ένας μελλοντικός αναγνώστης. Ίσως αυτό το ημερολόγιο να ξαναβγεί στο φως πολλά και πολλά χρόνια μετά το θάνατό μου, όταν η γλώσσα μας θα έχει υποστεί ποιος ξέρει πόσες αλλαγές, και κάποιες λέξεις και εκφράσεις που εγώ χρησιμοποιώ σωστά, θα ακούγονται περίεργα και δεν θα τις χρησιμοποιεί κανείς. Όποιος, πάντως, βρει το ημερολόγιο μου θα έχει μια σίγουρη υπεροχή σε σχέση μ’ εμένα: από μια ήδη γραμμένη γλώσσα μπορεί πάντοτε, ο οποιοσδήποτε να εκμαιεύσει ένα λεξιλόγιο και μια γραμματική, ν’ απομονώσει φράσεις, να τις μεταγράψει ή να τις παραφράσει σε μια άλλη γλώσσα, ενώ εγώ προσπαθώ να διαβάσω, στην ακολουθία των πραγμάτων που καθημερινά παρουσιάζονται μπροστά μου, τις προθέσεις του κόσμου για τον εαυτό μου, και προχωρώ ψηλαφητά ξέροντας πως δεν μπορεί να υπάρξει κανένα λεξιλόγιο ικανό να μεταφράσει σε λέξεις το βάρος των σκοτεινών υπαινιγμών που σφραγίζει τα πράγματα. Θα ήθελα αυτό το φτερούγισμα των προαισθήσεων και των αμφιβολιών να φτάσει σε όποιον θα με διαβάσει όχι σαν ένα τυχαίο εμπόδιο στην κατανόηση όσων γράφω αλλά σαν η ίδια η ουσία. Κι αν η πορεία των σκέψεών μου φανεί φευγαλέα σε όποιον προσπαθήσει να την ακολουθήσει ξεκινώντας από ριζικά διαφορετικές διανοητικές συνήθειες, το σημαντικό είναι να του γίνει κατανοητή η προσπάθεια που κάνω για να διαβάσω πίσω από τις γραμμές των πραγμάτων τη σημασία των μελλούμενων, μια σημασία που ακόμα μου διαφεύγει.
ΚΥΡΙΑΚΗ. Νωρίς το πρωί πήγα στο μετεωρολογικό παρατηρητήριο,ανέβηκα στο ξύλινο βάθρο και έμεινα εκεί όρθιος, ν’ ακούω το τικ τακ των διάφορων οργάνων σαν να ήταν μια ουράνια μουσική. Ο άνεμος διαπερνούσε τον πρωινό ουρανό παίρνοντας μαζί του ελαφρά συννεφάκια. Τα συννεφάκια έπαιρναν τη μορφή θυσάνων, ύστερα σωρειτών. Γύρω στις εννιάμισι ξέσπασε μια βροχή και το βροχόμετρο σημείωσε κάποια εκατοστόλιτρα. Ακολούθησε ένα σύντομο, μικρό ουράνιο τόξο, μετά ο ουρανός σκοτείνιασε ακόμα μια φορά, ο δείχτης του βαρόμετρου άρχισε να κατεβαίνει και να σχεδιάζει στο χαρτί μια σχεδόν κάθετη γραμμή. Ύστερα βούιξε μια βροντή και άρχισε να πέφτει χαλάζι. Εγώ, εκεί πάνω στην κορυφή, ένιωθα σαν να κρατούσα στο χέρι μου τα ξαστερώματα και τις καταιγίδες, τους κεραυνούς και τις αντάρες: όχι σαν ένας θεός, μη με νομίζετε τρελό, δεν ένιωθα σαν το νεφεληγερέτη Δία, αλλά κάτι σαν διευθυντής ορχήστρας που έχει μπροστά του μια ήδη γραμμένη παρτιτούρα, και ξέρει ότι οι ήχοι που βγαίνουν από τα διάφορα όργανα συμφωνούν μ’ ένα σχέδιο του οποίου αυτός είναι ο μόνος προστάτης και θεματοφύλακας. Η λαμαρίνα της στέγης αντηχούσε όπως αντηχεί ένα ταμπούρλο κάτω από  καταιγισμό χτυπημάτων. Το ανεμόμετρο στροβιλιζόταν… τούτο το σύμπαν, το γεμάτο ξεσπάσματα κι εκρήξεις μπορούσε να μεταφραστεί σε αριθμούς που καταχωρούσα στα κατάστιχα. Μια υπέρτατη γαλήνη κυριαρχούσε στο γενικό κατακλυσμό.
Σ’ εκείνη τη στιγμή της ολοκλήρωσης και της αρμονίας ένα τρίξιμο μ’ έκανε να χαμηλώσω το βλέμμα μου. Κουλουριασμένος ανάμεσα στα σκαλιά του βάθρου και τις κολόνες του υπόστεγου, ήταν ένας αξύριστος άνδρας, ντυμένος με μια χοντροκομμένη ριγέ στολή μουσκεμένη απ’ τη βροχή. Με κοίταξε μ’ ένα καθαρό, σταθερό βλέμμα.
-Δραπέτευσα, είπε. Μη με καρφώνετε. Θα πρέπει να πάτε να ειδοποιήσετε ένα άτομο. Θέλετε; Βρίσκεται στο ξενοδοχείο τοθ Θαλάσσιου Κρίνου.
Αμέσως ένιωσα ότι σ’ εκείνη την τέλεια αρμονία του σύμπαντος είχε ανοίξει ένα ρήγμα, ένα αγεφύρωτο χάσμα.

Κεφάλαιο τέταρτο: Ο αδιόρατος κόσμος της φαντασίας (αποσπάσματα)
Το διάβασμα είναι πάντα η ίδια υπόθεση: υπάρχει κάτι που είναι εκεί, ένα πράγμα φτιαγμένο από γραφή… και μέσα από αυτό το πράγμα έρχεσαι ν’ αναμετρηθείς με κάτι άλλο
Το διάβασμα, λέει ο καθηγητής, είναι πάντα η ίδια υπόθεση:υπάρχει κάτι που είναι εκεί, ένα πράγμα φτιαγμένο από γραφή, ένα στερεό, υλικό αντικείμενο που κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει, και μέσα από αυτό το πράγμα έρχεσαι ν’ αναμετρηθείς με κάτι άλλο που δεν είναι μπροστά σου, κάτι διαφορετικό που ανήκει στο μη υλικό, στον αδιόρατο κόσμο, έναν κόσμο που υπάρχει μονάχα στο μυαλό μας, στη φαντασία μας ή έναν κόσμο που ίσως κάποτε να υπήρξε και τώρα πια δεν υπάρχει γιατί χάθηκε, γιατί είναι απλησίαστος, εκεί στη χώρα των νεκρών…
Ίσως όμως να μην βρίσκεται μπροστά μας γιατί ακόμα δεν υπάρχει, γιατί είναι κάτι το επιθυμητό, κάτι που φοβόμαστε, κάτι το πιθανό ή το απίθανο– λέει η Λουντιμίλα – γιατί το διάβασμα είναι η συνάντηση με κάτι που πρόκειται να υπάρξει, αλλά ακόμα κανείς δεν ξέρει αν τελικά θα υπάρξει… (Να, τώρα βλέπεις την Αναγνώστρια απασχολημένη ν’ αγναντεύει, πέρα από τα περιθώρια της τυπωμένης σελίδας, τα πλοία των σωτήρων ή των κατακτητών να ξεπροβάλουν στον ορίζοντα, στις τρικυμίες…). Το βιβλίο που τώρα θα ήθελα να διαβάσω είναι ένα μυθιστόρημα όπου κανείς θα νιώθει την ιστορία που έρχεται σαν ένα θολό μπουμπουνητό, σαν την ιστορία του ανθρώπινου πεπρωμένου, ένα μυθιστόρημα που θα σου δίνει την αίσθηση ότι ζεις μια ταραχή που ακόμα δεν έχει όνομα, δεν πήρε σχήμα…

Κεφάλαιο πέμπτο: Σε ποιο παρελθόν μου ανήκει ο άνθρωπος που έρχεται μέχρι εδώ να με βρει; (αποσπάσματα)
Χωρίς το φόβο του ανέμου και του ιλίγγου ξεθάβω διάφορες ιστορίες που ίσως θέλω να διηγηθώ και που, ίσως, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο χρόνος της ζωής μου
Κάθε τόσο ξεθάβω διάφορες ιστορίες γιατί θέλω από αυτή τη διήγηση μου να γίνει φανερό ότι έχω πολλές ιστορίες που θα μπορούσα να διηγηθώκαι που ίσως θα διηγηθώ και που ποιος ξέρει αν δεν έχω ήδη διηγηθεί σε άλλες περιπτώσεις, ένα διάστημα γεμάτο ιστορίες που ίσως δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο χρόνος της ζωής μου, στον οποίο μπορώ να κινηθώ προς όλες τις κατευθύνσεις όπως στο διάστημα, και να βρίσκω πάντα ιστορίες που για να τις διηγηθώ πρέπει πρώτα να διηγηθώ κάποιες άλλες, γιατί ξεκινώντας από μια οποιαδήποτε στιγμή ή μέρος, συναντώ πάντα την ίδια πυκνότητα του αφηγηματικού υλικού που μπορώ να διηγηθώ. Μάλιστα, αν κοιτάξω σε προοπτική όλα όσα παραλείπω από τον κύριο κορμό της διήγησης μου, βλέπω κάτι σαν δάσος που επεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις και που είναι τόσο πυκνό ώστε δεν αφήνει να περάσει το φως, με λίγα λόγια ένα υλικό πολύ πιο πλούσιο από κείνο που διάλεξα αυτή τη φορά να φέρω σε πρώτο πλάνο, γι’ αυτό και δεν αποκλείεται όση παρακολουθούν τη διήγησή μου να αισθάνονται ότι τους κοροϊδεύω, έτσι που το ρεύμα μοιράζεται σε πολλά μικρά ρυάκια, να αισθάνονται ότι, απ’ όλα τα πιο σημαντικά γεγονότα, σ’ αυτούς φτάνουν μονάχα οι τελευταίοι απόηχοι, οι τελευταίες λάμψεις, αλλά ίσως αυτό να είναι ακριβώς το αποτέλεσμα στο οποίο ήθελα να φτάσω όταν καθόμουν να διηγηθώ ή ας πούμε, ένα τέχνασμα της αφηγηματικής τέχνης που εγώ προσπαθώ να υιοθετήσω, ένας κανόνας που με βοηθάει να διηγούμαι τελικά λιγότερα πράγματα απ’ όσα θα μπορούσα να διηγηθώ.
Κι αυτό, αν το καλοεξετάσει κανείς, είναι η απόδειξη του πόσο πραγματικά πλούσια είναι όσα έχω να πω, αφού αν αποφάσιζα να διηγηθώ απλά και μόνο μια ιστορία, θα ριχνόμουν με τα μούτρα σ’ αυτήν με αποτέλεσμα να την κάψω από τη μανία μου να την τοποθετήσω στα σωστά της πλαίσια ενώ έτσι, κρατώντας για τον εαυτό μου ένα σχεδόν απεριόριστο απόθεμα ιστοριών, είμαι σε θέση να τη χειρίζομαι από κάποια απόσταση και χωρίς να βιάζομαι, αφήνοντας να διαφανεί ακόμα και κάποια ενόχληση και επιτρέποντας στον εαυτό μου την πολυτέλεια να παρασύρομαι σε δευτερεύοντα επεισόδια και σε ασήμαντες λεπτομέρειες.
Κάθε φορά που τρίζει το κιγκλίδωμα –εγώ είμαι στο πλυσταριό στο βάθος του κήπου – αναρωτιέμαι σε ποιο παρελθόν μου ανήκει ο άνθρωπος που έρχεται μέχρι εδώ για να με βρει: ίσως ν’ ανήκει μονάχα στο χθεσινό μου παρελθόν, σε τούτο δω το προάστιο, ίσως να είναι ο κοντός Άραβας σκουπιδιάρης που κάθε Οκτώβρη αρχίζει  να γυρίζει από σπίτι σε σπίτι μοιράζοντας μια μικρή κάρτα με τις ευχές για το καινούργιο χρόνο και μαζεύοντας χρήματα γιατί –λέει- οι συνάδελφοί το κρατάνε για τον εαυτό τους όλο το φιλοδώρημα του Δεκέμβρη και σ’ αυτόν δεν δίνουν ούτε μια δεκάρα, μπορεί όμως ν’ ανήκει και σε κάποιο πιο μακρινό παρελθόν που κατατρέχει το γερο-Ρουέντι και βρίσκει το κιγκλίδωμα στο αδιέξοδο δρομάκι του σπιτιού του: λαθρέμποροι από το Βαλαί, μισθοφόροι από την Κατάγκα, κρουπιέρηδες από το Καζίνο του Βαραντέρο της εποχής του Φουλγκένθιο Μπατίστα…

Κεφάλαιο ενδέκατο: Σου απομένει μια ακόμα ελπίδα να βρεις το μοναδικό βιβλίο που ψάχνεις… (αποσπάσματα) 
Αναγνώστη, είναι πια καιρός, τούτη η εξαντλητική περιπλάνησή σου να βρει ένα λιμάνι, στο πολυσχιδές και πολύχρωμο υλικό μιας ανάγνωσης…
Τούτα τα δέκα μυθιστορήματα που πέταξαν μέσα απ’ τα χέρια σου μόλις είχες αρχίσει να τα διαβάζεις, βρίσκονται σ’ αυτή τη βιβλιοθήκη.Επιτέλους, έχεις μπροστά σου μια ελεύθερη και ήσυχη μέρα. Πηγαίνεις στη βιβλιοθήκη, συμβουλεύεσαι τον κατάλογο. Με το ζόρι κρατιέσαι για να μην  βγάλεις μια κραυγή ή μάλλον δέκα κραυγές, αγαλλίασης: όλοι οι συγγραφείς και οι τίτλοι που ψάχνεις υπάρχουν, επιμελώς καταχωρημένοι, στον κατάλογο….
Το βλέμμα του αναγνώστη απέναντί σου, αντί να είναι ακουμπισμένο στο βιβλίο που έχει ανοιχτό στα χέρια του, περιπλανιέται στον αέρα. Κι όμως, τα δικά του, δεν είναι μάτια αφηρημένα: μια έντονη προσήλωση συνοδεύει τις κινήσεις των γαλάζιων ιρίδων. Κάθε τόσο, τα βλέμματά σας διασταυρώνονται. Κάποια στιγμή σου απευθύνει το λόγο, ή μάλλον, μιλάει στο κενό, παρότι, σίγουρα, απευθύνεται σε σένα…
Η ανάγνωση είναι ένα ασυνεχές και αποσπασματικό εγχείρημα. Ή μάλλον το αντικείμενο της ανάγνωσης είναι ένα πολυσχιδές και πολύχρωμο υλικό. Στο ευρύ πεδίο της γραφής, η προσοχή του αναγνώστη ξεχωρίζει μερικά μόνο κομμάτια, κάποια παιχνιδίσματα των λέξεων, κάποιες παρομοιώσεις, συντακτικές ιδιομορφίες, που δείχνουν μια εξαιρετικά συγκεντρωμένη πυκνότητα νοημάτων. Είναι όπως τα πρωτογενή μόρια που συνθέτουν τον πυρήνα ενός έργου, γύρω από τον οποίο περιστρέφονται όλα τα άλλα. Ή όπως το κενό στο βάθος ενός στροβίλου που απορροφά και καταπίνει τα ρεύματα. Μέσα λοιπόν από αυτά τα φωτεινά ανοίγματα –με μικρές λάμψεις που μόλις και μετά βίας γίνονται αντιληπτές- εκφράζεται η αλήθεια, η ουσία που το βιβλίο μπορεί να μεταφέρει.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι η ανάγνωση αποτελεί ένα εγχείρημα χωρίς αντικείμενο ή ότι το πραγματικό της αντικείμενο είναι αυτή η ίδια. Το βιβλίο είναι μονάχα ένα συμπληρωματικό έρεισμα ή και απλά μια αφορμή… Το κάθε νέο βιβλίο που διαβάζεις παίρνει κι αυτό τη θέση του σ’ εκείνο το ενιαίο και συνολικό βιβλίο που αποτελεί το άθροισμα των διαβασμάτων… Η στιγμή που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι εκείνη που προηγείται της ανάγνωσης. Μερικές φορές είναι ο τίτλος που αρκεί να προκαλέσει την επιθυμία. Άλλες φορές είναι η αρχή του βιβλίου, οι πρώτες φράσεις, κάτι το ελάχιστο για να μπει σε κίνηση η φαντασία. Μονάχα η υπόσχεση της ίδιας της ανάγνωσης.

ΠΩΣ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ:  Χίλιες και μια νύχτες ρωτάει, περιμένοντας γεμάτος αγωνία ν’ ακούσει το μύθο
Οι ιστορίες που μοιάζουν είναι πολλές και με πολλές παραλλαγές, αλλά καμιά δεν είναι εκείνη; Λέτε να ονειρεύτηκα; Κι όμως δε θα ησυχάσω ποτέ, αν δεν μάθω πώς τελειώνει αυτή η ιστορία
Υποφέροντας από αϋπνία, μεταμφιέζεται σε έμπορο και βγαίνει στους δρόμους της Βαγδάτης.Μια βάρκα τον μεταφέρει, ακολουθώντας τα ρεύματα του Τίγρη, στην καγκελωτή πόρτα ενός κήπου. Στην άκρη μιας κρήνης, μια γυναίκα ωραία σαν τη σελήνη, τραγουδά συνοδεύοντας το τραγούδι της με ένα λαούτο. Μια σκλάβα οδηγεί τον Χαρούν στο παλάτι και του φορά ένα μανδύα στο χρώμα της ώχρας. Η γυναίκα που τραγουδούσε στον κήπο, τώρα είναι καθισμένη σε μια ασημένια πολυθρόνα. Γύρω της, πάνω σε μαξιλάρια, κάθονται εφτά άνδρες, όλοι τυλιγμένοι με μανδύες στο χρώμα της ώχρας.
«Έλειπες μονάχα εσύ – λέει η γυναίκα – άργησες», και τον καλεί να καθίσει σ’ ένα μαξιλάρι δίπλα της. «Ευγενικοί κύριοι, έχετε ορκιστεί να με υπακούετε τυφλά, και τώρα ήρθε η στιγμή να σας δοκιμάσω», και η γυναίκα βγάζει από το λαιμό της ένα περιδέραιο από μαργαριτάρια.
«Αυτό το περιδέραιο έχει εφτά άσπρα μαργαριτάρια κι ένα μαύρο. Τώρα θα σπάσω την κλωστή και θ’ αφήσω τα μαργαριτάρια να πέσουν σε μια κούπα από όνυχα. Όποιος τραβήξει στην τύχη το μαύρο μαργαριτάρι, θα πρέπει να σκοτώσει το Χαλίφη Χαρούν Αρ-Ρασίντ και να μου φέρει το κεφάλι του. Για ανταμοιβή θα του προσφέρω τον εαυτό μου. Αν αρνηθεί, όμως, να σκοτώσει το Χαλίφη, θα τον σκοτώσουν οι άλλοι εφτά, οι οποίοι και θα επαναλάβουν την κλήρωση του μαύρου μαργαριταριού».
Μ’ ένα ρίγος να του διαπερνά το κορμί, ο Χαρούν Αρ-Ρασίντ ανοίγει την παλάμη του, βλέπει το μαύρο μαργαριτάρι και απευθύνεται στη γυναίκα: «Θα υπακούσω στις διαταγές της μοίρας και τις δικές σου, με τον όρο ότι θα μου διηγηθείς ποια προσβολή του Χαλίφη σου έχει αφήσει ένα τόσο αχαλίνωτο μίσος εναντίον του», ρωτάει, περιμένοντας γεμάτος αγωνία ν’ ακούσει το μύθο.
Σίγουρα, τούτο το απομεινάρι μιας παιδικής ανάγνωσης θα πρέπει να πάρει τη θέση που του αρμόζει στον κατάλογο των ημιτελών βιβλίων. Ποιος, όμως είναι ο τίτλος;
Οι λέξεις με τις οποίες διακόπηκε η αφήγηση, σου φαίνεται πως εκφράζουν καλά το πνεύμα του ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΣ. Γράφεις, λοιπόν, ΡΩΤΑΕΙ, ΠΕΡΜΕΝΟΝΤΑΣ ΓΕΜΑΤΟΣ ΑΓΩΝΙΑ Ν’ ΑΚΟΥΣΕΙ ΤΟ ΜΥΘΟστον κατάλογο των τίτλων που μάταια ζήτησες στη βιβλιοθήκη.

[Απελευθερώνεσαι με γρήγορα ζιγκ ζαγκ, και με ένα πηδηματάκι μπαίνεις στην ακρόπολη των Καινούργιων Βιβλίων Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Σε Ελκύουν. Αλλά και στο εσωτερικό αυτού του οχυρού μπορείς να προκαλέσεις ρήγματα ανάμεσα στα στίφη των υπερασπιστών του, χωρίζοντας αυτούς τους τελευταίους σε Καινούργια Βιβλία Των οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Δεν Είναι Νέα (για σένα, βέβαια, ισχύει μονάχα το διαζευκτικό ή) και σε Καινούργια Βιβλία Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Είναι Εντελώς Άγνωστα(τουλάχιστο σε σένα), και να προσδιορίσεις ακριβώς την έλξη που αυτά εξασκούν πάνω σου, στη βάση των επιθυμιών σου και των αναγκών σου για το καινούριο και για το όχι καινούριο (για το καινούριο που ψάχνεις να βρεις στο όχι καινούριο και για το όχι καινούριο που ψάχνεις να βρεις στο καινούριο).]


ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΧΡΟΝΙΑ και ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΠΟΘΟ

$
0
0
Πήρα διαταγή. Σήμερα που έχεις καιρό, μου ’παν, πάρε τη σκάλα κι ανέβα να ξεκρεμάσεις αυτόν τον πόθοαπό τους τοίχους, πνίγηκε η είσοδος με δαύτον, τόσα χρόνια θέριεψε, παράγινε πια, μαζεύει και τόση σκόνη.

Κάπως έτσι δόθηκε η διαταγή, κι όσο μίλησε το φυτό άλλο τόσο μίλησα κι εγώ. Είπα μόνο τη λέξη «κρίμα», που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μακρινή, πολύ μακρινή, λυπητερή καμπάνα, την ακούς, λες κάτι πέθανε.

Ανεβαίνω τη σκάλα. Πολύ βαριά η καρδιά μου. Ανησυχώ, ρωτάω, βαστάει η σκάλα; Βαστάει, απαντάνε. Δεν κατάλαβαν.


Αρχίζω την αποκαθήλωση. Το ’φερε η μάνα μου, τόσο δα πριν από αρκετά χρόνια μέσα σ’ ένα μικρό ευτελές γλαστράκι, με δύο όλα-όλα φυτά αναποφάσιστα. Κλειστά. Το λένε «πόθο».Θεώρησαν ως την πιο ακατάλληλη θέση την είσοδο του σπιτιού, κι εκεί το ’βαλαν. Σκοτεινά, πληκτικά, ανέβα κατέβα τα ίδια πρόσωπα, πάνω κάτω οι δυσκολίες, πάνω κάτω τα κακονυχτισμένα όνειρα. Και όμως φαίνεται ότι όλα αυτά γίνονται λίπασμα άριστο στο φυτό. Κι αντί να μαραθεί πεισμώνει. Πετάει ανόητα φύλλα, καινούργια. Κάθε μέρα και μια αντίσταση, κι ένα τρελό αισιόδοξο φύλλο. Κάθε χαμένη μέρα κι ένα ονειροπαρμένο φυλλαράκι.

Εγώ ανέβα κατέβα. Το βλέπω. Στην αρχή του μιλάω ψυχρά, τυπικά. Του λέω, μπράβο, μπράβο, καλημέρα. Αργότερα ξανοίγομαι περισσότερο. Βάστα, του ψιθυρίζω. Περνάνε τα χρόνια. Άδικα επιμένεις, του λέω, μόλις βλέπω ένα καινούργιο φύλλο.
Είχαμε δω στο κάτω πάτωμα, κάποτε ένα νοικάρη. Αγάπαγε πολύ τα λουλούδια, κι είχε πάρει υπό την προστασία του το μέλλον αυτού του φυτού. Κι είχε αναλάβει να δίνει μια διακοσμητική κατεύθυνση στο κάθε καινούργιο κλωνάρι, βλαστάρι, ξέσπασμα, ούτε ξέρω πώς να το πω. Αυτός ήταν που το στήριζε με καρφάκια στους τοίχους, πολύ μερακλίδικες γιρλάντες, το τύλιξε γύρω από τα φώτα, στεφάνωσε την πόρτα, κάδρωσε μέσα σ’ αυτό την κακόκεφη όψη της εισόδου.

Όσες φορές τον έβλεπα ανεβασμένο στη σκάλα να εξαπατά αυτό το πράσινο, να το βάζει σε καινούργιο δήθεν δρόμο, δεν ξέρω γιατί, τον ρωτούσα κάθε φορά την ίδια βλακεία, τι λες κύριε Άγγελε, θα πραγματοποιηθεί; Αυτός πάλι, θες γιατί καταλάβαινε την ερώτησή μου, θες γιατί δεν την καταλάβαινε, απαντούσε κάθε φορά την ίδια ποθητή βλακεία, βεβαιότατα, βεβαιότατα.

Αυτά τα καρφάκια βγάζω τώρα εγώ, αυτό το πολύφυλλο «βεβαιότατα» ξεριζώνω. Κρίμα. Οι τοίχοι σιγά-σιγά ξεφορτώνονται αυτό το πράσινο προσωπείο τους. Καιρός ήταν. Γιατί εδώ που τα λέμε τώρα, το να ’χει κανείς τόσα χρόνια τον ίδιο πόθο, και σκόνη πιάνει και αράχνες τον καταπατούν, αφήνω που θεωρείται και μπανάλ.

[ΦΥΤΟΛΟΓΙΑ από τα ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ κείμενα της Κικής Δημουλα, εκδόσεις Ίκαρος 2004 – ARTbyHARTIG]

ΚΑΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΣΤΑΜΑΤΑ, ΚΑΠΟΤΕ ΠΑΛΙ ΔΥΟ ΤΡΕΙΣ ΣΤΙΧΟΙ. ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΑΠΛΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ:

$
0
0
Ω, ας είναι καλά ο άγγελος μου ο κατεβασμένος από κάποιο τέμπλο, θεός του ανέμου συνάμα κι Έρως και Γοργόνα, θα ’λεγες τον είχα κάνει πριν γεννηθώ ειδική παραγγελία. Με την ευλογία του παλαντζάρω καλύτερα τις φουρτούνες τις δικές μου και προχωρώ στις επικίνδυνες περιοχές, τα ύφαλα και τις κρυφονεριές, περασμένα μεσάνυχτα με αναμμένα τα δυο μου φωτάκια πρόσω ηρέμα… Είναι φορές που αισθάνομαι βάρκα σε κήπο! Αχνές γάζες γαλάζιες ή μωβ με καλύπτουν από το ένα μέρος ενώ το άλλο μου ακόμη αναδίνει άρμη αιώνων, θα ’λεγες από πλαγίαυλο ανεβαίνει σμύρνα υάκινθων κι υγρή γλύκα Κυμοθόης. Αυτή η βάρκα είμαι εγώ. Κι όταν λέω «εγώ» εννοώ τον ατέρμονα μετέπειτά μου. Δίχως τέλος… Εμπρός λοιπόν για μια στιγμή ας παίξουμε ό,τι μας κατέβει από το νου: ζάρια, κουδούνια, πλόες, αγάπες, όστρακα. Και τα λάθη μας να τα βάζουμε κι αυτά στο λογαριασμό: Φως από χαλαζία κυανόν της Παρθένου, Δυνάμεις πολλών ίππων σε κάτι σταλτό της ομορφιάς κιόλας φευγάτο, Δειλινό με σύννεφα όπως τα’ αποτυπώνει της ορτανσίας η ακοή, Τίμιο ξύλο από τη «Φτερωτη» στα μπλάβα, Διάφορα μυστικά στο πανέρι: αρρεβωνιάσματα, βότσαλα των Σπετσών, καραμέλες κανέλας με ξυλάκι, περιστερο-γουργουρίσματα, Ως τα πέρατα του μικρου- μικρού μου καημού που ’χει της γης το φάρδος, Όπως βυθίζεται το σεντόνι μες τα μεσάνυχτα κι απομένουν ψηλά οι οροσειρές κομμένες με ψαλίδι, Τα χίλια πρόσωπα του ανέμου και το ένα του ανθρώπου… ΝΑ ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ:  [στοχασμοί από τα ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ του Οδυσσέα Ελύτη για το ζωτικό χώρο της Ποίησης και τις κατακτήσεις στις οποίες μας οδηγεί , ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ, Ύψιλον/ βιβλία 1990 με ΚΛΙΚ στο κολάζ του ποιητή]


ΝΑ ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ…

Να γιατί γράφω: γιατί η Ποίηση αρχίζει  από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Η αίσθηση του γυρισμού «των πραγμάτων» μου είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης που έλεγα πριν  ότι τ’ αφήνω να χτυπά μακριά, στην πρώτη μου νεότητα και να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω,  λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο αλλ’ ορθός, καθώς το θέλησα.

Ένας αμετανόητα ερωτευμένος,  που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της συνάντησης,  με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα επάνω-κάτω και περιμένω…
Τι; Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήξει στο στήθος και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα, φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός μαζί. Κάποτε, είναι μια κοπέλα, κάποτε πάλι, δυο τρεις στίχοι, πολλές φορές απλά και μόνο το καλοκαίρι.
Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια,  τα πιο αόρατα,
ο τρόπος που γέρνει λίγο πιο λοξά ένα πουλί,
που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό στον κατηφορικό δρόμο,
που μπαίνει απ’ το ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια μυρωδιά καμένου χόρτου-

πού βρέθηκε; από πού να ’ρχεται; - παίρνουν ολάκαιρη τη σημασία τους  λες κι έχουν αποστολή τους μοναδική να πείσουν ότι,  όπου να ’ναι, σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης.
Να γιατί γράφω.  Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται.
Η ατελεύτητη φορά προς το φως το φυσικό που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον που είναι ο Θεός.
Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δεν γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκαιρος, όχι ο μισός που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους  και «φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρένων του Δήμου».
Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο
το μέρος που του ανήκει.
Να γιατί γράφουμε.
Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο,
τέτοιον που τον βρήκαμε.
Τον κόσμο της φθοράς
που, έρχεται κάποια στιγμή να δούμε
ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά,
με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός
για την Ανάσταση.

Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω το δικαίωμα,  σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή. Κάποτε, είναι αλήθεια, μ’ εξαναγκάσανε και σ’ αυτό. Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ από πού κρατάει το πάθος του ανθρώπου να μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας.
Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει –αλλά παρ’ όλα αυτά το ξέρει- πως υπάρχει και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει, μήτε να την υπερβεί.
Θέλουμε, δε θέλουμε, είμαστε όλοι μας δέσμιοι μιας ευτυχίας που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε.

Να από πού ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης…

(Στοχασμοί από τα ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ του Οδυσσέα Ελύτη για το ζωτικό χώρο της ποίησης και για τις κατακτήσεις στις οποίες μας οδηγεί)

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΟΥ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ:

$
0
0
Υπάρχουν τα καλά βιβλία και τα κακά βιβλία. Υπάρχουν όμως και τα «καλά κακά βιβλία». Ο όρος "good bad books"ανήκει στον Τζορτζ Όργουελ. Βέβαια ο συγγραφέας του «Μεγάλου Αδελφού» αναφερόταν σε βιβλία που δεν είχαν το ακαδημαϊκό ή πνευματικό βάρος μιας μεγάλης λογοτεχνίας, ωστόσο όμως ελάχιστοι αναγνώστες μπορούσαν να αντισταθούν στην γοητεία τους. Εκείνη την εποχή παραδείγματα «καλού κακού συγγραφέα» ήταν δημιουργοί όπως ο Κίπλινγκ και ο Κόναν Ντόιλ. Τα βιβλία τους ξεπέρασαν σε διάρκεια βιβλία που θεωρούνταν κλασικά και πολλές φορές μάλιστα απέκτησαν και τα ίδια ένα ανάλογο στάτους. Δανείζομαι τον όρο για να αναφερθώ σε ένα βιβλίο που θεωρώ «καλή κακή λογοτεχνία» υπό μια άλλη έννοια. Πρόκειται για ένα αδιαμφισβήτητα κλασικό αφήγημα, ένα βιβλίο που έχει γαλουχήσει τουλάχιστον μια γενιά αναγνωστών και έγινε συνώνυμο ενός θρυλικού λογοτεχνικού κινήματος. Ένα βιβλίο που όταν πρωτοδιάβαζα, στα δεκαεννέα, σε μια περίοδο όπου οι ήρωές μου ηταν ο Τζιμ Μόρισον και ο Αρθούρος Ρεμπό, είχα μείνει μαγεμένος. Ένα βιβλίο-βίβλος για μια ολόκληρη εποχή. Μιλάω για το περίφημο «On the road» του Τζακ Κέρουακ, ένα μυθιστόρημα στο όποιο πλέον με δυσκολία μπορώ να ξαναγυρίσω Διάλεξα το συγκεκριμένο βιβλίο γιατί κάποτε ορκιζόμουν σ’ αυτό και στον υπέροχο τίτλο του. Γιατί με πονάει να νιώθω ένα κομμάτι της ζωής μου «παλιό». Και, εννοείται, εκείνα που μας πονάνε περισσότερο είναι όσα έχουμε αγαπήσει [Ο Αλέξης Σταμάτης γράφει και εξηγεί πώς το «On the road» του Τζακ Κέρουακ έχει «παλιώσει» μέσα του ]



Όχι δεν θα επαναλάβω την «κακία» του Τρούμαν Κάποτε, ο οποίος αναφερόμενος στο μυθιστόρημα σε μια συνέντευξη του στην τηλεόραση είχε πει το δηλητηριώδες: «That's not writing, it's typing» (Αυτό δεν είναι γράψιμο. Είναι δακτυλογράφηση). Δακτυλογράφηση φυσικά δεν είναι άλλα το βιβλίο δεν έχει εσωτερική ανάπτυξη, δεν υπάρχει «κάτω κείμενο», δεν υπάρχει ειρωνεία, εκφραστικότητα, οι χαρακτήρες περισσότερο εικονογραφούνται παρά δρουν. Πρόκειται ένα αφήγημα–ποταμό, έναν καταιγισμό λέξεων ο οποίος, όταν τελειώνει, δεν έχει αφήσει έστω και μια λιμνούλα πίσω του. Σαν αυτή η λεκτική καταιγίδα να απορροφήθηκε απ’ ευθείας από το χαρτί (το ρολο του τέλεξ) στο οποίο γράφτηκε.

Λένε πως έχει τη γοητεία της αυτόματης γραφής, ότι είναι ένα μεγαλοφυές παραλήρημα. Το σκέτο παραλήρημα όμως είναι απλά άσκηση ύφους, δεν είναι δραστικό. Μόνο ένα επιμελημένο, ζυγιασμένο παραλήρημα μπορεί να δημιουργήσει χάσματα και αιχμές, φυγές και ανοίγματα. Το «On the road» είναι ένα λογοτεχνικό παραξένισμα, μια καταρρακτώδης χειρονομία που συγκινεί μονό και μονό με την επιθυμία του συγγραφέα του να την ολοκληρώσει. Ένα αφηγηματικό τράβελινγκ που αντανακλά μεν επιτυχώς το ρυθμό της γενιάς του, άλλα πλέον μοιάζει με μια φωτογραφία που πάλιωσε, ένα ιλιγγιώδες fast forward που έσβησε σ’ ένα οριστικό fade out, έναν πανέμορφο νεαρό που δεν καλογέρασε.

Διάλεξα το συγκεκριμένο βιβλίο γιατί κάποτε ορκιζόμουν σ’ αυτό και στον υπέροχο τίτλο του. Γιατί με πονάει να νιώθω ένα κομμάτι της ζωής μου «παλιό». Και, εννοείται, εκείνα που μας πονάνε περισσότερο είναι όσα έχουμε αγαπήσει.


[ΠΗΓΗ: Αλέξης Σταμάτης, Ο δρόμος έφτασε στο τέλος του – αναρτήθηκε στη διαδικτυακή πύλη για το βιβλίο, τις ιδέες και τον πολιτισμό BOOKPRESS]
Viewing all 535 articles
Browse latest View live